Language of document : ECLI:EU:T:2018:295

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2018 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση T‑158/12 DEP,

European Dynamics Belgium SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

European Dynamics Luxembourg SA, με έδρα το Ettelbrück (Λουξεμβούργο),

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

European Dynamics UK Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

εκπροσωπούμενες από τη M. Σφυρή, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), εκπροσωπούμενου από τον T. Jabłoński και τις N. Rampal Olmedo και Γ. Γαβριηλίδου,

καθού,

με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, την οποία υπέβαλε ο EMA κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιανουαρίου 2014, European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά EMA (T‑158/12, EU:T:2014:36),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά EMA (T‑158/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:36), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των προσφευγουσών, οι οποίες ζητούσαν, αφενός, την ακύρωση της απόφασης EMA/67882/2012 (στο εξής: απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2012) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (στο εξής: EMA), της 31ης Ιανουαρίου 2012, να κατατάξει την προσφορά των προσφευγουσών στη δεύτερη θέση για την υπογραφή σύμβασης-πλαισίου κατόπιν του διαγωνισμού EMA/2011/17/ICT για την παροχή εξωτερικών υπηρεσιών στον τομέα των εφαρμογών λογισμικού, και, αφετέρου, αίτημα αποκατάστασης της ζημίας την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω απώλειας της ευκαιρίας να καταταγούν στην πρώτη θέση. Επιπλέον, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και σε αυτά του EMA.

2        Με έγγραφο της 12ης Μαρτίου 2014, ο EMA επικοινώνησε με τις προσφεύγουσες, ζητώντας τους να καταβάλουν τα δικαστικά έξοδα στα οποία είχαν καταδικασθεί δυνάμει της προαναφερθείσας απόφασης. Το ποσό που ζήτησε ανερχόταν σε 65 345,35 ευρώ και περιελάμβανε το συνολικό ποσό των τιμολογίων που είχαν εκδοθεί από τους εξωτερικούς δικηγόρους του ΕΜΑ για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της υπόθεσης που αναφέρεται στη σκέψη 1 ανωτέρω, καθώς και τα έξοδα παράστασης των εξωτερικών δικηγόρων και των υπαλλήλων του ΕΜΑ, τα οποία τεκμηριώνονται από συμπληρωματικά έγγραφα.

3        Με την απάντησή τους, με ημερομηνία 18 Μαρτίου 2014, οι προσφεύγουσες απέρριψαν το αίτημα του EMA, αναφέροντας ότι το ζητούμενο ποσό των εξόδων είναι υπερβολικό και ότι η επίμαχη δικαστική απόφαση δεν είχε καταστεί αμετάκλητη και μπορούσε να προσβληθεί με αίτηση αναίρεσης.

4        Στη συνέχεια, ο EMA και οι προσφεύγουσες αντάλλαξαν πλείονες επιστολές, αντικείμενο των οποίων ήταν, κατ’ ουσίαν, αφενός, το ζήτημα εάν το ποσό των εξόδων που είχε ζητηθεί από τον EMA σε σχέση με τη διαδικασία στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά EMA (T‑158/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:36), ήταν υπερβολικό και, αφετέρου, εάν υπήρχε δυνατότητα συμψηφισμού των δυνάμενων να αναζητηθούν εξόδων με τα οφειλόμενα από τον ΕΜΑ στις προσφεύγουσες στο πλαίσιο της διαδικασίας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2013, European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά EMA (T‑638/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:530). Οι εν λόγω επιστολές και συζητήσεις μεταξύ των διαδίκων δεν οδήγησαν σε συμψηφισμό, λόγω μη συμφωνίας όσον αφορά το εύρος του. Περαιτέρω, στις 16 Απριλίου 2015, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά ΕΜΑ (C‑173/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:226), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως κατά της απόφασης της 29ης Ιανουαρίου 2014, European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά ΕΜΑ (T‑158/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:36).

5        Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ του ΕΜΑ και των προσφευγουσών επί του ποσού των δυνάμενων να αναζητηθούν εξόδων της διαδικασίας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά EMA (T‑158/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:36), ο ΕΜΑ υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουλίου 2017, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 170 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Ο ΕΜΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί ότι τα δικαστικά έξοδα τα οποία οφείλουν να αποδώσουν οι προσφεύγουσες ανέρχονται σε 51 505,54 ευρώ, αφαιρουμένων των εξόδων για μεταφραστικές υπηρεσίες και των εξόδων παράστασης των εκπροσώπων του ΕΜΑ. Προς τούτο, προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων και αποδείξεων παροχής υπηρεσιών των εξωτερικών δικηγόρων, καθώς και στοιχεία σχετικά με την εξόφλησή τους.

6        Στις 4 Οκτωβρίου 2017, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της εν λόγω αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων. Ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει το ποσό που οφείλουν στον EMA σε 12 077,94 ευρώ.

 Σκεπτικό

7        Προς στήριξη της αίτησής του, ο EMA υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, αφενός, οι αμοιβές των δικηγόρων με τους οποίους συνεργάστηκε και, αφετέρου, τα ποσά που τιμολογήθηκαν ως έξοδα μετακίνησης και διαμονής των δικηγόρων αποτελούν αναγκαία έξοδα για την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και μπορούν, ως εκ τούτου, να αναζητηθούν στο σύνολό τους.

8        Οι προσφεύγουσες δηλώνουν ότι δεν αρνούνται να καταβάλουν τα δικαστικά έξοδα του ΕΜΑ, πλην όμως υποστηρίζουν ότι το ζητούμενο ποσό είναι υπερβολικό και δυσανάλογο σε σχέση με τις απαιτήσεις της δίκης επί της προσφυγής.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

9        Κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση αμφισβήτησης σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, ο ενδιαφερόμενος διάδικος υποβάλλει σχετική αίτηση στο Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 76 έως 78 του ως άνω Κανονισμού. Εξάλλου, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο, αφού παράσχει στον διάδικο τον οποίο αφορά η αίτηση τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, αποφαίνεται με διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο.

10      Σύμφωνα με το άρθρο 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα περιορίζονται, αφενός, στα έξοδα που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας και, αφετέρου, στα έξοδα που είναι απαραίτητα για τον σκοπό αυτό (διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 2016, ANKO κατά Επιτροπής και REA, T‑165/14 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:108, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

11      Ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να λάβει κυρίως υπόψη του τον αριθμό των ωρών εργασίας που μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς απαραίτητες για τη διαδικασία, ανεξαρτήτως του αριθμού των δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκαν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες (βλ., συναφώς, διάταξη της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Ecoceane κατά EMSA, T‑518/09 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1109, σκέψη 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

12      Κατά πάγια, επίσης, νομολογία, ελλείψει διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με το ύψος των αμοιβών και με τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης, καθώς και τις δυσκολίες της υπόθεσης, τον όγκο της εργασίας που κλήθηκαν να παράσχουν οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων (βλ., συναφώς, διάταξη της 14ης Ιουλίου 2017, ΚΓΦΠ κατά Schräder, C‑546/12 P-DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:460, σκέψη 15).

13      Το ποσό των εν προκειμένω δυνάμενων να αναζητηθούν εξόδων πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

 Επί του ποσού των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων

14      Εν προκειμένω, στη δίκη επί της προσφυγής ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προέβαλαν, προς στήριξη της προσφυγής τους, τρεις λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορούσε την εκ των υστέρων προσθήκη κριτηρίου ανάθεσης το οποίο δεν περιλαμβανόταν στις τεχνικές προδιαγραφές της συγγραφής υποχρεώσεων, ο δεύτερος πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης κατά την αξιολόγηση ενός κριτηρίου ποσοτικής επιλογής ως κριτηρίου ανάθεσης και ο τρίτος παραβίαση της αρχής της διαφάνειας. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει τον EMA να αποκαταστήσει τη ζημία που διατείνονταν ότι είχαν υποστεί λόγω απώλειας της ευκαιρίας να καταταγούν στην πρώτη θέση κατόπιν της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών EMA/2011/17/ICT. Εκτίμησαν την εν λόγω ζημία ex aequo et bono στο ποσό των 2 139 471,70 ευρώ κατ’ αποκοπήν.

15      Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, όσον αφορά το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς της δίκης επί της προσφυγής, ότι αυτή αφορούσε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης. Για την επίλυσή της απαιτούνταν διεξοδική ανάλυση, παρουσίαζε δε, ιδίως όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, τεχνικές πτυχές, στο μέτρο που το αντικείμενο του διαγωνισμού σχετιζόταν με την παροχή υπηρεσιών στον τομέα των εφαρμογών λογισμικού. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για υπόθεση που θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ασυνήθιστη ή ιδιαίτερα πολύπλοκη, υπό το πρίσμα των προβαλλομένων από την προσφεύγουσα λόγων στους οποίους ο ΕΜΑ επρόκειτο να απαντήσει. Σημειωτέον, άλλωστε, ότι δεν τέθηκε κανένα νέο νομικό ζήτημα.

16      Δεύτερον, είναι βέβαιον ότι η διαφορά στη δίκη επί της προσφυγής ήταν σημαντική από οικονομική άποψη για τον ΕΜΑ, δεδομένου ότι η ενδεχόμενη ακύρωση της απόφασης της 31ης Ιανουαρίου 2012 θα μπορούσε να διαταράξει την εύρυθμη λειτουργία του και την εκτέλεση της αποστολής του, όπως υποστηρίζει ο EMA ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Τρίτον, όσον αφορά τον όγκο της παρασχεθείσας εργασίας, προκύπτει ότι οι εξωτερικοί δικηγόροι του EMA εξέδωσαν αναλυτικά τιμολόγια για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, κατ’ αντιστοιχία προς την εργασία και τον αριθμό των ωρών εργασίας για κάθε διαδικαστική πράξη.

18      Προς δικαιολόγηση του ποσού των 51 505,54 ευρώ, το οποίο θεωρεί δυνάμενο να αναζητηθεί βάσει του συνόλου των τιμολογίων, αφαιρουμένων των εξόδων μετάφρασης, ο ΕΜΑ τονίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι εξωτερικοί δικηγόροι έπρεπε, καταρχάς, να συντάξουν υπόμνημα αντικρούσεως εκτάσεως 257 σελίδων περιλαμβανομένων των παραρτημάτων, προκειμένου να απαντήσουν στην ασκηθείσα από τις προσφεύγουσες προσφυγή, εκτάσεως 252 σελίδων συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων. Στη συνέχεια, χρειάστηκε να συντάξουν υπόμνημα ανταπαντήσεως 19 σελίδων, σε απάντηση του υπομνήματος απαντήσεως των προσφευγουσών, εκτάσεως 33 σελίδων περιλαμβανομένων των παραρτημάτων. Τέλος, εκπροσώπησαν τον ΕΜΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

19      Εν προκειμένω, ο ΕΜΑ υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο τα εξής πέντε τιμολόγια:

–        τιμολόγιο με ημερομηνία 13 Ιουλίου 2012, ύψους 37 343 ευρώ (στο εξής: τιμολόγιο αριθ. 1),

–        τιμολόγιο με ημερομηνία 11 Οκτωβρίου 2012, ύψους 4 997 ευρώ (στο εξής: τιμολόγιο αριθ. 2),

–        τιμολόγιο με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2012, ύψους 13 150 ευρώ (στο εξής: τιμολόγιο αριθ. 3),

–        τιμολόγιο με ημερομηνία 31 Ιουλίου 2013, ύψους 7 820,60 ευρώ (στο εξής: τιμολόγιο αριθ. 4),

–        τιμολόγιο με ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου 2013, ύψους 791,94 ευρώ (στο εξής: τιμολόγιο αριθ. 5).

20      Εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει, αφενός, εάν ο αριθμός των ωρών εργασίας, όπως προκύπτει από τα τιμολόγια αυτά, ήταν αντικειμενικά απαραίτητος για τις ανάγκες της δίκης επί της προσφυγής και εάν η εφαρμοζόμενη ωριαία αμοιβή αντιστοιχεί στη συνήθη ωριαία αμοιβή στο πλαίσιο μιας τέτοιας δίκης. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει εάν το σύνολο των δαπανών που αναζητούνται ήταν απαραίτητες.

–       Επί του τιμολογίου αριθ. 1

21      Όσον αφορά το τιμολόγιο αριθ. 1, ο EMA υποστηρίζει ότι αυτό αφορούσε τη σύνταξη και την υποβολή του υπομνήματος αντικρούσεως, την πραγματοποίηση νομικής και νομολογιακής έρευνας, τον έλεγχο των πραγματικών περιστατικών και την αλληλογραφία με τον EMA. Υποστηρίζει ότι, μετά την αφαίρεση των εξόδων μετάφρασης, οι δυνάμενες να αναζητηθούν δαπάνες βάσει του τιμολογίου αυτού αντιστοιχούν σε 32 715,50 ευρώ, το οποίο προκύπτει από την παροχή 53,10 ωρών εργασίας προς 375 ευρώ ανά ώρα και 43,40 ωρών εργασίας προς 295 ευρώ ανά ώρα. Οι προσφεύγουσες απαντούν ότι το ποσό αυτό είναι υπερβολικό, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι το κείμενο του υπομνήματος αντικρούσεως καταλαμβάνει 47 μόνο σελίδες και ότι επισυνάπτονται σε αυτό ως παραρτήματα κείμενα που είχαν κατατεθεί μαζί με το δικόγραφο της προσφυγής. Φρονούν ότι κατά το στάδιο της προσφυγής μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικά αναγκαίες 17 μόνον ώρες εργασίας προς 285 ευρώ ανά ώρα.

22      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, καταρχάς, ότι η ωριαία αμοιβή των 375 ευρώ ανά ώρα για τον εταίρο H.‑G. K. δεν είναι υπερβολική σε σχέση με τον βαθμό πολυπλοκότητας της υπόθεσης της δίκης επί της προσφυγής και λαμβανομένου υπόψη του ότι ο H.‑G. K. επωμιζόταν την κύρια ευθύνη για την παρεχόμενη στον ΕΜΑ υπηρεσία. Αντιθέτως, όσον αφορά την ωριαία αμοιβή 295 ευρώ ανά ώρα που ζήτησαν οι λοιποί δικηγόροι του EMA, ο P.G. και η Λ. Α., το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι είναι υπερβολική και ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης της δίκης επί της προσφυγής, πρέπει να ορισθεί σε 250 ευρώ ανά ώρα.

23      Υπενθυμίζεται, περαιτέρω, ότι, κατά τη νομολογία, η ωριαία αμοιβή της οποίας ζητείται η εφαρμογή πρέπει να ληφθεί υπόψη στο μέτρο που μια υψηλή ωριαία αμοιβή παρίσταται δικαιολογημένη μόνο για υπηρεσίες παρεχόμενες από επαγγελματίες δυνάμενους να εργαστούν αποτελεσματικά και ταχέως και, ως εκ τούτου, συνεπάγεται, ως αντιστάθμισμα, μια κατ’ ανάγκην αυστηρή εκτίμηση του συνολικού αριθμού των ωρών εργασίας που είναι απαραίτητες για την ένδικη διαδικασία [διάταξη της 12ης Ιανουαρίου 2016, Boehringer Ingelheim International κατά ΓΕΕΑ – Lehning entreprise (ANGIPAX) (T‑368/13 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:9, σκέψη 16)].

24      Εν προκειμένω, όμως, όσον αφορά τις διάφορες υπηρεσίες που παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 21 ανωτέρω και οι οποίες περιλαμβάνονταν στο τιμολόγιο αριθ. 1, διαπιστώνεται ότι ο αριθμός των ωρών εργασίας που έχουν τιμολογηθεί, ακόμη και μετά την αφαίρεση των εξόδων μετάφρασης, δεν φαίνεται αντικειμενικά αναγκαίος για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι ειδικοί στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων επαγγελματίες, οι οποίοι μπορούν να εργαστούν αποτελεσματικά και με ταχύτητα, πρέπει να εντοπίζουν ταχέως τη χρήσιμη γι’ αυτούς πάγια νομολογία στον συγκεκριμένο τομέα, χωρίς να αφιερώνουν υπερβολικά πολύ χρόνο στην έρευνα της νομολογίας που σχετίζεται με την υπόθεση της δίκης επί της προσφυγής.

25      Από την άποψη αυτή, επισημαίνεται ότι οι ακόλουθες χρεώσεις του τιμολογίου αριθ. 1 αφορούσαν, στο σύνολό τους ή εν μέρει, για την έρευνα της νομολογίας:

–        H.‑G. K.: στις 24 Ιουνίου 2012 το σύνολο των «1,20 ωρών» και στις 26 Ιουνίου 2012 μέρος των «6,60 ωρών» αφιερώθηκαν σε τέτοια έρευνα.

–        Λ. Α.: στις 2 Μαΐου 2012 το σύνολο των «1,60 ωρών» και στις 20, 21 και 22 Ιουνίου 2012 μέρος τουλάχιστον των «3,80 ωρών», «3,50 ωρών» και «3,20 ωρών» αντιστοίχως αφιερώθηκαν σε τέτοια έρευνα.

–        P.G.: στις 18, 19 και 20 Ιουνίου 2012 μέρος τουλάχιστον των «6,20 ωρών», «6,70 ωρών» και «6,90 ωρών» αντιστοίχως αφιερώθηκαν στην έρευνα της νομολογίας.

26      Επιπλέον, στις περιπτώσεις όπου οι χρεώσεις του τιμολογίου αριθ. 1 αφορούσαν διάφορες ενέργειες, περιλαμβανομένης της έρευνας της νομολογίας, δεν μπορεί να καθορισθεί πόσες από τις χρεωθείσες ώρες εργασίας σχετίζονται, αφενός, με την έρευνα αυτή και πόσες σχετίζονται, αφετέρου, με την παροχή άλλων υπηρεσιών. Ωστόσο, υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ακολουθήσει μια αυστηρή προσέγγιση, διότι η δυνατότητα του δικαστή της Ένωσης να εκτιμήσει την αξία της εργασίας που παρασχέθηκε από έναν δικηγόρο εξαρτάται από την ακρίβεια των προσκομιζόμενων στοιχείων.

27      Ενώ, κατά κανόνα, η έρευνα της νομολογίας, ως αναγκαία βάση για την προετοιμασία των γραπτών υπομνημάτων ή της αγόρευσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μπορεί να αποτελέσει μέρος των δυνάμενων να αναζητηθούν εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, ο χρόνος που διατέθηκε για την εν λόγω έρευνα, βάσει του τιμολογίου αριθ. 1, ήταν υπερβολικός. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, κατά δίκαιη εκτίμηση, πρέπει να αφαιρεθούν από τον αριθμό των ωρών που αναφέρεται στη σκέψη 25 ανωτέρω δύο ώρες εργασίας του H.‑G. K., καθώς και δύο ώρες εργασίας της Λ. Α. και τρεις ώρες του P.G.

28      Επιπλέον, από το τιμολόγιο αριθ. 1 προκύπτει ότι η Λ. Α. αφιέρωσε 2,40 ώρες (που χωρίζονται σε τμήματα των «0,80 ωρών», «0,9 ωρών» και «0,70 ωρών», για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στις 22, 23 και 29 Μαΐου 2012) για την προετοιμασία αίτησης για παράταση της προθεσμίας κατάθεσης του υπομνήματος αντικρούσεως. Μια άλλη χρέωση του τιμολογίου αριθ. 1, «0,80 ώρες» στις 21 Μαΐου 2012, αφορούσε την παροχή υπηρεσιών οι οποίες περιγράφονται ως τηλεφωνικές επαφές μεταξύ της Λ. Α. και του EMA και μία συζήτηση με τον H.‑G. K., που αφορούσαν κυρίως το ζήτημα της παράτασης των προθεσμιών στην υπόθεση T‑158/12. Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η σχετική με το ζήτημα αυτό εργασία μπορεί να συμπεριληφθεί στα αντικειμενικώς δικαιολογημένα έξοδα μόνον εφόσον θεωρηθεί ότι η εν λόγω παράταση ήταν απαραίτητη λόγω ενεργειών των προσφευγουσών, πράγμα που ούτε ο ΕΜΑ ισχυρίστηκε ούτε προκύπτει από τη δικογραφία. Ομοίως, δεν είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένο να ληφθεί υπόψη η προπαρασκευαστική εργασία που συνίσταται σε τηλεφωνικές επαφές και συζητήσεις για την παράταση της εν λόγω προθεσμίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, πέραν των όσων διαπιστώθηκαν με τη σκέψη 27 ανωτέρω, πρέπει επιπλέον να αφαιρεθεί από το ποσό που αναγράφεται στο τιμολόγιο αριθ. 1 το ποσό που αντιστοιχεί σε 3,20 ώρες εργασίας της Λ. Α.

29      Τέλος, όσον αφορά τη χρέωση «3,20 ωρών» με ημερομηνία 25 Απριλίου 2012 για εργασία της Λ. Α. με αντικείμενο μια πρώτη ανάλυση και περίληψη του δικογράφου της προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ως αντικειμενικώς δικαιολογημένη, σε σχέση με την έκταση του δικογράφου της προσφυγής και τη φύση των προβληθέντων νομικών επιχειρημάτων, μπορεί να θεωρηθεί μόνον η χρέωση «2,75 ωρών» εργασίας. Εξάλλου, όσον αφορά το σύνολο των λοιπών χρεώσεων στο τιμολόγιο αριθ. 1, τα σχετικά στοιχεία εκπορεύονται από μια προσέγγιση την οποία το Γενικό Δικαστήριο κρίνει αντικειμενικώς δικαιολογημένη. Ειδικότερα, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ήταν υπερβολικός ο χρόνος εργασίας που αφιερώθηκε στην προετοιμασία των παραρτημάτων του υπομνήματος αντικρούσεως, διαπιστώνεται ότι, σε σχέση με την προετοιμασία αυτή, υπάρχει μόνον χρέωση «0,8 ωρών» στις 28 Ιουνίου 2012 για την εργασία του H.‑G. K. Ωστόσο, ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικός, λαμβανομένου μεταξύ άλλων υπόψη του γεγονότος ότι υπάρχει επιπλέον χρέωση «2,6 ωρών» με ημερομηνία 5 Ιουλίου 2012 για την εργασία του H.‑G. K., η οποία ήταν εν μέρει αφιερωμένη στην προετοιμασία των εν λόγω παραρτημάτων.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, βάσει του τιμολογίου αριθ. 1, μπορούν να αναζητηθούν μόνον οι χρεώσεις που αντιστοιχούν σε 51,10 ώρες παροχής υπηρεσιών προς 375 ευρώ ανά ώρα και σε 35,15 ώρες παροχής υπηρεσιών προς 250 ευρώ ανά ώρα, αντί των 295 ευρώ που είχαν προβλεφθεί αρχικά (12,85 ώρες για την Λ. Α. και 22,30 ώρες για τον P.G.). Εντεύθεν προκύπτει ότι, συνολικά, ο ΕΜΑ δύναται να αναζητήσει, επί της βάσεως αυτής, το ποσό των 27 950 ευρώ.

–       Επί του τιμολογίου αριθ. 2

31      Όσον αφορά το τιμολόγιο αριθ. 2, ο EMA υποστηρίζει ότι αυτό αφορούσε, κατ’ ουσίαν, την αλληλογραφία των εξωτερικών δικηγόρων με το Γενικό Δικαστήριο και τον EMA, καθώς και τα έξοδα αποστολής εγγράφων προς το Γενικό Δικαστήριο με ταχυδρομική εταιρία. Μετά την αφαίρεση των εξόδων μετάφρασης, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν βάσει του συγκεκριμένου τιμολογίου ανέρχονται, κατά τον ΕΜΑ, στο ποσό των 597 ευρώ, ήτοι 1,6 ώρες παροχής υπηρεσιών προς 295 ευρώ ανά ώρα και 125 ευρώ για ταχυδρομικά έξοδα. Κατά τις προσφεύγουσες, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας που αναγράφεται στο τιμολόγιο, καθώς και το ποσό των 125 ευρώ φαίνεται να αφορούν μεταφραστικές υπηρεσίες. Κατά τις προσφεύγουσες, οι ώρες εργασίας που δεν συσχετίζονται με μεταφραστικές υπηρεσίες και την αποστολή μεταφρασμένων εγγράφων είναι μόνον «0,60». Φρονούν ότι ως αναγκαίο και αντικειμενικά απαραίτητο έξοδο μπορεί να θεωρηθεί μόνον ο χρόνος αυτός.

32      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, καταρχάς, ότι ορθώς οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις χρεώσεις που αναγράφονται στο τιμολόγιο αριθ. 2 ως κατ’ ουσίαν σχετιζόμενες με μεταφράσεις δικογράφων στο πλαίσιο της δίκης επί της προσφυγής. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το ποσό που αντιστοιχεί σε «0,60 ώρες» εργασίας της Λ. Α., σχετικά ιδίως με την ανάλυση των επιστολών που εστάλησαν από τη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου προς τους εξωτερικούς δικηγόρους του ΕΜΑ, καθώς και την αποστολή ηλεκτρονικών επιστολών στον ΕΜΑ στις 18 και 27 Ιουλίου 2012. Στη συνέχεια, λαμβανομένης υπόψη της διαπίστωσης στη σκέψη 22 ανωτέρω, η παρασχεθείσα εργασία πρέπει να τιμολογηθεί προς 250 ευρώ ανά ώρα και όχι προς 295 ευρώ.

33      Επομένως, με βάση το τιμολόγιο αριθ. 2, πρέπει να θεωρηθεί ότι το ποσό που μπορεί να αναζητηθεί για νομικές υπηρεσίες ανέρχεται σε 150 ευρώ. Σε αυτά προστίθεται το ποσό των 125 ευρώ για έξοδα ταχυδρομικών υπηρεσιών, τα οποία, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, αποτελούν μέρος των εξόδων που είναι αντικειμενικά αναγκαία για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο μέτρο που σχετίζονται με την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως. Συνεπώς, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν βάσει του τιμολογίου αριθ. 2 ανέρχονται σε 275 ευρώ.

–       Επί του τιμολογίου αριθ. 3

34      Όσον αφορά το τιμολόγιο αριθ. 3, ο EMA υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι αυτό αφορούσε υπηρεσίες σχετικές με τη σύνταξη και κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως, τον έλεγχο του υπομνήματος απαντήσεως, την επικοινωνία μεταξύ των εξωτερικών δικηγόρων και του EMA, καθώς και την αλληλογραφία με το Γενικό Δικαστήριο. Μετά την αφαίρεση των εξόδων μετάφρασης, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν βάσει του συγκεκριμένου τιμολογίου ανέρχονται, κατά τον ΕΜΑ, σε 9 226,50 ευρώ, ήτοι «21,30 ώρες» παροχής υπηρεσιών προς 375 ευρώ ανά ώρα και «4,20 ώρες» παροχής υπηρεσιών προς 295 ευρώ ανά ώρα. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι το ζητούμενο από τον ΕΜΑ ποσό είναι υπερβολικό, λαμβανομένου υπόψη ότι το υπόμνημα ανταπαντήσεως εκτείνεται σε 19 μόνο σελίδες, ενώ το υπόμνημα απαντήσεως εκτείνεται σε 25 σελίδες, μαζί με 3 μόνο σελίδες παραρτημάτων. Συνεπώς, κατά τις προσφεύγουσες, ο αντικειμενικώς αναγκαίος χρόνος εργασίας εκτιμάται, βάσει των διευκρινίσεων που δόθηκαν, σε 14 ώρες.

35      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, καταρχάς, ότι πρέπει να απορριφθούν ως μη αναγκαία για τη δίκη επί της προσφυγής τα ποσά που αναφέρονται στις δύο πρώτες χρεώσεις του τιμολογίου αριθ. 3, στον βαθμό που πρόκειται για εργασία της Λ. Α. («0,50 ώρες») και του Η.‑G. K. («0,30 ώρες») σχετιζόμενη αποκλειστικά με την αίτηση παράτασης της προθεσμίας κατάθεσης του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

36      Στη συνέχεια, όσον αφορά τις χρεώσεις του τιμολογίου αριθ. 3, εκτός από τις μεταφράσεις, διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει ο EMA, αυτές αφορούν υπηρεσίες σχετιζόμενες με την ανάλυση του υπομνήματος απαντήσεως, την προετοιμασία του υπομνήματος ανταπαντήσεως, την επικοινωνία μεταξύ των εξωτερικών δικηγόρων και τον ΕΜΑ και, τέλος, την ανάλυση επιστολής του Γενικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού. Συνολικά, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρόκειται για ποσά που αντιστοιχούν σε αντικειμενικώς δικαιολογημένο αριθμό ωρών εργασίας, ο οποίος δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογος σε σχέση με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης της δίκης επί της προσφυγής, λαμβανομένης επίσης υπόψη της έκτασης τόσο του υπομνήματος απαντήσεως που ανέλυσαν οι δικηγόροι όσο και του υπομνήματος ανταπαντήσεως που συνέταξαν. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι για την ανάλυση του υπομνήματος απαντήσεως χρεώθηκαν μόνο «1,10 ώρες» εργασίας του H.‑G. K., χρόνος που δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικός. Συνεπώς, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν βάσει του τιμολογίου αριθ. 3 ανέρχονται συνολικά σε 8 800 ευρώ, λαμβανομένης υπόψη της τροποποίησης της ωριαίας αμοιβής της Λ. Α. και του P.G. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε 21 ώρες εργασίας του H.‑G. K., σε 0,2 ώρες εργασίας της Λ. Α. και σε 3,5 ώρες εργασίας του P.G.

–       Επί των τιμολογίων αριθ. 4 και αριθ. 5

37      Όσον αφορά τα τιμολόγια αριθ. 4 και αριθ. 5, επισημαίνεται ότι ο EMA προβάλλει ότι το πρώτο εξ αυτών αφορούσε την προετοιμασία της εκπροσώπησης στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την αναζήτηση νέας νομολογίας, την επικοινωνία μεταξύ των εξωτερικών δικηγόρων και του EMA και τα οδοιπορικά έξοδα ενόψει της παράστασης στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο Λουξεμβούργο. Κατά τον EMA, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν βάσει του τιμολογίου αυτού ανέρχονται σε 7 820,60 ευρώ, ήτοι «20 ώρες» παροχής υπηρεσιών προς 375 ευρώ ανά ώρα και 320,60 ευρώ ως έξοδα παράστασης. Ως προς το τιμολόγιο αριθ. 5, ο EMA προβάλλει ότι αυτό αφορά έξοδα παράστασης της εξωτερικής δικηγόρου του EMA, η οποία αγόρευσε στη γλώσσα διαδικασίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το δε ποσό των εξόδων αυτών ανέρχεται σε 791,94 ευρώ.

38      Αντιθέτως, ως προς τα τιμολόγια αριθ. 4 και αριθ. 5, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι αυτά αφορούσαν αμφότερα τα έξοδα προετοιμασίας και εκπροσώπησης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και ότι ο αντικειμενικώς αναγκαίος χρόνος για την προφορική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μπορούσε να εκτιμηθεί σε «8 ώρες» εργασίας. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δέχονται επίσης ως εύλογα τα έξοδα μετάβασης ενός από τους δύο δικηγόρους, και πιο συγκεκριμένα της Α. Δ., που γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Οι προσφεύγουσες τονίζουν, στο πλαίσιο αυτό, ότι η υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της δίκης επί της προσφυγής δεν αφορούσε νέα νομικά ζητήματα και ότι οι εξωτερικοί δικηγόροι του EMA ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τις δημόσιες συμβάσεις και είχαν πείρα στον συγκεκριμένο τομέα.

39      Ως προς το τιμολόγιο αριθ. 4, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό περιλαμβάνει, ως επί το πλείστον, ποσά δυνάμενα να θεωρηθούν αντικειμενικώς αναγκαία για την προετοιμασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, και συγκεκριμένα για την προετοιμασία της αγόρευσης, την ανάλυση της έκθεσης ακροατηρίου, ή, ακόμη, την ανάλυση της νομολογίας που χαρακτηρίζεται ως «νέα» και αφορά συγκεκριμένα ζητήματα σχετιζόμενα με την υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της δίκης επί της προσφυγής, ιδίως δε τη σύγχυση μεταξύ κριτηρίων επιλογής και κριτηρίων ανάθεσης. Ομοίως, μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη η συμμετοχή του εξωτερικού δικηγόρου σε συνάντηση με τους εκπροσώπους του ΕΜΑ πριν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

40      Αντιθέτως, η μετακίνηση στο Λουξεμβούργο (μετ’ επιστροφής) για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν μπορεί να χρεωθεί από τον H.‑G. K. με την ίδια ωριαία αμοιβή που χρεώνεται για τη νομική εργασία, όπως προκύπτει, χωρίς άλλες διευκρινίσεις, από τις δύο τελευταίες χρεώσεις του τιμολογίου αριθ. 4, υπό τον τίτλο «time details». Συγκεκριμένα, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί η μερική έστω χρέωση του χρόνου του ταξιδιού ως απαραίτητο δικαστικό έξοδο (βλ., συναφώς, διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 2013, ΚΓΦΠ κατά Schräder, C‑38/09 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:679, σκέψη 37). Ομοίως, οι χρεώσεις για την εργασία που παρασχέθηκε στις 3 Ιουνίου και στις 3 Ιουλίου 2013 από τον H.‑G. K., ήτοι αντιστοίχως «0,20 ώρες» και «0,40 ώρες» για την αλληλογραφία σχετικά με τις μεταφράσεις, καθώς και την αλλαγή της ημερομηνίας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, καθόσον δεν επρόκειτο για εργασία αντικειμενικώς αναγκαία για τη δίκη επί της προσφυγής.

41      Συνεπώς, από το ζητούμενο βάσει του τιμολογίου αριθ. 4 ποσό πρέπει να αφαιρεθεί η χρέωση που αντιστοιχεί σε 0,60 ώρες («0,40 και 0,20 ώρες») εργασίας του H.‑G. K. για την προαναφερθείσα αλληλογραφία προς 375 ευρώ ανά ώρα, καθώς και οι δύο τελευταίες χρεώσεις του τιμολογίου αυτού που αντιστοιχούν στις «5 ώρες» της μετάβασης μετ’ επιστροφής με ταξί από τη Φρανκφούρτη (Γερμανία) στο Λουξεμβούργο, όπως προκύπτει από το συνημμένο στην προσφυγή έγγραφο που προσκόμισε ο ΕΜΑ και το οποίο συνίσταται στην εκτύπωση από τον δικτυακό τόπο https://maps.google.de της εκτίμησης της απόστασης που έπρεπε να διανυθεί.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ποσό που μπορεί να αναζητηθεί βάσει του τιμολογίου αριθ. 4 ανέρχεται σε 5 720,60 ευρώ και αποτελείται, αφενός, από το ποσό που αντιστοιχεί σε «14,40 ώρες» εργασίας του H.‑G. K., δυνάμενες να δικαιολογηθούν, προς 375 ευρώ ανά ώρα και, αφετέρου, από το ποσό των 320,60 ευρώ που αντιστοιχεί σε δαπάνες για την παράσταση του H.‑G. K. στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ήτοι, πρώτον, τα έξοδα του ξενοδοχείου, ύψους 174 ευρώ, δεύτερον, τα έξοδα μετακίνησης (μετ’ επιστροφής) μεταξύ Φρανκφούρτης και Λουξεμβούργου, ύψους 136,80 ευρώ, και, τρίτον, το ποσό των 9,80 ευρώ, που σχετίζεται με τα έξοδα ταξί στο Λουξεμβούργο.

43      Τέλος, όσον αφορά το τιμολόγιο αριθ. 5, σχετικά με τις δαπάνες συμμετοχής της Α. Δ. στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τίθεται το ερώτημα εάν, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ο ΕΜΑ χρειαζόταν αντικειμενικώς τη μετάβαση πλειόνων νομικών συμβούλων για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

44      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της δίκης επί της προσφυγής δεν παρουσίαζε ιδιαιτερότητες τέτοιες ώστε να θεωρούνται απαραίτητα τα έξοδα για τη συμμετοχή δύο εξωτερικών δικηγόρων στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επομένως, τα έξοδα αυτά δεν πρέπει να επιβαρύνουν τον αντίδικο. Ειδικότερα, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η Α. Δ. παρέστη ως κατέχουσα τη γλώσσα διαδικασίας της δίκης επί της προσφυγής, αυτό δεν αποτελεί επαρκή λόγο ώστε ο ΕΜΑ να θεωρεί αναγκαία την παράσταση δύο εξωτερικών δικηγόρων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συγκεκριμένα, δεδομένης της εξασφάλισης διερμηνείας κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο H.‑G. K. μπορούσε κάλλιστα, ανεξαρτήτως των ικανοτήτων του στη γλώσσα διαδικασίας, να υποστηρίξει την εν λόγω υπόθεση, την οποία γνώριζε άλλωστε σε βάθος, όπως προκύπτει από το σύνολο των τιμολογίων που αναλύθηκαν.

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται μη αποδοτέο το σύνολο των εξόδων που σχετίζονται με την εκπροσώπηση του EMA από την Α. Δ. και ανέρχονται, σύμφωνα με το τιμολόγιο αριθ. 5, σε 791,94 ευρώ.

–       Συμπέρασμα

46      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, τα δικαστικά έξοδα που δύναται να αναζητήσει ο EMA ορίζονται, κατά δίκαιη κρίση, σε 42 745,60 ευρώ. Το ποσό αυτό αναλύεται σε 27 950 ευρώ βάσει του τιμολογίου αριθ. 1 (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω), 275 ευρώ βάσει του τιμολογίου αριθ. 2 (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω), 8 800 ευρώ βάσει του τιμολογίου αριθ. 3 (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω) και, τέλος, 5 720,60 ευρώ βάσει του τιμολογίου αριθ. 4 ανωτέρω (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω).

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

Το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που πρέπει να καταβληθούν από τις European Dynamics Belgium SA, European Dynamics Luxembourg SA, Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE και European Dynamics UK Ltd στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) ορίζεται σε 42 745,60 ευρώ.

Λουξεμβούργο, 30 Απριλίου 2018.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

H. Kanninen


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.