Language of document : ECLI:EU:T:2012:112

Υπόθεση T‑221/10

Iberdrola, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Καθεστώς ενισχύσεων που καθιστά δυνατή τη φορολογική απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας σε περίπτωση κτήσεως μεριδίων του κεφαλαίου αλλοδαπής εταιρίας — Απόφαση κηρύσσουσα το καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την κοινή αγορά και μη διατάσσουσα την ανάκτηση των ενισχύσεων — Πράξη περιλαμβάνουσα εκτελεστικά μέτρα — Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα — Απαράδεκτο»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση της Επιτροπής που απαγορεύει τομεακό καθεστώς ενισχύσεων — Προσφυγή επιχειρήσεως στην οποία χορηγήθηκε ατομική ενίσχυση βάσει του καθεστώτος αυτού και την οποία δεν αφορά η υποχρέωση ανακτήσεως — Επιχείρηση η οποία δεν κατείχε θέση διαπραγματευτή κατά τη διαδικασία κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η απόφαση — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Διάκριση μεταξύ της προϋποθέσεως περί του ότι η πράξη πρέπει να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα και της προϋποθέσεως περί εννόμου συμφέροντος

3.      Δίκαιο της Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Προσφυγή ακυρώσεως στρεφόμενη κατά αποφάσεως περί κρατικών ενισχύσεων η οποία έχει κριθεί απαράδεκτη από το Γενικό Δικαστήριο — Δυνατότητα να προταθεί στο εθνικό δικαστήριο η υποβολή αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

4.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Κανονιστική πράξη μη περιλαμβάνουσα εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Έννοια — Απόφαση της Επιτροπής που απαγορεύει τομεακό καθεστώς ενισχύσεων και μνημονεύει την ύπαρξη εθνικών εκτελεστικών μέτρων — Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

1.      Μια επιχείρηση δεν μπορεί, καταρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως στρεφόμενη κατά αποφάσεως της Επιτροπής απαγορεύουσας τομεακό καθεστώς ενισχύσεων, εάν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση απλώς και μόνο λόγω του ότι δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και λόγω της ιδιότητάς της ως δυνητικής δικαιούχου του εν λόγω καθεστώτος. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή αποτελεί, όσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση, μέτρο γενικής ισχύος το οποίο έχει εφαρμογή σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες περιπτώσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία αφορά κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Εντούτοις, εφόσον η επίμαχη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα δικαιούχο όχι μόνο υπό την ιδιότητα της επιχειρήσεως του οικείου τομέα, η οποία είναι δυνητική δικαιούχος του καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά και υπό την ιδιότητά της του πραγματικού δικαιούχου ατομικής ενισχύσεως χορηγούμενης βάσει αυτού του καθεστώτος, της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή, τότε η εν λόγω απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά, η δε προσφυγή της τελευταίας κατά της αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Ενδέχεται, βεβαίως, πράξη να αφορά ατομικά επιχείρηση λόγω της ενεργού συμμετοχής της στη διαδικασία κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, οσάκις η επιχείρηση κατέχει θέση διαπραγματευτή σαφώς καθορισμένη και στενά συνδεδεμένη με το ίδιο το αντικείμενο της αποφάσεως, γεγονός που την περιάγει σε πραγματική κατάσταση η οποία την διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου. Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία απλώς υποβάλλει παρατηρήσεις, όπως και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, και μετέχει, όπως και άλλοι ενδιαφερόμενοι τρίτοι, σε σύσκεψη, οι περιστάσεις αυτές δεν μπορούν να καταδείξουν ότι η προσφεύγουσα κατείχε θέση διαπραγματευτή, βάσει της οποίας θα γινόταν δεκτό ότι η επίμαχη απόφαση την αφορά ατομικά.

(βλ. σκέψεις 25-26, 34-35)

2.      Ενώ η ύπαρξη έννομου συμφέροντος μπορεί να αποδειχθεί, μεταξύ άλλων, βάσει προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κατόπιν της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, η προϋπόθεση περί του ότι η απόφαση αφορά ατομικά φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να πληρούται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, εξαρτάται δε αποκλειστικώς από την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, απόφαση η οποία κηρύσσει ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της εξακολουθεί να αφορά ατομικά ένα πρόσωπο, μολονότι καθίσταται εν συνεχεία σαφές ότι δεν πρόκειται να ζητηθεί από αυτό η ανάκτησή της.

(βλ. σκέψη 40)

3.      Η Ένωση αποτελεί Ένωση δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας οι πράξεις των οργάνων της υπόκεινται σε έλεγχο σχετικά με το αν είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη και με τις γενικές αρχές του δικαίου, στις οποίες καταλέγονται και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Συνεπώς, οι ιδιώτες πρέπει να μπορούν να απολαύουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν από την έννομη τάξη της Ένωσης.

Σε περίπτωση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο κρίνει απαράδεκτη προσφυγή που άσκησε επιχείρηση με αίτημα την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής που κηρύσσει καθεστώς ενισχύσεων μη συμβατό με την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτηση των ενισχύσεων, τίποτε δεν απαγορεύει στην επιχείρηση αυτή να προτείνει στο εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο ενδεχόμενων διαφορών ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, να υποβάλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, προκειμένου να αμφισβητηθεί το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής, καθόσον με αυτήν διαπιστώνεται ότι το επίμαχο καθεστώς δεν είναι συμβατό με την κοινή αγορά. Στην περίπτωση αυτή, είναι απολύτως σαφές ότι η επιχείρηση δεν στερείται παντελώς αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

(βλ. σκέψη 43)

4.      Απόφαση της Επιτροπής που απαγορεύει τομεακό καθεστώς ενισχύσεων και μνημονεύει την ύπαρξη εθνικών εκτελεστικών μέτρων που σκοπούν στην εφαρμογή της και τα οποία μπορούν να προσβληθούν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν αποτελεί πράξη μη περιλαμβάνουσα εκτελεστικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψεις 45-47)