Language of document : ECLI:EU:T:2016:378

Υπόθεση T‑424/13

Jinan Meide Casting Co. Ltd

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές κοχλιωτών χυτών εξαρτημάτων σωληνώσεων, από ελατό χυτοσίδηρο, καταγωγής Κίνας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Εμπιστευτική μεταχείριση των υπολογισμών της κανονικής αξίας – Έγκαιρη παροχή πληροφορίας – Προθεσμία εκδόσεως αποφάσεως σχετικά με το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Δικαιώματα άμυνας – Ίση μεταχείριση – Αρχή της μη αναδρομικότητας – Άρθρο 2, παράγραφοι 7 έως 11, άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, άρθρο 6, παράγραφος 7, άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 5, και άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 30ής Ιουνίου 2016

1.      Πράξεις των οργάνων – Διαχρονική εφαρμογή – Διαδικαστικοί κανόνες – Ουσιαστικοί κανόνες – Διάκριση – Διαχρονική εφαρμογή του κανονισμού 1168/2012, για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού 1225/2009 – Τροποποίηση της προθεσμίας για την έκδοση αποφάσεως ως προς το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Εφαρμογή σε απόφαση εκδοθείσα πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1168/2012 – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός 1168/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1, σημείο 1, στοιχείο αʹ, και 2· κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 7, στοιχείο γʹ, εδ. 2)

2.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Εισαγωγές προερχόμενες από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, όπως αυτές τις οποίες αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1225/2009 – Διαδικασία αξιολογήσεως των συνθηκών βάσει των οποίων ένας παραγωγός μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Προθεσμία – Επιτακτικός χαρακτήρας

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 7, στοιχείο γʹ, εδ. 2)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ανωτέρα βία – Έννοια

4.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ – Δικαιώματα άμυνας – Διαδικαστική πλημμέλεια – Ευδοκίμηση του αιτήματος ακυρώσεως του κανονισμού για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, εφόσον αποδειχθεί απλώς ότι θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση εάν δεν υφίστατο η σχετική διαδικαστική παρατυπία

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου)

5.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έρευνα – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διασφαλίζουν την πληροφόρηση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και να σέβονται την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών συνδυάζοντας τις υποχρεώσεις αυτές – Τήρηση της αρχής της χρηστής διοικήσεως – Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να σέβονται την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 §§ 1 και 2· κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 7, 19 και 20)

6.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έρευνα – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διασφαλίζουν την πληροφόρηση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων – Περιεχόμενο – Πληροφορίες γνωστοποιηθείσες στην Επιτροπή από τον παραγωγό της ανάλογης χώρας, οι οποίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν κατά την έρευνα – Δεν εμπίπτουν

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 7)

7.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έρευνα – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διασφαλίζουν την πληροφόρηση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων – Περιεχόμενο – Υποχρέωση της Επιτροπής να απαντήσει εγγράφως σε αίτηση παροχής διευκρινίσεων επί των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο και να τηρήσει την προθεσμία του ενός μηνός πριν την υποβολή προτάσεως οριστικού κανονισμού – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 15 και 20 § 4)

8.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα ακροάσεως – Περιεχόμενο – Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να συμφωνήσουν με την άποψη των ενδιαφερόμενων μερών – Δεν υφίσταται – Υποχρέωση να απαντήσουν σε όλα τα επιχειρήματα των μερών – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου)

9.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ – Δικαιώματα άμυνας – Δικαστικός έλεγχος – Λόγοι οι οποίοι δεν αποτελούν τη βάση της πράξεως δια της οποίας προκλήθηκε η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Δεν λαμβάνονται υπόψη

10.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ – Γνωστοποίηση πληροφοριών σε επιχειρήσεις από την Επιτροπή – Τήρηση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2· κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 19 και 20)

11.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ –Γνωστοποίηση πληροφοριών σε επιχειρήσεις από την Επιτροπή – Δυνατότητα να γνωστοποιήσει εμπιστευτική πληροφορία σε συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο, κατόπιν ειδικής συγκαταθέσεως του προσώπου που την προσκόμισε

(Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, «συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994», άρθρο 6.5· κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 19 §§ 1 και 5 και 20 §§ 2 και 4)

12.    Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία περί ιδρύσεως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου – ΓΣΔΕ του 1994 – Υποχρέωση ερμηνείας των πράξεων του παραγώγου δικαίου σύμφωνα με τις εν λόγω συμφωνίες – Εφαρμογή στον τομέα του αντιντάμπινγκ

(Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, «συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994», άρθρο 6.5· κανονισμός 1225/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 19 §§ 1 και 5)

1.      Το άρθρο 2 του κανονισμού 1168/2012 (ο «τροποποιητικός κανονισμός), για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προβλέπει ότι ο τροποποιητικός κανονισμός εφαρμόζεται σε μελλοντικές έρευνες και σε έρευνες που εκκρεμούσαν κατά την έναρξη ισχύος του. Κατά τα λοιπά, η επελθούσα με το άρθρο 1, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού τροποποίηση της προθεσμίας για την έκδοση της σχετικής αποφάσεως σχετικά με το καθεστώς οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ) θα ήταν εφαρμοστέα σε όλες τις εκκρεμείς έρευνες κατά την έναρξη ισχύος του, ακόμη και χωρίς αυτό το άρθρο 2, καθόσον πρόκειται, εν προκειμένω για τροποποίηση διαδικαστικού κανόνα.

Επομένως, η προαναφερθείσα τροποποίηση της προθεσμίας εκδόσεως της σχετικής με το ΚΟΑ αποφάσεως έχει, καταρχήν, εφαρμογή, στο πλαίσιο εκκρεμούς έρευνας αντιντάμπινγκ, σε κάθε απόφαση που εκδίδει η Επιτροπή επί του αν μια επιχείρηση πληροί τα σχετικά με το ΚΟΑ κριτήρια, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, εφόσον πρόκειται για απόφαση που έχει εκδοθεί από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του και μετά.

Αντιθέτως, το άρθρο 2 του τροποποιητικού κανονισμού δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται το άρθρο 1, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του τροποποιητικού κανονισμού εφαρμοστέο σε κάθε σχετική με το ΚΟΑ απόφαση που έχει εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, αφενός, τούτο θα ισοδυναμούσε με την αναγνώριση αναδρομικής ισχύος της διατάξεως αυτής, χωρίς όμως η ισχύς αυτή να προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 2 του τροποποιητικού κανονισμού. Επιπλέον, προκύπτει ότι οι νέοι κανόνες, και ιδίως οι διαδικαστικοί κανόνες, μπορούν να εφαρμόζονται σε καταστάσεις που δημιουργήθηκαν ή οριστικοποιήθηκαν υπό το κράτος παλαιότερων κανόνων, πλην όμως η εφαρμογή των εν λόγω νέων κανόνων πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την αρχή της μη αναδρομικότητας. Η τήρηση της αρχής της μη αναδρομικότητας συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει, καταρχήν, να εκτιμάται βάσει της διατάξεως που αποτελούσε τη νομική βάση της πράξεως αυτής και ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο εκδόσεώς της.

(βλ. σκέψεις 66-68)

2.      Το γεγονός ότι η Επιτροπή διαθέτει, τη δυνατότητα, ή και την υποχρέωση, να επανεξετάσει την αρχική απόφασή της όσον αφορά το αν μια επιχείρηση λειτουργεί υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς (ΚΟΑ), εφόσον αυτή πάσχει πλάνη εκτιμήσεως, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την υποχρέωσή της να τηρεί την προθεσμία που ορίζει ο βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ 1225/2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση μιας τέτοιας αρχικής αποφάσεως. Εξάλλου, το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ δεν περιέχει καμία ένδειξη υπέρ της απόψεως ότι η συγκεκριμένη προθεσμία έχει σαφώς ενδεικτικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η τήρηση της τρίμηνης προθεσμίας για την έκδοση της σχετικής με το ΚΟΑ αποφάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ δεν αποτελεί ευχέρεια αλλά υποχρέωση της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 70-72)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 76)

4.      Όσον αφορά το ντάμπινγκ, η διαπίστωση παρατυπίας σχετικής με τα δικαιώματα άμυνας μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του κανονισμού για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ μόνον εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί απολύτως το ενδεχόμενο η διοικητική διαδικασία να κατέληξε, λόγω της παρατυπίας αυτής, σε διαφορετικό αποτέλεσμα, με συνέπεια να θίγονται κατά τρόπο συγκεκριμένο τα δικαιώματα άμυνας του αιτούντος.

Συναφώς, ο προσφεύγων δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι η απόφαση των θεσμικών οργάνων θα ήταν διαφορετική, αλλά μόνον ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο αυτό, επειδή, αν δεν υπήρχε η διαδικαστική παρατυπία, θα είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικότερα.

(βλ. σκέψεις 81, 152, 194, 214)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 92-97, 103, 105)

6.      Στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή ουδόλως παραβαίνει το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ούτε προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας προσφεύγοντος, μη επιτρέποντας σε αυτόν να εξετάσει ηλεκτρονικές επιστολές οι οποίες αφορούν μόνον τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε ο παραγωγός της ανάλογης χώρας προκειμένου να παράσχει τα ζητηθέντα από την Επιτροπή στοιχεία, ενόψει του καθορισμού της κανονικής αξίας που παρέθεσε η Επιτροπή προς αντιμετώπιση των δυσχερειών αυτών. Συγκεκριμένα, τέτοιες επιστολές δεν περιέχουν πληροφορίες κοινοποιηθείσες από τον παραγωγό αυτόν στην Επιτροπή, οι οποίες να έχουν χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας όπως απαιτεί το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, ώστε να επιτρέπεται η εξέτασή τους.

(βλ. σκέψεις 111, 114)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 120-122, 124, 125)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 126)

9.      Όταν ένα από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αντικαταστήσει με άλλους λόγους τους λόγους που επικαλέστηκε ένα εξ αυτών κατά τη διαδικασία έρευνας ενόψει της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ, προκειμένου να απορρίψει την αίτηση της προσφεύγουσας για γνωστοποίηση των σχετικών με την κανονική αξία υπολογισμών, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει, καταρχήν, να εκτιμάται βάσει της διατάξεως που αποτελούσε τη νομική βάση της πράξεως αυτής και ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο εκδόσεώς της.

Κατά τα λοιπά, η προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας κατά τη διοικητική διαδικασία με αντικείμενο πρακτικές ντάμπινγκ, μπορεί να επιφέρει ακύρωση του κανονισμού αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, η προσβολή αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί μόνο με την εξέταση, από τον δικαστή της Ένωσης, των λόγων που ενδεχομένως θεμελιώνουν την απόφαση που συνιστά την προβαλλόμενη προσβολή. Συγκεκριμένα, η εξέταση αυτή περιορίζεται στον δικαστικό έλεγχο των προβληθέντων ισχυρισμών και δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πλήρη εξέταση της υποθέσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Εξάλλου, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα έλαβε γνώση, για πρώτη φορά στο πλαίσιο της προσφυγής, των λόγων που επικαλέστηκαν τα θεσμικά όργανα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν σημαίνει ότι δύναται να περιέλθει στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν εάν της είχε δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των λόγων αυτών κατά τη διαδικασία έρευνας. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται, σε κάθε περίπτωση, να διαπιστώσει, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου, λόγω της αρνήσεως να του γνωστοποιηθούν οι σχετικοί με την κανονική αξία υπολογισμοί, βάσει λόγων οι οποίοι δεν συγκαταλέγονται στην αιτιολογία της αρνήσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 150, 151)

10.    Στο πλαίσιο της συνδυασμένης εφαρμογής των άρθρων 19 και 20 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να τηρούν την αρχή της χρηστής διοικήσεως και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Ειδικότερα, η γενική αυτή αρχή τυγχάνει εφαρμογής ειδικά στο πλαίσιο του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ. Εξάλλου, η διαφορετική αντιμετώπιση βασίζεται σε κριτήριο αντικειμενικό και εύλογο, εφόσον συνδέεται με θεμιτό σκοπό τον οποίο η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση επιδιώκει και εφόσον η διαφοροποίηση είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκεται με τη διαφορετική αυτή αντιμετώπιση.

Το γεγονός ότι ο παραγωγός της ανάλογης χώρας έδωσε τη συγκατάθεσή του, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, σε παραγωγό-εξαγωγέα να εξετάσει τα προσκομισθέντα στοιχεία του, αποτελεί αντικειμενική διαφορά σε σχέση με τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος, η οποία δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά την προστασία του απορρήτου των υπολογισμών της κανονικής αξίας που στηρίζονται στα δεδομένα αυτά. Συγκεκριμένα, ελλείψει τέτοιας συγκαταθέσεως, το άρθρο 19, παράγραφος 5, υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να μην δημοσιοποιούν πληροφορία που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Αντιθέτως, εφόσον έχει δοθεί τέτοια συγκατάθεση, ο οικείος παραγωγός-εξαγωγέας διαθέτει τουλάχιστον, το δικαίωμα να εξεταστεί το βάσιμο της αιτήσεώς του, διά της σταθμίσεως των δικαιωμάτων άμυνας και των συμφερόντων που προστατεύονται από την εμπιστευτικότητα των ζητούμενων πληροφοριών.

Το περιεχόμενο της συγκαταθέσεως αυτής δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι η συγκατάθεση δύναται να αφορά μόνον τα δεδομένα που είχε προσκομίσει ο παραγωγός της ανάλογης χώρας και όχι τους υπολογισμούς της κανονικής αξίας οι οποίοι είχαν διενεργηθεί βάσει των δεδομένων αυτών, όταν οι υπολογισμοί αυτοί είχαν απαλειφθεί από την Επιτροπή με σκοπό ακριβώς την προστασία του απορρήτου των εν λόγω δεδομένων.

Η άποψη κατά την οποία μια τέτοια συγκατάθεση στερείται περιεχομένου όσον αφορά τις εκ φύσεως εμπιστευτικές πληροφορίες, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η διαλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή συγκατάθεση αφορά κάθε πληροφορία για την οποία έχει υποβληθεί αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Εξάλλου, το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού δεν αποκλείει ότι στις εκ φύσεως εμπιστευτικές πληροφορίες μπορεί να περιλαμβάνονται και πληροφορίες για τις οποίες το πρόσωπο που τις προσκόμισε έχει υποβάλει και αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως. Τέλος, στο μέτρο που η κοινοποίηση των εκ φύσεως εμπιστευτικών πληροφοριών δεν μπορεί να αποκλειστεί σε ορισμένες περιπτώσεις, το γεγονός ότι το πρόσωπο που προσκόμισε τέτοια πληροφορία έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη δημοσιοποίησή της ασκεί οπωσδήποτε επιρροή.

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 6.5 της Συμφωνίας περί εφαρμογής του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (συμφωνία αντιντάμπινγκ), του οποίου το περιεχόμενο ουσιαστικά συμπίπτει με αυτό του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και κατά το οποίο η συγκατάθεση του προσώπου που έχει παράσχει εμπιστευτικές πληροφορίες στις αρμόδιες για την έρευνα αρχές καλύπτει τόσο τις εκ φύσεως εμπιστευτικές πληροφορίες όσο και τις πληροφορίες που παρέχονται ως εμπιστευτικές από κάποιο μετέχον στην έρευνα μέρος.

(βλ. σκέψεις 156-158, 177, 178, 180, 182-188)

11.    Στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ, η άποψη ότι δεν είναι δυνατόν να αρθεί η εμπιστευτικότητα έναντι συγκεκριμένου ενδιαφερομένου δεν έχει κανένα έρεισμα στις οικείες διατάξεις του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Επομένως, καταρχάς, από το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ δεν προκύπτει ότι η συγκατάθεση του προσώπου που παρέσχε τις πληροφορίες, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη δημοσιοποίηση κάθε πληροφορίας για την οποία το πρόσωπο αυτό έχει υποβάλει αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, δεν μπορεί να δοθεί για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους ενδιαφερόμενους.

Περαιτέρω, από τους λόγους εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που παρατίθενται ενδεικτικά στο άρθρο 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προκύπτει ότι η εκτίμηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα μιας παρεχόμενης στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ πληροφορίας συνεπάγεται τη συνεκτίμηση της καταστάσεως τόσο των προσώπων από τα οποία προήλθε η πληροφορία όσο και των ενδιαφερόμενων να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτή.

Ωστόσο, δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ ότι η προστασία των πληροφοριών που εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο έχουν εκ φύσεως εμπιστευτικό χαρακτήρα και, καταρχήν, δεν δημοσιοποιούνται, επιτάσσει τον εξαρχής αποκλεισμό κάθε δυνατότητας δημοσιοποιήσεώς τους και, συνεπώς, τη μη εκτίμηση της ιδιαίτερης καταστάσεως του ενδιαφερομένου που ζητεί πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές.

Μια τέτοια ερμηνεία δεν έχει έρεισμα ούτε στις εκτιμήσεις σχετικά με την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου. Επομένως, τα συμφέροντα που διαφυλάσσονται διά της ειδικής προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου πρέπει να σταθμίζονται με τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερόμενων στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, εφόσον τούτο απαιτείται λόγω της φύσεως της διαδικασίας. Τούτο ισχύει για τις διαδικασίες έρευνας αντιντάμπινγκ, και συνεπάγεται ότι, ακόμη και στην περίπτωση πληροφοριών που εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο, η Επιτροπή δεν μπορεί να υπέχει απόλυτη υποχρέωση μη δημοσιοποιήσεως, χωρίς εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως και, ιδίως, της καταστάσεως του ενδιαφερόμενου.

Η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά τον συμβιβασμό του δικαιώματος πληροφορήσεως των ενδιαφερόμενων με την προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών δεν περιορίζεται σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είναι παραγωγός-εξαγωγέας που δεν έχει αναγνωριστεί ως επιχείρηση που λειτουργεί υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς (ΚΟΑ).

Ειδικότερα, οι αιτήσεις τις οποίες υποβάλλει ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας, όπως και κάθε ενδιαφερόμενος, δεν μπορεί να απορρίπτονται εξαρχής χωρίς να εξετάζονται οι ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης υποθέσεως, με το αιτιολογικό ότι η δυνατότητα εγκρίσεως της εν λόγω δημοσιοποιήσεως θα προκαλούσε «συστημική ανισορροπία» στις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και των επιχειρήσεων που μετέχουν στην έρευνα, όπως είναι, ιδίως, οι παραγωγοί που δεν έχουν αναγνωριστεί ως επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό ΚΟΑ και ο παραγωγός της ανάλογης χώρας.

Τέλος, δεν προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφοι 2 έως 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ ότι τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να γνωστοποιούν σε συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει υποβάλει σχετική αίτηση, πληροφορία η οποία απαλείφθηκε από το τελικό ενημερωτικό έγγραφο, με το αιτιολογικό ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυτήν. Ειδικότερα, όσον αφορά τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ πληροφορίες, δεν μπορεί να προβληθεί ως μόνος λόγος αρνήσεως της γνωστοποιήσεώς τους σε ενδιαφερόμενο το γεγονός ότι και άλλοι ενδιαφερόμενοι θα είχαν δικαίωμα προσβάσεως σε αυτές, εφόσον οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι δεν έχουν υποβάλει σχετικό αίτημα.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει την αίτηση προσβάσεως σε εμπιστευτικές πληροφορίες, με κριτήριο την κατάσταση του ενδιαφερομένου που έχει υποβάλει την αίτηση αυτή, ανεξαρτήτως της καταστάσεως των λοιπών ενδιαφερόμενων στους οποίους οι πληροφορίες αυτές θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμες.

Η αντίθετη ερμηνεία οδηγεί σε καταρχήν περιορισμό των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες για τους ενδιαφερόμενους, περιορισμός ο οποίος δεν είναι συμβατός με τις επιταγές που απορρέουν από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και καταλήγει, σε περιπτώσεις όπως η κρινόμενη εν προκειμένω, στη στέρηση από τον ενδιαφερόμενο παραγωγό-εξαγωγέα της προσβάσεως σε ιδιαίτερα σημαντικές για την άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας πληροφορίες, δεδομένης της σημασίας που έχει ο υπολογισμός της κανονικής αξίας για τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 159-162, 164, 165, 167, 168, 170, 171, 175)

12.    Στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η υπεροχή των συναπτομένων από την Ένωση διεθνών συμφωνιών έναντι των διατάξεων του παραγώγου δικαίου απαιτεί η ερμηνεία των τελευταίων να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, προς τις εν λόγω συμφωνίες. Η εκτίμηση αυτή έχει εφαρμογή κατά μείζονα λόγο στον τομέα του αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι η εξεταζόμενη διάταξη του βασικού κανονισμού 1225/2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έχει θεσπιστεί προς εκπλήρωση συγκεκριμένης υποχρεώσεως που έχει αναληφθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (συμφωνία αντιντάμπινγκ).

Από τη διατύπωση του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, η οποία είναι όμοια με αυτή του άρθρου 6.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εξέφρασε τη βούλησή του να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη διάταξη της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε διαφορετική δομή από αυτή του άρθρου 6.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, συμπεριλαμβάνοντας τα δύο μέρη του άρθρου αυτού σε δύο διαφορετικές παραγράφους του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να ακολουθήσει μια προσιδιάζουσα στην έννομη τάξη της Ένωσης προσέγγιση, διαφορετική από αυτή της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, η επιλογή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 6.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, οπότε δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 5, του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 188, 190)