Language of document : ECLI:EU:C:2009:646

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 22ας Οκτωβρίου 2009 (1)

Υπόθεση C‑197/08

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας

και

Υπόθεση C‑198/08

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Δημοκρατίας της Αυστρίας

και

Υπόθεση C‑221/08

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ιρλανδίας

«Κατώτατες τιμές – Επεξεργασμένα καπνά – Οδηγία 95/59/ΕΚ – Προστασία της υγείας»





I –    Εισαγωγή

1.        Οι υπό κρίση προσφυγές λόγω παραβάσεως έχουν, για άλλη μια φορά, ως αντικείμενο ρυθμίσεις κρατών μελών με τις οποίες καθορίζονται κατώτατες τιμές για επεξεργασμένα καπνά. Η Επιτροπή, επικαλούμενη τη μέχρι τώρα νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρεί ότι οι ρυθμίσεις αυτές αντίκεινται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών (2).

2.        Τα κράτη μέλη κατά των οποίων στρέφεται η προσφυγή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, αντίθετα προς τη μέχρι τώρα νομολογία του Δικαστηρίου, ο καθορισμός κατώτατων τιμών δεν αντίκειται στην οδηγία 95/59 και, σε κάθε περίπτωση, δικαιολογείται για λόγους προστασίας της υγείας. Ως προς το ζήτημα αυτό, επικαλούνται επίσης και μια σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος (3).

II – Το νομοθετικό πλαίσιο

 Α –       Το κοινοτικό δίκαιο

3.        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 95/59 ορίζει τα εξής:

«Οι καπνοβιομήχανοι ή, κατά περίπτωση, οι αντιπρόσωποι ή εντολοδόχοι τους στην Κοινότητα καθώς και οι εισαγωγείς από τρίτες χώρες καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης κάθε προϊόντος σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο προορίζεται να διατεθεί στην κατανάλωση.

Η διάταξη του δευτέρου εδαφίου δεν εμποδίζει την εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τον έλεγχο των τιμών ή την τήρηση των επιβαλλόμενων τιμών, εφόσον οι νομοθεσίες αυτές δεν αντιβαίνουν προς την κοινοτική νομοθεσία.»

 Το διεθνές δίκαιο

4.        Το άρθρο 6 της σύμβασης-πλαισίου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας φέρει τον τίτλο «Μέτρα σχετικά με τις τιμές και φορολογικά μέτρα για τη μείωση της ζήτησης καπνού» και προβλέπει τα εξής (4):

«1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι τα μέτρα σχετικά με τις τιμές και τα φορολογικά μέτρα αποτελούν αποτελεσματικό και σημαντικό μέσο για τη μείωση της κατανάλωσης καπνού σε διάφορες ομάδες του πληθυσμού, ιδίως στους νέους.

2. Με την επιφύλαξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων των συμβαλλομένων μερών σχετικά με τον προσδιορισμό και καθορισμό της φορολογικής τους πολιτικής, κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να τηρεί τους εθνικούς σκοπούς προστασίας της υγείας σχετικά με την καταπολέμηση της χρήσης καπνού και να λαμβάνει ή να διατηρεί μέτρα, δυνάμενα να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)       την εφαρμογή φορολογικής πολιτικής και, ενδεχομένως, πολιτικής τιμών για τα προϊόντα καπνού, με σκοπό τη συμβολή στην επίτευξη του στόχου προστασίας της υγείας που αποσκοπεί στη μείωση κατανάλωσης καπνού

[...]».

 Το εθνικό δίκαιο

1.      Γαλλία

5.        Στη Γαλλία, ο Code général des impôts (Φορολογικός Κώδικας) τροποποιήθηκε με νόμο της 9ης Αυγούστου 2004. Με τον νόμο αυτό, καθορίστηκε για την πώληση τσιγάρων ένα ποσό, κάτω από το οποίο αυτά δεν είναι πλέον δυνατόν να πωλούνται. Αυτή η κατώτατη τιμή για τσιγάρα καθορίζεται με κανονιστική απόφαση, βάσει της μέσης τιμής στην αγορά. Πέραν αυτού, εισήχθη στον Code de la santé publique (Κώδικα Δημοσίας Υγείας) η απαγόρευση πωλήσεως επεξεργασμένων καπνών σε τιμή προσφοράς που αντιστρατεύεται τους σκοπούς προστασίας της δημοσίας υγείας.

2.      Αυστρία

6.        Με ομοσπονδιακό νόμο του έτους 2006, προσετέθη στο άρθρο 2 του αυστριακού νόμου περί καπνού μία παράγραφος, με την οποία εξουσιοδοτήθηκε η Ομοσπονδιακή Υπουργός Υγείας να καθορίσει, με κανονιστική υπουργική απόφαση, κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως για προϊόντα επεξεργασμένων καπνών, προς τον σκοπό προλήψεως της καταναλώσεως καπνού, ώστε να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο επίπεδο τιμών. Απαγορεύεται η θέση προϊόντων επεξεργασμένων καπνών σε κυκλοφορία σε τιμή μικρότερη αυτής της κατώτατης τιμής λιανικής πωλήσεως. Σύμφωνα με την βάσει της εξουσιοδοτήσεως αυτής εκδοθείσα υπουργική απόφαση καθορισμού κατώτατης τιμής λιανικής πωλήσεως, η κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως των τσιγάρων ανά τεμάχιο ανέρχεται τουλάχιστον στο 92,75 % της σταθμισμένης μέσης τιμής όλων των τσιγάρων που πωλήθηκαν κατά το παρελθόν ημερολογιακό έτος (5).

3.      Ιρλανδία

7.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο i, του νόμου του 1978 περί επεξεργασμένων καπνών, είναι δυνατόν με κανονιστικές πράξεις να απαγορευθεί η πώληση προϊόντων επεξεργασμένων καπνών σε τιμές τόσο χαμηλότερες από αυτές αντίστοιχων προϊόντων επεξεργασμένων καπνών σε συγκεκριμένο χρόνο, ώστε η πώληση σε αυτές τις χαμηλότερες τιμές να αποτελεί, κατά την άποψη του υπουργού, μορφή εμπορικής προώθησης.

8.        Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της ιρλανδικής κανονιστικής αποφάσεως περί προϊόντων επεξεργασμένων καπνών του έτους 1991 προβλέπει ότι κανείς δεν μπορεί να πωλεί λιανικώς προϊόν επεξεργασμένων καπνών συγκεκριμένης μάρκας σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που ισχύει, κατά τα λοιπά, για τη μάρκα αυτή. Το άρθρο 17 της κανονιστικής αυτής αποφάσεως ορίζει ότι κανείς δεν μπορεί να πωλεί λιανικώς προϊόν επεξεργασμένων καπνών σε τιμή για την οποία ο αρμόδιος υπουργός θεωρεί ότι η πώληση του προϊόντος αυτού στην εν λόγω τιμή αποτελεί εμπορική προώθηση. Ένα «Memorandum of Clarification» διευκρινίζει ότι μέτρο εμπορικής προώθησης υφίσταται όταν η τιμή πώλησης των τσιγάρων υπολείπεται περισσότερο από 3 % της σταθμισμένης μέσης τιμής για την εν λόγω κατηγορία προϊόντων.

III – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

9.        Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προαναφερθείσες εθνικές ρυθμίσεις αντίκεινται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59, διότι καθορίζουν κατώτατες τιμές για την πώληση τσιγάρων ή άλλων προϊόντων επεξεργασμένων καπνών. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή κίνησε τις παρούσες διαδικασίες λόγω παραβάσεως. Αφού κάλεσε τα οικεία κράτη να διατυπώσουν τις απόψεις τους (έγγραφα οχλήσεως), η Επιτροπή απηύθυνε στα κράτη μέλη αιτιολογημένη γνώμη στις 28 Ιουνίου 2006 (στη Γαλλία), στις 27 Ιουνίου 2007 (στην Αυστρία) και στις 15 Δεκεμβρίου 2006 (στην Ιρλανδία). Στις 7 Ιουλίου 2004 απηύθυνε στην Ιρλανδία περαιτέρω αιτιολογημένη γνώμη, με την αιτίαση ότι παρέβη το άρθρο 10 ΕΚ.

10.      Επειδή τα κράτη μέλη δεν έδωσαν συνέχεια στις προαναφερθείσες αιτιολογημένες γνώμες, η Επιτροπή άσκησε τις υπό κρίση προσφυγές.

11.      Στην υπόθεση C-197/08, η Επιτροπή ζητεί:

–        να διαπιστωθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ σύστημα επιβάλλον κατώτατη τιμή για τα τσιγάρα που πωλούνται στη Γαλλία καθώς και απαγόρευση πωλήσεως των προϊόντων καπνού σε τιμή σκοπούσα στην προώθηση προϊόντων και ερχόμενη σε αντίθεση με τους σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59,

–        να καταδικαστεί η Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

12.      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί:

–        να απορριφθεί η προσφυγή,

–        να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13.      Στην υπόθεση C-198/08, η Επιτροπή ζητεί:

–        να αναγνωριστεί ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας νομοθετικές διατάξεις δυνάμει των οποίων καθορίζονται από το κράτος κατώτατες τιμές πωλήσεως για τα τσιγάρα και τον λεπτοκομμένο καπνό που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59,

–        να καταδικαστεί η Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.

14.      Η Δημοκρατία της Αυστρίας ζητεί:

–        να απορριφθεί η προσφυγή της Επιτροπής ως αβάσιμη,

–        να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15.      Στην υπόθεση C-221/08, η Επιτροπή ζητεί:

–        να αναγνωριστεί:

–        ότι η Ιρλανδία, επιβάλλοντας ανώτατη και κατώτατη τιμή λιανικής πώλησης για τα τσιγάρα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59·

–        ότι η Ιρλανδία, παραλείποντας να παράσχει τα αναγκαία στοιχεία σχετικά με την ισχύουσα ιρλανδική νομοθεσία ώστε να είναι σε θέση η Επιτροπή να ανταποκριθεί στο καθήκον της παρακολουθήσεως της συμμορφώσεως προς την οδηγία 95/59, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ,

–        να καταδικαστεί η Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.

16.      Η Ιρλανδία ζητεί:

–        να απορριφθεί η προσφυγή,

–        να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17.      Στην κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση έλαβαν μέρος τα τρία κράτη μέλη και η Επιτροπή.

18.      Θα αναπτύξω κοινές προτάσεις για τις τρεις υποθέσεις, διότι τα ζητήματα που ανακύπτουν είναι, κατ’ ουσίαν, τα ίδια.

IV – Νομική εκτίμηση

19.      Οι επίδικες ρυθμίσεις καθορίζουν κατώτατες τιμές για την πώληση τσιγάρων ή λοιπών επεξεργασμένων καπνών κατά την έννοια της οδηγίας 95/59. Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Ιρλανδίας, για την ύπαρξη κατώτατης τιμής δεν είναι κρίσιμο κατά πόσον η τιμή αυτή καθορίζεται απευθείας από κρατική αρχή ή το ύψος της είναι, όπως στις προκείμενες περιπτώσεις, προσανατολισμένο στις μέσες τιμές της αγοράς. Κρίσιμο είναι ότι και στα τρία κράτη μέλη οι παραγωγοί δεν επιτρέπεται να πωλούν τα προϊόντα επεξεργασμένων καπνών τους κάτω από μια συγκεκριμένη τιμή, την οποία δεν καθορίζουν οι ίδιοι (6). Στο επίκεντρο των παρουσών διαδικασιών προσφυγής λόγω παραβάσεως βρίσκεται το ερώτημα κατά πόσον τέτοιου είδους κρατικά καθοριζόμενες κατώτατες τιμές αντίκεινται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59 ή καλύπτονται από κάποια από τις επιφυλάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο.

 Α –     Ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59

20.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59 προβλέπει ότι οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης κάθε προϊόντος τους.

21.      Προτού επιχειρηθεί η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59 , πρέπει να εκτεθεί εν συντομία το κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή.

22.      Η οδηγία 95/59 ρυθμίζει την εφαρμογή των φόρων που επιβαρύνουν την κατανάλωση στα προϊόντα επεξεργασμένων καπνών. Η δομή των φόρων αυτών καθορίζεται στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και στο άρθρο 16 της οδηγίας. Κατά τα άρθρα αυτά, τα τσιγάρα υπόκεινται σε αναλογικό φόρο καπνού, υπολογισμένο «επί της μέγιστης τιμής λιανικής πωλήσεως», και σε πάγιο φόρο καπνού, υπολογιζόμενο «ανά μονάδα προϊόντος». Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον ρυθμιστικό μηχανισμό της οδηγίας, η μέγιστη τιμή λιανικής πωλήσεως αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό και την επιβολή του αναλογικού φόρου καταναλώσεως.

23.      Το γεγονός ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 95/59στηρίζεται στην ανώτερη τιμή λιανικής πωλήσεως εξηγείται από τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εισπράττονται οι φόροι σύμφωνα με την οδηγία. Η αναφερόμενη στην οδηγία ανώτερη τιμή αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό του αναλογικού φόρου καταναλώσεως. Εφόσον ο φόρος αυτός καθορίζεται βάσει της τιμής λιανικής πωλήσεως, ο καθορισμός ανώτερης τιμής εξασφαλίζει ότι ο παραγωγός, κατά τον χρόνο εισπράξεως του φόρου, δεν θα δηλώσει χαμηλότερη τιμή πωλήσεως, για να επιτύχει μικρότερη φορολογική επιβάρυνση, πωλώντας όμως αργότερα ακριβότερα τα προϊόντα. Ο καθορισμός ανώτερης τιμής αποτελεί, συνεπώς, εγγύηση φορολογικού χαρακτήρα, προς αποφυγή μιας τέτοιας πρακτικής (7).

24.      Με αφετηρία το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59, πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι το γράμμα αυτό δεν επιβάλλει ρητώς απαγόρευση κατώτατων τιμών. Το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ορίζει απλώς ότι οι καπνοβιομήχανοι καθορίζουν «ελεύθερα» τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης.

1.      Η μέχρι τώρα νομολογία του Δικαστηρίου

 α)     Επί του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59

25.      To Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι από τον ελεύθερο καθορισμό της ανώτερης τιμής λιανικής πωλήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59 συνάγεται η απαγόρευση κρατικού καθορισμού κατώτατηςτιμής. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο καθορισμός εκ μέρους των δημοσίων αρχών της κατώτατης τιμής λιανικής πωλήσεως έχει αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ελευθερίας των παραγωγών και εισαγωγέων να καθορίζουν την ανώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως εφόσον, εν πάση περιπτώσει, η τιμή αυτή δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη της υποχρεωτικής κατώτατης τιμής (8).

26.      Το Δικαστήριο εκτιμά ότι αυτή η ερμηνεία του άρθρου 9 επιρρωννύεται από τον σκοπό της οδηγίας 95/59. Όπως προκύπτει από τη δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η οδηγία εντάσσεται στο πλαίσιο μιας πολιτικής εναρμονίσεως του συστήματος φόρων επί των επεξεργασμένων καπνών με σκοπό τη μη νόθευση του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επεξεργασμένων καπνών που ανήκουν στην ίδια ομάδα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την πραγματοποίηση του ανοίγματος των εθνικών αγορών των κρατών μελών (9).

27.      Κατά συνέπεια, οι ρυθμίσεις των κρατών μελών που ορίζουν δεσμευτικές τιμές για προϊόντα επεξεργασμένων καπνών αντίκεινται στην οδηγία 95/59, διότι θίγουν την ελευθερία καθορισμού τιμών των παραγωγών και, συνεπώς, θέτουν σε κίνδυνο τον ελεύθερο ανταγωνισμό.

28.      Κατά την ερμηνεία του, το Δικαστήριο επικαλείται ιδίως, μεταξύ άλλων, την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 95/59, που τονίζει ότι οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού προϋποθέτουν ένα σύστημα ελευθέρως διαμορφουμένων τιμών για όλες τις ομάδες επεξεργασίας καπνών. Ο κανόνας της ελεύθερης διαμορφώσεως των τιμών στον τομέα του εμπορίου καπνού αποτελεί έκφραση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού που αποτυπώνεται και σε άλλα σημεία των αιτιολογικών σκέψεων της οδηγίας 95/59 (10).

 β)     Επί των επιφυλάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 95/59

29.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ορίζει ότι η διάταξη του δευτέρου εδαφίου δεν εμποδίζει την εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τον έλεγχο των τιμών ή την τήρηση των επιβαλλόμενων τιμών.

30.      Το Δικαστήριο, με τη μέχρι τώρα νομολογία του, ερμήνευσε στενά τις επιφυλάξεις αυτές και δεν τους έδωσε την έννοια ότι επιτρέπουν τον κρατικό καθορισμό κατώτατης τιμής.

31.      To Δικαστήριο τονίζει ότι οι επιφυλάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 95/59 πρέπει να εναρμονιστούν με τον θεμελιώδη κανόνα του ελεύθερου καθορισμού τιμών που διατυπώνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο (11). Υπό αυτή την οπτική γωνία, η φράση «έλεγχος των τιμών» δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιφυλάσσει στα κράτη μέλη διακριτική εξουσία καθορισμού της τιμής των προϊόντων επεξεργασμένων καπνών κατά την ελεύθερη κρίση τους, διότι η άσκηση μιας τόσο εκτεταμένης διακριτικής εξουσίας θα καθιστούσε, τελικώς, την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (12).

32.      Επομένως, κατά το Δικαστήριο, ως «εθνικές νομοθεσίες που αφορούν τον έλεγχο των τιμών» νοούνται μόνον μέτρα γενικού χαρακτήρα τα οποία αποβλέπουν σε συγκράτηση της ανόδου των τιμών (13). Ομοίως, η έκφραση «εθνικές νομοθεσίες που αφορούν την τήρηση των επιβαλλόμενων τιμών» δεν έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη τον καθορισμό κατώτατων τιμών. Αντιθέτως, η έκφραση αυτή θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εννοεί την τήρηση της τιμής εκείνης η οποία, από τη στιγμή καθορισμού της από τον καπνοβιομήχανο ή τον εισαγωγέα και εγκρίσεως από τη δημόσια αρχή, επιβάλλεται ως ανώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως και τηρείται ως τέτοια σε όλα τα στάδια του κυκλώματος διανομής μέχρι την πώληση στον καταναλωτή (14). «Επιβαλλόμενες τιμές», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι συνεπώς οι τιμές που καθορίζει ο καπνοβιομήχανος και όχι κάποια τιμή που καθορίστηκε από τις κρατικές αρχές. Η λειτουργία αυτού του μηχανισμού έγκειται στο να μη θίγεται το σύνολο των δημοσιονομικών εσόδων διά της υπερβάσεως της προαναφερθείσας τιμής (15).

2.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

33.      Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη μέχρι τώρα νομολογία του Δικαστηρίου, ο καθορισμός από τις κρατικές αρχές κατώτατων τιμών για τα προϊόντα επεξεργασμένων καπνών αντίκειται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59.

3.      Πρέπει να αλλάξει η μέχρι τώρα νομολογία;

34.      Στις παρούσες διαδικασίες λόγω παραβάσεως, τα καθών κράτη μέλη ζητούν από το Δικαστήριο να επανεξετάσει την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59 που έχει υιοθετήσει μέχρι σήμερα. Λαμβανομένων υπόψη του κανονιστικού πλαισίου και των σκοπών της οδηγίας, καθώς και των νεότερων εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο, δεν θα έπρεπε, κατ’ αποτέλεσμα, οι ρυθμίσεις σχετικά με τις κατώτατες τιμές να αξιολογούνται πλέον ως παραβάσεις της οδηγίας 95/59.

 α)     Επιχειρηματολογία σχετικά με τους σκοπούς της οδηγίας 95/59

35.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση, ιδίως, προβάλλει το επιχείρημα ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59 δεν θα πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της νόμιμης βάσης του, να ερμηνεύεται ως απαγόρευση κατώτατων τιμών.

36.      Η Αυστρία επικαλείται ότι η οδηγία 95/59 ερείδεται στο άρθρο 99 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 93 ΕΚ) και, συνεπώς, στη διάταξη της Συνθήκης περί εναρμονίσεως των έμμεσων φόρων. Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας είναι, κατά συνέπεια, καθαρώς φορολογικής φύσεως. Τα καθών κράτη μέλη υποστηρίζουν, εκτός αυτού, ότι από την οδηγία 95/59 δεν προκύπτει ότι, κατά τη σύνταξή της, ελήφθησαν υπόψη εκτιμήσεις σχετικές με την προστασία της υγείας. Η οδηγία δεν πρέπει, συνεπώς, να ερμηνεύεται ως απαγορεύουσα, κατ’ αρχήν, στα κράτη μέλη τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία της υγείας, με τη μορφή κατώτατων τιμών.

37.      Αυτό το επιχείρημα της Αυστριακής Κυβερνήσεως δεν πρέπει να απορριφθεί άνευ ετέρου. Η οδηγία 95/59 έχει πράγματι, ως νομική βάση, τη διάταξη της Συνθήκης περί εναρμονίσεως των έμμεσων φόρων και αποτελεί, συνεπώς, πρωταρχικά, ένα τεχνικό ρυθμιστικό καθεστώς για τη φορολόγηση των προϊόντων επεξεργασμένων καπνών στην Κοινότητα. Εναρμονίζει τη φορολογία της καταναλώσεως των προϊόντων επεξεργασμένων καπνών και καθορίζει, παραδείγματος χάριν, την ανώτατη τιμή λιανικής πώλησης ως βάση υπολογισμού του αναλογικού φόρου καταναλώσεως. Η απαγόρευση κατώτατων τιμών για τα προϊόντα επεξεργασμένων καπνών δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί ότι αποτελεί τμήμα της φορολογικής εναρμονίσεως.

38.       Ορθώς, επίσης, τα κράτη μέλη υποστηρίζουν ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 95/59 δεν προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη στην οδηγία αυτή εκτιμήσεις σχετικά με την προστασία της υγείας και η σημασία της μειώσεως της καταναλώσεως καπνού. Αυτή η διαπίστωση δεν εκπλήσσει, διότι η οδηγία 95/59 αποτελεί, κατ’ ουσίαν, κωδικοποίηση παλαιότερων οδηγιών, που ανάγονται μέχρι το έτος 1972. Κατά το έτος 1972, η συνειδητοποίηση των κινδύνων της καταναλώσεως καπνού ήταν όμως μικρή. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να υποστηριχθεί μια ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59 που να μην αφαιρεί από τα κράτη μέλη ένα μέσο καταπολεμήσεως της καταναλώσεως καπνού, χωρίς συγχρόνως να υποδηλώνει ότι η ίδια η οδηγία έλαβε σε μεγάλη έκταση υπόψη εκτιμήσεις σχετικά με την αποτελεσματική μείωση της καταναλώσεως καπνού. Το κατά πόσον συμβιβάζονται τέτοιου είδους μέτρα των κρατών μελών με το λοιπό κοινοτικό δίκαιο, ιδίως με το άρθρο 28 ΕΚ, είναι άλλο θέμα.

39.      Αυτή η αποκλίνουσα από τη μέχρι τώρα νομολογία ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59 αντίκειται όμως στο γράμμα της οδηγίας, που κάνει λόγο για ελεύθερο καθορισμό της ανώτερης τιμής λιανικής πωλήσεως. Στην περίπτωση κρατικά καθοριζόμενων κατώτατων τιμών δεν μπορεί πλέον, όπως ορθά έκρινε το Δικαστήριο, να γίνεται απεριόριστα λόγος για ελεύθερο καθορισμό της τιμής από τους καπνοβιομήχανους. Η τιμή δεν μπορεί πλέον να καθοριστεί σε επίπεδο κατώτερο της κρατικής κατώτατης τιμής.

40.      Το δεύτερο εδάφιο, κατά το οποίο ο καπνοβιομήχανος καθορίζει ελεύθερα τις ανώτερες τιμές λιανικής πωλήσεως, αποτελεί, εξάλλου, ουσιώδες συστατικό στοιχείο του ειδικού ρυθμιστικού συστήματος της οδηγίας 95/59 όσον αφορά τους φόρους καταναλώσεως. Για να διαμορφωθεί ένας τέτοιος ρυθμιστικός μηχανισμός κατά τρόπο που να συνάδει με τον ελεύθερο ανταγωνισμό και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, είναι απαραίτητο οι καπνοβιομήχανοι να καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης. Και τούτο διότι, σε περίπτωση κατώτατης τιμής που καθορίζεται από ένα κράτος μέλος, θα υφίστατο ο κίνδυνος να θιγούν καπνοβιομήχανοι από άλλα κράτη μέλη που θέλουν να εντάξουν στον ανταγωνισμό το πλεονέκτημα κόστους που διαθέτουν, μέσω πιο χαμηλών ανώτερων τιμών λιανικής πωλήσεως. Με τον καθορισμό κατώτατης τιμής θα εξουδετερωνόταν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προκύπτει από το χαμηλότερο κόστος παραγωγής του εισαγόμενου προϊόντος.

41.      Κατά συνέπεια, μόνον η ελευθερία των καπνοβιομηχάνων να καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης εξασφαλίζει ότι το προβλεπόμενο από την οδηγία 95/59 φορολογικό σύστημα δεν θα επιφέρει, ως παράπλευρο αποτέλεσμα, τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αντιβαίνοντας, συνεπώς, στον σκοπό εναρμονίσεως που επιδιώκει το άρθρο 93 ΕΚ.

42.      H δεύτερη αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει ότι μία οικονομική ένωση με υγιή ανταγωνισμό και σχέσεις αντίστοιχες προς αυτές της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των επεξεργασμένων καπνών προϋποθέτει ότι οι φόροι καταναλώσεως που επιβάλλουν τα κράτη μέλη δεν στρεβλώνουν τους όρους ανταγωνισμού και δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων αυτών στην κοινή αγορά. Στην περίπτωση αυτή πρέπει όμως και ο τρόπος υπολογισμού της βάσης του αναλογικού φόρου κατανάλωσης (η ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης) να μην οδηγεί σε στρέβλωση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Αυτό το επιτυγχάνει η οδηγία 95/59 με τον ελεύθερο καθορισμό της ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης από τους καπνοβιομήχανους. Στο ίδιο πνεύμα, η έβδομη αιτιολογική σκέψη τονίζει επίσης ότι οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού προϋποθέτουν ένα σύστημα ελευθέρως διαμορφουμένων τιμών.

43.      Στο πλαίσιο των εκτιμήσεων αυτών, παρίσταται, συνεπώς, απολύτως υποστηρίξιμη η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59 που επέλεξε το Δικαστήριο. Κατά την άποψή μου, δεν υφίσταται, συνεπώς, λόγος μεταστροφής της μέχρι τώρα νομολογίας. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι οι δύο κρίσιμες αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι σχετικώς πρόσφατες. Κατά της μεταστροφής της νομολογίας μπορεί, συνεπώς, να γίνει επίκληση και των αρχών της συνοχής της νομολογίας και της ασφάλειας δικαίου (16).

 β)     Μεταβολή της νομολογίας βάσει της σύμβασης-πλαισίου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και μιας σύστασης του Συμβουλίου;

44.      Για να δικαιολογήσουν μια μεταστροφή της μέχρι τώρα νομολογίας, τα κράτη μέλη επικαλούνται και τη σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος, που εγκρίθηκε από την Κοινότητα με απόφαση του Συμβουλίου της 2ας Ιουνίου 2004 (17).

45.      Πέραν αυτού, τα κράτη μέλη επικαλούνται τη σύσταση του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την πρόληψη του καπνίσματος και με πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της καταπολέμησής του (18).

46.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της σύμβασης-πλαισίου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι τα μέτρα σχετικά με τις τιμές και τα φορολογικά μέτρα αποτελούν αποτελεσματικό και σημαντικό μέσο για τη μείωση της κατανάλωσης καπνού, ιδίως στους νέους. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να λαμβάνουν ή να διατηρούν μέτρα, δυνάμενα να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή φορολογικής πολιτικής και, ενδεχομένως, πολιτικής τιμών για τα προϊόντα καπνού.

47.      Είναι αλήθεια ότι οι πράξεις του παράγωγου κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με τις συναπτόμενες από την Κοινότητα διεθνείς συμφωνίες. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 300, παράγραφος 7, ΕΚ, οι εν λόγω συμφωνίες δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας. Λόγω της υπεροχής τους έναντι του παράγωγου δικαίου, το δεύτερο δεν μπορεί να τις παραβιάζει (19).

48.      Η σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας υπογραμμίζει τη σημασία που απέκτησε, εν τω μεταξύ, η καταπολέμηση του καπνίσματος για την προστασία της υγείας. Καταδεικνύει τα διάφορα μέσα που διαθέτουν τα κράτη για να καταπολεμήσουν το κάπνισμα. Από το άρθρο 6 συνάγεται ότι η πολιτική τιμών θεωρείται, όπως και η φορολογική πολιτική, ως μια επιλογή τρόπου ενέργειας. Οι κατώτατες τιμές για προϊόντα επεξεργασμένων καπνών μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της πολιτικής τιμών.

49.      Kατά την άποψή μου, μια μεταστροφή της μέχρι τώρα νομολογίας δεν μπορεί όμως να στηριχθεί στη σύμβαση-πλαίσιο. Οι προβλέψεις της σύμβασης-πλαισίου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας σχετικά με τα μέτρα που αφορούν τις τιμές έχουν, πράγματι, πολύ ευρεία διατύπωση, για να υπαγορεύσουν διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59.

50.      Πράγματι, η σύμβαση-πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας δεν περιέχει συγκεκριμένη υποχρέωση οικονομικής επιβάρυνσης των προϊόντων επεξεργασμένων καπνών ειδικώς μέσω μέτρων που αφορούν τις τιμές. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της σύμβασης-πλαισίου προβλέπει μόνον ότι τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να λαμβάνουν μέτρα δυνάμενα να περιλαμβάνουν την εφαρμογή φορολογικής πολιτικής και, «ενδεχομένως, πολιτικής τιμών» για τα προϊόντα καπνού.

51.      Η σύμβαση-πλαίσιο δεν επιβάλλει, συνεπώς, στα συμβαλλόμενα μέρη συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όσον αφορά την πολιτική τιμών για τα προϊόντα καπνού, αλλά περιγράφει μόνον πιθανές επιλογές τρόπου ενέργειας, χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα.

52.      Ούτε από τη σύσταση 2003/54 του Συμβουλίου, την οποία επικαλούνται τα κράτη μέλη, προκύπτει κάτι διαφορετικό. Με το σημείο 7 της σύστασης αυτής συνιστάται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν τα κατάλληλα μέτρα τιμολόγησης των προϊόντων καπνού προκειμένου να αποθαρρύνουν την κατανάλωση καπνού. Ούτε η σύσταση αυτή είναι ικανή να δικαιολογήσει την ανάγκη μεταστροφής της μέχρι τώρα νομολογίας του Δικαστηρίου στο ζήτημα του επιτρεπτού του καθορισμού κατώτατων τιμών για τα προϊόντα επεξεργασμένων καπνών. Και τούτο διότι, αφενός, η σύσταση του Συμβουλίου δεν αναπτύσσει δεσμευτική ενέργεια και, αφετέρου, η ασαφής διατύπωσή της δεν δικαιολογεί, ούτε και στο πλαίσιο της ερμηνείας, να δοθεί διαφορετική έννοια στην οδηγία 95/59.

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

53.      Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι οι ρυθμίσεις των κρατών μελών αντίκεινται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/59.

 B –   Αποτελεί η προστασία της υγείας δικαιολογητικό λόγο;

54.      Τα κράτη μέλη, για να υπερασπιστούν τα εθνικά τους μέτρα για τη θέσπιση κατώτατης τιμής, επικαλούνται, πέραν αυτού, λόγους προστασίας της υγείας κατά το άρθρο 30 ΕΚ. Επικαλούνται τον ανταγωνισμό των τιμών, που οδήγησε σε μεγαλύτερη προσφορά φθηνών τσιγάρων. Αυτό δεν είναι επιθυμητό από την σκοπιά της πολιτικής στον τομέα της υγείας. Επιθυμούν, συνεπώς, θεσπίζοντας κατώτατες τιμές, να καταστήσουν ακριβότερα ειδικώς τα φθηνά τσιγάρα.

1.      Δογματική υπαγωγή

55.      Είναι, εντούτοις, αμφίβολο κατά πόσον τα κράτη μέλη μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 30 ΕΚ. Και τούτο διότι το άρθρο 30 ΕΚ απαριθμεί τους λόγους γενικού συμφέροντος που δικαιολογούν την αντίθεση στο άρθρο 28 ΕΚ (ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων). Η προκείμενη περίπτωση αφορά όμως τη δικαιολόγηση της αντιθέσεως προς το άρθρο 9 της οδηγίας 95/59. Εφόσον ένας τομέας έχει εναρμονιστεί πλήρως με το παράγωγο δίκαιο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται ως δικαιολογητικό λόγο της αντιθέσεως προς το παράγωγο αυτό δίκαιο την προστασία της υγείας (20). Περαιτέρω, μέτρα άλλης φύσεως εκτός από τα αναφερόμενα στο άρθρο 28 ΕΚ δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με επίκληση του άρθρου 30 ΕΚ (21). Η Επιτροπή όμως δεν προέβαλε, στην παρούσα διαδικασία λόγω παραβάσεως, αιτίαση σχετικά με παράβαση του άρθρου 28 ΕΚ. Το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί, συνεπώς, αντικείμενο της διαδικασίας.

56.      Εντούτοις το Δικαστήριο, με την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (22), που είχε επίσης ως αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως που αφορούσε κατώτατες τιμές για προϊόντα επεξεργασμένων καπνών, αφού διαπίστωσε ότι τα εθνικά μέτρα αντίκεινται στην οδηγία 95/59, προχώρησε σε εξέτασή τους υπό το πρίσμα ενδεχόμενης δικαιολογήσεως κατά το άρθρο 30 ΕΚ (23). Η εξέταση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιβεβαίωση της ερμηνείας της οδηγίας 95/59 όταν τα πραγματικά περιστατικά αναγνωσθούν υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου (24). Με τον τρόπο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ακόμη και μια θεώρηση των πραγματικών περιστατικών με μόνο κριτήριο το πρωτογενές δίκαιο, στο πλαίσιο της οποίας θα έπρεπε να εξεταστεί η δικαιολόγηση κατά το άρθρο 30 ΕΚ, θα είχε οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στο απαράδεκτο του εθνικού μέτρου.

57.      Στο πλαίσιο αυτό θα εξετάσω στη συνέχεια, εν συντομία, τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ.

2.      Εξέταση της προστασίας της υγείας

58.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατώτατη τιμή τελικής πωλήσεως εισαγόμενων τσιγάρων συνιστά σε κάθε περίπτωση μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ, όταν βρίσκεται σε επίπεδο το οποίο εξουδετερώνει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που απορρέει από το χαμηλότερο κόστος (25). Εν προκειμένω τίθεται τέτοιο θέμα. Δεν επιτρέπονται όμως οριστικές κρίσεις επί του ζητήματος αυτού, διότι η παράβαση του άρθρου 28 ΕΚ δεν αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας.

59.      Κατά την άποψη των κρατών μελών, είναι απαραίτητες οι κατώτατες τιμές στην αγορά καπνού. Μόνον με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να επιτευχθεί αποτελεσματική αύξηση της τιμής των προϊόντων επεξεργασμένων καπνών, πράγμα που οδηγεί, με τη σειρά του, σε μείωση της καταναλώσεως, ιδίως μεταξύ των νέων.

60.      Η πρόληψη και η περιστολή του καπνίσματος αποτελούν σημαντικές πλευρές της προστασίας της υγείας. Το κάπνισμα παραμένει η μεγαλύτερη αιτία θανάτων που μπορούν να προληφθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (26). Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη αξία πρέπει να αποδίδεται ειδικώς στην προστασία των νέων. Τα μέτρα κατά της καταναλώσεως καπνού αποτελούν, ιδίως κατά τα τελευταία έτη, στόχους προτεραιότητας στις πολιτικές για τη δημόσια υγεία των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η καταπολέμηση της καταναλώσεως καπνού αποτελεί, συνεπώς, χωρίς αμφιβολία θεμιτό σκοπό.

61.      Αποφασιστικής σημασίας είναι το κατά πόσον τα επίμαχα μέτρα είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού ή υπάρχουν εξίσου πρόσφορες εναλλακτικές λύσεις, με ηπιότερες όμως συνέπειες. Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει, όταν πρόκειται να εξακριβωθεί αν έχει τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας, να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι το κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να καθορίζει το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας που προτίθεται να παράσχει και τον τρόπο επίτευξης του επιπέδου αυτού. Τα κράτη μέλη διαθέτουν συναφώς ευρύτατα περιθώρια εκτιμήσεως (27).

62.      Το Δικαστήριο, με απόφαση που αφορούσε τις κατώτατες τιμές προϊόντων επεξεργασμένων καπνών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για την εξασφάλιση της προστασίας της υγείας δεν είναι απαραίτητες κατώτατες τιμές. Ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας μπορεί πρόσφορα να επιδιωχθεί με αυξημένη φορολογία των προϊόντων των επεξεργασμένων καπνών που θα διαφύλασσε την αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών. Πράγματι, τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 95/59, να καθορίζουν ελεύθερα το συνολικό ύψος φορολογήσεως των προϊόντων επεξεργασμένων καπνών (28). Η επιχειρηματολογία αυτή βρίσκει έδαφος εφαρμογής και στην παρούσα διαδικασία.

63.      Τα κράτη μέλη υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς μπορούν να αντισταθμίσουν την αύξηση του φόρου μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους τους. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει και το επιχείρημα αυτό, στο πλαίσιο της μέχρι τώρα νομολογίας του. Ορθώς επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αντιδράσουν στις μειώσεις του περιθωρίου κόστους με περαιτέρω αύξηση του επιπέδου φορολογίας, με αποτέλεσμα οι καπνοβιομήχανοι να μην αποφύγουν τελικώς την αύξηση των τιμών που επιδιώκεται με την αύξηση της φορολογίας (29).

64.      Και τούτο διότι η δυνατότητα των καπνοβιομηχάνων και των εισαγωγέων να μη μετακυλίουν τις αυξήσεις των ειδικών φόρων που πλήττουν τα προϊόντα τους περιορίζεται, εν πάση περιπτώσει, από το περιθώριο κέρδους τους, οπότε οι αυξήσεις ειδικών φόρων αργά ή γρήγορα μετακυλίονται αναγκαστικά στις τιμές λιανικής πωλήσεως. Οι αυξήσεις ειδικών φόρων αποτελούν, συνεπώς, ηπιότερο μέσο σε σχέση με τις κατώτατες τιμές που, κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαίες.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

65.      Ως ενδιάμεσο συμπέρασμα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφυγές της Επιτροπής είναι βάσιμες, διότι τα κράτη μέλη, καθορίζοντας κατώτατες τιμές για τα προϊόντα επεξεργασμένων καπνών, παρέβησαν την οδηγία 95/59.

 Ιδιαιτερότητες της υποθέσεως C-221/08, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας

66.      Τέλος, απομένει η εξέταση δύο περαιτέρω αιτιάσεων, τις οποίες προέβαλε η Επιτροπή μόνον στην υπόθεση C-221/08, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας.

1.      Καθορισμός ανώτατων τιμών

67.      Όσον αφορά τις ιρλανδικές διατάξεις σχετικά με τις τιμές του καπνού, η Επιτροπή προβάλλει την αιτίαση ότι αυτές επιβάλλουν και ανώτατες τιμές, προβλέποντας ότι η τιμή για ένα προϊόν καπνού δεν πρέπει να υπερβαίνει περισσότερο από 3 % τη σταθμισμένη μέση τιμή. Η Ιρλανδία, στο υπόμνημα αντικρούσεως, επεσήμανε ότι από την ιρλανδική νομοθεσία δεν προκύπτει υποχρεωτική ανώτατη τιμή για προϊόντα επεξεργασμένων καπνών.

68.      Στο υπόμνημα απαντήσεως η Επιτροπή επικαλείται ότι στηρίχθηκε, συναφώς, στις δηλώσεις των εκπροσώπων της Ιρλανδίας σε μια συνάντηση με την Επιτροπή. Κατόπιν διευκρινίσεως, φαίνεται όμως ότι η Επιτροπή δεν επιμένει στη δήλωσή της, σύμφωνα με την οποία υφίσταται στην Ιρλανδία τέτοια ανώτατη τιμή για τα προϊόντα επεξεργασμένων καπνών. Τονίζει όμως ότι δεν θα είχε δημιουργηθεί αυτή η παρεξήγηση αν η Ιρλανδία είχε επαρκώς συνεργαστεί με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που προηγήθηκε της ασκήσεως της προσφυγής. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν επιθυμεί να παραιτηθεί της προσφυγής της ως προς το σημείο αυτό.

69.      Δεδομένου όμως ότι η ίδια η Επιτροπή δεν εμμένει πλέον στον ισχυρισμό της, σύμφωνα με τον οποίο στην Ιρλανδία καθορίζονται ανώτατες τιμές για τα προϊόντα επεξεργασμένων καπνών, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει αντικείμενο καταδίκης. Στο μέτρο αυτό πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή της Επιτροπής. Το κατά πόσον η αιτίαση αυτή αφορά ανεπαρκή συνεργασία της Ιρλανδίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που προηγήθηκε της ασκήσεως της προσφυγής είναι κρίσιμο μόνον υπό το πρίσμα παραβάσεως του άρθρου 10 ΕΚ εκ μέρους της Ιρλανδίας, που θα εξεταστεί στη συνέχεια.

2.      Παράβαση του άρθρου 10 EΚ

70.      Κατά την άποψη της Επιτροπής, η Ιρλανδία, παραλείποντας να παράσχει τα αναγκαία στοιχεία σχετικά με την ισχύουσα ιρλανδική νομοθεσία ώστε να έχει τη δυνατότητα η Επιτροπή να ανταποκριθεί στο καθήκον της παρακολουθήσεως της συμμορφώσεως προς την οδηγία 95/59, παρέβη το άρθρο 10 ΕΚ.

71.      Κατά το άρθρο 10 ΕΚ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συνεργάζονται καλοπίστως όσον αφορά οποιαδήποτε έρευνα διεξάγει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ και να της παρέχουν όλες τις ζητούμενες για τον σκοπό αυτό πληροφορίες (30).

72.      Η Επιτροπή, με έγγραφα της 29ης Ιουλίου 2002 και της 1ης Οκτωβρίου 2002, απαίτησε από την Ιρλανδία ενημέρωση σχετικά με την ισχύουσα ιρλανδική νομοθεσία που αφορά τις τιμές των καπνών. Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία απάντηση στα έγγραφα αυτά. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή άσκησε, εκτός από την προσφυγή λόγω παραβάσεως της οδηγίας 95/59, μια περαιτέρω προσφυγή λόγω παραβάσεως του άρθρου 10 ΕΚ. Στις 17 Οκτωβρίου 2003 απηύθυνε στην Ιρλανδία έγγραφο οχλήσεως. Ακολούθησε η αιτιολογημένη γνώμη στις 7 Ιουλίου 2004· με αυτήν η Επιτροπή έθεσε στην Ιρλανδία προθεσμία δύο μηνών από τη λήψη του εγγράφου. Οι ιρλανδικές αρχές απάντησαν το πρώτον στις 10 Δεκεμβρίου 2004.

73.      Αμφισβητείται κατά πόσον οι πληροφορίες που περιέχονται στο έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2004 συνιστούν επαρκή απάντηση. Σε κάθε περίπτωση, το έγγραφο αυτό εστάλη καθυστερημένα.

74.      Προς υπεράσπισή της, η Ιρλανδία επικαλείται ότι η Επιτροπή ενημερώθηκε επαρκώς στη συνέχεια. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν είναι ικανός να δικαιολογήσει την παράβαση.

75.      Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή εμφανίζεται κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας (31). Ακόμη και στην περίπτωση που η παράβαση έπαυσε μετά την πάροδο της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, εξακολουθεί να υφίσταται συμφέρον προς συνέχιση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, η απάντηση της Ιρλανδίας χρονολογείται μετά την ταχθείσα προθεσμία.

76.      Κατά συνέπεια, είναι βάσιμη η προσφυγή της Επιτροπής που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ.

V –    Επί των δικαστικών εξόδων

77.      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Αυστρίας ηττήθηκαν εν όλω, η Ιρλανδία ηττήθηκε ως προς τα ουσιώδη. Δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, πρέπει να καταδικαστούν η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Αυστρίας και η Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα της αντίστοιχης διαδικασίας.

VI – Πρόταση

78.      Προτείνω συνεπώς στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής.

79.      Στην υπόθεση C-197/08:

1.      Η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ σύστημα επιβάλλον κατώτατη τιμή για τα τσιγάρα που πωλούνται στη Γαλλία, καθώς και απαγόρευση πωλήσεως των προϊόντων καπνού σε τιμή σκοπούσα στην προώθηση προϊόντων και ερχόμενη σε αντίθεση προς τους σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών.

2.      Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

80.      Στην υπόθεση C-198/08:

1.      Η Δημοκρατία της Αυστρίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις δυνάμει των οποίων καθορίζονται από το κράτος κατώτατες τιμές πωλήσεως για τα τσιγάρα και τον λεπτοκομμένο καπνό που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών.

2.      Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα.

81.      Στην υπόθεση 221/08:

1.      Η Ιρλανδία, επιβάλλοντας κατώτατη τιμή λιανικής πωλήσεως για τα τσιγάρα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών.

2.      Η Ιρλανδία, παραλείποντας να παράσχει τα αναγκαία στοιχεία σχετικά με την ισχύουσα ιρλανδική νομοθεσία ώστε να έχει τη δυνατότητα η Επιτροπή να ανταποκριθεί στο καθήκον της παρακολουθήσεως της συμμορφώσεως προς την οδηγία 95/59, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

3.      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4.      Καταδικάζει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ L 291, σ. 40 (στο εξής: οδηγία 95/59), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1999/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1999 (ΕΕ L 211, σ. 47) και την οδηγία 2002/10/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2002 (ΕΕ L 46, σ. 26).


3 – Εγκρίθηκε από την Κοινότητα με την απόφαση 2004/513/ΕΚ του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2004, σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης-πλαισίου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για την καταπολέμηση του καπνίσματος (ΕΕ L 213, σ. 8).


4 – Το κείμενο της σύμβασης αυτής δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνον στην αγγλική, γαλλική και ισπανική γλώσσα, στις οποίες είναι δεσμευτικό. Γερμανική μετάφραση δημοσιεύτηκε στο Bundesgesetzblatt 2004 ΙΙ, σ. 1538.


5 – Για τον λεπτοκομμένο καπνό, στο 90 % της σταθμισμένης μέσης τιμής ανά γραμμάριο όλου του λεπτοκομμένου καπνού που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων του παρελθόντος ημερολογιακού έτους.


6 – Βλ., συναφώς, και την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, C‑302/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2002, σ. I‑2055, σκέψη 14).


7 – Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F.G. Jacobs της 13ης Απριλίου 2000 επί της υποθέσεως C‑216/98, Επιτροπή κατά Ελλάδας (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2000, Συλλογή 2000, σ. I‑8921, σημείο 20), με παραπομπή στην απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1977, 13/77, GB-Inno-BM (Συλλογή τόμος 1977, σ. 653, σκέψη 17).


8 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (παρατίθεται στην υποσημείωση 7, σκέψη 21) και απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 6, σκέψη 15).


9 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (παρατίθεται στην υποσημείωση 8, σκέψη 18).


10 – Απόφαση της 21ης Ιουνίου 1983, 90/82, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1983, σ. 2011, σκέψη 20).


11 – Απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 10, σκέψη 20) και απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (παρατίθεται στην υποσημείωση 8, σκέψη 25).


12 – Απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 10, σκέψη 21).


13 – Απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 10, σκέψη 22) και απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (παρατίθεται στην υποσημείωση 8, σκέψη 25).


14 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (παρατίθεται στην υποσημείωση 8, σκέψη 26).


15 – Όπ.π.


16 – Βλ., συναφώς, και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 1ης Φεβρουαρίου 2006 επί των υποθέσεων C‑94/04 και C‑202/04, Cipolla κ.λπ. (απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I‑11421, σημεία 27 επ.).


17 – Παρατίθεται στην υποσημείωση 3.


18 – ΕΕ L 22, σ. 31.


19 – Αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1996, σ. I‑3989, σκέψη 52), και της 1ης Απριλίου 2004, C‑286/02, Bellio F.lli (Συλλογή 2004, σ. I‑3465, σκέψη 33).


20 – Απόφαση της 17ης Απριλίου 2007, C‑470/03, AGM-COS.MET (Συλλογή 2007, σ. I‑2749, σκέψη 70).


21 – Βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (παρατίθεται στην υποσημείωση 6, σκέψη 33), σχετικά με παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 2, και του άρθρου 16, παράγραφος 5, της οδηγίας 95/59.


22 – Παρατίθεται στην υποσημείωση 8.


23 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (παρατίθεται στην υποσημείωση 8, σκέψεις 30 επ.).


24 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Απριλίου 2008, C-346/06, Rüffert (Συλλογή 2008, σ. Ι-1989, σκέψη 36).


25 – Απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, C‑287/89, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1991, σ. I‑2233, σκέψη 17).


26 – Έβδομη αιτιολογική σκέψη της συστάσεως 2003/54.


27 – Βλ., στο πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2004, C-41/02, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2004, σ. I-11375, σκέψεις 46 και 51), της 10ης Μαρτίου 2009, C‑169/07, Hartlauer (Συλλογή 2009, σ. I-1721, σκέψη 30), και της 19ης Μαΐου 2009, C‑171/07 και C‑172/07, Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. Ι-4171, σκέψη 19).


28 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (παρατίθεται στην υποσημείωση 8, σκέψη 31).


29 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (παρατίθεται στην υποσημείωση 8, σκέψη 32). Βλ. και το σημείο 35 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα F.G. Jacobs επί της υποθέσεως αυτής (παρατίθενται στην υποσημείωση 7).


30 – Αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 1985, 192/84, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 1985, σ. 3967, σκέψη 19), της 6ης Μαρτίου 2003, C‑478/01, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2003, σ. Ι-2351, σκέψη 24), της 13ης Ιουλίου 2004, C‑82/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2004, σ. Ι-6635, σκέψη 15), και της 26ης Απριλίου 2005, C‑494/01, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2005, σ. I‑3331, σκέψη 198).


31 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 2002, C‑394/00, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2002, σ. I‑581, σκέψη 12), και της 20ής Ιουνίου 2002, C‑299/01, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2002, σ. I‑5899, σκέψη 11).