Language of document : ECLI:EU:T:2014:829

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 26ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Επέκταση της προστασίας διεθνούς καταχωρίσεως στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα – Εικονιστικό σήμα KW SURGICAL INSTRUMENTS – Προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα Ka We – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Διαδικασία προσφυγής – Έκταση της εξετάσεως στην οποία οφείλει να προβεί το τμήμα προσφυγών – Απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος – Δικόγραφο ενώπιον του τμήματος ανακοπών – Απόρριψη αιτήσεως καταχωρίσεως χωρίς προηγούμενη εξέταση της προϋποθέσεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος – Πλάνη περί το δίκαιο – Εξουσία μεταρρυθμίσεως»

Στην υπόθεση T‑445/12,

Koscher + Würtz GmbH, με έδρα το Spaichingen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους P. Mes, C. Graf von der Groeben, G. Rother, J. Bühling, A. Verhauwen, J. Künzel, D. Jestaedt, M. Bergermann, J. Vogtmeier και A. Kramer, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον A. Schifko,

καθού

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Kirchner & Wilhelm GmbH + Co., με έδρα το Asperg (Γερμανία),

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 6ης Αυγούστου 2012 (υπόθεση R 1675/2011-4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Kirchner & Wilhelm GmbH + Co. και της Koscher + Würtz GmbH,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, S. Gervasoni (εισηγητή) και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιανουαρίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Μαΐου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουλίου 2013,

έχοντας υπόψη την τροποποίηση της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 29ης Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 25 Απριλίου 2008, η προσφεύγουσα, Koscher + Würtz GmbH, εξασφάλισε από το διεθνές γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΠΙ) τη διεθνή καταχώριση με προστασία που επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα του ακόλουθου εικονιστικού σημείου:

Image not found

2        Το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) έλαβε κοινοποίηση της διεθνούς καταχωρίσεως του σημείου αυτού στις 31 Ιουλίου 2008.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητείται η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 10 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Συσκευές και εργαλεία χειρουργικά, ιατρικά, οδοντιατρικά και κτηνιατρικά, τεχνητά μέλη, μάτια και δόντια· ορθοπεδικά είδη· χειρουργικό υλικό».

4        Στις 8 Μαΐου 2009, η Kirchner & Wilhelm GmbH + Co. (στο εξής: ανακόπτουσα) άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), κατά της καταχωρίσεως του σήματος για τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 3, ανωτέρω.

5        Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα Ka We, που είχε κατατεθεί στις 19 Απριλίου 1930 και είχε καταχωριστεί στη Γερμανία στις 25 Νοεμβρίου 1930 με αριθμό 426260, για τα παρακάτω προϊόντα της κλάσεως 10: «Ιατρικά όργανα και συσκευές, ακουστικά βοηθήματα, επίδεσμοι, τεχνητά όργανα (εκτός από προϊόντα από καουτσούκ ή που έχουν σχέση με καουτσούκ)».

6        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, αντλούμενος από την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος.

7        Στις 23 Ιουνίου 2011, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή με το αιτιολογικό ότι δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

8        Στις 16 Αυγούστου 2011, η ανακόπτουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

9        Με απόφαση της 6ης Αυγούστου 2012 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών και αρνήθηκε να παράσχει στην προσφεύγουσα την επέκταση της προστασίας της διεθνούς καταχωρίσεως στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

10      Εισαγωγικά, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό ήταν το κοινό της Γερμανίας και ότι επρόκειτο για επαγγελματίες με ειδίκευση στον ιατρικό τομέα (σκέψεις 13 και 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, όπως είχε εκτιμήσει το τμήμα ανακοπών, ότι τα προσδιοριζόμενα από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προϊόντα και τα προσδιοριζόμενα από το προγενέστερο σήμα προϊόντα ήταν πανομοιότυπα (σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Όσον αφορά τη σύγκριση των σημάτων, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι το προγενέστερο σήμα και το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιείχαν ένα πανομοιότυπο στοιχείο, τα γράμματα «k» και «w», τα οποία αποτελούσαν το κυρίαρχο και πλέον διακριτικό μέρος του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και ήταν τα δύο αρχικά γράμματα του προγενέστερου σήματος Ka We. Το τμήμα προσφυγών έκρινε, ως εκ τούτου, ότι υφίστατο οπτική ομοιότητα, μικρού βεβαίως βαθμού, μεταξύ των δύο σημάτων. Επισήμανε επίσης ότι ο γερμανόφωνος ομιλητής θα πρόφερε το λεκτικό στοιχείο «kw» και το σήμα kawe πανομοιότυπα και ότι, αναλόγως του αν θα προφερόταν ή όχι στα αγγλικά το περιγραφικό μέρος του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (δηλαδή το «surgical instruments»), τα σήματα ήταν πανομοιότυπα ή παρόμοια σε μεγάλο βαθμό από φωνητικής απόψεως. Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι καμία εννοιολογική σύγκριση δεν ήταν λυσιτελής (σκέψεις 16 έως 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Με βάση, ειδικότερα, τα στοιχεία που εκτίθενται ανωτέρω, καθώς και το ότι οι παραγγελίες των προϊόντων που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα γίνονταν και αυτές τηλεφωνικώς, πράγμα που ενίσχυε τη σημασία της φωνητικής συγκρίσεως των σημάτων, το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως (σκέψεις 19 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών και του τμήματος ανακοπών.

15      Εξάλλου, η προσφεύγουσα αναφέρει, στο σημείο 50 του δικογράφου της προσφυγής της, τα εξής:

«Η προσφυγή είναι βάσιμη. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, η απόφαση του τμήματος προσφυγών πρέπει να ακυρωθεί.»

16      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

17      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα, ερωτηθείσα επί του αντικειμένου της προσφυγής και, ειδικότερα, επί του περιεχομένου του σημείου 50 του δικογράφου της προσφυγής, διευκρίνισε ότι με τα αιτήματά της αποσκοπούσε όχι μόνο στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά και στη μεταρρύθμισή της, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να απορρίψει την ανακοπή.

 Σκεπτικό 

 Επί του περιεχομένου των αιτημάτων της προσφεύγουσας

18      Λαμβανομένων υπόψη του γράμματος του δικογράφου της προσφυγής, και ειδικότερα του σημείου 50, και των διευκρινίσεων που παρέσχε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το εν λόγω δικόγραφο πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει συγχρόνως αίτημα ακυρώσεως και αίτημα μεταρρυθμίσεως.

19      Προς στήριξη του συνόλου των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών ως προς το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, δεχόμενο την ανακοπή χωρίς να εξετάσει αν είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, και ο δεύτερος από έλλειψη κινδύνου συγχύσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη μη εξέταση από το τμήμα προσφυγών της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος

20      Η προσφεύγουσα, επικαλούμενη το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, αναφέρει, ειδικότερα, ότι, ενώ είχε προβάλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενεστέρου σήματος, το τμήμα προσφυγών δεν αποφάνθηκε επ’ αυτού με την προσβαλλόμενη απόφαση.

21      Κατά το ΓΕΕΑ, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Συγκεκριμένα, το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενεστέρου σήματος είναι εκτός του αντικειμένου της διαδικασίας. Εξάλλου, η προσφεύγουσα περιορίστηκε στο να παραπέμψει κατά γενικό τρόπο σε παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, μολονότι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ενώπιον του ΓΕΕΑ ήταν διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και δεν προέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής καμία παράβαση του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Η παράβαση αυτή προβλήθηκε μόνο με το υπόμνημα απαντήσεως, αντίθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

 Επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως

22      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται επί υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, και του άρθρου 132, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως. Κατά πάγια νομολογία, το σώμα του δικογράφου της προσφυγής μπορεί μεν να διευκρινίζεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα στοιχεία, με παραπομπές σε χωρία συνημμένων εγγράφων, πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις, πρέπει να περιέχονται στο ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2006, T-350/04 έως T-352/04, Bitburger Brauerei κατά ΓΕΕΑ – Anheuser-Busch (BUD, American Bud και Anheuser Busch Bud) , Συλλογή 2006, σ. II‑4255, σκέψη 33].

23      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, προς στήριξη του λόγου ο οποίος αντλείται από τη μη εξέταση από το τμήμα προσφυγών της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, η προσφεύγουσα αναφέρεται ρητώς με το δικόγραφό της στο άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, δυνάμει του οποίου ο αιτών την καταχώριση του επίμαχου κοινοτικού σήματος μπορεί να υποβάλει αίτηση ζητώντας από τον ανακόπτοντα να αποδείξει ότι είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει επίσης ότι προέβαλε το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, με το από 14 Μαΐου 2011 υπόμνημά της. Τέλος, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι το τμήμα ανακοπών αποφάσισε να μην εξετάσει το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, διότι έκρινε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

24      Συνεπώς, τα ουσιώδη στοιχεία της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας περιλαμβάνονται στην προσφυγή της.

25      Το γεγονός ότι τα έγγραφα στα οποία παραπέμπει το δικόγραφο της προσφυγής είχαν συνταχθεί σε γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν ασκεί επιρροή στο συμπέρασμα που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη.

26      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός.

 Επί της βασιμότητας του λόγου ακυρώσεως

27      Κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, και το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, η ανακοπή κατά της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος απορρίπτεται αν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος δεν προσκομίσει απόδειξη ότι είχε γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος αυτού κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσιεύσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος. Αντιθέτως, αν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος προσκομίσει τέτοια απόδειξη, το ΓΕΕΑ προβαίνει στην εξέταση των λόγων απαραδέκτου που προβάλλει ο ανακόπτων.

28      Εξάλλου, το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί είτε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα αυτό για τα περαιτέρω. Από τη διάταξη αυτή καθώς και από την οικονομία του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, προκειμένου να αποφανθεί επί προσφυγής, διαθέτει τις ίδιες αρμοδιότητες με αυτές του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι η εκ μέρους του εξέταση αφορά το σύνολο της διαφοράς, ως έχει κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως. Από το άρθρο αυτό, καθώς και από πάγια νομολογία, προκύπτει επίσης ότι υπάρχει λειτουργική συνέχεια μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών του ΓΕΕΑ, δηλαδή του εξεταστή, του τμήματος ανακοπών, του τμήματος διαχειρίσεως των σημάτων και των νομικών θεμάτων και των τμημάτων ακυρώσεως, αφενός, και των τμημάτων προσφυγών, αφετέρου. Από την εν λόγω λειτουργική συνέχεια μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών του ΓΕΕΑ συνάγεται ότι, στο πλαίσιο της επανεξετάσεως των αποφάσεων των υπηρεσιών του ΓΕΕΑ που αποφαίνονται σε πρώτο βαθμό, τα τμήματα προσφυγών πρέπει να στηρίξουν την απόφασή τους σε όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προέβαλαν οι διάδικοι είτε κατά τη διαδικασία ενώπιον της υπηρεσίας που αποφάνθηκε σε πρώτο βαθμό είτε κατά τη διαδικασία εκδικάσεως της προσφυγής [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2006, T-323/03, La Baronia de Turis κατά ΓΕΕΑ – Baron Philippe de Rothschild (LA BARONNIE), Συλλογή 2006, σ. II‑2085, σκέψεις 56 έως 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

29      Το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έκταση του ελέγχου που οφείλει να διενεργήσει το τμήμα προσφυγών επί της αποφάσεως κατά της οποίας ασκείται η προσφυγή δεν εξαρτάται από το αν ο προσφεύγων προβάλλει συγκεκριμένο λόγο κατά της αποφάσεως αυτής, επικρίνοντας την ερμηνεία ή την εφαρμογή μιας διατάξεως στην οποία προέβη η υπηρεσία που αποφάνθηκε σε πρώτο βαθμό ή ακόμη την εκ μέρους της υπηρεσίας αυτής εκτίμηση ενός αποδεικτικού στοιχείου. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν ο προσφεύγων ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν προέβαλε κάποιον συγκεκριμένο λόγο, το τμήμα προσφυγών οφείλει να εξετάσει, υπό το φως όλων των λυσιτελών νομικών και πραγματικών στοιχείων, αν μια νέα απόφαση έχουσα το ίδιο διατακτικό με την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή μπορεί νομίμως να ληφθεί κατά τον χρόνο εκδικάσεως της προσφυγής. Πάντως, το αν ο έτερος διάδικος, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων και αποδείξεων που προσκόμισε κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών, απέδειξε πράγματι την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, εμπίπτει στην εξέταση που οφείλει να διενεργήσει το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ έναντι της αποφάσεως κατά της οποίας ασκείται η προσφυγή [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T-203/02, Sunrider κατά ΓΕΕΑ – Espadafor Caba (VITAFRUIT), Συλλογή 2004, σ. II‑2811, σκέψη 21].

30      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι με την κατάθεση της αιτήσεως με την οποία ζητείται να αποδείξει ο ανακόπτων την ουσιαστική χρήση του προγενεστέρου σήματος μεταφέρεται σ’ αυτόν το βάρος αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του σήματός του, άλλως απορρίπτεται η ανακοπή του. Συνεπώς, η ουσιαστική χρήση του προγενεστέρου σήματος συνιστά ζήτημα το οποίο, εφόσον τεθεί από τον αιτούντα την καταχώριση του σήματος, πρέπει, κατ’ αρχήν, να κριθεί πριν εκδοθεί απόφαση επί της ίδιας της ανακοπής. Επομένως, η αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενεστέρου σήματος προσθέτει στη διαδικασία ανακοπής ένα ειδικό και προκριματικό ζήτημα και, υπό την έννοια αυτή, μεταβάλλει το περιεχόμενό της [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2007, T-364/05, Saint-Gobain Pam κατά ΓΕΕΑ – Propamsa (PAM PLUVIAL), Συλλογή 2007, σ. II‑757, σκέψη 37].

31      Υπό το φως, ακριβώς, της προμνησθείσας νομολογίας πρέπει να εξεταστούν οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

32      Συναφώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η προσφεύγουσα υπέβαλε, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, αίτηση δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, ούτε δε το τμήμα ανακοπών ούτε το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε επί του ζητήματος της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

33      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει κατ’ αρχάς από τα στοιχεία του φακέλου της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας, η προσφεύγουσα ανέφερε, με υπόμνημα της 10ης Σεπτεμβρίου 2010, ότι το προγενέστερο σήμα είχε καταχωριστεί από το 1930 και ότι, ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ζητούσε από την ανακόπτουσα, βάσει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, να προσκομίσει στοιχεία προς απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του σήματος αυτού. Από τα στοιχεία του φακέλου της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών προκύπτει επίσης ότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε, εκ νέου, με υπόμνημα της 14ης Μαρτίου 2011, το ότι αποδείχθηκε η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος. Ακολούθως, στην απόφαση του τμήματος ανακοπών που περιλαμβάνεται στον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, διευκρινίζονται τα ακόλουθα: «Δεδομένου ότι η ανακοπή δεν είναι βάσιμη, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, παρέλκει η εξέταση της αποδείξεως περί της χρήσεως που προσκόμισε η ανακόπτουσα». Τέλος, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών και απέρριψε την επέκταση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα της προστασίας που παρέχει η διεθνής καταχώριση, χωρίς να αποφανθεί επί της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

34      Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προπαρατεθέντα πραγματικά περιστατικά, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, μολονότι η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ενώπιον του τμήματος ανακοπών σχετικά με την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, το τμήμα προσφυγών απέρριψε την επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα της διεθνούς καταχωρίσεως, χωρίς να εξετάσει προηγουμένως το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

35      Πρέπει να προστεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί σε στοιχεία του φακέλου της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών στα οποία παραπέμπουν οι διάδικοι με επαρκή σαφήνεια.

36      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

37      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της προσφεύγουσας περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

38      Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω (σκέψη 18), η προσφεύγουσα υπέβαλε επίσης αίτημα μεταρρυθμίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

39      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και σε παραπομπή της υποθέσεως ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξουσία μεταρρυθμίσεως, που αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, δεν σημαίνει ότι αυτό έχει την εξουσία να αποφαίνεται επί ζητήματος ως προς το οποίο δεν έχει ακόμη λάβει θέση το τμήμα προσφυγών. Επομένως, η άσκηση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως πρέπει, καταρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του τμήματος προσφυγών, είναι σε θέση να προσδιορίσει βάσει των αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων την απόφαση που όφειλε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2011, C-263/09 P, Edwin κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2011, σ. I‑5853, σκέψη 72). Έτσι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε κρίση επί της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, εφόσον το τμήμα προσφυγών δεν έχει λάβει θέση επ’ αυτού.

40      Αντιθέτως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την έλλειψη κινδύνου συγχύσεως, μπορεί, εάν γίνει δεκτός ως βάσιμος, να παράσχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να επιτύχει μία συνολική κρίση επί της διαφοράς, δηλαδή, την απόρριψη της ανακοπής. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε επί του ζητήματος του κινδύνου συγχύσεως των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

41      Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την έλλειψη κινδύνου συγχύσεως

42      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση όταν, λόγω του πανομοιότυπου ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο σήμα και λόγω του πανομοιότυπου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζονται από τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος να περιέλθει σε σύγχυση το κοινό της περιοχής στην οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 207/2009, ως προγενέστερα σήματα θεωρούνται τα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος σήματα, η ημερομηνία καταθέσεως των οποίων είναι προγενέστερη της ημερομηνίας αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος.

43      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, βάσει του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία και τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες, συνεκτιμωμένων όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ιδίως της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

 Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό

44      Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατόν να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με την κατηγορία των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

45      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών επισήμανε στη σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι ο κίνδυνος συγχύσεως έπρεπε να εκτιμηθεί σε σχέση με το κοινό της Γερμανίας, δεδομένου ότι το προγενέστερο σήμα ήταν καταχωρισμένο και προστατευόταν στη Γερμανία. Το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε επίσης, στη σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς και πάλι να αμφισβητηθεί τούτο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα προϊόντα τα οποία καλύπτονταν από τα αντιπαρατιθέμενα σημεία απευθύνονταν σε κοινό επαγγελματιών με ειδίκευση στον ιατρικό τομέα και ότι το επίπεδο προσοχής του κοινού αυτού ήταν ιδιαίτερα υψηλό.

 Επί της συγκρίσεως των προϊόντων

46      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους. Μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), Συλλογή 2007, σ. II‑2579, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

47      Στη σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα προϊόντα που προσδιόριζε το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιούνταν για ιατρικούς σκοπούς και είχαν τον ίδιο προορισμό και την ίδια φύση και χρήση με τα προϊόντα που προσδιόριζε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω προϊόντα ήταν πανομοιότυπα.

48      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα αυτό. Ωστόσο, διατείνεται απλώς, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, ότι τα προϊόντα δεν είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια και παραπέμπει σε υπόμνημα που υπέβαλε στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής. Τα επιχειρήματα αυτά δεν επαρκούν, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα αντιπαρατιθέμενα προϊόντα δεν είναι πανομοιότυπα ή, τουλάχιστον, παρόμοια.

 Επί της συγκρίσεως των σημείων 

49      Κατά πάγια νομολογία, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των επίμαχων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σήματα αυτά, λαμβανομένων ειδικότερα υπόψη των διακριτικών και προεχόντων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής έχει συνήθως συνολική αντίληψη για το σήμα και δεν εξετάζει τις διάφορες λεπτομέρειές του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψη 23, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, C-597/12 P, Isdin κατά ΓΕΕΑ και Bial-Portela, σκέψη 19).

50      Η εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ δύο σημάτων δεν σημαίνει ότι μόνον ένα από τα στοιχεία που συναποτελούν το σύνθετο σήμα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να συγκρίνεται με το άλλο σήμα. Αντιθέτως, κατά τη σύγκριση αυτή, έκαστο των αντιπαρατιθέμενων σημάτων πρέπει να εξετάζεται συνολικώς, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στη συνολική εντύπωση την οποία προκαλεί το σύνθετο σήμα στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού να κυριαρχούν ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που το απαρτίζουν (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το κυρίαρχο στοιχείο μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της ομοιότητας μόνο στην περίπτωση που όλα τα άλλα συνθετικά στοιχεία του σήματος είναι αμελητέα (αποφάσεις του Δικαστηρίου ΓΕΕΑ κατά Shaker, προαναφερθείσα, σκέψη 42, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 42). Τούτο συμβαίνει ιδίως οσάκις το επιμέρους στοιχείο και μόνον αυτό μπορεί να κυριαρχεί στην εικόνα του σήματος την οποία συγκρατεί στη μνήμη του το ενδιαφερόμενο κοινό και, επομένως, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συναποτελούν το σήμα είναι αμελητέα στο πλαίσιο της συνολικής εντυπώσεως που προκαλεί το εν λόγω σήμα (απόφαση Nestlé κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 43). 

–       Επί της οπτικής ομοιότητας

51      Όσον αφορά τη σύγκριση των δύο σημάτων από οπτικής απόψεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι τίποτε δεν αποκλείει τη διακρίβωση της υπάρξεως οπτικής ομοιότητας μεταξύ ενός λεκτικού και ενός εικονιστικού σήματος, δεδομένου ότι τα δύο αυτά είδη σημάτων έχουν την παρουσίαση γραφήματος που μπορεί να δημιουργήσει οπτική εντύπωση [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 2005, T-359/02, Chum κατά ΓΕΕΑ – Star TV (STAR TV), Συλλογή 2005, σ. II‑1515, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

52      Ακολούθως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σήματα εμφάνιζαν μικρό βαθμό οπτικής ομοιότητας. Συγκεκριμένα, κατά το τμήμα προσφυγών, μολονότι μόνο το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιέχει τις λέξεις «surgical» και «instruments», καθώς επίσης και εικονιστικά στοιχεία, τα δύο σημεία είναι πανομοιότυπα όσον αφορά τα γράμματα «k» και «w», τα οποία αποτελούν το κυρίαρχο και πλέον διακριτικό τμήμα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και είναι τα δύο αρχικά γράμματα του προγενέστερου σήματος.

53      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως η οποία πρέπει να είναι σφαιρική, τα δύο σημεία δεν είναι όμοια από οπτικής απόψεως, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των δύο συμπληρωματικών λέξεων «surgical» και «instruments» και των εικονιστικών στοιχείων τα οποία υπάρχουν μόνο στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση.

54      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι τα γράμματα «k» και «w», που είναι τα αρχικά γράμματα των δύο λέξεων που συνθέτουν το προγενέστερο σήμα, αποτελούν τα κυρίαρχα στοιχεία του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους τους και του περιγράμματός τους, το οποίο είναι πολύ εντονότερο από τα λοιπά στοιχεία του σήματος αυτού. Επιπλέον, το στοιχείο που σχηματίζεται από τον συνδυασμό των δύο αυτών γραμμάτων έχει εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα από τα λοιπά στοιχεία του σήματος αυτού, δηλαδή τις συμπληρωματικές λέξεις «surgical» και «instruments» και τα εικονιστικά στοιχεία που αποτελούνται από ένα ημικύκλιο και από την απεικόνιση ενός χειρουργικού εργαλείου.

55      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε, βάσει της συνολικής εντύπωσης που προκαλούν τα δύο αντιπαρατιθέμενα σημεία, ότι υπήρχε μικρή οπτική ομοιότητα μεταξύ τους.

56      Το γεγονός ότι στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση χρησιμοποιήθηκε, για τα γράμματα «k» και «w», διαφορετική γραμματοσειρά από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στο προγενέστερο σήμα δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση της προηγούμενης σκέψης, τούτο δε κατά μείζονα λόγο εφόσον το προγενέστερο σήμα είναι λεκτικό σήμα και, επομένως, δεν διακρίνεται από τη χρήση ενός συγκεκριμένου είδους γραμματοσειράς [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 2009, T‑434/07, Volvo Trademark κατά ΓΕΕΑ – Grebenshikova (SOLVO), Συλλογή 2009, σ. II‑4415, σκέψη 37].

–       Όσον αφορά τη φωνητική ομοιότητα

57      Στη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, από φωνητική άποψη, τα δύο αντιπαρατιθέμενα σημεία ήταν, αναλόγως του αν προφέρονταν ή όχι οι συμπληρωματικές λέξεις «surgical» και «instruments», πανομοιότυπα ή παρόμοια σε μεγάλο βαθμό.

58      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, από φωνητικής απόψεως, οι λέξεις «surgical» και «instruments» δεν είναι δευτερεύουσες σε σημείο που να μπορούν να αγνοηθούν και δημιουργούν, επομένως, εμφανή διαφορά μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος.

59      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι μια διαφορά όπως η αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη δεν μεταβάλλει τον πανομοιότυπο χαρακτήρα που έχει το αρχικό τμήμα του φωνητικού συνόλου που σχηματίζεται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και από το φωνητικό σύνολο του προγενέστερου σήματος.

60      Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο καταναλωτής προσέχει περισσότερο το αρχικό τμήμα σήματος απ’ ό,τι το τελικό τμήμα του [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑133/05, Meric κατά ΓΕΕΑ – Arbora & Ausonia (PAM-PIM’S BABY-PROP), Συλλογή 2006, σ. II‑2737, σκέψη 51].

61      Συνάγεται επομένως ότι τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι, από φωνητικής απόψεως, παρόμοια σε μεγάλο βαθμό ή ακόμα και πανομοιότυπα, εάν το οικείο κοινό προφέρει μόνο συντομογραφικά το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, παραλείποντας να προφέρει τις λέξεις «surgical» και «instruments».

62      Πρέπει να αναφερθεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, που αποτελείται από ειδικούς, γνωρίζει ότι το λεκτικό στοιχείο «kw» του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι ακρωνύμιο που αντιστοιχεί στα ονόματα Koscher και Würtz και θα το προφέρει επομένως με τον τρόπο αυτόν, στηρίζεται απλώς σε έναν ισχυρισμό. Εξάλλου, η προφορά με τον τρόπο αυτόν δεν μειώνει τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, εφόσον μπορεί να παραπέμπει εξίσου τόσο στα ονόματα Kirchner και Wilhelm όσο και στα ονόματα Koscher και Würtz.

63      Συνεπώς, ορθώς συνήγαγε το τμήμα προσφυγών, βάσει της συνολικής εντύπωσης που προκαλούν τα δύο αντιπαρατιθέμενα σήματα, ότι, από φωνητικής απόψεως, είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια σε μεγάλο βαθμό.

–       Επί της εννοιολογικής ομοιότητας

64      Η προσφεύγουσα ορθώς υποστηρίζει ότι οι λέξεις «surgical» και «instruments», οι οποίες υπάρχουν μόνο στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, έχουν σημασιολογικό περιεχόμενο για μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού. Επομένως, αβασίμως το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα δύο αντιπαρατιθέμενα σήματα δεν είχαν κανένα σημασιολογικό περιεχόμενο.

65      Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, στην περίπτωση που ληφθούν υπόψη οι λέξεις «surgical» και «instruments» στο πλαίσιο της αναλύσεως της εννοιολογικής ομοιότητας, αυτές θα γίνουν απλώς κατανοητές, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως αναφορά, για το αγγλόφωνο κοινό της Γερμανίας, στις ιατρικές συσκευές που χρησιμοποιούνται στη χειρουργική. Συνεπώς, το να ληφθούν υπόψη οι συμπληρωματικές αυτές λέξεις δεν σημαίνει ότι παύει να υφίσταται ο κίνδυνος συγχύσεως.

66      Στο πλαίσιο της σφαιρικής αναλύσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να εκτιμηθεί αν η ύπαρξη του εννοιολογικού στοιχείου «surgical instruments» ενδέχεται να κλονίσει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το τμήμα προσφυγών δεχόμενο την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των δύο αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

 Επί του κινδύνου συγχύσεως

67      Η σφαιρική εκτίμηση περί του κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμώμενων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν. Ειδικότερα, μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 17, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ – Licorera Zacapaneca (VENAD με πλαίσιο), Συλλογή 2006, σ. II‑5409, σκέψη 74].

68      Εισαγωγικά, πρέπει να τονιστεί ότι το τμήμα προσφυγών επισήμανε στη σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το προγενέστερο σήμα είχε μετρίου βαθμού διακριτικό χαρακτήρα.

69      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αναγνώριση, από μόνη της, ότι το προγενέστερο σήμα έχει περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα δεν αποκλείει να διαπιστωθεί ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2006, C‑235/05 P, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 42 έως 45). Συγκεκριμένα, καίτοι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προς εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, εντούτοις είναι ένα μόνον από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση αυτή. Επομένως, ακόμη και αν το προγενέστερο σήμα έχει περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα, μπορεί να υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως, ιδίως λόγω ομοιότητας μεταξύ των σχετικών σημείων και μεταξύ των αντίστοιχων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2005, T‑112/03, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ – Revlon (FLEXI AIR), Συλλογή 2005, σ. II‑949, σκέψη 61, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, T‑134/06, Xentral κατά ΓΕΕΑ – Pages jaunes (PAGESJAUNES.COM), Συλλογή 2007, σ. II‑5213, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

70      Ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/009 προβλέπει ότι το σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση όταν υπάρχει «κίνδυνος» συγχύσεως.

71      Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι οι λέξεις «surgical» και «instruments», καθώς και τα εικονιστικά στοιχεία που αποτελούνται από ένα ημικύκλιο και από την αναπαράσταση ενός χειρουργικού εργαλείου, υπάρχουν μόνο στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση.

72      Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, της παρουσίας των γραμμάτων «k» και «w» σε καθένα από τα δύο αντιπαρατιθέμενα σήματα, δεύτερον, του γεγονότος ότι τα γράμματα αυτά, τα οποία είναι τα αρχικά των δύο λέξεων που συνθέτουν το προγενέστερο σήμα, αποτελούν, από οπτικής απόψεως, το κυρίαρχο και πλέον διακριτικό μέρος του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και, τρίτον, της πανομοιότυπης προφοράς στη Γερμανία του σήματος Ka We και του λεκτικού στοιχείου «kw», οι διαφορές που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη δεν αρκούν για να αποκλείσουν το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα εν λόγω σήματα, θεωρούμενα στο σύνολό τους, εμφανίζουν μικρή ομοιότητα από οπτικής απόψεως και είναι πανομοιότυπα ή σε μεγάλο βαθμό παρόμοια από φωνητικής απόψεως [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Ιανουαρίου 2010, T‑460/07, Nokia κατά ΓΕΕΑ – Medion (LIFE BLOG), Συλλογή 2010, σ. II‑89, σκέψεις 54 και 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

73      Πρέπει να προστεθεί ότι η ύπαρξη, μόνο στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, του λεκτικού στοιχείου «surgical instruments» δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εξουδετερώσει τις οπτικές και φωνητικές ομοιότητες που διαπιστώθηκαν στην προηγούμενη σκέψη μεταξύ των σημείων των δύο αντιπαρατιθέμενων σημάτων (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 2006, C‑206/04 P, Mülhens κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑2717, σκέψη 36).

74      Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα προϊόντα που καλύπτουν τα δύο αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι πανομοιότυπα, ο βαθμός ομοιότητας, ο οποίος κατ’ ελάχιστο υφίσταται μεταξύ τους όταν ληφθεί υπόψη το σύνολο των προϊόντων που καλύπτει το προγενέστερο σήμα, αρκεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

75      Συνεπώς, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν αποδείχθηκε ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των δύο αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

76      Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

77      Πρώτον, το γεγονός, αν υποτεθεί αληθές, ότι το προγενέστερο σήμα είχε καταχωριστεί ως συνδυασμός δύο λέξεων, των «ka» και «we», δεν αποδεικνύει την έλλειψη κινδύνου συγχύσεως.

78      Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το γεγονός ότι τα προϊόντα που καλύπτουν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα απευθύνονται σε επαγγελματίες με ειδίκευση στον ιατρικό τομέα, ότι το επίπεδο προσοχής των εν λόγω επαγγελματιών είναι ιδιαίτερα υψηλό και ότι ο αριθμός των προμηθευτών των επίμαχων προϊόντων είναι μικρός μπορούν να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα κινδύνου συγχύσεως.

79      Τρίτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα επίμαχα προϊόντα μόνον κατ’ εξαίρεση διατίθενται, εμπορεύονται ή προωθούνται τηλεφωνικώς δεν υποστηρίχθηκε με κανένα αποδεικτικό στοιχείο και επομένως δεν αποδείχθηκε.

80      Επιπλέον, ένα τέτοιο επιχείρημα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδείχθηκε όχι μόνο για το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, αλλά και για το προγενέστερο σήμα, δεν μπορεί να αποκλείσει τον κίνδυνο συγχύσεως, διότι η χρήση του σημείου, από φωνητικής απόψεως, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες τα επίμαχα προϊόντα διατίθενται στο εμπόριο, αλλά μπορεί να αφορά και άλλες περιπτώσεις στις οποίες οι εν λόγω επαγγελματίες αναφέρονται προφορικά στα προϊόντα αυτά, επί παραδείγματι, κατά τη χρήση τους ή σε συζητήσεις σχετικά με τη χρήση τους και σχετικά, ιδίως, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των εν λόγω προϊόντων.

81      Συναφώς, μολονότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί από την αρχή που κλήθηκε να εκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως να καθορίζει, για κάθε κατηγορία προϊόντων, ένα μέσο βαθμό προσοχής του καταναλωτή με βάση τον βαθμό προσοχής που ο καταναλωτής αυτός μπορεί να επιδείξει σε διαφορετικές καταστάσεις και να λαμβάνει υπόψη τον χαμηλότερο βαθμό προσοχής τον οποίο μπορεί να επιδείξει το κοινό ενώπιον ενός προϊόντος και ενός σήματος (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 2006, C‑361/04 P, Ruiz-Picasso κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑643, σκέψεις 42 και 43), ωστόσο το Δικαστήριο δεν απέκλεισε ότι για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως μπορούν να ληφθούν υπόψη και άλλες περιστάσεις εκτός από την πράξη αγοράς.

82      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και τα αιτήματα της προσφεύγουσας περί μεταρρυθμίσεως πρέπει να απορριφθούν.

83      Διευκρινίζεται ότι στο ΓΕΕΑ εναπόκειται, αφού εξετάσει, σε εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως, το ζήτημα του αν έγινε ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, να αποφανθεί εκ νέου, ενδεχομένως, επί του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των δύο αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Συνεπώς, σ’ αυτό εναπόκειται να συναγάγει τις συνέπειες, στη σύγκριση των δύο αυτών σημάτων, τυχόν ελλείψεως ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος για ορισμένα από τα προϊόντα που καλύπτει το εν λόγω σήμα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Κατά το άρθρο 136, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, μόνον τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας θεωρούνται ως αποδοτέα έξοδα. Επομένως, το αίτημα της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτο καθόσον αφορά τα έξοδα της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ανακοπών, τα οποία δεν θεωρούνται αποδοτέα.

85      Όσον αφορά τόσο τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών όσο και τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

86      Εν προκειμένω, πρέπει να κριθεί ότι το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 6ης Αυγούστου 2012 (υπόθεση R 1675/2011-4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Kirchner & Wilhelm GmbH + Co. και της Koscher + Würtz GmbH.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Koscher + Würtz ενώπιον του τμήματος προσφυγών και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

4)      Η Koscher + Würtz φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Σεπτεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.