Language of document : ECLI:EU:T:2022:273

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 4ης Μαΐου 2022 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Έρευνα της OLAF – Ανακοινωθέν Τύπου – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Τεκμήριο αθωότητας – Εμπιστευτικότητα των ερευνών της OLAF – Δικαίωμα χρηστής διοίκησης – Αναλογικότητα – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες»

Στην υπόθεση T‑384/20,

OC, εκπροσωπούμενη από τους Π. Γιαταγαντζίδη και Β. Χειρδάρη, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Baquero Cruz και Θ. Αδαμόπουλο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω της δημοσίευσης του ανακοινωθέντος Τύπου αριθ. 13/2020 της OLAF στις 5 Μαΐου 2020, καθόσον η OLAF προέβη σε παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας και διέδωσε ψευδείς πληροφορίες εις βάρος της,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira (εισηγήτρια), πρόεδρο, M. Kancheva και P. Zilgalvis, δικαστές,

γραμματέας: Η. Πολλάλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Νοεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το 2007 η ενάγουσα OC, Ελληνίδα ακαδημαϊκός και ερευνήτρια στους τομείς των εφαρμογών στη νανοτεχνολογία, της αποθήκευσης ενέργειας και της βιοϊατρικής, κατέθεσε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC) ερευνητική πρόταση για το έργο με τίτλο «Probing the Micro-Nano Transition: Theoretical and Experimental Foundations, Simulations and Applications» (Μελέτη της μετάβασης από τη μικροκλίμακα στη νανοκλίμακα: βάσεις, προσομοιώσεις και θεωρητικές και πειραματικές εφαρμογές) (στο εξής: έργο).

2        Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Ελλάδα) (στο εξής: Πανεπιστήμιο) υπέγραψαν τη σύμβαση επιχορήγησης αριθ. 211166 (στο εξής: σύμβαση) σχετικά με το έργο. Το Πανεπιστήμιο ορίστηκε ως φορέας υποδοχής του έργου. Στις 15 Ιουλίου 2009 τέθηκε σε ισχύ τροποποίηση της σύμβασης αυτής, δυνάμει της οποίας ο Εκτελεστικός Οργανισμός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (στο εξής: ERCEA) υπεισήλθε στη θέση της Επιτροπής και κατέστη αντισυμβαλλόμενος του Πανεπιστημίου.

3        Η σύμβαση προέβλεπε ανώτατο ποσό επιχορήγησης 1 128 400 ευρώ, χορηγούμενο για την υλοποίηση του έργου στους εξής δικαιούχους: στο Πανεπιστήμιο ως κύριο δικαιούχο, στην ενάγουσα ως κύρια ερευνήτρια, υπεύθυνη για την επιστημονική καθοδήγηση του έργου, και σε έναν ακόμη ερευνητικό φορέα ευρισκόμενο στην Ελλάδα, ο οποίος υποκαταστάθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2012 από άλλον ερευνητικό φορέα εγκατεστημένο στη Γερμανία. Το έργο, το οποίο υλοποιήθηκε σε εργαστήριο του Πανεπιστημίου υπό τη διεύθυνση του πατέρα της ενάγουσας, ολοκληρώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2013 σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης.

4        Με την ολοκλήρωση του έργου, το Πανεπιστήμιο δήλωσε στον ERCEA δαπάνες συνολικού ύψους 1 116 189,21 ευρώ, περιλαμβανομένων των δαπανών προσωπικού ύψους 255 219,37 ευρώ, πλέον ενός κονδυλίου ύψους 15 020,54 ευρώ για έξοδα μετακίνησης, και ζήτησε την καταβολή του ποσού αυτού δυνάμει της σύμβασης.

5        Ο ERCEA, μετά τη διενέργεια εκ των υστέρων οικονομικού ελέγχου, διαπίστωσε ότι δαπάνες προσωπικού ύψους 245 525,43 ευρώ δεν ήταν επιλέξιμες και αποφάσισε να αναζητήσει από το Πανεπιστήμιο την επιστροφή του ως άνω ποσού, εκδίδοντας προς τούτο χρεωστικό σημείωμα. Το Πανεπιστήμιο αμφισβήτησε το βάσιμο του χρεωστικού σημειώματος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Με την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά ERCEA (T‑348/16 OP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:14), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα του ERCEA, προκειμένου το Πανεπιστήμιο να επιστρέψει ποσό ύψους 245 525,43 ευρώ, ήταν αβάσιμη κατά ποσό ύψους 233 611,75 ευρώ το οποίο αντιστοιχούσε σε επιλέξιμες δαπάνες. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε εν συνεχεία από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση, με την απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, ERCEA κατά Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (C‑280/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:23).

6        Βάσει πληροφοριών που του διαβίβασε ο ERCEA, ο γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) αποφάσισε στις 29 Μαΐου 2015, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1), να κινήσει έρευνα σχετικά με ενδεχόμενες παρατυπίες ή ενδεχόμενη απάτη στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου.

7        Με την από 11 Νοεμβρίου 2019 τελική έκθεσή της επί της έρευνας, η OLAF προέβη σε σειρά διαπιστώσεων. Βάσει των διαπιστώσεων αυτών, η OLAF απηύθυνε σύσταση στον ERCEA να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την ανάκτηση από το Πανεπιστήμιο των ποσών που θεωρήθηκαν αχρεωστήτως καταβληθέντα και διαβίβασε αυθημερόν την τελική έκθεση στις εθνικές δικαστικές αρχές, στις οποίες συνέστησε να κινηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες για τα αδικήματα της απάτης, της πλαστογραφίας και της χρήσης πλαστών εγγράφων εναντίον της ενάγουσας, του πατέρα της και ορισμένων μελών του προσωπικού του Πανεπιστημίου.

8        Στις 5 Μαΐου 2020 η OLAF δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της το ανακοινωθέν Τύπου αριθ. 13/2020 με τίτλο «OLAF investigation uncovers research funding fraud in Greece» (Έρευνα της OLAF αποκαλύπτει απάτη σχετική με χρηματοδότηση έρευνας στην Ελλάδα) (στο εξής: ανακοινωθέν Τύπου 13/2020), το οποίο αναφέρεται στην προαναφερθείσα έρευνα. Το ανακοινωθέν αυτό είχε ως εξής:

«Η προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης προοριζόμενου για την έρευνα ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα σημαντική για την [OLAF]. Μια περίπλοκη απάτη στην οποία εμπλέκεται Ελληνίδα επιστήμονας και το δίκτυο διεθνών ερευνητών της αποκαλύφθηκε από ερευνητές της [OLAF].

Η υπόθεση αφορά επιχορήγηση ύψους περίπου 1,1 εκατ. ευρώ από τον [ERCEA] σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Τα χρήματα αυτά προορίζονταν για τη χρηματοδότηση ερευνητικού έργου υπό την ευθύνη μίας πολλά υποσχόμενης νέας επιστήμονα, της οποίας ο πατέρας εργαζόταν στο εν λόγω πανεπιστήμιο. Το έργο φερόταν να περιλαμβάνει ένα δίκτυο άνω των 40 ερευνητών από όλο τον κόσμο υπό τη διεύθυνση της Ελληνίδας επιστήμονα.

Η OLAF άρχισε να έχει υποψίες όταν ανακάλυψε τον τρόπο με τον οποίο υποτίθεται ότι πληρώνονταν οι διεθνείς ερευνητές. Οι επιταγές εκδίδονταν στο όνομα μεμονωμένων ερευνητών, αλλά στη συνέχεια κατατίθεντο σε τραπεζικούς λογαριασμούς με πολλαπλούς δικαιούχους. Οι υποψίες αυξήθηκαν όταν προέκυψε ότι οι επιταγές κατατέθηκαν προσωπικά στους τραπεζικούς λογαριασμούς από την επικεφαλής επιστήμονα.

Η ομάδα έρευνας της OLAF αποφάσισε να διενεργήσει επιτόπιο έλεγχο στο εν λόγω πανεπιστήμιο. Παρά τις προσπάθειες της επικεφαλής ερευνήτριας να παρεμποδίσει την έρευνα, και με τη βοήθεια των ελληνικών εθνικών αρχών επιβολής του νόμου, οι οποίες παρείχαν την πρόσβαση σε τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς και με ψηφιακές εγκληματολογικές έρευνες της ίδιας της OLAF, η OLAF μπόρεσε να ανασυνθέσει την πραγματική ιστορία πίσω από την απάτη.

Βρέθηκαν αδιάσειστα στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν ότι η επικεφαλής επιστήμονας είχε ανοίξει τους τραπεζικούς λογαριασμούς που χρησιμοποιούνταν για την “πληρωμή” των διεθνών ερευνητών και είχε καταστήσει τον εαυτό της συνδικαιούχο των λογαριασμών προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στα χρήματα. Η OLAF ακολούθησε τις οικονομικές διαδρομές και μπόρεσε να αποδείξει ότι μεγάλα ποσά είτε ανελήφθησαν τοις μετρητοίς από την επιστήμονα είτε μεταφέρθηκαν στον ιδιωτικό λογαριασμό της. Η OLAF επικοινώνησε με ορισμένους ερευνητές που υποτίθεται ότι συμμετείχαν στο ερευνητικό έργο. Κανένας από αυτούς δεν γνώριζε ότι το όνομά του συνδεόταν με το έργο ούτε είχε γνώση για τους τραπεζικούς λογαριασμούς που είχαν ανοιχθεί στο όνομά τους ή για οποιαδήποτε πληρωμή προς αυτούς.

Ο Γενικός Διευθυντής της OLAF […] δήλωσε:

“Η έρευνα αυτή καταδεικνύει για άλλη μια φορά τη σημασία της δυνατότητας πρόσβασης στα τραπεζικά αρχεία για την επιτυχή καταπολέμηση της απάτης. Το μέγεθος και το εύρος του δικτύου ερευνητών που φέρεται να εμπλέκονται στο έργο αυτό αποτέλεσε πραγματική πρόκληση για τους ερευνητές της OLAF. Η ικανότητά τους να έχουν πρόσβαση και να επαληθεύουν λογαριασμούς που δημιουργήθηκαν για τη φαινομενική πληρωμή των ερευνητών από όλο τον κόσμο ήταν ζωτικής σημασίας για να αποκαλύψουν την απόπειρα εξαπάτησης εις βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης –και αυτό θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στη φήμη των καλόπιστων ερευνητών των οποίων τα ονόματα αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης στο πλαίσιο της απόπειρας απάτης.”

Η έρευνα ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του περασμένου έτους με συστάσεις προς τον ERCEA να ανακτήσει περίπου 190 000 ευρώ (το μερίδιο της επιχορήγησης ύψους 1,1 εκατ. ευρώ που φέρεται να καταβλήθηκε στους διεθνείς ερευνητές) καθώς και προς τις εθνικές αρχές να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες κατά των εμπλεκόμενων προσώπων.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιουνίου 2020, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

10      Στις 10 Σεπτεμβρίου 2020 η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

11      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 2021, η ενάγουσα προσκόμισε, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, νέα αποδεικτικά στοιχεία προς περαιτέρω απόδειξη της προβαλλόμενης ζημίας. Η Επιτροπή υπέβαλε εμπροθέσμως τις παρατηρήσεις της επί των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία κατά την άποψή της ήταν αβάσιμα.

12      Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιουνίου 2021 και η υπόθεση τέθηκε υπό διάσκεψη.

13      Λόγω κωλύματος ενός μέλους του ενάτου τμήματος, η πρόεδρος του τμήματος όρισε άλλον δικαστή για τη συμπλήρωση του δικαστικού σχηματισμού.

14      Με διάταξη της 1ης Σεπτεμβρίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Με έγγραφο της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, η ενάγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διεξαγάγει νέα επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

15      Κατόπιν της επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας, οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Νοεμβρίου 2021 και η υπόθεση τέθηκε υπό διάσκεψη.

16      Για την προστασία των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραλείψει το όνομά της.

17      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει ποσό ύψους 1 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη μέχρι σήμερα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, με τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020, η OLAF παρέβη κατάφωρα τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 295, σ. 39), και από τον κανονισμό 883/2013, προσέβαλε θεμελιώδη δικαιώματα και παραβίασε θεμελιώδεις αρχές που κατοχυρώνονται στο πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

20      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αγωγή είναι αβάσιμη στο σύνολό της, καθόσον η ενάγουσα δεν αποδεικνύει επαρκώς τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στην OLAF συμπεριφοράς, και εκτιμά ότι οι λοιποί ισχυρισμοί της ενάγουσας δεν αρκούν για την πλήρωση των λοιπών προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

21      Προκαταρκτικώς διευκρινίζεται ότι το αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής αφορά το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, κατά του οποίου η ενάγουσα προβάλλει πλήθος αιτιάσεων προς στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης λόγω των ζημιών που ισχυρίζεται ότι απορρέουν από τη δημοσίευσή του. Επομένως, τονίζεται ότι αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής δεν είναι ο σχηματισμός κρίσης επί της έρευνας που διενήργησε η OLAF ούτε η αμφισβήτηση των συμπερασμάτων που προκύπτουν από την τελική έκθεση. Ως εκ τούτου, η μόνη εκτίμηση των στοιχείων της τελικής έκθεσης στην οποία μπορεί να προβεί το Γενικό Δικαστήριο θα αφορά αποκλειστικά το κατά πόσον οι περιεχόμενες στο ανακοινωθέν Τύπου πληροφορίες αντιστοιχούν στα πορίσματα της τελικής έκθεσης στα οποία κατέληξε η OLAF κατά το πέρας της έρευνάς της.

22      Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι το γεγονός ότι η OLAF δεν έλαβε υπόψη νέα στοιχεία τα οποία προέκυψαν μετά την περάτωση της έρευνάς της –τα οποία μνημονεύονται εν συνόψει στο σημείο 93 του δικογράφου της αγωγής– δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής, καθόσον αντικείμενό της δεν είναι ο σχηματισμός κρίσης επί της έρευνας της OLAF, αλλά επί της στοιχειοθέτησης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης συνεπεία της δημοσίευσης του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020. Επομένως, παρέλκει η κρίση επί της εκ μέρους της OLAF εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση της κατά την έρευνα που διενήργησε, ακόμη και αν τα στοιχεία αυτά δεν θεωρήθηκαν κρίσιμα με την τελική έκθεση και ουδόλως συνέβαλαν στη διαμόρφωση των πορισμάτων της έρευνας.

23      Επιπλέον υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

24      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και για την κατάφαση του δικαιώματος αποκατάστασης της προκληθείσας ζημίας πρέπει να συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, το υποστατό της ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Αν μία από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, C‑104/97 P, EU:C:1999:498, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να εξετάζει τις εν λόγω προϋποθέσεις με ορισμένη σειρά (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 42).

26      Τα επιχειρήματα των διαδίκων σχετικά με τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών.

27      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς η προϋπόθεση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα των συμπεριφορών που προσάπτονται στην OLAF.

28      Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα των προσαπτόμενων στην OLAF συμπεριφορών, η ενάγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, των άρθρων 5 και 6 και του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 2018/1725 όπως επίσης και των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013, και δη των διατάξεων σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών της OLAF, καθώς και προσβολή του κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) δικαιώματος χρηστής διοίκησης και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

29      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, για να γίνει δεκτό ότι πληρούται η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες [απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 42· βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30      Όσον αφορά την απαίτηση περί του κατάφωρου χαρακτήρα της παράβασης, το αποφασιστικό κριτήριο ελέγχου της πλήρωσής της είναι το αν συντρέχει, εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια, τα δε στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα καθώς και το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης που αφήνει ο παραβιασθείς κανόνας στο θεσμικό όργανο της Ένωσης. Όταν το περιθώριο εκτίμησης που το εν λόγω όργανο ή οργανισμός διαθέτει είναι σημαντικά περιορισμένο, ή και ανύπαρκτο, δύναται να αρκεί η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης προς απόδειξη της ύπαρξης κατάφωρης παράβασης (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Camar και Tico, C‑312/00 P, EU:C:2002:736, σκέψη 54· βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Dalli κατά Επιτροπής, T‑399/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:384, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί της παραβάσεως των διατάξεων του κανονισμού 2018/1725

31      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, με τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020, η OLAF παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, των άρθρων 5 και 6 και του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 2018/1725.

32      Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1725, ο κανονισμός «εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης».

33      Επισημαίνεται συναφώς ότι, όσον αφορά τη φράση «όλα τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης», η αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 883/2013 αναφέρει ότι «[η] επεξεργασία των πληροφοριών που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται κατά τη διάρκεια των ερευνών [της OLAF] θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο προστασίας δεδομένων». Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού αυτού διευκρινίζει ότι «[θ]α πρέπει να είναι καθήκον του γενικού διευθυντή [της OLAF] να εξασφαλίζει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που συλλέγονται με τις έρευνες αυτές». Επιπλέον, το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού παραπέμπει στη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία δεδομένων. Επομένως, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κανονισμός 2018/1725 έχει εφαρμογή στις δραστηριότητες της OLAF, περιλαμβανομένων και των ανακοινωθέντων Τύπου που δημοσιεύει.

34      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1725, σκοπός του κανονισμού αυτού είναι, μεταξύ άλλων, η θέσπιση «κανόν[ων] που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης». Επομένως, οι διατάξεις του κανονισμού 2018/1725 έχουν κατ’ αρχήν εφαρμογή όσον αφορά την ενάγουσα, καθόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων της προσωπικού χαρακτήρα, ακριβώς υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι τα επίμαχα δεδομένα για τα οποία ζητείται προστασία μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

35      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725 ορίζει την έννοια των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» ως «κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο».

36      Επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 4 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1725 θέτουν, αντιστοίχως, τις αρχές που διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και τις προϋποθέσεις για τη σύννομη επεξεργασία τους.

37      Επομένως, προκειμένου να κριθεί αν η OLAF παρέβη εν προκειμένω τις προαναφερθείσες διατάξεις, πρέπει να διευκρινιστεί αν το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 καθιστά δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητας της ενάγουσας, στον βαθμό που περιέχει «πληροφορί[ες] που αφορ[ούν] ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο», σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725. Πράγματι, εφόσον αποδειχθεί ότι η ταυτότητα της ενάγουσας μπορεί να εξακριβωθεί με βάση το ανακοινωθέν κατά την έννοια της τελευταίας ως άνω διάταξης, η εξακρίβωση αυτή είναι ικανή να καταστήσει εφαρμοστέες τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, των οποίων την παράβαση επικαλείται η ενάγουσα, και, κατά συνέπεια, να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

38      Όσον αφορά τη δυνατότητα εξακρίβωσης της ταυτότητας της ενάγουσας κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF κοινοποίησε πληροφορίες που αφορούν «ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο», ήτοι «φυσικό πρόσωπο [...] του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα», σύμφωνα με το γράμμα της εν λόγω διάταξης, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα δικαιώματα που της απονέμει ο ως άνω κανονισμός.

39      Συναφώς, η ενάγουσα φρονεί ότι, κατά τη νομολογία, με τον όρο «έμμεσα» νοείται, μεταξύ άλλων, μια πληροφορία η οποία καθιστά δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητας του οικείου προσώπου, όχι αυτοτελώς, αλλά σε συνδυασμό με άλλες πληροφορίες. Επομένως, δεν απαιτείται η ταυτότητά της να μπορεί να αποκαλυφθεί κατόπιν απλής ανάγνωσης του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020, καθόσον είναι ευλόγως πιθανό και αναμενόμενο ο αναγνώστης του ανακοινωθέντος, ιδίως ένας επιστήμονας ή δημοσιογράφος, να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα για να ταυτοποιήσει το οικείο πρόσωπο, πράγμα το οποίο η OLAF όφειλε ευλόγως να αναμένει. Η ενάγουσα υπογραμμίζει, πάντως, ότι δεν ήταν αναγκαία η προσφυγή σε συμπληρωματικές ή εξωτερικές πληροφορίες, ιδίως υποκειμενικής φύσεως, για να εξακριβωθεί η ταυτότητά της.

40      Συγκεκριμένα, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι ο αναγνώστης του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020, αξιοποιώντας τα δεδομένα του ανακοινωθέντος για έρευνα στον ιστότοπο του ERCEA, μπορούσε ευχερώς να εξακριβώσει την ταυτότητά της, καθώς, μεταξύ των 70 έργων που απαριθμούνταν στον εν λόγω ιστότοπο με την Ελλάδα ως χώρα του φορέα υποδοχής, μόνον τρία έργα αφορούσαν χρηματοδότηση περίπου 1,1 εκατομμυρίου ευρώ και τελούσαν υπό τη διεύθυνση γυναικών, και ότι η έρευνα μέσω μηχανής αναζήτησης στο διαδίκτυο καθιστούσε δυνατή την ταυτοποίησή της μεταξύ των λοιπών γυναικών, ιδίως διότι ο πατέρας της εργαζόταν στο πανεπιστήμιο υποδοχής του έργου.

41      Προκειμένου να αποδείξει την ευχέρεια με την οποία ήταν δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητάς της, η ενάγουσα παραπέμπει ειδικότερα στα άρθρα δύο δημοσιογράφων. Πρόκειται, πρώτον, για το άρθρο Γερμανού ερευνητή δημοσιογράφου (στο εξής: Γερμανός δημοσιογράφος), ο οποίος προσδιόρισε την ταυτότητά της αποκλειστικά βάσει των περιεχόμενων στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 πληροφοριών, τις οποίες χρησιμοποίησε για τις έρευνές του στον ιστότοπο του ERCEA και στο διαδίκτυο, και, δεύτερον, για το άρθρο Ελληνίδας δημοσιογράφου (στο εξής: Ελληνίδα δημοσιογράφος), η οποία χρησιμοποίησε αντίστοιχες μεθόδους και απλώς ζήτησε από την OLAF επιβεβαίωση της ταυτότητας τυπικώς για λόγους δεοντολογίας.

42      Εξάλλου, παραπέμποντας στη νομολογία, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η εξακρίβωση της ταυτότητάς της κατέστη ευχερέστερη από το γεγονός ότι η OLAF είχε αναφέρει στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 ότι είχαν απευθυνθεί συστάσεις στις ελληνικές αρχές και στον ERCEA.

43      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της ενάγουσας και υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 δεν καθιστά δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητάς της υπό το πρίσμα του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725.

44      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725 ορίζει την έννοια των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» ως «κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο». Ειδικότερα, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι «το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας, ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου».

45      Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 2018/1725, «[γ]ια να κριθεί κατά πόσον ένα φυσικό πρόσωπο είναι ταυτοποιήσιμο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα μέσα τα οποία είναι ευλόγως πιθανό ότι θα χρησιμοποιηθούν, όπως για παράδειγμα ο διαχωρισμός του, είτε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε από τρίτο για την άμεση ή έμμεση εξακρίβωση της ταυτότητας του φυσικού προσώπου» και «[γ]ια να διαπιστωθεί κατά πόσον κάποια μέσα είναι ευλόγως πιθανό ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εξακρίβωση της ταυτότητας του φυσικού προσώπου, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι αντικειμενικοί παράγοντες, όπως τα έξοδα και ο χρόνος που απαιτούνται για την ταυτοποίηση, λαμβανομένων υπόψη της τεχνολογίας που είναι διαθέσιμη κατά τον χρόνο της επεξεργασίας και των εξελίξεων της τεχνολογίας».

46      Επομένως, η δυνατότητα καθορισμού του αν ένα φυσικό πρόσωπο είναι ταυτοποιήσιμο κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725 πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 16 του ίδιου κανονισμού, η οποία αναγγέλλει τη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των οικείων φυσικών προσώπων και της δυνατότητας των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης να εκτελούν τα καθήκοντά τους χωρίς να επιβαρύνονται υπέρμετρα κατά την επεξεργασία των δεδομένων αυτών, καθόσον η ταυτοποίηση περιορίζεται στα μέσα που μπορούν ευλόγως να χρησιμοποιηθούν και δεν καταλαμβάνει όλα τα υφιστάμενα μέσα, οπότε, με τον τρόπο αυτό, αποτρέπεται το ενδεχόμενο να εξακριβωθεί η ταυτότητα φυσικού προσώπου με τη βοήθεια στοιχείων ελάχιστα σχετικών και δυσχερώς προσβάσιμων, των οποίων η χρήση δεν μπορεί ευλόγως να προβλεφθεί από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

47      Προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η δίκαιη εξισορρόπηση δε, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης, εν προκειμένω η OLAF, οφείλουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους επιδεικνύοντας τη μέγιστη σύνεση κατά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη δημοσιοποίησή τους. Οφείλουν ιδίως να επιδεικνύουν σύνεση κατά τη διάδοση πληροφοριών ώστε να μη βαίνουν πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, σεβόμενα το δικαίωμα των οικείων προσώπων για προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επομένως, η αρμοδιότητα που απονέμεται στην OLAF με το άρθρο 1 του κανονισμού 883/2013 προς τον σκοπό της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, καθώς και η αρμοδιότητα που παρέχεται με το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, προς τον σκοπό της ενημέρωσης του κοινού σχετικά με τις δραστηριότητές της, ιδίως με τη δημοσίευση ανακοινωθέντων Τύπου, πρέπει να ασκούνται με ιδιαίτερη περίσκεψη και επιμέλεια.

48      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων πρέπει να καθοριστεί εάν, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 περιλαμβάνει σύνολο αναγνωριστικών στοιχείων ταυτότητας κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725 τα οποία επέτρεψαν στο κοινό να την ταυτοποιήσει, άμεσα ή έμμεσα, με μέσα που θα μπορούσαν ευλόγως να χρησιμοποιηθούν από τους αναγνώστες του εν λόγω ανακοινωθέντος, όπερ έπρεπε να λάβει υπόψη η OLAF κατά τη δημοσίευσή του.

49      Υπογραμμίζεται συναφώς ότι μόνον οι πράξεις ή οι συμπεριφορές που μπορούν να καταλογιστούν σε θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης μπορούν να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη της Ένωσης (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2005, Autosalone Ispra κατά Επιτροπής, T‑250/02, EU:T:2005:432, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, P. Krücken Organic κατά Επιτροπής, T‑565/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:395, σκέψη 28). Επομένως, η εξακρίβωση της ταυτότητας της ενάγουσας πρέπει να απορρέει από το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 και δεν μπορεί να προκύπτει από εξωτερικά ή συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία δεν συνδέονται με τη συμπεριφορά που προσάπτεται στην OLAF. Ως εκ τούτου, η εξέταση θα αφορά τις πληροφορίες που περιέχονται αποκλειστικά και μόνο στο εν λόγω ανακοινωθέν, βάσει των οποίων οι αναγνώστες του θα μπορούσαν να εξακριβώσουν την ταυτότητα της ενάγουσας.

50      Προκειμένου να επικαλεστεί τις διατάξεις του κανονισμού 2018/1725, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η δημοσιοποίηση της ιθαγένειάς της, του φύλου της, της ηλικίας της, του γεγονότος ότι ο πατέρας της εργαζόταν στο πανεπιστήμιο υποδοχής του έργου και του κατά προσέγγιση ποσού της επιχορήγησης για το έργο συνιστά διάδοση «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» η οποία παρέσχε στο κοινό τη δυνατότητα να την ταυτοποιήσει.

51      Πρέπει να διαπιστωθεί εάν, με την ανάγνωση των στοιχείων αυτών, το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 αποτέλεσε πράγματι μέσο διά του οποίου η OLAF διέδωσε, στην προκειμένη περίπτωση, «περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα» της ενάγουσας, βάσει των οποίων κατέστη δυνατή η άμεση ή έμμεση ταυτοποίησή της κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725.

52      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί εάν τα επίμαχα δεδομένα δύναται να χαρακτηριστούν ως «αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας» κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725.

53      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 παρέχει άμεσα αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας, όπως είναι το φύλο, η ένδειξη ότι πρόκειται για νεαρό πρόσωπο, το επάγγελμα και η ιθαγένεια, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως «παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική» και «φυσιολογική» ταυτότητα του προσώπου.

54      Δεύτερον, το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 παρέχει έμμεσα αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας, καθόσον περιλαμβάνει αναφορά στον πατέρα του οικείου προσώπου και στον τόπο όπου αυτός ασκεί το επάγγελμά του, οπότε φέρει τα χαρακτηριστικά του αναγνωριστικού στοιχείου της κοινωνικής ταυτότητας ενός φυσικού προσώπου.

55      Τρίτον, το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 αναφέρει το κατά προσέγγιση ποσό της επιχορήγησης, τον οργανισμό που χορήγησε το ποσό αυτό, τη φύση της οντότητας που αποτέλεσε τον φορέα υποδοχής του έργου και τη γεωγραφική θέση του φορέα αυτού. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να θεωρηθούν ως δυνάμενα να ταυτοποιήσουν έμμεσα το οικείο πρόσωπο, καθώς, για τον χαρακτηρισμό μιας πληροφορίας ως δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, δεν απαιτείται αυτή και μόνον η πληροφορία να καθιστά δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητας του οικείου προσώπου (πρβλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2016, Breyer, C‑582/14, EU:C:2016:779, σκέψη 41, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Fashion ID, C‑40/17, EU:C:2018:1039, σημείο 56).

56      Εν συνεχεία, όσον αφορά τη δυνατότητα εξακρίβωσης της ταυτότητας της ενάγουσας από την ανάγνωση και μόνο του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020, δηλαδή χωρίς τη χρήση οποιουδήποτε άλλου μέσου για την ταυτοποίησή της, επισημαίνεται ότι, από τον συνδυασμό των αναγνωριστικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο ανακοινωθέν, μπορεί να συναχθεί ότι τούτο αναφέρεται σε Ελληνίδα επιστήμονα νεαρής ηλικίας η οποία διευθύνει ερευνητικό έργο, επιχορηγούμενο από τον ERCEA με ποσό ανερχόμενο σε 1,1 εκατομμύριο ευρώ, σε ελληνικό πανεπιστήμιο στο οποίο εργαζόταν ο πατέρας της κατά τον χρόνο υλοποίησης του έργου.

57      Παρά ταύτα, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες αυτές επιτρέπουν να ταυτοποιηθεί η ενάγουσα ως το υποκείμενο στην έρευνα της OLAF πρόσωπο μόνον από την αντικειμενική ανάγνωση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020. Πράγματι, μόνη η ανάγνωση του εν λόγω ανακοινωθέντος, το οποίο δεν περιέχει ούτε το όνομα του οικείου προσώπου, ούτε το όνομα του οικείου έργου, ούτε καν τον επιστημονικό τομέα με τον οποίο συνδέεται το πρόσωπο αυτό, δεν καθιστά δυνατή την άμεση ταυτοποίηση της ενάγουσας. Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι περιεχόμενες στο ανακοινωθέν πληροφορίες δεν εξατομικεύουν σε επαρκή βαθμό την ενάγουσα ώστε να μπορεί να συναχθεί η ταυτότητά της αποκλειστικά με τον τρόπο αυτό, χωρίς προσφυγή σε οποιοδήποτε άλλο μέσο.

58      Συναφώς διευκρινίζεται ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη έστω και μίας συγκεκριμένης περίστασης κατά την οποία εξακριβώθηκε η ταυτότητά της αποκλειστικά από την ανάγνωση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα διευκρίνισε ότι μέλη πανεπιστημίου των Ηνωμένων Πολιτειών μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν βάσει των περιεχόμενων στο ανακοινωθέν πληροφοριών, επικαλέστηκε δε ως αποδεικτικό στοιχείο επιστολή τους η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα E.3 της από 16 Μαρτίου 2021 πρότασης αποδεικτικών μέσων.

59      Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οι ως άνω ισχυρισμοί της ενάγουσας δεν τεκμηριώνονται επαρκώς. Συγκεκριμένα, αφενός, η επίμαχη επιστολή φέρει ημερομηνία 8 Μαρτίου 2021, όπερ σημαίνει ότι μεσολάβησαν περισσότεροι από εννέα μήνες από τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020, κατά τη διάρκεια των οποίων δημοσιεύθηκαν στον Τύπο πλείονα άρθρα σχετικά με την έρευνα της OLAF που αφορούσε την ενάγουσα, στα οποία γινόταν ρητή μνεία του ονόματός της. Αφετέρου, η επιστολή αυτή αναφέρει ότι ο υπογράφων την εν λόγω επιστολή δεν της προσέφερε θέση εργασίας εξαιτίας των «ισχυρισμών της OLAF» –όχι εξαιτίας του «ανακοινωθέντος Τύπου της OLAF»–, οπότε δεν μπορεί να συναχθεί με βάση την ένδειξη αυτή ότι ο υπογράφων συνήγαγε από το εν λόγω ανακοινωθέν ότι η ενάγουσα ήταν το επίμαχο πρόσωπο.

60      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι τα μέλη του εν λόγω αμερικανικού πανεπιστημίου μπόρεσαν να εξακριβώσουν την ταυτότητά της μόνο με μια απλή ανάγνωση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020. Κατά τα λοιπά, η ενάγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ήταν «ταυτοποιήσιμη» με την απλή ανάγνωση του ανακοινωθέντος, χωρίς τη χρήση κανενός άλλου μέσου.

61      Επιπλέον, όσον αφορά τη δυνατότητα εξακρίβωσης της ταυτότητας της ενάγουσας με βάση τα αναγνωριστικά στοιχεία που παρέχει το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, με τη βοήθεια «μέσ[ων] τα οποία είναι ευλόγως πιθανό ότι θα χρησιμοποιηθούν» προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να εξακριβωθεί αν, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, απλές αναζητήσεις στον ιστότοπο του ERCEA και στο διαδίκτυο συνιστούν τεχνικές ταυτοποίησης που μπορούν αντικειμενικά να χρησιμοποιηθούν από αναγνώστη τέτοιου ανακοινωθέντος σε εύλογο χρόνο και με τη χρήση εύλογων μέσων κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 16 του κανονισμού 2018/1725.

62      Όταν η αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 2018/1725 αναφέρεται σε «όλ[ους τους] αντικειμενικ[ούς] παράγοντες» για την εξακρίβωση της ταυτότητας φυσικού προσώπου, προτείνει να λαμβάνονται υπόψη η «τεχνολογί[α] που είναι διαθέσιμη κατά τον χρόνο της επεξεργασίας και [οι] εξελίξε[ις] της τεχνολογίας». Επομένως, απαιτείται να ληφθούν υπόψη η αυξημένη συνδεσιμότητα και η σημασία των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας στις σύγχρονες κοινωνίες, που προσφέρουν τη δυνατότητα σε κάθε αναγνώστη ανακοινωθέντος Τύπου να έχει εύκολη πρόσβαση στον ιστότοπο του ERCEA και στη διαδικτυακή μηχανή αναζήτησης της επιλογής του προκειμένου να διασταυρώσει πληροφορίες. Συνεπώς, η OLAF όφειλε να προβλέψει κατά τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020 ότι οι περιεχόμενες σε αυτό πληροφορίες μπορούσαν εύκολα να χρησιμοποιηθούν από τους αναγνώστες του για τη διασταύρωση πληροφοριών στον ιστότοπο του ERCEA, όπου αναρτάται το σύνολο των επιχορηγούμενων από το εν λόγω όργανο έργων, καθώς και σε μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο.

63      Συναφώς, όσον αφορά τη δυνατότητα αξιοποίησης των περιεχόμενων στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 αναγνωριστικών στοιχείων στο πλαίσιο σύνδεσης στον ιστότοπο του ERCEA, όπως αυτός είχε κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι ο εν λόγω ιστότοπος απαριθμεί το σύνολο των επιχορηγούμενων έργων. Για την ανεύρεση συγκεκριμένου έργου, η μηχανή αναζήτησης του εν λόγω ιστοτόπου προτείνει στον χρήστη τέσσερα φίλτρα. Μεταξύ των τεσσάρων αυτών φίλτρων, μόνο ένα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί από τους αναγνώστες του ανακοινωθέντος, καθώς η χώρα υποδοχής του έργου ήταν η μόνη πληροφορία που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αναζήτηση. Κατά το στάδιο αυτό, με τη χρήση του φίλτρου «χώρα υποδοχής», ήταν δυνατό να εντοπιστούν περίπου 70 έργα των οποίων οι φορείς υποδοχής βρίσκονταν στην Ελλάδα.

64      Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η δημιουργία καταλόγου 70 έργων με βάση την αναζήτηση ανά χώρα δεν ήταν επαρκής για την εξακρίβωση της ταυτότητας της ενάγουσας, κάτι που άλλωστε η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται. Η ενάγουσα υποστηρίζει παρά ταύτα ότι, από την πρώτη αυτή αναζήτηση ανά χώρα, μπορούσαν με ευκολία και ταχύτητα να εντοπιστούν τα έργα με γυναίκες ως επιστημονικώς υπεύθυνες, με πανεπιστήμιο ως φορέα υποδοχής και με ύψος επιχορήγησης περίπου 1,1 εκατομμύριο ευρώ και προσθέτει ότι μόνον η ίδια και το έργο της ανταποκρίνονταν στα χαρακτηριστικά αυτά.

65      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η ενάγουσα δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει την επιχειρηματολογία αυτή και να αποδείξει ότι ήταν πράγματι δυνατό να αποκαλυφθεί με μεγάλη ευκολία και ταχύτητα, από τον ιστότοπο του ERCEA, ότι η ίδια ήταν το πρόσωπο το οποίο αφορούσε το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι ο ιστότοπος του ERCEA περιλάμβανε φίλτρα που καθιστούσαν δυνατή την αναζήτηση ανά είδος, φορέα υποδοχής ή ποσό χρηματοδότησης. Χωρίς όμως τέτοια φίλτρα, η αναζήτηση των χαρακτηριστικών αυτών μεταξύ των 70 έργων απαιτούσε κατ’ ανάγκην χρόνο και μέσα που δεν μπορούν να θεωρηθούν ήσσονος ή άνευ σημασίας.

66      Πράγματι, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και επιβεβαιώνεται από το παράρτημα B.1 του υπομνήματος αντικρούσεως και από το παράρτημα D.1 του υπομνήματος ανταπαντήσεως ότι ο ιστότοπος του ERCEA απαριθμεί περίπου 70 έργα με σύντομη περιγραφή καθενός εξ αυτών στην αγγλική γλώσσα, η οποία περιέχει αρκετά βασικά στοιχεία που επιτρέπουν στον χρήστη του διαδικτύου να βρει τις πληροφορίες που επιθυμεί, όπως το όνομα του υπευθύνου του έργου ή την ονομασία του φορέα υποδοχής –στην ελληνική όμως γλώσσα– ή ακόμη το ποσό της χρηματοδότησης.

67      Παρά ταύτα, τούτο δεν αρκεί, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, προκειμένου να υποστηριχθεί ότι το όνομά της μπορούσε να προκύψει με μεγάλη ευκολία και ταχύτητα από τον ιστότοπο του ERCEA. Συγκεκριμένα, θα έπρεπε κανείς να διατρέξει την περιγραφή καθενός από τα 70 αυτά έργα προκειμένου να αντιληφθεί ποιος ήταν ο επιστημονικώς υπεύθυνος για το έργο, ο φορέας υποδοχής και το ποσό της χρηματοδότησης, εργασία που θα απαιτούσε οπωσδήποτε χρόνο και αρκετή προσπάθεια.

68      Επομένως, τα περιεχόμενα στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 στοιχεία, τα οποία δύνανται να χαρακτηριστούν ως «αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας» κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725, δεν καθιστούν ευλόγως δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητας της ενάγουσας διά της αντικειμενικής ανάγνωσης του ανακοινωθέντος και μόνον ούτε περαιτέρω καθιστούν δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητάς της κατόπιν διασταύρωσης των στοιχείων στον ιστότοπο του ERCEA με τη χρήση μέσων τα οποία, κατά την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού, είναι «ευλόγως πιθανό ότι θα χρησιμοποιηθούν» από αναγνώστη του ανακοινωθέντος. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι η ενάγουσα δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία, παρότι φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης.

69      Πρέπει στη συνέχεια να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα της ενάγουσας, τα οποία αντλούνται από τη δυνατότητα ταυτοποίησής της με βάση δεδομένα αναρτηθέντα στον ιστότοπο του ERCEA, με τη βοήθεια μηχανής αναζήτησης στο διαδίκτυο.

70      Κατά την ενάγουσα, από τα 70 περίπου έργα με φορείς υποδοχής στην Ελλάδα, μόνον τρία είχαν γυναίκα ως υπεύθυνη έργου και αφορούσαν επιχορήγηση περίπου 1,1 εκατομμυρίου ευρώ. Επομένως, αν υποτεθεί ότι αναγνώστης του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020 είχε καταφέρει να διαπιστώσει το φύλο του υπευθύνου του έργου αφού είχε διατρέξει τα περίπου 70 αποτελέσματα, το κατά προσέγγιση ποσό της ανώτατης επιχορήγησης από τον ERCEA θα μπορούσε πράγματι να αποτελέσει πληροφορία που καθιστά δυνατή τη μείωση του αριθμού των αποτελεσμάτων στον ιστότοπό του.

71      Όπως, όμως, επισήμαναν οι διάδικοι, το ανώτατο ποσό της επιχορήγησης δεν εμφανιζόταν αμέσως στην επικεφαλίδα της περιγραφής του έργου στον ιστότοπο του ERCEA. Συγκεκριμένα, το ποσό αυτό εισαγόταν στο τέλος μιας περίληψης που παρουσίαζε το έργο, η οποία εμφανιζόταν μετά την επιλογή συγκεκριμένου πεδίου, όπερ απαιτούσε πρόσθετο χειρισμό από τον αναγνώστη, ο δε χειρισμός αυτός, πολλαπλασιαζόμενος επί τον αριθμό των αποτελεσμάτων, αύξανε τον χρόνο παραμονής στον εν λόγω ιστότοπο.

72      Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, ο αναγνώστης μπορούσε εν τέλει να απομονώσει τρία έργα ώστε να την ταυτοποιήσει με βεβαιότητα, θα ήταν περαιτέρω αναγκαίο να χρησιμοποιήσει μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο προς διασταύρωση έστω των ονομάτων των φορέων υποδοχής προκειμένου να διακρίνει τη φύση τους και να επιτύχει με τον τρόπο αυτό την ανεύρεση του μόνου έργου που αφορά πανεπιστήμιο, ή ακόμη θα ήταν αναγκαίο να προβεί σε επιμέρους αναζήτηση για καθέναν από τους υπευθύνους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, θα έπρεπε να γίνει προσφυγή σε μέσα τα οποία δεν μπορούν ευλόγως να χρησιμοποιηθούν από τους αναγνώστες και απαιτούν οπωσδήποτε επιπλέον χρόνο, κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 16 του κανονισμού 2018/1725.

73      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, δεν είναι ευλόγως δυνατό να διατρέξει κανείς τα αποτελέσματα που προέρχονται από αναζήτηση στο διαδίκτυο, μεταξύ άλλων με τη χρήση μηχανής αναζήτησης, μέσα σε «πέντε λεπτά το πολύ» προκειμένου να εξακριβώσει την ταυτότητά της με βεβαιότητα. Εν πάση περιπτώσει, υπογραμμίζεται συναφώς ότι η ενάγουσα δεν ήταν σε θέση να αποδείξει τον ισχυρισμό της, παρότι φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης.

74      Επιβάλλεται να εξακριβωθεί περαιτέρω αν, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, με βάση αυτές καθεαυτές τις περιεχόμενες στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 πληροφορίες κατέστη δυνατό να συναγάγουν ορισμένοι δημοσιογράφοι την ταυτότητά της. Ειδικότερα, θα εξεταστεί, πρώτον, η περίπτωση του Γερμανού δημοσιογράφου, ο οποίος ήταν ο πρώτος που αποκάλυψε δημοσίως το όνομα της ενάγουσας μετά τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος, και, δεύτερον, η περίπτωση της Ελληνίδας δημοσιογράφου, η οποία δημοσίευσε άρθρο σε περιφερειακό ειδησεογραφικό ιστότοπο.

75      Πρώτον, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο Γερμανός δημοσιογράφος που αποκάλυψε την ταυτότητα της ενάγουσας αυτοπαρουσιάζεται στο ιστολόγιό του ως «ανεξάρτητος δημοσιογράφος στον τομέα των επιστημών με εμπειρία περίπου 13 ετών στην βιοϊατρική έρευνα σχετικά με τη μοριακή κυτταρική βιολογία και τα βλαστοκύτταρα και στην έρευνα για τον καρκίνο». Στη συνέχεια, πάντοτε στο ιστολόγιό του, ο εν λόγω δημοσιογράφος διευκρινίζει ότι σκοπός των ερευνών του είναι να παρέχει ενημέρωση σχετικά με τις περιπτώσεις απάτης στον κόσμο της επιστημονικής έρευνας.

76      Επομένως, υπογραμμίζεται ότι ο Γερμανός δημοσιογράφος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέσος αναγνώστης, καθόσον πρόκειται για επαγγελματία ερευνητή δημοσιογράφο, ο οποίος είναι ειδικευμένος ακριβώς στον τομέα των εφαρμοσμένων επιστημών και του οποίου η ερευνητική εργασία αποσκοπεί στη δημοσιοποίηση περιπτώσεων απάτης στον επιστημονικό κόσμο.

77      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο Γερμανός δημοσιογράφος μπορεί συγχρόνως να θεωρηθεί ως επαΐων περί τα του επιστημονικού κόσμου, με ιδιαίτερη γνώση των πρακτικών και των προσωπικοτήτων του τομέα αυτού, αλλά και ως προσεκτικός και επιμελής αναγνώστης των δημοσιεύσεων της OLAF που αφορούν επιστημονικούς τομείς, δεδομένου ότι διερευνά περιπτώσεις απάτης, όπερ αποτελεί ακριβώς την κύρια αρμοδιότητα και το αντικείμενο του εν λόγω οργάνου της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού 883/2013.

78      Συναφώς, επισημαίνεται ότι από την ανάγνωση του άρθρου που δημοσίευσε στις 7 Μαΐου 2020 προκύπτει ότι ο Γερμανός δημοσιογράφος γνώριζε ήδη τη διαδρομή της ενάγουσας και του πατέρα της. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις, παραθέτει πληροφορίες οι οποίες δεν προκύπτουν από το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, όπως η ηλικία, οι δραστηριότητες και οι ακαδημαϊκοί τίτλοι της ενάγουσας, καθώς και το γεγονός ότι ήταν η νεότερη ερευνήτρια η οποία ήταν υπεύθυνη για έργο επιχορηγούμενο από τον ERCEA.

79      Επιπλέον, ο Γερμανός δημοσιογράφος φαίνεται επίσης να γνωρίζει τη διαδρομή του πατέρα της ενάγουσας και χρησιμοποιεί για να τον περιγράψει, όπως και για να περιγράψει την ενάγουσα, μειωτικό και ειρωνικό ύφος που είναι ενδεικτικό του ότι τους γνώριζε ήδη και είχε προσωπική γνώμη για αυτούς, όπως υποδηλώνει ο τίτλος του άρθρου του, «My heart belongs to Daddy, So I simply couldn’t be bad».

80      Εξάλλου, ενώ το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε δύο ημέρες μετά την ανάρτηση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020 από την OLAF, η συσχέτιση της ενάγουσας και του προσώπου στο οποίο αναφέρεται το ανακοινωθέν επιβεβαιώθηκε αυθημερόν από τον Γερμανό δημοσιογράφο σε δημοσίευσή του στα κοινωνικά δίκτυα (Twitter). Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το ότι επρόκειτο για τη μοναδική αναφορά του Τύπου στην ενάγουσα την ημέρα δημοσίευσης του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020, είναι δηλωτικό του ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος επισκεπτόταν καθημερινά ή τουλάχιστον τακτικά τον δικτυακό τόπο της OLAF, ότι ήδη διέθετε εξωτερικές, μη προσιτές στο κοινό, πληροφορίες διά των οποίων μπορούσε ευχερώς να ταυτοποιήσει την ενάγουσα με βάση το εν λόγω ανακοινωθέν και ότι ήδη γνώριζε την ύπαρξη της έρευνας της OLAF ή, τουλάχιστον, ότι επρόκειτο να δημοσιευθεί σχετικό ανακοινωθέν Τύπου, περιστάσεις για τις οποίες δεν έφερε ευθύνη η OLAF ούτε μπορούσε να τις αναμένει.

81      Από τη δικογραφία προκύπτει άλλωστε ότι ο Γερμανός δημοσιογράφος είχε κληθεί να παρουσιάσει σεμινάριο σχετικά με το φαινόμενο της απάτης ακριβώς στον τομέα δραστηριότητας της ενάγουσας κατά το διάστημα που προηγήθηκε της δημοσίευσης του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020. Περαιτέρω, φαίνεται επίσης ότι το σεμινάριο αυτό είχε διοργανωθεί από ερευνητή ο οποίος είχε συμμετάσχει στο έργο και ο οποίος είχε απαντήσει σε ερωτήσεις που είχε θέσει η OLAF στο πλαίσιο της έρευνας. Τούτο ενισχύει το συμπέρασμα ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος ήδη είχε υποκειμενικές εξωτερικές γνώσεις που αφορούσαν την ενάγουσα.

82      Κατά συνέπεια, η αποκάλυψη της ταυτότητας της ενάγουσας δεν ήταν απόρροια ενεργειών της OLAF, αλλά μάλλον τρίτου, εν προκειμένω του Γερμανού δημοσιογράφου, ο οποίος παρέθεσε πρώτος το όνομα της ενάγουσας στη δημοσίευσή του στα κοινωνικά δίκτυα λίγες μόνο ώρες μετά τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου της OLAF.

83      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Ελληνίδα δημοσιογράφος, η οποία δημοσίευσε άρθρο σε περιφερειακό ειδησεογραφικό ιστότοπο δεκατρείς ημέρες μετά τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020, δεν δηλώνει με βεβαιότητα στο άρθρο αυτό ότι η ενάγουσα είναι πράγματι το επίμαχο πρόσωπο, αλλά χρησιμοποιεί υποθετικούς όρους για να υποδείξει το πανεπιστήμιο που αποτελεί φορέα υποδοχής του έργου και το όνομα της υπεύθυνης ερευνήτριας. Η αβεβαιότητα αυτή ως προς την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο αναφέρεται το ανακοινωθέν επιβεβαιώνεται από την αλληλογραφία μεταξύ της εν λόγω δημοσιογράφου και της υπηρεσίας Τύπου της OLAF.

84      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αλληλογραφίας αυτής, η Ελληνίδα δημοσιογράφος ζήτησε να επιβεβαιωθεί πλήθος στοιχείων, ιδίως το όνομα του οικείου πανεπιστημίου, διά του οποίου θα μπορούσε εμμέσως να επιβεβαιώσει την ταυτότητα της ενάγουσας. Τούτο υποδηλώνει ότι, ελλείψει στοιχείων πέραν των περιεχόμενων στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 πληροφοριών, η εν λόγω δημοσιογράφος δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει την ταυτότητα της ενάγουσας. Επίσης, με βάση τα προεκτεθέντα επικυρώνεται η ορθότητα της διαπίστωσης σχετικά με τον Γερμανό δημοσιογράφο, διότι μόνον αυτός κατόρθωσε να δηλώσει κατηγορηματικά, πρώτος και σε εξαιρετικά σύντομο διάστημα, ότι η ενάγουσα ήταν το πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν το εν λόγω ανακοινωθέν, κατά πάσα πιθανότητα προσφεύγοντας σε εξωτερικές πληροφορίες, συμπληρωματικές των περιεχόμενων στο ανακοινωθέν.

85      Εξάλλου, πριν από τη δημοσίευση του άρθρου της σε περιφερειακό ειδησεογραφικό ιστότοπο, η Ελληνίδα δημοσιογράφος επικοινώνησε με τον Γερμανό δημοσιογράφο, καθώς ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος είχε αναφέρει την ενάγουσα στο ιστολόγιό του στις 8 Μαΐου 2020, προκειμένου να συζητήσουν επί του θέματος, γεγονός που επίσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευση του άρθρου της απαιτούσε τη διασταύρωση διαφόρων πηγών προκειμένου να ταυτοποιηθεί η ενάγουσα. Συναφώς επισημαίνεται ότι η επικοινωνία της Ελληνίδας δημοσιογράφου με τον Γερμανό δημοσιογράφο καταδεικνύει ότι η εξακρίβωση της ταυτότητας της ενάγουσας κατέστη δυνατή μετά την ανάγνωση της ανάρτησης του εν λόγω δημοσιογράφου στα κοινωνικά δίκτυα, καθόσον η ανάρτηση αυτή περιείχε μνεία του ονόματός της. Επομένως, η Ελληνίδα δημοσιογράφος δεν προέβη σε ανεξάρτητη ταυτοποίηση, καθώς στηρίχθηκε στη δημοσίευση του Γερμανού δημοσιογράφου, στην οποία αποδεικνύεται ότι είχε πρόσβαση αμέσως μετά την ανάρτησή της.

86      Επομένως, υπογραμμίζεται ότι, παρά τις πολυάριθμες έρευνες της Ελληνίδας δημοσιογράφου, η οποία γνώριζε, μεταξύ άλλων, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με διαδίκους το Πανεπιστήμιο και τον ERCEA (απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά ERCEA, T‑348/16 OP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:14), και τις επαφές της με τον Γερμανό δημοσιογράφο, η εν λόγω δημοσιογράφος χρησιμοποίησε εν τέλει υποθετικούς όρους για να παραθέσει το όνομα του φορέα υποδοχής και το όνομα του προσώπου στο οποίο αναφερόταν το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020.

87      Επομένως, ούτε ο Γερμανός δημοσιογράφος ούτε η Ελληνίδα δημοσιογράφος ήταν σε θέση να εξακριβώσουν την ταυτότητα της ενάγουσας μόνο με βάση τα αναγνωριστικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 και, εν πάση περιπτώσει, έπρεπε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να χρησιμοποιήσουν στοιχεία εξωτερικά και συμπληρωματικά των περιεχόμενων στο ανακοινωθέν. Συναφώς υπενθυμίζεται η μνημονευόμενη στην ανωτέρω σκέψη 49 νομολογία κατά την οποία μόνον οι πράξεις ή οι ενέργειες που μπορούν να καταλογιστούν σε θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης μπορούν να στοιχειοθετήσουν ευθύνη της Ένωσης, οπότε τα πληροφοριακά στοιχεία που ελήφθησαν από πηγές μη σχετιζόμενες με το εν λόγω ανακοινωθέν δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της.

88      Όσον αφορά τα λοιπά άρθρα του Τύπου που μνημονεύει η ενάγουσα, επισημαίνεται ότι, και σε αυτήν την περίπτωση, η ενάγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ των άρθρων αυτών και του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα δεν απέδειξε ούτε ότι όλα τα εν λόγω άρθρα την ταυτοποιούσαν, ορισμένα δε εξ αυτών δεν έκαναν καν μνεία του ονόματός της, ούτε ότι οι δημοσιογράφοι που τα συνέταξαν κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την ταυτότητά της στηριζόμενοι μόνο στο εν λόγω ανακοινωθέν, δεδομένου ότι, λαμβανομένων υπόψη των ημερομηνιών δημοσίευσης ορισμένων εξ αυτών των άρθρων, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι να μπόρεσαν να την ταυτοποιήσουν με βάση την πολύ πρώιμη δημοσίευση του Γερμανού δημοσιογράφου.

89      Επιπλέον, όσον αφορά την παραπομπή της ενάγουσας στην απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Νικολάου κατά Επιτροπής (T‑259/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:254), επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 222 της απόφασης εκείνης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι σχετικές με έρευνα της OLAF πληροφορίες οι οποίες είχαν δημοσιευθεί σε ανακοινωθέν Τύπου ενέπιπταν στον ορισμό των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001 με το σκεπτικό, αφενός, ότι οι συστάσεις της OLAF προς τις αρμόδιες αρχές σχετικά με την κίνηση διώξεων κατά ορισμένου προσώπου αποτελούσαν εξ ορισμού πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο και, αφετέρου, ότι, δεδομένων των περιστάσεων υπό τις οποίες εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η ταυτότητα της ενάγουσας στην υπόθεση εκείνη ήταν δυνατό να εξακριβωθεί λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στο ανακοινωθέν Τύπου. Συγκεκριμένα, το επίμαχο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση ανακοινωθέν Τύπου επισήμαινε ότι «[η] OLAF [είχε] διαβιβάσει στις αρμόδιες δικαστικές αρχές πληροφορίες επί θεμάτων που δύνανται να οδηγήσουν σε ποινικές διαδικασίες [τα οποία αφορούσαν] μόνο ένα τέως μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έναν τέως έκτακτο υπάλληλο του οργάνου αυτού [και ότι σ]το πλαίσιο αυτό, η OLAF συνέστησε στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο να ανοίξει πειθαρχική έρευνα σε σχέση με αυτά τα πρόσωπα και να κινήσει διαδικασίες αναζήτησης των σχετικών ποσών» (σκέψη 180 της εν λόγω απόφασης). Οι λεπτομέρειες αυτές σχετικά με τις συστάσεις, σε συνδυασμό με τα λοιπά πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, οδήγησαν στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, στην υπόθεση εκείνη, ότι ήταν δυνατό να διαπιστωθεί ότι η ταυτότητα του οικείου προσώπου μπορούσε να εξακριβωθεί.

90      Εν προκειμένω, υπογραμμίζεται ότι, όσον αφορά τις συστάσεις, η διατύπωση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020 αποφεύγει να αναφέρει τις αρχές, τη φύση (αστικού, διοικητικού ή ποινικού χαρακτήρα) των προτεινομένων διαδικασιών ή ακόμη τα πρόσωπα κατά των οποίων συνιστάται η κίνηση των διαδικασιών αυτών. Επομένως, αντιθέτως προς τις περιστάσεις της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Νικολάου κατά Επιτροπής (T‑259/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:254), η μνεία των συστάσεων προς τον ERCEA και τις εθνικές αρχές δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «πληροφορία που αφορά συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο», δεδομένου ότι η μνεία αυτή δεν επέτρεψε την εξακρίβωση της ταυτότητας της ενάγουσας.

91      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 είχε καταστήσει δυνατή, αυτοτελώς ή και με τη χρήση μέσων που μπορούσαν ευλόγως να χρησιμοποιηθούν από αναγνώστη του, την ταυτοποίησή της, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725.

92      Ως εκ τούτου, οι περιεχόμενες στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 πληροφορίες δεν εμπίπτουν στην έννοια των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725, όπερ συνιστά προϋπόθεση για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο του 2, παράγραφος 1. Επομένως, καθόσον ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του κανονισμού αυτού, οπότε πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές το σύνολο των αιτιάσεων που προβλήθηκαν σχετικώς.

 Επί της παραβάσεως των διατάξεων του κανονισμού 883/2013

 Επί της παραβιάσεως της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013

93      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF προσέβαλε κατάφωρα το δικαίωμά της στο τεκμήριο αθωότητας που προβλέπεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη και, ειδικότερα, στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013, αφενός, δημοσιεύοντας ανακριβείς και ψευδείς πληροφορίες και παραλείποντας σημαντικά πραγματικά περιστατικά και, αφετέρου, περιλαμβάνοντας νομικούς χαρακτηρισμούς και υποκειμενικές θέσεις στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 και παραλείποντας να αναφέρει απαλλακτικά στοιχεία. Η OLAF, όμως, είχε την εξουσία να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και να προβεί σε προκαταρκτικούς νομικούς χαρακτηρισμούς αυτών μόνο με την τελική έκθεσή της, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 883/2013.

94      Ειδικότερα, η ενάγουσα, παραπέμποντας στη νομολογία, φρονεί ότι η διαρροή πληροφοριών που «δημιουργ[ούν] την εντύπωση ότι [η ενάγουσα] είναι ένοχ[η] και παρακιν[ούν] το κοινό να πιστέψει στην ενοχή τ[ης]» παραβιάζει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η δε ενημέρωση του κοινού πρέπει να γίνεται «με τη διακριτικότητα και την επιφύλαξη που επιτάσσει [η αρχή αυτή]».

95      Συγκεκριμένα, πρώτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 παρέθεσε ανακριβή πραγματικά περιστατικά τα οποία αντιφάσκουν προς τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσης της OLAF, παραμόρφωσε δε τα πραγματικά περιστατικά με σκοπό να παρουσιάσει την ενάγουσα στο κοινό ως ένοχη για απάτη εις βάρος του συνόλου των ερευνητών, ενώ η έρευνα σε εθνική κλίμακα βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη.

96      Δεύτερον, η ενάγουσα επισημαίνει σημαντικές παραλείψεις και ελλιπείς αναφορές στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 οι οποίες δημιουργούν στο κοινό εσφαλμένη εντύπωση όσον αφορά τα πορίσματα της έρευνας και το ήθος της ενάγουσας.

97      Τρίτον, η ενάγουσα υποστηρίζει, με παραπομπές στη νομολογία, ότι η απλή μνεία των συστάσεων της OLAF προς τον ERCEA και τις εθνικές αρχές αρκεί αυτοτελώς για να προσδώσει έναν βαθμό αξιοπιστίας στους προβαλλόμενους εις βάρος της ισχυρισμούς και δημιουργεί στον αναγνώστη του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020 την εντύπωση ότι είναι ένοχη.

98      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της ενάγουσας και υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η OLAF δεν παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013.

99      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, κατά το οποίο «[κ]άθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο». Όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη, η διάταξη αυτή αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

100    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, απονέμει στους ιδιώτες δικαιώματα των οποίων τον σεβασμό διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης (αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2006, Tillack κατά Επιτροπής, T‑193/04, EU:T:2006:292, σκέψη 121· της 8ης Ιουλίου 2008, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑48/05, EU:T:2008:257, σκέψη 209, και της 12ης Ιουλίου 2012, Επιτροπή κατά Νανόπουλου, T‑308/10 P, EU:T:2012:370, σκέψη 90).

101    Συναφώς, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[η OLAF], κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της, αναζητά αποδείξεις για τη διαπίστωση της ενοχής ή της αθωότητας του ενδιαφερομένου [...] σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας». Επιπλέον, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, «[ο] γενικός διευθυντής μεριμνά ώστε η ενημέρωση του κοινού να γίνεται [...] σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο [...] άρθρο [αυτό] και στο άρθρο 9[,] παράγραφος 1» του ίδιου κανονισμού. Επομένως, οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αποτελούν έκφραση του σεβασμού της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας στο πλαίσιο του κανονισμού 883/2013, πρέπει επίσης να θεωρηθούν ως κανόνες δικαίου που αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 29 ανωτέρω.

102    Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, για την ερμηνεία του άρθρου 48 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, ως ελάχιστο όριο προστασίας, δεδομένου ότι οι δύο τελευταίες αυτές διατάξεις έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο.

103    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη παρατηρήσει, αφενός, ότι, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ διασφαλίζει σε καθέναν ότι δεν κατονομάζεται ούτε αντιμετωπίζεται ως ένοχος αξιόποινης πράξης πριν η ενοχή του αποδειχθεί από δικαστήριο και, αφετέρου, ότι το τεκμήριο αθωότητας θίγεται από δηλώσεις ή αποφάσεις στις οποίες διατυπώνεται η γνώμη ότι είναι ένοχος, οι οποίες δημιουργούν στο κοινό την εντύπωση της ενοχής του ή οι οποίες προδικάζουν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τον αρμόδιο δικαστή (βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑48/05, EU:T:2008:257, σκέψη 210 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, για να αποδειχθεί παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, το πρόσωπο που επικαλείται μια τέτοια παραβίαση πρέπει να είναι ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο από το κοινό ως ένοχο αξιόποινης πράξης πριν η ενοχή του αποδειχθεί τελεσίδικα από δικαστήριο.

105    Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω, η ενάγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 είχε καταστήσει δυνατή, αυτοτελώς ή και με τη χρήση μέσων που μπορούσαν ευλόγως να χρησιμοποιηθούν από αναγνώστη του, την ταυτοποίησή της, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 1, του κανονισμού 2018/1725.

106    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν θεωρηθούν βάσιμα, τα επιχειρήματα που προβάλλει η ενάγουσα προς στήριξη της αιτίασής της περί παραβίασης της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορούν εγκύρως να αποδείξουν προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν είναι ταυτοποιημένη ή ταυτοποιήσιμη στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, το οποίο δεν μπορεί, εξ ορισμού, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ένα πρόσωπο είναι ένοχο κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 103 ανωτέρω.

107    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή τα επιχειρήματα που προβάλλει η ενάγουσα προς στήριξη της αιτίασής της περί παραβίασης της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013 και, εν γένει, το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη.

 Επί της παραβάσεως της υποχρέωσης τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013

108    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, κατά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013, το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 δημοσιοποίησε εμπιστευτικά στοιχεία της έρευνας. Συγκεκριμένα, αποκάλυψε την ύπαρξη, αφενός, φερόμενων προσπαθειών παρακώλυσης της έρευνας και, αφετέρου, συστάσεων της OLAF προς τις εθνικές αρχές οι οποίες θα έπρεπε να παραμείνουν εμπιστευτικές.

109    Κατά την ενάγουσα, το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013 απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, καθόσον πρόκειται για επιτακτική διάταξη η οποία επιβάλλει στην OLAF την τήρηση συγκεκριμένων εγγυήσεων και υποχρεώσεων προς διασφάλιση των νομίμων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, ελλείψει περιθωρίου εκτίμησης, αρκεί απλή παράβαση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

110    Επιπλέον, παραπέμποντας στην απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Νικολάου κατά Επιτροπής (T‑259/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:254), η ενάγουσα φρονεί ότι η δημοσίευση των εξ ορισμού προσωρινών συμπερασμάτων της OLAF μπορεί να προκαλέσει ζημία στα υποκείμενα στην έρευνα πρόσωπα, όπως συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που αποκαλύπτονται εμπιστευτικές πληροφορίες.

111    Εξάλλου, η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι η δημοσίευση ανακοινωθέντος Τύπου δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δυνατότητα που παρέχεται στον γενικό διευθυντή της OLAF να διαβιβάζει τακτικά εκθέσεις σε άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης, διότι η δυνατότητα αυτή στηρίζεται σε άλλη νομική βάση, δεν αφορά την ενημέρωση του κοινού και κατά κανόνα δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, μολονότι αποτελεί έναν από τους σκοπούς της εμπιστευτικότητας, η προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων των επίμαχων προσώπων δεν τηρήθηκε εν προκειμένω, καθόσον το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 θίγει τα δικαιολογημένα συμφέροντα της ενάγουσας και την αναγκαία ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων αυτών και των συμφερόντων της OLAF για ενημέρωση του κοινού.

112    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της ενάγουσας και υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η OLAF δεν παρέβη την υποχρέωση τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013.

113    Συναφώς, η υποχρέωση τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών της OLAF προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013, το οποίο ορίζει ότι «[ο] γενικός διευθυντής μεριμνά ώστε η ενημέρωση του κοινού να γίνεται κατά τρόπο ουδέτερο και αμερόληπτο, με σεβασμό της αρχής του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών και σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο [...] άρθρο [αυτό] και στο άρθρο 9[,] παράγραφος 1», του ίδιου κανονισμού.

114    Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2013, «[ο]ι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο εσωτερικών ερευνών, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι εφαρμοστέοι στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κανόνες».

115    Κατά τη νομολογία, ο κανόνας περί εμπιστευτικότητας των ερευνών της OLAF, τον οποίο θέτουν οι ως άνω διατάξεις, πρέπει να ερμηνεύεται στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και, ιδίως, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 12 του κανονισμού 883/2013, κατά την οποία οι έρευνες της OLAF πρέπει να διεξάγονται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών. Επομένως, ο κανόνας αυτός δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αποβλέπει μόνο στην προστασία της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών προκειμένου να αποκαλυφθεί η αλήθεια, αλλά πρέπει να θεωρείται ότι έχει επίσης ως σκοπό τη διαφύλαξη του τεκμηρίου αθωότητας και, ως εκ τούτου, της υπόληψης των υποκείμενων στην έρευνα προσώπων (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Dalli κατά Επιτροπής, T‑399/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:384, σκέψη 169).

116    Επομένως, όπως και η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η υποχρέωση εμπιστευτικότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013 απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες που θίγονται από έρευνα της OLAF, καθόσον δικαιούνται να αναμένουν ότι οι έρευνες που τους αφορούν διεξάγονται με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2008, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑48/05, EU:T:2008:257, σκέψεις 213 και 218, και της 6ης Ιουνίου 2019, Dalli κατά Επιτροπής, T‑399/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:384, σκέψη 169).

117    Στο πλαίσιο της τήρησης της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας την οποία υπέχει η OLAF, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας των υποκείμενων στην έρευνα προσώπων αποτελεί έναν από τους κύριους σκοπούς που επιδιώκονται με την υποχρέωση αυτή. Επομένως, δεδομένου ότι η υποχρέωση εμπιστευτικότητας συνδέεται άρρηκτα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η τήρηση της υποχρέωσης αυτής από την OLAF κατά τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020 προϋπέθετε μια δίκαιη ισορρόπηση μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων της ενάγουσας που αφορούν κυρίως τον σεβασμό του δικαιώματός της στο τεκμήριο αθωότητας και, αφετέρου, του συμφέροντος της OLAF να ενημερώνει όσο το δυνατόν ακριβέστερα το κοινό σχετικά με τις έρευνές της (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Dalli κατά Επιτροπής, T‑399/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:384, σκέψη 175).

118    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, η OLAF δημοσιοποίησε με το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 εμπιστευτικές πληροφορίες ικανές να θίξουν τα δικαιώματα της ενάγουσας ή να παρακωλύσουν την αρμοδιότητα των εθνικών αρχών να προβούν σε νομικό χαρακτηρισμό και, ως εκ τούτου, αν παρέβη την υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας των ερευνών την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013.

119    Πρώτον, όσον αφορά τη μνεία, στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, των φερόμενων προσπαθειών της ενάγουσας για παρακώλυση της έρευνας, υπογραμμίζεται ότι σκοπός της μνείας αυτής είναι η περιγραφή στο κοινό της πραγματικότητας και της πολυπλοκότητας αυτού του είδους ερευνών, η δε OLAF, ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, επέδειξε την απαιτούμενη επιφύλαξη και διακριτικότητα. Συγκεκριμένα, η OLAF παρέλειψε να εξειδικεύσει, στο εν λόγω ανακοινωθέν, το ακριβές περιεχόμενο και τη φύση των πράξεων αυτών και, ως εκ τούτου, η διατύπωση του ανακοινωθέντος παρέμεινε γενική και αόριστη.

120    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η OLAF έλαβε υπόψη και τήρησε συναφώς τη δίκαιη ισορρόπηση μεταξύ των επίμαχων συμφερόντων, ήτοι, αφενός, της ενημέρωσης του κοινού σχετικά με τις έρευνές της και, αφετέρου, του σεβασμού των δικαιωμάτων της ενάγουσας, όπως το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο συνέχεται με την υποχρέωση εμπιστευτικότητας που υπέχει η εν λόγω υπηρεσία.

121    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην OLAF οποιαδήποτε παράβαση της υποχρέωσης τήρησης της εμπιστευτικότητας που υπέχει βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013, για τον λόγο ότι ανέφερε, στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, τις φερόμενες απόπειρες της ενάγουσας για παρακώλυση της έρευνας. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα που προέβαλε συναφώς η ενάγουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

122    Δεύτερον, όσον αφορά τη μνεία, στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, των συστάσεων της OLAF προς τον ERCEA και τις εθνικές αρχές, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF δημοσιοποίησε εμπιστευτικά δεδομένα της έρευνας κατά παράβαση της υποχρέωσης τήρησης της εμπιστευτικότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013.

123    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 883/2013, «[η] έκθεση συνοδεύεται από συστάσεις του γενικού διευθυντή σχετικά με την ανάγκη λήψης μέτρων» και «[ο]ι εν λόγω συστάσεις αναφέρουν, εφόσον χρειάζεται, τυχόν πειθαρχικές, διοικητικές, δημοσιονομικές και/ή δικαστικές ενέργειες των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, καθώς και των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, και προσδιορίζουν ιδίως το εκτιμώμενο ποσό που πρέπει να ανακτηθεί, καθώς και τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό των διαπιστωθέντων περιστατικών».

124    Επομένως, οι συστάσεις εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της OLAF και, κατά συνέπεια, μπορούν να μνημονεύονται σε ανακοινωθέν Τύπου, δυνάμει του δικαιώματός της να ενημερώνει το κοινό, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013. Εντούτοις, προς τούτο, η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι η OLAF οφείλει να μεριμνά ώστε η ενημέρωση να γίνεται κατά τρόπο ουδέτερο και αμερόληπτο και η δημοσιοποίηση των πληροφοριών να γίνεται με σεβασμό του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών και σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας την οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2013.

125    Επισημαίνεται ότι, κάνοντας αναφορά στις συστάσεις της, η OLAF μερίμνησε ώστε να διατηρήσει στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 ουδέτερη και αμερόληπτη διατύπωση, η οποία δεν αποκαλύπτει υπερβολικές λεπτομέρειες, σε συμφωνία με την ερευνητική αποστολή της που αποβλέπει στην αναζήτηση και τη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών κατά τρόπο προκαταρκτικό και προσωρινό. Συναφώς, σημειώνεται ότι η OLAF δεν αποφάνθηκε επί της ενοχής ή της αθωότητας της ενάγουσας. Επιπλέον, όσον αφορά τις συστάσεις, η διατύπωση του επίμαχου ανακοινωθέντος αποφεύγει να διευκρινίσει τις αρχές, τη φύση (αστική, διοικητική ή ποινική) των προτεινομένων διαδικασιών ή ακόμη τα πρόσωπα κατά των οποίων συνιστάται η κίνηση των διαδικασιών αυτών.

126    Συνάγεται, συνεπώς, το συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην OLAF οποιαδήποτε παράβαση της υποχρέωσης τήρησης εμπιστευτικότητας την οποία υπέχει δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013, για τον λόγο ότι ανέφερε, στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, τις συστάσεις προς τον ERCEA και τις εθνικές αρχές. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που προέβαλε συναφώς η ενάγουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

127    Κατά τα λοιπά, όσον αφορά την παραπομπή της ενάγουσας στην απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Νικολάου κατά Επιτροπής (T‑259/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:254) (βλ. σκέψη 110 ανωτέρω), υπενθυμίζεται ότι από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι αναγκαία συνέπεια του προκαταρκτικού –και μάλιστα από ορισμένες απόψεις ανεπίσημου– χαρακτήρα των διενεργουμένων από την OLAF ερευνών είναι ότι τα συμπεράσματά της πρέπει να παραμένουν εμπιστευτικά, πλην κατά το μέτρο που οδηγούν στη συνέχεια σε άλλες διαδικασίες, στο πλαίσιο των οποίων τα υποκείμενα στην έρευνα πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να αμυνθούν και, επομένως, να αποδείξουν ενδεχομένως την αθωότητά τους (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Νικολάου κατά Επιτροπής, T‑259/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:254, σκέψη 315).

128    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα πορίσματα της τελικής έκθεσης της OLAF, τα οποία μνημονεύονται στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, κατέληξαν σε διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστικών αρχών στο πλαίσιο της οποίας τηρήθηκε πλήρως η αρχή της κατ’ αντιμωλία εξέτασης, καθόσον στις 25 Φεβρουαρίου 2020, ήτοι πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του εν λόγω ανακοινωθέντος, οι εθνικές δικαστικές αρχές κάλεσαν την ενάγουσα στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης που διενήργησε ο αρμόδιος ανακριτής. Επομένως, η ενάγουσα δεν μπορεί να αντλήσει επιχείρημα από την απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Νικολάου κατά Επιτροπής (T‑259/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:254), προκειμένου να υποστηρίξει ότι τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσης της OLAF που μνημονεύονται στο εν λόγω ανακοινωθέν έπρεπε να παραμείνουν εμπιστευτικά.

129    Δεν μπορεί, συνεπώς, να προσαφθεί στην OLAF ότι διέπραξε κατάφωρη παράβαση, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 29 ανωτέρω, της υποχρέωσης τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013.

130    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η OLAF διέπραξε κατάφωρη παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013. Ως εκ τούτου, όλες οι αιτιάσεις που προέβαλε συναφώς η ενάγουσα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

 Επί της προσβολής του κατά το άρθρο 41 του Χάρτη δικαιώματος χρηστής διοίκησης

131    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF προσέβαλε κατάφωρα το προβλεπόμενο στο άρθρο 41 του Χάρτη δικαίωμά της χρηστής διοίκησης. Συναφώς, επικαλείται κατ’ ουσίαν τα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που μνημονεύθηκαν προηγουμένως προς στήριξη των επιχειρημάτων περί παραβίασης της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και παράβασης της υποχρέωσης τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών.

132    Η ενάγουσα υποστηρίζει, στηριζόμενη στη νομολογία, ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες μέσω ενός συνόλου επιτακτικών ή απαγορευτικών κανόνων ως προς τους οποίους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτίμησης. Ως εκ τούτου, ελλείψει περιθωρίου εκτίμησης, αρκεί απλή παράβαση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

133    Ειδικότερα, η ενάγουσα εκτιμά ότι η δημοσιοποίηση στον Τύπο, όπως εν προκειμένω, των ευαίσθητων στοιχείων των ερευνών και η παροχή δυνατότητας στο ευρύ κοινό να έχει πρόσβαση, ενώ διαρκεί η έρευνα, σε εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες συνιστούν προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η OLAF όφειλε να αποφύγει να δώσει στον Τύπο πληροφορίες ικανές να προκαλέσουν ζημία. Ομοίως, η OLAF όφειλε να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη οποιουδήποτε είδους διάδοσης στοιχείων που θα μπορούσαν να έχουν δυσφημιστικό χαρακτήρα.

134    Επιπλέον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF, δημοσιοποιώντας ανακριβείς και ψευδείς πληροφορίες, παρέβη την υποχρέωση επιμέλειας, η οποία, κατά τη νομολογία, είναι συμφυής με το δικαίωμα χρηστής διοίκησης.

135    Ομοίως, η ενάγουσα προβάλλει παράβαση της υποχρέωσης αμεροληψίας, η οποία επίσης αποτελεί, κατά τη νομολογία, συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοίκησης. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα εκτιμά ότι το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 δημιούργησε ψευδείς εντυπώσεις στο κοινό ως προς το υποστατό των πραγματικών περιστατικών, ενώ η OLAF υποχρεούται να τηρεί την εν λόγω υποχρέωση, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013.

136    Περαιτέρω, η ενάγουσα σημειώνει ότι η OLAF δεν επέδειξε τη δέουσα ουδέτερη και αντικειμενική στάση, σύμφωνα με το δικαίωμα χρηστής διοίκησης και το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013, καθόσον στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 παρέθεσε μόνον επιβαρυντικά για την ενάγουσα στοιχεία.

137    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της ενάγουσας και υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η OLAF δεν προσέβαλε το δικαίωμα χρηστής διοίκησης.

138    Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο συγκαταλέγεται μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών (βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Selimovic κατά Κοινοβουλίου, T‑61/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:565, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

139    Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης». Επιπλέον, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 3, του Χάρτη, «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αποκατάσταση από την Ένωση της ζημίας που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί [της] κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών».

140    Συναφώς, κατά τη νομολογία, η αρχή της χρηστής διοίκησης, όταν συνιστά την έκφραση συγκεκριμένου δικαιώματος όπως το δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου χρόνου εξέταση των υποθέσεων κάθε προσώπου υπό την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη, πρέπει να θεωρείται ως κανόνας δικαίου της Ένωσης που έχει ως σκοπό την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 29 ανωτέρω (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2006, Tillack κατά Επιτροπής, T‑193/04, EU:T:2006:292, σκέψη 127, και της 6ης Ιουνίου 2019, Dalli κατά Επιτροπής, T‑399/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:384, σκέψη 200 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

141    Κατά συνέπεια, η εκτίμηση του ενδεχομένως παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς της OLAF μπορεί να αναλυθεί μόνο στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου δικαιώματος που εκφράζει την αρχή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης. Ελλείψει προσκόμισης τέτοιων αποδείξεων από την ενάγουσα, ο σεβασμός του δικαιώματος χρηστής διοίκησης δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 340, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

142    Εξάλλου, από τη νομολογία σχετικά με την αρχή της χρηστής διοίκησης προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις που τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους, η τήρηση των εγγυήσεων με τις οποίες η έννομη τάξη της Ένωσης περιβάλλει τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών έχει ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ αυτών των εγγυήσεων περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση των εν λόγω θεσμικών οργάνων και λοιπών οργάνων και οργανισμών να ερευνούν, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14· της 24ης Ιανουαρίου 1992, La Cinq κατά Επιτροπής, T‑44/90, EU:T:1992:5, σκέψη 86, και της 22ας Μαρτίου 2012, Slovak Telekom κατά Επιτροπής, T‑458/09 και T‑171/10, EU:T:2012:145, σκέψη 68).

143    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της ενάγουσας και να εξακριβωθεί αν η δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020 από την OLAF συνιστά προσβολή συγκεκριμένου δικαιώματος το οποίο αποτελεί έκφραση του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και απονέμεται στην ενάγουσα.

144    Πρώτον, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η OLAF όφειλε να αποφύγει να δώσει στον Τύπο πληροφορίες ικανές να της προξενήσουν ζημία και έπρεπε να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης στοιχείων που έχουν δυσφημιστικό χαρακτήρα.

145    Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε νομολογία σχετική με τις σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ειδικότερα, από τη νομολογία αυτή απορρέει ότι η Διοίκηση υποχρεούται, δυνάμει του καθήκοντός της μέριμνας και της αρχής της χρηστής διοίκησης, αφενός, να αποφεύγει να δίδει στον Τύπο πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημία στον καθού υπάλληλο και, αφετέρου, να λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την πρόληψη, εντός του οργάνου, οποιουδήποτε είδους διάδοσης πληροφοριών που θα μπορούσαν να έχουν δυσφημιστικό για τον εν λόγω υπάλληλο χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑48/05, EU:T:2008:257, σκέψη 214 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

146    Συνεπώς, εν προκειμένω, η ενάγουσα στηρίζεται σε νομολογία η οποία αναφέρεται στο καθήκον μέριμνας, το οποίο «εκφράζει την ισορροπία μεταξύ των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα» και αποσκοπεί στη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ μιας δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της. Ομοίως, στο πλαίσιο αυτό, η κατά το άρθρο 41 του Χάρτη αρχή της χρηστής διοίκησης παραπέμπει στο καθήκον μέριμνας το οποίο διασφαλίζει με τη σειρά του ότι «η αρχή [...] λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που ασκούν επιρροή στην απόφασή της και ότι, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, λαμβάνει υπόψη το συμφέρον όχι μόνον της υπηρεσίας αλλά, ιδίως, και του οικείου υπαλλήλου» (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, UP κατά Επιτροπής, T‑706/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:924, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, Palo κατά Επιτροπής, T‑432/18, EU:T:2019:749, σκέψη 60).

147    Επομένως, τα διδάγματα που αντλούνται από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 145 ανωτέρω δεν μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η υπόθεση αυτή αφορά αίτημα περί αναγνώρισης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης διατυπωθέν από ιδιώτη και όχι από υπάλληλό της ή από μέλος του λοιπού προσωπικού της.

148    Εν πάση περιπτώσει, υπογραμμίζεται ότι εν προκειμένω, αντιθέτως προς την υπόθεση την οποία μνημόνευσε η ενάγουσα και επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Franchet και Byk κατά Επιτροπής (T‑48/05, EU:T:2008:257), δεν υπήρξε διαρροή πληροφοριών πριν από τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου η οποία θα μπορούσε να καταλογιστεί στην OLAF και να προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα.

149    Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η OLAF δεν απέφυγε να δώσει στον Τύπο πληροφορίες ικανές να της προξενήσουν ζημία και δεν έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για να αποφύγει τη διάδοση πληροφοριών που φέρονται ως δυσφημιστικές πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

150    Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης δημοσιοποιώντας εμπιστευτικές πληροφορίες της έρευνας.

151    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η παράβαση της υποχρέωσης τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένου δικαιώματος της αρχής της χρηστής διοίκησης καθόσον αυτή η αρχή συνεπάγεται το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται οι υποθέσεις των ιδιωτών τηρουμένων των επιταγών της εμπιστευτικότητας (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑48/05, EU:T:2008:257, σκέψεις 217 και 218).

152    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την ανάλυση που εκτίθεται στις σκέψεις 113 έως 130 ανωτέρω, ουδεμία παράβαση της υποχρέωσης τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών μπορεί να καταλογιστεί στην OLAF όσον αφορά τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020. Επομένως, η ενάγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην OLAF ότι δεν σεβάστηκε το δικαίωμα της ενάγουσας για εξέταση των υποθέσεών της τηρουμένων των επιταγών της εμπιστευτικότητας, σύμφωνα με την υποχρέωση εμπιστευτικότητας που υπέχει η OLAF, η οποία αποτελεί μία από τις εκφάνσεις της αρχής της χρηστής διοίκησης.

153    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η OLAF παρέβη την αρχή της χρηστής διοίκησης καθόσον δημοσιοποίησε εμπιστευτικές πληροφορίες της έρευνας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

154    Τρίτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF παραβίασε την αρχή της επιμέλειας λόγω της δημοσίευσης του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020.

155    Υπογραμμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η υποχρέωση επίδειξης επιμέλειας είναι συμφυής με την αρχή της χρηστής διοίκησης. Έχει γενικώς εφαρμογή επί της δράσης της Διοίκησης της Ένωσης στις σχέσεις της με το κοινό και σημαίνει ότι η Διοίκηση της Ένωσης οφείλει να ενεργεί με φροντίδα και φρόνηση και να εξετάζει με προσοχή και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπό κρίση υπόθεσης (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Βακάκης και Συνεργάτες κατά Επιτροπής, T‑292/15, EU:T:2018:103, σκέψη 55· βλ., επίσης, απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 160 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

156    Επισημαίνεται ότι, προς στήριξη του επιχειρήματός της περί παραβίασης της αρχής της επιμέλειας, η ενάγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που προέβαλε στο πλαίσιο της αιτίασής της περί παραβίασης της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Ειδικότερα, η ενάγουσα προβάλλει τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που προέβαλε όσον αφορά την παράθεση στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 ανακριβών πραγματικών περιστατικών που διαστρέβλωσαν τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσης.

157    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από το παράρτημα A.9 του δικογράφου της αγωγής, η OLAF, χρησιμοποιώντας στην πέμπτη παράγραφο του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020 τη φράση «[κ]ανένας από αυτούς [τους ερευνητές] δεν γνώριζε» προκειμένου να προσδιορίσει «ορισμένους ερευνητές», δεν αποκάλυψε ανακριβείς πληροφορίες οι οποίες διαστρέβλωσαν τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσής της ούτε προδίκασε το ζήτημα της αθωότητας ή της ενοχής της ενάγουσας.

158    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην OLAF ότι δεν επέδειξε επιμέλεια και προσοχή, καθόσον απλώς γνωστοποίησε με πιστότητα πληροφορίες γενικού χαρακτήρα, αντλούμενες από διαπιστώσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της έρευνάς της και οι οποίες περιλαμβάνονταν στην τελική της έκθεση, και τούτο μεριμνώντας ώστε να μην αποκαλύψει υπερβολικές λεπτομέρειες και να μην καταστεί δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητας της ενάγουσας.

159    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην OLAF ότι παρέβη το καθήκον επιμέλειας που υπέχει, καθόσον, στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, αναπαρήγαγε πιστά και με γενικό, ουδέτερο και αμερόληπτο τρόπο τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, μεριμνώντας συγχρόνως ώστε να μην αποκαλύψει συναφώς υπερβολικές λεπτομέρειες. Επομένως, δεν μπορεί να της προσαφθεί έλλειψη επιμέλειας και προσοχής κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της να ενημερώνει το κοινό, στο πλαίσιο της οποίας διαθέτει περιθώριο εκτίμησης. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η OLAF παραβίασε την αρχή της επιμέλειας λόγω της δημοσίευσης του ανακοινωθέντος πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο.

160    Τέταρτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης λόγω παράβασης της υποχρέωσης αμεροληψίας κατά τη δημοσίευση του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020.

161    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιταγή περί αμεροληψίας, η οποία επιβάλλεται στη Διοίκηση δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος του οικείου θεσμικού οργάνου ο οποίος επιλαμβάνεται της υπόθεσης δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 155 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 2ας Μαΐου 2019, QH κατά Κοινοβουλίου, T‑748/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:274, σκέψη 48).

162    Ειδικότερα, όσον αφορά τις δηλώσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τις επιταγές περί αμεροληψίας, έχει κριθεί ότι σημασία έχει η πραγματική έννοιά τους και όχι η διατύπωσή τους. Επιπλέον, το ζήτημα αν οι δηλώσεις δύνανται να συνιστούν προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, και δη του δικαιώματος του ενδιαφερομένου για εξέταση της υπόθεσής του κατά τρόπο αμερόληπτο, πρέπει να επιλύεται στο πλαίσιο των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες διατυπώθηκαν οι επίμαχες δηλώσεις. Ειδικότερα, πρέπει να εξετάζεται αν οι δηλώσεις απλώς υπογραμμίζουν την ύπαρξη κινδύνου παράβασης των εφαρμοστέων κανόνων ή αν προδικάζουν οριστική απόφαση επί του κρίσιμου ζητήματος (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, ADDE κατά Κοινοβουλίου, T‑48/17, EU:T:2019:780, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

163    Επίσης, κατά τη νομολογία, η ευθύνη της OLAF μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι ενήργησε κατά σοβαρή και πρόδηλη παράβαση της απαίτησης αμεροληψίας (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, Camós Grau κατά Επιτροπής, T‑309/03, EU:T:2006:110, σκέψεις 131 και 141, και της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 74).

164    Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013 απαιτεί «[ο] γενικός διευθυντής [να] μεριμνά ώστε η ενημέρωση του κοινού να γίνεται κατά τρόπο ουδέτερο και αμερόληπτο».

165    Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών πρέπει να εξεταστεί αν, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, δημοσιεύοντας το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, η OLAF παρέβη την απαίτηση αμεροληψίας, η οποία αποτελεί συγκεκριμένη έκφραση του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και υποχρέωση την οποία το όργανο αυτό υπέχει, μεταξύ άλλων, όταν ενημερώνει το κοινό σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013.

166    Προκαταρκτικώς διευκρινίζεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει συναφώς η ενάγουσα αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ότι παραλείφθηκαν από το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 δεδομένα που είναι ευνοϊκά για αυτήν, ενώ περιλήφθηκαν πραγματικά περιστατικά τα οποία εκτίθενται κατά τέτοιο τρόπο ώστε εμφανίζονται σοβαρότερα απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα.

167    Πρώτον, όσον αφορά τη μνεία των όρων «πολλαπλούς δικαιούχους», διαπιστώνεται ότι αυτοί χρησιμοποιούνται στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 για την περιγραφή των κοινών λογαριασμών στους οποίους οι ερευνητές είχαν οριστεί συνδικαιούχοι με την ενάγουσα.

168    Επομένως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η OLAF χρησιμοποίησε τους όρους αυτούς για να εκθέσει με ακρίβεια στον αναγνώστη ότι οι ερευνητές φέρεται ότι αμείβονταν με επιταγές εκδοθείσες επ’ ονόματί τους, οι οποίες επρόκειτο να κατατεθούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς των οποίων δεν ήταν οι αποκλειστικοί δικαιούχοι. Συναφώς, με το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, η OLAF απλώς παρέθεσε πιστά και με γενικό, ουδέτερο και αμερόληπτο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν με την τελική έκθεση, προκειμένου να ενημερώσει το κοινό σχετικά με την έρευνά της. Επομένως, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι ενήργησε κατά τρόπο μεροληπτικό.

169    Δεύτερον, όσον αφορά τη μνεία των φερόμενων «προσπαθειών» της ενάγουσας για παρακώλυση της έρευνας, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την τελική έκθεση, η OLAF διαπίστωσε κατά τη διάρκεια της έρευνάς της ότι η ενάγουσα είχε επανειλημμένως επικοινωνήσει με ορισμένους ερευνητές και έκρινε ότι οι πράξεις αυτές παρακώλυαν την έρευνά της.

170    Επομένως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η OLAF μνημόνευσε αυτές τις φερόμενες προσπάθειες παρακώλυσης στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 με σκοπό να ενημερώσει τον αναγνώστη σχετικά με τα όσα έλαβαν χώρα κατά την έρευνα, δεδομένου ότι η μνεία αυτή αποτελεί απλώς ένα στοιχείο μεταξύ άλλων ώστε να ενημερωθεί το κοινό σχετικά με τη διεξαγωγή της έρευνας και τα στοιχεία που της επέτρεψαν να διαπιστώσει την ύπαρξη εικαζομένης απάτης. Συναφώς, η OLAF απλώς παρέθεσε πιστά και με γενικό, ουδέτερο και αμερόληπτο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν με την τελική έκθεση και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε κατά τη διάρκεια της έρευνάς της. Η OLAF έκρινε σκόπιμο να μνημονεύσει τα στοιχεία αυτά στο ανακοινωθέν προκειμένου να ενημερώσει το κοινό εντός των ορίων της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει συναφώς. Επομένως, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι ενήργησε κατά τρόπο μεροληπτικό.

171    Τρίτον, όσον αφορά τη μνεία «μεγάλων ποσών» που ανελήφθησαν από την ενάγουσα ή μεταφέρθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό της, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την τελική έκθεση, η OLAF διαπίστωσε κατά τη διάρκεια της έρευνάς της ότι η ενάγουσα προέβη στην ανάληψη μεγάλων ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους ήταν συνδικαιούχος μαζί με ορισμένους ερευνητές και είχε μεταφέρει σημαντικά ποσά από ορισμένους από τους λογαριασμούς αυτούς στον ιδιωτικό της λογαριασμό.

172    Επομένως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η OLAF μνημόνευσε τις τραπεζικές αυτές πράξεις στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 για να εκθέσει στον αναγνώστη τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας –όπως προκύπτει από τη φράση σύμφωνα με την οποία η «OLAF ακολούθησε τις οικονομικές διαδρομές και μπόρεσε να αποδείξει [την ύπαρξη των λόγω πράξεων]»– και τη σημασία που είχε για το όργανο αυτό να έχει πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς κατά τις έρευνές του. Συναφώς, η OLAF δεν αντλεί κανένα συμπέρασμα, απλώς αναπαράγει κατά τρόπο γενικό, ουδέτερο και αμερόληπτο τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν με την τελική έκθεση, προκειμένου να ενημερώσει το κοινό σχετικά με την έρευνά της. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι ενήργησε κατά τρόπο μεροληπτικό.

173    Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 δηλώνει με σαφήνεια ότι η OLAF αποτελεί απλώς και μόνον όργανο έρευνας. Συγκεκριμένα, μολονότι καταλήγει σε συμπεράσματα σχετικά με τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση εξουσία λήψης οριστικής απόφασης έναντι των υποκείμενων στις έρευνές της προσώπων.

174    Συναφώς, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην τελευταία παράγραφο του ανακοινωθέντος Τύπου 13/2020, η οποία διευκρινίζει ότι, μετά την ολοκλήρωση της έρευνάς της, η OLAF διαβίβασε συστάσεις «[...] προς τις εθνικές αρχές να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες κατά των εμπλεκόμενων προσώπων». Η διευκρίνιση αυτή παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να αντιληφθεί ευκρινώς ότι τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσης στα οποία κατέληξε η OLAF κατά τη διάρκεια της έρευνάς της δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν αφ’ εαυτών την αστική ή ποινική ευθύνη της ενάγουσας, δεδομένου ότι μόνον οι εθνικές αρχές έχουν την εξουσία να λάβουν δεσμευτική και τελεσίδικη απόφαση σχετικά με την αθωότητα ή την ενοχή των υποκείμενων στις έρευνες της προσώπων. Επομένως, οι διευκρινίσεις αυτές ενισχύουν εκ νέου το γεγονός ότι η OLAF επέδειξε αμεροληψία στο εν λόγω ανακοινωθέν.

175    Περαιτέρω, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, «[η OLAF] δεν διατηρεί την ουδέτερη και αντικειμενική στάση που οφείλει να τηρεί δυνάμει του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και του άρθρου 10 παρ. 5 του Κανονισμού 883/2013, αφού προδήλως κάνει αναφορά μόνο σε επιβαρυντικά για την ενάγουσα στοιχεία».

176    Συναφώς, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι η ως άνω διάταξη ουδόλως αναφέρεται σε υποχρέωση «ουδέτερης και αντικειμενικής στάσης», οπότε, ως τέτοια, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να συνιστά έκφραση συγκεκριμένου δικαιώματος της αρχής της χρηστής διοίκησης που απονέμει δικαιώματα στην ενάγουσα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 140 και 141 ανωτέρω. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη αναφέρεται στην υποχρέωση ενημέρωσης του κοινού κατά τρόπο «ουδέτερο και αμερόληπτο». Επομένως, το επιχείρημα της ενάγουσας πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενο στην υποχρέωση ουδετερότητας και αμεροληψίας την οποία υπέχει η OLAF όταν αυτή επικοινωνεί με το κοινό. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει παραπομπή στα προεκτεθέντα στις σκέψεις 160 έως 174 ανωτέρω σχετικά με την τήρηση της υποχρέωσης αμεροληψίας.

177    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην OLAF ότι παρέβη κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό την απαίτηση περί αμεροληψίας, καθόσον, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, με το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 απλώς αναπαράγει τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει στο πλαίσιο της έρευνάς της, τούτο δε με τρόπο γενικό, ουδέτερο και αμερόληπτο, χωρίς να εκδηλώσει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις έναντι της ενάγουσας και χωρίς να προδικάσει την οριστική απόφαση που επρόκειτο να εκδοθεί έναντί της από τις εθνικές αρχές. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η OLAF παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης διότι παρέβη την υποχρέωσή της αμεροληψίας καθόσον δημοσίευσε το εν λόγω ανακοινωθέν πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

178    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, γίνεται δεκτό ότι η ενάγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η OLAF παραβίασε κατάφωρα την αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη. Ως εκ τούτου, όλες οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν συναφώς πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

179    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF παραβίασε κατάφωρα την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η ανακοίνωση ανακριβών και ψευδών ή εμπιστευτικών στοιχείων, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσφορη ή αναγκαία για την ενημέρωση του κοινού. Συναφώς, η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι η αρχή της αναλογικότητας απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες και ότι η OLAF έχει μηδενικό ή, έστω, ιδιαιτέρως περιορισμένο περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά την τήρηση των εφαρμοστέων εν προκειμένω κανόνων, οπότε αρκεί απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης για τη στοιχειοθέτηση κατάφωρης παραβίασης της εν λόγω αρχής.

180    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της ενάγουσας και υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η OLAF δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

181    Συναφώς, πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

182    Η αρχή αυτή απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μη βαίνουν πέραν των ορίων του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 1984, Denkavit Nederland, 15/83, EU:C:1984:183, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η αρχή αυτή έχει ως προορισμό να ρυθμίζει όλους τους τρόπους δράσης της Ένωσης, ανεξάρτητα από το αν είναι συμβατικής ή μη συμβατικής φύσης (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑198/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:27, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

183    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας συνιστά κανόνα δικαίου ο οποίος έχει αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες υπό την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 29 ανωτέρω (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Emesa Sugar κατά Συμβουλίου, T‑43/98, EU:T:2001:279, σκέψη 64, και της 29ης Νοεμβρίου 2016, T & L Sugars et Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, T‑279/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:683, σκέψη 58).

184    Εν προκειμένω, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η OLAF, δημοσιεύοντας στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 το σύνολο των προαναφερθεισών, φερόμενων ως ανακριβών, πληροφοριών, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η δημοσίευση των προβαλλόμενων ανακριβών και ψευδών πληροφοριών καθώς και των φερόμενων ως εμπιστευτικών πληροφοριών που ανάγονται σε δεδομένη έρευνα δεν είναι πρόσφορη ή αναγκαία για την ενημέρωση του κοινού σχετικά με τα καθήκοντα της OLAF.

185    Υπογραμμίζεται συναφώς ότι, ως προς την αναφορά της ενάγουσας στο σύνολο των φερόμενων ως ανακριβών και ψευδών πληροφοριών, οι πληροφορίες που περιέχονται στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 ασφαλώς δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τέτοιες, δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του ανακοινωθέντος, οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη διαπίστωση του υποστατού των εκτιθέμενων στην τελική έκθεση της OLAF πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης δεν είχαν εκδώσει δεσμευτική και τελεσίδικη απόφαση σχετικά με τις πληροφορίες αυτές. Επιπλέον, ως προς την αναφορά της ενάγουσας στο σύνολο των φερόμενων ως εμπιστευτικών προαναφερθεισών πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο ανακοινωθέν, πρέπει να γίνει παραπομπή στις εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 118 έως 129 ανωτέρω, όπου εξετάστηκαν οι ισχυρισμοί αυτοί της ενάγουσας και διαπιστώθηκε ότι το ανακοινωθέν δεν περιείχε τέτοιες πληροφορίες.

186    Επομένως, δεδομένου ότι οι περιεχόμενες στο ανακοινωθέν Τύπου 13/2020 πληροφορίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ανακριβείς ή ψευδείς και καθόσον το ανακοινωθέν δεν περιλαμβάνει εμπιστευτικές πληροφορίες της έρευνας που αφορούσαν την ενάγουσα, ενώ περαιτέρω οι πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν με αυτό κρίθηκαν αναγκαίες και πρόσφορες, τηρουμένων των ορίων της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει η OLAF για την επίτευξη του σκοπού ενημέρωσης του κοινού σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013, το όργανο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

187    Κατά συνέπεια, η αιτίαση της ενάγουσας που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμη.

188    Επομένως, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η ενάγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η OLAF, δημοσιεύοντας το ανακοινωθέν Τύπου 13/2020, διέπραξε κατάφωρη παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, των άρθρων 5 και 6 και του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 2018/1725, των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2013, ιδίως εκείνων που αφορούν το τεκμήριο αθωότητας και την εμπιστευτικότητα των ερευνών της OLAF, καθώς και κατάφωρη προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη και κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Επομένως, η ενάγουσα δεν μπόρεσε να αποδείξει την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς της OLAF.

189    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν συντρέχει μία από τις σωρευτικές προϋποθέσεις θεμελίωσης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων θεμελίωσης της ευθύνης αυτής.

190    Εξάλλου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα τα έγγραφα της Επιτροπής που επισυνάφθηκαν στις από 6 Οκτωβρίου 2021 παρατηρήσεις της επί της αίτησης για τη λήψη μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που υπέβαλε η ενάγουσα καθώς και εκείνα που κατέθεσε η ενάγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Νοεμβρίου 2021. Συγκεκριμένα, όλα αυτά τα έγγραφα προσκομίστηκαν εκπροθέσμως, χωρίς να παρασχεθεί βάσιμη και πειστική δικαιολογία, ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν υποβληθεί στο Γενικό Δικαστήριο κατά τη δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, όπως έγινε με το παράρτημα C.3 του υπομνήματος απαντήσεως και το παράρτημα D.1 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, τα οποία αφορούν τα ίδια ζητήματα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

191    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

192    Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει την OC στα δικαστικά έξοδα.

Costeira

Kancheva

Zilgalvis

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Μαΐου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.