Language of document : ECLI:EU:F:2007:121

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2007

Υπόθεση F-24/06

Sabrina Abarca Montiel κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Κατάταξη και αποδοχές – Γραφείο “Υποδομές και Διοικητική Υποστήριξη” στις Βρυξέλλες (ΟΙΒ) – Βρεφονηπιοκόμοι – Πρώην μισθωτοί βελγικού δικαίου – Αλλαγή του εφαρμοζομένου καθεστώτος – Ίση μεταχείριση»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η S. Abarca Montiel και 19 άλλοι συμβασιούχοι υπάλληλοι της Επιτροπής ζητούν την ακύρωση των αποφάσεων της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων αρχής περί καθορισμού της κατατάξεως και των αποδοχών τους ως συμβασιούχων υπαλλήλων, οι οποίες υπογράφηκαν τον Απρίλιο του 2005 και τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 2005, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεων της ίδιας αρχής, της 21ης Νοεμβρίου 2005, περί απορρίψεως των ενστάσεων κατά των πρώτων αποφάσεων.

Απόφαση: Οι αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή καθόρισε τις αποδοχές των προσφευγόντων δυνάμει των συμβάσεων εργασίας που υπογράφηκαν τον Απρίλιο του 2005 ακυρώνονται. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων των προσφευγουσών. Οι προσφεύγουσες φέρουν το ήμισυ των δικαστικών τους εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Κατάταξη

(Καθεστώς που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό, άρθρα 80 § 2 και 82 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Αμοιβή

(Καθεστώς που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό, άρθρο 2 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Αμοιβή

(Καθεστώς που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό, άρθρο 2 § 2)

1.      Κατά το άρθρο 82, παράγραφος 2, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό, οι προϋποθέσεις προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου είναι οι ίδιες για τις ομάδες καθηκόντων II και IIΙ: ο ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι κάτοχος διπλώματος που πιστοποιεί τριτοβάθμια εκπαίδευση ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση με δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και να διαθέτει, στη δεύτερη περίπτωση, τουλάχιστον τριετή κατάλληλη επαγγελματική πείρα ή, ακόμη, όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, να έχει επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδυνάμου επιπέδου.

Οι σχετικές διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, σχετικά με τις διαδικασίες προσλήψεως συμβασιούχων υπαλλήλων στην Επιτροπή, δεν αναιρούν τη διαπίστωση αυτή, ιδίως όσον αφορά την προϋπόθεση περί κατοχής διπλώματος που να πιστοποιεί δευτεροβάθμια εκπαίδευση και παρέχει πρόσβαση στην τριτοβάθμια. Εφόσον ο κάτοχος του διπλώματος δύναται να αποδείξει ότι διαθέτει τριετή κατάλληλη επαγγελματική πείρα, το δίπλωμα αυτό παρέχει πρόσβαση σε θέσεις τόσο στην ομάδα καθηκόντων II όσο και της ομάδας καθηκόντων III.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι διαθέτουν δίπλωμα που παρέχει πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την πρόσληψή τους στην ομάδα καθηκόντων ΙΙΙ, αντί στην ομάδα καθηκόντων ΙΙ.

Εξάλλου, η Επιτροπή εξέδωσε γενικές εκτελεστικές διατάξεις περί μεταβατικών μέτρων μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του «Γραφείου Υποδομές και Διοικητική Υποστήριξη» των Βρυξελλών οι οποίοι εργάζονται σε παιδικούς σταθμούς στις Βρυξέλλες, προκειμένου να οριοθετήσει τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει κατά την εφαρμογή του άρθρου 80, παράγραφος 2, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό, το οποίο καθορίζει τα της υπαγωγής των διαφόρων εργασιών σε ομάδες καθηκόντων. Από το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, των εν λόγω γενικών εκτελεστικών διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι οι εργαζόμενοι ως βρεφονηπιοκόμοι κατατάσσονται στην ομάδα καθηκόντων ΙΙ, εκτός αν εργάζονται ως «συντονιστές του προσωπικού κατά το βελγικό δίκαιο», οπότε κατατάσσονται στην ομάδα καθηκόντων III.

Ειδικότερα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, των εν λόγω εκτελεστικών διατάξεων επιτρέπει μεν στην Επιτροπή να προσλαμβάνει συμβασιούχο στην ομάδα καθηκόντων III εφόσον διαθέτει δίπλωμα βρεφονηπιοκόμου, πλην όμως πρόκειται απλώς για ευχέρεια του κοινοτικού οργάνου όπως προκύπτει από τη χρήση του ρήματος «δύναται» στη διάταξη αυτή. Η διαφορά μεταξύ του αγγλικού κειμένου του άρθρου 5, παράγραφος 1, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 1 των εν λόγω εκτελεστικών διατάξεων, και του γαλλικού κειμένου, το οποίο δεν περιέχει τέτοια παραπομπή, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η κατάταξη των συμβασιούχων υπαλλήλων που διαθέτουν δίπλωμα βρεφονηπιοκόμου στην ομάδα καθηκόντων ΙΙΙ είναι προαιρετική για το κοινοτικό όργανο.

(βλ. σκέψεις 47 έως 50, 53 και 54)

2.      Από το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό προκύπτει ότι η καταβολή συμπληρωματικού ποσού, σε περίπτωση που οι αποδοχές του εργαζομένου που εργαζόταν στο κοινοτικό όργανο με σύμβαση εργασίας του εθνικού δικαίου μειωθούν μετά την πρόσληψή του ως συμβασιούχου υπαλλήλου, απόκειται στην ευχέρεια του οργάνου. Επιπλέον, το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 2, παρέχει στο κοινοτικό όργανο ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό του συμπληρωματικού ποσού, κατά το μέτρο που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεταξύ της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τη φορολογία και την κοινωνική ασφάλιση και των κανόνων που ισχύουν για τον συμβασιούχο.

Για την εκτέλεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό, η Επιτροπή έχει θεσπίσει τα άρθρα 7 και 8 των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, περί μεταβατικών μέτρων που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του Γραφείου «Υποδομές και Διοικητική Υποστήριξη» που εργάζονται στους παιδικούς σταθμούς των Βρυξελλών, καθώς και τα παραρτήματα I έως III των εν λόγω εκτελεστικών διατάξεων. Πάντως, οι διατάξεις αυτές όντως υποχρεώνουν την Επιτροπή να καταβάλλει συμπληρωματικό ποσό σε συμβασιούχους υπαλλήλους ορισμένων κατηγοριών, σύμφωνα με τις ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές. Ωστόσο, οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό δεν μπορούν να είναι αντίθετες σε υπέρτερης ισχύος κανόνες του δικαίου της δημόσιας διοίκησης.

(βλ. σκέψεις 92, 93 και 95)

3.      Για να διαπιστωθεί αν ο συνυπολογισμός των οικογενειακών επιδομάτων στον καθορισμό των καθαρών αποδοχών που λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος ως συμβασιούχος υπάλληλος, αφενός, και ως μισθωτός του εθνικού δικαίου, αφετέρου, αποβαίνει σε βάρος των συμβασιούχων υπαλλήλων οι οποίοι, κατά τα χρονικά σημεία που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8 των γενικών εκτελεστικών διατάξεων περί μεταβατικών μέτρων εφαρμοζομένων στους υπαλλήλους του Γραφείου «Υποδομές και Διοικητική Υποστήριξη» που εργάζονται στους παιδικούς σταθμούς των Βρυξελλών, είχαν προστατευόμενα τέκνα σε σύγκριση με εκείνους που, κατά τις ίδιες ημερομηνίες, δεν είχαν προστατευόμενα τέκνα, πρέπει, πρώτον, να διαπιστωθεί αν οι συμβασιούχοι υπάλληλοι των δύο αυτών κατηγοριών βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, βάσει του σκοπού του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό, ο οποίος συνίσταται στην αντιστάθμιση τυχόν απωλειών στις αποδοχές, οφειλόμενων στη μετάβαση των ενδιαφερομένων στο καθεστώς του συμβασιούχου υπαλλήλου.

Δεύτερον, ο συνυπολογισμός των οικογενειακών επιδομάτων στον καθορισμό των καθαρών αποδοχών που λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος ως συμβασιούχος υπάλληλος, αφενός, και ως μισθωτός του εθνικού δικαίου, αφετέρου, επηρεάζει ευθέως τον καθορισμό του συμπληρωματικού ποσού που προκύπτει από τη σύγκριση μεταξύ των εν λόγω καθαρών αποδοχών, η οποία διενεργείται κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα I των εν λόγω εκτελεστικών διατάξεων. Σε περίπτωση που το ποσό των οικογενειακών επιδομάτων που έχει συνυπολογιστεί στις καθαρές αποδοχές που λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος ως συμβασιούχος υπάλληλος είναι υψηλότερο από τα οικογενειακά επιδόματα τα οποία λάμβανε υπαγόμενος στη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου υπηρετεί και τα οποία έχουν συνυπολογιστεί στις αντίστοιχες αποδοχές, μειώνεται αντιστοίχως το συμπληρωματικό ποσό που καταβάλλεται στα πρόσωπα που, κατά τον χρόνο μεταβάσεώς τους στο καθεστώς του συμβασιούχου υπαλλήλου, είχαν ένα ή περισσότερα προστατευόμενα τέκνα.

Κατά συνέπεια, ο συνυπολογισμός των οικογενειακών επιδομάτων στις αποδοχές μπορεί να προκαλέσει διαφορετική μισθολογική μεταχείριση ανάλογα με το αν, κατά τα χρονικά σημεία που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8 των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, ο συμβασιούχος υπάλληλος είχε προστατευόμενα τέκνα, με συνέπεια να βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση ο υπάλληλος που κατά τα προαναφερθέντα χρονικά σημεία είχε ένα ή περισσότερα προστατευόμενα τέκνα. Συναφώς, το γεγονός ότι τα οικογενειακά επιδόματα συμπεριλαμβάνονται στις αποδοχές που οι Κοινότητες υποχρεούνται να καταβάλλουν στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ συμβασιούχων υπαλλήλων, εφόσον πρόκειται μόνο για τη χορήγηση σε αυτούς συμπληρωματικού ποσού ως αντιστάθμισμα στη μείωση των αποδοχών λόγω της μεταβάσεώς τους από καθεστώς εθνικού δικαίου σε καθεστώς κοινοτικού δικαίου.

Επομένως, ελλείψει αντικειμενικών λόγων, τα σημεία Α και Β του παραρτήματος Ι των γενικών εκτελεστικών διατάξεων περί μεταβατικών μέτρων που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του Γραφείου «Υποδομές και Διοικητική Υποστήριξη» που εργάζονται στους παιδικούς σταθμούς των Βρυξελλών, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 7 των εν λόγω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψεις 96 έως 101)