Language of document : ECLI:EU:T:2006:397

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2006 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αιτήσεις καταχωρίσεως των εικονιστικών κοινοτικών σημάτων VENADO με πλαίσιο, VENADO και VENADO ESPECIAL – Προγενέστερα εικονιστικά κοινοτικά σήματα που παριστάνουν, εγγεγραμμένο σε κύκλο, το κεφάλι ενός ελαφιού όπως φαίνεται από μπροστά – Σχετικός λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03,

Mast-Jägermeister AG, με έδρα το Wolfenbüttel (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο C. Drzymalla,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από την J. García Murillo,

καθού,

όπου έτερο μέρος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου είναι η:

Licorera Zacapaneca SA, με έδρα τη Santa Cruz (Γουατεμάλα), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους L. Corno Caparrós και B. Uriarte Valiente,

με αντικείμενο τρεις προσφυγές κατά των αποφάσεων του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 19ης Δεκεμβρίου 2002 (υπόθεση R 412/2002‑1 και υπόθεση R 382/2002‑1) και της 14ης Ιανουαρίου 2003 (υπόθεση R 407/2002‑1), σχετικά με διαδικασίες ανακοπής μεταξύ της Licorera Zacapaneca SA και της Mast‑Jägermeister AG,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τον Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, την M. E. Martins Ribeiro και την K. Jürimäe, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη τα δικόγραφα των προσφυγών που η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 (υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03) και στις 19 Μαρτίου 2003 (υπόθεση T‑103/03),

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως που το ΓΕΕΑ κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 (υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03) και στις 15 Δεκεμβρίου 2004 (υπόθεση T‑103/03),

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα παρεμβάσεως που η παρεμβαίνουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Δεκεμβρίου 2004,

έχοντας υπόψη τις διατάξεις της 16ης Ιουνίου και 5ης Δεκεμβρίου 2003 και της 22ας Απριλίου 2004 με τις οποίες αποφασίστηκε να ανασταλούν οι δίκες,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 1ης Ιουλίου 2006 με την οποία αποφασίστηκε να συνεκδικαστούν οι υποθέσεις,

έχοντας υπόψη την προφορική διαδικασία και κατόπιν της συνεδριάσεως της 13ης Ιουλίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 13 Νοεμβρίου 1998, η Licorera Zacapaneca SA υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) τρεις αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

2        Τα τρία σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση είναι τα εικονιστικά σημεία που εικονίζονται πιο κάτω, για τα οποία τα χρώματα που διεκδικήθηκαν ήσαν το μαύρο, το χρυσαφί και το άσπρο καθώς και, όσον αφορά μόνο τα σήματα των οποίων η καταχώριση ζητήθηκε στις υποθέσεις T‑81/03 και T-103/03, το κόκκινο:


Image not foundImage not found


Image not foundImage not found


Image not foundImage not found

(υπόθεση T-81/03)

(υπόθεση T-82/03)

(υπόθεση T-103/03)


3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση των σημάτων είναι τα ίδια και στις τρεις περιπτώσεις και υπάγονται στις κλάσεις 32 και 33 του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουλίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και υπηρεσιών προς τον σκοπό της καταχωρίσεως των σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί. Ειδικότερα, ο κατάλογος των προϊόντων για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση, όπως ο κατάλογος αυτός περιορίστηκε από την παρεμβαίνουσα στις 7 Φεβρουαρίου 2000, περιέχει τα ακόλουθα προϊόντα:

–        κλάση 32: «Μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά· ποτά από φρούτα και φρουτοχυμοί· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία»·

–        κλάση 33: «Ρούμι, ηδύποτα με βάση το ρούμι και αποστάγματα».

4        Οι δύο αιτήσεις κοινοτικών σημάτων οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο των υποθέσεων T‑81/03 και T‑82/03 δημοσιεύθηκαν στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 88/99, της 8ης Νοεμβρίου 1999.

5        Στις 24 Νοεμβρίου 1999, η Mast-Jägermeister AG άσκησε δύο ανακοπές κατά των αιτήσεων αυτών, βάσει του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94. Οι ανακοπές στηρίζονταν στο προγενέστερο κοινοτικό εικονιστικό σήμα της προσφεύγουσας, το οποίο καταχωρίστηκε στις 16 Οκτωβρίου 1998 υπό τον αριθμό 337 337 (στο εξής: προγενέστερο σήμα) και εικονίζεται αμέσως πιο κάτω:

Image not foundImage not found

6        Τα προϊόντα για τα οποία καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα υπάγονται στις κλάσεις 18, 25, 32 και 33 του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 18: «Ομπρέλες, αλεξήλια»·

–        κλάση 25: «Ενδύµατα, υποδήµατα, είδη πιλοποιίας»·

–        κλάση 32: «Μη οινοπνευματώδη ποτά»·

–        κλάση 33: «Οίνοι, αφρώδεις οίνοι, οίνοι από φρούτα, αφρώδεις οίνοι από φρούτα, οινοπνευματώδη».

7        Οι λόγοι κάθε ανακοπής ήσαν ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το προγενέστερο σήμα είναι πανομοιότυπα και ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεώς τους κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 40/94.

8        Η τρίτη αίτηση κοινοτικού σήματος της παρεμβαίνουσας, αίτηση η οποία αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως T‑103/03, δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 38/2000, της 15ης Μαΐου 2000.

9        Στις 31 Μαΐου 2000, η προσφεύγουσα άσκησε ανακοπή κατά της αιτήσεως αυτής στηριζόμενη στο προγενέστερο σήμα που προαναφέρθηκε στη σκέψη 5, καθώς και στο προγενέστερο κοινοτικό εικονιστικό σήμα της που καταχωρίστηκε στις 15 Οκτωβρίου 1998 υπό τον αριθμό 135 228 (στο εξής: δεύτερο προγενέστερο σήμα) και εικονίζεται αμέσως πιο κάτω:

Image not foundImage not found

10      Τα προϊόντα για τα οποία καταχωρίστηκε το δεύτερο προγενέστερο σήμα υπάγονται στην κλάση 33 του Διακανονισμού της Νίκαιας και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «οινοπνευματώδη ποτά (εξαιρουμένου του ζύθου)».

11      Οι λόγοι της ανακοπής ήσαν ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και τα δύο προγενέστερα σήματα είναι πανομοιότυπα και ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεώς τους κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 40/94.

12      Με υπομνήματά της σχετικά με τους λόγους των τριών ανακοπών της, τα οποία υπέβαλε στις 2 Ιουνίου (υπόθεση T‑81/03), 27 Απριλίου (υπόθεση T‑82/03) και 3 Νοεμβρίου 2000 (υπόθεση T‑103/03), καθώς και με επιστολές της 27ης Σεπτεμβρίου 2000 (υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03), η προσφεύγουσα επικαλέστηκε τα αποτελέσματα δύο δημοσκοπήσεων που έγιναν το 1994 και το 1999 στη Γερμανία. Η δημοσκόπηση του 1994 συνήγαγε ότι για το 88 % του ενήλικα γερμανικού πληθυσμού το σήμα Jägermeister συνδέεται με οινοπνευματώδη ποτά. Κατά τα συμπεράσματα της δημοσκοπήσεως του 1999, το 70 % του γερμανικού πληθυσμού είναι σε θέση να συνδέσει την ονομασία «Jägermeister» με μια ασπρόμαυρη εικόνα η οποία παριστάνει το κεφάλι ενός ελαφιού.

13      Με τρεις αποφάσεις της 25ης Μαρτίου (υπόθεση T‑81/03), της 27ης Φεβρουαρίου (υπόθεση T‑82/03) και της 14ης Μαρτίου 2002 (υπόθεση T‑103/03), τα τμήματα ανακοπών δέχθηκαν τις ανακοπές και απέρριψαν στο σύνολό τους τις τρεις αιτήσεις καταχωρίσεως, με την αιτιολογία ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως στην Ισπανία, λαμβανομένων υπόψη της ομοιότητας των επίμαχων σημείων και του γεγονότος ότι τα σχετικά προϊόντα είναι εν μέρει πανομοιότυπα και εν μέρει όμοια. Όσον αφορά τις δύο δημοσκοπήσεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα, τα τμήματα ανακοπών έκριναν ότι η δημοσκόπηση του 1994 δεν ασκεί επιρροή, καθόσον αφορά την αναγνώριση στην αγορά του σήματος Jägermeister και όχι του προγενέστερου σήματος. Όσο για τη δεύτερη δημοσκόπηση που έγινε το 1999, τα τμήματα ανακοπών, με τις αποφάσεις τους επί των ανακοπών που αποτελούν αντικείμενο των υποθέσεων T‑81/03 και T‑82/03, διαπίστωσαν ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε, εντός της προθεσμίας που τάχθηκε για να συμπληρώσει τις ανακοπές της, τη ζωγραφιά που δείχτηκε στα πρόσωπα τα οποία ρωτήθηκαν στο πλαίσιο της δημοσκοπήσεως αυτής. Ούτε στην απόφαση επί της ανακοπής που αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως T‑103/03, η πιο πάνω δημοσκόπηση, της οποίας όλα τα στοιχεία προσκομίστηκαν εγκαίρως, ελήφθη υπόψη από το τμήμα ανακοπών, με την αιτιολογία ότι, αφενός, δεν αποδείχθηκε ότι σε άλλες περιοχές εκτός της Ισπανίας το λεκτικό στοιχείο «venado especial» θα έχει ακριβώς τον ίδιο αντίκτυπο που θα έχει για το κοινό της χώρας αυτής και, αφετέρου, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως στην Ισπανία είναι επαρκής για να απορριφθεί στο σύνολό της η επίμαχη αίτηση καταχωρίσεως σήματος. Τέλος, στην ίδια απόφαση, το τμήμα ανακοπών επικέντρωσε την ανάλυσή του στον κίνδυνο συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε στην υπόθεση εκείνη και δεν συνέκρινε με το δεύτερο προγενέστερο σήμα το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

14      Στις 25 Απριλίου (υπόθεση T‑82/03) και στις 10 Μαΐου 2002 (υποθέσεις T‑81/03 και T‑103/03), η παρεμβαίνουσα άσκησε βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 τρεις προσφυγές κατά των πιο πάνω αποφάσεων των τμημάτων ανακοπών.

15      Με αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2002 (αριθ. R 412/2002‑1 η οποία αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής T‑81/03 και αριθ. R 382/2002‑1 η οποία αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής T‑82/03) και της 14ης Ιανουαρίου 2003 (αριθ. R 407/2002‑1 η οποία αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής T-103/03) (συλλήβδην στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε τις προσφυγές της παρεμβαίνουσας και, κατά συνέπεια, απέρριψε τις ανακοπές της προσφεύγουσας. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα στις 2 (υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03) και στις 20 Ιανουαρίου 2003 (υπόθεση T‑103/03).

16      Στην ουσία, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, παρά το ότι ορισμένα επίμαχα προϊόντα των κλάσεων 32 και 33 είναι πανομοιότυπα, δεν υπάρχει επιτακτικός λόγος να θεωρηθεί ότι υφίσταται κίνδυνος το ευρύ κοινό να μπερδέψει σε οποιοδήποτε μέρος της Κοινότητας το προγενέστερο σήμα με τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, και τούτο λόγω της διαφοράς των πιο πάνω σημάτων από οπτική και φωνητική άποψη και της ελλείψεως μεγάλης εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ τους. Το συμπέρασμα αυτό, το οποίο στην ουσία στηρίχθηκε σε σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων από το τμήμα προσφυγών, επιρρωννύεται, κατά το ίδιο τμήμα, από τη συχνή χρήση της ζωγραφιάς ενός ελαφιού ή του κεφαλιού ενός ελαφιού για να προστατευθεί ευρύ φάσμα ποτών, όπως μαρτυρούν οκτώ καταχωρίσεις κοινοτικών σημάτων και η έρευνα στο μητρώο σημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου στην οποία προέβη εξ ιδίας πρωτοβουλίας το τμήμα προσφυγών.

17      Όσον αφορά τις δύο δημοσκοπήσεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών, στις αποφάσεις του της 19ης Δεκεμβρίου 2002 (υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03), στην ουσία επιβεβαίωσε για τους ίδιους λόγους τις εκτιμήσεις των τμημάτων ανακοπών. Στην απόφασή του της 14ης Ιανουαρίου 2003 (υπόθεση T‑103/03), το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε και το συμπέρασμα του τμήματος ανακοπών σχετικά με την έλλειψη επιρροής της δημοσκοπήσεως του 1994. Όσον αφορά τη δημοσκόπηση του 1999, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αποτελέσματά της δεν αποτελούν ένδειξη σχετικά με το πώς ο Γερμανός καταναλωτής εκλαμβάνει μια εικόνα κεφαλιού ενός ελαφιού που είναι διαφορετική από την εικόνα του κεφαλιού του ελαφιού στο σήμα της προσφεύγουσας και που συνοδεύεται με τις ξένες λέξεις «venado especial». Κατά το τμήμα προσφυγών, στην περίπτωση αυτή είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να συνδέουν τη σχετική εικόνα με ένα προϊόν της προσφεύγουσας (Mast-Jägermeister). Κατά συνέπεια, ακόμη και αν το τμήμα προσφυγών δεχόταν ότι το προγενέστερο σήμα έχει ισχυρότερο διακριτικό χαρακτήρα στη Γερμανία, τούτο ουδόλως θα είχε ως συνέπεια ότι το γερμανικό κοινό θα μπερδέψει με το κεφάλι ελαφιού το οποίο χαρακτηρίζει τα προϊόντα της προσφεύγουσας το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Τέλος, στην ίδια απόφαση, το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε τη συλλογιστική του τμήματος ανακοπών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να ληφθεί υπόψη, για την αξιολόγηση του κινδύνου συγχύσεως στην υπόθεση εκείνη, μόνο το προγενέστερο σήμα που προαναφέρθηκε στη σκέψη 5, καθόσον το σήμα αυτό ήταν πιο κοντά στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση κινδύνου συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, θα ήταν ανώφελο να αξιολογηθεί το δεύτερο προγενέστερο σήμα. Αντιστρόφως, σε περίπτωση ελλείψεως κινδύνου συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, κατά μείζονα λόγο θα αποκλειόταν ο κίνδυνος αυτός μεταξύ του δεύτερου προγενέστερου σήματος και του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

 Αιτήματα των διαδίκων

18      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

–        να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

19      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        κυρίως:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

–        να καταδικάσει την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα ή να καταδικάσει τους διαδίκους αντιστοίχως στα δικαστικά τους έξοδα·

–        επικουρικώς:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

20      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

21      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ παραιτήθηκε του αιτήματός του να καταδικαστεί η παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα στην περίπτωση που γίνει δεκτή η προσφυγή και διευκρίνισε ότι, στην περίπτωση αυτή, οι διάδικοι πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα. Στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως το Πρωτοδικείο σημείωσε την τροποποίηση αυτή.

22      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρεμβαίνουσα προσέθεσε ένα αίτημα σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, με το οποίο ζήτησε να καταδικαστεί το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα της παρεμβαίνουσας σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων. Η παρεμβαίνουσα αιτιολόγησε το αίτημα αυτό επικαλούμενη το γεγονός ότι το ΓΕΕΑ, με το κύριο αίτημά του, συντάχθηκε με το αίτημα της προσφεύγουσας να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις. Πάντως, θεωρεί ότι από την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2004, C‑106/03 P, Vedial κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2004, σ. I‑9573, σκέψη 26), προκύπτει ότι η πιο πάνω στάση του ΓΕΕΑ διαψεύδει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της παρεμβαίνουσας, η οποία ανέμενε από το ΓΕΕΑ να υποστηρίξει ενώπιον του Πρωτοδικείου τις αποφάσεις των δικών του τμημάτων προσφυγών. Στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως το Πρωτοδικείο σημείωσε την τροποποίηση αυτή.

 Επί του παραδεκτού του κυρίου αιτήματος του ΓΕΕΑ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι το κύριο αίτημά του, με το οποίο επιδιώκει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, είναι παραδεκτό. Επικαλείται εν προκειμένω τη νομολογία ότι δεν είναι υποχρεωμένο να υπερασπίζεται εκ συστήματος κάθε απόφαση ενός τμήματος προσφυγών, αλλά δύναται να συνταχθεί με ένα αίτημα του προσφεύγοντος ή ακόμη και να αφεθεί στη δίκαιη κρίση του Πρωτοδικείου [απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, T‑107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ – Atofina Chemicals (BIOMATE), Συλλογή 2004, σ. II‑1845, σκέψεις 34 και 36].

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

24      Πρέπει να σημειωθεί ότι, με το κύριο αίτημά του, το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, το ΓΕΕΑ προβάλλει επιχειρήματα για να αποδείξει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη όταν εν προκειμένω αρνήθηκε την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

25      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, σε δίκη επί προσφυγής κατά αποφάσεως τμήματος προσφυγών η οποία ελήφθη στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, το ΓΕΕΑ δεν έχει την εξουσία να μεταβάλει με τη στάση του ενώπιον του Πρωτοδικείου τους όρους της διαφοράς όπως αυτοί απορρέουν από τα αντίστοιχα αιτήματα εκείνου που ζήτησε την καταχώριση και εκείνου που άσκησε ανακοπή [προαναφερθείσα στη σκέψη 22 απόφαση Vedial κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 26· βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Φεβρουαρίου 2006, T‑466/04 και T‑467/04, Dami κατά ΓΕΕΑ – Stilton Cheese Makers (GERONIMO STILTON), που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 29 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

26      Ωστόσο, από τη νομολογία αυτή δεν προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ είναι υποχρεωμένο να ζητήσει την απόρριψη της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως ενός από τα τμήματά του προσφυγών. Συγκεκριμένα, ναι μεν το ΓΕΕΑ δεν έχει την απαιτούμενη ενεργητική νομιμοποίηση για να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως ενός τμήματος προσφυγών, πλην όμως, αντιστρόφως, δεν είναι δυνατόν να οφείλει να υπερασπίζεται εκ συστήματος κάθε προσβαλλόμενη απόφαση ενός τμήματος προσφυγών ή να ζητεί υποχρεωτικά την απόρριψη κάθε προσφυγής που στρέφεται κατά μιας τέτοιας αποφάσεως (προαναφερθείσα στη σκέψη 23 απόφαση BIOMATE, σκέψη 34, και προαναφερθείσα στη σκέψη 25 απόφαση GERONIMO STILTON, σκέψη 30).

27      Κατά συνέπεια, τίποτα δεν αντιτίθεται στο να συνταχθεί το ΓΕΕΑ με ένα αίτημα του προσφεύγοντος ή ακόμη και να αφεθεί στη δίκαιη κρίση του Πρωτοδικείου, προβάλλοντας όλα τα επιχειρήματα που θεωρεί κατάλληλα να διαφωτίσουν το Πρωτοδικείο [προαναφερθείσα στη σκέψη 23 απόφαση BIOMATE, σκέψη 36· απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, Τ-379/03, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ (Cloppenburg), Συλλογή 2005, σ. ΙI-4633, σκέψη 22, και προαναφερθείσα στη σκέψη 25 απόφαση GERONIMO STILTON, σκέψη 31].

28      Αντιθέτως, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να ζητήσει την ακύρωση ή τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών σε ένα σημείο που δεν επικρίθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής ή να προβάλει ισχυρισμούς που δεν προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής (προαναφερθείσα στη σκέψη 22 απόφαση Vedial κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 34· προαναφερθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Cloppenburg, σκέψη 22, και προαναφερθείσα στη σκέψη 25 απόφαση GERONIMO STILTON, σκέψη 32).

29      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του κύριου αιτήματός του, το ΓΕΕΑ προέβαλε μόνον επιχειρήματα υπέρ της προσφεύγουσας, κατά την οποία το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη όταν θεώρησε ότι, τουλάχιστον στην Ισπανία, δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως των συγκρουόμενων σημάτων. Κατά συνέπεια, το κύριο αίτημα του ΓΕΕΑ και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξή του είναι παραδεκτά εφόσον δεν εξέρχονται του πλαισίου του αιτήματος και των ισχυρισμών της προσφεύγουσας.

 Επί της ουσίας

30      Η προσφεύγουσα διατυπώνει, σε κάθε μία υπόθεση, δύο λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλει, πρώτον, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 και, δεύτερον, παράβαση του άρθρου 73 του ίδιου κανονισμού. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί πρώτος.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Η προσφεύγουσα, επικαλούμενη τη νομολογία σχετικά με την αξιολόγηση του κινδύνου συγχύσεως, σημειώνει ότι, εφόσον το προγενέστερο σήμα είναι κοινοτικό σήμα, για να αξιολογηθεί ο κίνδυνος αυτός τα πράγματα πρέπει να κοιταχτούν από τη σκοπιά του ενδιαφερόμενου κοινού σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, είναι αρκετό ο κίνδυνος συγχύσεως να υπάρχει τουλάχιστον σε σημαντικό μέρος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως είναι ολόκληρη η επικράτεια ενός κράτους μέλους.

32      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι σωστά το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι τα σχετικά προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή όμοια. Αντιθέτως, επικρίνει τη σύγκριση των σημείων στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών.

33      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι το τμήμα προσφυγών έδωσε υπερβολική σημασία στον όρο «venado» ή, στην υπόθεση T‑103/03, στις λέξεις «venado especial». Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του όρου «venado» στα ισπανικά (ελάφι), για τον ισπανόφωνο καταναλωτή ο όρος αυτός απλώς και μόνον περιγράφει την εικόνα που περιλαμβάνεται στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Η εικόνα αυτή έχει, απλώς και μόνον λόγω του μεγέθους της, κυρίαρχη θέση στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Έτσι, ως εκ της λειτουργίας της, η οποία είναι αμιγώς περιγραφική του εικονιστικού στοιχείου, η λέξη «venado» δεν θα μπορέσει να εντυπωθεί στο ισπανόφωνο κοινό. Ο όρος «especial», ο οποίος εμφανίζεται μόνο στο σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε στην υπόθεση T‑103/03, δεν έχει άλλη σημασία από αυτή του «σπέσιαλ», οπότε το ενδιαφερόμενο κοινό τον αντιλαμβάνεται ως ένδειξη του ότι το σχετικό προϊόν είναι ένα βελτιωμένο, ή τροποποιημένο, προϊόν του ίδιου παρασκευαστή. Τέτοιες έννοιες χρησιμοποιούνται συνηθέστατα και δεν έχουν διακριτικό χαρακτήρα.

34      Ακόμη και πέραν του ισπανόφωνου κοινού, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την ομοιότητα των συγκρουόμενων σημείων, λόγω της υπάρξεως του στοιχείου «venado» σε κάθε σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Κατά την προσφεύγουσα, όταν το προγενέστερο σήμα αποτελείται μόνον από ένα εικονιστικό σημείο, το εικονιστικό στοιχείο ενός μικτού μεταγενέστερου σήματος, δηλαδή λεκτικού και εικονιστικού σήματος, είναι εκείνο που θα δημιουργεί σύγχυση. Μάλιστα, το λεκτικό στοιχείο του τελευταίου σήματος θα μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο συγχύσεως, όπως εν προκειμένω, όπου το στοιχείο αυτό, από εννοιολογική άποψη, αντιστοιχεί με το εικονιστικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το λεκτικό στοιχείο ενός μικτού μεταγενέστερου σημείου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τονίσει τη διαφορά μεταξύ του σημείου αυτού και του προγενέστερου σήματος που δεν έχει λεκτικά στοιχεία, όταν ευθύς εξ αρχής αποκλείεται η σύγκριση του λεκτικού αυτού στοιχείου με το προγενέστερο εικονιστικό σήμα. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, το κοινό θα συγκρίνει με το εικονιστικό στοιχείο του μεταγενέστερου σήματος την εικόνα του προγενέστερου εικονιστικού σήματος την οποία έχει στη μνήμη του. Διαφορετική εκτίμηση του ζητήματος αυτού θα οδηγούσε απλούστατα στο να επιτραπεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταγενέστερο σημείο ακριβώς το ίδιο, ή σχεδόν το ίδιο, προγενέστερο εικονιστικό σημείο, όταν προστεθεί σε αυτό κάποια λέξη, περιλαμβανομένης εκείνης που αντιστοιχεί απλώς και μόνο στη λεκτική περιγραφή του εικονιστικού σημείου.

35      Κατά την προσφεύγουσα, η υπό κρίση υπόθεση διακρίνεται από την περίπτωση όπου τόσο το προγενέστερο σήμα όσο και το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αποτελούνται από συνδυασμό λεκτικών και εικονιστικών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί μερικές φορές το λεκτικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος να είναι τόσο εντυπωσιακό ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να συγκρατεί στη μνήμη του το σήμα αυτό μόνο μέσω του λεκτικού στοιχείου του και, όταν βρεθεί μπροστά σε ένα μεταγενέστερο λεκτικό και εικονιστικό σημείο, να λάβει υπόψη ως καθοριστικά στοιχεία μόνο τα λεκτικά στοιχεία που περιέχονται στα συγκρουόμενα σημεία.

36      Επομένως, κατά τη σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων, το εικονιστικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση πρέπει να ληφθεί υπόψη ως καθοριστικό στοιχείο, και τούτο ακόμη περισσότερο για τον λόγο ότι τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των πιο πάνω σημάτων είναι προϊόντα καθημερινής χρήσεως, τα οποία κυρίως αγοράζονται με βάση την οπτική εντύπωση που δίνουν, πράγμα που δίνει ιδιαίτερη σημασία στο εικονιστικό στοιχείο.

37      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών κακώς έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο αυτό, τη διάταξη των χρωμάτων στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Συγκεκριμένα, η καταχώριση του ασπρόμαυρου προγενέστερου σήματος καλύπτει κάθε διάταξη χρωμάτων, περιλαμβανομένης της χρησιμοποιήσεως του χρυσαφί για τον περιγεγραμμένο κύκλο και για το περίγραμμα του κεφαλιού του ελαφιού. Επιρροής στερείται και το γεγονός ότι το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε στην υπόθεση T‑103/03 έχει ένα πλαίσιο από μαύρες και κόκκινες γραμμές και έτσι θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ετικέτας. Εφόσον το πλαίσιο αυτό είναι ένα βασικό γεωμετρικό σήμα, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα του δώσει σημασία. Επί πλέον, το δεύτερο προγενέστερο σήμα συνιστά και αυτό ετικέτα, ενώ το προγενέστερο σήμα συχνά εικονίζεται σε ετικέτες.

38      Τρίτον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το τμήμα προσφυγών έδωσε υπερβολικά μεγάλη σημασία στις λεπτομερειακές διαφορές μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος, σε σχέση με τις πολύ μεγάλες ομοιότητες μεταξύ των σημάτων αυτών. Πάντως, το ενδιαφερόμενο κοινό θα έχει στη μνήμη του μόνο μια γενική εντύπωση των εικονιστικών σημείων και όχι τις λεπτομέρειές τους, όπως είναι το γεγονός ότι στο προγενέστερο σήμα εικονίζεται το τρίχωμα του ελαφιού και το κεφάλι του είναι ζωγραφισμένο όπως σε μια γκραβούρα, ενώ τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση δεν έχουν τέτοια χαρακτηριστικά. Το ίδιο ισχύει τόσο για τα κέρατα του ελαφιού, τα οποία στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση είναι κομμένα, ενώ στο προγενέστερο σήμα εικονίζονται ολόκληρα, όσο και για την έλλειψη, στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, του σταυρού μέσα σε φωτοστέφανο ο οποίος υπάρχει στο προγενέστερο σήμα.

39      Η προσφεύγουσα σημειώνει ότι η συνολική εντύπωση του προγενέστερου σήματος χαρακτηρίζεται από την απεικόνιση, ως εάν επρόκειτο για πορτρέτο, του κεφαλιού ενός ελαφιού, το οποίο, εγγεγραμμένο σε κύκλο, βρίσκεται κατά πρόσωπον με εκείνον που το παρατηρεί. Η νοητή γραμμή που ξεκινάει από το μέτωπο και περνάει από τη μύτη μέχρι τη μουσούδα του ελαφιού διασχίζει κάθετα τον λαιμό του ζώου. Τα αυτιά σχηματίζουν γωνία περίπου 45 μοιρών με αυτή την κάθετη γραμμή, ενώ τα κέρατα ξεκινούν ακριβώς πίσω από τα αυτιά.

40      Και τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση χαρακτηρίζονται από μια τέτοια νοητή ευθεία η οποία διασχίζει τον λαιμό, ξεκινάει από το μέτωπο και περνάει από τη μύτη μέχρι τη μουσούδα του ελαφιού. Επί πλέον, πάλι τα αυτιά του ελαφιού σχηματίζουν γωνία περίπου 45 μοιρών με αυτή την κάθετη γραμμή και πάλι τα κέρατα ξεκινούν ακριβώς πίσω από τα αυτιά. Τέλος, τόσο στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση όσο και στο προγενέστερο σήμα, το κεφάλι του ελαφιού κόβεται στο επίπεδο του λαιμού από έναν κύκλο και οι δύο ζωγραφιές χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη συμμετρία τους και αμφότερες εικονίζουν, με στυλιζαρισμένο τρόπο, το κεφάλι ενός ελαφιού, ενώ ο βαθμός αφαιρετικότητας είναι απλώς λίγο μεγαλύτερος στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Αντιθέτως προς την άποψη του τμήματος προσφυγών, οι κύκλοι στους οποίους είναι εγγεγραμμένα τα δύο κεφάλια ελαφιών δεν είναι απλώς ένα διακοσμητικό στοιχείο, αλλά οριοθετούν τις δύο εικόνες και τους δίνουν το σχήμα που αυτές έχουν. Το στοιχείο αυτό ενισχύει την ομοιότητα της συνολικής εντυπώσεως που δίνουν τα συγκρουόμενα σημεία. Αντιθέτως, το ορθογώνιο πλαίσιο που έχουν δύο από τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση (υποθέσεις T‑81/03 και T‑103/03) είναι μόνον διακοσμητικό στοιχείο, το οποίο δεν γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό.

41      Επί πλέον, προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι το κεφάλι του ελαφιού που περιέχεται στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση προσεγγίζει ελαφρώς το κεφάλι του ελαφιού που περιέχεται στα προγενέστερα σήματα. Συγκεκριμένα, αν κάποιος μεγεθύνει την εικόνα του κεφαλιού του ελαφιού η οποία περιέχεται στο προγενέστερο σήμα, «ζουμάροντας» το κεφάλι του ελαφιού, και εδώ τα κέρατα του ελαφιού θα αφανιστούν πίσω από τον κύκλο. Το αποτέλεσμα αυτό μεγαλώνει τον κίνδυνο συγχύσεως των συγκρουόμενων σημείων, λόγω της ατελούς εικόνας των σημείων αυτών την οποία θα συγκρατήσει το ενδιαφερόμενο κοινό.

42      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η ανυπαρξία, στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, σταυρού μέσα σε φωτοστέφανο δεν συνιστά επαρκή διαφοροποίηση των σημείων. Αφενός, η εντύπωση ακτίνων δίνεται από τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, και ειδικότερα από τον κύκλο ο οποίος αποτελεί μέρος του εικονιστικού στοιχείου των σημάτων αυτών. Αφετέρου, τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση μπορούν να εκληφθούν ως εκσυγχρονισμός του προγενέστερου σήματος. Το τμήμα προσφυγών κακώς απέρριψε το τελευταίο επιχείρημα, με την αιτιολογία ότι οι διαφορές των σημείων είναι εντονότατες. Κατά την προσφεύγουσα, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προέβαλε, οι διαφορές αυτές έχουν μικρό βάρος σε σχέση με την ομοιότητα των σημείων. Επί πλέον, τα παλαιά σήματα της παρεμβαίνουσας αποδεικνύουν ότι η ίδια έχει εκσυγχρονίσει το σημείο της.

43       Επιπροσθέτως, η παρούσα υπόθεση διακρίνεται εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL (Συλλογή 1997, σ. I‑6191). Πρώτον, στην τελευταία υπόθεση, έργο του Δικαστηρίου ήταν να δώσει απάντηση σε ένα προδικαστικό ερώτημα και όχι να αξιολογήσει τον κίνδυνο συγχύσεως των συγκρουόμενων σημείων. Δεύτερον, αντιθέτως προς αυτό που συνέβαινε με τον όρο «sabèl» στην υπόθεση εκείνη, εν προκειμένω η λέξη «venado» νοείται στον ισπανόφωνο κόσμο ως «ελάφι», οπότε δεν έχει αυτοτελή σημασία στο πλαίσιο συγκρίσεως με τα σχετικά σήματα, καθόσον περιγράφει την εικόνα που περιέχεται στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Τρίτον, ο όρος «sabèl» εντασσόταν στο εικονιστικό στοιχείο του σήματος, ενώ στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση η λέξη «venado» εμφανίζεται χωριστά από το εικονιστικό στοιχείο. Τέταρτον και προ πάντων, εν προκειμένω η ομοιότητα των σημάτων δεν περιορίζεται στο ότι είναι παρεμφερή τα επίμαχα σχέδια, αλλά υπάρχει εντονότατη ομοιότητα στον τρόπο που εικονίζονται τα σχέδια αυτά.

44      Άλλωστε, το γεγονός ότι τρία διαφορετικά τμήματα ανακοπών του ΓΕΕΑ, με διαφορετικές συνθέσεις, κατέληξαν, το κάθε ένα ανεξάρτητα από τα άλλα, στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος αποδεικνύει ότι τα κρείττονα επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως. Επί πλέον, η απόφαση 3006/2000 του τρίτου τμήματος ανακοπών της 12ης Δεκεμβρίου 2002 κατέληξε σε όμοιο συμπέρασμα.

45      Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας των συγκρουόμενων σημείων, δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι το προγενέστερο σήμα έχει αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα.

46      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα σημειώνει ότι ναι μεν, στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03, δεν κατέθεσε εμπροθέσμως το εικονιστικό σημείο που αποτελούσε τη βάση της δεύτερης δημοσκοπήσεως η οποία έγινε το 1999, πλην όμως, με τις από 27 Σεπτεμβρίου 2000 παρατηρήσεις της ενώπιον των τμημάτων ανακοπών, περιέγραψε το σημείο αυτό, οπότε στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχει τίποτα που να είναι διφορούμενο για τους διαδίκους. Άλλωστε, η παρεμβαίνουσα κατάλαβε τέλεια το περιεχόμενο και τη βάση της δημοσκοπήσεως αυτής και δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμά της, αρκεσθείσα να επικαλεστεί το γεγονός ότι η πιο πάνω δημοσκόπηση περιορίστηκε στη Γερμανία. Στην υπόθεση T‑103/03, στο πλαίσιο της οποίας κατατέθηκε εμπροθέσμως το σημείο που ήταν το αντικείμενο της δημοσκοπήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε κακή εφαρμογή του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, αρνούμενο να λάβει υπόψη το αποτέλεσμα της δημοσκοπήσεως αυτής με την αιτιολογία ότι δεν είχε σχέση με την αντίδραση του κοινού σχετικά με ένα σημείο το οποίο περιέχει το λεκτικό στοιχείο «venado especial». Τέλος, η προσφεύγουσα σημειώνει ότι το σημείο το οποίο αποτέλεσε τη βάση της δημοσκοπήσεως και το οποίο συνίστατο από ένα κεφάλι ελαφιού χωρίς σταυρό έχει καταχωριστεί υπέρ της ως εθνικό σήμα στη Γερμανία, καθώς και ως διεθνές σήμα.

47      Το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι, στις παρούσες υποθέσεις, οι αποφάσεις των τμημάτων ανακοπών καθώς και η απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών στην υπόθεση R 213/2001‑3 είναι εκείνες που ερμήνευσαν σωστά τα νομολογιακά κριτήρια για τον καθορισμό της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως των επίμαχων εικονιστικών σημάτων.

48      Το ΓΕΕΑ σημειώνει, πρώτον, ότι εν προκειμένω το ενδιαφερόμενο κοινό είναι ο κοινοτικός καταναλωτής, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το προγενέστερο σήμα είναι κοινοτικό σήμα. Ωστόσο, κατά τη νομολογία, είναι αρκετό να υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως σε ένα μέρος της Κοινότητας για να μη γίνει δεκτή η αίτηση καταχωρίσεως, λόγω της αρχής του ενιαίου χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως στο ισπανικό έδαφος είναι αρκετή για να απορριφθούν στο σύνολό τους οι επίμαχες αιτήσεις καταχωρίσεως.

49      Δεύτερον, το ΓΕΕΑ συγκρίνει τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο των συγκρουόμενων σημάτων και συντάσσεται με τον ισχυρισμό που η προσφεύγουσα προέβαλε κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ, κατά τον οποίο οι διαφορετικές εφαρμογές που επικαλέστηκε η παρεμβαίνουσα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη καθόσον τα περιλαμβανόμενα στην κλάση 33 προϊόντα για τα οποία η παρεμβαίνουσα θέλει να χρησιμοποιήσει τα σήματα των οποίων ζήτησε την καταχώριση, δηλαδή «ρούμι, ηδύποτα με βάση το ρούμι και αποστάγματα», περιέχονται στη γενικότερη έκφραση «οινοπνευματώδη» για τα οποία καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα. Ομοίως, τα περιλαμβανόμενα στην κλάση 32 «μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά· ποτά από φρούτα και φρουτοχυμοί», για τα οποία η παρεμβαίνουσα θέλει να χρησιμοποιήσει τα σήματα των οποίων ζήτησε την καταχώριση, μπορούν να υπαχθούν στη γενικότερη κατηγορία «μη οινοπνευματώδη» την οποία καλύπτει το προγενέστερο σήμα. Κατά συνέπεια, στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για πανομοιότυπα προϊόντα.

50      Όσον αφορά τα περιλαμβανόμενα στην κλάση 32 «σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία», για τα οποία η παρεμβαίνουσα θέλει να χρησιμοποιήσει τα σήματα των οποίων ζήτησε την καταχώριση, τα προϊόντα αυτά έχουν πολύ μεγάλο βαθμό ομοιότητας με τα μη οινοπνευματώδη ποτά που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα, καθόσον οι δύο κατηγορίες προϊόντων έχουν πανομοιότυπο προορισμό και η μία ανταγωνίζεται ευθέως την άλλη στην αγορά. Εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ σημειώνει ότι οι παραγωγοί μη οινοπνευματωδών ποτών μπορούν να πωλήσουν τα προϊόντα τους υπό δύο μορφές, είτε ως τελικά προϊόντα έτοιμα για κατανάλωση είτε σε σκόνη ή υγρή μορφή (σιρόπια και παρασκευάσματα για ποτοποιία) όπου πρέπει να προστεθεί αεριούχο ή όχι νερό. Στην τελευταία περίπτωση, το προϊόν που λαμβάνεται είναι ένα μη οινοπνευματώδες ποτό το οποίο, ως επί το πλείστον, δεν έχει καμία διαφορά με το προϊόν που είναι έτοιμο για κατανάλωση.

51      Το ΓΕΕΑ συνάγει ότι σωστά το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ορισμένα επίμαχα προϊόντα είναι πανομοιότυπα και προσθέτει ότι τα άλλα προϊόντα που δεν θεωρήθηκαν πανομοιότυπα από το τμήμα προσφυγών έχουν μεγάλο βαθμό ομοιότητας. Διαπιστώνει επίσης ότι τα επίμαχα προϊόντα είναι είδη συνήθους καταναλώσεως.

52      Τρίτον, όσον αφορά τη σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων, το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι, από οπτικής απόψεως, τόσο το προγενέστερο σήμα όσο και τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση έχουν εικονιστικά στοιχεία τα οποία στην ουσία συνίστανται στην απεικόνιση, εγγεγραμμένου σε κύκλο, του κεφαλιού ενός ελαφιού όπως φαίνεται από μπροστά. Διαφορές υπάρχουν όσον αφορά το στυλ των απεικονίσεων, το κομμάτι του κεφαλιού που φαίνεται, την ύπαρξη στο προγενέστερο σήμα ενός σταυρού μέσα σε φωτοστέφανο μεταξύ των κεράτων, την προσθήκη, στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, ενός λεκτικού στοιχείου, δηλαδή του στοιχείου «venado» ή «venado especial», και, στα σήματα των οποίων η καταχώριση ζητήθηκε στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑103/03, το ορθογώνιο πλαίσιο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση.

53      Το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι, από οπτικής απόψεως, παρά την ύπαρξη του λεκτικού στοιχείου «venado» ή «venado especial» στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, το εικονιστικό στοιχείο τους θα εκλαμβάνεται ως κυρίαρχο, λόγω της θέσεώς του, των χτυπητών χαρακτηριστικών του και του μεγέθους του. Επί πλέον, το να τοποθετηθεί το σήμα μέσα σε ένα τετράγωνο δίκην ετικέτας, όπως έγινε με τα σήματα των οποίων η καταχώριση ζητήθηκε στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑103/03, είναι μια συνηθισμένη πρακτική στον τομέα των ποτών. Όσον αφορά το προγενέστερο σήμα, το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι ο σταυρός μέσα σε φωτοστέφανο, μολονότι είναι ευδιάκριτος, δεν έχει κυρίαρχη θέση συγκρινόμενος με την απεικόνιση του κεφαλιού του ζώου.

54      Από φωνητικής απόψεως, το ΓΕΕΑ διαπιστώνει ότι τα προγενέστερα σήματα είναι μόνον εικονιστικά. Κατά συνέπεια, αν κάποιος τα αναφέρει στον προφορικό λόγο, θα περιγράψει τη ζωγραφιά στον συνομιλητή του, για να μπορέσει ο τελευταίος να προσδιορίσει το σχετικό σημείο. Έτσι, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το ισπανικό κοινό θα εννοεί το σημείο αυτό όταν θα αναφέρεται στο ζωγραφισμένο ζώο, δηλαδή στο «venado» (ελάφι). Τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση θα αναφέρονται στον προφορικό λόγο με τις λέξεις που περιέχουν, δηλαδή, αντιστοίχως, «venado» και «venado especial».

55      Από εννοιολογικής απόψεως, το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι η λέξη «venado» θεωρείται από τον Ισπανό καταναλωτή ως ορισμός ενός ζώου του οποίου τα χαρακτηριστικά αντιστοιχούν στο ζώο που παριστάνεται με το εικονιστικό στοιχείο. Όσον αφορά τη συνολική εντύπωση που δίνουν τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, ο όρος αυτός δεν θα εκλαμβάνεται από το ισπανικό κοινό ως αυτοτελές στοιχείο, αλλά θα θεωρείται ότι συνδέεται σαφώς με το εικονιστικό στοιχείο το οποίο έχει σημαντικό ρόλο, καθόσον το μοναδικό λεκτικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση ορίζει το εικονιζόμενο ζώο. Επομένως, το εικονιστικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση είναι καθοριστικής σημασίας για το πώς θα εκλαμβάνει τα σήματα αυτά ο Ισπανός καταναλωτής.

56      Κατόπιν των ανωτέρω, το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι, στο πλαίσιο σφαιρικής αξιολογήσεως του κινδύνου συγχύσεως που υπάρχει εν προκειμένω, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: πρώτον, το εικονιστικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, το οποίο εκλαμβάνεται ως στοιχείο που έλκει την προσοχή του καταναλωτή, ενώ ο μέσα σε φωτοστέφανο σταυρός του προγενέστερου σήματος δεν είναι κυρίαρχο στοιχείο για τη συνολική εντύπωση που δίνει το σήμα αυτό· δεύτερον, το λεκτικό στοιχείο «venado» ή «venado especial» των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, το οποίο θα εκλαμβάνεται από το ισπανικό κοινό ως εγγενώς συνδεόμενο με το εικονιστικό στοιχείο των σημάτων αυτών, καθόσον πρόκειται για όρο με τον οποίο προσδιορίζεται το εικονιζόμενο ζώο· τρίτον, το γεγονός ότι τα επίμαχα σημεία έχουν από κοινού, ως στοιχείο που έλκει την προσοχή του καταναλωτή, αυτό που δείχνουν τα εικονιστικά στοιχεία τους, δηλαδή, εγγεγραμμένο σε κύκλο, το κεφάλι ενός ελαφιού όπως φαίνεται από μπροστά, πράγμα που από μόνο του έχει συνήθη διακριτικό χαρακτήρα· τέταρτον, το γεγονός ότι τα επίμαχα προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή πάρα πολύ παρεμφερή και ότι, άλλωστε, εφόσον πρόκειται για προϊόντα συνήθους καταναλώσεως, ο μέσος καταναλωτής δεν θα δίνει ιδιαίτερη προσοχή κατά την αγορά τους.

57      Εν κατακλείδι, το ΓΕΕΑ θεωρεί, ακριβώς όπως τα τμήματα ανακοπών και αντιθέτως προς την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι, στην περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κοινό δεν δώσει, όσον αφορά το εικονιστικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, ιδιαίτερη σημασία στη λέξη «venado», θα υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως των επίμαχων σημείων, καθόσον τα στοιχεία που συνθέτουν τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση συνδέονται σαφώς από εννοιολογικής απόψεως.

58      Μόνον επικουρικώς το ΓΕΕΑ ζητεί την απόρριψη των προσφυγών, για την περίπτωση που το Πρωτοδικείο επικυρώσει τη συλλογιστική του τμήματος προσφυγών σχετικά με την έλλειψη κινδύνου συγχύσεως των επίμαχων σημείων.

59      Τέλος, όσον αφορά τη συνεκτίμηση των δύο δημοσκοπήσεων που η προσφεύγουσα προσκόμισε για να αποδείξει ότι τα προγενέστερα σήματα είναι πολύ γνωστά στη Γερμανία, το ΓΕΕΑ συντάσσεται, στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03, με το τμήμα προσφυγών και με τα τμήματα ανακοπών, τα οποία έκριναν ότι το πρώτο έγγραφο δεν ασκεί επιρροή και ότι το δεύτερο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη λόγω του ότι δεν προσκομίστηκε ολόκληρο εντός της προθεσμίας που τάχθηκε. Αντιθέτως, στην υπόθεση T‑103/03, το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι η δημοσκόπηση που έγινε στη Γερμανία το 1999 (βλ. τη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως), εφόσον στο σύνολό της προσκομίστηκε εμπροθέσμως, πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Πρωτοδικείο στην περίπτωση που το τελευταίο συναγάγει ότι στο ισπανικό έδαφος δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως των συγκρουόμενων σημάτων.

60      Η παρεμβαίνουσα απορρίπτει, πρώτον, τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι, εφόσον τα προγενέστερα σήματα είναι αμιγώς εικονιστικά, η σύγκριση πρέπει να γίνει χωρίς να ληφθεί υπόψη το λεκτικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Κατά την παρεμβαίνουσα, η προσέγγιση αυτή, η οποία αγνοεί παντελώς τα λεκτικά στοιχεία, παραβλέπει την απαιτούμενη από τη νομολογία σφαιρική σύγκριση των σημάτων, όπου λαμβάνονται υπόψη τα διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία τους.

61      Η παρεμβαίνουσα δεν θεωρεί ότι το τμήμα προσφυγών έδωσε υπερβολική σημασία στις λέξεις «venado» ή «venado especial». Αφενός, τα στοιχεία αυτά, τα οποία καταλαμβάνουν το ένα τρίτο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και εμφανίζονται με κεφαλαία γράμματα, με χοντρούς χαρακτήρες και, στα σήματα των οποίων η καταχώριση ζητήθηκε στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑103/03, με κόκκινο χρώμα, αξιοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο για να αιχμαλωτίσουν την προσοχή του καταναλωτή. Από την άλλη πλευρά, ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος έχει αποδυναμωθεί λόγω της υπάρξεως διάφορων σημάτων που εικονίζουν κεφάλια ή το σώμα ελαφιών και που χρησιμοποιούνται για ποτά. Επομένως, η εικόνα του ελαφιού πρέπει να θεωρηθεί συνηθισμένο στοιχείο, οπότε δεν μπορεί να μονοπωλείται μόνον από μία επιχείρηση η οποία, έτσι, θα πετύχει να της αναγνωριστεί ένα ασυνήθιστο προνόμιο. Η εικόνα αυτή, εφόσον για τους λόγους αυτούς έχει μειωμένη σημασία για τη σύγκριση, δεν μπορεί να θεωρηθεί κυρίαρχο στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση.

62      Η παρεμβαίνουσα αρνείται και ότι τα συγκρουόμενα σήματα είναι πανομοιότυπα από φωνητικής απόψεως. Ισχυρίζεται εν προκειμένω ότι ο μέσος καταναλωτής θα χρησιμοποιεί πάντοτε τους όρους «venado» ή «venado especial» για να ζητεί τα προϊόντα της, ανεξαρτήτως των εικόνων που υπάρχουν στις φιάλες. Όσον αφορά τα προϊόντα της προσφεύγουσας, η παρεμβαίνουσα θεωρεί ότι ο Γερμανός καταναλωτής θα τα ζητεί πάντοτε χρησιμοποιώντας την ονομασία «Mast-Jägermeister», λαμβανομένου υπόψη ότι το σήμα της προσφεύγουσας το οποίο περιέχει το κεφάλι ενός ελαφιού είναι πολύ γνωστό, όπως αποδεικνύεται από τη δημοσκόπηση που η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον του ΓΕΕΑ. Η παρεμβαίνουσα αγνοεί πώς οι Ισπανοί καταναλωτές θα αποκαλούν το σήμα της προσφεύγουσας, αλλά θεωρεί ότι πιθανόν και αυτοί θα χρησιμοποιούν την ονομασία «Mast-Jägermeister» ή, αν το ονοματίσουν με αναφορά στη ζωγραφιά, θα χρησιμοποιούν την έκφραση «cabeza de ciervo», καθόσον ο όρος «ciervo» είναι στα ισπανικά πιο κοινός από τον όρο «venado».

63      Όσον αφορά άλλες χώρες εκτός από την Ισπανία, η παρεμβαίνουσα θεωρεί ότι οι όροι «venado» ή «venado especial» δεν θα γίνουν κατανοητοί από τον μέσο καταναλωτή και δεν θα συσχετιστούν με την εικόνα του ελαφιού. Κατά συνέπεια, τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση θα θεωρηθούν στις χώρες αυτές ως ευρηματικά. Επί πλέον, η παρεμβαίνουσα λέγει ότι έχει πετύχει την καταχώριση από το ΓΕΕΑ του λεκτικού σήματος VENADO χωρίς η προσφεύγουσα να εναντιωθεί. Η τελευταία δεν εναντιώθηκε ούτε όσον αφορά διάφορα λεκτικά και εικονιστικά σήματα που περιείχαν τον ίδιο όρο καθώς και την εικόνα του κεφαλιού ενός ελαφιού, τα οποία η παρεμβαίνουσα πέτυχε να καταχωριστούν στην Ισπανία, όπως θα έπρεπε να είχε εναντιωθεί αν ο ενδεχόμενος κίνδυνος συγχύσεως περιοριζόταν στο έδαφος του κράτους αυτού.

64      Από οπτικής απόψεως, η παρεμβαίνουσα θεωρεί ότι υπάρχουν οι διαπιστωμένες στις προσβαλλόμενες αποφάσεις αναμφισβήτητες διαφορές μεταξύ του προγενέστερου σήματος και των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Επί πλέον, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι το λεκτικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση αποκτά σημασία για τη σύγκριση, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου διακριτικού χαρακτήρα της απεικονίσεως του κεφαλιού ενός ελαφιού. Το λεκτικό στοιχείο «venado» ή «venado especial» αξιοποιείται με τη βοήθεια μεγάλων έγχρωμων γραμμάτων, έτσι ώστε να μπορέσει να τραβήξει την προσοχή του καταναλωτή, και μάλιστα περισσότερο απ’ ό,τι η ζωγραφιά.

65      Κατά την παρεμβαίνουσα, αποκλείεται οι καταναλωτές να θεωρήσουν ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση αποτελούν σύγχρονες εκδοχές του προγενέστερου σήματος, καθόσον τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση δεν περιέχουν τον σταυρό του Αγίου Ουμβέρτου, τον οποίο η προσφεύγουσα θεωρεί ως στοιχείο που αξιοποιείται σαφώς στο προγενέστερο σήμα, αλλά έχουν ένα νέο και χαρακτηριστικό στοιχείο, δηλαδή τους όρους «venado» ή «venado especial». Η παρεμβαίνουσα παρατηρεί ότι γενικά οι εκσυγχρονισμένες εκδοχές των σημάτων περιέχουν τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία τους και τα τυχόν νέα στοιχεία συνήθως δεν είναι ιδιαιτέρως σημαντικά. Τέλος, το γεγονός που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα ότι η ίδια η παρεμβαίνουσα έχει εκσυγχρονίσει τα σήματά της δεν ασκεί επιρροή για να αξιολογηθεί ο κίνδυνος συγχύσεως των συγκρουόμενων σημάτων.

66      Από εννοιολογικής απόψεως, η παρεμβαίνουσα συμφωνεί με το τμήμα προσφυγών, κατά το οποίο δεν υπάρχει εννοιολογική ταυτότητα, ιδίως λόγω του ότι το προγενέστερο σήμα έχει ένα πρόσθετο στοιχείο, δηλαδή τον σταυρό του Αγίου Ουμβέρτου, ενώ τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση περιέχουν τους όρους «venado» ή «venado especial».

67      Η παρεμβαίνουσα σημειώνει ότι, ακόμη και αν υπάρχει κάποια εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων, από την προαναφερθείσα στη σκέψη 43 απόφαση SABEL προκύπτει ότι η ομοιότητα αυτή μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο συγχύσεως μόνον αν το σήμα για το οποίο ασκήθηκε ανακοπή έχει ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα, είτε εγγενώς είτε λόγω του ότι είναι πολύ γνωστό. Πάντως, το προγενέστερο σήμα δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα. Αφενός, ο εγγενής διακριτικός χαρακτήρας του περιορίζεται από το γεγονός ότι υπάρχουν άλλα σήματα που έχουν ως αντικείμενο τα ίδια προϊόντα και απεικονίζουν ελαφοειδή ή ελάφια, όπως η παρεμβαίνουσα απέδειξε ενώπιον του τμήματος προσφυγών χωρίς να αντικρουστεί από την προσφεύγουσα. Αφετέρου, δεν αποδείχθηκε ότι το προγενέστερο σήμα είναι πολύ γνωστό, καθόσον οι δημοσκοπήσεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν έγιναν δεκτές.

68      Εν πάση περιπτώσει, η παρεμβαίνουσα υπενθυμίζει ότι η δημοσκόπηση που έγινε το 1999 στηρίζεται στην απεικόνιση του κεφαλιού ενός ελαφιού χωρίς σταυρό, και όχι στο προγενέστερο σήμα. Το γεγονός ότι η απεικόνιση αυτή έχει καταχωριστεί ως σήμα και επ’ ονόματι της προσφεύγουσας δεν ασκεί επιρροή, καθόσον κατά τη νομολογία δεν μπορεί να γίνει για πρώτη φορά επίκληση ενώπιον του Πρωτοδικείου του σήματος αυτού, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε για να στηρίξει τις ανακοπές της προσφεύγουσας και του οποίου δεν έγινε επίκληση ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

69      Η παρεμβαίνουσα συνάγει ότι σωστά το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των επίμαχων σημείων και της ελλείψεως ιδιαίτερου διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων, εν προκειμένω δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

70      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, στην περίπτωση που ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος έχει ασκήσει ανακοπή, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση όταν, «λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα».

71      Κατά πάγια νομολογία, συνιστά κίνδυνο συγχύσεως ο κίνδυνος να νομίσει το κοινό ότι τα σχετικά προϊόντα ή οι σχετικές υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, εν ανάγκη, από επιχειρήσεις που συνδέονται οικονομικά μεταξύ τους [απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T–104/01, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ – Petit Liberto (Fifties), Συλλογή 2002, σ. II-4359, σκέψη 25· βλ., κατ’ αναλογία, και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 29, και της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 17].

72      Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος να περιέλθει το κοινό σε σύγχυση πρέπει να αξιολογείται σφαιρικά λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων παραγόντων της συγκεκριμένης υποθέσεως (βλ., κατ’ αναλογία, την προαναφερθείσα στη σκέψη 43 απόφαση SABEL, σκέψη 22· την προαναφερθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Canon, σκέψη 16· την προαναφερθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Lloyd Shuhfabrik Meyer, σκέψη 18, και την προαναφερθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Fifties, σκέψη 26).

73      Η σφαιρική αυτή αξιολόγηση πρέπει, όσον αφορά την από οπτικής, φωνητικής ή εννοιολογικής απόψεως ομοιότητα των σχετικών σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δίνουν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων των σημάτων αυτών. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η από εννοιολογικής απόψεως ομοιότητα, που οφείλεται στο γεγονός ότι δύο σήματα χρησιμοποιούν εικόνες που έχουν το ίδιο σημασιολογικό περιεχόμενο, μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο συγχύσεως στην περίπτωση που το προγενέστερο σήμα έχει ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα, είτε εγγενώς είτε διότι είναι πολύ γνωστό (βλ., κατ’ αναλογία, την προαναφερθείσα στη σκέψη 43 απόφαση SABEL, σκέψεις 23 και 24).

74      Επί πλέον, η σφαιρική αξιολόγηση συνεπάγεται κάποια αλληλεξάρτηση των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, και ιδίως της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών. Έτσι, ο μικρός βαθμός ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμιστεί με τον μεγάλο βαθμό ομοιότητας των σημάτων, και αντιστρόφως (βλ., κατ’ αναλογία, την προαναφερθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Canon, σκέψη 17· την προαναφερθείσα στη σκέψη 71 Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 19, και την προαναφερθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Fifties, σκέψη 27).

75      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το πώς εκλαμβάνει τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο κατά τη σφαιρική αξιολόγηση του κινδύνου συγχύσεως. Πάντως, ο μέσος καταναλωτής εκλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως ένα όλον και δεν αποδύεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του [προαναφερθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Fifties, σκέψη 28, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαρτίου 2004, T‑355/02, Mühlens κατά ΓΕΕΑ – Zirh International (ZIRH), Συλλογή 2004, σ. II-791, σκέψη 41· βλ., κατ’ αναλογία, την προαναφερθείσα στη σκέψη 43 απόφαση SABEL, σκέψη 23, και την προαναφερθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 25]. Για να γίνει η σφαιρική αυτή αξιολόγηση, θεωρείται ότι ο μέσος καταναλωτής των σχετικών προϊόντων έχει τη συνήθη ενημέρωση και είναι σε λογικό βαθμό προσεκτικός. Εξάλλου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο μέσος καταναλωτής μόνο σπάνια έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει ευθέως τα διάφορα σήματα και οφείλει να εμπιστευθεί την ατελή εικόνα τους που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι το επίπεδο προσοχής του μέσου καταναλωτή μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του είδους των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ., κατ’ αναλογία, την προαναφερθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Lloyd Shuhfabrik Meyer, σκέψη 26, και την προαναφερθείσα στη σκέψη 71 απόφαση Fifties, σκέψη 28).

76      Επί πλέον, από τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος, τον οποίο επιβάλλει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, προκύπτει ότι ένα προγενέστερο κοινοτικό σήμα προστατεύεται με πανομοιότυπο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, τα προγενέστερα κοινοτικά σήματα μπορούν να αντιταχθούν σε κάθε αίτηση καταχωρίσεως μεταγενέστερου σήματος το οποίο θίγει την προστασία τους, έστω και σε σχέση με την αντίληψη των καταναλωτών σε μέρος του κοινοτικού εδάφους. Επομένως, η αρχή την οποία διατυπώνει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, κατά την οποία, για να μη γίνει δεκτή η καταχώριση ενός σήματος, είναι αρκετό ένας απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως να υπάρχει μόνο σε ένα μέρος της Κοινότητας, έχει κατ’ αναλογία εφαρμογή και όταν πρόκειται για σχετικό λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hukla Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. II‑4335, σκέψη 59· προαναφερθείσα στη σκέψη 75 απόφαση ZIRH, σκέψεις 35 και 36· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2004, T‑117/03 έως T‑119/03 και T‑171/03, New Look κατά ΓΕΕΑ – Naulover (NLSPORT, NLJEANS, NLACTIVE και NLCollection), Συλλογή 2004, σ. II‑3471, σκέψη 34, και της 1ης Μαρτίου 2005, T‑185/03, Fusco κατά ΓΕΕΑ – Fusco International (ENZO FUSCO), Συλλογή 2005, σ. II‑715, σκέψη 33].

77      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να αξιολογείται μόνο βάσει του κανονισμού 40/94, όπως έχει ερμηνευθεί από τον κοινοτικό δικαστή, και όχι βάσει τυχόν παλαιότερης πρακτικής που το ΓΕΕΑ ακολουθούσε όταν λάμβανε αποφάσεις [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2002, T-130/01, Sykes Enterprises κατά ΓΕΕΑ (REAL PEOPLE, REAL SOLUTIONS), Συλλογή 2002, σ. II-5179, σκέψη 31· της 3ης Ιουλίου 2003, T‑129/01, Alejandro κατά ΓΕΕΑ – Anheuser-Busch (BUDMEN), Συλλογή 2003, σ. II‑2251, σκέψη 61, και της 6ης Ιουλίου 2004, T‑117/02, Grupo El Prado Cervera κατά ΓΕΕΑ − Κληρονόμοι Debuschewitz (CHUFAFIT), Συλλογή 2004, σ. II‑2073, σκέψη 57].

78      Υπό το φως των ανωτέρω, πρέπει να γίνει σύγκριση, αφενός, των σχετικών προϊόντων και, αφετέρου, των συγκρουόμενων σημείων. Εν προκειμένω, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι αποφάσεις του τμήματος ανακοπών και η απόφαση του τμήματος προσφυγών, τις οποίες επικαλέστηκαν η προσφεύγουσα και το ΓΕΕΑ (βλ., αντιστοίχως, τις σκέψεις 45 και 47 της παρούσας αποφάσεως) και οι οποίες αφορούν τον κίνδυνο συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με άλλα σήματα των οποίων την καταχώριση είχε ζητήσει η παρεμβαίνουσα, δεν ασκούν επιρροή για την ανάλυση αυτή, καθόσον το πολύ θα αποδείξουν την ύπαρξη κάποιας πρακτικής την οποία το ΓΕΕΑ ακολουθούσε όταν λάμβανε αποφάσεις και την οποία το Πρωτοδικείο, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, δεν μπορεί να λάβει υπόψη.

–       Επί των προγενέστερων σημάτων στην υπόθεση T‑103/03

79      Προς στήριξη της ανακοπής της που αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως T‑103/03, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε τα δύο κοινοτικά σήματά της που προαναφέρθηκαν, αντιστοίχως, στις σκέψεις 5 και 9. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι το δεύτερο προγενέστερο σήμα μοιάζει με ετικέτα που περιέχει, ως κύριο στοιχείο, την ίδια απεικόνιση του κεφαλιού ενός ελαφιού η οποία εμφανίζεται στο προγενέστερο σήμα. Άλλα στοιχεία προστίθενται, όπως, μεταξύ άλλων, η ονομασία «jägermeister» του σχετικού προϊόντος, η επωνυμία και διεύθυνση της προσφεύγουσας, καθώς και οδηγίες, στην αγγλική γλώσσα, για την κατανάλωση του προϊόντος της (serve cold – keep on ice).

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, σωστά τόσο το τμήμα ανακοπών όσο και το τμήμα προσφυγών επικέντρωσαν την ανάλυσή τους στον κίνδυνο συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Συγκεκριμένα, αν συναχθεί ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε στην ίδια υπόθεση, δεν θα είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το δεύτερο προγενέστερο σήμα. Ομοίως, αν συναχθεί ότι δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, το συμπέρασμα αυτό θα ισχύει κατά μείζονα λόγο για το δεύτερο προγενέστερο σήμα, το οποίο, πέραν της εικόνας του κεφαλιού ενός ελαφιού η οποία περιέχεται και στο προγενέστερο σήμα, έχει τα πρόσθετα στοιχεία που εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη τα οποία το διακρίνουν πιο πολύ από το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε στην υπόθεση αυτή. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί και ότι η ίδια η προσφεύγουσα, στο δικόγραφο της προσφυγής της στην υπόθεση T‑103/03, επικέντρωσε την ανάλυσή της στις ομοιότητες μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος.

81      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο θα επικεντρώσει την ανάλυσή του, και όσον αφορά τα σημεία που αντιτάχθηκαν στην υπόθεση T‑103/03, στον κίνδυνο συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε στην υπόθεση αυτή.

–       Επί του ενδιαφερομένου κοινού

82      Πρέπει να σημειωθεί ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση αφορούν ποτά, είτε οινοπνευματώδη είτε όχι. Τέτοια προϊόντα περιλαμβάνονται και στα προϊόντα τα οποία καλύπτει το προγενέστερο σήμα. Εφόσον τα ποτά, είτε είναι οινοπνευματώδη είτε όχι, αποτελούν είδη συνήθους καταναλώσεως, σωστά οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θεώρησαν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από το ευρύ κοινό, δηλαδή από τον μέσο καταναλωτή.

83      Επί πλέον, εφόσον το προγενέστερο σήμα είναι κοινοτικό σήμα, το έδαφος που ασκεί επιρροή για την ανάλυση του κινδύνου συγχύσεως είναι ολόκληρο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι οι όροι «venado» και «venado especial», οι οποίοι συνθέτουν τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, είναι ισπανικές λέξεις, των οποίων η σημασία θα γίνει αντιληπτή μόνον από τον ισπανόφωνο μέσο καταναλωτή. Έτσι, η αξιολόγηση του κινδύνου συγχύσεως στην Ισπανία του προγενέστερου σήματος με τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση έχει ιδιαίτερη σημασία στις υπό κρίση υποθέσεις. Συγκεκριμένα, αν αποδειχθεί ότι στην Ισπανία δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, το συμπέρασμα αυτό θα ισχύει κατά μείζονα λόγο για τον μέσο καταναλωτή των άλλων κρατών μελών, ο οποίος δεν θα καταλάβει τη σημασία των προαναφερθέντων λεκτικών στοιχείων των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη νομολογία που προπαρατέθηκε στη σκέψη 76, η ύπαρξη στην Ισπανία κινδύνου συγχύσεως των συγκρουόμενων σημάτων θα αποτελεί επαρκή λόγο να απορριφθούν οι σχετικές αιτήσεις καταχωρίσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν ο κίνδυνος αυτός υπάρχει και στο υπόλοιπο μέρος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

84      Επομένως, η ανάλυση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει να αρχίσει με την εξέταση του πώς το ισπανικό κοινό θα εκλαμβάνει τα συγκρουόμενα σήματα.

–       Επί της συγκρίσεως των προϊόντων

85      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, χωρίς να προβάλουν αντιρρήσεις οι διάδικοι, ότι ορισμένα προϊόντα που καλύπτονται από τα συγκρουόμενα σήματα είναι πανομοιότυπα. Τούτο συμβαίνει με τα περιλαμβανόμενα στην κλάση 32 προϊόντα «μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά· ποτά από φρούτα και φρουτοχυμοί», για τα οποία η παρεμβαίνουσα θέλει να χρησιμοποιήσει τα σήματα των οποίων ζήτησε την καταχώριση και τα οποία είναι μη οινοπνευματώδη ποτά και, επομένως, πανομοιότυπα με τα «μη οινοπνευματώδη ποτά» της ίδιας κλάσεως που αποτελούν αντικείμενο του προγενέστερου σήματος. Ομοίως, τα περιλαμβανόμενα στην κλάση 33 προϊόντα «ρούμι, ηδύποτα με βάση το ρούμι και αποστάγματα», για τα οποία η παρεμβαίνουσα θέλει να χρησιμοποιήσει τα σήματα των οποίων ζήτησε την καταχώριση, είναι πανομοιότυπα με τα «οινοπνευματώδη» της ίδιας κλάσεως που αποτελούν αντικείμενο του προγενέστερου σήματος (προσβαλλόμενες αποφάσεις στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑103/03, σημείο 23, και προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑82/03, σημείο 20).

86      Το τμήμα προσφυγών δεν αποφάνθηκε ρητώς επί της συγκρίσεως, με τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα, των άλλων προϊόντων τα οποία περιλαμβάνονται στην κλάση 32 και για τα οποία η παρεμβαίνουσα θέλει να χρησιμοποιήσει τα σήματα των οποίων ζήτησε την καταχώριση. Ωστόσο, το τμήμα προσφυγών δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση των τμημάτων ανακοπών ότι τα προϊόντα, για τα οποία η παρεμβαίνουσα θέλει να χρησιμοποιήσει τα σήματα των οποίων ζήτησε την καταχώριση, και τα μη οινοπνευματώδη ποτά, τα οποία περιλαμβάνονται στην ίδια κλάση 32 και καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα, είναι όμοια. Η προσφεύγουσα και το ΓΕΕΑ συμφωνούν ότι τα προϊόντα αυτά είναι πολύ παρεμφερή, ενώ η παρεμβαίνουσα, στο υπόμνημα παρεμβάσεως, δεν έλαβε θέση επί τους ζητήματος αυτού. Ωστόσο, δέχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι όμοια. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι τα σχετικά προϊόντα έχουν μεγάλο βαθμό ομοιότητας, καθόσον, όπως σωστά σημειώνει το ΓΕΕΑ, είναι αρκετό στα προϊόντα, για τα οποία η παρεμβαίνουσα θέλει να χρησιμοποιήσει τα σήματα των οποίων ζήτησε την καταχώριση, να προστεθεί νερό, είτε αεριούχο είτε όχι, για να γίνουν μη οινοπνευματώδη ποτά έτοιμα για κατανάλωση, οπότε τα εν λόγω προϊόντα έχουν πανομοιότυπο προορισμό και τα μεν ανταγωνίζονται ευθέως τα δε.

87      Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί ότι τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των συγκρουόμενων σημάτων είναι, σε μεγάλο μέρος τους, πανομοιότυπα και, κατά τα λοιπά, πολύ παρεμφερή.

–       Επί της συγκρίσεως των σημείων

88      Στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα προσφυγών συνήγαγε ότι σε κανένα μέρος της Κοινότητας δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, και τούτο παρά το ότι ορισμένα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των σχετικών σημάτων είναι πανομοιότυπα και παρά την ύπαρξη «προφανών ομοιοτήτων» μεταξύ των σημάτων αυτών. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται σε ορισμένες «εμφανείς και χτυπητές» διαφορές μεταξύ των συγκρουόμενων εικονιστικών σημείων, όπως είναι η έλλειψη, στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, του σταυρού του Αγίου Ουμβέρτου μέσα σε φωτοστέφανο ο οποίος φέρεται ότι συναγωνίζεται το ίδιο το κεφάλι του ελαφιού και έλκει την προσοχή του καταναλωτή, η διαφορετική απεικόνιση των αντίστοιχων ελαφοκεφαλών καθώς και η ύπαρξη, στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, ενός στυλιζαρισμένου και έγχρωμου λεκτικού στοιχείου («venado» ή «venado especial»). Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών αυτών, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι τα συγκρουόμενα σήματα είναι διαφορετικά από οπτικής απόψεως (προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑81/03, σημεία 25, 26, 28 και 34· προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑82/03, σημεία 22, 23, 25 και 30· και προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑103/03, σημεία 25, 26 και 31).

89      Στο τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι και από φωνητικής απόψεως τα συγκρουόμενα σήματα είναι διαφορετικά, καθόσον μόνο τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση έχουν λεκτικό στοιχείο. Στις προσβαλλόμενες αποφάσεις στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε επί πλέον ότι τα τμήματα ανακοπών εσφαλμένως θεώρησαν ότι το λεκτικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση θα μπορέσει να συσχετιστεί στην Ισπανία με το εικονιστικό στοιχείο των σημείων. Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών, στηριζόμενο σε ένα επιχείρημα που η ίδια η προσφεύγουσα προέβαλε ενώπιον των τμημάτων ανακοπών, θεώρησε ότι είναι πιθανότερο το προγενέστερο σήμα να εκλαμβάνεται από φωνητικής απόψεως ως παραπομπή στη λέξη, και επομένως στο σήμα, Jägermeister και όχι σε ένα σήμα «ελάφι» ή «VENADO» (προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑81/03, σημεία 28 και 34· προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑82/03, σημεία 25 και 30, και προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑103/03, σημεία 26 και 31).

90      Το τμήμα προσφυγών εκτίμησε και ότι τα συγκρουόμενα σήματα δεν έχουν μεγάλη ομοιότητα από εννοιολογικής απόψεως. Συγκεκριμένα, μολονότι η έννοια που τα φέρνει πιο κοντά μεταξύ τους μπορεί να περιγραφεί ως το κεφάλι ενός ελαφιού, η ύπαρξη άλλων στοιχείων, όπως ο σταυρός του Αγίου Ουμβέρτου στο προγενέστερο σήμα και το λεκτικό στοιχείο «venado» ή «venado especial» στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, τα διαφοροποιεί από εννοιολογικής απόψεως (προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑81/03, σημείο 34· προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑82/03, σημείο 30, και προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑103/03, σημείο 31).

91      Πέραν των συγκρίσεων αυτών, το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του σχεδίου ενός ελαφιού ή του κεφαλιού ενός ελαφιού έχει μετριασθεί λόγω της συχνής χρήσεώς του για τον προσδιορισμό ενός ευρέος φάσματος ποτών, όπως μαρτυρούν τόσο οι οκτώ κοινοτικές καταχωρίσεις τις οποίες επικαλέστηκε η παρεμβαίνουσα όσο και το αποτέλεσμα της έρευνας από το ίδιο το τμήμα προσφυγών στο μητρώο των σημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου (προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑81/03, σημεία 27 και 34· προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑82/03, σημεία 24 και 30, και προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση T‑103/03, σημείο 32).

92      Όσον αφορά τη σύγκριση από οπτικής απόψεως, το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι τόσο τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση όσο και το προγενέστερο σήμα έχουν εικονιστικά στοιχεία τα οποία συνίστανται, ιδίως, στην απεικόνιση, εγγεγραμμένου σε κύκλο, του κεφαλιού ενός ελαφιού όπως φαίνεται από μπροστά. Το κοινό αυτό εικονιστικό στοιχείο έχει κυρίαρχη θέση στα συγκρουόμενα σημεία, λόγω των χτυπητών χαρακτηριστικών του και του μεγέθους του. Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ούτε από το πιο αφηρημένο στυλ και το έγχρωμο του εικονιστικού αυτού στοιχείου των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση ούτε από το δαντελωτό περίγραμμα του κύκλου στον οποίο είναι εγγεγραμμένο το στοιχείο αυτό. Ασφαλώς, τα λεκτικά στοιχεία των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, η τοποθέτηση δύο από τα σήματα αυτά σε ορθογώνιο πλαίσιο και ο μέσα σε φωτοστέφανο σταυρός του προγενέστερου σήματος αποτελούν ορατά στοιχεία τα οποία διαφοροποιούν από οπτικής απόψεως τα συγκρουόμενα σημεία. Ωστόσο, δεν πρόκειται για κυρίαρχα στοιχεία, αντιθέτως προς το κοινό εικονιστικό στοιχείο των σημείων αυτών, δηλαδή την απεικόνιση, εγγεγραμμένου σε κύκλου, του κεφαλιού ενός ελαφιού όπως φαίνεται από μπροστά. Λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων αυτών, το Πρωτοδικείο κρίνει, αντιθέτως προς αυτό που εκτίμησε το τμήμα προσφυγών, ότι τα συγκρουόμενα σήματα έχουν σημαντική ομοιότητα από οπτικής απόψεως.

93      Εσφαλμένο είναι και το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι τα σχετικά σήματα είναι από φωνητικής απόψεως διαφορετικά ακόμη και για τους Ισπανούς καταναλωτές.

94      Συγκεκριμένα, πρέπει να σημειωθεί ότι το προγενέστερο σήμα είναι αμιγώς εικονιστικό. Τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση περιέχουν, και τα τρία, τη λέξη «venado» την οποία, χωρίς αμφιβολία, ο ισπανόφωνος καταναλωτής θα συνδέσει από φωνητικής απόψεως με το εικονιστικό μέρος των σημάτων αυτών. Ως εκ της σημασίας της, η λέξη αυτή θα μπορέσει να συνδεθεί, από τον ίδιο καταναλωτή, και με το προγενέστερο σήμα ή να χρησιμοποιηθεί και για να το προσδιορίσει, καθόσον το σήμα αυτό δεν έχει λεκτικά στοιχεία. Τα τμήματα ανακοπών συνήγαγαν, στην ουσία με την ίδια αιτιολογία, ότι στο έδαφος της Ισπανίας τα συγκρουόμενα σημεία είναι πανομοιότυπα ή όμοια από φωνητικής απόψεως.

95      Στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα προσφυγών απέρριψε το συμπέρασμα αυτό λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, την έλλειψη, στο προγενέστερο σήμα, ενός εμφατικού λεκτικού στοιχείου που να υπάρχει στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση («venado», «venado especial»). Στις προσβαλλόμενες αποφάσεις στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03, το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε και σ’ ένα επιχείρημα που η ίδια η προσφεύγουσα προέβαλε ενώπιον των τμημάτων ανακοπών, κατά το οποίο είναι πιθανότερο το προγενέστερο σήμα να εκληφθεί, ακόμη και στην Ισπανία, ως παραπομπή στο σήμα Jägermeister και όχι σε κάποιο σήμα «ελάφι ή VENADO».

96      Οι εκτιμήσεις αυτές είναι αβάσιμες. Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο όρος «jägermeister» δεν υπάρχει στο προγενέστερο σήμα, αλλά μόνο στο δεύτερο προγενέστερο σήμα, το οποίο η παρεμβαίνουσα δεν επικαλέστηκε προς στήριξη των ανακοπών της στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑82/03. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος για τον οποίο ο ισπανόφωνος καταναλωτής θα μπορέσει να συσχετίσει από φωνητικής απόψεως το προγενέστερο σήμα με τον όρο «jägermeister» και όχι με τους όρους «ελάφι» ή «venado», οι οποίοι αντιστοιχούν στο κυρίαρχο εικονιστικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος. Τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικά μόνον αν αποδεικνυόταν ότι το προγενέστερο σήμα χαίρει φήμης στο ισπανικό έδαφος. Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ενώπιον των τμημάτων ανακοπών, την οποία επικαλέστηκε το τμήμα προσφυγών, είχε ακριβώς ως σκοπό να αποδειχθεί τέτοια φήμη, ιδίως στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, περιλαμβανομένης της Ισπανίας, και όχι να αποδειχθεί φωνητική διαφοροποίηση των συγκρουόμενων σημάτων, όπως εσφαλμένως εξέθεσε το τμήμα προσφυγών. Πάντως, διαπιστώνεται, πρώτα, ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο για να αποδείξει τη φήμη του προγενέστερου σήματος σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εκτός της Γερμανίας. Μετά, το τμήμα προσφυγών δεν αναγνώρισε την ύπαρξη φήμης του προγενέστερου σήματος στην Ισπανία. Τέλος, η ίδια η προσφεύγουσα εγκατέλειψε εν τω μεταξύ των επιχείρημα αυτό, καθόσον, στα εισαγωγικά της δίκης έγγραφά της, επικαλέστηκε μόνο τη φήμη του προγενέστερου σήματος στη Γερμανία και, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, βεβαίωσε ότι δεν ισχυρίζεται ότι το σήμα αυτό έχει φήμη στην Ισπανία.

97      Εν πάση περιπτώσει, απλώς και μόνο το γεγονός ότι ένας ισπανόφωνος καταναλωτής γνωρίζει την ονομασία Jägermeister την οποία έχει το προϊόν της προσφεύγουσας δεν μπορεί να τον εμποδίσει να σκεφθεί το προϊόν αυτό όταν ακούει να γίνεται λόγος για ένα ηδύποτο «venado», όρο τον οποίο θα μπορέσει να αντιληφθεί ως αναφορά στην εικόνα που περιέχεται στο προγενέστερο σήμα και όχι ως ονομασία ενός χωριστού προϊόντος. Τούτο είναι ακόμη πιο πιθανό, καθόσον η προφορά της λέξεως «jägermeister» δεν είναι προφανής για έναν ισπανόφωνο, οπότε, στη χώρα αυτή, είναι πιο λογικό να αναμένεται ότι η αναφορά του προϊόντος της προσφεύγουσας θα γίνεται με περιγραφή του προγενέστερου σήματος.

98      Οι πιο πάνω κρίσεις δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση από τον ισχυρισμό της παρεμβαίνουσας ότι ο Ισπανός καταναλωτής, όταν θα αναφέρεται στο ζώο που εικονίζεται στο προγενέστερο σήμα, θα χρησιμοποιεί μάλλον τον όρο «ciervo», ο οποίος στην ισπανική γλώσσα φέρεται πιο συνηθισμένος, και όχι τον όρο «venado». Ακόμη και αν υποτεθεί ότι έτσι θα έχουν τα πράγματα, η παρεμβαίνουσα δεν αμφισβητεί ότι και ο ισπανικός όρος «venado» περιγράφει το ζώο που εικονίζεται στο προγενέστερο σήμα. Επομένως, και ο όρος αυτός μπορεί να κάνει τον σχετικό καταναλωτή να σκεφθεί το τελευταίο σήμα.

99      Η προσθήκη του επιθέτου «especial» στον όρο «venado» στο σήμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε στην υπόθεση T‑103/03 δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, είναι βέβαιο ότι ο Ισπανός καταναλωτής θα θεωρήσει το επίθετο αυτό ως δευτερεύον και παρακολουθηματικό στοιχείο. Αφενός, εμφανίζεται κάτω από τον όρο «venado» και με πολύ μικρότερους χαρακτήρες. Αφετέρου, η σημασία του στην ισπανική γλώσσα (σπέσιαλ) συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής θα εκλάβει το προϊόν που φέρει το σήμα VENADO ESPECIAL ως παραλλαγή, από άποψη ποιότητας, του προϊόντος υπό το σήμα VENADO.

100    Από εννοιολογικής απόψεως, το βασικό εικονιστικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση μπορεί να συνοψιστεί ως ένα εγγεγραμμένο σε κύκλο ή σε μετάλλιο κεφάλι ενός ελαφιού όπως φαίνεται από μπροστά. Το λεκτικό στοιχείο των εν λόγω σημάτων δεν αλλάζει τίποτα στην έννοια αυτή για τον Ισπανό καταναλωτή, ο οποίος δεν θα εκλάβει τον όρο «venado» ή «venado especial» αυτοτελώς, αλλά ως άμεση αναφορά στο εικονιστικό στοιχείο. Η ίδια έννοια αποτελεί στην ουσία τη βάση του προγενέστερου σήματος. Κατά συνέπεια, τα συγκρουόμενα σήματα πρέπει να θεωρηθούν όμοια από εννοιολογικής απόψεως.

–       Επί της σφαιρικής αξιολογήσεως του κινδύνου συγχύσεως

101    Όσον αφορά τη σφαιρική αξιολόγηση του κινδύνου συγχύσεως, το Πρωτοδικείο εκτιμά, αντιθέτως προς τη λύση που έγινε δεκτή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι, λαμβανομένου υπόψη τόσο του γεγονότος ότι τα σχετικά προϊόντα είναι σε μεγάλο μέρος τους πανομοιότυπα και κατά τα λοιπά πολύ παρεμφερή όσο και της οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής ομοιότητας που τα συγκρουόμενα σήματα έχουν για τον μέσο Ισπανό καταναλωτή, οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους δεν είναι επαρκείς για να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος το ενδιαφερόμενο κοινό να περιέλθει σε σύγχυση.

102    Ειδικότερα, οι οπτικές διαφορές των σημείων δεν αρκούν από μόνες τους για να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος να περιέλθει το ενδιαφερόμενο κοινό σε σύγχυση.

103    Πρώτα, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος συγκρατεί στη μνήμη του μόνο μια ατελή εικόνα ενός σήματος, θα μπορέσει να θυμηθεί εικονιστικές λεπτομέρειες των σχετικών σημείων, όπως η περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστική απόδοση του κεφαλιού του ελαφιού, οι διαστάσεις των κεράτων του ελαφιού ή το απλό ή δαντελωτό σχήμα του κύκλου στον οποίο είναι εγγεγραμμένο το κεφάλι του ζώου.

104    Η ύπαρξη χρωμάτων στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση χάνει στην ουσία τη σημασία της για τη σύγκριση με το προγενέστερο σήμα, λόγω του γεγονότος ότι το τελευταίο είναι μια μαυρόασπρη εικόνα. Έτσι, αν βρεθεί μπροστά στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, ο μέσος καταναλωτής εύλογα θα μπορέσει να νομίσει ότι αποτελούν μόνο χρωματική παραλλαγή του προγενέστερου σήματος.

105    Ο σταυρός μεταξύ των κεράτων του ελαφιού στο προγενέστερο σήμα, μολονότι είναι ευδιάκριτος, δεν θα εκληφθεί από τον μέσο ισπανόφωνο καταναλωτή, όπως εκτέθηκε πιο πάνω (βλ. τη σκέψη 92), ως κυρίαρχο στοιχείο.

106    Ούτε το τετράγωνο πλαίσιο των σημάτων των οποίων η καταχώριση ζητήθηκε στις υποθέσεις T‑81/03 και T‑103/03 μπορεί να θεωρηθεί επαρκές διακριτικό στοιχείο. Όπως σωστά ισχυρίστηκαν η προσφεύγουσα και το ΓΕΕΑ, το πλαίσιο αυτό είναι ένα δευτερεύον στοιχείο το οποίο κάνει να φαίνονται τα σχετικά σήματα ως ετικέτα. Επί πλέον, λόγω του γεγονότος ότι τα ποτά συχνά πωλούνται εμφιαλωμένα, η τοποθέτηση του σήματος σε ένα τετράγωνο δίκην ετικέτας αποτελεί συνήθη πρακτική στον τομέα των ποτών.

107    Τέλος, όπως προεκτέθηκε, τα λεκτικά στοιχεία («venado», «venado especial») που υπάρχουν μόνο στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση θα γίνουν αντιληπτά από τον μέσο ισπανόφωνο καταναλωτή ως άμεση παραπομπή στο εικονιστικό μέρος των σημάτων αυτών. Επομένως, τα στοιχεία αυτά δεν είναι από μόνα τους αρκετά για να διακριθούν στην Ισπανία από το προγενέστερο σήμα τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, καθόσον ο Ισπανός καταναλωτής θα βρει και στο προγενέστερο σήμα την εικόνα του ζώου που αποκαλεί «venado».

108    Δεύτερον και προ πάντων, οι οπτικές διαφορές των σχετικών σημάτων εξουδετερώνονται τόσο από το γεγονός ότι τα σχετικά προϊόντα είναι σε μεγάλο μέρος τους πανομοιότυπα, ενώ τα υπόλοιπα είναι όμοια, όσο και από τη φωνητική και εννοιολογική ομοιότητα των πιο πάνω σημάτων όσον αφορά το ενδιαφερόμενο ισπανόφωνο κοινό.

109    Το συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη στην Ισπανία κινδύνου συγχύσεως των συγκρουόμενων σημάτων δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας (βλ. τη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως) το οποίο ανάγεται στο ότι η παρεμβαίνουσα έχει πετύχει την καταχώριση του όρου «venado» ως κοινοτικού λεκτικού σήματος χωρίς να εναντιωθεί η προσφεύγουσα. Ανεξαρτήτως του ζητήματος του παραδεκτού του πραγματικού αυτού στοιχείου, του οποίου έγινε επίκληση για πρώτη φορά ενώπιον του Πρωτοδικείου, είναι αρκετό να παρατηρηθεί, αφενός, ότι απλώς και μόνο το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν εναντιώθηκε στην καταχώριση ενός σήματος δεν την εμποδίζει να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχωρίσεως άλλου σήματος. Αφετέρου και προ πάντων, εφόσον η φωνητική ομοιότητα των συγκρουόμενων σημάτων είναι μόνον ένα από τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της σφαιρικής αξιολογήσεως του κινδύνου συγχύσεως, ο κίνδυνος συγχύσεως του προγενέστερου σήματος με τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση δεν αποκλείεται ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος όσον αφορά το προγενέστερο σήμα και το λεκτικό σήμα VENADO, παρά τη φωνητική τους ομοιότητα.

110    Απορριπτέο είναι και το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας το οποίο δέχθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις και το οποίο ανάγεται στον φερόμενο μικρό διακριτικό χαρακτήρα των εικόνων ενός ελαφιού ή του κεφαλιού ενός ελαφιού, καθόσον τέτοιες εικόνες χρησιμοποιούνται συχνά για την προστασία των ποτών. Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν οι οκτώ καταχωρίσεις που επικαλέστηκε η παρεμβαίνουσα και η εξ ιδίας πρωτοβουλίας έρευνα του τμήματος προσφυγών στο μητρώο των σημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου είναι επαρκείς για το συμπέρασμα αυτό, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, δεν είναι η γενικότερη ιδέα ενός ελαφιού ή του κεφαλιού ενός ελαφιού εκείνη που φέρνει πιο κοντά μεταξύ τους τα συγκρουόμενα σήματα, αλλά η ειδικότερη ιδέα που συνίσταται στην απεικόνιση, υπό μορφή μεταλλίου, του εγγεγραμμένου σε κύκλο κεφαλιού ενός ελαφιού όπως φαίνεται από μπροστά. Πάντως, μόνο τρεις από τις οκτώ κοινοτικές καταχωρίσεις που επικαλέστηκε η παρεμβαίνουσα πλησιάζουν αυτή την ειδικότερη ιδέα. Πρόκειται για τα σήματα που καταχωρίστηκαν υπό τους αριθμούς 86439, 164392 και 163311, όπου οι δύο τελευταίες συνδέονται σαφώς μεταξύ τους, καθόσον και οι δύο προσδιορίζουν το ίδιο προϊόν, δηλαδή τη μπύρα υπό το σήμα ANTLER. Επί πλέον, το σήμα που καταχωρίστηκε με τον αριθμό 86439 είναι πολύ διαφορετικό από τα συγκρουόμενα εν προκειμένω σημεία, καθόσον ο κύκλος ο οποίος περιέχει το κεφάλι του ελαφιού είναι εγγεγραμμένος σε ένα πρόσθετο πλαίσιο, με ακανόνιστο και ευρηματικό περίγραμμα, και το σήμα έχει ένα κυρίαρχο λεκτικό στοιχείο, δηλαδή τη λέξη «contri», η οποία είναι γραμμένη με σχετικά πολύ πιο μεγάλους χαρακτήρες και χωρίς καμία σημασιολογική σύνδεση με το εικονιστικό μέρος του σήματος. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως προφανούς σημασιολογικής συνδέσεως μεταξύ ενός ελαφιού ή του κεφαλιού ενός ελαφιού και των ποτών, είτε οινοπνευματωδών είτε όχι, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η ιδέα ενός εγγεγραμμένου σε κύκλο κεφαλιού ενός ελαφιού όπως φαίνεται από μπροστά έχει τουλάχιστον μεσαίο διακριτικό χαρακτήρα όσον αφορά τον προσδιορισμό ποτών.

111    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας με το οποίο προβάλλεται έλλειψη ιδιαίτερου διακριτικού χαρακτήρα της εικόνας του κεφαλιού ενός ελαφιού και το οποίο αντλείται από την προαναφερθείσα στη σκέψη 43 απόφαση SABEL. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο απλός συσχετισμός δύο σημάτων που μπορεί να γίνει από το κοινό λόγω του ίδιου σημασιολογικού περιεχομένου τους δεν είναι από μόνος του επαρκής για να συναχθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, όταν πρόκειται για δύο σήματα το ένα από τα οποία συνίσταται σε συνδυασμό μιας λέξεως και μιας εικόνας ενώ το άλλο αποτελείται από μια εικόνα και δεν χαίρει ιδιαίτερης φήμης (προαναφερθείσα στη σκέψη 43 απόφαση SABEL, σκέψεις 11 και 25). Το Δικαστήριο εξέθεσε ότι τέτοιος κίνδυνος μπορεί να γίνει δεκτός μόνον αν το προγενέστερο σήμα έχει ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα, είτε εγγενώς είτε λόγω του ότι είναι πολύ γνωστό (προαναφερθείσα στη σκέψη 43 απόφαση SABEL, σκέψη 24). Πάντως, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, το λεκτικό στοιχείο των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση («venado» και «venado especial») συνιστά, στο έδαφος της Ισπανίας, άμεση παραπομπή στην εικόνα των εν λόγω σημάτων, ενώ στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 43 απόφαση SABEL η λέξη «sabèl», η οποία αποτελούσε μέρος του σήματος του οποίου η καταχώριση είχε ζητηθεί στην υπόθεση εκείνη, δεν είχε σημασιολογική σύνδεση με την εικόνα ενός εφορμώντος γατόπαρδου η οποία το συνόδευε. Επί πλέον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 43 απόφαση SABEL, η σημασιολογική ταύτιση των εικονιστικών μερών των δύο συγκρουόμενων σημάτων περιοριζόταν στο γεγονός ότι τα ζώα που εικονίζονταν στα σήματα, αντιστοίχως ένας γατόπαρδος και ένα πούμα, ανήκαν και τα δύο στην οικογένεια των αιλουροειδών και εικονίζονταν να εφορμούν, πόζα που είναι τυπική γι’ αυτό το είδος ζώων (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην προαναφερθείσα στη σκέψη 43 υπόθεση SABEL, Συλλογή 1997, σ. I-6193, σημεία 3, 4 και 13). Αντιθέτως, όπως προεκτέθηκε, οι ομοιότητες των σημείων που συγκρούονται στις παρούσες υποθέσεις είναι πολλές και υπερβαίνουν μια απλή ταύτιση στοιχείων που αντλούνται από τη φύση και επομένως έχουν μικρή φαντασία. Πρέπει ιδίως να υπομνησθεί ότι όλα τα συγκρουόμενα σημεία έχουν μια μερική εικόνα του ίδιου ζώου (ενός ελαφιού) και ότι, σε όλες τις περιπτώσεις, δείχνουν, εγγεγραμμένο σε κύκλο, το ίδιο μέρος του ζώου αυτού, δηλαδή το κεφάλι με τα κέρατα και τον λαιμό, όπως φαίνεται από μπροστά.

112    Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και ότι, επομένως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα άλλα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, τα οποία ανάγονται, αφενός, στο ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα νομίσει ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση αποτελούν εκσυγχρονισμένη εκδοχή του προγενέστερου σήματος και, αφετέρου, στη φήμη που το τελευταίο σήμα φέρεται να έχει στη Γερμανία, ούτε ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94.

 Επί των δικαστικών εξόδων

113    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, κατά την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, το Πρωτοδικείο δύναται για εξαιρετικούς λόγους να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα.

114    Εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα ηττήθηκε εφόσον οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν σύμφωνα με αίτημα της προσφεύγουσας. Ωστόσο, η τελευταία δεν ζήτησε να καταδικαστεί η παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα, αλλά να καταδικαστεί το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

115    Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι το ΓΕΕΑ, ακόμη και αν υποστήριξε το πρώτο αίτημα της προσφεύγουσας, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα, καθόσον οι προσβαλλόμενες αποφάσεις προέρχονται από δικό του τμήμα προσφυγών (προαναφερθείσα στη σκέψη 23 απόφαση BIOMATE, σκέψη 97).

116    Όσον αφορά το νέο αίτημα της παρεμβαίνουσας, το οποίο υποβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και με το οποίο ζητήθηκε, σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, να καταδικαστεί το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα της παρεμβαίνουσας, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη νομολογία, οι διάδικοι δύνανται να υποβάλουν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση αιτήματα ως προς τα δικαστικά έξοδα, ακόμη και αν δεν το έκαναν προηγουμένως [απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 1979, 113/77, NTN Toyo Bearing κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή (ξενόγλωσσες εκδόσεις) 1979, σ. 1185, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην ίδια υπόθεση, Συλλογή (ξενόγλωσσες εκδόσεις) 1979, σ. 1212, και συγκεκριμένα σ. 1274, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Φεβρουαρίου 2006, T‑214/04, Royal County of Berkshire Polo Club κατά ΓΕΕΑ – Polo/Lauren (ROYAL COUNTY OF BERKSHIRE POLO CLUB), η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 54]. Επομένως, το αίτημα αυτό είναι παραδεκτό.

117    Ωστόσο, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η στάση του ΓΕΕΑ σχετικά με τις αποφάσεις του δικού του τμήματος προσφυγών δεν αποτελεί εξαιρετικό λόγο που να δικαιολογεί την κατανομή των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 24 έως 29 της παρούσας αποφάσεως, το ΓΕΕΑ δεν είναι υποχρεωμένο να υπερασπίζεται εκ συστήματος κάθε προσβαλλόμενη απόφαση των τμημάτων του προσφυγών και έχει τη δυνατότητα να συνταχθεί με ένα αίτημα του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, η στάση αυτή του ΓΕΕΑ δεν δύναται να διαψεύσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της παρεμβαίνουσας. Η προαναφερθείσα στη σκέψη 22 απόφαση Vedial κατά ΓΕΕΑ, την οποία η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε εν προκειμένω, δεν ασκεί επιρροή. Στη σκέψη 36 της αποφάσεως εκείνης, το Δικαστήριο αναφέρθηκε μόνο στην εμπιστοσύνη που ο διάδικος ο οποίος νίκησε ενώπιον του τμήματος προσφυγών έχει ως προς το ότι ο σκοπός της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου είναι να εξεταστεί η νομιμότητα της αποφάσεως του πιο πάνω τμήματος σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94. Η δικαιολογημένη αυτή εμπιστοσύνη δεν διαψεύστηκε εν προκειμένω, καθόσον το Πρωτοδικείο προέβη στην εξέταση αυτή, ανεξαρτήτως της στάσεως του ΓΕΕΑ. Κατά συνέπεια, η παρεμβαίνουσα πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τις αποφάσεις του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 19ης Δεκεμβρίου 2002 (υπόθεση R 412/2002‑1 και υπόθεση R 382/2002‑1) και της 14ης Ιανουαρίου 2003 (υπόθεση R 407/2002‑1).

2)      Καταδικάζει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

3)      Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Βηλαράς

Martins Ribeiro

Jürimäe

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Δεκεμβρίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       Μ. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.