Language of document : ECLI:EU:T:2015:835

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Νοεμβρίου 2015 (*)

«ΕΓΤΠΕ — Τμήμα Εγγυήσεων — ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ — Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση — Εύλογος χρόνος — Μη διενέργεια βασικών ελέγχων — Κατά προβολήν υπολογισμός βάσει των διαπιστώσεων περί της υπάρξεως αδυναμιών»

Στην υπόθεση T‑550/13,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους I.‑K. Χαλκιά και A.‑Ευ. Βασιλοπούλου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και K. Skelly, επικουρούμενους από τον N. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/433/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Αυγούστου 2013, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 219, σ. 49),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, E. Bieliūnas (εισηγητή) και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουνίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Δημοσιονομική διόρθωση των δαπανών στον τομέα των οπωροκηπευτικών

1        Στο πλαίσιο της έρευνας FV/2007/316/GR η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στην Ελλάδα, μεταξύ 4 και 8 Ιουνίου 2007, στον τομέα τον οπωροκηπευτικών, μεταξύ άλλων, στον τομέα της μεταποιήσεως ροδάκινων και αχλαδιών.

2        Με έγγραφο της 2ας Οκτωβρίου 2007 η Επιτροπή ενημέρωσε τις ελληνικές αρχές σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνάς της. Η Επιτροπή έλαβε την απάντηση των ελληνικών αρχών στις 3 Δεκεμβρίου 2007.

3        Στη συνέχεια, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία σε διμερή σύσκεψη, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2008. Τα πρακτικά τής εν λόγω συσκέψεως απεστάλησαν στις ελληνικές αρχές με έγγραφο της 27ης Φεβρουαρίου 2008.

4        Με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2008, οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή.

5        Με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2012 η Επιτροπή απηύθυνε στις ελληνικές αρχές επίσημη κοινοποίηση, συνταχθείσα βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90), όπως έχει τροποποιηθεί. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή πρότεινε να επιβληθεί κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % που αντιστοιχούσε σε ποσό 3 018 301,74 ευρώ, λόγω των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν στο ελεγκτικό σύστημα κατά τα οικονομικά έτη 2006 και 2007 στον τομέα των οπωροκηπευτικών και συγκεκριμένα όσον αφορά τη μεταποίηση ροδάκινων και αχλαδιών.

6        Με έγγραφο της 31ης Αυγούστου 2012 η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στο όργανο συμβιβασμού, το οποίο εξέδωσε τη γνώμη του στις 6 Μαρτίου 2013.

7        Με έγγραφο της 12ης Απριλίου 2013 η Επιτροπή ανακοίνωσε στις ελληνικές αρχές την τελική της θέση.

 Δημοσιονομική διόρθωση στο πλαίσιο του καθεστώτος εφοδιασμού των μικρών νησιών του Αιγαίου

8        Στο πλαίσιο της έρευνας VT/2007/21, η Επιτροπή, με έγγραφα της 11ης Ιανουαρίου 2007 και της 14ης Δεκεμβρίου 2008, ανακοίνωσε στην Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, την πρόθεσή της να επιβάλει διορθώσεις για όλα τα οικονομικά έτη μέχρι τη λήψη από την τελευταία κατάλληλων διορθωτικών μέτρων στον τομέα του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου των ενισχύσεων για το ελαιόλαδο στην Ελλάδα. Οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους βασίζονταν στην έρευνα VI/2004/06/GR, η οποία με τη σειρά της στηριζόταν στις έρευνες OT/2006/01 και NAC/2007/013 που διενήργησε η Επιτροπή στον τομέα του ελαιόλαδου. Τα συμπεράσματα της έρευνας VI/2004/06/GR εξετέθησαν αναλυτικώς στο ως άνω έγγραφο της Επιτροπής με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 2007.

9        Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με έγγραφο της 9ης Μαρτίου 2009.

10      Στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών, τα πρακτικά της οποίας γνωστοποιήθηκαν στις εν λόγω αρχές με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2010.

11      Οι ελληνικές αρχές κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 2010.

12      Με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2013 η Επιτροπή απηύθυνε στις ελληνικές αρχές επίσημη κοινοποίηση, συνταχθείσα βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή πρότεινε να επιβληθεί κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % που αντιστοιχούσε σε ποσό 2 173 038,57 ευρώ. Η Επιτροπή ενημέρωσε, επίσης, την Ελληνική Δημοκρατία ότι, εάν το επιθυμούσε, είχε τη δυνατότητα να καταθέσει αίτηση συμβιβασμού στο όργανο συμβιβασμού βάσει του άρθρου 16 του κανονισμού 885/2006.

13      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατέθεσε σχετική αίτηση.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

14      Με την εκτελεστική της απόφαση 2013/433/ΕΕ, της 13ης Αυγούστου 2013, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 219, σ. 49, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απέκλεισε από την εν λόγω χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες της Ελληνικής Δημοκρατίας στον τομέα των οπωροκηπευτικών και στο πλαίσιο του καθεστώτος εφοδιασμού των μικρών νησιών του Αιγαίου.

15      Οι λόγοι των δημοσιονομικών διορθώσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή συνοψίζονται στη συνοπτική έκθεση της 25ης Ιανουαρίου 2013, σχετικά με τα πορίσματα των ελέγχων της Επιτροπής στο πλαίσιο της εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), και στο άρθρο 31 του κανονισμού (EK) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1) (στο εξής: συνοπτική έκθεση).

16      Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, στον συνημμένο πίνακα, τις ακόλουθες διορθώσεις:

–        στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ενίσχυση στη μεταποίηση ροδάκινων και αχλαδιών), επιβλήθηκε, για τα οικονομικά έτη 2006 και 2007, κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 %, συνολικού ύψους 3 018 301,74 ευρώ, λόγω αδυναμιών στους ελέγχους των βιβλίων που τηρούν οι οργανώσεις παραγωγών, λόγω αδυναμιών στους διοικητικούς και λογιστικούς ελέγχους των παραγωγών και των οργανώσεων παραγωγών, λόγω μη εγκεκριμένων πληρωμών τοις μετρητοίς, και λόγω μη επαληθεύσεως των ελέγχων συμφωνίας προς την κείμενη νομοθεσία και των ελέγχων αποθεμάτων·

–        στο πλαίσιο του καθεστώτος εφοδιασμού των μικρών νησιών του Αιγαίου, επιβλήθηκε, για τα οικονομικά έτη 2005 και 2006, κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 %, συνολικού ύψους 2 173 038,57 ευρώ, λόγω ανεπαρκούς συστήματος γεωγραφικού προσδιορισμού στον ελαιοκομικό τομέα.

 Διαδικασία

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Οκτωβρίου 2013, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την παρούσα προσφυγή.

18      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του της 2ας Μαΐου 1991, να ζητήσει από την Επιτροπή την προσκόμιση ενός εγγράφου. Το αίτημα αυτό ικανοποιήθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

19      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Ιουνίου 2015.

 Αιτήματα των διαδίκων

20      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον της επιβάλλει δημοσιονομική διόρθωση συνολικού ποσού 5 191 340,31 ευρώ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

22      Προς στήριξη της προσφυγής της η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι αφορούν τη διόρθωση που επιβλήθηκε στις δαπάνες στον τομέα των οπωροκηπευτικών. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παραβίαση των γενικών αρχών της ασφάλειας δικαίου, του εύλογου χρόνου και της χρηστής διοικήσεως. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη αιτιολογίας. Ο τρίτος λόγος, αντλούμενος από μη νόμιμο κατά προβολήν υπολογισμό των σχετικών στοιχείων και έλλειψη αιτιολογίας, αφορά τη διόρθωση που επιβλήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος εφοδιασμού των μικρών νησιών του Αιγαίου.

 Επί του πρώτου λόγου, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των γενικών αρχών της ασφάλειας δικαίου, του εύλογου χρόνου και της χρηστής διοικήσεως

23      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η απόφαση περί επιβολής, μετά από τέσσερα και πλέον έτη αδράνειας της Επιτροπής, δημοσιονομικών διορθώσεων το 2013, για τα οικονομικά έτη 2006 και 2007, σχετικών με κενά του συστήματος ελέγχου που είχαν ήδη διαπιστωθεί το 2008, παραβιάζει τις γενικές αρχές της ασφαλείας δικαίου, του εύλογου χρόνου και της χρηστής διοικήσεως, για τον λόγο ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας προκάλεσε δημοσιονομικό αιφνιδιασμό και τη ζημίωσε στην παρούσα δημοσιονομική συγκυρία.

24      Η Επιτροπή εκτιμά ότι κανένα από τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν είναι βάσιμο.

25      Πρέπει να σημειωθεί, εισαγωγικώς, ότι από την όλη επιχειρηματολογία που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία προκύπτει ότι αυτή δεν επικαλείται αυτοτελώς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως, αλλά ότι τις επικαλείται από κοινού με την αρχή της εντός εύλογου χρόνου ενέργειας της διοικήσεως.

26      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει γενικής αρχής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή οφείλει να ενεργεί εντός ευλόγου χρόνου στο πλαίσιο των διοικητικών της διαδικασιών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Συλλογή, EU:C:2002:582, σκέψη 179, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, T‑196/01, Συλλογή, EU:T:2003:249, σκέψη 229).

27      Η υποχρέωση της εντός ευλόγου χρόνου διενέργειας των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης και η οποία επαναλαμβάνεται ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2006, Angeletti κατά Επιτροπής, T‑394/03, EU:T:2006:111, σκέψη 162, και της 7ης Ιουνίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑267/07, Συλλογή, EU:T:2013:305, σκέψη 61).

28      Κατά πάγια νομολογία, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και ιδίως σε σχέση με το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, με τα διάφορα διαδικαστικά στάδια, με την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και με τη σημασία της για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη (αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, Partex κατά Επιτροπής, T‑182/96, Συλλογή, EU:T:1999:171, σκέψη 177, και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:T:2003:249, σκέψη 230).

29      Εν προκειμένω, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στην Ελλάδα από τις 4 μέχρι τις 8 Ιουνίου 2007, η δε προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 13 Αυγούστου 2013. Κατά συνέπεια, η διοικητική διαδικασία διήρκεσε έξι έτη περίπου.

30      Εξάλλου, η Επιτροπή άφησε να παρέλθει μια μακρά περίοδος, τεσσάρων ετών και ενός μηνός περίπου, μεταξύ της παραλαβής των παρατηρήσεων των ελληνικών αρχών με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2008 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω) και της αποστολής του εγγράφου της 22ας Ιουνίου 2012 με το οποίο η ίδια απηύθυνε στις ελληνικές αρχές επίσημη κοινοποίηση (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω). Επομένως, η διοικητική διαδικασία αναμφισβήτητα ήταν πολύ μακρά.

31      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), στο σύνολό της, δηλαδή μεταξύ της αποστολής με έγγραφο της 2ας Οκτωβρίου 2007 των αποτελεσμάτων του ελέγχου και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί να λογίζεται ως υπερβολικά μακρά.

32      Εντούτοις, η υπέρβαση του εύλογου χρόνου, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι συντρέχει, δεν θα δικαιολογούσε οπωσδήποτε την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της εκατέρωθεν προβολής απόψεων πρέπει να εξασφαλίζονται υπέρ του κράτους μέλους όλες οι απαιτούμενες για τη διατύπωση της απόψεώς του εγγυήσεις. Η υπέρβαση του εύλογου χρόνου δεν μπορεί να αποτελεί λόγο ακυρώσεως αποφάσεως σχετικής με την εκκαθάριση των λογαριασμών παρά μόνον όταν αποδεικνύεται ότι έθιξε τις εγγυήσεις αυτές. Πέραν αυτής της ειδικής περιπτώσεως, η μη τήρηση της υποχρεώσεως λήψεως αποφάσεως εντός εύλογου χρόνου δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της διαδικασίας της εκατέρωθεν προβολής απόψεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑33/07, EU:T:2009:195, σκέψη 240).

33      Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας αποδυναμώθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς της. Εκθέτει, κατά βάση, ότι της ήταν σχεδόν αδύνατο να συλλέξει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία μετά την πάροδο τόσων ετών.

34      Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να στηρίξει το επιχείρημα αυτό με συγκεκριμένα στοιχεία και, ειδικότερα, να διευκρινίσει ποια αποδεικτικά στοιχεία αντιμετώπισε δυσχέρειες να συλλέξει, καθώς και τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν πλέον δυνατό να συλλέξει τα στοιχεία αυτά (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Heineken Nederland και Heineken κατά Επιτροπής, T‑240/07, Συλλογή, EU:T:2011:284, σκέψη 300).

35      Εξ αυτού προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας έθιξε τα δικαιώματα άμυνάς της.

36      Κανένα από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή.

37      Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η καθ’ υπέρβαση του εύλογου χρόνου ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα δημοσιονομικό αιφνιδιασμό στην παρούσα δημοσιονομική συγκυρία, η οποία είναι ιδιαίτερα δυσμενής για την ίδια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με την επιχειρηματολογία αυτή στην πράξη υποστηρίζεται ότι, λόγω της ως άνω καθ’ υπέρβαση του ευλόγου χρόνου ενέργειας, η Ελληνική Δημοκρατία είχε διαμορφώσει την πεποίθηση ότι δεν θα επιβαλλόταν πλέον τέτοια κατ’ αποκοπή διόρθωση. Η επιχειρηματολογία αυτή, όμως, είναι προδήλως αβάσιμη, καθόσον, ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων της Επιτροπής, η διάρκεια διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεν μπορεί να δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες ότι δεν θα επιβληθούν δημοσιονομικές διορθώσεις στο οικείο κράτος μέλος (απόφαση της 7ης Απριλίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑321/09 P, EU:C:2011:218, σκέψη 46, και διάταξη της 15ης Ιουλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑71/13 P, EU:C:2014:2119, σκέψη 102).

38      Όσον αφορά την αιτίαση κατά την οποία η Επιτροπή έχει αυτοδεσμευθεί ότι η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών δεν θα υπερβαίνει τις 645 ημέρες, δέσμευση η οποία προκύπτει από το έγγραφο της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Γεωργία και αγροτική ανάπτυξη» της Επιτροπής με τίτλο «Η διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών», που δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό τόπο της, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί διότι ο πίνακας με τίτλο «Συμμόρφωση των λογαριασμών: ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα», που περιλαμβάνει το μόνο χωρίο του εγγράφου αυτού το οποίο αναφέρεται στο χρονικό διάστημα των 645 ημερών, αναφέρει ρητώς ότι το χρονοδιάγραμμα είναι ενδεικτικό. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι πρόκειται για απλή πληροφορία που παρέχεται στο πλαίσιο ενημερωτικής παρουσιάσεως της διάρκειας μιας διαδικασίας εκκαθαρίσεως λογαριασμών. Εν πάση περιπτώσει, η μνημονευθείσα διάρκεια δεν δεσμεύει την Επιτροπή και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑588/10, EU:T:2012:688, σκέψη 503).

39      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη αιτιολογίας

40      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η Επιτροπή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δύο βασικοί έλεγχοι δεν είχαν διενεργηθεί και προτείνοντας μια κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 %, υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα και αιτιολόγησε ανεπαρκώς την απόφασή της. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οι διαπιστωθείσες αδυναμίες, ακόμα και αν θεωρούνταν αληθείς και αποδειχθείσες, δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε ποσοστό διορθώσεως ανώτερο του 5 %.

41      Πρώτον, όσον αφορά τους ελέγχους που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (EK) 1535/2003 της Επιτροπής, της 29ης Αυγούστου 2003, με αντικείμενο λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ενίσχυσης στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 218, σ. 14), η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται στα έγγραφα που αφορούν τους ελέγχους οι οποίοι διενεργήθηκαν σε έξι μεταποιητικές επιχειρήσεις, εν προκειμένω σε επιχειρήσεις που είναι διαφορετικές από εκείνες οι οποίες ελέγχθηκαν από την Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι οι έλεγχοι είχαν διεξαχθεί κανονικά. Ισχυρίζεται επίσης ότι η διαπίστωση της Επιτροπής αφορά, κατά βάση, την ιχνηλασιμότητα των ελέγχων, δηλαδή ελλιπή διεξαγωγή τους, και όχι τη μη διενέργειά τους.

42      Δεύτερον, όσον αφορά τους ελέγχους που προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή, καταρχάς, ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς τη διαπίστωσή της σχετικά με την αξιοπιστία ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων, στη συνέχεια, ότι αγνόησε ένα μέρος των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι ελληνικές αρχές και, τέλος, ότι αμφισβήτησε τη γνησιότητα ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων.

43      Η Επιτροπή φρονεί ότι κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι βάσιμο.

44      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ελέγχονται οι φάκελοι για κάθε προϊόν που παραδίδουν προς μεταποίηση οι οργανώσεις παραγωγών και οι αντίστοιχοι φάκελοι των μεταποιητών, καθώς και η συμφωνία τους προς τη λογιστική παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η εθνική νομοθεσία στις οργανώσεις παραγωγών και στους μεταποιητές.

45      Ομοίως, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, για τους μεταποιητές ροδάκινων και αχλαδιών, για κάθε εργοστάσιο, για κάθε προϊόν και για κάθε περίοδο διενεργούνται «έλεγχοι επιτόπιοι και λογιστικοί όσον αφορά την πραγματική ύπαρξη των αποθεμάτων, τουλάχιστον μία φορά ανά έτος, οι οποίοι αφορούν το σύνολο των αποθεμάτων τελικών προϊόντων προκειμένου να επαληθεύεται η συμφωνία τους προς τα παρασκευασθέντα τελικά προϊόντα, τα αγορασθέντα τελικά προϊόντα και τα πωληθέντα τελικά προϊόντα».

46      Στη συνέχεια, όσον αφορά το νομικό πλαίσιο των οικονομικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν εν προκειμένω, από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005 απορρέει ότι η Επιτροπή εκτιμά τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, το είδος και τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, αφετέρου, την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.

47      Συναφώς, το παράρτημα 2 των κατευθυντήριων γραμμών για την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων, όπως ορίζονται από την Επιτροπή στο έγγραφο VI/5330/97, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την Εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τομέας Εγγυήσεων», προβλέπει τα ακόλουθα ποσοστά διορθώσεως:

«Όταν ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν εφαρμόζονται, ή εφαρμόζονται ελλιπώς ή με περιορισμένη συχνότητα ώστε να μην επαρκούν για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας του αιτήματος ή για την πρόληψη των ανωμαλιών, [δικαιο]λογείται ένα ποσοστό διόρθωσης 10 %, καθώς εύλογα συμπεραίνεται ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος εκτεταμένων απωλειών για το [ΕΓΤΠΕ].

Όταν εφαρμόζονται όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά όχι στον αριθμό, συχνότητα ή βάθος που απαιτείται από τους κανονισμούς, τότε [δικαιο]λογείται ένα ποσοστό διόρθωσης 5 %, καθώς εύλογα συνάγεται [ότι οι έλεγχοι αυτοί] δεν παρέχουν το αναμενόμενο επίπεδο εξασφάλισης της κανονικότητας των πληρωμών και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος για το [ΕΓΤΠΕ].»

48      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία στον τομέα του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), προς απόδειξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως γεωργικών αγορών, στην Επιτροπή εναπόκειται όχι να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό τον ανεπαρκή χαρακτήρα των διενεργηθέντων από τις εθνικές αρχές ελέγχων ή το παράτυπο των διαβιβασθέντων από αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζει τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που έχει όσον αφορά αυτούς τους ελέγχους ή αυτά τα αριθμητικά στοιχεία. Η ελάφρυνση αυτή όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής υποχρέωση αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος μπορεί καλύτερα να συλλέξει και να ελέγξει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών στοιχεία και, κατά συνέπεια, σε αυτό εναπόκειται να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, σχετικά με την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑329/00, Συλλογή, EU:C:2003:355, σκέψη 68, και της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, T‑232/08, EU:T:2011:751, σκέψη 27).

49      Έτσι, εν προκειμένω, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου της επίμαχης κατ’ αποκοπή διορθώσεως επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε ότι είχε εφαρμόσει αξιόπιστο και αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και ότι οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή κατόπιν των επιτόπιων ελέγχων που διενήργησαν οι υπηρεσίες της ήταν αβάσιμες (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑318/02, EU:C:2005:104, σκέψη 36, και Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑300/02, Συλλογή, EU:C:2005:103, σκέψη 95).

50      Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επανειλημμένα ότι όλοι οι έλεγχοι διενεργήθηκαν σύμφωνα με την εφαρμοστέα ρύθμιση, περιλαμβανομένων των ελέγχων για τους οποίους η Επιτροπή διαπίστωσε αδυναμίες. Εντούτοις, στο δικόγραφο της προσφυγής, αναφέρεται, κατά βάση, σε δύο περιπτώσεις μη διενέργειας ελέγχων που διαπίστωσε η Επιτροπή, ήτοι, αφενός, στους ελέγχους τους οποίους προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003 και, αφετέρου, στους ελέγχους τους οποίους προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, προκειμένου να αποδείξει ότι πρόκειται, και σε αυτήν την περίπτωση, για ελλείψεις των ελέγχων και όχι για μη διενέργεια ελέγχου και, επομένως, να αποδείξει ότι η δημοσιονομική διόρθωση ύψους 10 % έπρεπε να είναι 5 %.

51      Πρώτον, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε διενεργήσει τους ελέγχους που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, στο πλαίσιο των οποίων έπρεπε να ελεγχθεί αν οι φάκελοι των οργανώσεων παραγωγών και οι αντίστοιχοι των μεταποιητών είναι σύμφωνοι προς τη λογιστική παρακολούθηση που επιβάλλεται από την εθνική νομοθεσία. Με άλλα λόγια, η Ελληνική Δημοκρατία δεν διενήργησε ελέγχους σχετικά με μια τέτοια συμφωνία. Επίσης από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι, κατά τον έλεγχό της σε μια πρώτη οργάνωση παραγωγών, η Επιτροπή ενημερώθηκε ότι κανένας έλεγχος μιας τέτοιας συμφωνίας δεν είχε διενεργηθεί λόγω φόρτου εργασίας. Σε μια δεύτερη οργάνωση παραγωγών, το αντίτυπο του λογιστικού συστήματος που θα έπρεπε να είναι μέρος του φακέλου εκτυπώθηκε επί τόπου από τον λογιστή της οργανώσεως παραγωγών. Μια τρίτη οργάνωση παραγωγών είχε παράσχει αντικρουόμενες πληροφορίες στα διάφορα στάδια της διαδικασίας και, τελικώς, απεδείχθη ότι η αντιπαραβολή των φακέλων με τα λογιστικά έγγραφα δεν έγινε ποτέ επειδή, κατά τις ελληνικές αρχές, οι ελεγκτές δεν είχαν «λογιστικό γνωστικό υπόβαθρο». Τέλος, μια τέταρτη οργάνωση παραγωγών δεν είχε διαθέσιμα έγγραφα αποδεικνύοντα ότι πραγματοποιήθηκε έλεγχος συμφωνίας, οι δε ελληνικές αρχές εξήγησαν επί τόπου ότι οι έλεγχοι δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ λόγω φόρτου εργασίας.

52      Δεύτερον, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε διενεργήσει επιτόπιους και λογιστικούς ελέγχους, προβλεπόμενους στο άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, σχετικά με το υποστατό των αποθεμάτων, που να αφορούν το σύνολο των αποθεμάτων των τελικών προϊόντων, προκειμένου να εξακριβωθεί η συμφωνία τους προς τα παρασκευασθέντα τελικά προϊόντα, τα αγορασθέντα τελικά προϊόντα και τα πωληθέντα τελικά προϊόντα. Από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ακόμη ότι, κατά τον εκ μέρους της Επιτροπής έλεγχο σε οργάνωση παραγωγών, δεν βρέθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι διενεργήθηκαν οι εν λόγω έλεγχοι, οι δε ελληνικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιήθηκαν κανονικά, παραδέχθηκαν όμως ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία στον σχετικό φάκελο.

53      Πρέπει να σημειωθεί, εκ προοιμίου, ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής στη συνοπτική έκθεση όσον αφορά την έλλειψη ορισμένων ελέγχων είναι εσφαλμένες ή ανακριβείς.

54      Πράγματι, πρώτον, στο δικόγραφο της προσφυγής, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι οι δύο έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν, η ιχνηλασιμότητά τους όμως δεν ήταν άμεσα απεικονιστέα σε όλες τις οργανώσεις παραγωγών. Με άλλα λόγια, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι πρόκειται για αδυναμίες των βασικών ελέγχων και όχι για μη διενέργεια των ελέγχων αυτών.

55      Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται, κατά βάση, στα έγγραφα τα οποία αφορούν τους ελέγχους που διενεργήθηκαν σε έξι μεταποιητικές επιχειρήσεις της επιλογής της, που είναι διαφορετικές από εκείνες στις οποίες διενήργησε έλεγχο η Επιτροπή. Από τις έξι αυτές εκθέσεις, οι οποίες προσκομίστηκαν επίσης σε παράρτημα του αιτήματός της προς το όργανο συμβιβασμού, προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκαν οι αναγκαίοι έλεγχοι στις μεταποιητικές επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν οι εν λόγω εκθέσεις.

56      Εντούτοις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι έξι αυτές εκθέσεις δεν κλονίζουν το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι από την έρευνά της προέκυψε ότι οι έλεγχοι στις οργανώσεις παραγωγών παρουσίαζαν σοβαρότατες ελλείψεις ή δεν είχαν πραγματοποιηθεί καθόλου.

57      Συναφώς, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι τέσσερα έγγραφα που προσκομίζει η Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι αξιόπιστα. Τούτο δημιουργεί αμφιβολίες για την αξιοπιστία όλων των εγγράφων που κατέθεσε η Ελληνική Δημοκρατία όσον αφορά το ζήτημα της επίμαχης ιχνηλασιμότητας. Πράγματι, καταρχάς, τα συμπεράσματα των ως άνω τεσσάρων εκθέσεων, έστω και αν φαίνονται χειρόγραφα, είναι φωτοτυπημένα. Στη συνέχεια, τα συμπεράσματα αυτά αναφέρονται σε ροδάκινα και αχλάδια, ακόμα και για μεταποιητικές επιχειρήσεις που μεταποιούν μόνο αχλάδια. Εξάλλου, οι τέσσερις εκθέσεις φέρουν την ίδια ημερομηνία και τα ίδια ονόματα ελεγκτών. Τέλος, μολονότι οι εκθέσεις αυτές περιέχουν μη επεξεργασμένα δεδομένα, δεν εκθέτουν τη διαδρομή του ελέγχου ούτε παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία ως προς την επιτόπια απογραφή.

58      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο και δεν δίδει καμία εξήγηση σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής όσον αφορά την αξιοπιστία των εν λόγω τεσσάρων εκθέσεων. Κατά βάση, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει απλώς ότι οι εκθέσεις είναι γνήσιες επειδή υπογράφονται σε διάφορα σημεία από τους ελεγκτές και φέρουν θεώρηση και την επίσημη σφραγίδα των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Η εξήγηση αυτή όμως δεν αρκεί για να άρει τις συγκεκριμένες αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή στη συνοπτική έκθεση. Η Επιτροπή ορθώς υπογραμμίζει ότι δεν αμφισβητεί τη γνησιότητα των εγγράφων αυτών, αλλά την αποδεικτική ισχύ τους. Επιπροσθέτως, οι απαντήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας στις ερωτήσεις που τέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν μπόρεσαν να άρουν τις αμφιβολίες περί της αξιοπιστίας των εν λόγω εκθέσεων.

59      Δεύτερον, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα επειδή, στη συνοπτική έκθεση, αναφέρεται σε τέσσερις εκθέσεις των μεταποιητικών επιχειρήσεων, που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 2 του αιτήματος συμβιβασμού της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ, στην πραγματικότητα, το κράτος μέλος αυτό υπέβαλε έξι εκθέσεις, πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, πρώτον, στη συνοπτική έκθεση, όσον αφορά τις εν λόγω εκθέσεις, παρατίθεται, στην αρχή του σχετικού σημείου, η ακόλουθη μνεία: «Το “παράρτημα 2” […] περιλαμβάνει εκθέσεις για ελέγχους σε 4 (τέσσερις) διαφορετικούς μεταποιητές». Εξάλλου, η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι επρόκειτο απλώς για τυπογραφικό σφάλμα στο κείμενο της συνοπτικής εκθέσεως. Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι πρόκειται για έξι εκθέσεις που επέλεξε και υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι οποίες δεν αφορούν τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στο δείγμα που εξετάστηκε από την Επιτροπή κατά τον έλεγχό της. Τρίτον, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναφέρεται, στη συνοπτική έκθεση, σε όλα τα έγγραφα που υποβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι έξι αυτές εκθέσεις είχαν ήδη προσκομιστεί από την Ελληνική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συμβιβασμού και ότι η τελική έκθεση του οργάνου συμβιβασμού κάνει μνεία των ως άνω εκθέσεων που συνάπτονται στο αίτημα συμβιβασμού. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η Επιτροπή αγνόησε την ύπαρξη των έξι εκθέσεων, καθώς και το περιεχόμενό τους.

60      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε ανεπαρκώς το συμπέρασμά της ότι οι εκθέσεις ελέγχου των μεταποιητικών επιχειρήσεων δεν ήταν αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει, όπως τούτο εκτίθεται στη σκέψη 57 ανωτέρω, ότι η αιτιολογία της Επιτροπής η οποία αφορά την αξιοπιστία των τεσσάρων εκθέσεων τις οποίες προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ήταν πολύ λεπτομερής. Πράγματι, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Επιτροπή ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι οι εκθέσεις που προσκομίστηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία αναφέρονταν σε ροδάκινα και σε αχλάδια ακόμα και για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις που μεταποιούσαν μόνο αχλάδια, ότι οι εκθέσεις αυτές έφεραν την ίδια ημερομηνία, ανέφεραν τους ίδιους ελεγκτές και δεν εξέθεταν ούτε τη διαδρομή του ελέγχου ούτε παρείχαν αποδεικτικά στοιχεία ως προς την επιτόπια απογραφή.

61      Τέταρτον, δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με τους ελέγχους του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1535/2003, κατά το οποίο από το έγγραφο της Επιτροπής (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω) προκύπτει ότι το θεσμικό αυτό όργανο δήλωσε το ίδιο ότι οι εν λόγω έλεγχοι είχαν πραγματοποιηθεί, διότι οι σποραδικοί έλεγχοι δεν είναι ικανοί να κλονίσουν το γενικό συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά τις σοβαρότατες ελλείψεις των εν λόγω ελέγχων. Πράγματι, το γεγονός ότι οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν σε ορισμένες μεταποιητικές επιχειρήσεις κρίθηκαν εν μέρει επαρκείς δεν κλονίζει το συμπέρασμα αυτό, αλλά, αντιθέτως, επιβεβαιώνει την εκτίμησή της ότι ο έλεγχος συμφωνίας προς την ισχύουσα ρύθμιση διενεργήθηκε μόνο μερικώς και με αναποτελεσματικό τρόπο.

62      Πέμπτον, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι, όσον αφορά την οργάνωση παραγωγών για την οποία δεν βρέθηκε καμία απόδειξη περί της πραγματοποιήσεως ελέγχων, η παράλειψη εκτυπώσεως λογιστικού εγγράφου δεν σημαίνει έλλειψη βασικού ελέγχου αλλά μόνον ελλιπή διεξαγωγή του εν λόγω ελέγχου. Πράγματι, το γεγονός ότι τα κρίσιμα έγγραφα εκτυπώθηκαν μόνο μετά την ανακάλυψη της παραλείψεως αποτελεί, αντιθέτως, ένδειξη ότι οι αναγκαίοι έλεγχοι δεν είχαν πραγματοποιηθεί τον χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να διενεργηθούν.

63      Από το σύνολο των παρατηρήσεων αυτών απορρέει ότι ο δεύτερος λόγος πρέπει επίσης να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, με τον οποίο προβάλλεται μη νόμιμος κατά προβολήν υπολογισμό των σχετικών στοιχείων και έλλειψη αιτιολογίας

64      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η διόρθωση που επιβλήθηκε όσον αφορά τα μικρά νησιά του Αιγαίου, η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά στις διαπιστώσεις που αφορούν την ηπειρωτική Ελλάδα, στερείται επαρκούς αιτιολογίας, τόσο ως προς τη θεμελίωση των σχετικών πλημμελειών όσο και ως προς τη μέθοδο προσδιορισμού του ποσοστού τής κατ’ αποκοπή διορθώσεως.

65      Η Επιτροπή εκτιμά ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι βάσιμο.

66      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το καθεστώς ενισχύσεως του εφοδιασμού των μικρών νησιών του Αιγαίου διέπεται από τον κανονισμό (EK) 1405/2006 του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με τον καθορισμό ειδικών μέτρων για τη γεωργία στα μικρά νησιά του Αιγαίου και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ L 265, σ. 1).

67      Το σύστημα γεωγραφικού εντοπισμού των αγροτεμαχίων προβλέπεται από τον κανονισμό (EK) 2366/98 της Επιτροπής, της 30ής Οκτωβρίου 1998, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιόλαδου για τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01 (ΕΕ L 293, σ. 50). Το σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών (στο εξής: ΣΓΠ) στον ελαιοκομικό τομέα προβλέπεται στο κεφάλαιο 6 του κανονισμού 2366/98, ενώ το σύστημα ελέγχου του ΣΓΠ ρυθμίζεται στο κεφάλαιο 7 του εν λόγω κανονισμού.

68      Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα των ερευνών ΟΤ/2006/01 και NAC/2007/013 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), καθώς και οι δημοσιονομικές διορθώσεις που επέβαλε η Επιτροπή αμφισβητήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία και ότι οι αιτιάσεις της τελευταίας απορρίφθηκαν συνολικά από το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Τ-294/11, EU:T:2013:261).

69      Επίσης εισαγωγικώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, καίτοι με τον υπό κρίση λόγο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί επίσης, κατά βάση, το δικαίωμα της Επιτροπής να στηρίζεται στα αποτελέσματα ελέγχου διενεργούμενου σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια κράτους μέλους προκειμένου να συνάγει συμπεράσματα με τη μέθοδο του κατά προβολήν υπολογισμού όσον αφορά άλλη περιφέρεια του ίδιου κράτους μέλους.

70      Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο του επίμαχου κατά προβολήν υπολογισμού και, στη συνέχεια, η αιτιολογία για τη χρησιμοποίηση της εν λόγω μεθόδου.

71      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι δεν απαγορεύεται μεν, καταρχήν, η προβολή διαπιστώσεως σχετικής με αδυναμίες συστήματος ελέγχου που αφορά ορισμένες περιφέρειες κράτους μέλους σε άλλες περιφέρειες του κράτους αυτού, αλλά ότι αυτή πρέπει ωστόσο να δικαιολογείται πάντοτε από τα πραγματικά περιστατικά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑344/01, Συλλογή, EU:C:2004:121, σκέψη 61).

72      Τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, αποφασίζοντας να χρησιμοποιήσει εν προκειμένω τη μέθοδο του κατά προβολήν υπολογισμού, πρέπει να αποδεικνύουν τους λόγους για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία της Επιτροπής σχετικά με τους ελέγχους ή τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τις μη ελεγχθείσες περιφέρειες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Φινλανδία κατά Επιτροπής, T‑230/04, EU:T:2007:259, σκέψη 160).

73      Στο κράτος μέλος εναπόκειται να προσκομίσει όσο το δυνατόν λεπτομερέστερα και πληρέστερα αποδεικτικά στοιχεία ως προς το υποστατό των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του, προκειμένου να αποδείξει ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής ήταν αβάσιμες. Δεν αρκεί να επικαλεστεί απλώς ότι σε κάθε περιοχή η κατάσταση είναι διαφορετική. Στο κράτος μέλος εναπόκειται να αποδείξει συγκεκριμένα ότι τα συστήματα ελέγχου στις μη ελεγχθείσες περιοχές δεν παρουσίαζαν τις ίδιες ελλείψεις με αυτές που διαπίστωσε η Επιτροπή στις ελεγχθείσες περιοχές (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, EU:C:2004:121, σκέψη 65, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑332/01, Συλλογή, EU:C:2004:496, σκέψη 97).

74      Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι έλεγχοι που διενήργησε στο πλαίσιο των ερευνών ΟΤ/2006/01 και NAC/2007/013, στις οποίες στηριζόταν η έρευνα VI/2004/06/GR, δεν διεξήχθησαν στα μικρά νησιά του Αιγαίου, αλλά στην ηπειρωτική Ελλάδα και ότι η Επιτροπή συνήγαγε τα συμπεράσματά της σχετικά με τα μικρά νησιά του Αιγαίου με τη μέθοδο του κατά προβολήν υπολογισμού.

75      Ωστόσο, σύμφωνα με τις αρχές που αναγνωρίζει η νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 71 έως 73 ανωτέρω, σε περίπτωση μη θεσπίσεως, από κράτος μέλος, ενός κατάλληλου συστήματος ελέγχου, το έγγραφο VI/5330/97 προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής να υπολογίζει με τη μέθοδο του κατά προβολήν υπολογισμού κατ’ αποκοπή διόρθωση για όλες τις δαπάνες στις οποίες είχε εφαρμογή το σύστημα αυτό, πράγμα το οποίο ισχύει για το σύνολο των διοικητικών διαμερισμάτων και των περιφερειών του εν λόγω κράτους. Πράγματι, κατά το έγγραφο αυτό, μόνο σε περίπτωση που το κράτος μέλος αποδεικνύει ότι η πλημμέλεια περιορίζεται σε μη εφαρμογή του ως άνω συστήματος ελέγχου σε ένα διοικητικό διαμέρισμα ή σε μία περιφέρεια η διόρθωση πρέπει να επιβάλλεται αποκλειστικά στις δαπάνες που διαχειρίζεται το εν λόγω διαμέρισμα ή η εν λόγω περιφέρεια.

76      Με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2008 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), η Επιτροπή ενημέρωσε, κατά βάση, την Ελληνική Δημοκρατία ότι, παρά τις συστάσεις της, το ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, αφενός, παρουσίαζε τόσο σοβαρές ελλείψεις ώστε, για την περίοδο 2003/2004, δεν μπορούσε να λογίζεται ως σύμφωνο προς τις προϋποθέσεις της προβλέπουσας τη θέσπισή του κανονιστικής ρυθμίσεως (άρθρα 22 έως 26 του κανονισμού 2366/98) και, αφετέρου, δεν είχε επικαιροποιηθεί για την περίοδο 2004/2005. Εξάλλου, αναφέρθηκε ρητώς στα προβλήματα που είχαν ήδη αποτελέσει το αντικείμενο της έρευνας VI/2004/06/GR, ειδικότερα στην παλαιότητα των ορθοφωτογραφιών, στην ποιότητα των πληροφοριών του ΣΓΠ, στην πραγματική χρήση του ΣΓΠ για τον ελαιοκομικό τομέα στους διοικητικούς και επιτόπιους ελέγχους, στη μη διενέργεια διασταυρωτικών ελέγχων, στη μη πραγματοποίηση ελέγχων ως προς την συνέπεια μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας και των δεδομένων στη βάση γραφικών αναφοράς, στον μη αποτελεσματικό έλεγχο των αποδόσεων και στην έλλειψη ελέγχων σε μη δηλωμένους συμπληρωματικούς ελαιώνες.

77      Στο από 23 Ιανουαρίου 2013 έγγραφό της (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω) η Επιτροπή εντόπισε σαφώς εκ νέου ελλείψεις που αφορούν έναν βασικό έλεγχο, που συνδέονταν ιδίως με την υποχρέωση δημιουργίας ολοκληρωμένου και μόνιμου ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα και την υποχρέωση διενέργειας ελέγχων συμβατότητας.

78      Βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 71 έως 73 ανωτέρω και στο έγγραφο VI/5330/97, η Επιτροπή εδικαιούτο, επομένως, να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο του κατά προβολήν υπολογισμού στηριζόμενη στις διαπιστώσεις πλημμελειών σχετικών με την ύπαρξη ενός ελλιπούς και αναποτελεσματικού συστήματος ελέγχου στην ηπειρωτική Ελλάδα και, επομένως, να επιβάλει κατ’ αποκοπή διορθώσεις λόγω των πλημμελειών αυτών όσον αφορά τα μικρά νησιά του Αιγαίου. Η ως άνω εκτίμηση επιβεβαιώνεται από το γεγονός, το οποίο υπογραμμίζεται στα ως άνω έγγραφα και το οποίο τόνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, όσον αφορά τις πλημμέλειες του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα, δεν υφίστατο καμία διαφορά μεταξύ των μικρών νησιών του Αιγαίου και της ηπειρωτικής Ελλάδας για τον λόγο ότι, κατά τη διάρκεια των επίμαχων περιόδων, οι ως άνω πλημμέλειες ήταν, εκ φύσεως, δομικές και συνολικές και δεν διέφεραν μεταξύ των γεωγραφικών περιφερειών της Ελλάδας. Κατά συνέπεια, η κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 10 % του ποσού της ενισχύσεως που είχε καταβληθεί για τα οικονομικά έτη 2005 και 2006 ήταν δικαιολογημένη.

79      Εξάλλου, εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που δημιουργούν σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα των ελέγχων που διενεργήθηκαν στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε συγκεκριμένα ότι το ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα σχετικά με τα μικρά νησιά του Αιγαίου δεν παρουσίαζε τις ίδιες ελλείψεις με εκείνα της ηπειρωτικής Ελλάδας.

80      Πράγματι, πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει μια τέτοια απόδειξη αλλ’ ούτε και εξηγεί ποιες ιδιαιτερότητες των μικρών νησιών του Αιγαίου αγνόησε η Επιτροπή ακολουθώντας τη μέθοδο του κατά προβολήν υπολογισμού (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 38 ανωτέρω, EU:T:2012:688, σκέψη 523). Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία απλώς διατείνεται, γενικά, ότι δεν είναι δυνατό οι ανεπάρκειες που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας να μεταφέρονται αυτούσιες στην εθνική έννομη τάξη στο πλαίσιο άλλης έρευνας χωρίς προηγούμενη επεξεργασία, λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης περιπτώσεως στην οποία μεταφέρονται. Υποστηρίζει, επίσης γενικά, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στους ελαιώνες στα μικρά νησιά του Αιγαίου.

81      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 71 έως 73 ανωτέρω, όσον αφορά την προβολή διαπιστώσεων σχετικών με αδυναμίες του συστήματος ελέγχου που αφορούν ορισμένες περιφέρειες κράτους μέλους σε άλλες περιφέρειες του κράτους αυτού, μπορεί να ακολουθείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας, χωρίς κάτι τέτοιο να είναι δυνατό όταν πρόκειται για διαφορετική έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομολογία αυτή δεν προβαίνει σε τέτοια διάκριση. Εν πάση περιπτώσει, δεν πρόκειται για αυτόματη εφαρμογή της μεθόδου του κατά προβολήν υπολογισμού με βάση τη διαπίστωση μιας ελλείψεως. Πράγματι, για να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο του κατά προβολήν υπολογισμού η Επιτροπή πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που δημιουργούν σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες, στο δε κράτος μέλος εναπόκειται να αποδείξει το αντίθετο. Συνεπώς, η συσταλτική ερμηνεία την οποία προτείνει η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

82      Τρίτον, επίσης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα, που αναπτύσσεται στο υπόμνημα απαντήσεως, κατά το οποίο υφίσταται ουσιώδης διαφορά όσον αφορά τις αιτιολογίες που εκτίθενται στην επίσημη κοινοποίηση της Επιτροπής, αφενός, και στη συνοπτική έκθεση, αφετέρου. Πράγματι, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε σαφώς τις αιτιάσεις της, ιδίως τις σημαντικές ελλείψεις του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα, και πρότεινε, με την επίσημη ανακοίνωση που μνημονεύεται στις σκέψεις 12 και 77 ανωτέρω, να καθοριστεί η κατ’ αποκοπή διόρθωση στο 10 %.

83      Έτσι, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να κλονίσει τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά το ελληνικό σύστημα ελέγχου και, ιδίως, το ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα στα μικρά νησιά του Αιγαίου.

84      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί ελλείψεως αιτιολογίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υποθέσεως, ιδίως με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλομένων λόγων και το συμφέρον των αποδεκτών ή άλλων προσώπων τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά να λάβουν εξηγήσεις. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το οικείο ζήτημα (αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑66/02, Συλλογή, EU:C:2005:768, σκέψη 26, και της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:742, σκέψη 77). Από επίσης πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στην αιτιολογία των αποφάσεών της, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία. Πράγματι, αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είναι ουσιώδους σημασίας για την όλη οικονομία της αποφάσεως (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1963, Γερμανία κατά Επιτροπής, 24/62, Συλλογή, EU:C:1963:14, σ. 143· βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1993, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑7/92, Συλλογή, EU:T:1993:52, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Στο ειδικό πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων και, ιδίως, σε αυτό της εκδόσεως αποφάσεων σχετικών με την εκκαθάριση των λογαριασμών, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να λογίζεται ως επαρκής εάν το κράτος αποδέκτης συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως και εγνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το Ταμείο με το επίδικο ποσό (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑263/98, Συλλογή, EU:C:2001:455, σκέψη 98· Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2004:496, σκέψη 67· της 16ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑488/10, EU:T:2011:767, σκέψη 68, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑84/09, EU:T:2012:471, σκέψη 17).

86      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει σαφώς ότι η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε ενεργό μέρος στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι είχε λάβει γνώση των αιτιάσεων της Επιτροπής όσον αφορά τις ελλείψεις του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα στα μικρά νησιά του Αιγαίου, περιλαμβανομένων των συνδεομένων με τη μέθοδο υπολογισμού με βάση την προβολή των αποτελεσμάτων των προηγούμενων ερευνών, στο πλαίσιο πολλών ανακοινώσεων καθώς και της διμερούς συσκέψεως μεταξύ Επιτροπής και ελληνικών αρχών (βλ. σκέψεις 75 και 77 ανωτέρω). Ειδικότερα, όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι ελληνικές αρχές τελούσαν σε γνώση της φύσεως των αιτιάσεων της Επιτροπής και, επομένως, ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν λυσιτελώς την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαία μια πιο εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση.

87      Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εξεπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

88      Επομένως, ο τρίτος λόγος πρέπει επίσης να απορριφθεί, και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

89      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Bieliūnas

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Νοεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.