Language of document : ECLI:EU:T:2023:64

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Φεβρουαρίου 2023 (*)

«Ενέργεια – Εσωτερική αγορά ενέργειας – Πλαίσιο υλοποίησης της ευρωπαϊκής πλατφόρμας για την ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης από εφεδρείες αποκατάστασης συχνότητας με αυτόματη ενεργοποίηση – Διαδικασία έγκρισης όρων, προϋποθέσεων και μεθοδολογιών – Απόρριψη της κοινής πρότασης των διαχειριστών συστημάτων – Αρμοδιότητα του ACER – Πλάνη περί το δίκαιο – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑606/20,

Austrian Power Grid AG, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία), και οι λοιπές προσφεύγουσες τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται σε παράρτημα (1), εκπροσωπούμενες από τον M. Levitt, δικηγόρο, τον B. Byrne και την D. Jubrail, solicitors,

προσφεύγουσες,

κατά

Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), εκπροσωπούμενου από την E. Ameye, δικηγόρο, την Α. Τελλίδου και τον E. Tremmel,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, V. Tomljenović, P. Škvařilová-Pelzl (εισηγήτρια), I. Nõmm και D. Kukovec, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή τους δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες, Austrian Power Grid AG και τα λοιπά νομικά πρόσωπα τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται σε παράρτημα, ζητούν την ακύρωση της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (Agence de l’Union européenne pour la coopération des régulateurs de l’énergie, ACER) της 16ης Ιουλίου 2020, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση 02/2020 του ACER, της 24ης Ιανουαρίου 2020, σχετικά με το πλαίσιο υλοποίησης της ευρωπαϊκής πλατφόρμας για την ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης από εφεδρείες αποκατάστασης συχνότητας με αυτόματη ενεργοποίηση (στο εξής: πλατφόρμα aFRR), και απορρίφθηκε η προσφυγή τους στην υπόθεση A-001-2020 (ενοποιημένο κείμενο) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), καθόσον η εν λόγω απόφαση τις αφορά, καθώς και την ακύρωση του άρθρου 1 της απόφασης 02/2020 και του άρθρου 3, παράγραφος 3 και παράγραφος 4, στοιχείο b, του άρθρου 4, παράγραφος 6, του άρθρου 6, του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο c, και του άρθρου 12 του πλαισίου υλοποίησης της πλατφόρμας aFRR, που παρατίθεται στο παράρτημα I της απόφασης 02/2020 (στο εξής: μεθοδολογία aFRR ή aFRRIF).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Μετά την έναρξη ισχύος, στις 18 Δεκεμβρίου 2017, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2195 της Επιτροπής, της 23ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριας γραμμής για την εξισορρόπηση ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2017, L 312, σ. 6), όλοι οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς (στο εξής: ΔΣΜ) κατάρτισαν, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, πρόταση μεθοδολογίας aFRR.

3        Στις 18 Δεκεμβρίου 2018, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/2195, οι ΔΣΜ διαβίβασαν, προς έγκριση, σε όλες τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (στο εξής: ΕΡΑ) την πρότασή τους περί μεθοδολογίας aFRR (στο εξής: αρχική πρόταση aFRRIF). Το άρθρο 12 της εν λόγω πρότασης, το οποίο έφερε τον τίτλο «Πρόταση οντότητας», όριζε τα εξής:

«1. Όλοι οι ΔΣΜ ορίζουν μια οντότητα επιφορτισμένη με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών [που απαιτούνται για τη διαχείριση] της πλατφόρμας aFRR.

2. Η οντότητα συνίσταται σε κοινοπραξία επιχειρήσεων ΔΣΜ ή εταιρία η οποία ανήκει σε ΔΣΜ.»

4        Με έγγραφο της 24ης Ιουλίου 2019, η πρόεδρος του φόρουμ των ρυθμιστικών αρχών ενέργειας (forum des régulateurs de l’énergie, FRE) ενημέρωσε τον ACER, εκ μέρους όλων των ΕΡΑ, ότι είχαν αποφασίσει από κοινού, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, να του ζητήσουν να αποφανθεί επί της αρχικής πρότασης aFRRIF (στο εξής: κοινή αίτηση). Το εν λόγω έγγραφο συνοδευόταν από «ανεπίσημο σημείωμα όλων των [ΕΡΑ] εγκεκριμένο από το [FRE] σχετικά με την [αρχική πρόταση aFRRIF] σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού [2017/2195]» (στο εξής: ανεπίσημο σημείωμα των ΕΡΑ).

5        Στο πλαίσιο της ανταλλαγής απόψεων και των διαβουλεύσεων που πραγματοποίησε με τις ΕΡΑ και τους ΔΣΜ από τον Ιούλιο του 2019, ο ACER εκτίμησε ότι η αρχική πρόταση aFRRIF, με την οποία προβλεπόταν ότι η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR θα μπορούσε να έχει τη μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων ΔΣΜ, δεν ήταν σύμφωνη προς τον κανονισμό 2017/2195.

6        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 28ης Νοεμβρίου 2019 οι ΔΣΜ υπέβαλαν στον ACER δεύτερο κείμενο της πρότασης μεθοδολογίας aFRR (στο εξής: δεύτερη πρόταση aFRRIF). Το άρθρο 12 της δεύτερης πρότασης aFRRIF προέβλεπε ότι η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR θα είναι εταιρία που θα ανήκει στους ΔΣΜ. Με επεξηγηματικό σημείωμα το οποίο προσαρτήθηκε στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, οι ΔΣΜ διευκρίνισαν τον σκοπό που επιδίωκαν με το εν λόγω άρθρο.

7        Μετά την εξέταση της δεύτερης πρότασης aFRRIF, ο ACER εκτίμησε ότι η εν λόγω πρόταση δεν ήταν σύμφωνη προς τον κανονισμό 2017/2195, με την αιτιολογία ότι όριζε μόνον την οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της υπηρεσίας εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ, μολονότι ο εν λόγω κανονισμός απαιτεί τον ορισμό αρχής επιφορτισμένης με καθεμία από τις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, περιλαμβανομένων λειτουργιών οι οποίες, όπως η διαχείριση δυναμικότητας, ως διαδικασία συνεχούς επικαιροποίησης της διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς που είναι διαθέσιμη για σκοπούς ανταλλαγής ενέργειας εξισορρόπησης, είναι λειτουργίες πλειόνων πλατφορμών, στο μέτρο που η διαθέσιμη διαζωνική δυναμικότητα μεταφοράς είναι στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε ευρωπαϊκή πλατφόρμα εξισορρόπησης. Επιπλέον, ο ACER πρότεινε στους ΔΣΜ, προκειμένου να γίνει σεβαστό το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195, να διατηρήσουν τις δύο επιλογές που πρότειναν για την οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, δηλαδή είτε έναν μόνο ΔΣΜ είτε εταιρία ανήκουσα στους ΔΣΜ.

8        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 13ης Δεκεμβρίου 2019, οι ΔΣΜ, μέσω μέλους του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενεργείας, υπέβαλαν στον ACER τρίτο κείμενο της πρότασης μεθοδολογίας aFRR (στο εξής: τρίτη πρόταση aFRRIF).

9        Το άρθρο 12 της τρίτης πρότασης aFRRIF όριζε τα εξής:

«[…]

2. Όλοι οι ΔΣΜ ορίζουν μια οντότητα επιφορτισμένη με την εκτέλεση [της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης] και της υπηρεσίας εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ της πλατφόρμας [aFRR]. Η εν λόγω οντότητα είναι ένας και μόνον ΔΣΜ ή εταιρία η οποία ανήκει στους ΔΣΜ.

[…]

5. Οσάκις οι ΔΣΜ εφαρμόζουν λειτουργία πλειόνων πλατφορμών, όλοι οι ΔΣΜ ορίζουν μια οντότητα επιφορτισμένη με την εκτέλεση της εν λόγω λειτουργίας, η οποία μπορεί να είναι διαφορετική από την οντότητα της [παραγράφου] 2.

6. Εντός έξι μηνών από την έγκριση της [μεθοδολογίας] ευρωπαϊκής πλατφόρμας για την ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης από εφεδρείες αντικατάστασης με [χειροκίνητη ή αυτόματη] ενεργοποίηση, όλοι οι ΔΣΜ ορίζουν την προτεινόμενη οντότητα για την εκτέλεση της [υπηρεσίας διαχείρισης δυναμικότητας].

[…]»

10      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 17ης Δεκεμβρίου 2019 προς το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενεργείας, ο ACER ενημέρωσε τους ΔΣΜ ότι οι τροποποιήσεις τις οποίες επέφεραν στο άρθρο 12 της τρίτης πρότασης aFRRIF εξακολουθούσαν να μην είναι σύμφωνες προς τον κανονισμό 2017/2195. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, κατά την εν λόγω πρόταση, οι λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR θα μπορούσαν να εκτελούνται από πλείονες οντότητες, η πρόταση θα έπρεπε να πληροί τις πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195, στοιχείο το οποίο δεν είχε καταδειχθεί.

11      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 18ης Δεκεμβρίου 2019, το οποίο απέστειλε μέλος του προσωπικού του βελγικού ΔΣΜ σε απάντηση στο ηλεκτρονικό μήνυμα του ACER της 17ης Δεκεμβρίου 2019, οι ΔΣΜ υπέβαλαν στον ACER τροποποιημένο κείμενο της τρίτης πρότασης aFRRIF (στο εξής: τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF). Οι ΔΣΜ επιβεβαίωσαν ότι μια ενιαία οντότητα (ένας ΔΣΜ ή εταιρία ανήκουσα στους ΔΣΜ) θα είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται ειδικώς για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, ήτοι τη βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, και ότι η εκτέλεση της διαχείρισης δυναμικότητας, η οποία είναι λειτουργία πλειόνων πλατφορμών, θα μπορούσε να ανατεθεί σε άλλη ενιαία οντότητα (έναν ΔΣΜ ή εταιρία ανήκουσα στους ΔΣΜ).

12      Στις 20 Δεκεμβρίου 2019 ο ACER κατάρτισε τελικό κείμενο του σχεδίου απόφασης σχετικά με τη μεθοδολογία aFRR, το οποίο κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες.

13      Στις 24 Ιανουαρίου 2020 ο ACER εξέδωσε την απόφαση 02/2020, σχετικά με τη μεθοδολογία aFRR, στην οποία προσαρτήθηκε, ως παράρτημα I, μεθοδολογία aFRR, όπως τροποποιήθηκε και εγκρίθηκε από τον ACER (στο εξής: επίδικη aFRRIF).

14      Το άρθρο 12 της επίδικης aFRRIF ορίζει τα εξής:

«[…]

2. Όλοι οι ΔΣΜ ορίζουν μια οντότητα, είτε πρόκειται περί ΔΣΜ είτε περί εταιρίας που ανήκει στους ΔΣΜ, επιφορτισμένη με την εκτέλεση [της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης] και της υπηρεσίας εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ της πλατφόρμας aFRR. Το αργότερο οκτώ μήνες προτού η υπηρεσία διαχείρισης δυναμικότητας καταστεί λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR σύμφωνα με το άρθρο 6, [παράγραφος] 4, όλοι οι ΔΣΜ καταρτίζουν πρόταση τροποποίησης της aFRRIF, με την οποία ορίζεται οντότητα επιφορτισμένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας διαχείρισης της δυναμικότητας σύμφωνα με το άρθρο 21, [παράγραφος] 3, [στοιχείο] εʹ, [του κανονισμού 2017/2195] και διευκρινίζεται αν την πλατφόρμα aFRR διαχειρίζεται μία οντότητα ή πλείονες οντότητες.

3. Ο ορισμός της οντότητας πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 4, [του κανονισμού 2017/2195].

[…]»

15      Στις 23 Μαρτίου 2020, δυνάμει του άρθρου 28 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/942 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ΕΕ 2019, L 158, σ. 22), οι Austrian Power Grid, ČEPS, a.s., Polskie sieci elektroenergetyczne S.A., Red Eléctrica de España SA, RTE Réseau de transport d’électricité και Svenska kraftnät (στο εξής: ομάδα Α) άσκησαν ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ACER προσφυγή, μεταξύ άλλων, κατά της απόφασης 02/2020, η οποία πρωτοκολλήθηκε αρχικά με τον αριθμό A-001-2020. Οι TenneT TSO BV και TenneT TSO GmbH άσκησαν ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ACER προσφυγή, μεταξύ άλλων, κατά της απόφασης 02/2020, η οποία πρωτοκολλήθηκε αρχικά με τον αριθμό A‑004‑2020. Στο μέτρο που οι ως άνω υποθέσεις είχαν το ίδιο αντικείμενο, το συμβούλιο προσφυγών τις συνένωσε εν συνεχεία με αριθμό υπόθεσης A-001-2020 (ενοποιημένο κείμενο).

16      Με την προσφυγή της, η ομάδα Α ζήτησε από το συμβούλιο προσφυγών, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 3, στοιχείο d, της απόφασης 1-2011 του συμβουλίου προσφυγών, όπως τροποποιήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2019, για τη θέσπιση των κανόνων οργάνωσης και διαδικασίας του συμβουλίου προσφυγών του ACER, να υποχρεώσει τον ACER να γνωστοποιήσει (στο εξής: αίτηση γνωστοποίησης), σε μη επεξεργασμένη μορφή, πλείονα έγγραφα, ήτοι, αφενός, αντίγραφο της αξιολόγησης που διενήργησε ο ACER στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/2195 και, αφετέρου, αντίγραφα των εντύπων που περιέχουν τις γνωμοδοτήσεις που εξέδωσε το ρυθμιστικό συμβούλιο του ACER σχετικά με την απόφαση 02/2020 και τη μεθοδολογία aFRR, πριν από την οριστική έκδοση και έγκρισή τους, αντιστοίχως, από τον ACER (στο εξής: επίδικα έγγραφα), καθώς και να της παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί των εν λόγω εγγράφων. Η ομάδα Α επανέλαβε την εν λόγω αίτηση γνωστοποίησης με έγγραφο της 28ης Μαΐου 2020.

17      Στις 2 Ιουνίου 2020 ο γραμματέας του συμβουλίου προσφυγών κοινοποίησε στην ομάδα Α απόφαση με την οποία ο πρόεδρος του συμβουλίου προσφυγών απέρριψε την αίτηση γνωστοποίησης (στο εξής: απόφαση απόρριψης της αίτησης γνωστοποίησης).

18      Στις 16 Ιουλίου 2020 το συμβούλιο προσφυγών εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία επικυρώνεται η απόφαση 02/2020 και απορρίπτονται οι προσφυγές των προσφευγουσών στην υπόθεση A-001-2020 (ενοποιημένο κείμενο).

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον τις αφορά·

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της απόφασης 02/2020 καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 3 και παράγραφος 4, στοιχείο b, το άρθρο 4, παράγραφος 6, το άρθρο 6, το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο c, και το άρθρο 12 της επίδικης aFRRIF·

–        να καταδικάσει τον ACER στα δικαστικά έξοδα.

20      Ο ACER ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού του δευτέρου αιτήματος της προσφυγής

21      Κατά πάγια νομολογία, οι προϋποθέσεις παραδεκτού μιας προσφυγής που προβλέπονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ αφορούν λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως και πρέπει, συνεπώς, να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Pebagua κατά Επιτροπής, C‑204/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:425, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22      Εν προκειμένω, μετά την πρόσκληση των διαδίκων να υποβάλουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους, πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό του δεύτερου αιτήματος της προσφυγής, το οποίο αφορά την ακύρωση του άρθρου 1 της απόφασης 02/2020 και πλειόνων διατάξεων της επίδικης aFRRIF.

23      Επ’ αυτού, από την αιτιολογική σκέψη 34, το άρθρο 28, παράγραφος 1, και το άρθρο 29 του κανονισμού 2019/942, καθώς και από το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας, προκύπτει ότι οι μη προνομιούχοι προσφεύγοντες μπορούν να ζητήσουν από το Γενικό Δικαστήριο την ακύρωση μόνον των αποφάσεων του συμβουλίου προσφυγών (πρβλ., και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2022, MEKH και FGSZ κατά ACER, T-684/19 και T-704/19, EU:T:2022:138, σκέψεις 31 έως 42).

24      Στο πλαίσιο της εξέτασης της υπό κρίση προσφυγής, οι προσφεύγουσες, οι οποίες δεν έχουν την ιδιότητα προνομιούχων προσφευγουσών, μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση μόνον της προσβαλλόμενης απόφασης την οποία εξέδωσε το συμβούλιο προσφυγών, πλην όμως όχι την ακύρωση της απόφασης 02/2020 και των παραρτημάτων της.

25      Επομένως, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να ελέγξει μόνον τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ιδίως καθόσον επικυρώνει στο σύνολό της την απόφαση 02/2020 και τις διατάξεις της επίδικης aFRRIF, υπό το πρίσμα των λόγων ακυρώσεως και των αιτιάσεων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, καθώς και των λόγων ακυρώσεως ή των αιτιάσεων που θα πρέπει, ενδεχομένως, να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί της ουσίας

26      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν κατ’ ουσίαν, ο πρώτος, πλάνη περί το δίκαιο, λόγω παραβίασης της αρχής της δοτής αρμοδιότητας και παράβασης του κανονισμού 2019/942, στην οποία υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνοντας ότι ο ACER μπορούσε, με την απόφαση 02/2020, να αποκλίνει, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, από την κοινή αίτηση των ΕΡΑ· ο δεύτερος, περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παραλείποντας να διαπιστώσει ότι ο ACER, με την απόφαση 02/2020, παρέβη το άρθρο 21 του κανονισμού 2017/2195 και, ο τρίτος, παραβίαση από το συμβούλιο προσφυγών, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιόν του, της αρχής της χρηστής διοίκησης, της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και των νόμιμων υποχρεώσεων που υπείχε.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο, λόγω παραβίασης της αρχής της δοτής αρμοδιότητας και παράβασης του κανονισμού 2019/942, στην οποία υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών διαπιστώνοντας ότι ο ACER μπορούσε να αποκλίνει, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, από την κοινή αίτηση των ΕΡΑ

27      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά τον ισχυρισμό ότι το συμβούλιο προσφυγών κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο ACER δεν είχε αποκλίνει από την κοινή θέση των ΕΡΑ, όπως αυτή προέκυπτε από την κοινή αίτηση. Το δεύτερο σκέλος αφορά τον ισχυρισμό ότι το συμβούλιο προσφυγών κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, εν πάση περιπτώσει, ο ACER μπορούσε να αποκλίνει από την κοινή θέση των ΕΡΑ, όπως αυτή προέκυπτε από την κοινή αίτηση.

28      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει πρώτα το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

29      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι κακώς το συμβούλιο προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο ACER μπορούσε να αποκλίνει από την κοινή θέση των ΕΡΑ, όπως αυτή προέκυπτε από την κοινή αίτηση, μολονότι το πεδίο αρμοδιότητας του ACER οριζόταν με την κοινή αίτηση, και ότι, αποκλίνοντας από την κοινή αίτηση, με την απόφαση 02/2020, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 και του άρθρου 6, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2019/942, προς επιδίωξη του πολιτικού προγράμματός του, ο ACER ενήργησε ultra vires, κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων. Το γεγονός ότι ορισμένες από τις ενδιαφερόμενες ΕΡΑ δεν προσέβαλαν την προσβαλλόμενη απόφαση συναφώς δεν στερεί από τις λοιπές ΕΡΑ το δικαίωμά τους να το πράξουν.

30      Πρώτον, κατά τις προσφεύγουσες, από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 2019/942, τη νομολογία και την πρακτική λήψης αποφάσεων του ACER προκύπτει ότι η αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων του ACER δεν μπορεί να εκτείνεται σε ζητήματα επί των οποίων οι ΕΡΑ έχουν συμφωνήσει ή δεν του έχουν ζητήσει να αποφανθεί. Εν προκειμένω, στον ACER υποβλήθηκαν δύο μόνο ζητήματα διαφωνίας μεταξύ των ΕΡΑ, τα οποία μνημονεύονταν στο ανεπίσημο σημείωμα και αφορούσαν την τεχνική λειτουργία της αυτόματης διαδικασίας αποκατάστασης συχνότητας από τους ΔΣΜ και το μοντέλο «αίτησης ελέγχου» που έπρεπε να επιλεγεί για έναν υψηλού επιπέδου σχεδιασμό της πλατφόρμας aFRR.

31      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, εκδίδοντας απόφαση η οποία έβαινε πέραν των ορίων της αρμοδιότητάς του, όπως ορίζονταν από την κοινή αίτηση, ο ACER παραβίασε την αρχή της δοτής αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Η μεθοδολογία aFRR εγκρίθηκε βάσει του κανονισμού 2017/2195, ο οποίος είναι εκτελεστική πράξη. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 αυτού, ο κανονισμός 2017/2195 καθορίζει τα όρια της αρμοδιότητας που ανατίθεται στον ACER και μόνον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε, μέσω της διαδικασίας επιτροπολογίας, να τροποποιήσει τα εν λόγω όρια. Επιπλέον, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζεται το συμβούλιο προσφυγών, στο σημείο 108 της προσβαλλόμενης απόφασης, ο ACER δεν άσκησε, εν προκειμένω, ίδια αρμοδιότητα, αλλά αρμοδιότητα ανατεθείσα ή απορρέουσα από τις ΕΡΑ. Κατά τη νομολογία, μόνον η αναγκαιότητα διασφάλισης της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 2017/2195 θα μπορούσε να δικαιολογήσει την υπέρβαση των ορίων της αρμοδιότητας που έχει ανατεθεί στον ACER. Εντούτοις, από τη σκέψη 69 της απόφασης της 24ης Οκτωβρίου 2019, E-Control κατά ACER (T-332/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:761), προκύπτει, κατά τις προσφεύγουσες, ότι κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί την υποκατάσταση, όπως εν προκειμένω, της θέσης του ACER σε αυτήν των ΕΡΑ, όπως διατυπώθηκε με την κοινή αίτηση, σχετικά με τις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και την οντότητα ή τις οντότητες που ορίζονται για την εκτέλεσή τους.

32      Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2019/942, την οποία προέκρινε το συμβούλιο προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να αναγνωρίσει στον ACER γενική εξουσία αναθεώρησης των προτάσεων των ΔΣΜ που υποβάλλονται στις ΕΡΑ, ήταν πεπλανημένη, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του άρθρου 6, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού και παραβιάζει την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω. Εν προκειμένω, η έγκριση της μεθοδολογίας aFRR ενέπιπτε, κατά πρώτον, στην αρμοδιότητα των ΕΡΑ και, κατά δεύτερον και ελλείψει συμφωνίας μεταξύ αυτών ή σε περίπτωση κοινής αίτησής τους, στην αρμοδιότητα του ACER.

33      Τέταρτον, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι ο χαρακτηρισμός, από τον ACER, της ρυθμιστικής διαδικασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό 2019/942 ως «διαδικασίας από τη βάση προς την κορυφή» δεν δικαιολογεί την απόκλιση του ACER, με την απόφαση 02/2020, από την κοινή θέση των ΕΡΑ, και τούτο ανεξαρτήτως της θετικής γνωμοδότησης που εξέδωσε το ρυθμιστικό συμβούλιο επί του σχεδίου απόφασης του ACER. Με την απόφαση 02/2020 ο ACER επέβαλε στους ΔΣΜ ένα σύνολο υποχρεώσεων τις οποίες απέρριψαν κατ’ επανάληψη και τις οποίες οι ΕΡΑ δεν είχαν προσδιορίσει, με την κοινή αίτηση, ως ζητήματα διαφωνίας μεταξύ αυτών στα οποία απαιτούνταν η διαμεσολάβηση του ACER. Κατά τις προσφεύγουσες, η απόφαση 02/2020, όπως επικυρώθηκε από το συμβούλιο προσφυγών, όχι μόνον στερείται νομιμότητας, αλλά είναι επίσης επιζήμια για τους ΔΣΜ. Συγκεκριμένα, στέρησε από τους ΔΣΜ τη δυνατότητα να ορίσουν κοινοπραξία επιχειρήσεων ΔΣΜ για την εκτέλεση της υπηρεσίας βελτιστοποίησης ενεργοποίησης και της υπηρεσίας εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ και τους επέβαλε να περιλάβουν, εντός ορισμένης προθεσμίας, τη διαχείριση δυναμικότητας στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και να ορίσουν έναν εκ των ΔΣΜ ή εταιρία ανήκουσα στους ΔΣΜ για την εκτέλεση της συγκεκριμένης υπηρεσίας, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/2195. Δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195, η μεθοδολογία aFRR έπρεπε να καθοριστεί από τους ΔΣΜ και όχι να επιβληθεί στους ΔΣΜ από τον ACER, ο οποίος προέβαλε προσχηματικώς την υποθετική δυνατότητα, για τους ΔΣΜ, να υποβάλουν πρόταση τροποποίησης της εν λόγω μεθοδολογίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/2195.

34      Ο ACER ζητεί να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

35      Εν προκειμένω, βάσει της εξακρίβωσης του παραδεκτού της προσφυγής και της χρησιμότητας των λόγων που προβλήθηκαν προς στήριξή της στη σκέψη 25 ανωτέρω, πρέπει να ελεγχθεί αν το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να διαπιστώσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι εκδίδοντας την απόφαση 02/2020, ο ACER υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του, όπως ισχυρίστηκαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη της προσφυγής που άσκησαν ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

36      Συναφώς, από τη νομολογία σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση μιας πράξης και παρέχει στο όργανο της Ένωσης εξουσία προς έκδοση της εν λόγω πράξης πρέπει να ισχύει κατά την ημερομηνία της έκδοσής της (βλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage, C-596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Φεβρουαρίου 2011, Cantiere navale De Poli κατά Επιτροπής, T-584/08, EU:T:2011:26, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μόνης πράξης της οποίας τη νομιμότητα οι προσφεύγουσες μπορούν να αμφισβητήσουν παραδεκτώς στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω), ήτοι στις 16 Ιουλίου 2020, ο κανονισμός 2019/942 είχε εφαρμογή. Επιπλέον, ο κανονισμός 2017/2195 ήταν επίσης σε ισχύ και είχε εφαρμογή, από τις 18 Δεκεμβρίου 2017, βάσει του άρθρου 65 αυτού, ήτοι από την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 28 Νοεμβρίου 2017. Το άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942 και το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 εξουσιοδοτούν, όμως, τον ACER να αποφαίνεται ή να εκδίδει ατομικές αποφάσεις, εντός έξι μηνών, σχετικά με ρυθμιστικά ζητήματα ή προβλήματα που επηρεάζουν τις διασυνοριακές συναλλαγές ή τη διασυνοριακή ασφάλεια του συστήματος και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ΕΡΑ, όπως την έγκριση της μεθοδολογίας aFRR, εάν δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία των αρμόδιων ΕΡΑ εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας ή εάν οι αρμόδιες ΕΡΑ υπέβαλαν στον ACER σχετικώς κοινή αίτηση. Κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μόνον οι προμνησθείσες διατάξεις μπορούσαν να αποτελέσουν τη νομική βάση της εν λόγω απόφασης.

38      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942 και το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 μπορούσαν να θεμελιώσουν την αρμοδιότητα του ACER να εγκρίνει οριστικά τη μεθοδολογία aFRR, όπως παρατίθεται στο παράρτημα I της προσβαλλόμενης απόφασης, και τούτο προϋποθέτει την ερμηνεία του περιεχομένου των εν λόγω διατάξεων.

39      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα τους, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος [βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2018, COBRA, C-192/17, EU:C:2018:554, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Ιανουαρίου 2020, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών), C-122/18, EU:C:2020:41, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

40      Εν προκειμένω, όλοι οι ΔΣΜ υπέβαλαν, ως όφειλαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/2195, προς έγκριση στις οικείες ΕΡΑ πρόταση μεθοδολογίας aFRR, ήτοι την αρχική πρόταση aFRRIF. Εντούτοις, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 και το άρθρο 6, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2019/942, ο ACER έπρεπε, σε περίπτωση κοινής αίτησης των ΕΡΑ, να αποφανθεί ο ίδιος επί της εν λόγω πρότασης εντός προθεσμίας έξι μηνών, από την ημερομηνία κοινοποίησης της κοινής αίτησης. Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι, με έγγραφο της 24ης Ιουλίου 2019, οι ΕΡΑ ζήτησαν από κοινού από τον ACER, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, να αποφανθεί επί της αρχικής πρότασης aFRRIF την οποία οι ΔΣΜ είχαν υποβάλει στις ΕΡΑ (σκέψη 4 ανωτέρω).

41      Επομένως, η αρμοδιότητα του ACER να αποφανθεί ή να εκδώσει οριστική απόφαση σχετικά με τη μεθοδολογία aFRR βασιζόταν, εν προκειμένω, στο γεγονός, που μνημονεύεται στο άρθρο 6, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2019/942 και στο άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, ότι όλες οι ΕΡΑ είχαν ζητήσει από κοινού από τον ACER να αποφανθεί επί της εν λόγω μεθοδολογίας.

42      Πλην όμως, πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 6 του κανονισμού 2019/942 και του άρθρου 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 δεν προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της άσκησης της εν λόγω αρμοδιότητας και πέραν της υποχρέωσης που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 11, του κανονισμού 2019/942 να διαβουλεύεται με τις ΕΡΑ και τους ενδιαφερόμενους ΔΣΜ κατά το στάδιο της εκπόνησης της απόφασής του, ο ACER δεσμευόταν από τις παρατηρήσεις των τελευταίων. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις ότι η αρμοδιότητα του ACER περιορίζεται στις πτυχές για τις οποίες οι ΕΡΑ δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε συμφωνία. Αντιθέτως, το άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942 και το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 αντιμετωπίζουν τα «ρυθμιστικά ζητήματα» ή τις «υποβληθείσες [από τους ΔΣΜ] προτάσεις για […] μεθοδολογίες» που εμπίπτουν αρχικά στην αρμοδιότητα των ΕΡΑ και στη συνέχεια, κατόπιν κοινής αίτησης των ΕΡΑ, στην αρμοδιότητα του ACER ως ένα αδιαίρετο σύνολο του οποίου οι ΕΡΑ και κατόπιν ο ACER επιλαμβάνονται συνολικά χωρίς να γίνεται καμία τέτοια διάκριση. Επομένως, βάσει της διατύπωσής τους, το άρθρο 6 του κανονισμού 2019/942 και το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση κοινής αίτησης των ΕΡΑ σχετικά με ρυθμιστικά ζητήματα ή προτάσεις υποβληθείσες από τους ΔΣΜ, ο ACER έχει την αρμοδιότητα να αποφαίνεται ή να αποφασίζει ο ίδιος επί των εν λόγω ζητημάτων ή προτάσεων.

43      Δεύτερον, η ως άνω γραμματική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942 και του άρθρου 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 επιρρωννύεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας οι εν λόγω διατάξεις αποτελούν μέρος, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες των εν λόγω κανονισμών.

44      Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (COM/2007/0530 final), βάσει της οποίας εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ 2009, L 211, σ. 1), ο οποίος αντικαταστάθηκε εν συνεχεία από τον κανονισμό 2019/942, προκύπτει ότι οι διατάξεις που περιέχονται στην εν λόγω πρόταση στηρίζονταν, μεταξύ άλλων, στη διαπίστωση ότι, «[μ]ολονότι έχει αναπτυχθεί σημαντικά η εσωτερική αγορά ενέργειας, εξακολουθεί και υπάρχει κανονιστικό χάσμα σε διασυνοριακά ζητήματα» και ότι «[η] […] θεώρηση που στην πράξη συνήθως απαιτεί τη συμφωνία 27 ρυθμιστικών αρχών και άνω των 30 διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς για να καταλήξει σε συμφωνία, δεν παράγει ικανοποιητικά αποτελέσματα» και «δεν απέδωσε πραγματικές αποφάσεις για τα δύσκολα ζητήματα, οι οποίες χρειάζεται […] να ληφθούν». Για τους λόγους αυτούς, αποφασίστηκε να συσταθεί «[ο] οργανισμός [ο οποίος] θα συμπληρώνει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τις κανονιστικές εργασίες που επιτελούνται σε εθνικό επίπεδο από τις ρυθμιστικές αρχές», ιδίως μέσω της χορήγησης «[ε]ξουσ[ιών] λήψης μεμονωμένων αποφάσεων». Οι εξουσίες αυτές επρόκειτο να ανατεθούν στον ACER «[π]ροκειμένου να χειρίζεται ιδιαίτερα διασυνοριακά ζητήματα», ιδίως «να αποφασίζει για το εφαρμοστέο κανονιστικό καθεστώς σε υποδομή εγκατεστημένη στην επικράτεια περισσότερων του ενός κρατών μελών», όπως προβλέφθηκε εν τέλει στο άρθρο 8 του κανονισμού 713/2009.

45      Επιπλέον, από την αιτιολογική έκθεση της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας [COM(2016) 863 τελικό] προκύπτει ότι οι διατάξεις που περιέχονταν στην πρόταση αυτήν αποσκοπούσαν, μεταξύ άλλων, στην «προσαρμογή της ρυθμιστικής εποπτείας στις περιφερειακές αγορές». Ειδικότερα, δεν φαινόταν πλέον κατάλληλο για τη νέα πραγματικότητα των αγορών αυτών το γεγονός ότι «όλες οι κύριες κανονιστικές αποφάσεις λαμβάνοντα[ν] από εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου [ήταν] αναγκαία κοινή περιφερειακή λύση» και ότι «η ρυθμιστική εποπτεία παρ[έμενε] κατακερματισμένη, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος αντικρουόμενων αποφάσεων και περιττών καθυστερήσεων». Για τους λόγους αυτούς θεωρήθηκε ότι «[η] ενίσχυση των εξουσιών του ACER για εκείνα τα διασυνοριακά ζητήματα που απαιτού[σαν] συντονισμένη περιφερειακή απόφαση θα συμβάλει στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη λήψη αποφάσεων για διασυνοριακά ζητήματα», ενώ σημειώνεται ότι «[ο]ι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, που λαμβάνουν αποφάσεις στο πλαίσιο του ACER σχετικά με τα ζητήματα αυτά με κατά πλειοψηφία ψηφοφορία θα εξακολουθ[oύσα]ν να συμμετέχουν πλήρως στη διαδικασία». Η χορήγηση «περιορισμέν[ων] πρόσθετ[ων] αρμοδι[οτήτων]» στον ACER θεωρήθηκε ότι συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας, στον βαθμό που ο ACER παρεμβαίνει «σε εκείνους τους τομείς στους οποίους η κατακερματισμένη εθνική διαδικασία λήψης αποφάσεων για θέματα διασυνοριακού χαρακτήρα θα προκαλούσε προβλήματα ή ασυνέπειες για την εσωτερική αγορά». Επιπλέον, θεωρήθηκε ότι συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, στον βαθμό που «[ο] ACER [καλούνταν] να αναλάβει πρόσθετα καθήκοντα, ιδίως στην περιφερειακή λειτουργία του συστήματος ενέργειας, με παράλληλη διατήρηση του κεντρικού ρόλου των [ΕΡΑ] στη ρύθμιση της ενέργειας». Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση κανονισμού, στο «κεφάλαιο [Ι,] καθόριζ[ε] […] διάφορα νέα καθήκοντα για τον ACER όσον αφορά […] την εποπτεία των ορισθέντων διαχειριστών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για την έγκριση μεθόδων και προτάσεων σχετικά με την επάρκεια της παραγωγής και την ετοιμότητα αντιμετώπισης κινδύνων». Τα εν λόγω νέα καθήκοντα του ACER επισημοποιήθηκαν στο άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942.

46      Από την αιτιολογική έκθεση των ως άνω προτάσεων κανονισμού προκύπτει η σαφής πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να καταστήσει τη λήψη αποφάσεων για δύσκολα αλλά αναγκαία διασυνοριακά ζητήματα αποτελεσματικότερη και ταχύτερη, ενισχύοντας τις εξουσίες του ACER για τη λήψη ατομικών αποφάσεων κατά τρόπο που να συμβιβάζεται με τη διατήρηση του κεντρικού ρόλου των ΕΡΑ στη ρύθμιση της ενέργειας.

47      Αυτό συνάδει επίσης με ορισμένους από τους σκοπούς που επιδιώκονται με τους κανονισμούς 713/2009 και 2019/942. Πράγματι, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 2019/942, πρώην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 713/2009, τα κράτη μέλη πρέπει να συνεργάζονται στενά εξαλείφοντας τους φραγμούς στις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου με σκοπό την επίτευξη των στόχων της ενωσιακής ενεργειακής πολιτικής και ένας ανεξάρτητος κεντρικός οργανισμός, δηλαδή ο ACER, ιδρύθηκε για να καλύψει το κενό στο ρυθμιστικό πλαίσιο σε ενωσιακό επίπεδο και να συμβάλει στην αποτελεσματική λειτουργία των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 2019/942, πρώην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 713/2009, ο ACER πρέπει να εξασφαλίζει τον κατάλληλο συντονισμό και, εν ανάγκη, τη συμπλήρωση σε ενωσιακή κλίμακα των ρυθμιστικών καθηκόντων που έχουν αναλάβει οι ρυθμιστικές αρχές. Διαθέτει ως εκ τούτου, όπως ορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34 του κανονισμού 2019/942, πρώην αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19 του κανονισμού 713/2009, τις κατάλληλες εξουσίες για την άσκηση των ρυθμιστικών καθηκόντων του με αποτελεσματικότητα, διαφάνεια, σύνεση και, προπάντων, με ανεξαρτησία έναντι των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, καθώς και έναντι των ΔΣΜ και των καταναλωτών. Πρέπει να ασκεί τις εν λόγω εξουσίες μεριμνώντας για τη συμβατότητα των αποφάσεων αυτών με την ενεργειακή νομοθεσία της Ένωσης, υπό τον έλεγχο του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο αποτελεί μέρος του ACER, αλλά είναι συγχρόνως ανεξάρτητο εντός του ACER, καθώς και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

48      Επομένως, έχουν χορηγηθεί στον ACER, μεταξύ άλλων, ίδιες ρυθμιστικές εξουσίες και εξουσίες λήψης αποφάσεων, τις οποίες ασκεί με ανεξαρτησία και με δική του ευθύνη, προκειμένου να μπορεί να αναπληρώνει τις ΕΡΑ όταν, παρά την εθελοντική συνεργασία τους, δεν είναι σε θέση να λάβουν ατομικές αποφάσεις για συγκεκριμένα ζητήματα ή προβλήματα που εμπίπτουν στη ρυθμιστική αρμοδιότητά τους. Όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 45 του κανονισμού 2019/942, πρώην αιτιολογικές σκέψεις 6 και 29 του κανονισμού 713/2009, ο ACER καθίσταται αρμόδιος να αποφασίζει, με ανεξαρτησία και με δική του ευθύνη, για ρυθμιστικά ζητήματα ή για προβλήματα τα οποία είναι σημαντικά για την αποτελεσματική λειτουργία των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, μόνοn όταν και στον βαθμό που, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 ΣΕΕ, οι στόχοι της Ένωσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς μέσω της συνεργασίας των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, λόγω έλλειψης συνολικής συμφωνίας μεταξύ των ΕΡΑ τους για ρυθμιστικά ζητήματα ή για προβλήματα που εμπίπτουν αρχικά στην αρμοδιότητά τους. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν οι ίδιες οι ΕΡΑ συμφωνούν ότι είναι πιο πρόσφορο να αποφανθεί ο ίδιος ο ACER επί των εν λόγω ζητημάτων ή προβλημάτων.

49      Επομένως, η λογική του συστήματος στο οποίο στηρίζονται το άρθρο 6 του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρο 8 του κανονισμού 713/2009, και το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 είναι ότι, όταν οι ΕΡΑ, σε επίπεδο κρατών μελών, εκτιμούν ότι είναι πιο πρόσφορο να αποφανθεί ο ίδιος ο ACER με ατομική απόφαση επί ρυθμιστικών ζητημάτων ή προβλήματος που εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, τα οποία είναι σημαντικά για την αποτελεσματική λειτουργία των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η κατάρτιση της μεθοδολογίας aFRR που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/2195, η αρμοδιότητα για λήψη της εν λόγω απόφασης ανήκει στον ACER, χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα διατήρησης μέρους της αρμοδιότητας αυτής σε εθνικό επίπεδο από τις ΕΡΑ, π.χ. για ορισμένα από τα ρυθμιστικά ζητήματα ή για ορισμένες από τις πτυχές του επίμαχου προβλήματος για τα οποία έχουν καταλήξει σε συμφωνία.

50      Εξάλλου, στον βαθμό που ο ACER ασκεί την αρμοδιότητά του με πλήρη ανεξαρτησία και με δική του ευθύνη, το συμβούλιο προσφυγών ορθώς αναφέρει, στο σημείο 110 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο ACER δεν δεσμεύεται από τη θέση που λαμβάνουν οι αρμόδιες ΕΡΑ επί ορισμένων ρυθμιστικών ζητημάτων ή ορισμένων πτυχών των προβλημάτων που τους υποβλήθηκαν και επί των οποίων είχαν καταλήξει σε συμφωνία, ιδίως όταν θεωρεί ότι η θέση αυτή δεν είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο στον τομέα της ενέργειας. Άλλωστε, ούτε οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, την ανωτέρω εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών.

51      Επιπλέον, στον βαθμό που έχουν χορηγηθεί στον ACER ίδιες εξουσίες λήψης αποφάσεων προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελεί αποτελεσματικά τα ρυθμιστικά καθήκοντά του, το άρθρο 6 του κανονισμού 2019/942 και το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι επιτρέπουν στον ACER να τροποποιεί τις προτάσεις των ΔΣΜ, πριν από την έγκρισή τους, για να διασφαλίζει τη συμβατότητά τους με το ενωσιακό δίκαιο στον τομέα της ενέργειας Η εξουσία αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου ο ACER να ασκεί αποτελεσματικά τα ρυθμιστικά καθήκοντά του, δεδομένου ότι, όπως ορθώς επισήμανε το συμβούλιο προσφυγών στο σημείο 125 της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν υπάρχει καμία διάταξη στον κανονισμό 2019/942 ή στον κανονισμό 2017/2195 η οποία να προβλέπει ότι ο ACER μπορεί να ζητήσει από τους ΔΣΜ να τροποποιήσουν την πρότασή τους πριν την εγκρίνει.

52      Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, στον κανονισμό 2019/942, οι εξουσίες λήψης αποφάσεων από τον ACER κατέστησαν σύμφωνες με τη διατήρηση του κεντρικού ρόλου που αναγνωρίζεται στις ΕΡΑ στον τομέα της ρύθμισης της ενέργειας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, ο ACER, μέσω του διευθυντή του, εκδίδει ή εγκρίνει τις αποφάσεις του μόνον αφού λάβει τη συγκατάθεση του ρυθμιστικού συμβουλίου, στο οποίο εκπροσωπούνται όλες οι ΕΡΑ και η Επιτροπή, κάθε δε μέλος του συμβουλίου έχει μία ψήφο, ενώ το συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία των δύο τρίτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 και στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

53      Ως εκ τούτου, ο σκοπός του άρθρου 6 του κανονισμού 2019/942 και του άρθρου 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, καθώς και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται οι εν λόγω διατάξεις, επιβεβαιώνουν ότι, σε περίπτωση κοινής αίτησης των ΕΡΑ σχετικά με ρυθμιστικά ζητήματα ή προτάσεις υποβληθείσες από τους ΔΣΜ, ο ACER έχει την εξουσία να αποφασίσει ο ίδιος επί των εν λόγω ζητημάτων ή προτάσεων, με την επιφύλαξη της διατήρησης του κεντρικού ρόλου των ΕΡΑ μέσω της σύμφωνης γνώμης του ρυθμιστικού συμβουλίου, χωρίς η αρμοδιότητά του αυτή να περιορίζεται στις συγκεκριμένες πτυχές επί των οποίων έχει αποκρυσταλλωθεί η διαφωνία μεταξύ των ΕΡΑ.

54      Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών κατά τα οποία ο κανονισμός 2017/2195 είναι εκτελεστική πράξη, το δε συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη χαρακτηρίζοντας τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ως «διαδικασία από τη βάση προς την κορυφή» ή παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2019/942, πρέπει να απορριφθούν ως, εν πάση περιπτώσει, απρόσφορα, στο μέτρο που δεν αναιρούν το γεγονός ότι, εν προκειμένω, το άρθρο 6 του κανονισμού 2019/942 και το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 παρείχαν στο συμβούλιο προσφυγών επαρκή νομική βάση για να εγκρίνει οριστικά τη μεθοδολογία aFRR, όπως παρατίθεται στο παράρτημα I της προσβαλλόμενης απόφασης.

55      Τρίτον, η ορθότητα της ερμηνείας του άρθρου 6 του κανονισμού 2019/942 και του άρθρου 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 η οποία εκτέθηκε στη σκέψη 53 ανωτέρω επιρρωννύεται από την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στην υπό κρίση υπόθεση.

56      Κατά πρώτον, από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/2195 προκύπτει ότι η μεθοδολογία aFRR νοείται ως αδιαίρετο ρυθμιστικό σύνολο, το οποίο υπόκειται σε ενιαία έγκριση από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές.

57      Κατά δεύτερον, και στο μέτρο που οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στο περιεχόμενο του ανεπίσημου σημειώματος των ΕΡΑ, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για έγγραφο το οποίο εκδόθηκε από τις ΕΡΑ και δεν είναι νομικά δεσμευτικό για τον ACER ούτε μπορεί να επηρεάσει τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 του κανονισμού 2019/942 ή του άρθρου 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 ή τις αρμοδιότητες ή τα καθήκοντα του ACER που απορρέουν από τα άρθρα αυτά. Εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου δεν επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι στο ανεπίσημο σημείωμα των ΕΡΑ διαχωρίζονται σαφώς τα ρυθμιστικά ζητήματα ή οι πτυχές της μεθοδολογίας aFRR επί των οποίων οι ΕΡΑ κατόρθωσαν να καταλήξουν σε συμφωνία, και ειδικότερα το γεγονός ότι η βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και η εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, πλην όμως όχι η διαχείριση δυναμικότητας, ήταν λειτουργίες οι οποίες απαιτούνταν για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, η δε επιλογή κοινοπραξίας επιχειρήσεων για την εκτέλεση των εν λόγω λειτουργιών ήταν συμβατή με το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195, από τα ζητήματα επί των οποίων δεν κατέληξαν σε συμφωνία και τα οποία είχαν, ως εκ τούτου, παραπέμψει στον ACER ώστε να αποφανθεί επ’ αυτών.

58      Συγκεκριμένα, με το ανεπίσημο σημείωμα, οι ΕΡΑ, έχοντας υπενθυμίσει ότι η διαθέσιμη διαζωνική δυναμικότητα μεταφοράς έπρεπε να ληφθεί υπόψη από την υπηρεσία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης, διαπίστωσαν, κατά τρόπο μη δεσμευτικό για τον ACER, τη συμφωνία τους επί του ότι η αρχική πρόταση aFRRIF έπρεπε να προβλέπει ότι ο υπολογισμός της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς πραγματοποιείται, από όλους τους ΔΣΜ, σε κεντρικό επίπεδο και με συντονισμένο τρόπο για όλες τις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης και, εξάλλου, έπρεπε να αναδιατυπωθεί προκειμένου να διευκρινίζεται, με σαφήνεια, αν επιθυμούσαν να αναθέσουν σε ενιαία οντότητα ή σε πλείονες οντότητες την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, δεδομένου ότι κοινοπραξία επιχειρήσεων ΔΣΜ, χωρίς νομική προσωπικότητα, ισοδυναμούσε με δομή πλειόνων οντοτήτων. Οι ως άνω παρατηρήσεις των ΕΡΑ επιβεβαιώνουν ότι, εν προκειμένω, η συμφωνία τους δεν αφορούσε τόσο την επικύρωση των άρθρων της αρχικής πρότασης aFRRIF σχετικά με τον υπολογισμό της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς και τον ορισμό των οντοτήτων που θα ήταν επιφορτισμένες με την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR όσο την αναγκαιότητα για τους ΔΣΜ να επιτύχουν την τροποποίηση των άρθρων που διελάμβαναν τα ζητήματα αυτά τα οποία περιέχονταν στην αρχική πρόταση aFRRIF.

59      Επομένως, κακώς οι προσφεύγουσες προσάπτουν στον ACER ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το ανεπίσημο σημείωμα των ΕΡΑ επιβεβαίωνε ότι οι ΕΡΑ είχαν συμφωνήσει επί του ότι η βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και η εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, πλην όμως όχι η διαχείριση δυναμικότητας, ήταν λειτουργίες οι οποίες απαιτούνταν για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, η δε επιλογή κοινοπραξίας επιχειρήσεων για την εκτέλεση των εν λόγω λειτουργιών ήταν συμβατή με το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195.

60      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διαπίστωσε ότι, εκδίδοντας την απόφαση 02/2020, ο ACER είχε υπερβεί τα όρια της αρμοδιότητάς του αποφαινόμενος επί ζητημάτων της μεθοδολογίας aFRR τα οποία μνημονεύονταν στο ανεπίσημο σημείωμα των ΕΡΑ ως ζητήματα επί των οποίων είχε επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ τους.

61      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Δεδομένου ότι από την εξέταση του εν λόγω σκέλους διαπιστώθηκε ότι ο ACER ήταν, εν πάση περιπτώσει, αρμόδιος να αποφανθεί επί ζητημάτων της μεθοδολογίας aFRR που μνημονεύονταν στο ανεπίσημο σημείωμα των ΕΡΑ ως ζητήματα επί των οποίων υπήρξε συμφωνία μεταξύ τους, δεν ασκεί επιρροή το αν, εκδίδοντας την απόφαση 02/2020, ο ACER απέκλινε όντως από την κοινή θέση των ΕΡΑ, όπως προέκυπτε από την κοινή αίτησή τους. Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών παραλείποντας να διαπιστώσει ότι ο ACER είχε ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195

62      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει οκτώ σκέλη τα οποία πρέπει να εξεταστούν διαδοχικώς, ενίοτε μέσω ομαδοποίησής τους.

–       Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά το πεπλανημένο συμπέρασμα του συμβουλίου προσφυγών ότι οι ΔΣΜ ανέλαβαν οι ίδιοι την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν ενιαία οντότητα

63      Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα, στο σημείο 161 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι ΔΣΜ ανέλαβαν οι ίδιοι την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν ενιαία οντότητα για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Υποστηρίζουν ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η πρόταση ορισμού ενός και μόνου ΔΣΜ, η οποία περιέχεται στην τρίτη πρόταση των ΔΣΜ, είναι αποτέλεσμα της διαρκούς εναντίωσης του ACER, στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεως, στον ορισμό κοινοπραξίας επιχειρήσεων ΔΣΜ και της προτίμησης του ACER όσον αφορά τον ορισμό ενιαίας νομικής οντότητας, υπό τη μορφή ενός ΔΣΜ ή εταιρίας συσταθείσας από τους ΔΣΜ. Επομένως, ο ACER επέβαλε παρανόμως τη θέση του στους ΔΣΜ, με πρόσχημα τον δήθεν χαρακτήρα της ρυθμιστικής διαδικασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό 2019/942 ως «διαδικασίας από τη βάση προς την κορυφή». Το γεγονός ότι ορισμένες από τις ενδιαφερόμενες ΕΡΑ δεν προσέβαλαν την προσβαλλόμενη απόφαση συναφώς δεν στερεί από τις λοιπές ΕΡΑ το δικαίωμά τους να το πράξουν.

64      Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

65      Πρώτον, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως τίθεται κατ’ ουσίαν το ζήτημα του αν ο ACER μπορούσε, ακόμη και έπρεπε, να λάβει υπόψη τις διαδοχικές προτάσεις aFRRIF τις οποίες του είχαν υποβάλει οι ΔΣΜ, αφού κλήθηκε να αποφανθεί επί της αρχικής πρότασης aFRRIF με κοινή αίτηση των ΕΡΑ.

66      Εν προκειμένω, από το έγγραφο, με εμφανείς διορθώσεις, που παρατίθεται στο παράρτημα A.6.1 του δικογράφου της προσφυγής, καθώς και από το σημείο 161 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο ACER έλαβε υπόψη την αρχική πρόταση aFRRIF ως το βασικό έγγραφο επί του οποίου έπρεπε να αποφανθεί και ότι έλαβε τελικώς υπόψη την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF για την κατάρτιση της επίδικης aFRRIF, το τελικό σχέδιο της οποίας κοινοποιήθηκε στους ΔΣΜ στις 20 Δεκεμβρίου 2019 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω).

67      Συναφώς, τίποτa δεν εμποδίζει, από νομικής απόψεως, αφενός, κατά το στάδιο της διαβούλευσης την οποία πρέπει να πραγματοποιήσει ο ACER, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 11, του κανονισμού 2019/942, τους ΔΣΜ να υποβάλουν διαδοχικώς στον ACER ένα ή πλείονα τροποποιημένα κείμενα της πρότασης που υπέβαλαν αρχικώς στις ΕΡΑ και, αφετέρου, στο πλαίσιο της εν λόγω διαβούλευσης, τον ACER να λάβει υπόψη τις διαδοχικές τροποποιήσεις που επέφεραν οι ΔΣΜ στην αρχική πρόταση.

68      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι διαδοχικές προτάσεις aFRRIF υποβλήθηκαν με πρωτοβουλία των ΔΣΜ, στο πλαίσιο της προσπάθειας να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις που διατύπωσε ο ACER. Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάδει προς το πνεύμα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία πρέπει να διέπει τη διαβούλευση που ο ACER οφείλει να πραγματοποιήσει, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 11, του κανονισμού 2019/942, το να ληφθεί υπόψη από τον ACER η τελευταία πρόταση aFRRIF που υπέβαλαν οι ΔΣΜ για την κατάρτιση του τελικού κειμένου του σχεδίου απόφασής του για τη μεθοδολογία aFRR, όπως κοινοποιήθηκε στους ΔΣΜ στις 20 Δεκεμβρίου 2019.

69      Όπως, όμως, αναγνωρίζουν οι ίδιες οι προσφεύγουσες, με την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF, την οποία έλαβε τελικώς υπόψη ο ACER, οι ΔΣΜ είχαν προτείνει τον ορισμό ενός και μόνου ΔΣΜ, και όχι δομής με τη μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων, για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR.

70      Επομένως, ορθώς το συμβούλιο προσφυγών διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο ACER, με την απόφαση 02/2020, δεν είχε επιβάλει την υποχρέωση δομής με ενιαία οντότητα και είχε απλώς και μόνοn «ευθυγραμμίσει αυστηρά τ[η μεθοδολογία] aFRR με την τρίτη [τροποποιημένη] πρόταση [aFRRIF]» ώστε να αντικατοπτρίζει «αυτό που ζητούσαν οι ΔΣΜ».

71      Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες με τα υπομνήματά τους και όπως διαπίστωσε το συμβούλιο προσφυγών στο σημείο 175 της προσβαλλόμενης απόφασης, από την απόφαση 02/2020 προκύπτει ότι ο ACER δεν είχε αποκλείσει τη δυνατότητα η οντότητα που οι ΔΣΜ ορίζουν για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR να έχει τη μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων. Αντιθέτως, όπως και οι ΕΡΑ με το ανεπίσημο σημείωμά τους, ο ACER θεώρησε ότι, εάν οι ΔΣΜ προέκριναν τέτοια μορφή για την οντότητα, δεδομένου ότι δεν θα της παρείχε νομική προσωπικότητα, η οντότητα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενιαία οντότητα.

72      Διαπιστώνεται ότι η κοινοπραξία επιχειρήσεων είναι όμιλος ο οποίος στερείται νομικής προσωπικότητας. Ελλείψει νομικής προσωπικότητας της εν λόγω οντότητας, οι ΔΣΜ εξακολουθούν, βάσει της δικής τους νομικής προσωπικότητας, να διασφαλίζουν τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR.

73      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη ότι η μορφή της κοινοπραξίας επιχειρήσεων έπρεπε να θεωρηθεί ως δομή πλειόνων οντοτήτων, οι οποίες αντιστοιχούν στους ΔΣΜ μέλη της, ορθώς το συμβούλιο προσφυγών εκτίμησε, όπως και οι ΕΡΑ και ο ACER, ότι οι ΔΣΜ έπρεπε να καταδείξουν, με την πρόταση aFRRIF που υπέβαλαν, ότι πληρούνταν οι πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195.

74      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα που προέβαλαν επανειλημμένως οι προσφεύγουσες ότι ο ACER αρνήθηκε η ορισμένη από τους ΔΣΜ οντότητα να έχει τη μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων και επέβαλε την προτίμησή του όσον αφορά τον ορισμό ενιαίας οντότητας, ήτοι έναν και μόνο ΔΣΜ ή εταιρία ανήκουσα στους ΔΣΜ, δεν έχει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά και πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμο.

75      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών παραλείποντας να διαπιστώσει ότι ο ACER είχε ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195

76      Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο συμβούλιο προσφυγών ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να διαπιστώσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο ACER ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195 αρνούμενος, με την απόφαση 02/2020, τον ορισμό από τους ΔΣΜ κοινοπραξίας επιχειρήσεων ΔΣΜ, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω διάταξη προέβλεπε δύο μόνον επιλογές, για ενιαία οντότητα, ήτοι είτε έναν ΔΣΜ είτε εταιρία συσταθείσα από τους ΔΣΜ, και όχι κοινοπραξία επιχειρήσεων. Κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί, κατά τις προσφεύγουσες, την κρίση του ACER, στην αιτιολογική σκέψη 69 της απόφασης 02/2020, ότι η οντότητα του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195 πρέπει να διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα και, επομένως, δεν μπορούσε να είναι κοινοπραξία επιχειρήσεων, η οποία στερείται τέτοιας ικανότητας.

77      Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και ζητεί την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

78      Όπως διαπιστώθηκε κατά την εξέταση του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, στη σκέψη 71 ανωτέρω, ο ACER δεν απέκλεισε ποτέ τη δυνατότητα η ορισμένη από τους ΔΣΜ οντότητα να έχει τη μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων. Αντιθέτως, επισήμανε πάντοτε ότι, εάν οι ΔΣΜ προέκριναν τη συγκεκριμένη μορφή, θα επρόκειτο περί πλειόνων οντοτήτων, λόγω της έλλειψης νομικής προσωπικότητας της κοινοπραξίας επιχειρήσεων, οι δε ΔΣΜ θα έπρεπε να καταδείξουν, με την πρόταση aFRRIF, ότι θα πληρούνται οι πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195.

79      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 2, της επίδικης aFRRIF, όπως παρατέθηκε στη σκέψη 14 ανωτέρω, κατ’ αρχάς, οι ΔΣΜ όφειλαν να ορίσουν ενιαία οντότητα, ήτοι έναν και μόνο ΔΣΜ ή εταιρία ανήκουσα στους ΔΣΜ, επιφορτισμένη με την υπηρεσία βελτιστοποίησης ενεργοποίησης και την υπηρεσία εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ. Εν συνεχεία, τηρώντας τις διατάξεις του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195, οι ΔΣΜ έπρεπε να καταρτίσουν πρόταση ορισμού της οντότητας που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας διαχείρισης δυναμικότητας και να διευκρινίσουν, συναφώς, αν οι λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR θα εκτελούνται από ενιαία οντότητα ή από πλείονες οντότητες, οι οποίες θα έπρεπε να συντονίζονται μεταξύ τους.

80      Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν προκύπτει από την επίδικη aFRRIF ότι ο ACER απέρριψε την επιλογή της κοινοπραξίας επιχειρήσεων.

81      Επιπλέον, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, ο ACER δεν έθεσε πρόσθετη προϋπόθεση, ήτοι την ύπαρξη «δικαιοπρακτικής ικανότητας», προκειμένου να αποκλείσει δήθεν την επιλογή της κοινοπραξίας επιχειρήσεων, αλλά επισήμανε απλώς και μόνον την έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας της κοινοπραξίας επιχειρήσεων ως λόγο για τον οποίο η κοινοπραξία επιχειρήσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενιαία οντότητα, αλλά ως πλείονες οντότητες.

82      Οι ΕΡΑ επισήμαναν ρητώς, με το ανεπίσημο σημείωμά τους, τη συγκεκριμένη διαπίστωση περί ελλείψεως δικαιοπρακτικής ικανότητας της κοινοπραξίας επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, στον τίτλο ε), που επιγράφεται «Οντότητες (άρθρο 12 της aFRRIF)», του κεφαλαίου IV, που φέρει τον τίτλο «Ζητήματα επί των οποίων οι [ΕΡΑ] συμφωνούν», οι ΕΡΑ επισήμαναν ότι δεν τάσσονταν όλες υπέρ της πρότασης των ΔΣΜ όσον αφορά τον ορισμό της οντότητας ή των οντοτήτων που είναι επιφορτισμένη(-ες) να εκτελεί(-ούν) τις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, δυνάμει του άρθρου 12 της aFRRIF, και ότι ζητούσαν να τροποποιηθεί η εν λόγω πρόταση, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, σε σχέση με τις δύο επιλογές που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195, εάν οι ΔΣΜ προέβλεπαν ότι την πλατφόρμα aFRR θα διαχειρίζεται οντότητα την οποία συνέστησαν, η εν λόγω οντότητα έπρεπε να είναι νομικά διακριτή από τους ΔΣΜ και να διαθέτει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Κατά τις ΕΡΑ, όμως, η κοινοπραξία επιχειρήσεων δεν διαθέτει τέτοια ικανότητα, στο μέτρο που δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα και, επομένως, δεν συνιστά οντότητα νομικά διακριτή από τους ΔΣΜ. Εντούτοις, οι ΕΡΑ είχαν διευκρινίσει ότι τούτο δεν απέκλειε τη δυνατότητα κοινοπραξίας επιχειρήσεων να διαχειρίζεται πλατφόρμα, πλην όμως, στην περίπτωση αυτή, οι ΔΣΜ μέλη της κοινοπραξίας επιχειρήσεων θα ήταν εξ ολοκλήρου υπεύθυνοι για την εν λόγω διαχείριση και, λόγω της ύπαρξης δομής πλειόνων οντοτήτων, έπρεπε να διασφαλιστεί η πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195.

83      Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο ACER προσέθεσε την προϋπόθεση η οντότητα να διαθέτει ίδια δικαιοπρακτική ικανότητα πρέπει να απορριφθεί.

84      Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2, σημείο 35, της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την τροποποίηση της οδηγίας 2012/27/ΕΕ (ΕΕ 2019, L 158, σ. 125), ως ΔΣΜ νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία, τη συντήρηση και, αν είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη του συστήματος μεταφοράς σε μια δεδομένη περιοχή και, κατά περίπτωση, των διασυνδέσεών του με άλλα συστήματα, και για τη μακροπρόθεσμη ικανότητα του συστήματος να ανταποκρίνεται στην εύλογη ζήτηση μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας». Δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2019/944, οι ΔΣΜ οργανώνονται υπό τη νομική μορφή που αναφέρεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ 2017, L 169, σ. 46). Στο εν λόγω παράρτημα απαριθμούνται, όμως, οι διάφορες μορφές ανώνυμων εταιριών, στα κράτη μέλη, οι οποίες διαθέτουν όλες νομική προσωπικότητα και στις οποίες παραπέμπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2017/1132, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του τμήματος 1, που επιγράφεται «Σύσταση της ανώνυμης εταιρίας», του κεφαλαίου II, που επιγράφεται «Σύσταση και ακυρότητα της εταιρίας και ισχύς των υποχρεώσεών της», του τίτλου I, που επιγράφεται «Γενικές διατάξεις και ίδρυση και λειτουργία των κεφαλαιουχικών εταιριών». Επομένως, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί φυσικού ή νομικού προσώπου, οι ΔΣΜ διαθέτουν νομική προσωπικότητα και, επομένως, δικαιοπρακτική ικανότητα η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να ασκούν, σε σχέση με τις εξουσίες και τα δικαιώματά τους, τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με κάθε ανεξαρτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 της οδηγίας 2019/944.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο μέτρο που, δυνάμει της πρώτης επιλογής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195, την πλατφόρμα διαχειρίζονται οι ΔΣΜ και, επομένως, νομικά πρόσωπα που διαθέτουν δικαιοπρακτική ικανότητα, δεν θα πρέπει να ισχύει κάτι διαφορετικό όσον αφορά την οντότητα που οι ΔΣΜ μπορούν να συστήσουν, δυνάμει της δεύτερης επιλογής που προβλέπεται στο ίδιο άρθρο.

86      Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στη σκέψη 72 ανωτέρω, το συμβούλιο προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, όπως και ο ACER και οι ΕΡΑ, ότι, βάσει της πρότασης των ΔΣΜ περί ορισμού οντότητας με τη μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων και δεδομένου ότι η κοινοπραξία επιχειρήσεων δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα και, επομένως, δικαιοπρακτική ικανότητα, έπρεπε να θεωρηθεί ότι επιφορτισμένη με τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR δεν είναι η κοινοπραξία επιχειρήσεων, αλλά οι ΔΣΜ που την απαρτίζουν και, συνεπώς, οι ΔΣΜ έπρεπε να καταδείξουν ότι πληρούνται οι πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195.

87      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών αρνούμενο να διαπιστώσει ότι ο ACER ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195, με την αιτιολογία ότι η ενιαία οντότητα που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της μεθοδολογίας aFRR είχε προσωρινό χαρακτήρα

88      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το συμβούλιο προσφυγών θεώρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η παράβαση του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195, η οποία συνίσταται στην επιβολή υποχρέωσης ορισμού ενιαίας οντότητας για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και η οποία προσάπτεται στον ACER, είχε προσωρινό μόνο χαρακτήρα, στο μέτρο που οι ΔΣΜ είχαν πάντοτε τη δυνατότητα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 2, της επίδικης aFRRIF, να προτείνουν την τροποποίησή της, προκειμένου να ορίσουν πλείονες οντότητες, όπως κοινοπραξία επιχειρήσεων ΔΣΜ. Εν πάση περιπτώσει, κατά τις προσφεύγουσες, η ως άνω εκτίμηση ήταν αβάσιμη, καθότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της επίδικης aFRRIF δεν προέβλεπε ότι η ενιαία οντότητα που ορίζεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της υπηρεσίας εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ μπορούσε να μετατραπεί σε πλείονες οντότητες. Εν πάση περιπτώσει, τέτοια μετατροπή δεν θα αναιρούσε την παράβαση του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195 από τον ACER με την απόφαση 02/2020 και ήταν αμιγώς θεωρητική, δεδομένου ότι ο ACER θα θεωρούσε πάντοτε ότι η οντότητα που προβλέπεται στο άρθρο 21 του κανονισμού 2017/2195 μπορούσε να είναι μόνον ενιαία νομική οντότητα και όχι κοινοπραξία επιχειρήσεων.

89      Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και ζητεί την απόρριψη του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

90      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι, επικυρώνοντας την απόφαση 02/2020 περί επιβολής υποχρέωσης χρησιμοποίησης δομής με ενιαία οντότητα, έστω προσωρινής, για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, το συμβούλιο προσφυγών ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195, κατά μείζονα λόγο καθότι το ενδεχόμενο μετατροπής της εν λόγω ενιαίας οντότητας σε πλείονες οντότητες ήταν θεωρητικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο ACER είχε απαιτήσει η ορισμένη οντότητα να είναι νομικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα να αποκλείεται κάθε δυνατότητα ορισμού οντότητας με μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων.

91      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195, την πλατφόρμα aFRR έπρεπε να διαχειρίζονται είτε οι ίδιοι οι ΔΣΜ είτε οντότητα συσταθείσα από τους ΔΣΜ. Επιπλέον, η πρόταση μεθοδολογίας την οποία καταρτίζουν οι ΔΣΜ, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κανονισμού, τον προτεινόμενο ορισμό της οντότητας ή των οντοτήτων που θα επιτελούν τις λειτουργίες που καθορίζονται στην πρόταση και, εάν οι ΔΣΜ προτείνουν τον ορισμό περισσότερων της μίας οντοτήτων, η πρόταση πρέπει να αποδεικνύει και να διασφαλίζει την πλήρωση πλειόνων πρόσθετων απαιτήσεων.

92      Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο ACER στην αιτιολογική σκέψη 69 της απόφασης 02/2020, με την αρχική πρόταση aFRRIF, οι ΔΣΜ είχαν προβλέψει τον ορισμό κοινοπραξίας επιχειρήσεων για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Εντούτοις, στις αιτιολογικές σκέψεις 70 και 71 της εν λόγω απόφασης, ο ACER διαπίστωσε ότι, δεδομένου ότι η κοινοπραξία επιχειρήσεων δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα και, επομένως, οι λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR θα εκτελούνταν από τους πλείονες ΔΣΜ μέλη της κοινοπραξίας επιχειρήσεων, η πρόταση έπρεπε να καταδεικνύει ότι πληρούνταν οι πρόσθετες προϋποθέσεις που προβλέπονται, για την περίπτωση αυτή, στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195. Η πρόταση δεν καταδείκνυε, όμως, κάτι τέτοιο. Στην αιτιολογική σκέψη 81 της απόφασης 02/2020, ο ACER επισήμανε ότι, σε σχέση με τη διατύπωση της τρίτης τροποποιημένης πρότασης aFRRIF, οι ΔΣΜ δεν είχαν προτείνει ούτε δομή πλειόνων οντοτήτων, σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195, ούτε δομή με ενιαία οντότητα επιφορτισμένη με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Επομένως, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ο ACER αποφάσισε να δεχθεί εν μέρει την πρόταση των ΔΣΜ, καθόσον προέβλεπε ότι η υπηρεσία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και η υπηρεσία εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ θα εκτελούνταν από ενιαία οντότητα. Αντιθέτως, όσον αφορά την υπηρεσία διαχείρισης της δυναμικότητας, σε σχέση με την οποία οι ΔΣΜ είχαν προτείνει την εκτέλεσή της από άλλη οντότητα, ο ACER επισήμανε ότι δεν είχε καταδειχθεί ότι, σε τέτοια περίπτωση, θα πληρούνταν οι πρόσθετες απαιτήσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195. Υπό τις συνθήκες αυτές, στην αιτιολογική σκέψη 82 της απόφασης 02/2020, έχοντας διαπιστώσει ότι ο ορισμός της οντότητας που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας διαχείρισης της δυναμικότητας δεν είχε οριστικοποιηθεί ακόμη κατά την ημερομηνία έκδοσης της συγκεκριμένης απόφασης και ότι μπορούσε να αναβληθεί ώστε οι ΔΣΜ να μπορέσουν να λάβουν την αποδοτικότερη απόφαση επί του ζητήματος αυτού, ο ACER αποφάσισε ότι οι ΔΣΜ θα υποβάλουν αργότερα πρόταση τροποποίησης της μεθοδολογίας aFRR με την οποία θα ορίσουν την οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας διαχείρισης της δυναμικότητας, σύμφωνα με τις πρόσθετες απαιτήσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195.

93      Όπως ορθώς υποστηρίζει ο ACER, τα συγκεκριμένα σημεία της αιτιολογίας της απόφασης 02/2020 επαναλαμβάνουν την τρίτη τροποποιημένη πρόταση της aFRRIF, με την οποία προβλεπόταν, κατ’ αρχάς, ο ορισμός ενός και μόνου ΔΣΜ ή εταιρίας ανήκουσας στους ΔΣΜ για την εκτέλεση της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της υπηρεσίας εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ και, σε μεταγενέστερο στάδιο, ο ορισμός της ίδιας ή άλλης οντότητας για την εκτέλεση της υπηρεσίας διαχείρισης της δυναμικότητας.

94      Στο μέτρο που, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου και του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο ACER αρνήθηκε την επιλογή των ΔΣΜ να χρησιμοποιήσουν δομή η οποία θα είχε τη μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων και τους επέβαλε την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν δομή ενιαίας οντότητας για την εκτέλεση της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της υπηρεσίας εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ, κακώς επίσης οι προσφεύγουσες προσάπτουν στον ACER ότι ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195 αρνούμενος τη συγκεκριμένη επιλογή τους, έστω προσωρινά.

95      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών, διαπιστώνοντας ότι η συμπερίληψη της υπηρεσίας διαχείρισης της δυναμικότητας στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR δεν επιβλήθηκε στους ΔΣΜ από τον ACER, αλλά απέρρεε άμεσα από την εφαρμογή του κανονισμού 2017/2195

96      Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο συμβούλιο προσφυγών ότι θεώρησε, στο σημείο 187 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο ACER δεν είχε επιβάλει στους ΔΣΜ την υποχρέωση να περιλάβουν την υπηρεσία διαχείρισης της δυναμικότητας στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, καθότι τούτο απέρρεε άμεσα από την εφαρμογή του κανονισμού 2017/2195.

97      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση του συμβουλίου προσφυγών, στο σημείο 179 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η υπηρεσία διαχείρισης της δυναμικότητας ήταν λειτουργία η οποία απαιτούνταν για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR δεν βασίζεται σε καμία νομική διάταξη. Κατά τις προσφεύγουσες, σκοπός της χρήσης του όρου «τουλάχιστον», στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195, είναι να διευκρινιστεί ότι άλλες λειτουργίες, πέραν της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της υπηρεσίας εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ, μπορούσαν να απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, όχι όμως ότι οι οι εν λόγω πρόσθετες λειτουργίες μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη διαχείριση της δυναμικότητας. Το άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195 προβλέπει, κατά τις προσφεύγουσες, ότι οι ΔΣΜ ορίζουν, με την πρότασή τους, τις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, με αποτέλεσμα ο ACER να μην έχει την εξουσία να τους επιβάλει την υποχρέωση συμπερίληψης άλλων λειτουργιών, πέραν της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της υπηρεσίας εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ, μόνες λειτουργίες οι οποίες μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στο σημείο 188 της προσβαλλόμενης απόφασης, εκτιμώντας, κατ’ ουσίαν, ότι ο ACER μπορούσε να περιλάβει τη διαχείριση της δυναμικότητας στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, όπως τη βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, βασιζόμενος στο άρθρο 21, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195.

98      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι, αντιθέτως προς την εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών στα σημεία 182, 188, 191 και 192 της προσβαλλόμενης απόφασης, το γεγονός ότι το άρθρο 37 του κανονισμού 2017/2195 επέβαλε στους ΔΣΜ υποχρέωση συνεχούς επικαιροποίησης της διαθεσιμότητας της διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς δεν μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση της δυναμικότητας είναι λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, κατά την έννοια του άρθρου 21 του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, ο κανονισμός 2017/2195 διακρίνει μεταξύ, αφενός, των ειδικών λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση των ευρωπαϊκών πλατφορμών εξισορρόπησης και, αφετέρου, των συνιστωσών ή των διαδικασιών εξισορρόπησης του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά τις προσφεύγουσες, η διαπίστωση του ACER περί του αντιθέτου, στην αιτιολογική σκέψη 54 της απόφασης 02/2020, στερείται νομικής βάσης.

99      Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι κανένας άλλος λόγος, τον οποίο προέβαλε το συμβούλιο προσφυγών προκειμένου να δικαιολογήσει την εκ μέρους του ACER συμπερίληψη της διαχείρισης της δυναμικότητας στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Κατ’ αρχάς, δεδομένου ότι το πρόγραμμα διαχείρισης της δυναμικότητας που πρότειναν οι ΔΣΜ λειτουργεί σε κεντρικό επίπεδο, για πλείονες πλατφόρμες, το συμβούλιο προσφυγών δεν μπορούσε να βασιστεί, στο σημείο 192 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο γεγονός και μόνοn ότι η υπηρεσία διαχείρισης της δυναμικότητας ήταν απαραίτητη από τεχνικής απόψεως προκειμένου να τη χαρακτηρίσει λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Επιπλέον, το συμβούλιο προσφυγών δεν μπορούσε να παραπέμψει, στην αιτιολογική σκέψη 73 της απόφασης 02/2020, σε κριτήρια, βασισμένα στην αποτελεσματικότητα της συνεκτίμησης της υπηρεσίας διαχείρισης της δυναμικότητας για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, τα οποία δεν επεξήγησε σαφώς. Εν συνεχεία, αντιθέτως προς την κρίση του συμβουλίου προσφυγών στο σημείο 198 της προσβαλλόμενης απόφασης, το γεγονός ότι η εκτέλεση της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης, η οποία απαιτούνταν για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, απαιτούσε συνεχή επικαιροποίηση της διαθεσιμότητας διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς δεν αρκούσε προκειμένου να δικαιολογηθεί ο χαρακτηρισμός της ίδιας της διαχείρισης της δυναμικότητας ως λειτουργίας η οποία απαιτείται για την εν λόγω διαχείριση, δεδομένου ότι το κεντρικό πρόγραμμα διαχείρισης της δυναμικότητας λειτουργούσε σε επίπεδο πλειόνων πλατφορμών και, επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, η οποία υπόκειται στην τήρηση του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195. Επιπλέον, στο μέτρο που η πλατφόρμα aFRR επρόκειτο να λειτουργήσει, για μεταβατικό διάστημα δύο ετών, πριν από την εισαγωγή της υπηρεσίας διαχείρισης της δυναμικότητας υπό μορφή προγράμματος κεντρικής διαχείρισης της δυναμικότητας, κακώς, κατά τις προσφεύγουσες, το συμβούλιο προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα, στο σημείο 199 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τούτο δεν αναιρούσε τον χαρακτηρισμό της διαχείρισης της δυναμικότητας ως λειτουργίας που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, η οποία υπόκειται στην τήρηση του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195. Τέλος, στο μέτρο που ο κανονισμός 2017/2195 είναι, κατά τις προσφεύγουσες, εκτελεστική πράξη, ούτε ο ACER ούτε το συμβούλιο προσφυγών μπορούσαν να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής του, περιλαμβάνοντας τη διαχείριση της δυναμικότητας στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, όπως έπραξαν με την απόφαση 02/2020 και στα σημεία 189 και 190 της προσβαλλόμενης απόφασης, παραπέμποντας στους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και στην αιτιολογική σκέψη 5 του εν λόγω κανονισμού. Εν πάση περιπτώσει, κατά τις προσφεύγουσες, το συμβούλιο προσφυγών δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους το πρόγραμμα κεντρικής διαχείρισης της δυναμικότητας, το οποίο πρότειναν οι ΔΣΜ, δεν επαρκούσε για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών και την πλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 37 του κανονισμού 2017/2195, οι οποίες μνημονεύονται στο σημείο 182 της προσβαλλόμενης απόφασης.

100    Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και ζητεί την απόρριψη του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

101    Προκειμένου να αποφανθεί επί του ως άνω σκέλους, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει, κατά πρώτον, αν η διαχείριση της δυναμικότητας συνιστούσε μια από τις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, κατά την έννοια του κανονισμού 2017/2195. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω χαρακτηρισμός είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι πρόσθετες απαιτήσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, σημεία i έως iii, του κανονισμού 2017/2195 έπρεπε να πληρούνται, σε περίπτωση που οι ΔΣΜ πρότειναν τον ορισμό πλειόνων οντοτήτων για την εκτέλεση των διαφορετικών αυτών λειτουργιών. Μόνο σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω ζήτημα, θα πρέπει, κατά δεύτερον, να εξεταστεί η αιτίαση των προσφευγουσών κατά την οποία, εν προκειμένω, κακώς το συμβούλιο προσφυγών θεώρησε ότι ο ACER δεν είχε επιβάλει στους ΔΣΜ την υποχρέωση να λάβουν υπόψη τη διαχείριση της δυναμικότητας ως λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR.

102    Όσον αφορά το ζήτημα του αν ο κανονισμός 2017/2195 έχει την έννοια ότι η διαχείριση της δυναμικότητας είναι λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνον το γράμμα του συγκεκριμένου κανονισμού, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος.

103    Για τους σκοπούς της γραμματικής ερμηνείας, επισημαίνεται ότι η έννοια της φράσης «λειτουργ[ίες] που απαιτούνται για τη διαχείριση της [πλατφόρμας aFRR]» δεν ορίζεται στο κείμενο του κανονισμού 2017/2195, και ιδίως στο άρθρο του 2. Η φράση χρησιμοποιείται μόνο στο άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού.

104    Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/2195, οι ΔΣΜ πρέπει να καταρτίσουν την πρόταση μεθοδολογίας aFRR. Συναφώς, στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και γʹ, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζεται ότι η εν λόγω πρόταση πρέπει να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, «τον υψηλού επιπέδου σχεδιασμό της ευρωπαϊκής πλατφόρμας» και «τον καθορισμό των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της [πλατφόρμας aFRR]». Η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «[η] [πλατφόρμα aFRR], την οποία διαχειρίζονται οι ΔΣΜ ή διαχειρίζεται οντότητα που ιδρύουν οι ίδιοι οι ΔΣΜ, βασίζεται σε κοινές αρχές διακυβέρνησης και επιχειρηματικές διαδικασίες και αποτελείται τουλάχιστον από την υπηρεσία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και την υπηρεσία εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ».

105    Από τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 104 ανωτέρω προκύπτει ότι η υπηρεσία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και η υπηρεσία εκκαθάρισης ΔΣΜ‑ΔΣΜ πρέπει να θεωρηθούν εμμέσως ως λειτουργίες οι οποίες απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και οι οποίες πρέπει, ως τέτοιες, να καθορίζονται με την πρόταση μεθοδολογίας aFRR που υποβάλλουν οι ΔΣΜ. Εντούτοις, στο μέτρο που το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195 προβλέπει ότι η πλατφόρμα aFRR αποτελείται «τουλάχιστον από την υπηρεσία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και την υπηρεσία εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ», η εν λόγω διάταξη δεν αποκλείει, στο πλαίσιο του σχεδιασμού πλατφόρμας aFRR «υψηλού επιπέδου», μια λειτουργία, διαφορετική από τη βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, όπως η διαχείριση της δυναμικότητας, να θεωρηθεί επίσης ως απαιτούμενη για τη διαχείριση της εν λόγω πλατφόρμας και, ως τέτοια, να καθοριστεί με την πρόταση μεθοδολογίας aFRR των ΔΣΜ, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/2195, ειδικότερα εάν η προσθήκη της εν λόγω λειτουργίας είναι αναγκαία για τη διασφάλιση σχεδιασμού υψηλού επιπέδου της εν λόγω πλατφόρμας, βάσει κοινών αρχών διακυβέρνησης και επιχειρηματικών διαδικασιών.

106    Επομένως, το αν η διαχείριση της δυναμικότητας έπρεπε, όπως και η βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και η εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, να θεωρηθεί λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR πρέπει να εξακριβωθεί κατ’ ουσίαν βάσει των σκοπών που επιδιώκονται με τον κανονισμό 2017/2195 και του πλαισίου της υπό κρίση υπόθεσης.

107    Προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι σκοποί που επιδιώκονται με τον κανονισμό 2017/2195 μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση της δυναμικότητας είναι λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 1 του εν λόγω κανονισμού, η ύπαρξη πλήρως λειτουργικής και διασυνδεδεμένης εσωτερικής αγοράς ενέργειας έχει καθοριστική σημασία για τη διατήρηση του ασφαλούς ενεργειακού εφοδιασμού, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την εξασφάλιση της δυνατότητας σε όλους τους καταναλωτές να προμηθεύονται ενέργεια σε προσιτές τιμές. Στο πνεύμα αυτό, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195 επισημαίνεται ότι με τον εν λόγω κανονισμό επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, η ενοποίηση των αγορών εξισορρόπησης και η αύξηση των δυνατοτήτων για ανταλλαγές υπηρεσιών εξισορρόπησης, με παράλληλη συμβολή στην επιχειρησιακή ασφάλεια. Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 10 του εν λόγω κανονισμού, η δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών πλατφορμών όπου θα εφαρμόζεται η διαδικασία συμψηφισμού ανισορροπιών και θα είναι δυνατή η ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης πρέπει να διευκολύνει μια τέτοια ενοποίηση των αγορών ενέργειας εξισορρόπησης.

108    Όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη του 6, σκοπός του κανονισμού 2017/2195 είναι επίσης να διασφαλίσει τη βέλτιστη διαχείριση του ευρωπαϊκού συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι, κατά την εφαρμογή των διατάξεών του, τα κράτη μέλη, οι ΕΡΑ και οι ΔΣΜ εφαρμόζουν την αρχή της βελτιστοποίησης μεταξύ της μέγιστης συνολικής αποδοτικότητας και του ελάχιστου δυνατού κόστους για όλους τους εμπλεκόμενους.

109    Στο πλαίσιο αυτό, στην αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 2017/2195 διαλαμβάνεται ότι «οι ΔΣΜ θα πρέπει να παραμένουν υπεύθυνοι για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται […] για την κατάρτιση ευρωπαϊκών μεθοδολογιών, καθώς και την υλοποίηση και λειτουργία των ευρωπαϊκών πλατφορμών εξισορρόπησης», στη δε αιτιολογική σκέψη 10 του ίδιου κανονισμού διευκρινίζεται ότι «[η] συνεργασία μεταξύ των ΔΣΜ θα πρέπει να περιορίζεται αυστηρά σε ό,τι είναι απαραίτητο για τον αποδοτικό και ασφαλή σχεδιασμό, την υλοποίηση και λειτουργία αυτών των ευρωπαϊκών πλατφορμών».

110    Επομένως, η τελολογική και συστηματική ερμηνεία της έννοιας της λειτουργίας που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί λειτουργίας η οποία, τόσο από τεχνικής όσο και από νομικής απόψεως, είναι απαραίτητη για την αποδοτική και ασφαλή υλοποίηση και λειτουργία της εν λόγω πλατφόρμας.

111    Κατά τα λοιπά, το ως άνω συμπέρασμα επιρρωννύεται από τη σύγκριση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195, από την οποία προκύπτει ότι οι όροι «required», στην αγγλική γλώσσα, ή «requis», στη γαλλική γλώσσα, μεταφράστηκαν, μεταξύ άλλων, στο τσεχικό, το γερμανικό, το κροατικό, το ιταλικό, το σλοβακικό και το σλοβενικό κείμενο της εν λόγω διάταξης, με όρους οι οποίοι μπορούν επίσης να έχουν την έννοια του «nécessaire», στη γαλλική γλώσσα, ή του «necessary», στην αγγλική γλώσσα.

112    Συναφώς, όπως εκθέτει ο ACER στα σημεία 138 έως 143 του υπομνήματος αντικρούσεως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η αναγκαιότητα συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, στην οποία στηρίζεται η υπηρεσία διαχείρισης της δυναμικότητας, είναι τόσο τεχνική πραγματικότητα όσο και νομική υποχρέωση οι οποίες επιβάλλονται στους ΔΣΜ.

113    Από τεχνικής απόψεως, όπως προκύπτει από τις διαδοχικές προτάσεις aFRRIF και, ειδικότερα, από το άρθρο 3 αυτών, παράγραφος 4, στοιχείο b, στο πλαίσιο της πλατφόρμας aFRR, η συνεχής επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς είναι σημαντική εισροή της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης, η οποία είναι λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR με σκοπό τη βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης των προσφορών ενέργειας εξισορρόπησης με την καλύτερη κατάταξη (στον κοινό κατάλογο με τη σειρά αξιολογικής κατάταξης), λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς. Συγκεκριμένα, για την οργάνωση των ανταλλαγών ενέργειας εξισορρόπησης που υπόκεινται σε περιορισμούς μεταφοράς και, επομένως, για τη βέλτιστη κατανομή της περιορισμένης δυναμικότητας μεταφοράς στις εν λόγω ανταλλαγές, πρέπει, κατ’ αρχάς, να μπορεί να προσδιοριστεί και να υπολογιστεί η διαθέσιμη δυναμικότητα μεταφοράς. Επομένως, η υπηρεσία διαχείρισης της δυναμικότητας, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείται η συνεχής επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, είναι στοιχείο απαραίτητο, από τεχνικής απόψεως, για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται στο σημείο 193 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η συνεχής επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, στην οποία στηρίζεται η υπηρεσία διαχείρισης της δυναμικότητας, πρέπει να εκτελείται και το αποτέλεσμά της πρέπει να εισάγεται στην υπηρεσία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης προκειμένου να είναι δυνατή η αποτελεσματική διαχείριση της πλατφόρμας aFRR.

114    Από νομικής απόψεως, το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/2195 υποχρεώνει τους ΔΣΜ, μετά την προθεσμία υποβολής προσφορών διαζωνικής ενδοημερήσιας αγοράς, να επικαιροποιούν διαρκώς τη διαθεσιμότητα της διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, ήτοι κάθε φορά που χρησιμοποιείται τμήμα της διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς ή μετά τον επανυπολογισμό της διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, για την ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης ή την εφαρμογή της διαδικασίας συμψηφισμού ανισορροπιών. Επίσης, το άρθρο 37, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/2195 προέβλεπε ότι, εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού, όλοι οι ΔΣΜ μιας περιφέρειας υπολογισμού δυναμικότητας καταρτίζουν μεθοδολογία υπολογισμού διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς εντός του χρονικού πλαισίου εξισορρόπησης. Πριν από την εφαρμογή της εν λόγω μεθοδολογίας, οι εν λόγω ΔΣΜ έπρεπε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 37, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού, να χρησιμοποιούν τη διαζωνική δυναμικότητα μεταφοράς που απομένει μετά την προθεσμία υποβολής προσφορών διαζωνικής ενδοημερήσιας αγοράς.

115    Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω διττής διαπίστωσης, πρέπει να θεωρηθεί, σε σχέση με τον σκοπό διασφάλισης αποδοτικής και ασφαλούς λειτουργίας της πλατφόρμας aFRR ο οποίος επιδιώκεται από τον κανονισμό 2017/2195, ότι η λειτουργία που καθιστά δυνατό τον υπολογισμό και τη συνεχή επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, εφαρμόζοντας εναρμονισμένη μεθοδολογία έναντι όλων των ΔΣΜ, είναι, τόσο από τεχνικής όσο και από νομικής απόψεως, λειτουργία η οποία απαιτείται για τη λειτουργία πλατφόρμας, ο σχεδιασμός της οποίας πρέπει, όπως υπομνήσθηκε στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/2195, να είναι υψηλού επιπέδου και να τηρεί κοινές αρχές διακυβέρνησης και επιχειρηματικών διαδικασιών.

116    Τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης επιβεβαιώνουν ότι η λειτουργία που επιτρέπει, στο πλαίσιο της υπηρεσίας διαχείρισης της δυναμικότητας, τον υπολογισμό και τη συνεχή επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς με σκοπό την αυτόματη εισαγωγή της, ως εισροής, στην υπηρεσία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης της πλατφόρμας aFRR θεωρήθηκε όντως λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της εν λόγω πλατφόρμας και, για τον λόγο αυτόν, οι ΔΣΜ αποφάσισαν να την προσθέσουν στην πλατφόρμα, έστω ετεροχρονισμένα.

117    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, από την αρχική πρόταση aFRRIF, οι ΔΣΜ επισήμαναν, στο άρθρο 3 αυτής, παράγραφος 4, στοιχείο b, και παράγραφος 7, στο οποίο περιγραφόταν η υψηλού επιπέδου αρχιτεκτονική που θα χαρακτήριζε την πλατφόρμα aFRR, ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω πλατφόρμας, η συνεχής επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς ήταν σημαντική εισροή για την υπηρεσία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και θα υπολογιζόταν, από κάθε ΔΣΜ, κατά τη διαδικασία που περιγραφόταν στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της ίδιας πρότασης. Το τελευταίο αυτό άρθρο, το οποίο αφορά τον υπολογισμό της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς ως εισροής για τη λειτουργία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης, εξέθετε ρητώς, στην παράγραφο 5, τη διαδικασία συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς ως αναπόσπαστο μέρος της πλατφόρμας aFRR. Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 4, της αρχικής πρότασης aFRRIF, το οποίο έφερε τον τίτλο «Λειτουργίες της πλατφόρμας aFRR», όριζε ότι, εάν τούτο θεωρούνταν αποτελεσματικό κατά την εφαρμογή της μεθοδολογίας υπολογισμού της διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς εντός του χρονικού πλαισίου εξισορρόπησης, κατά το άρθρο 37, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/2195, θα μπορούσε να προστεθεί στην εν λόγω πλατφόρμα λειτουργία υπολογισμού της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, με σκοπό την εφαρμογή της εν λόγω μεθοδολογίας. Τέλος, το άρθρο 12 της αρχικής πρότασης aFRRIF προέβλεπε ότι όλες οι λειτουργίες της πλατφόρμας aFRR θα εκτελούνται από ενιαία οντότητα την οποία ορίζουν όλοι οι οικείοι ΔΣΜ και η οποία θα είναι είτε κοινοπραξία επιχειρήσεων των εν λόγω ΔΣΜ είτε εταιρία ανήκουσα στους ίδιους ΔΣΜ.

118    Κατά το στάδιο της διαβούλευσης που πραγματοποιήθηκε σχετικά με την αρχική πρόταση aFRRIF, αρχικώς με τις ΕΡΑ και εν συνεχεία με τον ACER, συζητήθηκε ο βέλτιστος τρόπος συνεκτίμησης, στην aFRRIF, της διαδικασίας συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς. Λαμβανομένης υπόψη της συζήτησης αυτής, οι ΔΣΜ δέχθηκαν, από κοινού, να τροποποιήσουν την αρχική πρόταση aFRRIF ώστε να περιλάβουν επισήμως, στα άρθρα 3, 4 και 6 των τροποποιημένων προτάσεων, παραπομπή στη διαχείριση της δυναμικότητας ως λειτουργία που παρέχει σε όλους τους ΔΣΜ και στην πλατφόρμα aFRR τη δυνατότητα να προβαίνουν σε συνεχή επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς ώστε να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, ανά πάσα στιγμή, τα όρια που επιβάλλονται στην ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης ή στη διαδικασία συμψηφισμού ανισορροπιών. Η εν λόγω λειτουργία επρόκειτο να θεσπιστεί εντός προθεσμίας δύο ετών από την έναρξη εφαρμογής της πλατφόρμας aFRR. Επιπλέον, δυνάμει της αρχής της βελτιστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195 (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω), οι ΔΣΜ γνωστοποίησαν στις ΕΡΑ και στον ACER την πρόθεσή τους να εφαρμόσουν συντονισμένη και κεντρική προσέγγιση της διαδικασίας συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, στο πλαίσιο της υπηρεσίας διαχείρισης της δυναμικότητας, για όλες τις ευρωπαϊκές πλατφόρμες ανταλλαγής ενέργειας εξισορρόπησης. Εάν άλλες πλατφόρμες πέραν της πλατφόρμας aFRR διέθεταν την ίδια λειτουργία με την υπηρεσία διαχείρισης της δυναμικότητας, οι ΔΣΜ επιθυμούσαν η εν λόγω λειτουργία να είναι πανομοιότυπη για όλες τις εν λόγω πλατφόρμες, εφόσον καθεμία εξ αυτών υπείχε υποχρέωση συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς. Το άρθρο 12 της τρίτης τροποποιημένης πρότασης aFRRIF που υπέβαλαν από κοινού οι ΔΣΜ όριζε ότι όλες οι λειτουργίες που απαιτούνται ειδικώς για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR θα εκτελούνται από ενιαία οντότητα ορισμένη από όλους τους οικείους ΔΣΜ, η οποία θα είναι είτε ένας εκ των ΔΣΜ είτε εταιρία ανήκουσα στους εν λόγω ΔΣΜ.

119    Όπως προκύπτει από το διάγραμμα διακυβέρνησης της πλατφόρμας aFRR που παρατίθεται στο μέρος που επιγράφεται «Εισαγωγή» της τρίτης τροποποιημένης πρότασης aFRRIF, οι ΔΣΜ, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η υποχρέωση συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς επιβάλλεται σε καθεμία από τις ευρωπαϊκές πλατφόρμες ανταλλαγής ενέργειας εξισορρόπησης, διαπίστωσαν, από κοινού, ότι η λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας ήταν, όντως, λειτουργία πλειόνων πλατφορμών, υπό την έννοια ότι έπρεπε να εκτελείται, στο μέλλον, κατά τρόπο συντονισμένο και σε κεντρικό επίπεδο για όλες τις εν λόγω πλατφόρμες. Ο υπολογισμός της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς για την ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης μέσω της πλατφόρμας aFRR θα πραγματοποιούνταν, για το σύνολο των οικείων ΔΣΜ, από «πρόγραμμα διαχείρισης της δυναμικότητας» το οποίο θα τροφοδοτούσε απευθείας τα προκύπτοντα αποτελέσματα στη λειτουργία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης της πλατφόρμας aFRR. Οι ΔΣΜ επισήμαναν ότι επιθυμούσαν να διατηρήσουν την ελευθερία ανάθεσης της διαχείρισης της δυναμικότητας, με την εν λόγω συντονισμένη και κεντρική μορφή, σε οντότητα διαφορετική από την ενιαία οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ. Έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η υπηρεσία διαχείρισης της δυναμικότητας, με την ως άνω συντονισμένη και κεντρική μορφή, οι ΔΣΜ εκτιμούσαν ότι, θεωρητικά, η ενιαία οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ θα μπορούσε να εκτελεί επίσης τη διαχείριση της δυναμικότητας τροφοδοτώντας τη λειτουργία βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης με τα δεδομένα που θα παρείχε καθένας από τους οικείους ΔΣΜ.

120    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι ΔΣΜ που είναι υπεύθυνοι για τη θέση σε εφαρμογή και τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, η οποία έπρεπε να είναι πλατφόρμα «υψηλού επιπέδου» και «βασισμένη σε κοινές αρχές διακυβέρνησης και επιχειρηματικές διαδικασίες», αποφάσισαν οι ίδιοι, για λόγους αποτελεσματικότητας, να προσθέσουν στην πλατφόρμα aFRR, λειτουργία υπολογισμού της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, στην οποία στηρίζεται η λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας, σύμφωνα με όσα είχαν συστηματικά προβλεφθεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, των διαδοχικών προτάσεων aFRRIF που υπέβαλαν. Το γεγονός και μόνον ότι η προσθήκη της εν λόγω λειτουργίας αναβλήθηκε ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι, εξαρχής, η νέα αυτή λειτουργία είχε θεωρηθεί ως λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση πλατφόρμας aFRR υψηλού επιπέδου. Συγκεκριμένα, η εν λόγω αναβολή προβλεπόταν από τη νομοθεσία και ήταν αναγκαία από τεχνικής απόψεως προκειμένου να ληφθεί υπόψη ότι, αφενός και βάσει του άρθρου 37, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/2195, οι ΔΣΜ έπρεπε να καταρτίσουν προηγουμένως μεθοδολογία υπολογισμού της διαζωνικής δυνατότητας μεταφοράς εντός του χρονικού πλαισίου εξισορρόπησης και ότι, αφετέρου, και στο μέτρο που, για να τηρήσουν την αρχή της βελτιστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195, οι ΔΣΜ είχαν αποφασίσει ότι η συγκεκριμένη λειτουργία θα εκτελείται με συντονισμένο τρόπο και σε κεντρικό επίπεδο από πρόγραμμα σε επίπεδο πλειόνων πλατφορμών, οι εν λόγω ΔΣΜ έπρεπε να θέσουν επίσης σε εφαρμογή το εν λόγω πρόγραμμα και να οργανώσουν τη διαχείρισή του.

121    Επομένως, το επιχείρημα που προέβαλαν επανειλημμένως οι προσφεύγουσες, μεταξύ άλλων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η πλατφόρμα aFRR επρόκειτο να λειτουργήσει, για κάποιο διάστημα, χωρίς την προσθήκη νέας λειτουργίας συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, με συντονισμένο τρόπο και σε κεντρικό επίπεδο, είναι αλυσιτελές δεδομένου ότι, εξαρχής, η προσθήκη τέτοιας λειτουργίας στην εν λόγω πλατφόρμα είχε προβλεφθεί προκειμένου να ανταποκρίνεται, τόσο από τεχνικής όσο και από νομικής απόψεως, στις απαιτήσεις σχεδιασμού υψηλού επιπέδου, όσον αφορά την αποδοτικότητα και την ασφάλεια, το δε γεγονός ότι η εν λόγω προσθήκη αναβλήθηκε κατά δύο έτη, με αποτέλεσμα την κατώτερη της βέλτιστης διαχείριση της πλατφόρμας aFRR κατά τη διάρκεια της αρχικής αυτής περιόδου, οφειλόταν αποκλειστικά και μόνον στους τεχνικούς και νομικούς περιορισμούς που έθετε η ανάπτυξη της εν λόγω λειτουργίας.

122    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η λειτουργία συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, στην οποία στηρίζεται η λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας, και, επομένως, η ίδια η λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας πρέπει να χαρακτηριστούν συνολικά ως λειτουργίες οι οποίες απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Το ως άνω συμπέρασμα επιρρωννύεται από την αναγκαιότητα να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση που οι απαιτούμενες λειτουργίες, ήτοι η διαχείριση της δυναμικότητας, η βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και η εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, θα εκτελούνταν από διαφορετικές οντότητες, η εκτέλεσή τους θα ήταν συντονισμένη, συνεκτική και αποτελεσματική, σύμφωνα με τις πρόσθετες απαιτήσεις του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195. Επομένως, ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν στερεί από τους ΔΣΜ οποιαδήποτε ελευθερία όσον αφορά την επιλογή της προτεινόμενης για την εκτέλεση της διαχείρισης της δυναμικότητας οντότητας, η οποία μπορεί να είναι διαφορετική από την οντότητα που είναι επιφορτισμένη με τη βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ. Συναφώς, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν άλλωστε να καταδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, οποιονδήποτε λυσιτελή πραγματικό λόγο για τον οποίο η εκτέλεση της λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας δεν πρέπει να υπόκειται, εν προκειμένω, στην πλήρωση των πρόσθετων απαιτήσεων του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195.

123    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν εξέθεσαν, ούτε κατά μείζονα λόγο απέδειξαν, τον λόγο για τον οποίο το γεγονός ότι ο κανονισμός 2017/2195 έχει χαρακτήρα εκτελεστικής πράξης μπορούσε να έχει αντίκτυπο στον χαρακτηρισμό της διαχείρισης της δυναμικότητας ως λειτουργίας η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Επομένως, η σχετική επιχειρηματολογία τους πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

124    Από τις ως άνω παρατηρήσεις προκύπτει ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι κακώς το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι ο ACER δεν είχε επιβάλει στους ΔΣΜ την υποχρέωση να λάβουν υπόψη τη διαχείριση της δυναμικότητας ως λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR δεν έχει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 122 ανωτέρω, ούτε η απόφαση 02/2020 ούτε η επίδικη aFRRIF, όπως επικυρώθηκαν από το συμβούλιο προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση, επέβαλαν στους ΔΣΜ την υποχρέωση να λάβουν υπόψη τη διαχείριση της δυναμικότητας, ως συντονισμένη και κεντρική διαδικασία σε επίπεδο πλειόνων πλατφορμών για τη συνεχή επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, ως λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195, καθότι η εν λόγω υποχρέωση απέρρεε από τη συγκεκριμένη αυτή διάταξη, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 37 του ίδιου κανονισμού. Όσον αφορά το γεγονός ότι ο ACER έκρινε, ορθώς κατά το συμβούλιο προσφυγών, ότι έπρεπε να αξιολογήσει τη συμμόρφωση προς την εφαρμοστέα ρύθμιση της τρίτης τροποποιημένης πρότασης aFRRIF που υπέβαλαν οι ΔΣΜ, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η διαχείριση της δυναμικότητας ήταν λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195, η κρίση αυτή ήταν απολύτως δικαιολογημένη υπό το πρίσμα της αρμοδιότητας λήψης αποφάσεων που διαθέτει ο ACER, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 10, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2019/942, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195, και βάσει του άρθρου 21 του τελευταίου αυτού κανονισμού. Συγκεκριμένα, εάν η διαχείριση της δυναμικότητας ήταν λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195, στο μέτρο που οι ΔΣΜ προέβλεπαν να ορίσουν για την εκτέλεσή της οντότητα διαφορετική από τις επιφορτισμένες με την εκτέλεση της βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ, έπρεπε να αποδείξουν και να διασφαλίσουν την πλήρωση των πρόσθετων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195.

125    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του πέμπτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν, αφενός, ανεπαρκή εξέταση από το συμβούλιο προσφυγών των συγκεκριμένων ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιόν του όσον αφορά την παράνομη εφαρμογή από τον ACER του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195 στη διαχείριση της δυναμικότητας και στις άλλες λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και, αφετέρου, πλάνη στην οποία υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών κρίνοντας ότι το άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195 εφαρμόζεται στη συνεχή επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς και στις άλλες απαιτούμενες λειτουργίες

126    Από τις προσφεύγουσες, η ομάδα Α προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών, στο πλαίσιο του πέμπτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ότι στο πλαίσιο της απόφασης 02/2020 δεν έλεγξε την εκ μέρους του ACER εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195 υπό το πρίσμα όλων των συγκεκριμένων ισχυρισμών που η ομάδα Α είχε προβάλει ενώπιόν του. Όπως επισημαίνεται με τους λόγους της προσφυγής της ομάδας Α, η διαχείριση της δυναμικότητας δεν ήταν λειτουργία η οποία απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Επιπλέον, καμία ΕΡΑ δεν απαίτησε τη συμπερίληψή της στις απαιτούμενες λειτουργίες που απαριθμούνται στην αρχική πρόταση aFRRIF. Τέλος, οι ΔΣΜ δεν πρότειναν να ορίσουν, για την εκτέλεση της διαχείρισης της δυναμικότητας, οντότητα διαφορετική από την ήδη επιφορτισμένη με την εκτέλεση της βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της εκκαθάρισης ΔΣΜ‑ΔΣΜ.

127    Στο πλαίσιο του έκτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η ομάδα Α υποστηρίζει ότι ο ACER επέβαλε παρανόμως στους ΔΣΜ την υποχρέωση να περιλάβουν τη διαχείριση της δυναμικότητας στις λειτουργίες οι οποίες απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195 είχε εφαρμογή στη διαχείριση της δυναμικότητας, κακώς ο ACER επέβαλε στους ΔΣΜ, με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της επίδικης aFRRIF, την υποχρέωση να εκπληρώσουν πρόσθετες απαιτήσεις, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195, οι οποίες, κατά την ομάδα Α, θα είχαν εφαρμογή μόνον εάν οι ΔΣΜ είχαν όντως αποφασίσει να ορίσουν πλείονες οντότητες για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

128    Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα της ομάδας Α και ζητεί την απόρριψη του πέμπτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

129    Εν προκειμένω, το συμβούλιο προσφυγών επικύρωσε την απόφαση 02/2020 η οποία απαιτούσε από τους ΔΣΜ να αποδείξουν ότι η πρότασή τους πληρούσε τις πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195, με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω ΔΣΜ είχαν προβλέψει το ενδεχόμενο ορισμού οντότητας επιφορτισμένης με την εκτέλεση της διαχείρισης της δυναμικότητας, ως λειτουργίας που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, διαφορετικής από εκείνη που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ.

130    Προκειμένου να αποφανθεί επί του πέμπτου και του έκτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν, όπως υποστηρίζει η ομάδα Α, το άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195 έχει εφαρμογή αποκλειστικά και μόνο στις λειτουργίες που καθορίζονται στην πρόταση των ΔΣΜ ή αν, όπως υποστηρίζει ο ACER, εφαρμόζεται στο σύνολο των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, περιλαμβανομένης της διαχείρισης της δυναμικότητας.

131    Το άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195 έχει ως εξής:

«Η πρόταση [μεθοδολογίας aFRR] περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

[…]

ε)      τον προτεινόμενο ορισμό της οντότητας ή των οντοτήτων που θα επιτελούν τις λειτουργίες που καθορίζονται στην πρόταση. Εάν οι ΔΣΜ προτείνουν τον ορισμό περισσότερων της μίας οντοτήτων, η πρόταση αποδεικνύει και διασφαλίζει:

i)      συνεκτική ανάθεση των λειτουργιών στις οντότητες που διαχειρίζονται την ευρωπαϊκή πλατφόρμα. Η πρόταση πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη την ανάγκη συντονισμού των διαφόρων λειτουργιών που ανατίθενται στις οντότητες που διαχειρίζονται την ευρωπαϊκή πλατφόρμα·

ii)      ότι η προτεινόμενη οργάνωση της ευρωπαϊκής πλατφόρμας και η ανάθεση των λειτουργιών διασφαλίζουν την αποτελεσματική και αποδοτική διακυβέρνηση, διαχείριση και ρυθμιστική εποπτεία της ευρωπαϊκής πλατφόρμας και, επίσης, στηρίζουν τους στόχους του παρόντος κανονισμού·

iii)      αποτελεσματικό συντονισμό και διαδικασία λήψης αποφάσεων για την επίλυση τυχόν αντικρουόμενων θέσεων μεταξύ των οντοτήτων που διαχειρίζονται την ευρωπαϊκή πλατφόρμα.»

132    Είναι αληθές ότι, στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2017/2195 γίνεται απλώς και μόνο μνεία στις «λειτουργίες που καθορίζονται στην πρόταση». Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, οι μόνες λειτουργίες που πρέπει να καθοριστούν στην πρόταση είναι, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, οι «λειτουργ[ίες] που απαιτούνται για τη διαχείριση της [πλατφόρμας aFRR]».

133    Ως εκ τούτου, από τις διατάξεις του άρθρου 21, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1295 προκύπτει σαφώς ότι η εφαρμογή των πρόσθετων απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κανονισμού 2017/1295 εξαρτάται από τον ορισμό, με την πρόταση μεθοδολογίας aFRR, πλειόνων οντοτήτων επιφορτισμένων με τις διάφορες λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, όπως καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού.

134    Εν προκειμένω, όμως, αφενός, διαπιστώνεται ότι ο ACER με την απόφαση 02/2020, όπως και το συμβούλιο προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση, προσήψε στους ΔΣΜ ότι, ενώ είχε προτείνει να ορίσουν οντότητα επιφορτισμένη με τη διαχείριση της δυναμικότητας διαφορετική από την επιφορτισμένη με τη βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, οι ΔΣΜ δεν απέδειξαν ούτε εγγυήθηκαν, σε τέτοια περίπτωση, την πλήρωση των πρόσθετων απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195.

135    Αφετέρου, η τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF, την οποία έλαβε τελικώς υπόψη ο ACER, προέβλεπε τον ορισμό ενιαίας οντότητας επιφορτισμένης με τις δύο λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195, που μνημονεύονταν ρητώς στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, ήτοι τη βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ. Η διαχείριση της δυναμικότητας λαμβανόταν επίσης υπόψη, με την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF, ως λειτουργία πλειόνων πλατφορμών η εκτέλεση της οποίας ήταν αναγκαία για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, ακόμη και αν δεν είχε χαρακτηριστεί στη συγκεκριμένη πρόταση ως λειτουργία που απαιτείται για την εν λόγω διαχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/2195. Εντούτοις, σύμφωνα με το συμπέρασμα που αντλήθηκε στη σκέψη 122 ανωτέρω στο πέρας της εξέτασης του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ορθώς το συμβούλιο προσφυγών εκτίμησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως ο ACER, με την απόφαση 02/2020, ότι η διαχείριση της δυναμικότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 37 του κανονισμού 2017/2195, συνιστούσε λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού.

136    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η ομάδα Α δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι οι πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195 δεν είχαν εφαρμογή στη λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας.

137    Επομένως, το πέμπτο και το έκτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν από κοινού.

–       Επί του έβδομου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προσάπτεται στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς έκρινε ότι η διαχείριση της δυναμικότητας έπρεπε να περιληφθεί στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 21 του κανονισμού 2017/2195, ως λειτουργία πλειόνων πλατφορμών σχετική με την εξισορρόπηση

138    Η ομάδα Α προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι κατ’ ουσίαν ενήργησε κατά παράβαση της νομοθεσίας καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση της δυναμικότητας έπρεπε να περιληφθεί στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR βάσει του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195, μολονότι επρόκειτο για λειτουργία πλειόνων πλατφορμών σχετική με την εξισορρόπηση. Πρώτον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο ACER διέθετε νομική βάση, την οποία δεν προσδιόρισε, ώστε να περιλάβει τη διαχείριση της δυναμικότητας στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 21 του κανονισμού 2017/2195, ο συγκεκριμένος κανονισμός δεν του ανέθετε οποιαδήποτε αρμοδιότητα ώστε να απαιτήσει, όπως έπραξε με το άρθρο 4, παράγραφος 6, της επίδικης aFRRIF, η διαχείριση της δυναμικότητας να έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο και να εκτελείται από την ίδια οντότητα για όλες τις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης. Δεύτερον, κατά την ομάδα Α, κακώς το συμβούλιο προσφυγών έκρινε, στο σημείο 222 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η απαίτηση εισαγωγής της διαχείρισης της δυναμικότητας υπό μορφή λειτουργίας πλειόνων πλατφορμών δεν ήταν νέα υποχρέωση την οποία επέβαλε ο ACER. Τούτο αντικρούεται από τα επιχειρήματα που προέβαλε ο ACER στο σημείο 170 του υπομνήματος αντικρούσεως ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών και δεν επιβεβαιώνεται από την έκθεση του ACER του 2015, σχετικά με τους σκοπούς εξισορρόπησης της ενέργειας, που μνημονεύεται στο σημείο 222 της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία αφορούσε μόνον τις διασυνοριακές ανταλλαγές ενέργειας εξισορρόπησης και όχι τις λειτουργίες πλειόνων πλατφορμών. Τούτο δεν επιβεβαιώνεται επίσης από τις αξιολογήσεις των ΔΣΜ όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και τη συνεκτίμηση λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας κοινής για όλες τις ευρωπαϊκές πλατφόρμες εξισορρόπησης, όπως μνημονεύονται στα σημεία 224 και 225 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες αξιολογήσεις αφορούσαν το πρόγραμμα κεντρικής διαχείρισης της δυναμικότητας σε επίπεδο πλειόνων πλατφορμών και όχι τη διαχείριση της δυναμικότητας ως λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση όλων των εν λόγω πλατφορμών. Τέλος, κατά την ομάδα Α, είναι αλυσιτελής συναφώς η παραπομπή στο ανεπίσημο σημείωμα των ΕΡΑ, καθότι η συνεχής επικαιροποίηση της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς από τους ΔΣΜ, σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού 2017/2195, δεν είναι λειτουργία των ευρωπαϊκών πλατφορμών εξισορρόπησης και, επομένως, εκτελείται υπό τον έλεγχο των ΕΡΑ και δεν εμπίπτει στη ρυθμιστική εποπτεία του ACER.

139    Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα που προέβαλε η ομάδα Α και ζητεί την απόρριψη του έβδομου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

140    Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι τα άρθρα 19 έως 22 του κανονισμού 2017/2195 προβλέπουν την έγκριση μεθοδολογίας για καθεμία από τις ευρωπαϊκές πλατφόρμες για την ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης, ήτοι την ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης από εφεδρείες αντικατάστασης, την ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης από εφεδρείες αποκατάστασης συχνότητας με χειροκίνητη ενεργοποίηση, την πλατφόρμα aFRR και την ευρωπαϊκή πλατφόρμα για τη διαδικασία συμψηφισμού ανισορροπιών, αντιστοίχως. Τα προμνησθέντα άρθρα περιέχουν παρεμφερείς διατάξεις, μεταξύ άλλων την παράγραφο 3, στοιχείο εʹ, δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση πλειόνων οντοτήτων επιφορτισμένων με την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της ευρωπαϊκής πλατφόρμας οι οποίες καθορίζονται στην επίμαχη πρόταση μεθοδολογίας, η εν λόγω πρόταση πρέπει να αποδεικνύει και να διασφαλίζει την πλήρωση τριών πρόσθετων απαιτήσεων.

141    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, στην εισαγωγή της τρίτης πρότασης aFRRIF, οι ΔΣΜ επισήμαναν ρητώς ότι «[ό]λες οι πλατφόρμες πρέπει να χρησιμοποιούν την ίδια λειτουργία πλειόνων πλατφορμών διαχείρισης της δυναμικότητας […] επιπλέον των ειδικών λειτουργιών των προβλεπόμενων πλατφορμών». Οι ΔΣΜ είχαν διευκρινίσει ότι ενιαία οντότητα θα ήταν επιφορτισμένη με την εκτέλεση των ειδικών λειτουργιών των πλατφορμών, ήτοι τη βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, και ότι ενιαία οντότητα, υπό μορφή ΔΣΜ ή εταιρίας ανήκουσας στους ΔΣΜ, θα ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείριση της δυναμικότητας, ως λειτουργία πλειόνων πλατφορμών. Ένα διάγραμμα με τίτλο «Δομή διακυβέρνησης», το οποίο αναπαριστούσε δύο κατακόρυφες ζώνες που αντιστοιχούσαν, έκαστη, σε δύο διαφορετικές πλατφόρμες, ήτοι την πλατφόρμα aFRR και την πλατφόρμα για την ανταλλαγή ενέργειας εξισορρόπησης από εφεδρείες αποκατάστασης συχνότητας με χειροκίνητη ενεργοποίηση, προσδιόριζε σαφώς, αφενός, τις δύο ειδικές λειτουργίες καθεμίας εκ των πλατφορμών αυτών, ήτοι τη βελτιστοποίηση της ενεργοποίησης και την εκκαθάριση ΔΣΜ-ΔΣΜ, οι οποίες εκτελούνται από ενιαία οντότητα, και, αφετέρου, ενιαία οντότητα για τις δύο πλατφόρμες, επιφορτισμένη με την εκτέλεση της λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας.

142    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι το ίδιο διάγραμμα, ο τίτλος του οποίου τροποποιήθηκε σε «Δομή διακυβέρνησης και λειτουργίες», παρατέθηκε στην τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF, την οποία έλαβε υπόψη ο ACER. Αντιθέτως, οι ΔΣΜ είχαν διευκρινίσει ότι η διαχείριση της δυναμικότητας δεν ήταν λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της οικείας πλατφόρμας, αλλά λειτουργία πλειόνων πλατφορμών, η οποία προστέθηκε για τη βελτίωση του συντονισμού μεταξύ πλατφορμών. Ομοίως, πάντοτε με την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF, οι ΔΣΜ είχαν επισημάνει ότι είχαν την πρόθεση να «μεγιστοποιήσουν την αποδοτικότητα των πλατφορμών καθιερώνοντας λειτουργίες πλειόνων πλατφορμών». Οι ΔΣΜ είχαν συμπεράνει ότι, δεδομένου ότι η διαχείριση της δυναμικότητας δεν ήταν λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση πλατφόρμας, οι πρόσθετες απαιτήσεις οι οποίες προβλέπονται στις παραγράφους 3, στοιχείο εʹ, των άρθρων 19 έως 22 του κανονισμού 2017/1295, σε περίπτωση ορισμού πλειόνων οντοτήτων επιφορτισμένων με την εκτέλεση τέτοιας λειτουργίας, δεν είχαν εφαρμογή.

143    Από τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις προκύπτει ότι, όπως υποστηρίζει ο ACER, με την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF, οι ίδιοι οι ΔΣΜ είχαν προτείνει, για λόγους βελτίωσης του συντονισμού μεταξύ των πλατφορμών εξισορρόπησης, να ορίσουν ενιαία οντότητα επιφορτισμένη με την εκτέλεση της διαχείρισης της δυναμικότητας, ως λειτουργίας πλειόνων πλατφορμών. Είναι αληθές ότι, εν αντιθέσει προς τον ACER, οι ΔΣΜ είχαν υποστηρίξει ότι η διαχείριση της δυναμικότητας δεν ήταν λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση κάθε πλατφόρμας. Εντούτοις, σύμφωνα με το συμπέρασμα που αντλήθηκε στη σκέψη 122 ανωτέρω στο πέρας της εξέτασης του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Εν πάση περιπτώσει, από την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF προκύπτει ότι οι ίδιοι οι ΔΣΜ εξέφρασαν το ενδιαφέρον τους για τον ορισμό ενιαίας οντότητας για την εκτέλεση της επίμαχης λειτουργίας, όπως επίσης υποστήριξαν ο ACER και το συμβούλιο προσφυγών.

144    Ως εκ τούτου, το συμβούλιο προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας την απόφαση 02/2020, με την οποία ουδόλως επιβλήθηκε στους ΔΣΜ υποχρέωση να λάβουν υπόψη τη διαχείριση της δυναμικότητας, ως λειτουργία πλειόνων πλατφορμών, στην πρόταση aFRRIF που υπέβαλαν, όπως οι ίδιοι οι ΔΣΜ δέχθηκαν να την τροποποιήσουν κατά τη διάρκεια του σταδίου της διαβούλευσης, αρχικώς με τις ΕΡΑ και εν συνεχεία με τον ACER.

145    Συνεπώς, το έβδομο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του όγδοου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προσάπτεται στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς έκρινε ότι ο ACER δεν ενήργησε κατά παράβαση του κανονισμού 2017/2195, και ιδίως του άρθρου 21, παράγραφος 5, και του άρθρου 10 του εν λόγω κανονισμού, υποχρεώνοντας τους ΔΣΜ να προτείνουν τροποποίηση της μεθοδολογίας aFRR

146    Η ομάδα Α προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η υποχρέωση που ο ACER επέβαλε στους ΔΣΜ να υποβάλουν πρόταση τροποποίησης της μεθοδολογίας aFRR ήταν σύννομη, μολονότι δεν υφίστατο οποιαδήποτε νομική βάση προς τούτο, ο δε ACER δεν είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα να υποχρεώσει τους ΔΣΜ να υποβάλουν πρόταση τροποποίησης της εν λόγω μεθοδολογίας. Κατά την ομάδα Α, από τα σημεία 145 έως 152 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, εν αντιθέσει προς όσα ο ACER υποστήριξε ενώπιόν του, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι η εν λόγω υποχρέωση προβλεπόταν από τον κανονισμό 2017/2195 και δεν απέρρεε από την απόφαση 02/2020. Κατά την ομάδα Α, το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε αντίφαση επισημαίνοντας, στο σημείο 149 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η δημόσια διαβούλευση σχετικά με την πρώτη πρόταση των ΔΣΜ ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 10 του κανονισμού 2017/2195, μολονότι ούτε η συμπερίληψη της διαχείρισης της δυναμικότητας στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR ούτε η πρόταση τροποποίησης της μεθοδολογίας aFRR μνημονεύονταν στην εν λόγω πρόταση. Τέλος, η ομάδα Α υποστηρίζει ότι με μεταγενέστερη απόφαση, της 22ας Δεκεμβρίου 2020, στην υπόθεση A-008-2020, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε, αντιθέτως προς την κρίση του με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/2195 δεν εφαρμόζεται στην κατάρτιση, αλλά μόνον στην τροποποίηση, μεθοδολογίας ευρωπαϊκής πλατφόρμας εξισορρόπησης.

147    Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα που προέβαλε η ομάδα Α και ζητεί την απόρριψη του όγδοου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

148    Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση 02/2020 όπως επικυρώθηκε από το συμβούλιο προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ACER είχε ζητήσει από τους ΔΣΜ να καταρτίσουν πρόταση τροποποίησης της μεθοδολογίας aFRR προκειμένου να προβούν, όπως προβλεπόταν με την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF, στον ορισμό οντότητας επιφορτισμένης με την εκτέλεση της λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας.

149    Εντούτοις, το συγκεκριμένο αίτημα του ACER δικαιολογούνταν ρητώς από το γεγονός ότι η διαχείριση της δυναμικότητας ήταν λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και ότι, επομένως, σε περίπτωση που πλείονες οντότητες θα ήταν επιφορτισμένες με την εκτέλεση των διαφόρων λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της εν λόγω πλατφόρμας, έπρεπε να πληρούνται οι πρόσθετες απαιτήσεις, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού.

150    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 84 της απόφασης 02/2020 και, ειδικότερα, με την αιτιολογική σκέψη 82 αυτής, ο ACER διαπίστωσε επισήμως ότι η λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας έπρεπε να καθιερωθεί, ως λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, πλην όμως διευκρίνισε ότι, προκειμένου να παρασχεθεί στους ΔΣΜ ο απαραίτητος χρόνος για την επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με τον χαρακτήρα πλειόνων πλατφορμών της λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας, η πρόταση για την οντότητα που θα είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της εν λόγω λειτουργίας μπορούσε να αναβληθεί και να υποβληθεί δύο έτη μετά την υλοποίηση της πλατφόρμας aFRR. Επομένως, ο ACER ζήτησε από τους ΔΣΜ να προβλέψουν την υποβολή πρότασης τροποποίησης της μεθοδολογίας aFRR με την οποία θα ορίσουν την οντότητα που θα είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας, τηρώντας τις διατάξεις του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 2017/2195.

151    Σύμφωνα με το συμπέρασμα που αντλήθηκε στη σκέψη 122 ανωτέρω στο πέρας της εξέτασης του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ορθώς ο ACER και, εν συνεχεία, το συμβούλιο προσφυγών, χαρακτήρισαν τη λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας ως λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Εξάλλου, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρμοδιότητας λήψης αποφάσεων που διαθέτει βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2019/942, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195 και βάσει του άρθρου 21 του εν λόγω κανονισμού, ο ACER όφειλε να επισημάνει στους ΔΣΜ αν και, ενδεχομένως, υπό ποιες προϋποθέσεις η aFRRIF που πρότειναν ήταν ή θα είναι σύμφωνη προς την εφαρμοστέα νομοθεσία, μεταξύ άλλων αναλόγως ορισμένων επιλογών που έπρεπε ακόμη να πραγματοποιηθούν, ειδικότερα όσον αφορά την οντότητα που θα είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της διαχείρισης της δυναμικότητας κατά τον χρόνο καθιέρωσής της σε κεντρικό επίπεδο, τον Ιούλιο του 2024.

152    Επιπλέον, δεν πρέπει να συγχέονται, αφενός, η έγκριση από τον ACER της μεθοδολογίας aFRR που πρότειναν οι ΔΣΜ, υπό ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες αφορούσαν τη συμπλήρωση της εν λόγω μεθοδολογίας από τους ΔΣΜ, εντός ορισμένης προθεσμίας, ως προς ορισμένα εκκρεμή ζητήματα, τηρώντας την εφαρμοστέα νομοθεσία, και, αφετέρου, η πρόταση των ΔΣΜ να τροποποιήσουν την ίδια αυτή μεθοδολογία, μετά την έγκρισή της από τις ρυθμιστικές αρχές. Εν προκειμένω, η προϋπόθεση που τίθεται στην επίδικη aFRRIF, κατά την οποία, οκτώ μήνες πριν από την έναρξη ισχύος της, οι ΔΣΜ ορίζουν την οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας, τηρώντας το άρθρο 21, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/2195, είναι προϋπόθεση για την έγκριση της εν λόγω aFRRIF και όχι μεταγενέστερη τροποποίηση της aFRRIF, πραγματοποιηθείσα σύμφωνα με τη διαδικασία τροποποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/2195.

153    Συνεπώς, το όγδοο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

154    Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των εκτιμήσεων επί των οκτώ σκελών του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο συγκεκριμένος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση από το συμβούλιο προσφυγών, κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του διαδικασίας, της αρχής της χρηστής διοίκησης, της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και των νόμιμων υποχρεώσεων που υπείχε

155    Στο μέτρο που, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ή μόνον η ομάδα Α προβάλλουν παραβίαση, από το συμβούλιο προσφυγών, κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του διαδικασίας, της αρχής της χρηστής διοίκησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες ή μόνον η ομάδα Α προσάπτουν ακριβέστερα στο συμβούλιο προσφυγών ότι ενήργησε κατά παράβαση της υποχρέωσης που υπέχει να εξετάζει τις υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση του κατά τρόπο ανεξάρτητο, αμερόληπτο και επιμελή, ότι προσέβαλε το δικαίωμά τους ακροάσεως και το δικαίωμά τους πρόσβασης στον φάκελο της υπόθεσης, καθώς και ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Επιπλέον, προσάπτουν στο συμβούλιο προσφυγών ότι δεν διενήργησε πλήρη έλεγχο της απόφασης 02/2020 και ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία και δεν εξέτασε επαρκώς τους ισχυρισμούς που προέβαλαν ενώπιόν του.

–       Επί της παραβιάσεως των αρχών της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της επιμελούς εξέτασης

156    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, βάσει του άρθρου 41 του Χάρτη, από την ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψης 34 σε συνδυασμό με το άρθρο 26, παράγραφος 2, και το άρθρο 28, παράγραφος 4, του κανονισμού 2019/942, προκύπτει ότι το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να εξετάζει τις προσφυγές που ασκούνται κατά των αποφάσεων του ACER με κάθε ανεξαρτησία και αμεροληψία, καθώς και με ευσυνειδησία και επιμέλεια. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, το συμβούλιο προσφυγών επιχείρησε κυρίως να δικαιολογήσει την απόφαση 02/2020 και, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ο ACER επίσης δεν απαντά στους ισχυρισμούς και στις αιτιάσεις των προσφευγουσών. Πρώτον, αφενός, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών αμφισβήτησε, κατά τις προσφεύγουσες, ότι ο ACER επέβαλε τη λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας, μολονότι ο ίδιος ο ACER είχε αναγνωρίσει κάτι τέτοιο, στο σημείο 208 του υπομνήματος αντικρούσεως που είχε υποβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Αφετέρου, στο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που περιέχει την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, το συμβούλιο προσφυγών διαπίστωσε, κατά τις προσφεύγουσες, ότι η διαχείριση της δυναμικότητας ήταν συγκεκριμένη λειτουργία της πλατφόρμας aFRR, αρνούμενο ότι οι προσφεύγουσες είχαν αμφισβητήσει την εν λόγω διαπίστωση ενώπιόν του και επαναλαμβάνοντας στοιχεία από το υπόμνημα αντικρούσεως του ACER. Δεύτερον, μολονότι η ομάδα Α είχε επικρίνει ενώπιόν του τη μη πραγματοποίηση διαβούλευσης από τον ACER σχετικά με την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF, το συμβούλιο προσφυγών είχε επισημάνει, στο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που περιέχει την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, ότι ο ACER είχε περιοριστεί από την προθεσμία των έξι μηνών που διέθετε για να λάβει την απόφασή του επί της πρότασης των ΔΣΜ, η οποία έληγε στις 24 Ιανουαρίου 2020, και ότι δεν μπορούσε να ζητήσει από τους ΔΣΜ να συμπληρώσουν εκ νέου την πρότασή τους. Στα σημεία 162, 199 και 260 της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία ή απόδειξη, το συμβούλιο προσφυγών εξέδωσε, κατά τις προσφεύγουσες, θετική και υποκειμενική απόφαση σχετικά με τη συμπεριφορά του ACER επί του ζητήματος αυτού. Τρίτον, χωρίς να παράσχει οποιαδήποτε αιτιολογία, πλην όμως θίγοντας τις προσφεύγουσες και ενισχύοντας την αμυντική θέση του ACER, το συμβούλιο προσφυγών είχε προσάψει στις προσφεύγουσες, στα σημεία 176 και 201 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν εναντιώθηκαν, κατά τη δημόσια διαβούλευση, στην επιλογή ενιαίας οντότητας για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Τέταρτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο συμβούλιο προσφυγών ότι κακώς απέρριψε τον επικουρικό ισχυρισμό τους, ο οποίος αφορά παράβαση του Χάρτη διότι ο ACER δεν είχε αιτιολογήσει, με την απόφαση 02/2020, τη θέση του υπέρ ενιαίας νομικής οντότητας, αντί κοινοπραξίας επιχειρήσεων ΔΣΜ, για την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Η έλλειψη αντικειμενικότητας του συμβουλίου προσφυγών συναφώς συνάγεται, κατά τις προσφεύγουσες, από το γεγονός ότι δεν εξέτασε την εξοικονόμηση ύψους 60 εκατομμυρίων ευρώ, όσον αφορά την κοινωνική προστασία, την οποία προέβαλε η ομάδα Α προκειμένου να αιτιολογήσει την επιλογή κοινοπραξίας επιχειρήσεων ΔΣΜ. Πέμπτον, η έλλειψη αμεροληψίας του συμβουλίου προσφυγών προκύπτει επίσης, κατά τις προσφεύγουσες, από την παραπλανητική επίκληση από το συμβούλιο προσφυγών του χαρακτήρα της ρυθμιστικής διαδικασίας που προβλέπεται από τον κανονισμό 2019/942 ως «διαδικασίας από τη βάση προς την κορυφή», ώστε η απόφαση 02/2020 να μην υποβληθεί σε πραγματικό νομικό έλεγχο.

157    Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και ζητεί την απόρριψη της παρούσας αιτιάσεως.

158    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, κατοχυρώνει το δικαίωμα χρηστής διοίκησης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης (απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Kerstens κατά Επιτροπής, T-220/20, EU:T:2021:716, σκέψη 32).

159    Κατά τη νομολογία, η Διοίκηση υποχρεούται, δυνάμει της αρχής της χρηστής διοίκησης, να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης της οποίας επιλαμβάνεται και να συγκεντρώνει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της, καθώς και να διασφαλίζει την ομαλή διεξαγωγή και αποτελεσματικότητα των διαδικασιών που εφαρμόζει (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Kerstens κατά Επιτροπής, T-220/20, EU:T:2021:716, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

160    Υπενθυμίζεται επίσης ότι η επιταγή περί αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας επιφορτισμένος με την υπόθεση υπάλληλος του θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης σχετικής αμφιβολίας (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Kerstens κατά Επιτροπής, T-220/20, EU:T:2021:716, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

161    Το συμβούλιο προσφυγών συστάθηκε, εντός του ACER, προκειμένου να αποφαίνεται επί της ουσίας, κατόπιν ακρόασης των μερών, επί των προσφυγών που ασκούνται παραδεκτώς κατά των αποφάσεων του ACER, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 4, του κανονισμού 2019/942.

162    Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 2019/942, το συμβούλιο προσφυγών υπάγεται μεν στον ACER, αλλά είναι ανεξάρτητο από τη διοικητική και ρυθμιστική δομή του.

163    Προς τούτο, το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 2019/942 ορίζει ότι τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνουν τις αποφάσεις τους ανεξάρτητα και δεν δεσμεύονται από υποδείξεις. Η άσκηση των καθηκόντων των μελών εντός του ACER ή η δυνατότητα έκπτωσης των μελών από τα καθήκοντά τους ρυθμίζονται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία τους.

164    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι το συμβούλιο προσφυγών είχε παραβιάσει τις αρχές της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της επιμελούς εξέτασης κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία αφορούσε, κατ’ ουσίαν, το αν, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που προέβαλαν τα μέρη κατά την ενώπιόν του διαδικασία, η απόφαση 02/2020 και η επίδικη aFRRIF ήταν βάσιμες και, ειδικότερα, αν μπορούσαν να βασιστούν στη διττή διαπίστωση ότι η διαχείριση της δυναμικότητας ήταν λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και ότι, εάν, για την εν λόγω πλατφόρμα, οι ΔΣΜ επέλεγαν η συγκεκριμένη λειτουργία να εκτελείται από οντότητα διαφορετική από την επιφορτισμένη με την εκτέλεση της βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ, έπρεπε να πληρούνται οι πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2017/2195.

165    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το συμβούλιο προσφυγών επιχείρησε με αυτήν να δώσει απάντηση στο ζήτημα του αν ή υπό ποιες προϋποθέσεις, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που οι ΔΣΜ κοινοποίησαν σχετικά με την αρχική πρόταση aFRRIF κατά τη διάρκεια του σταδίου διαβούλευσης που ο ACER διεξήγαγε με τις ΕΡΑ και τους ΔΣΜ, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 11, του κανονισμού 2019/942, και, ειδικότερα, των διαδοχικών προτάσεων aFRRIF που οι ΔΣΜ είχαν υποβάλει στον ACER, η aFRRIF που τελικώς πρότειναν οι ΔΣΜ ήταν ή θα ήταν σύμφωνη προς τον κανονισμό 2017/2195 και τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1485 της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2017, σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριων γραμμών για τη λειτουργία του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2017, L 220, σ. 1), καθώς και προς άλλες εφαρμοστέες ρυθμίσεις.

166    Στο πλαίσιο αυτό, από τον φάκελο της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι το συμβούλιο προσφυγών γενικά ή, ειδικότερα, ορισμένα από τα μέλη του, εκδήλωσαν μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις που τα οδήγησαν να μην διενεργήσουν τον έλεγχο της συμβατότητας της πρότασης aFRRIF που υπέβαλαν οι ΔΣΜ με την εφαρμοστέα νομοθεσία ή ότι δεν αποφάσισαν συναφώς ανεξάρτητα, κατόπιν διαβούλευσης με τις ΕΡΑ και τους ΔΣΜ. Ομοίως, από τον φάκελο της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι το πλαίσιο εντός του οποίου το συμβούλιο προσφυγών έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρείχε επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης σχετικής αμφιβολίας όσον αφορά την αμεροληψία ή την ανεξαρτησία του.

167    Τα επιχειρήματα που οι προσφεύγουσες προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αναιρούν την ως άνω διαπίστωση.

168    Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, το συμβούλιο προσφυγών δεν επιδίωξε να συγκαλύψει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, μη σύννομη ενέργεια του ACER συνιστάμενη στην επιβολή στους ΔΣΜ της υποχρέωσης να λάβουν υπόψη, στην επίδικη aFRRIF, μια λειτουργία, ήτοι τη λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας, η οποία δεν απαιτούνταν από την εφαρμοστέα νομοθεσία για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών εκτίμησε απλώς και μόνον ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξαν οι προσφεύγουσες ενώπιόν του, η διαχείριση της δυναμικότητας έπρεπε να χαρακτηριστεί λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχεία γʹ και εʹ, του κανονισμού 2017/2195, τη συνεκτίμηση της οποίας στο πλαίσιο της aFRRIF είχαν ζητήσει και οι ΕΡΑ και η οποία είχε εξάλλου ενσωματωθεί στη δεύτερη και στην τρίτη πρόταση aFRRIF που υπέβαλαν οι ΔΣΜ. Εν συνεχεία, το συμβούλιο προσφυγών άντλησε όλες τις σχετικές συνέπειες κατά την εκτίμηση του αν, με την απόφασή του 02/2020 και με την επίδικη aFRRIF, ορθώς ο ACER έκρινε ότι, σε περίπτωση που οι ΔΣΜ ανέθεταν την εκτέλεση της συγκεκριμένης λειτουργίας σε άλλη οντότητα από εκείνη που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της βελτιστοποίησης της ενεργοποίησης και της εκκαθάρισης ΔΣΜ-ΔΣΜ, στο πλαίσιο της διαχείρισης της πλατφόρμας aFRR, έπρεπε να πληρούνται οι πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχεία γʹ και εʹ, του κανονισμού 2017/2195. Το γεγονός ότι το συμβούλιο προσφυγών ενδέχεται να υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία της εφαρμοστέας νομοθεσίας, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό τον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου, δεν επαρκεί για να θεωρηθεί ότι επέδειξε μεροληψία ή έλλειψη ανεξαρτησίας κατά τη λήψη της απόφασής του.

169    Ομοίως, η διαπίστωση του συμβουλίου προσφυγών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η μη πραγματοποίηση, από τον ACER, διαβούλευσης με τους ΔΣΜ στο διάστημα από την παραλαβή της τρίτης τροποποιημένης πρότασης aFRRIF, στις 18 Δεκεμβρίου 2019, έως την κατάρτιση του τελικού κειμένου της απόφασης 02/2020, η οποία εκδόθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2020, ήταν δικαιολογημένη λόγω της προθεσμίας εντός της οποίας ο ACER όφειλε να λάβει την απόφασή του, ουδόλως καταδεικνύει έλλειψη αμεροληψίας ή ανεξαρτησίας εκ μέρους του συμβουλίου προσφυγών. Συγκεκριμένα, καταδεικνύει απλώς και μόνον τη συνεκτίμηση, από το συμβούλιο προσφυγών, ενός αντικειμενικού στοιχείου, ήτοι του γεγονότος ότι η προθεσμία έξι μηνών, από την παραπομπή της υπόθεσης στον ACER, εντός της οποίας αυτός έπρεπε να λάβει την απόφασή του, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 12, του κανονισμού 2019/942, έληγε στις 24 Ιανουαρίου 2020.

170    Επιπλέον, η διαπίστωση του συμβουλίου προσφυγών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της απόφασης 02/2020, ο ACER είχε ενεργήσει με διάθεση συνεργασίας και καλόπιστα, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου πλαισίου, ιδίως από την άποψη του χρόνου, εντός του οποίου έπρεπε να λάβει την εν λόγω απόφαση (βλ. σκέψη 169 ανωτέρω), δεν καταδεικνύει έλλειψη αμεροληψίας ή ανεξαρτησίας εκ μέρους του συμβουλίου προσφυγών, αλλά την εκ μέρους του συνεκτίμηση αντικειμενικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι ο ACER είχε καταβάλει προσπάθειες ώστε να λάβει υπόψη τη βούληση όλων των ΔΣΜ, και τούτο ακόμη και όταν οι λύσεις που αυτοί επιθυμούσαν δεν ήταν κατά τα φαινόμενα ιδανικές. Συγκεκριμένα, το συμβούλιο προσφυγών εξέθεσε στοιχεία από τα οποία γίνεται αντιληπτό ότι η συνεκτίμηση, από τον ACER, της διετούς αναβολής όσον αφορά την έναρξη εφαρμογής της λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας και τον ορισμό της οντότητας που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεσή της μαρτυρούσε τη βούλησή του να αφήσει στους ΔΣΜ τον χρόνο να ρυθμίσουν, με συντονισμένη και κεντρική προσέγγιση σε επίπεδο πλειόνων πλατφορμών, τη διαδικασία συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, στην οποία στηρίζεται η λειτουργία διαχείρισης της δυναμικότητας.

171    Εξάλλου, η διαπίστωση του συμβουλίου προσφυγών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της απόφασης 02/2020, οι ΔΣΜ δεν είχαν εναντιωθεί, κατά το στάδιο της διαβούλευσης που προηγήθηκε της έκδοσης της εν λόγω απόφασης, στην εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR από δομή με ενιαία οντότητα, είναι επίσης αντικειμενικό στοιχείο. Οι προσφεύγουσες δεν παρέθεσαν κανένα χωρίο από τις παρατηρήσεις των ΔΣΜ κατά το εν λόγω στάδιο, προερχόμενο μεταξύ άλλων από το παράρτημα II της απόφασης 02/2020, το οποίο θα αναιρούσε την ως άνω διαπίστωση. Η συνεκτίμηση και μόνον από το συμβούλιο προσφυγών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ενός αντικειμενικού στοιχείου δεν καταδεικνύει έλλειψη αμεροληψίας ή ανεξαρτησίας εκ μέρους του.

172    Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες προσάπτουν κατ’ ουσίαν στο συμβούλιο προσφυγών ότι δεν έλεγξε αν, με την απόφαση 02/2020, ο ACER είχε δικαιολογήσει την προτίμησή του για δομή με ενιαία οντότητα για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και την απόρριψη δομής υπό μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων, διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς επισήμανε το συμβούλιο προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση, από τον φάκελο της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι ο ACER επέβαλε οποτεδήποτε στους ΔΣΜ την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν δομή με ενιαία οντότητα ή εμπόδισε τη χρήση δομής υπό μορφή κοινοπραξίας επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, ο ACER άντλησε μόνον τις συνέπειες που, κατ’ αυτόν, προέκυπταν από την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας στις επιλογές που πραγματοποίησαν οι ΔΣΜ με την αρχική πρόταση aFRRIF, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της θέσης των ΔΣΜ στα διάφορα διαδοχικά κείμενα της πρότασης που οι ΔΣΜ υπέβαλαν στον ACER. Στο πλαίσιο αυτό, ο ACER επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι εάν οι ΔΣΜ επέλεγαν τη δομή κοινοπραξίας επιχειρήσεων, η οποία δεν διέθετε νομική προσωπικότητα, η δομή θα περιελάμβανε πλείονες οντότητες, συνιστάμενες στους διάφορους ΔΣΜ μέλη της κοινοπραξίας επιχειρήσεων, και όχι ενιαία οντότητα και, επομένως, η εν λόγω δομή έπρεπε να πληροί τις πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2017/2195, στοιχείο το οποίο δεν προέκυπτε από την αρχική πρόταση aFRRIF. Ο ACER υπενθύμισε επίσης τη θέση του κατά την οποία οι ίδιες απαιτήσεις έπρεπε να πληρούνται εάν οι ΔΣΜ επέλεγαν τελικώς να αναθέσουν τις διάφορες λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR σε πλείονες οντότητες. Επομένως, το υπό κρίση επιχείρημα των προσφευγουσών δεν έχει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά.

173    Τέλος, δεν έχει επίσης έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατ’ ουσίαν, το συμβούλιο προσφυγών επινόησε την έννοια της «διαδικασίας λήψης αποφάσεων από τη βάση προς την κορυφή» προκειμένου οι ενέργειες του ACER να μην υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 54 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν λυσιτελώς ότι ο ορισμός, από το συμβούλιο προσφυγών, της διαδικασίας λήψης αποφάσεων ως «διαδικασίας από τη βάση προς την κορυφή» δεν ήταν σύννομος καθότι δεν είχε έρεισμα σε καμία νομική βάση στην εφαρμοστέα νομοθεσία.

174    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η αιτίαση που αφορά την παραβίαση των αρχών της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της επιμελούς εξέτασης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

–       Επί της προσβολής του δικαιώματος πρόσβασης στον φάκελο

175    Η ομάδα Α προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επικύρωσε την απόφαση απόρριψης της αίτησης γνωστοποίησης, η οποία ενείχε προσβολή των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στα μέλη της από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη, καθώς και των δικαιωμάτων τους άμυνας. Κατά την ομάδα Α, η αιτιολογία της απόφασης απόρριψης της αίτησης γνωστοποίησης, όπως εκτίθεται συνοπτικά στα σημεία 274 έως 284 της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν ότι, πρώτον, δεδομένου ότι ο ACER δεν είχε ζητήσει την εμπιστευτική μεταχείριση των παραρτημάτων του υπομνήματος αντικρούσεως ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, η ομάδα Α είχε πρόσβαση σε πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα έγγραφα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του ACER και των ΔΣΜ πριν από την έκδοση της απόφασης 02/2020 και, δεύτερον, μολονότι οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 45, σ. 43), είχαν εφαρμογή, ελλείψει υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούσε τη γνωστοποίηση, η ομάδα Α δεν απέδειξε την αναγκαιότητα τέτοιας γνωστοποίησης για την άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας, τα δε έγγραφα η γνωστοποίηση των οποίων ζητήθηκε δεν ήταν αρκούντως λυσιτελή σε σχέση με τα επιχειρήματα που είχε προβάλει ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

176    Πρώτον, η ομάδα Α εκτιμά ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων της δεν μπορούσε να εξαρτάται από την απόφαση του ACER να προσαρτήσει ή όχι τα έγγραφα που αφορούσε η αίτηση γνωστοποίησης ως παράρτημα στο υπόμνημα αντικρούσεως που ο ACER υπέβαλε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Δεύτερον, η ομάδα Α υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο που προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη, μόνο άρθρο στο οποίο βασιζόταν η αίτηση γνωστοποίησης, είναι διακριτό και ανεξάρτητο από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα που προβλέπεται από τον κανονισμό 1049/2001. Κατά τη νομολογία, το εν λόγω δικαίωμα δεν μπορεί να γίνει σεβαστό με επιλεκτική γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων ούτε να εκτιμηθεί σε σχέση με το βάσιμο της αίτησης γνωστοποίησης. Τρίτον, αβάσιμα και, εν πάση περιπτώσει, κακώς, το συμβούλιο προσφυγών προσήψε στην ομάδα Α ότι δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα ήταν αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας. Τέταρτον, κατά την ομάδα Α, τα εν λόγω έγγραφα ήταν λυσιτελή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών δεδομένου ότι, κατά τη διάρκεια ακρόασης, το συμβούλιο προσφυγών έθεσε στον ACER ερώτηση η οποία σχετιζόταν άμεσα με το περιεχόμενό τους και, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στηρίχθηκε στο εν λόγω περιεχόμενο για να απορρίψει την προσφυγή των μελών της. Κατά την ομάδα Α, η εν λόγω προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στον φάκελο επηρέασε, εις βάρος της, το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ιδίως όσον αφορά το αν η διαχείριση της δυναμικότητας έπρεπε να περιληφθεί στις λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και το αν το ρυθμιστικό συμβούλιο είχε υποστηρίξει τη θέση του ACER υπέρ της ύπαρξης ενιαίας νομικής οντότητας για την εκτέλεση όλων των σχετικών λειτουργιών.

177    Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα της ομάδας Α και ζητεί την απόρριψη της παρούσας αιτιάσεως.

178    Προκαταρκτικώς, παρατηρείται ότι το αίτημα που διατύπωσε η ομάδα Α στο σημείο 161, στοιχείο d, της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του κανονισμού 2019/942 αφορούσε τη λήψη από το συμβούλιο προσφυγών διαδικαστικού μέτρου, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 3, στοιχείο d, του κανονισμού διαδικασίας του, σχετικά με την προσκόμιση εμπιστευτικών κειμένων των επίδικων εγγράφων (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω), τα οποία η ομάδα Α θεωρούσε χρήσιμα για τους σκοπούς της διαδικασίας που είχε κινήσει ενώπιον του εν λόγω συμβουλίου κατά της απόφασης 02/2020. Επομένως, η απόφαση περί μη γνωστοποίησης πρέπει να εξεταστεί ως απόφαση, εκδοθείσα από τον πρόεδρο του συμβουλίου προσφυγών ενεργούντα εξ ονόματος του εν λόγω συμβουλίου, σχετικά με την απόρριψη του ζητηθέντος διαδικαστικού μέτρου.

179    Τα επίδικα έγγραφα αφορούσαν τη ρυθμιστική διαδικασία, στην οποία μετείχαν οι ΔΣΜ, οι ΕΡΑ και ο ACER και η οποία κατέληξε στην έκδοση της απόφασης 02/2020 και της προσαρτημένης στην εν λόγω απόφαση μεθοδολογίας aFRR.

180    Ως εκ τούτου, η αίτηση της ομάδας Α προς το συμβούλιο προσφυγών δεν ήταν ούτε αίτηση πρόσβασης στον φάκελο της διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη, ούτε αίτηση πρόσβασης στα έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 42 του Χάρτη και του κανονισμού 1049/2001.

181    Λαμβανομένων υπόψη του γράμματος του άρθρου 20 της απόφασης 1-2011 του συμβουλίου προσφυγών, όπως τροποποιήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2019, για τη θέσπιση των κανόνων οργάνωσης και διαδικασίας του συμβουλίου προσφυγών του ACER, και της κατ’ αναλογίαν εφαρμογής της νομολογίας που εφαρμόζεται στις αιτήσεις μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων που υποβάλλονται στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινούνται ενώπιόν του (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, C-185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψεις 90 έως 93, και της 12ης Μαΐου 2010, Επιτροπή κατά Meierhofer, T-560/08 P, EU:T:2010:192, σκέψη 61), διαπιστώνεται ότι, προκειμένου το συμβούλιο προσφυγών, εκπροσωπούμενο από τον πρόεδρό του, να μπορέσει να εξακριβώσει αν η εν λόγω προσκόμιση ήταν χρήσιμη για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιόν του, η ομάδα Α έπρεπε όχι μόνον να προσδιορίσει με την αίτησή της τα ζητούμενα έγγραφα, αλλά και να παράσχει στο συμβούλιο προσφυγών τα ελάχιστα στοιχεία που να πιστοποιούν τη χρησιμότητα των εν λόγω εγγράφων για τις ανάγκες της διαδικασίας. Επιπλέον, η αναγκαιότητα λήψης του ζητηθέντος διαδικαστικού μέτρου αίροντας, ενδεχομένως, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των επίδικων εγγράφων έναντι της ομάδας Α, ήταν ζήτημα που ενέπιπτε στην εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών, εκπροσωπούμενου από τον πρόεδρό του, η δε ομάδα Α μπορούσε, ενδεχομένως, να αμφισβητήσει την εν λόγω εκτίμηση στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 29 του κανονισμού 2019/942, κατά της απόφασης που εκδόθηκε στο πέρας της διαδικασίας, ήτοι της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν θεωρούσε ότι η μη λήψη του ζητηθέντος διαδικαστικού μέτρου είχε αντίκτυπο στο περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης.

182    Επομένως, το συμβούλιο προσφυγών, εκπροσωπούμενο από τον πρόεδρό του, μπορούσε να λάβει νομίμως την απόφαση μη γνωστοποίησης με την αιτιολογία και μόνον, η οποία εκτίθεται στα σημεία 9 και 10 της εν λόγω απόφασης και επαναλαμβάνεται στα σημεία 281 και 282 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η ομάδα Α δεν είχε παράσχει, προς στήριξη της αίτησης λήψης διαδικαστικού μέτρου, τα ελάχιστα στοιχεία τα οποία θα πιστοποιούσαν τη χρησιμότητα των επίδικων εγγράφων για τις ανάγκες της επίμαχης διαδικασίας, όπως απαιτούνταν προκειμένου το συμβούλιο προσφυγών να κάνει δεκτή την αίτησή της.

183    Εντούτοις, η ομάδα Α αντιτάσσει ότι δικαιολόγησε τη χρησιμότητα των επίδικων εγγράφων για τις ανάγκες της διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών στα σημεία 76 και 157 της προσφυγής που υπέβαλε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

184    Συναφώς, αφενός, διαπιστώνεται ότι, στο σημείο 76 της ως άνω προσφυγής, το οποίο αφορούσε τον τρίτο λόγο που προέβαλε η ομάδα Α, η εν λόγω ομάδα ουδόλως εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους το αντίγραφο ενδεχόμενης αξιολόγησης την οποία πραγματοποίησε ο ACER βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/2195, προκειμένου να διαπιστώσει αν, και με ποιον τρόπο, οι ΔΣΜ θα μπορούσαν να διενεργήσουν την αναγκαία ανάλυση κόστους/οφέλους για τη στήριξη της τροποποίησης που απαιτούνταν από το άρθρο 12, παράγραφος 2, της μεθοδολογίας aFRR, ήταν αναγκαίο για την απόφανση επί του συγκεκριμένου λόγου της προσφυγής, ο οποίος συνίστατο κατ’ ουσίαν σε αίτημα διαπίστωσης της παράβασης από τον ACER του άρθρου 10 και του άρθρου 21, παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/2195, λόγω υπέρβασης της αρμοδιότητάς του, διότι υποχρέωσε τους ΔΣΜ να του υποβάλουν πρόταση τροποποίησης της μεθοδολογίας aFRR, κάτι το οποίο ο ACER δεν είχε την εξουσία να πράξει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942 ή του άρθρου 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 2017/2195. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς παρατήρησε το συμβούλιο προσφυγών, εκπροσωπούμενο από τον πρόεδρό του, στο σημείο 12 της απόφασης μη γνωστοποίησης, η ύπαρξη του εγγράφου η γνωστοποίηση του οποίου ζητούνταν ήταν αλυσιτελής προκειμένου να εκτιμηθεί, συναφώς, η αρμοδιότητα του ACER σε σχέση με την εφαρμοστέα νομοθεσία.

185    Αφετέρου, στο σημείο 157 της προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο αφορούσε τον έβδομο λόγο της προσφυγής, σε συνδυασμό με τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο της προσφυγής, η ομάδα Α ουδόλως εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους αντίγραφο των ενδεχόμενων εντύπων που περιέχουν τις γνωμοδοτήσεις του ρυθμιστικού συμβουλίου και του ACER σχετικά με την απόφαση 02/2020 και την προσαρτημένη σε αυτήν μεθοδολογία aFRR, πριν από την έκδοσή τους, από τις οποίες, όπως επισήμανε η ομάδα Α, μπορεί να γίνει γνωστό το περιεχόμενο και η έκταση των συζητήσεων που αφορούσαν τα μέλη της εντός του ACER, ήταν αναγκαίο για την απόφανση επί του έβδομου λόγου της προσφυγής, ο οποίος συνίστατο κατ’ ουσίαν σε αίτημα διαπίστωσης της παράβασης από τον ACER του άρθρου 6, παράγραφος 11, και του άρθρου 14, παράγραφος 6, του κανονισμού 2019/942, καθώς και του άρθρου 41 του Χάρτη, διότι δεν διαβουλεύθηκε επαρκώς με τους ΔΣΜ και τις οικείες ΕΡΑ πριν από την έκδοση της απόφασης 02/2020 και της προσαρτημένης σε αυτήν μεθοδολογίας aFRR και διότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την τελευταία αυτή απόφαση.

186    Ως εκ τούτου, υπό τις παρούσες συνθήκες, βασίμως το συμβούλιο προσφυγών, εκπροσωπούμενο από τον πρόεδρό του, αποφάσισε να μην κάνει δεκτή την αίτηση προσκόμισης των επίδικων εγγράφων που υπέβαλε η ομάδα Α, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 3, στοιχείο d, του κανονισμού διαδικασίας του, στο σημείο 161, στοιχείο d, της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

187    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η αιτίαση που αφορά την προβαλλόμενη προσβολή του «δικαιώματος πρόσβασης στον φάκελο» πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

–       Επί της παραβάσεως της υποχρέωσης αιτιολογήσεως

188    Η ομάδα Α υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών παρέβη, από πλείονες απόψεις, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπείχε. Πρώτον, το συμβούλιο προσφυγών δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόρριψη της αιτίασης, την οποία η ομάδα Α προέβαλε στο πλαίσιο του έκτου λόγου της προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του, η οποία αφορούσε παραβίαση από τον ACER της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον, με την απόφαση 02/2020, ο ACER επέβαλε στους ΔΣΜ να ορίσουν ενιαία νομική οντότητα για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, περιλαμβανομένης της διαχείρισης δυναμικότητας, μολονότι η εν λόγω απαίτηση δεν ήταν, κατά την ομάδα Α, ούτε αναγκαία ούτε κατάλληλη για την επίτευξη των σκοπών που προβλέπονται στο άρθρο 3 του κανονισμού 2017/2195. Δεύτερον, αντίθετα προς όσα εξέθεσε στα σημεία 245 έως 262 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών δεν εξέτασε και, κατά μείζονα λόγο, δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του κύριου επιχειρήματος που η ομάδα Α προέβαλε προς στήριξη του δεύτερου λόγου της προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του, κατά το οποίο ο ACER είχε επιφέρει σημαντική τροποποίηση, μετά την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF που υπέβαλαν οι ΔΣΜ, περιλαμβάνοντας τη λειτουργία της διαχείρισης της δυναμικότητας στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της επίδικης aFRRIF, επί της οποίας δεν πραγματοποιήθηκε διαβούλευση με τους ΔΣΜ και η οποία δεν μνημονευόταν στο τελικό κείμενο του σχεδίου απόφασης του ACER.

189    Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα της ομάδας Α και ζητεί την απόρριψη της παρούσας αιτιάσεως.

190    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη, η Διοίκηση υποχρεούται να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

191    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη επίσης από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και να διαφαίνεται από αυτήν σαφώς και χωρίς περιθώριο αμφιβολίας η συλλογιστική του οργάνου της Ένωσης που εξέδωσε την πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες, ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία, στο μέτρο που το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατύπωσής της, αλλά και του πλαισίου της, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, E-Control κατά ACER, T-63/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:456, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

192    Ωστόσο, δεν μπορεί να απαιτείται από συμβούλιο προσφυγών να παραθέτει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν ενώπιόν του οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι δίνει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, E-Control κατά ACER, T-63/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:456, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

193    Υπό το πρίσμα της ως άνω νομολογίας, πρώτον, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της ομάδας Α ότι το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε την αιτίαση που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από τον ACER χωρίς να εκθέσει τον λόγο για τον οποίο η απαίτηση δομής με ενιαία οντότητα για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, περιλαμβανομένης της διαχείρισης της δυναμικότητας, ήταν κατάλληλη για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Συγκεκριμένα, πρωτίστως, το συμβούλιο προσφυγών δεν δέχθηκε ότι ο ACER επέβαλε στους ΔΣΜ υποχρέωση δομής με ενιαία οντότητα για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR. Δευτερευόντως, το συμβούλιο προσφυγών παρατήρησε ότι ο ACER δεν μπορούσε να εγκρίνει μεθοδολογία aFRR η οποία δεν θα ήταν, κατ’ αυτόν, σύμφωνη προς την εφαρμοστέα νομοθεσία και ότι ήταν αναγκαία και αναλογική απαίτηση ο ACER να μνημονεύσει, με την απόφασή του, τις προϋποθέσεις τέτοιας συμμόρφωσης. Η εν λόγω αιτιολογία ήταν επαρκής ώστε η ομάδα Α να μπορέσει να κατανοήσει την κύρια και δευτερεύουσα συλλογιστική επί της οποίας το συμβούλιο προσφυγών είχε στηρίξει την απόρριψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, της αιτίασης που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από τον ACER και, ενδεχομένως, να την αμφισβητήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, ήταν επαρκής ώστε το Γενικό Δικαστήριο να μπορεί να ελέγξει, ενδεχομένως, το βάσιμο της εν λόγω απόρριψης. Στο πλαίσιο αυτό, η ομάδα Α δεν μπορεί να προσάψει στο συμβούλιο προσφυγών ότι δεν απάντησε στο σύνολο της επιχειρηματολογίας που προέβαλε ενώπιόν του.

194    Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογήσεως της απόρριψης της αιτίασης κατά την οποία ο ACER είχε επιφέρει σημαντική τροποποίηση στο γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, της επίδικης aFRRIF, σε σχέση με το τελικό κείμενο του σχεδίου απόφασης της 20ής Δεκεμβρίου 2019, περιλαμβάνοντας σε αυτό τη διαχείριση δυναμικότητας ως λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, χωρίς να πραγματοποιηθεί διαβούλευση με τους ΔΣΜ επί της εν λόγω τροποποίησης, από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση 02/2020 και, ιδίως από τις απαντήσεις του ACER στη δεύτερη και την τρίτη πρόταση aFRRIF των ΔΣΜ προκύπτει ότι οι ΔΣΜ δεν μπορούσαν να αγνοούν ότι ο ACER θεωρούσε, αφενός, ότι η διαχείριση της δυναμικότητας ήταν λειτουργία που απαιτείται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR και, αφετέρου, ότι, εάν όλες οι λειτουργίες που απαιτούνται για τη διαχείριση της εν λόγω πλατφόρμας θα εκτελούνταν από πλείονες οντότητες, έπρεπε να πληρούνται οι πρόσθετες απαιτήσεις του άρθρου 21, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2017/2195.

195    Επομένως, μετά λόγου γνώσεως οι ΔΣΜ αρνήθηκαν να ανταποκριθούν, με την τρίτη τροποποιημένη πρόταση aFRRIF, στις σχετικές προσδοκίες του ACER, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από την υπό κρίση προσφυγή, ορισμένοι εξ αυτών δεν συμμερίζονταν την άποψή του όσον αφορά τις απαιτήσεις που, κατά τον ACER, συνεπαγόταν η εφαρμογή της νομοθεσίας που ρύθμιζε τη συγκεκριμένη περίπτωση. Στο πλαίσιο αυτό, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε, απαντώντας στην αιτίαση της ομάδας Α ότι δεν πραγματοποιήθηκε διαβούλευση με τους ΔΣΜ επί σημαντικής τροποποίησης της μεθοδολογίας aFRR την οποία ο ACER εισήγαγε οψίμως, ότι το ζήτημα που αφορούσε η εν λόγω τροποποίηση είχε βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων μεταξύ του ACER και των ΔΣΜ κατά το στάδιο της διαβούλευσης και ότι οι ΔΣΜ είχαν κάθε δυνατότητα να ανταλλάξουν απόψεις με τον ACER σχετικά με τις θέσεις του, πλην όμως, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών της προθεσμίας υπό την οποία τελούσε η εξουσία του λήψης αποφάσεων, ο ACER είχε τελικώς εγκρίνει την επίδικη aFRRIF επισημαίνοντας τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιλογές που θα πραγματοποιήσουν οι ΔΣΜ σχετικά με την οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας θα ήταν σύμφωνες προς την εφαρμοστέα νομοθεσία.

196    Λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου παρασχέθηκε, η ως άνω αιτιολογία ήταν, στην περίπτωση αυτή, επαρκής ώστε η ομάδα Α να μπορεί να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε την αιτίασή της, με την προσβαλλόμενη απόφαση, και να μπορεί να τους αμφισβητήσει, ενδεχομένως, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, ήταν επαρκής ώστε το Γενικό Δικαστήριο να μπορεί να ελέγξει, ενδεχομένως, το βάσιμο της εν λόγω απόρριψης.

197    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η αιτίαση που αφορά την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

–       Επί της παραβάσεως της υποχρέωσης του συμβουλίου προσφυγών να διενεργήσει πλήρη έλεγχο των αποφάσεων του ACER

198    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο συμβούλιο προσφυγών ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παραλείποντας να διενεργήσει πλήρη έλεγχο της απόφασης 02/2020, σε σχέση με τον λόγο της προσφυγής που είχαν προβάλει ενώπιόν του, ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 21 του κανονισμού 2017/2195 διότι, κατ’ αυτές, ο ACER επέβαλε στους ΔΣΜ να ορίσουν ενιαία νομική οντότητα για την εκτέλεση των λειτουργιών που απαιτούνται για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR, περιλαμβανομένης της λειτουργίας διαχείρισης της δυναμικότητας. Κατά τις προσφεύγουσες, από την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Aquind κατά ACER (T-735/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2020:542, σκέψεις 69 και 70), προκύπτει ότι το συμβούλιο προσφυγών έπρεπε να διενεργήσει πλήρη έλεγχο των αποφάσεων του ACER. Μολονότι, όμως, στο σημείο 168 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε σαφώς ότι οφείλει να διενεργήσει πλήρη έλεγχο του νομικού ζητήματος που έθεσαν οι προσφεύγουσες, στην πράξη, και κατά την πρακτική του λήψης αποφάσεων, το συμβούλιο προσφυγών διενήργησε περιορισμένο έλεγχο, όπως συνάγεται από την υποσημείωση 81 της ίδιας απόφασης. Στην πράξη, κατά τις προσφεύγουσες, ο ACER δεν απέδειξε ότι το συμβούλιο προσφυγών είχε διενεργήσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, πλήρη έλεγχο της απόφασης 02/2020.

199    Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες και ζητεί την απόρριψη της παρούσας αιτιάσεως.

200    Είναι αληθές ότι, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, το περιεχόμενο της υποσημείωσης 81 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και του σημείου 192 της εν λόγω απόφασης, υποδηλώνουν ότι, σύμφωνα με την τότε πρακτική του λήψης αποφάσεων, το συμβούλιο προσφυγών διενήργησε πλήρη έλεγχο μόνον των νομικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη ο ACER με την απόφαση 02/2020, πλην όμως διενήργησε περιορισμένο μόνον έλεγχο, αναζητώντας τυχόν περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης, όσον αφορά τις περίπλοκες, τεχνικής φύσης, εκτιμήσεις πραγματικών στοιχείων εκ μέρους του, αναγνωρίζοντας, συναφώς, κάποιο περιθώριο εκτίμησης στον ACER.

201    Από τη σκέψη 69 της απόφασης της 18ης Νοεμβρίου 2020, Aquind κατά ACER (T-735/18, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2020:542), προκύπτει, όμως, ότι ο έλεγχος από το συμβούλιο προσφυγών των περίπλοκων εκτιμήσεων τεχνικής και οικονομικής φύσεως που περιλαμβάνονται σε απόφαση του ACER δεν πρέπει να συνίσταται απλώς στον περιορισμένο έλεγχο της πρόδηλης πλάνης εκτίμησης. Αντιθέτως, το συμβούλιο προσφυγών, στηριζόμενο στις νομικές και επιστημονικές ικανότητες των μελών του, πρέπει να εξετάζει αν τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων είναι ικανά να αποδείξουν ότι οι εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση του ACER ενέχουν πλάνη.

202    Επομένως, όπως ορθώς υπογραμμίζουν οι προσφεύγουσες, το συμβούλιο προσφυγών όφειλε να προβεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε πλήρη έλεγχο της απόφασης 02/2020.

203    Εντούτοις, από προσεκτική εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, με αυτήν, το συμβούλιο προσφυγών επικέντρωσε κατ’ ουσίαν τον έλεγχό του στις νομικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη ο ACER με την απόφαση 02/2020, ως προς τις οποίες άσκησε πλήρη έλεγχο.

204    Εξάλλου, στις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες, όπως στο σημείο 192 της προσβαλλόμενης απόφασης, κλήθηκε να ελέγξει περίπλοκες, τεχνικής φύσης, εκτιμήσεις, το συμβούλιο προσφυγών διενήργησε, στην πράξη, έλεγχο ο οποίος έβαινε πέραν του περιορισμένου μόνον ελέγχου και, επομένως, εν τοις πράγμασι, εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την ένταση του ελέγχου που έπρεπε να διενεργήσει επί της απόφασης 02/2020. Συγκεκριμένα, στο επίμαχο σημείο, αφού επισήμανε ότι επρόκειτο για περίπλοκη, τεχνικής φύσης, εκτίμηση για την οποία ο ACER διέθετε περιθώριο εκτίμησης, το συμβούλιο προσφυγών έλεγξε, εντούτοις, εάν ο ACER ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία συνεχούς επικαιροποίησης της διαθέσιμης διαζωνικής δυναμικότητας μεταφοράς, υπό μορφή κεντρική ή αποκεντρωμένη, ήταν λειτουργία που απαιτείται, από τεχνικής απόψεως, για τη διαχείριση της πλατφόρμας aFRR.

205    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η αιτίαση που αφορά την παράβαση της υποχρέωσης του συμβουλίου προσφυγών να διενεργήσει πλήρη έλεγχο των αποφάσεων του ACER πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

–       Επί της πλάνης κατά την ερμηνεία και της ανεπαρκούς εξέτασης, εκ μέρους του συμβουλίου προσφυγών, των λόγων της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του

206    Η ομάδα Α προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία και δεν διενήργησε επαρκή έλεγχο των λόγων που προέβαλε με την προσφυγή που άσκησε ενώπιόν του. Πρώτον, κατά την ομάδα Α, το συμβούλιο προσφυγών εξέτασε την προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιόν του χωρίς να κατανοήσει το περιεχόμενο και το αντικείμενό της. Συγκεκριμένα, αντίθετα προς όσα διαπίστωσε το συμβούλιο προσφυγών στα σημεία 76, 141 και 181 της προσβαλλόμενης απόφασης, η ομάδα Α αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθεντο στις αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 77 της απόφασης 02/2020 και άσκησε προσφυγή κατά του άρθρου 6, παράγραφος 4, και του άρθρου 4, παράγραφος 6, της επίδικης aFRRIF. Επιπλέον, κατά την ομάδα Α, στα σημεία 67 έως 77 της προσβαλλόμενης απόφασης, το συμβούλιο προσφυγών δεν εξέθεσε πραγματικά περιστατικά, αλλά συνόψισε τη θέση του ACER. Όσον αφορά τις περιπτώσεις πλάνης στις οποίες υπέπεσε το συμβούλιο προσφυγών, οι οποίες επανορθώθηκαν με διορθωτικό που κατατέθηκε στον φάκελο της υπό κρίση υπόθεσης, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν, με πράξεις τις οποίες υπέβαλαν στη γραμματεία του συμβουλίου προσφυγών και κατέθεσαν στον φάκελο της υπό κρίση υπόθεσης, ότι επρόκειτο απλώς και μόνο για παροράματα και όχι για περιπτώσεις πλάνης επί της ουσίας. Δεύτερον, η ομάδα Α προσάπτει στο συμβούλιο προσφυγών ότι δεν άντλησε τις συνέπειες που απορρέουν από την εξέταση του τρίτου λόγου της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που είχε διαπιστώσει ότι η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της επίδικης aFRRIF είχε επιβληθεί από τον ACER και δεν απέρρεε άμεσα από τον κανονισμό 2017/2195, το συμβούλιο προσφυγών έπρεπε να είχε κάνει δεκτό τον σχετικό λόγο της προσφυγής ή, άλλως, να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους, παρά το γράμμα των κρίσιμων διατάξεων, ο ACER δεν είχε υπερβεί τα όρια της αρμοδιότητάς του.

207    Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα της ομάδας Α και ζητεί την απόρριψη της παρούσας αιτιάσεως.

208    Όσον αφορά την αιτίαση της ομάδας Α ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν κατανόησε το περιεχόμενο και το αντικείμενο της προσφυγής που είχε ασκηθεί ενώπιόν του, επισημαίνεται ότι είναι αληθές ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε ενίοτε σε πλάνη ή φραστικές αστοχίες.

209    Κατά πρώτον, είναι αληθές, όπως άλλωστε αναγνωρίζει ο ACER στο σημείο 219 του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι κακώς το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε, στα σημεία 141 και 181 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η ομάδα Α δεν είχε αμφισβητήσει, ενώπιόν του, τη νομιμότητα του άρθρου 6, παράγραφος 4, και του άρθρου 4, παράγραφος 6, της επίδικης aFRRIF.

210    Κατά δεύτερον, είναι αληθές ότι το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε, προκαταρκτικώς, στο σημείο 76 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η ομάδα Α δεν είχε αμφισβητήσει, ενώπιόν του, τα «πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις [αιτιολογικές σκέψεις] 67 [έως] 77 της [απόφασης 02/2020]», διατύπωση η οποία είναι άστοχη, στο μέτρο που, με τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, η έκθεση αμιγώς πραγματικών πληροφοριών είχε συνδυαστεί με την έκθεση της νομικής ερμηνείας της εφαρμοστέας νομοθεσίας από τον ACER, την οποία η ομάδα Α δεν συμμεριζόταν.

211    Εντούτοις, ανεξαρτήτως του διορθωτικού που εκδόθηκε την 21η Δεκεμβρίου 2020, μετά την άσκηση και, επομένως, λόγω της υπό κρίση προσφυγής, στοιχείο το οποίο επέκριναν οι προσφεύγουσες, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδεικνύουν ότι οι ως άνω περιπτώσεις πλάνης στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες διορθώθηκαν μεταγενέστερα, είχαν αντίκτυπο στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης και, επομένως, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ακύρωση της συγκεκριμένης απόφασης.

212    Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τις αιτιάσεις που βάλλουν κατά των αιτιολογικών σκέψεων 67 έως 77 της απόφασης 02/2020, επισημαίνεται ότι, με αυτές, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε σαφώς ότι η παρατιθέμενη νομική ερμηνεία της εφαρμοστέας νομοθεσίας ήταν αυτή του ACER και ότι οι προσφεύγουσες δεν τη συμμερίζονταν και, επομένως, η αιτίαση της ομάδας Α δεν έχει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά.

213    Όσον αφορά την αιτίαση της ομάδας Α ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν άντλησε τις συνέπειες που απορρέουν από την εκτίμηση του τρίτου λόγου της προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του, η εν λόγω αιτίαση βασίζεται σε επιχειρηματολογία η οποία απορρίφθηκε στη σκέψη 168 ανωτέρω. Για τους ίδιους λόγους, η συγκεκριμένη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

214    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η αιτίαση που αφορά πλάνη κατά την ερμηνεία και ανεπαρκή εξέταση, εκ μέρους του συμβουλίου προσφυγών, των λόγων της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του, καθώς και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν και, εν συνεχεία, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση προσφυγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

215    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του ACER, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Austrian Power Grid AG και τις λοιπές προσφεύγουσες τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται σε παράρτημα στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Tomljenović

Škvařilová-Pelzl

Nõmm

 

      Kukovec

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Φεβρουαρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγουσών παρατίθεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.