Language of document : ECLI:EU:C:2013:127

Υπόθεση C‑1/12

Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas

κατά

Autoridade da Concorrência

(αίτηση του Tribunal da Relação de Lisboa

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Σώμα εγκεκριμένων λογιστών — Ρύθμιση σχετική με το σύστημα υποχρεωτικής καταρτίσεως των εγκεκριμένων λογιστών — Άρθρο 101 ΣΛΕΕ — Ένωση επιχειρήσεων — Περιορισμός του ανταγωνισμού — Δικαιολογίες — Άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 28ης Φεβρουαρίου 2013

1.        Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Eπιχείρηση — Έννοια — Εγκεκριμένοι λογιστές — Εμπίπτουν

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 106 ΣΛΕΕ)

2.        Συμπράξεις — Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων — Έννοια — Κανονισμός περί του συστήματος υποχρεωτικής καταρτίσεως των εγκεκριμένων λογιστών εκδοθείς από τον σύλλογο εγκεκριμένων λογιστών κράτους μέλους — Εμπίπτει

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

3.        Συμπράξεις — Επίδραση επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

4.        Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων — Κανονισμός περί του συστήματος υποχρεωτικής καταρτίσεως των εγκεκριμένων λογιστών εκδοθείς από τον σύλλογο εγκεκριμένων λογιστών κράτους μέλους — Εκτίμηση από τον εθνικό δικαστή των αντίθετων προς ανταγωνισμό αποτελεσμάτων — Κατάργηση του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της αγοράς προς όφελος του εν λόγω επαγγελματικού συλλόγου και επιβολή στο λοιπό τμήμα της αγοράς όρων εισαγόντων δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των ανταγωνιστών — Παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης — Δικαιολόγηση από την ανάγκη εξασφαλίσεως της ποιότητας των υπηρεσιών των εγκεκριμένων λογιστών — Δεν χωρεί

(Άρθρα 101 §§ 1 και 3 ΣΛΕΕ και 106 § 2 ΣΛΕΕ)

1.        Λαμβανομένου υπόψη ότι οι εγκεκριμένοι λογιστές παρέχουν, έναντι αμοιβής, λογιστικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται, μεταξύ άλλων, στον σχεδιασμό, την οργάνωση και τον συντονισμό των λογιστικών υποθέσεων των φορέων, στην υπογραφή των οικονομικών καταστάσεων και των φορολογικών δηλώσεών τους, στη διαβούλευση επί ζητημάτων λογιστικών, φορολογικών και κοινωνικής ασφάλειας, καθώς και στην εκπροσώπηση των υποκειμένων στον φόρο των οποίων έχουν αναλάβει τη λογιστική οργάνωση, κατά το διοικητικό στάδιο της φορολογικής διαδικασίας, και λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι αναλαμβάνουν, ως μέλη ελεύθερου επαγγέλματος, τους οικονομικούς κινδύνους που απορρέουν από την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών, στο μέτρο που, σε περίπτωση αναντιστοιχίας μεταξύ δαπανών και εσόδων, ο εγκεκριμένος λογιστής καλείται να καλύψει ο ίδιος το διαπιστωθέν έλλειμμα, ασκούν οικονομική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, συνιστούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, χωρίς ο περίπλοκος και τεχνικός χαρακτήρας των υπηρεσιών που παρέχουν και το γεγονός ότι η άσκηση του επαγγέλματός τους ρυθμίζεται κανονιστικώς να μπορούν να μεταβάλουν το συμπέρασμα αυτό.

(βλ. σκέψεις 37, 38)

2.        Ένας κανονισμός όπως ο σχετικός με την απόκτηση διδακτικών μονάδων (Regulamento da Formação de Créditos), που εκδόθηκε από επαγγελματικό σύλλογο όπως το Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas (Σώμα εγκεκριμένων λογιστών, στο εξής: OTOC), πρέπει να θεωρείται απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Συγκεκριμένα, πρώτον, ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς τη σφαίρα των οικονομικών ανταλλαγών, δεδομένου ότι το OTOC αυτό καθαυτό παρέχει υπηρεσίες καταρτίσεως στους εγκεκριμένους λογιστές και ότι η πρόσβαση των λοιπών παρεχόντων υπηρεσίες που επιδιώκουν την παροχή τέτοιων υπηρεσιών υπόκειται στους κανόνες του επίδικου κανονισμού. Περαιτέρω, η υποχρέωση του εγκεκριμένου λογιστή να παρακολουθεί κατάρτιση σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που καθορίζει ο εν λόγω κανονισμός συνδέεται στενά με την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, η δε μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής δύναται επίσης να επισύρει πειθαρχικές κυρώσεις, όπως η τριετής κατ’ ανώτατο όριο αναστολή καθηκόντων ή η διαγραφή από τον οικείο επαγγελματικό σύλλογο. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο κανονισμός αυτός δεν έχει άμεση επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα των εγκεκριμένων λογιστών αυτών καθαυτούς, όπως φαίνεται να προβάλει το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματός του, το στοιχείο αυτό δεν είναι ικανό, αφ’ εαυτού, να αποκλείσει μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η απόφαση αυτή μπορεί να εμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όχι μόνο στην αγορά στην οποία ασκούν τη δραστηριότητά τους τα μέλη επαγγελματικού συλλόγου, αλλά και σε άλλη αγορά στην οποία ο εν λόγω επαγγελματικός σύλλογος ασκεί, αυτός καθαυτόν, οικονομική δραστηριότητα.

Δεύτερον, όταν ένας επαγγελματικός σύλλογος όπως το OTOC εκδίδει κανονισμό σχετικό με την απόκτηση διδακτικών μονάδων δεν ασκεί τυπικά προνόμια δημόσιας εξουσίας, αλλά αποτελεί μάλλον ρυθμιστικό όργανο ενός επαγγέλματος η άσκηση του οποίου αποτελεί, εξάλλου, οικονομική δραστηριότητα.

Συγκεκριμένα, αφενός, το νομικό πλαίσιο που διέπει τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων και τη λήψη αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός που δίδεται στο πλαίσιο αυτό από τις διάφορες εθνικές έννομες τάξεις δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης και, ιδίως, του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Αφετέρου, ειδικότερα, ο κανονισμός του OTOC δεν του εξασφαλίζει αποκλειστικό δικαίωμα παροχής υπηρεσιών καταρτίσεως προς εγκεκριμένους λογιστές και δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις προσβάσεως των οργανισμών καταρτίσεως στην αγορά υποχρεωτικής καταρτίσεως των εγκεκριμένων λογιστών.

Τέλος, το γεγονός ότι το OTOC δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα δεν σημαίνει ότι ο φορέας που παρέχει υπηρεσίες στην αγορά δεν πρέπει να θεωρείται επιχείρηση, εφόσον με την προσφορά των οικείων υπηρεσιών ανταγωνίζεται άλλους επιχειρηματίες που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό.

(βλ. σκέψεις 41-46, 48, 51, 52, 56, 57, 59, διατακτ. 1)

3.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 65)

4.        Ένας κανονισμός που καθιερώνει σύστημα υποχρεωτικής καταρτίσεως των εγκεκριμένων λογιστών προς εξασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών που αυτοί παρέχουν, όπως είναι ο σχετικός με την απόκτηση διδακτικών μονάδων κανονισμός που εκδόθηκε από επαγγελματικό σύλλογο όπως το OTOC, συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού απαγορευόμενο από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, εφόσον, στοιχείο που πρέπει να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο, καταργεί τον ανταγωνισμό σε σημαντικό τμήμα της σχετικής αγοράς προς όφελος του εν λόγω επαγγελματικού συλλόγου και επιβάλλει στο λοιπό τμήμα της αγοράς όρους εισάγοντες δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των ανταγωνιστών του οικείου επαγγελματικού συλλόγου.

Εξάλλου, κάθε απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων που δύναται να περιορίσει την ελευθερία δράσεως των μερών δεν εμπίπτει οπωσδήποτε στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει καταρχάς να ληφθούν υπόψη το γενικό πλαίσιο στο οποίο ελήφθη η απόφαση περί ενώσεως των εν λόγω επιχειρήσεων ή στο οποίο αναπτύσσει τα αποτελέσματά της, και ιδίως οι επιδιωκόμενοι σκοποί. Συναφώς, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού που επιβάλλει το OTOC φαίνεται να βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την εξασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών των εγκεκριμένων λογιστών.

Τέλος, οι προϋποθέσεις εφαρμογής, αφενός, της εξαιρέσεως του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και, αφετέρου, του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν συντρέχουν.

(βλ. σκέψεις 68-73, 93, 97-108, διατακτ. 2)