Language of document :

Προσφυγή της 26ης Μαΐου 2015 – Close και Cegelec κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-259/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: SA Close (Harzé-Aywaille, Βέλγιο) και Cegelec (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: J.-M. Rikkers και J.-L. Teheux, δικηγόροι)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

Να ακυρώσει την απόφαση που έλαβε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε ημερομηνία που δεν είναι γνωστή, να αναθέσει δημόσια σύμβαση σχετικά με το «έργο επεκτάσεως και ανακαινίσεως του κτηρίου Konrad Adenauer στο Λουξεμβούργο» παρτίδα 73 (κέντρο ενέργειας), υπ’ αρ. INLO-D-UPIL-T-14-A04, στην κοινοπραξία ENERGIE-KAD (αποτελούμενη από τις εταιρίες MERSCH και SCHMITZ PRODUCTION SARL και ENERGOLUX S.A.) και, κατ’ επέκταση, δεν επέλεξε την προσφορά των προσφευγουσών.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και της αρχής της διαφάνειας, στο μέτρο που από την ανάγνωση των λόγων απορρίψεως της προσφοράς των προσφευγουσών και των αποσπασμάτων της αποφάσεως αναθέσεως του έργου στην κοινοπραξία ENERGIE-KAD δεν μπορεί να ελεγχθεί αν οι εν λόγω προσφέροντες πληρούν τους όρους της ποσοτικής επιλογής που προβλέπονται στα έγγραφα του διαγωνισμού.Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και σε παραβίαση των αρχών της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αναθέτοντας την επίμαχη σύμβαση στην κοινοπραξία ENERGIE-KAD και ότι τα κριτήρια επιλογής δεν εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων και σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως απαιτεί το άρθρο 102 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 .

____________

1 Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298, σ. 1).