Language of document :

Προσφυγή της 17ης Ιανουαρίου 2011 - Ιταλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-44/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωπος: L. Ventrella, avvocato dello Stato)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση C (2010) 7555 της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 2010, που κοινοποιήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2010, και η οποία εξαιρεί από την χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), Ταμείο Εγγυήσεων, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ).

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου (άρθρο 269 ΣΕΕ, πρώην 253 ΕΚ), λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. Παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2799/1999 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1255/1999 όσον αφορά τη χορήγηση ενίσχυσης στο αποκορυφωμένο γάλα και στο αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που προορίζονται για τη διατροφή ζώων και για την πώληση του εν λόγω αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη (ΕΕ L 340, σ. 3).

Υποστηρίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή επέφερε ορισμένες δημοσιονομικές διορθώσεις στον τομέα του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη λόγω φερόμενης εσφαλμένης εφαρμογής των μειώσεων των ενισχύσεων και των κυρώσεων που προβλέπονται στην κανονιστική ρύθμιση. Ειδικότερα, με βάση μια αυστηρή ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2799/1999,η οποία ήταν εσφαλμένη και ασύμβατη προς το πνεύμα της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή θεώρησε ότι ο τριμηνιαίος έλεγχος, που πραγματοποιήθηκε την εβδομάδα μετά την τη λήψη του αντικανονικού δείγματος, δεν ήταν η ειδική έρευνα που διενεργείται βάσει του κοινοτικού δικαίου και συνεπώς δεν μπορούσε να την υποκαταστήσει. Επιπλέον, η Επιτροπή, με βάση μικρής σημασίας ειδικές περιπτώσεις προέβη σε γενικεύσεις σχετικά με ενδεχόμενες, απολύτως υποθετικές, παραλείψεις όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων από τις ιταλικές αρχές, διαπράττοντας ακόμη και παραμόρφωση πραγματικών περιστατικών. Τέλος, δεδομένου ότι το ύψος των κυρώσεων που υποτίθεται ότι δεν επιβλήθηκαν είναι πολύ χαμηλότερο από το συνολικό ύψος της κυρώσεως που η Επιτροπή προτίθεται να επιβάλει στην Ιταλία, δεν γίνεται κατανοητός ο λόγος της εφαρμογής των κατ' αποκοπή διορθώσεων, που είναι, εν πάση περιπτώσει, δυσανάλογες και υπερβολικές. Ως εκ τούτου, συντρέχει εκτός από την προφανή έλλειψη αιτιολογίας, και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου (άρθρο 269 ΣΕΕ, πρώην 253 ΕΚ), λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Παράβαση του άρθρου. 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, λόγω παραβιάσεως των θεμελιωδών αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, της μη αναδρομικότητας των ουσιαστικών κανόνων. Παράβαση του άρθρου. 32, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1). Παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

Η προσφεύγουσα διευκρινίζει συναφώς ότι η Επιτροπή, έπειτα από έρευνα που άρχισε το 2003, εφάρμοσε μια διόρθωση στο κράτος μέλος για το οικονομικό έτος 2009, σχετικά με την οργάνωση του συστήματος εισπράξεων των οργανισμών πληρωμών, με βάση την αξία των περιπτώσεων τις οποίες, δεδομένου ότι για αυτές δεν είχε ακόμη λάβει απόφαση η Επιτροπή σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες κανόνες του κοινοτικού δικαίου, θεωρήθηκαν από την Επιτροπή ότι εμπίπτουν στην εφαρμογή της νέας κανονιστικής ρύθμισης, οπότε υπήχθησαν στον αποκαλούμενο κανόνα fifty-fifty που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1290/05. Η εν λόγω δημοσιονομική διόρθωση είναι παράνομη, διότι είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή στο κράτος μέλος του 50 τοις εκατό των σχετικών ποσών, αυτομάτως, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 32, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/05, το οποίο παρανόμως εφαρμόστηκε αναδρομικά σε σχέση με μια έρευνα σχετικά με τη διαχείριση των οφειλών η οποία είχε ως αντικείμενο, ουσιαστικά, "την κατάσταση που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο 2002/2003", όπως ρητά παραδέχεται η ίδια η Επιτροπή. Επιπλέον, για τις ίδιες περιπτώσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου, προκύπτει ότι έχει ήδη επιβληθεί στο ιταλικό κράτος δημοσιονομική διόρθωση κατά 50 %, δυνάμει του άρθρου 32 του κανονισμού 1290/2005, με την απόφαση της Επιτροπής C (2007) 1901 της 27.4.2007. Τώρα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εφαρμόζει, για τις ίδιες περιπτώσεις και με βάση τις ίδιες αιτιάσεις, μια επιπλέον δημοσιονομική διόρθωση ίση προς το 100 % των ποσών των μη εισπραχθεισών απαιτήσεων. Επομένως, είναι αδικαιολόγητη και εντελώς δυσανάλογη η επιβολή, μετά από πολλά έτη, μιας πρόσθετης κυρώσεως ποσοστού 50 %, η οποία εν πάση περιπτώσει συνιστά παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από την απόσβεση της εξουσίας της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις. Υπέρβαση του εύλογου χρόνου για την ολοκλήρωση των επίμαχων ερευνών. Παράβαση του άρθρου 32, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/05. Παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

Επικουρικώς, σε σχέση με τον δεύτερο λόγο, στην απίθανη περίπτωση που το άρθρο 32, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/05, που εφαρμόστηκε αναδρομικά από την Επιτροπή στις επίμαχες έρευνες, πρέπει να θεωρηθεί διαδικαστικός κανόνας, προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας της επίμαχης διόρθωσης, καθόσον επήλθε μετά την πάροδο της τετραετούς αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση της εξουσίας επιβολής κυρώσεων της Επιτροπής. Επικουρικότερον, προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας των επίμαχων διορθώσεων λόγω υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου των εν λόγω ερευνών. Συνεπεία της μη ολοκληρώσεως των ερευνών αυτών εντός ευλόγου χρόνου (οκτώ έτη μετά την έναρξη της έρευνας), ο εθνικός προϋπολογισμός έχει ήδη υποστεί σημαντική απώλεια εσόδων ως αποτέλεσμα της αποφάσεως της Επιτροπής C (2007) 1901, περί κατ' αποκοπήν διορθώσεως ύψους 50 %, για τις ίδιες περιπτώσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο και της προσβαλλομένης τώρα αποφάσεως, κατά προφανή παραβίαση, εν πάση περιπτώσει, της αρχής ne bis in idem.

____________