Language of document :

Προσφυγή της 21ης Ιανουαρίου 2011 - Ιταλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-45/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωπος: P. Gentili, avvocato dello Stato)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής Ε(2010) 7893 τελικό, της 10ης Νοεμβρίου 2010, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία με το έγγραφο SG-Greffe (2010) D/18018, της 11ης Νοεμβρίου 2010, και με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση περί παραπομπής, στις αρμόδιες ιταλικές αρχές, της υποθέσεως COMP/M.5960 - Crédit Agricole/Cassa di Risparmio della Spezia/Agenzie Intesa Sanpaolo·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως της υποβληθείσας από την ιταλική αρχή ανταγωνισμού αιτήσεως περί παραπομπής, δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24, σ. 1), της υποθέσεως σχετικά με την πράξη συγκεντρώσεως η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και με την οποία η Crédit Agricole S.A. αποκτά, μέσω της ελεγχομένης από αυτήν Cassa di Risparmio di Parma e Piacenza S.p.A., τον αποκλειστικό έλεγχο της Cassa di Risparmio della Spezia S.p.A., που επί του παρόντος ελέγχεται από την Intesa Sanpaolo.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004, κατά το μέτρο που η Επιτροπή έκρινε ότι η ως άνω αίτηση περί παραπομπής ήταν εκπρόθεσμη και ότι η εν λόγω αίτηση δεν ήταν αιτιολογημένη.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας.

Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε κρίσιμο το γεγονός ότι, μετά τη συγκέντρωση, τα μερίδια αγοράς δεν επρόκειτο να μεταβληθούν. Πράγματι, η Crédit Agricole θα επιτύγχανε τη συνάθροιση των εν λόγω μεριδίων αγοράς μέσω της συγκεντρώσεως και όχι, όπως έπραξε η Intesa Sanpaolo πριν από τη συγκέντρωση, μέσω επεκτάσεως, σε εσωτερικό επίπεδο, των δραστηριοτήτων της. Επομένως, υφίστατο επίπτωση επί της επαρχιακής αγοράς των τραπεζικών υπηρεσιών οι οποίες αφορούν συναλλαγές μικρού ύψους που διενεργούνται κυρίως με πελάτες οι οποίοι είναι ιδιώτες.

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας.

Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, υφίσταται επαρχιακή αγορά τραπεζικών υπηρεσιών: πράγματι, οι χρήστες των υπηρεσιών αυτών δεν είναι διατεθειμένοι να μετακινούνται και υπάρχουν δυσχέρειες για άλλους επιχειρηματίες όσον αφορά την εισδοχή τους σε μια κορεσμένη επαρχιακή αγορά. Επομένως, υφίστατο μια αγορά περιορισμένων διαστάσεων, η οποία δεν αποτελούσε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς.

Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας.

Επ' αυτού, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τη διαδικασία λόγω μη συμμορφώσεως προς τους ισχύοντες κανόνες, την οποία κίνησε η ιταλική αρχή ανταγωνισμού κατά της Crédit Agricole και της Intesa Sanpaolo, οι οποίες, ως εκ τούτου, έπρεπε να θεωρούνται, από την άποψη της επιπτώσεως επί της αγοράς, ως συνδεδεμένα μέρη και όχι ως μέρη ευρισκόμενα σε κατάσταση ανταγωνισμού.

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση των άρθρων 1 και 9, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 και παραβίαση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η ως άνω συγκέντρωση δεν είχε σημασία από κοινοτικής απόψεως και ότι η ιταλική αρχή ανταγωνισμού βρισκόταν σε καταλληλότερη θέση ώστε να αποφανθεί επί της σχετικής με την ως άνω συγκέντρωση υποθέσεως. Η Επιτροπή όφειλε, τουλάχιστον, να παραπέμψει στην ως άνω αρχή το μέρος της εν λόγω υποθέσεως, το οποίο αφορούσε τις επαρχιακές αγορές που μνημονεύθηκαν στην απόφαση.

____________