Language of document : ECLI:EU:T:2018:873

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 4ης Δεκεμβρίου 2018 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Μόνιμοι και συμβασιούχοι υπάλληλοι – Μεταρρύθμιση του ΚΥΚ της 1ης Ιανουαρίου 2014 – Άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ – Νέες διατάξεις σχετικά με την ετήσια άδεια οι οποίες εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Σκοπός της ετήσιας άδειας»

Στην υπόθεση T‑518/16,

Francisco Carreras Sequeros, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Addis-Abeba (Αιθιοπία), και οι άλλοι μόνιμοι υπάλληλοι και μέλη του λοιπού προσωπικού των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τους S. Orlandi και T. Martin, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους J. Currall και G. Gattinara, στη συνέχεια από τον M. Gattinara και την A.-C. Simon,

καθής,

υποστηριζόμενη από

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον J. Steele και την E. Taneva,

και από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον M. Bauer και την M. Veiga, στη συνέχεια από τους Μ. Bauer και R. Meyer,

παρεμβαίνοντα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων περί μειώσεως του αριθμού ημερών ετήσιας άδειας των προσφευγόντων από το έτος 2014,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz, Κ. Ηλιόπουλο, L. Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín (εισηγητή) και I. Reine, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγοντες, Francisco Carreras Sequeros και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, είναι μόνιμοι ή συμβασιούχοι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ήταν όλοι ήδη τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

2        Δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), που εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους βάσει των άρθρων 16 και 91 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ), οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού δικαιούνται, ανά ημερολογιακό έτος, ετήσια άδεια τουλάχιστον 24 εργάσιμων ημερών και κατ’ ανώτατο όριο 30 εργάσιμων ημερών, σύμφωνα με ρύθμιση που πρόκειται να γίνει με κοινή συμφωνία μεταξύ των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής του ΚΥΚ. Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, ο αριθμός των ημερών ετήσιας άδειας καθορίστηκε σε 24 ημέρες άδειας στις οποίες προστίθενται επιπλέον ημέρες άδειας αναλόγως της ηλικίας και του βαθμού εντός του προαναφερθέντος ορίου των 30 ημερών.

3        Στο παράρτημα X του ΚΥΚ περιλαμβάνονται ωστόσο ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες. Βάσει του άρθρου 118 του ΚΛΠ, ορισμένες από τις εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Αυτό ισχύει και για το άρθρο 6 του παραρτήματος αυτού.

4        Το άρθρο 6 του παραρτήματος X του ΚΥΚ, όπως είχε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του ΚΥΚ καθώς και του ΚΛΠ (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15), όριζε, για το προσωπικό που είναι τοποθετημένο σε τρίτη χώρα, τα εξής:

«Ο υπάλληλος δικαιούται, για κάθε ημερολογιακό έτος, ετήσια άδεια τριών και μισής εργασίμων ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας.»

5        Στην αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού 1023/2013, ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρει ωστόσο τα εξής:

«Είναι σκόπιμο να εκσυγχρονιστούν οι συνθήκες εργασίας του προσωπικού που εργάζεται σε τρίτες χώρες και να καταστούν οικονομικά αποδοτικότερες με ταυτόχρονες εξοικονομήσεις. Τα δικαιώματα ετήσιας άδειας θα πρέπει να προσαρμοστούν, και θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η δυνατότητα εφαρμογής ευρύτερου φάσματος παραμέτρων στον καθορισμό της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης, χωρίς να επηρεαστεί ο γενικός στόχος για επίτευξη εξοικονομήσεων. Οι όροι για τη χορήγηση της αποζημίωσης κατοικίας θα πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη οι τοπικές συνθήκες και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος.»

6        Από την έναρξη ισχύος, την 1η Ιανουαρίου 2014, του άρθρου 1, σημείο 70, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1023/2013, το άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ (στο εξής: νέο άρθρο 6 του παραρτήματος X του ΚΥΚ) ορίζει, πάντα σχετικά με τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα, τα εξής:

«Ο υπάλληλος δικαιούται, για κάθε ημερολογιακό έτος, ετήσια άδεια δύο εργασίμων ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας.

Ανεξάρτητα από το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, υπάλληλοι τοποθετημένοι ήδη σε τρίτη χώρα την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται:

–        τρεις εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014·

–        δυόμιση εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.»

7        Οι ατομικοί φάκελοι των προσφευγόντων επικαιροποιήθηκαν προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο άρθρο 6, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του παραρτήματος X του ΚΥΚ και, κατά συνέπεια, στους προσφεύγοντες αναγνωρίστηκαν 36 εργάσιμες ημέρες ετήσιας άδειας για το 2014 έναντι των 42 ημερών του προηγούμενου έτους.

8        Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν διοικητικές ενστάσεις μεταξύ της 17ης Φεβρουαρίου και της 13ης Μαρτίου 2014. Οι ενστάσεις αυτές απορρίφθηκαν, κατά περίπτωση, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή από την αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: αρμόδια αρχή), με αποφάσεις της 23ης Μαΐου 2014, όλες πανομοιότυπα διατυπωμένες.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 2 Σεπτεμβρίου 2014, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως F‑88/14.

10      Με απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2014, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση έως ότου οι αποφάσεις επί των υποθέσεων T‑17/14, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, και T‑23/14, Bos κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου.

11      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 29 Οκτωβρίου 2014 και στις 5 Φεβρουαρίου 2015 αντιστοίχως, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής στην παρούσα δίκη.

12      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της (ΕΕ 2016, L 200, σ. 137), η παρούσα υπόθεση μεταφέρθηκε στο Γενικό Δικαστήριο στο στάδιο που βρισκόταν στις 31 Αυγούστου 2016 και πρέπει εφεξής να εκδικασθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η υπόθεση αυτή καταχωρίσθηκε, ως εκ τούτου, με αριθμό υποθέσεως T‑518/16 και ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα.

13      Επί των υποθέσεων εν αναμονή των οποίων είχε ανασταλεί η διαδικασία εκδόθηκαν η απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, T‑17/14, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489), και η διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2014, T‑23/14, Bos κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑23/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:956). Κατά της εν λόγω αποφάσεως και της διατάξεως αυτής δεν ασκήθηκε αναίρεση και απέκτησαν ισχύ δεδικασμένου.

14      Με αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2017 επετράπη στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο να παρέμβουν στην παρούσα δίκη.

15      Κατόπιν προτάσεως του τέταρτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας του, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του πενταμελούς τμήματος.

16      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε, στις 18 Οκτωβρίου 2017, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, να καλέσει τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως, πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Νοεμβρίου 2017.

18      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει παράνομο το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος X του ΚΥΚ·

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις περί μειώσεως της ετήσιας άδειας των προσφευγόντων «από το [έτος] 2014»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

20      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

21      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει αβάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος X του ΚΥΚ·

–        να απορρίψει την προσφυγή.

III. Σκεπτικό

1.      Επί του πρώτου αιτήματος με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει παράνομο το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος X του ΚΥΚ

22      Οι προσφεύγοντες, με το πρώτο αίτημά τους, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει παράνομο το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος X του ΚΥΚ.

23      Η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο εκτιμούν ότι η διαπίστωση παρανομίας, κατόπιν εξετάσεως ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, μπορεί να έχει μόνον παρεμπίπτοντα χαρακτήρα και δεν μπορεί να περιλαμβάνεται στο διατακτικό αποφάσεως, με αποτέλεσμα το πρώτο αίτημα των προσφευγόντων να είναι απαράδεκτο.

24      Είναι αληθές ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να προβαίνει σε διαπιστώσεις αρχής με το διατακτικό των αποφάσεών του (πρβλ., απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2004, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑120/01 και T‑300/01, EU:T:2004:367, σκέψεις 136 και 137). Εντούτοις, εν προκειμένω, είναι σαφές ότι το πρώτο αίτημα δεν νοείται ως χωριστό σε σχέση με το δεύτερο αίτημα, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνουν η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, παρεμπιπτόντως, τον παράνομο χαρακτήρα του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος X του ΚΥΚ προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως των αποφάσεων περί μειώσεως του αριθμού των ημερών της ετήσιας άδειάς τους «από το [έτος] 2014».

2.      Επί του δεύτερου αιτήματος, με το οποίο ζητείται η ακύρωση των αποφάσεων περί μειώσεως της διάρκειας της ετήσιας άδειας των προσφευγόντων «από το [έτος] 2014»

1.      Επί του αντικειμένου του δεύτερου αιτήματος

25      Οι προσφεύγοντες ζητούν, με το δεύτερο αίτημα, την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες περιορίστηκε το δικαίωμά τους ετήσιας άδειας «από το [έτος] 2014».

26      Οι προσφεύγοντες ωστόσο διευκρίνισαν, απαντώντας στο προαναφερθέν στη σκέψη 16 ανωτέρω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, ότι η προσφυγή, ασκηθείσα το 2014, έπρεπε στην πραγματικότητα να νοηθεί ως στρεφόμενη κατά των αποφάσεων με τις οποίες μειώθηκε ο αριθμός των ημερών ετήσιας άδειας για το εν λόγω έτος (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις) και ότι δεν αφορούσε τη νομιμότητα των σχετικών αποφάσεων που ελήφθησαν το 2015 και το 2016.

2.      Επί των συνεπειών που έχει ο περιορισμός του αντικειμένου της προσφυγής ως προς τις προβληθείσες από τους προσφεύγοντες ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας

27      Καθόσον οι προσβαλλόμενες αποφάσεις καθόρισαν τον αριθμό των ημερών ετήσιας άδειας μόνο για το έτος 2014, τίθεται το ζήτημα αν οι προσφεύγοντες παραδεκτώς προβάλλουν, όπως το έπραξαν, λόγους που στηρίζονται σε ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας που βάλλουν όχι μόνον κατά του νέου άρθρου 6, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του παραρτήματος X του ΚΥΚ, σχετικά με την ετήσια άδεια του εν λόγω έτους, αλλά ευρύτερα κατά του πρώτου εδαφίου του άρθρου αυτού το οποίο καθορίζει τον αριθμό των ημερών ετήσιας άδειας από το έτος 2016.

28      Οι προσφεύγοντες, απαντώντας στο προαναφερθέν στη σκέψη 16 ανωτέρω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, υποστήριξαν ότι είχαν έννομο συμφέρον να προβάλουν τον παράνομο χαρακτήρα του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος X του ΚΥΚ στο σύνολό του και ότι το μεταβατικό στάδιο που προβλέπει το δεύτερο εδάφιό του, πρώτη περίπτωση, δεν μπορεί να διαχωριστεί από το πρώτο εδάφιο, δυνάμει του οποίου οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες δικαιούνται πλέον μόνον 24 ημέρες άδειας ετησίως.

29      Αντιθέτως, η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστήριξαν ότι οι προβληθείσες ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας μπορούσαν να βάλουν μόνον κατά του νέου άρθρου 6, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του παραρτήματος X του ΚΥΚ, διότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν συνιστά αυτοτελές μέσο έννομης προστασίας και συνεπώς μπορούσε να προβληθεί μόνον παρεμπιπτόντως με περιορισμένο περιεχόμενο εκ του αντικειμένου της προσφυγής.

30      Κατά πάγια νομολογία, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας η οποία προβάλλεται παρεμπιπτόντως δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, επ’ αφορμή της αμφισβητήσεως στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας της νομιμότητας μιας άλλης πράξεως, είναι παραδεκτή μόνον εφόσον υπάρχει συνάφεια μεταξύ της πράξεως αυτής και του κανόνα του οποίου αμφισβητείται η νομιμότητα. Καθόσον το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στον διάδικο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την εφαρμογή οποιασδήποτε πράξης γενικού χαρακτήρα προς στήριξη οιασδήποτε προσφυγής, το περιεχόμενο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς (βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2015, Health Food Manufacturers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑296/12, EU:T:2015:375, σκέψη 170 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να έχει εφαρμογή, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως και της εν λόγω γενικής πράξεως (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2017 Fernández González κατά Επιτροπής, T‑455/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:169, σκέψη 34, και της 22ας Νοεμβρίου 2017, von Blumenthal κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, T‑558/16, EU:T:2017:827, σκέψη 71).

31      Εντούτοις, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ χρήζει αρκούντως διασταλτικής ερμηνείας προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικός έλεγχος της νομιμότητας των γενικής φύσεως πράξεων των θεσμικών οργάνων υπέρ των προσώπων που δεν μπορούν να ασκήσουν ευθεία προσφυγή κατά των πράξεων αυτών (αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 1993, Reinarz κατά Επιτροπής, T‑6/92 και T‑52/92, EU:T:1993:89, σκέψη 56, και της 21 Οκτωβρίου 2010, Αγαπίου-Ιωσηφίδη κατά Επιτροπής και ΕΟΕΟΘΠ, T‑439/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:442, σκέψη 50). Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 277 ΣΛΕΕ πρέπει να καλύπτει και τις πράξεις των θεσμικών οργάνων που άσκησαν επιρροή στην έκδοση της αποφάσεως που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως (αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 1998, De Abreu κατά Δικαστηρίου, T‑146/96, EU:T:1998:50, σκέψη 27, και της 2ας Οκτωβρίου 2001, Martinez κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑222/99, T‑327/99 και T‑329/99, EU:T:2001:242, σκέψη 135), υπό την έννοια ότι η εν λόγω απόφαση στηρίζεται ουσιαστικά στις ως άνω πράξεις (απόφαση της 12ης Ιουνίου 2015, Health Food Manufacturers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑296/12, EU:T:2015:375, σκέψη 172), ακόμη και αν αυτές δεν αποτέλεσαν επισήμως τη νομική βάση της (αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2001, Martinez κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑222/99, T‑327/99 και T‑329/99, EU:T:2001:242, σκέψη 135, της 20ής Νοεμβρίου 2007, T‑308/04, Ianniello κατά Επιτροπής, EU:T:2007:347, σκέψη 33, και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Spraylat κατά ECHA, T‑177/12, EU:T:2014:849, σκέψη 25).

32      Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες δικαιούνταν 42 ημέρες ετήσιας άδειας το 2013 δυνάμει του άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ όπως είχε πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 1, σημείο 70, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1023/2013. Το 2014, έτος κατά το οποίο ασκήθηκε η προσφυγή, δικαιούνταν πλέον μόνον 36 ημέρες ετήσιας άδειας κατ’ εφαρμογήν του νέου άρθρου 6, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Το 2015, δικαιούνταν πλέον μόνον 30 ημέρες ετήσιας άδειας βάσει της δεύτερης περιπτώσεως του δεύτερου εδαφίου του εν λόγω άρθρου. Τέλος, από το έτος 2016, οι προσφεύγοντες δικαιούνται πλέον, καταρχήν, μόνον 24 ημέρες ετήσιας άδειας, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

33      Επομένως, η αρμόδια αρχή δεν διαθέτει κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για τον καθορισμό του αριθμού των ημερών ετήσιας άδειας. Επιπλέον, από το όλο πλαίσιο του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και τη συστηματική του ερμηνεία προκύπτει ότι η πρώτη περίπτωση του δεύτερου εδαφίου του, το οποίο έχει άμεση εφαρμογή στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, συνιστά μεταβατική διάταξη, ενώ το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου διαμορφώνει το νέο οριστικό καθεστώς σχετικά με τις ετήσιες άδειες των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες.

34      Υπενθυμίζεται ότι μια μεταβατική περίοδος ως εκ της ίδιας της φύσεώς της οργανώνει τη σταδιακή μετάβαση από ένα καθεστώς σε άλλο (αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2017, Bodson κ.λπ. κατά ΕΤΕπ T‑508/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:469, σκέψη 117, και της 12ης Φεβρουαρίου 2014, Bodson κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, F‑83/12, EU:F:2014:15, σκέψη 139) με σκοπό τη διευθέτηση των δυσχερειών που συνεπάγεται η θέσπιση του νέου καθεστώτος ή την αποτροπή αιφνίδιας μεταβολής του προηγούμενου καθεστώτος.

35      Λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως που συνδέει τις μεταβατικές διατάξεις με τις οριστικές, καθόσον οι πρώτες δεν έχουν λόγο υπάρξεως χωρίς τις δεύτερες, και δεδομένης της μη υπάρξεως περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας της αρμόδιας αρχής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ των προσβαλλομένων αποφάσεων και του νέου άρθρου 6, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και ότι το πρώτο αυτό εδάφιο, αποτελώντας το τελικό στάδιο των ρυθμίσεων του νέου άρθρου 6, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, τυγχάνει τουλάχιστον έμμεσης εφαρμογής στις εν λόγω αποφάσεις καθόσον ήταν κρίσιμο για την έκδοσή τους, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές στηρίζονταν ουσιαστικά σε αυτό, έστω και αν δεν αποτελούσε επισήμως τη νομική βάση τους.

36      Επίσης, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αποτελούσαν ως προς τους προσφεύγοντες την πρώτη εφαρμογή του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, με συνέπεια, από το 2016, να δικαιούνται πλέον μόνον 24 ημέρες άδειας.

37      Η Επιτροπή προέβαλε εντούτοις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά την άσκηση της προσφυγής το 2014, η εφαρμογή, από το 2016, του νέου άρθρου 6, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ στους προσφεύγοντες ήταν υποθετική.

38      Βεβαίως, από τις απαντήσεις των προσφευγόντων στο προαναφερθέν στη σκέψη 16 ανωτέρω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι δύο εξ αυτών ήταν πλέον τοποθετημένοι στις Βρυξέλλες (Βέλγιο). Εντούτοις, εξ αυτού δεν συνάγεται ότι η εφαρμογή στους προσφεύγοντες του νέου άρθρου 6, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ από το 2016 ήταν υποθετική το 2014. Πέραν του ότι ένας εκ των ενδιαφερομένων τοποθετήθηκε στις Βρυξέλλες μόλις από 1ης Σεπτεμβρίου 2017, αυτοί, ως μόνιμοι υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού της Γενικής Διευθύνσεως Διεθνούς Συνεργασίας και Ανάπτυξης που υπηρετούν σε τρίτες χώρες, μπορούσαν να αναμένουν ότι η διάταξη αυτή θα εφαρμοζόταν στις περιπτώσεις τους.

39      Κατά συνέπεια, μολονότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις βασίζονται επισήμως στη μεταβατική διάταξη που αφορά μόνον το έτος 2014, η οποία περιλαμβάνεται στην πρώτη περίπτωση του δεύτερου εδαφίου του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, οι προσφεύγοντες παραδεκτώς αμφισβητούν, διά ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, τη νομιμότητα του οριστικού καθεστώτος ετήσιας άδειας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου.

3.      Επί των λόγων ακυρώσεως

1)      Προκαταρκτική παρατήρηση

40      Με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν συνάδει με την ιδιαίτερη φύση και τον σκοπό του δικαιώματος ετήσιας άδειας, με τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και με το άρθρο 10 του ΚΥΚ.

41      Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, U4U κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑17/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:489), οι προσφεύγοντες παραιτήθηκαν από τον λόγο που αντλείται από παράβαση του άρθρου 10 του ΚΥΚ.

42      Εξάλλου, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες θεώρησαν ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου έπρεπε να νοηθεί ως αντλούμενος από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

43      Τέλος, τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται με το δικόγραφο της προσφυγής περιλαμβάνουν επιχειρήματα σχετικά με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής οι οποίες πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνιστούν αυτοτελή λόγο ακυρώσεως.

44      Εν τέλει, έχουν υποβληθεί στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου τέσσερις λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται αντιστοίχως:

–        προσβολή της ιδιαίτερης φύσεως και του σκοπού του δικαιώματος ετήσιας άδειας,

–        παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως,

–        παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης,

–        προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

2)      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται προσβολή της ιδιαίτερης φύσεως και του σκοπού του δικαιώματος ετήσιας άδειας

1)      Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Στηριζόμενοι στη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως στην απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570), οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας αποτελεί ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης. Έχει πλέον κατοχυρωθεί με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9). Οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι, κατά τη νομολογία, το δικαίωμα αυτό έχει έναν διττό σκοπό ο οποίος συνίσταται στην παροχή στον εργαζόμενο της δυνατότητας, αφενός, να αναπαυθεί από την εκτέλεση των καθηκόντων τα οποία έχει αναλάβει και, αφετέρου, να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα αναψυχής και ψυχαγωγίας. Οι ευνοϊκότεροι κανόνες που ισχύουν για τους μόνιμους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες όσον αφορά την ετήσια άδεια αποσκοπούν ακριβώς στην αντιστάθμιση των δυσχερειών που συνδέονται με τις συνθήκες διαβιώσεως στους τόπους υπηρεσίας τους, οι οποίες εξακολουθούν να θεωρούνται ιδιαίτερες ή ακόμη και δυσχερείς.

46      Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζουν ότι από τη νομολογία και από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2003/88 προκύπτει ότι η βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων μέσω του δικαιώματος ετήσιας άδειας αποτελεί σκοπό ο οποίος δεν μπορεί να εξαρτάται από αμιγώς οικονομικές εκτιμήσεις. Ωστόσο, η μείωση του αριθμού των ημερών στις οποίες αντιστοιχεί το δικαίωμα ετήσιας άδειας των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες δικαιολογείται, στην αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού 1023/2013, ακριβώς από έναν τέτοιο λόγο, ήτοι τη βελτίωση της σχέσεως κόστους-αποδοτικότητας του εν λόγω προσωπικού και την ανάγκη επιτεύξεως εξοικονομήσεων. Επιπλέον, το γεγονός ότι η μείωση αυτή μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί από το συμφέρον της υπηρεσίας και, ιδίως, από το συμφέρον των μικρών αντιπροσωπειών, η λειτουργία των οποίων θα επηρεαζόταν από τις πολλές απουσίες του προσωπικού τους, συνιστά μη τεκμηριωμένο επιχείρημα το οποίο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος από την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο στόχος εκσυγχρονισμού των συνθηκών εργασίας που φέρεται να συνδέεται με την εξέλιξη των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επίμαχη μείωση, επειδή η συλλογιστική αυτή θα συνεπαγόταν σταδιακό περιορισμό του δικαιώματος ετήσιας άδειας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός του.

47      Εξάλλου, το γεγονός ότι ο προβλεπόμενος στο νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ αριθμός ημερών ετήσιας άδειας παραμένει μεγαλύτερος από εκείνον του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 δεν συνεπάγεται ότι το νέο αυτό άρθρο διασφαλίζει επαρκή προστασία των συνθηκών εργασίας, της υγείας και της ασφάλειας των προσφευγόντων. Συγκεκριμένα, η οδηγία 2003/88 αποσκοπεί μόνο στη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου προστασίας. Επιπλέον, το άρθρο 23 της οδηγίας αυτής περιέχει ρήτρα περί μη υποβαθμίσεως από την οποία προκύπτει ότι η μείωση του αριθμού των ημερών άδειας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από μόνο το γεγονός ότι ο αριθμός αυτός παραμένει μεγαλύτερος από τον προβλεπόμενο στο προαναφερθέν άρθρο 7.

48      Εν πάση περιπτώσει, η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας επηρεάζει δυσανάλογα την επαγγελματική ζωή και την υγεία τους.

49      Τέλος, ο νομοθέτης, παρά την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, θα έπρεπε να αξιολογήσει τις συνέπειες της μειώσεως του αριθμού των ημερών ετήσιας άδειας στην υγεία και την ασφάλεια των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες, δεδομένου ότι από την πρακτική προκύπτει τεκμήριο ότι η εργασία σε τρίτες χώρες είναι δυσχερέστερη από την εργασία εντός των εδρών των θεσμικών οργάνων. Ομοίως, ο νομοθέτης όφειλε να αιτιολογήσει επαρκώς την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας των ενδιαφερομένων. Τέτοια αξιολόγηση και τέτοια αιτιολόγηση, όμως, δεν υφίστανται εν προκειμένω.

50      Η Επιτροπή, με τα επιχειρήματα της οποίας συντάσσονται το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αρνείται εξαρχής ότι η απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570), είναι κρίσιμη εν προκειμένω.

51      Η Επιτροπή καθώς και το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επισημαίνουν επίσης ότι ο νομοθέτης προέβλεψε, στην αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2003/88, ότι «ειδικοί κανόνες που προβλέπονται από άλλες κοινοτικές πράξεις» μπορούν να υπερισχύουν των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας. Τούτο ισχύει στην περίπτωση του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Επιπλέον, ο αριθμός των ημερών ετήσιας άδειας που καθορίζεται από το άρθρο αυτό παραμένει μεγαλύτερος από την άδεια διάρκειας «τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων» που προβλέπεται ως ελάχιστη διάρκεια άδειας στο άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88. Συνεπώς, το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος ετήσιας άδειας.

52      Εξάλλου, ο νομοθέτης δεν αποσκοπούσε μόνο στην επίτευξη στόχου οικονομικής φύσεως θεσπίζοντας το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Αντιθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού 1023/2013 προκύπτει ότι αποσκοπούσε επίσης στον εκσυγχρονισμό των συνθηκών εργασίας του προσωπικού που εργάζεται σε τρίτες χώρες, ο οποίος συνιστά μια διοικητική απαίτηση με σκοπό την προσαρμογή των συνθηκών εργασίας στις μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Συναφώς, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι ετήσια άδεια 42 εργάσιμων ημερών δημιουργεί προβλήματα στις μικρές αντιπροσωπείες, οι οποίες, λόγω των αδειών αυτών και των απουσιών για άλλους λόγους, δεν διαθέτουν πάντα επαρκές προσωπικό για την εύρυθμη λειτουργία τους. Η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο τονίζουν ότι μεταξύ 2004 και 2014 η κατάσταση που είχε δικαιολογήσει εν μέρει το προϊσχύσαν καθεστώς έχει μεταβληθεί λόγω της σημαντικής αναπτύξεως των επικοινωνιών μέσω του διαδικτύου και των πτήσεων χαμηλού κόστους.

53      Άλλωστε, οι προσφεύγοντες δεν αποδεικνύουν ότι ο νομοθέτης ενήργησε κατά προσβολή του δικαιώματος ετήσιας άδειας, το οποίο συνίσταται στην παροχή στον εργαζόμενο της δυνατότητας, αφενός, να αναπαυθεί και, αφετέρου, να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα αναψυχής και ψυχαγωγίας. Συναφώς, η προηγούμενη «πρακτική» από την οποία προκύπτει το προβαλλόμενο τεκμήριο κατά το οποίο η εργασία σε τρίτες χώρες είναι δυσχερής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έχει αποδειχθεί, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δεσμεύει τον νομοθέτη, δεδομένου ότι ο τελευταίος διαθέτει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για την προσαρμογή του ΚΥΚ στην εξέλιξη του οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου και για την ανά πάσα στιγμή και επί τα χείρω τροποποίηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των υπαλλήλων.

54      Σε κάθε περίπτωση, ο νομοθέτης έχει συνεκτιμήσει τις ιδιαίτερες εγγενείς δυσχέρειες της καταστάσεως του προσωπικού που εργάζεται σε τρίτες χώρες, αφενός, στο άρθρο 7 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, όσον αφορά τον υπολογισμό της διάρκειας της άδειας κατά την ανάληψη ή την παύση των καθηκόντων σε τρίτη χώρα και τη μεταφορά των ημερών ετήσιας άδειας που δεν έχουν ληφθεί, καθώς και, αφετέρου, στο άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ, σχετικά με την οδοιπορική άδεια.

55      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι πράξεις γενικής ισχύος είναι αρκούντως αιτιολογημένες όταν ο νομοθέτης εξηγεί, έστω συνοπτικώς, το ουσιώδες περιεχόμενο των μέτρων. Ως εκ τούτου, από καμία διάταξη ή αρχή δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης όφειλε να λάβει υπόψη τις συνέπειες της μειώσεως του αριθμού των ημερών της ετήσιας άδειας επί της υγείας και της ασφάλειας των υπαλλήλων ή ότι έπρεπε να εκτιμήσει το περιεχόμενο της μειώσεως αυτής σε σχέση με τον γενικό σκοπό της βελτιώσεως των συνθηκών εργασίας τους ή ακόμη ότι όφειλε να αποδείξει τα οφέλη ως προς την αποδοτικότητα που συνεπάγεται η μείωση αυτή.

2)      Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

i)      Προκαταρκτική παρατήρηση

56      Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί αν ασκεί επιρροή, στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570), επί της οποίας στηρίζονται ως επί το πλείστον οι προσφεύγοντες.

57      Όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή καθώς και το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφαση αυτή, μόνον επί διατάξεως που προέβλεπε, χωρίς να μεσολαβήσει νομοθετική τροποποίηση, μηχανισμό μεταφοράς στο επόμενο έτος ημερών μη ληφθείσας αδείας.

58      Εντούτοις, μολονότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά περίπτωση στην οποία έχει μειωθεί η διάρκεια της ετήσιας άδειας μέσω νομοθετικής τροποποιήσεως, εντούτοις, οι διευκρινίσεις που παρέχονται με την απόφαση αυτή σχετικά ιδίως με τη φύση της εν λόγω άδειας και τον σκοπό της, τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να γίνει επίκληση μιας οδηγίας έναντι θεσμικού οργάνου και τον τρόπο εφαρμογής του Χάρτη όσον αφορά τα θεσμικά όργανα είναι κρίσιμες εν προκειμένω.

59      Τούτου δοθέντος, οι προσφεύγοντες συνάγουν την ιδιαίτερη φύση και τον σκοπό του δικαιώματος ετήσιας άδειας που επικαλούνται ακριβώς από την οδηγία 2003/88 και από τη σχετική με αυτή νομολογία. Επομένως, είναι αναγκαίο να εξεταστεί προκαταρκτικώς κατά πόσον μπορεί να γίνει επίκληση της οδηγίας αυτής εν προκειμένω.

ii)    Επί της δυνατότητας αντιτάξεως της οδηγίας 2003/88 έναντι του νομοθέτη της Ένωσης

60      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι οι οδηγίες έχουν ως αποδέκτες τα κράτη μέλη και όχι τα θεσμικά ή λοιπά όργανα της Ένωσης, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/88 δεν μπορούν, αυτές καθαυτές, να θεωρηθούν ότι επιβάλλουν υποχρεώσεις στα όργανα όσον αφορά τις σχέσεις τους με το προσωπικό τους (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, TAO-AFI και SFIE-PE κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑456/14, EU:T:2016:493, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Ωστόσο, όπως έχει κριθεί, το γεγονός ότι οι οδηγίες δεν δεσμεύουν, αυτές καθεαυτές, τα θεσμικά όργανα δεν αποκλείει τη δυνατότητα επικλήσεως των κανόνων ή των αρχών που θεσπίζει ορισμένη οδηγία έναντι των θεσμικών οργάνων, όταν οι εν λόγω κανόνες ή αρχές αποτελούν απλώς την ειδική έκφραση θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης και γενικών αρχών που δεσμεύουν ευθέως τα θεσμικά όργανα αυτά. Ομοίως, μια οδηγία μπορεί να δεσμεύει θεσμικό όργανο, όταν το όργανο αυτό, στο πλαίσιο της οργανωτικής αυτοτέλειάς του και εντός των ορίων του ΚΥΚ, είχε την πρόθεση να εκπληρώσει ορισμένη υποχρέωση που προβλέπει η οδηγία ή ακόμη στην περίπτωση κατά την οποία μια εσωτερική πράξη γενικής ισχύος παραπέμπει η ίδια ρητώς σε μέτρα που έχει λάβει ο νομοθέτης της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών. Τέλος, τα θεσμικά όργανα, όταν ενεργούν ως εργοδότες, οφείλουν, σύμφωνα με το καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας που υπέχουν, να λαμβάνουν υπόψη τις νομοθετικές διατάξεις που εκδίδονται σε επίπεδο Ένωσης (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, TAO-AFI και SFIE-PE κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑456/14, EU:T:2016:493, σκέψεις 73 και 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, με τα υπομνήματά τους, ότι το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ αποτελεί εσωτερική πράξη γενικής εφαρμογής που παραπέμπει στην οδηγία 2003/88.

63      Είναι αληθές, συναφώς, ότι το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 43), ότι το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ αναφέρεται σε κανόνες όπως αυτοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2003/88, διότι τόσο το άρθρο αυτό όσο κι η εν λόγω οδηγία έχουν ως αντικείμενο, τον καθορισμό των στοιχειωδών προδιαγραφών ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι ελάχιστες περίοδοι ετήσιας άδειας.

64      Eντούτοις, στην απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψεις 48 επ.), το Δικαστήριο παράπεμψε στην οδηγία 2003/88 μόνο για την ερμηνεία του άρθρου 4 του παραρτήματος V του ΚΥΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, αυτού. Αντιθέτως, καθόσον τα παραρτήματα του ΚΥΚ έχουν την ίδια νομική ισχύ με τον ΚΥΚ αυτόν καθεαυτόν (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑40/10, EU:C:2010:713, σκέψη 61, και διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Mische κατά Επιτροπής, T‑641/11 P, EU:T:2012:695, σκέψη 41), και δεδομένου ότι δεν υφίσταται ιεράρχηση μεταξύ της οδηγίας 2003/88 και του κανονισμού 1023/2013, για την τροποποίηση του ΚΥΚ, ο δε κανονισμός δεν εμφανίζεται κατά τα λοιπά ως κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑481/11, EU:T:2014:945, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και της οδηγίας 2003/88 προς στήριξη ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας προκειμένου να κριθεί ανεφάρμοστο το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

65      Γεγονός παραμένει ότι, με τα υπομνήματά τους, οι προσφεύγοντες αναφέρονται επίσης στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη και ότι προβάλλουν ρητώς, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η οδηγία 2003/88 δύναται να αντιταχθεί στον νομοθέτη της Ένωσης καθόσον εκφράζει θεμελιώδες δικαίωμα.

66      Υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη προκύπτει ότι οι διατάξεις του απευθύνονται, μεταξύ άλλων, στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τα οποία υποχρεούνται, κατά συνέπεια, να τηρούν και να προάγουν την εφαρμογή των αρχών που καθιερώνει, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα ετήσιας άδειας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη.

67      Υπενθυμίζεται επίσης ότι οι επεξηγήσεις του Προεδρείου της Συνέλευσης σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack, C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 27).

68      Ωστόσο, από τις επεξηγήσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 67 ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη κατοχυρώνει ιδίως την ουσία της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 1993, L 307, σ. 18) η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε και κωδικοποιήθηκε από την οδηγία 2003/88 (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack, C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 39). Ειδικότερα, το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, σχετικά με την ετήσια άδεια, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 7 της οδηγίας 93/104. Στην παράγραφο 1, ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας».

69      Στο μέτρο που η οδηγία 2003/88 συγκεκριμενοποιεί την αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, όπως προκύπτει από τις σχετικές με το άρθρο αυτό επεξηγήσεις του Προεδρείου (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω), ο νομοθέτης, οφείλοντας να τηρεί το άρθρο αυτό που έχει την ίδια ισχύ με τις Συνθήκες, δεν μπορούσε να μη λάβει υπόψη το περιεχόμενο της εν λόγω οδηγίας.

70      Επίσης, η εφαρμογή του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ πρέπει να αποκλειστεί αν διαπιστωθεί ότι το εν λόγω άρθρο είναι ασύμβατο προς το δικαίωμα ετήσιας άδειας, η φύση και ο σκοπός του οποίου απορρέουν από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη σε συνδυασμό με την οδηγία 2003/88.

71      Εναπόκειται συνεπώς στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον το νέο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, και δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προσβάλλει το δικαίωμα ετήσιας άδειας και, ειδικότερα, αν θίγει τη φύση και τον σκοπό του.

–       Επί της υπάρξεως προσβολής του δικαιώματος ετήσιας άδειας

72      Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι, καθόσον το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη και οι επεξηγήσεις του (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω) επιβάλλουν να λαμβάνεται υπόψη η οδηγία 2003/88, δεν μπορεί να αγνοηθεί το περιεχόμενο των διατάξεών της.

73      Υπό το πρίσμα αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/88 ορίζει ότι η εν λόγω οδηγία «δεν εφαρμόζεται εφόσον άλλες πράξεις [της Ένωσης] περιλαμβάνουν ειδικότερες απαιτήσεις περί οργανώσεως του χρόνου εργασίας για ορισμένες επαγγελματικές ασχολίες ή δραστηριότητες». Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 της εν λόγω οδηγίας, η διάταξη αυτή αφορά ιδίως τις ειδικές απαιτήσεις σχετικά με την ετήσια άδεια οι οποίες έχουν εφαρμογή σε «ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων».

74      Η Επιτροπή υποστηρίζει συνεπώς ότι το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ πρέπει να θεωρείται ως απαίτηση που υπερισχύει των διατάξεων της οδηγίας 2003/88 όσον αφορά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας.

75      Εντούτοις, από το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88 προκύπτει ότι οι στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας εφαρμόζονται καταρχήν σε όλους τους ιδιωτικούς ή δημόσιους τομείς δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό και λαμβανομένης επίσης υπόψη της αιτιολογικής σκέψεως 14 της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο 14 αυτής πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά ειδικές διατάξεις για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων λόγω των ιδιαιτεροτήτων των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή ασχολιών.

76      Ο νομοθέτης συνεπώς, θέσπισε ειδικές διατάξεις για τις οδικές μεταφορές, τις αεροπορικές μεταφορές ή ακόμη για τις πλωτές μεταφορές, αντιστοίχως, με την οδηγία 2002/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών (ΕΕ 2002, L 80, σ. 35), με την οδηγία 2000/79/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για την εκτέλεση της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας του ιπτάμενου προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας που συνήφθη από την Ένωση Ευρωπαϊκών Αεροπορικών Εταιριών (ΑΕΑ), την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές (ETF), την Ευρωπαϊκή Ένωση Προσωπικού Θαλάμων Διακυβέρνησης Αεροσκαφών (ΕCΑ), την Ευρωπαϊκή Ένωση Αερομεταφορέων των Περιφερειών της Ευρώπης (ERA) και τη Διεθνή Ένωση για τις Ναυλωμένες Πτήσεις (IACA) (ΕΕ 2000, L 302, σ. 57), και την οδηγία 2014/112/ΕΕ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής συμφωνίας σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας στον τομέα των μεταφορών εσωτερικής ναυσιπλοΐας, που συνήφθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας (European Barge Union – EBU), την Ευρωπαϊκή Οργάνωση Πλοιάρχων (European Skippers Organisation – ESO) και την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές (European Transport Workers’ Federation – ETF) (ΕΕ 2014, L 367, σ. 86).

77      Εν προκειμένω, είναι χρήσιμη η επισήμανση ότι το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δεν φαίνεται να συνιστά προβλεπόμενη στο άρθρο 14 της οδηγίας 2003/88 ειδική απαίτηση οργανώσεως του χρόνου εργασίας. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα η οποία χρήζει ειδικών διατάξεων όπως οι απαριθμούμενες στην προηγούμενη σκέψη. Συναφώς, η περίσταση ότι το άρθρο 336 ΣΛΕΕ έχει απονείμει στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο την αρμοδιότητα να εκδίδει τον ΚΥΚ και το ΚΛΠ σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία δεν αρκεί για την απόδειξη ειδικής φύσεως.

78      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 προβλέπει μόνον υποχρέωση θεσπίσεως των αναγκαίων μέτρων ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, δηλαδή 20 εργάσιμων ημερών, και επομένως, καθορίζοντας σε 24 τον αριθμό των ημερών ετήσιας άδειας από το 2016, το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ τηρεί το όριο αυτό.

79      Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν ότι το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ συνάδει με τη φύση και τον σκοπό της ετήσιας άδειας, επειδή ο αριθμός των ημερών ετήσιας άδειας παραμένει μεγαλύτερος του ελάχιστου απαιτούμενου από το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88. Οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ειδικότερα ότι το άρθρο 23 της οδηγίας 2003/88 περιέχει ρήτρα περί μη υποβαθμίσεως και τονίζουν επίσης ότι η οδηγία αυτή έχει ως θεμελιώδη σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των εργαζομένων.

80      Το άρθρο 23 της οδηγίας 2003/88 ορίζει ότι, «εφόσον οι ελάχιστες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας τηρούνται, η θέση σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν συνιστά βάσιμη δικαιολογία για υποβάθμιση της γενικής προστασίας των εργαζομένων». Κατά συνέπεια, η υποβάθμιση της προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους στον τομέα της οργανώσεως του χρόνου εργασίας δεν απαγορεύεται, αυτή καθεαυτήν, από την οδηγία 2003/88, αλλά, για να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 23 της οδηγίας αυτής, πρέπει αφενός να συνδέεται με την «εφαρμογή» της οδηγίας και αφετέρου να αφορά το «γενικό επίπεδο προστασίας» των οικείων εργαζομένων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 126).

81      Ειδικότερα, η προϋπόθεση σχετικά με την «εφαρμογή» της οδηγίας 2003/88 καλύπτει κάθε εθνικό μέτρο μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο με το οποίο επιδιώκεται να διασφαλιστεί η δυνατότητα επίτευξης του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού. Αντιθέτως, μια ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς το άρθρο 23 της οδηγίας 2003/88 αν η υποβάθμιση την οποία συνεπάγεται δεν έχει καμία σχέση με την εφαρμογή της, αν δηλαδή ο δικαιολογητικός λόγος για την υποβάθμιση αυτή δεν ήταν η ανάγκη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά η ανάγκη προαγωγής ενός άλλου σκοπού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψεις 131 και 133).

82      Ωστόσο, από την αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού 1023/2013 προκύπτει ότι το άρθρο 1, σημείο 70, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού αποσκοπεί στην επίτευξη εξοικονομήσεων και στον εκσυγχρονισμό των συνθηκών εργασίας του προσωπικού που απασχολείται σε τρίτες χώρες και όχι στην επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία 2003/88.

83      Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να στηριχθούν στο άρθρο 23 της οδηγίας 2003/88 προς αμφισβήτηση του κύρους του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

84      Γεγονός παραμένει ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, το δικαίωμα ετήσιας άδειας κάθε εργαζομένου, συμπεριλαμβανομένων των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού, πρέπει να θεωρείται ως ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 26). Έχει συγκεκριμένα ως σκοπό να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να αναπαυθεί και να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα αναψυχής και ψυχαγωγίας (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ., C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18, σκέψη 25), και ως εκ τούτου την προστασία της ασφάλειας και της υγείας του (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère, C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 37, και διάταξη της 4ης Μαρτίου 2011, Grigore, C‑258/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:122, σκέψη 40).

85      Ο σκοπός της ετήσιας άδειας εντάσσεται συνεπώς στον σκοπό που το άρθρο 151 ΣΛΕΕ θέτει στην Ένωση, ήτοι την υποχρέωση να βελτιώνει τις συνθήκες διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων και, σύμφωνα με το άρθρο 153 ΣΛΕΕ, να υποστηρίζει και να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών για τη βελτίωση του περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των ενδιαφερομένων.

86      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, η Ένωση πρέπει να τηρεί τις αρχές μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαίωμα ετήσιας άδειας και να προάγει την εφαρμογή τους.

87      Επίσης από τις επεξηγήσεις του Προεδρείου της Συνέλευσης σχετικά με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω) προκύπτει ότι το άρθρο αυτό στηρίζεται στην οδηγία 93/104, η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2003/88, καθώς και στο σημείο 8 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, που εγκρίθηκε κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο (Γαλλία) στις 9 Δεκεμβρίου 1989. Ωστόσο, από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2003/88 προκύπτει ότι τα μέτρα περί οργανώσεως του χρόνου εργασίας, και, μεταξύ άλλων, εκείνα που αφορούν τις ετήσιες άδειες μετ’ αποδοχών που προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής, έχουν ως θεμελιώδη σκοπό να συμβάλλουν άμεσα στη βελτίωση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Επιτροπή κατά Strack C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 44). Το δε σημείο 8 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων ορίζει ότι «[κ]άθε εργαζόμενος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έχει δικαίωμα εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ως προς τη διάρκεια των οποίων θα πρέπει να επιτευχθεί προοδευτική προσέγγιση, σύμφωνα με τα ισχύοντα σε κάθε κράτος».

88      Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι, ως εκ της φύσεώς του, το δικαίωμα ετήσιας άδειας του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη αποσκοπεί, καταρχήν, στη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων.

89      Επίσης, η περίσταση ότι ο αριθμός των ημερών ετήσιας άδειας που καθορίζεται από το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ παραμένει μεγαλύτερος του ελάχιστου απαιτούμενου από το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 δεν αρκεί, όπως διατείνεται η Επιτροπή, για να συναχθεί ότι το νέο αυτό άρθρο δεν προσβάλλει το δικαίωμα ετήσιας άδειας.

90      Αντιθέτως, μολονότι οποιαδήποτε μείωση του αριθμού των ημερών ετήσιας άδειας δεν αρκεί αφεαυτής, για να γίνει δεκτό ότι συντρέχει προσβολή του δικαιώματος ετήσιας άδειας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το οποίο μειώνει σημαντικά τη διάρκεια της άδειας των υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες, σε διάστημα τριών ετών, από 42 σε 24 ημέρες. Η μείωση αυτή δεν μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ως συμβατή με την αρχή της βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των ενδιαφερομένων.

91      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στο μέτρο που το μέγεθος της μειώσεως αυτής δεν αμβλύνεται από τις άλλες διατάξεις του ΚΥΚ και από τα παραρτήματά του που αποτελούν το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

92      Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, σημείο 71, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1023/2013 τροποποίησε το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και ευθυγράμμισε το καθεστώς των υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτη χώρα με εκείνο των άλλων υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού μειώνοντας τον αριθμό ημερών ετήσιας άδειας που δικαιούνταν σε περίπτωση ανάληψης ή παύσεως καθηκόντων κατά τη διάρκεια του έτους.

93      Επιπλέον, το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και το άρθρο 9, παράγραφος 2, του ίδιου παραρτήματος ορίζουν ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή «μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να χορηγήσει σε υπάλληλο, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση, άδεια ανάπαυσης» μέγιστης διάρκειας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών «λόγω ιδιαιτέρων δυσχερών συνθηκών διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας». Ωστόσο, δεδομένου ότι πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον ο νομοθέτης έλαβε δεόντως υπόψη τον σκοπό και το περιεχόμενο της ετήσιας άδειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις αυτές υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Λόγω της προγενέστερης υπάρξεώς τους, δεν μπορούν συνεπώς να αντισταθμίσουν τη μείωση του αριθμού των ημερών αδείας στην οποία προέβη ο νομοθέτης. Τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον το άρθρο 1, σημείο 70, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1023/2013 συμπλήρωσε το άρθρο 8 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προκειμένου να διευκρινιστεί ότι υπάλληλος που συμμετέχει σε μαθήματα επιμορφώσεως και στον οποίο έχει χορηγηθεί άδεια αναπαύσεως πρέπει να συνδυάζει την παραμονή του για τον σκοπό της επιμορφώσεως με την άδεια αναπαύσεώς του, ενώ η άδεια αυτή πρέπει να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να αναπαυθεί, όπως προκύπτει από τον τίτλο της.

94      Εξάλλου, η δυνατότητα υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού που υπηρετεί σε αντιπροσωπεία να του παραχωρηθεί υπηρεσιακή κατοικία δυνάμει του άρθρου 5 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και οι διατάξεις του ίδιου παραρτήματος οι οποίες παρέχουν στην οικογένεια του ενδιαφερομένου τη δυνατότητα να τον ακολουθήσουν στην τρίτη χώρα δεν ασκούν επιρροή ως προς το δικαίωμα ετήσιας άδειας.

95      Ομοίως, η αποζημίωση συνθηκών διαβιώσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, καθώς και οι άλλες διατάξεις του ίδιου παραρτήματος σχετικά με την επιστροφή εξόδων στεγάσεως, ταξιδίου ή μεταφοράς ή σχετικά με τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως των ενδιαφερομένων όχι μόνον υφίσταντο προ της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 1023/2013, αλλά και δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τη μείωση του αριθμού των ημερών της ετήσιας άδειας. Συγκεκριμένα, ο εργαζόμενος πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να μπορεί να απολαύει πραγματικής αναπαύσεως, χάριν αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του κατά τρόπον και, ως εκ τούτου, η ετήσια άδεια δεν μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση, εκτός από την περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Vicente Pereda, C‑277/08, EU:C:2009:542, σκέψη 20).

96      Τέλος, από το άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προκύπτει ότι υπάλληλος που εργάζεται σε τρίτη χώρα ο οποίος δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του μπορεί να μεταφέρει δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες στο επόμενο έτος, αντί για δώδεκα ημέρες, όπως προβλέπει το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ, για τους υπαλλήλους που εργάζονται στο έδαφος της Ένωσης. Εξάλλου, από το άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος V του ΚΥΚ προκύπτει ότι η οδοιπορική άδεια, η οποία υπό κανονικές συνθήκες ανέρχεται σε δυόμιση ημέρες, δύναται να παρατείνεται για το προσωπικό που είναι τοποθετημένο σε τρίτη χώρα όταν τούτο δικαιολογείται από τις ανάγκες. Εντούτοις, τα ευνοϊκά αυτά μέτρα για τους μόνιμους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτη χώρα είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τη μείωση του αριθμού των ημερών ετήσιας άδειας η οποία προκύπτει από το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

97      Όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, πρέπει κατά συνέπεια να γίνει δεκτό ότι η σημαντική μείωση του αριθμού των ημερών ετήσιας άδειας βάσει του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ θίγει το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν η προσβολή αυτή είναι δεόντως δικαιολογημένη.

–       Επί της δικαιολογήσεως της προσβολής του δικαιώματος ετήσιας άδειας

98      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί σε θεμελιώδη δικαιώματα που δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια, όπως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση των ως άνω κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 122, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, Arctic Paper Mochenwangen κατά Επιτροπής, T‑634/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:828, σκέψη 55).

99      Κατ’ αναλογία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι περιορισμοί όπως στην προκείμενη περίπτωση μπορούν να επιβληθούν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε αρχές, όπως το δικαίωμα ετήσιας άδειας, που έχουν προηγουμένως εφαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 5, του Χάρτη.

100    Είναι αληθές, ωστόσο, ότι ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας προκειμένου να προσαρμόζει τον ΚΥΚ και να τροποποιεί ανά πάσα στιγμή ακόμη και επί τα χείρω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπαλλήλων. Τούτο δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι ο νομοθέτης δεν υποχρεούται να αποφανθεί εν πλήρη επιγνώσει και κατόπιν εμπεριστατωμένης εξετάσεως όλων των σχετικών στοιχείων με επιμέλεια και αμεροληψία (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Europol κατά Kalmár, T‑455/11 P, EU:T:2013:595, σκέψη 72). Κατά συνέπεια, εναπόκειται ιδίως στο Γενικό Δικαστήριο να βεβαιωθεί ότι ο νομοθέτης εξέτασε κατά πόσον πληρούνται οι υπομνησθείσες στη σκέψη 98 ανωτέρω προϋποθέσεις (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 79 έως 83).

101    Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ δικαιολογείται από σκοπό γενικού συμφέροντος, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού 1023/2013, κατά την οποία «[ήταν] σκόπιμο να εκσυγχρονιστούν οι συνθήκες εργασίας του προσωπικού που εργάζεται σε τρίτες χώρες και να καταστούν οικονομικά αποδοτικότερες με ταυτόχρονες εξοικονομήσεις».

102    Εντούτοις, από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2003/88 προκύπτει ότι «[η] βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία είναι στόχος ο οποίος δεν μπορεί να εξαρτάται από καθαρά οικονομικές εκτιμήσεις». Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, με τη σκέψη 55 της αποφάσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570), ότι δεν χωρεί επίκληση λόγων που αντλούνται από την ανάγκη προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης προς δικαιολόγηση μιας προσβολής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Επομένως, τέτοιοι σκοποί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν προσβολή του δικαιώματος ετήσιας άδειας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, ο στόχος διασφαλίσεως καλύτερης σχέσεως κόστους-αποδοτικότητας όσον αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες, με ταυτόχρονες εξοικονομήσεις, δεν μπορεί να συνιστά νόμιμο λόγο για τη δικαιολόγηση της μειώσεως της διάρκειας της ετήσιας άδειας των προσφευγόντων.

103    Ωστόσο, κατά το ίδιο το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 27 του κανονισμού 1023/2013, επιδιωκόμενος σκοπός ήταν επίσης «να εκσυγχρονιστούν οι συνθήκες εργασίας του προσωπικού που εργάζεται σε τρίτες χώρες».

104    Η Επιτροπή καθώς και το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν φαίνεται ωστόσο να αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο τον σκοπό αυτόν.

105    Η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο εξηγούν, ότι, μεταξύ 2004 και 2014, η κατάσταση που δικαιολογούσε εν μέρει το προηγούμενο καθεστώς έχει εξελιχθεί λόγω της σημαντικής αναπτύξεως των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου και των πτήσεων χαμηλού κόστους. Το δε Συμβούλιο επισημαίνει ότι η ετήσια άδεια 42 εργάσιμων ημερών δημιουργούσε δυσχέρειες στις μικρές αντιπροσωπείες, στο μέτρο που, λόγω των αδειών αυτών και των απουσιών για άλλους λόγους, δεν διέθεταν πάντα επαρκές προσωπικό για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας τους.

106    Η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, επιπλέον, δεν είναι σε θέση να διευκρινίσουν κατά ποιον τρόπο, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της ετήσιας άδειας, η ανάπτυξη των πτήσεων χαμηλού κόστους και η δυνατότητα ευρύτερης χρήσεως σε σχέση με το παρελθόν των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου δικαιολογούν τη μείωση της άδειας αυτής. Ειδικότερα, η ανάπτυξη των πτήσεων χαμηλού κόστους θα μπορούσε, το πολύ, να αιτιολογήσει μείωση των οδοιπορικών αδειών που προβλέπονται στο άρθρο 7 του παραρτήματος V του ΚΥΚ, ενώ οι οδοιπορικές αυτές άδειες, αντιθέτως, μπορούν να αυξηθούν για το προσωπικό που είναι τοποθετημένο σε τρίτες χώρες, όπως αναγνωρίζει και η ίδια η Επιτροπή.

107    Όσον αφορά τη δικαιολόγηση που προέβαλε το Συμβούλιο, οι προσφεύγοντες επισημαίνουν, ορθώς, ότι δεν ισχύει για όλες τις αντιπροσωπείες. Το Συμβούλιο πάντως δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η κατάσταση των μικρών αντιπροσωπειών ήταν τόσο σημαντική ώστε ο νομοθέτης θεώρησε ότι μια γενική μείωση του αριθμού των ημερών ετήσιας άδειας συνιστούσε τη μόνη επιβαλλόμενη λύση, Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης εξέτασε τον πρόσφορο χαρακτήρα της εν λόγω δικαιολογήσεως υπό το πρίσμα της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ να μη χορηγείται άδεια για λόγους αναγόμενους στις ανάγκες της υπηρεσίας, ενώ, θεσπίζοντας το άρθρο 1, σημείο 70, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1023/2013, μείωσε από δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες σε δύο εβδομάδες την περίοδο άδειας που πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος.

108    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν το νέο άρθρο 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι, πριν από τη θέσπισή του, ο νομοθέτης εξέτασε τις συνέπειες της μειώσεως του αριθμού των ημερών ετήσιας άδειας στην υγεία και την ασφάλεια των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες ούτε ότι εξέτασε άλλους τρόπους μειώσεως, μολονότι η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών συμβάλλει άμεσα στη βελτίωση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Strack, C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 44).

109    Εξάλλου, δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης, περιορίζοντας με το νέο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ την ετήσια άδεια των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες σε 24 ημέρες από το 2016, έλαβε υπόψη αυτό καθαυτό το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 57 του ΚΥΚ, οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν εντός της Ένωσης δικαιούνται άδεια έως και 30 εργάσιμων ημερών αναλόγως της ηλικίας τους και του βαθμού τους.

110    Ομοίως, δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης εξέτασε, καθόσον τον αφορά, αν το γράμμα του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, σχετικά με την άδεια αναπαύσεως, διασφάλιζε, αυτό καθαυτό, σε κάθε μόνιμο υπάλληλο και μέλος του λοιπού προσωπικού που υπηρετεί σε τρίτη χώρα και βρίσκεται σε ιδιαιτέρως δυσχερή κατάσταση επαρκή προστασία της υγείας και της ασφάλειάς του, ενώ, δυνάμει της διατάξεως αυτής, η άδεια αναπαύσεως χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση.

111    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει εσφαλμένως ότι ο νομοθέτης συνεκτίμησε τις εγγενείς δυσχέρειες της καταστάσεως του προσωπικού που υπηρετεί σε τρίτες χώρες όσον αφορά ειδικά με την ετήσια άδειά του, παραπέμποντας στο άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, ενώ, όπως εκτέθηκε (βλ. σκέψη 92 ανωτέρω), η διάταξη αυτή, τροποποιηθείσα από το άρθρο 1, σημείο 71, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1023/2013, ευθυγραμμίζει αντιθέτως το καθεστώς των ενδιαφερομένων με το καθεστώς των άλλων μονίμων υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού μειώνοντας τον αριθμό των ημερών ετήσιας άδειας που δικαιούνταν σε περίπτωση αναλήψεως ή παύσεως καθηκόντων κατά τη διάρκεια του έτους.

112    Βάσει των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εξέτασε, κατά τη θέσπιση του νέου άρθρου 6 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, αν το άρθρο αυτό ήταν πράγματι δικαιολογημένο βάσει σκοπού γενικού συμφέροντος και αν συνιστούσε, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη επέμβαση στο δικαίωμα ετήσιας άδειας των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτες χώρες. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να στηριχθεί στο νέο άρθρο 6 του παραρτήματος του ΚΥΚ για την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων.

113    Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος και πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγοντες.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

114    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

115    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

116    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα των προσφευγόντων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ως παρεμβαίνοντα θεσμικά όργανα, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τις αποφάσεις περί μειώσεως για το έτος 2014 του αριθμού των ημερών ετήσιας άδειας του FranciscoCarrerasSequeros και των άλλων μονίμων υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα.

2)      Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν ο FCarrerasSequeros και οι άλλοι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα.

3)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín

 

      Reine

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Δεκεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων επισυνάπτεται μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.