Language of document : ECLI:EU:T:2012:584

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 7ης Νοεμβρίου 2012 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Δημόσια νοσοκομεία – Επιδοτήσεις χορηγούμενες από τις βελγικές αρχές στα δημόσια νοσοκομεία που μετέχουν στην ένωση IRIS – Απόφαση ληφθείσα κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Ορισμός της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας – Αναλογικότητα της αντισταθμίσεως της δημόσιας υπηρεσίας»

Στην υπόθεση T‑137/10,

Coordination bruxelloise d’institutions sociales et de santé (CBI), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον D. Waelbroeck, δικηγόρο, και από τον D. Slater, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Stromsky, C. Urraca Caviedes και S. Thomas,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J. Gstalter,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις M. Noort και M. de Ree, στη συνέχεια δε από τις Μ. Noort και C. Wissels, καθώς και από τον J. Langer,

και από τους

Région de Bruxelles-Capitale (Βέλγιο),

Commune d’Anderlecht (Βέλγιο),

Commune d’Etterbeek (Βέλγιο),

Commune d’Ixelles (Βέλγιο),

Ville de Bruxelles (Βέλγιο) και

Commune de Saint-Gilles (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενους από τους P. Slegers και A. Lepièce, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2009) 8120 της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση NN 54/09 την οποία χορήγησε το Βασίλειο του Βελγίου με σκοπό τη χρηματοδότηση των δημοσίων νοσοκομείων του δικτύου IRIS της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, V. Vadapalas (εισηγητή) και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το Βασίλειο του Βελγίου είναι ομοσπονδιακό κράτος αποτελούμενο από τρεις περιφέρειες, την Περιφέρεια Φλάνδρας, την Περιφέρεια Βαλλονίας και την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, η οποία περιλαμβάνει 19 δήμους.

2        Το 2005 η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης διέθετε περίπου 8 900 νοσοκομειακές κλίνες, εκ των οποίων το 67 % το διαχειριζόταν ιδιωτικά νοσοκομεία.

3        Η Coordination bruxelloise d’institutions sociales et de santé (CBI), προσφεύγουσα, είναι ένωση βελγικού δικαίου της οποίας μέλη είναι εννέα ιδιωτικά νοσοκομεία ευρισκόμενα στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, με συνολικό δυναμικό 2 708 νοσοκομειακών κλινών.

4        Η Interhospitalière régionale des infrastructures de soins [διανοσοκομειακή περιφερειακή ένωση δομών περιθάλψεως] (IRIS) αποτελεί την ιεραρχικώς ανώτατη ένωση του κλάδου, η οποία διέπεται από το βελγικό δημόσιο δίκαιο και στην οποία μετέχουν πέντε οργανισμοί δημοσίου δικαίου που διαχειρίζονται τα ισάριθμα δημόσια γενικά νοσοκομεία της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης (στο εξής: νοσοκομεία IRIS), με συνολικό δυναμικό περίπου 2 400 νοσοκομειακών κλινών στην εν λόγω περιφέρεια.

 Το βελγικό νομικό πλαίσιο

 Κωδικοποιημένος νόμος περί νοσοκομείων

5        Οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα που υπέχουν όλα τα νοσοκομεία, δημόσια και ιδιωτικά, διέπονταν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, από τον νόμο περί νοσοκομείων, ο οποίος κωδικοποιήθηκε στις 7 Αυγούστου 1987 (στο εξής: LCH).

6        Ο LCH καθορίζει, ειδικότερα, τα ιδρύματα που χαρακτηρίζονται ως νοσοκομεία και το είδος των νοσοκομείων που αναγνωρίζονται ως επιλέξιμοι πάροχοι υπηρεσιών, τους όρους διαχειρίσεως νοσοκομείου και τη δομή της ιατρικής δραστηριότητας, τον νοσοκομειακό προγραμματισμό, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας των νοσοκομείων και παροχής των νοσοκομειακών υπηρεσιών.

7        Όσον αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας των νοσοκομείων και παροχής των νοσοκομειακών υπηρεσιών, ο LCH συμπληρώνεται, μεταξύ άλλων, από τις βασιλικές αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1964 (Moniteur belge της 7ης Νοεμβρίου 1964) και της 30ής Ιανουαρίου 1989 (Moniteur belge της 21ης Φεβρουαρίου 1989, σ. 2967).

 Οργανικός νόμος των ΔΚΚΔ

8        Τα centres publics d’action sociale (δημόσια κέντρα κοινωνικής δράσεως, στο εξής: ΔΚΚΔ) είναι δημόσια ιδρύματα συσταθέντα βάσει του οργανικού νόμου της 8ης Ιουλίου 1976 (Moniteur belge της 5ης Αυγούστου 1976, σ. 9876, στο εξής: οργανικός νόμος των ΔΚΚΔ).

9        Το άρθρο 57 του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ ορίζει τα εξής:

«Το ΔΚΚΔ σκοπεί να διασφαλίζει στα άτομα και στις οικογένειες τη βοήθεια που οφείλει το κοινωνικό σύνολο. Παρέχει όχι μόνο προσωρινή ή θεραπευτική, αλλά και προληπτική βοήθεια […] Η βοήθεια αυτή μπορεί να είναι υλική, ιατρική, ιατροκοινωνική ή ψυχολογική.»

 Το δημόσιο νοσοκομειακό δίκτυο των Βρυξελλών

10      Προ του 1996 το δημόσιο νοσοκομειακό δίκτυο των Βρυξελλών αποτελούνταν από νοσοκομειακά ιδρύματα στερούμενα νομικής προσωπικότητας, τα οποία τα διαχειρίζονταν τα ΔΚΚΔ.

11      Κατόπιν της αναδιαρθρώσεως του δικτύου αυτού, η οποία ολοκληρώθηκε την 1η Ιανουαρίου 1996, τα δημόσια νοσοκομεία των Βρυξελλών απέκτησαν νομική και δημοσιονομική αυτοτέλεια και μετατράπηκαν σε ενώσεις δημοσίου δικαίου που διέπονται από τον οργανικό νόμο των ΔΚΚΔ. Οι δήμοι και τα αντίστοιχα ΔΚΚΔ έχουν την πλειοψηφία των εδρών στις γενικές συνελεύσεις και στα διοικητικά συμβούλια των νοσοκομείων αυτών.

12      Τα πέντε γενικά νοσοκομεία των Βρυξελλών έχουν ενωθεί στο πλαίσιο της IRIS, η οποία είναι ένωση δημοσίου δικαίου υπαγόμενη στο κεφάλαιο XII bis του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ και η οποία ασκεί την εποπτεία των οικείων νοσοκομείων. Στη γενική συνέλευση και στο διοικητικό συμβούλιό της εκπροσωπούνται οι δήμοι της περιοχής Βρυξελλών και τα οικεία ΔΚΚΔ, οι ιατρικοί σύλλογοι, το Université libre de Bruxelles (ULB) και το Vrije Universiteit Brussel (VUB) [το γαλλόφωνο και το ολλανδόφωνο, αντιστοίχως, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών].

13      Το άρθρο 135 ter του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ ορίζει συναφώς τα εξής:

«Επιτρέπεται η σύσταση ανώτατης ιεραρχικώς ενώσεως με σκοπό […] την καθοδήγηση και τη γενική διαχείριση της δραστηριότητας που ασκούν στον νοσοκομειακό τομέα οι τοπικές ενώσεις. Η διοίκηση και η γενική διαχείριση των νοσοκομειακών δραστηριοτήτων περιλαμβάνει ιδίως τη γενική αρμοδιότητα συντονισμού και εφαρμογής των πολιτικών που πρέπει να ακολουθήσουν οι τοπικές ενώσεις μέσω του καθορισμού, από την ανώτατη ένωση, αφενός, της γενικής στρατηγικής και της στρατηγικής προσδιορισμού της νοσοκομειακής πολιτικής, και, αφετέρου, των δράσεων που πρέπει να αναληφθούν για να διασφαλισθεί η εφαρμογή της στρατηγικής αυτής, η ύπαρξη αρμοδιότητας ελέγχου και, ενδεχομένως, η υποκατάσταση των τοπικών ενώσεων από την ανώτατη προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή της γενικής στρατηγικής και της στρατηγικής ανά ίδρυμα που καθορίζει η ανώτατη ένωση, ιδίως στον χρηματοοικονομικό τομέα και στον τομέα του προϋπολογισμού, στον τομέα του προγραμματισμού και της οργανώσεως των ιατρικών δραστηριοτήτων, καθώς και στους τομείς της διοικητικής μέριμνας και των επενδύσεων.»

 Χρηματοδότηση των νοσοκομείων

–       Μέτρα έχοντα εφαρμογή στο σύνολο των νοσοκομείων

14      Όλα τα βελγικά νοσοκομεία λαμβάνουν, για την παρεχόμενη περίθαλψη, χρηματικά ποσά από το ίδρυμα ασφαλίσεως ασθενείας και αναπηρίας, βάσει της νομοθεσίας περί κοινωνικών ασφαλίσεων, καθώς και ποσά προερχόμενα από την εν όλω ή εν μέρει εκχώρηση της αμοιβής των νοσοκομειακών ιατρών, βάσει των άρθρων 130 έως 140 του LCH.

15      Βάσει του LCH, όλα τα νοσοκομεία τυγχάνουν επίσης χρηματοδοτήσεως για τα έξοδα λειτουργίας στα οποία υποβάλλονται για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα που διαλαμβάνεται στον LCH, μέσω «προϋπολογισμού χρηματοοικονομικών μέσων» (στο εξής: ΠΧΜ), ο οποίος καθορίζεται για κάθε νοσοκομείο ετησίως από τον αρμόδιο ομοσπονδιακό υπουργό, σύμφωνα με τους όρους της βασιλικής αποφάσεως της 25ης Απριλίου 2002, περί καθορισμού και εκτελέσεως του ΠΧΜ των νοσοκομείων (Moniteur belge της 30ής Μαΐου 2002, σ. 23593).

16      Κατά τη βασιλική απόφαση της 25ης Απριλίου 2002, ο ΠΧΜ περιλαμβάνει τμήμα «B8», με σκοπό την κάλυψη των ειδικών δαπανών του νοσοκομείου του οποίου οι ασθενείς βρίσκονται σε ιδιαιτέρως αδύναμη κοινωνική και οικονομική θέση. Κατά τον τρόπο αυτό, ορισμένο ποσό διανέμεται μεταξύ των ευρισκομένων σε δυσχερή θέση νοσοκομείων, βάσει συγκεκριμένων προκαθορισμένων κριτηρίων, τα οποία σχετίζονται κατ’ ουσίαν με το ποσοστό των εισαγωγών που αφορούν ασθενείς ευρισκόμενους σε επισφαλή κοινωνική και οικονομική κατάσταση σε σχέση με τον συνολικό αριθμό εισαγωγών ασθενών.

–       Χρηματοδότηση δυνάμει του άρθρου 109 του LCH

17      Εκτός της χρηματοδοτήσεως στο πλαίσιο του ΠΧΜ, το άρθρο 109 του LCH προβλέπει την κάλυψη ενδεχόμενων ελλειμμάτων στους λογαριασμούς διαχειρίσεως των νοσοκομείων που λειτουργούν με ευθύνη των ΔΚΚΔ ή των ενώσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 118 του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ.

18      Τα κριτήρια για την κάλυψη αυτή καθορίζονται με βασιλικές αποφάσεις, ιδίως δε από τη βασιλική απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1986 (Moniteur belge της 12ης Δεκεμβρίου 1986, σ. 17023), η οποία καταργήθηκε από την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2006 (Moniteur belge της 12ης Απριλίου 2006, σ. 20232). Το άρθρο 109 του LCH επιτρέπει, μεταξύ άλλων, την κάλυψη των νοσοκομειακών ελλειμμάτων που οφείλονται στην περίθαλψη κοινωνικά αδύναμων ασθενών, στο μέτρο που η περίθαλψη αυτή δεν χρηματοδοτείται επαρκώς στο πλαίσιο του τμήματος «B8» του ΠΧΜ.

–       Ειδικά μέτρα έχοντα εφαρμογή στα νοσοκομεία IRIS

19      Η υποχρέωση χρηματοδοτήσεως την οποία υπέχουν, βάσει του άρθρου 109 του LCH, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως της περιοχής Βρυξελλών έχει αναληφθεί από την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης.

20      Βάσει της αποφάσεως της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, της 2ας Μαΐου 2002, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως της 8ης Απριλίου 1993, για τη σύσταση ταμείου αναχρηματοδοτήσεως των δήμων της περιφέρειας Βρυξελλών (FRBRTC) (Moniteur belge της 22ας Μαΐου 2002, σ. 21682) προβλέπεται μηχανισμός χρηματοδοτήσεως σχετικά με την υποχρέωση αυτή.

21      Επιπλέον, βάσει της αποφάσεως της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης της 13ης Φεβρουαρίου 2003, περί χορηγήσεως ειδικών επιδοτήσεων στους δήμους της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης (Moniteur belge της 5ης Μαΐου 2003, σ. 24098, στο εξής: απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003), προβλέπεται ειδικώς για τα νοσοκομεία IRIS η χρηματοδότηση των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα. Με την απόφαση αυτή προβλέπεται ειδική επιδότηση, καθοριζόμενη επί ετησίας βάσεως υπέρ των δήμων, για την υλοποίηση έργων δημοτικού ενδιαφέροντος.

 Διοικητική διαδικασία

22      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2005 η προσφεύγουσα και η Association bruxelloise des institutions de soins privées [ένωση ιδιωτικών κλινικών Βρυξελλών] (ABISP) υπέβαλαν καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί κρατικών ενισχύσεων χορηγούμενων από τις βελγικές αρχές στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως των νοσοκομείων IRIS.

23      Κατά τη διάρκεια των ετών 2006, 2007 και 2008 οι καταγγέλλουσες κοινοποίησαν στην Επιτροπή πρόσθετα στοιχεία, ενώ υπήρξαν πολλές επαφές και διοργανώθηκαν συσκέψεις. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, οι βελγικές αρχές της κοινοποίησαν στοιχεία στις 2 Ιουνίου, 27 Οκτωβρίου και 6 Δεκεμβρίου 2006, στις 22 Μαρτίου 2007 και στις 23 Σεπτεμβρίου 2008. Αυτές οι κοινοποιήσεις στοιχείων συνοδεύτηκαν από άτυπες επαφές.

24      Με τις από 10 Ιανουαρίου και 10 Απριλίου 2008 επιστολές η Επιτροπή γνωστοποίησε στη νυν προσφεύγουσα και στην ABISP ότι δεν υπήρχαν επαρκείς λόγοι για να δοθεί συνέχεια στον έλεγχο των μέτρων κατά των οποίων στρεφόταν η καταγγελία τους.

25      Στις 25 Μαρτίου και στις 20 Ιουνίου 2008 η νυν προσφεύγουσα και η ABISP άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων που, κατά τις τότε προσφεύγουσες, περιείχαν οι εν λόγω επιστολές (υποθέσεις T‑128/08 και T‑241/08). Με διάταξη της 5ης Μαΐου 2010, T‑128/08 και T‑241/08, CBI και ABISP κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί των προσφυγών αυτών.

26      Με την απόφαση C(2009) 8120, της 28ης Οκτωβρίου 2009, περί της κρατικής ενισχύσεως NN 54/09 η οποία χορηγήθηκε από το Βασίλειο του Βελγίου για τη χρηματοδότηση των δημοσίων νοσοκομείων του δικτύου IRIS της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή αποφάσισε, μετά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, να μην εγείρει αντιρρήσεις όσον αφορά τα επίμαχα μέτρα.

27      Στις 24 Μαρτίου 2010 η περίληψη της προσβαλλομένης αποφάσεως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 74, σ. 1), συνοδευόμενη από παραπομπή στον ιστότοπο της Επιτροπής, όπου παρέχεται δυνατότητα προσβάσεως στο πλήρες κείμενο της αποφάσεως αυτής.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

28      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της καταγγελίας, οφείλει να εξετάσει το σύνολο των δημοσίων χρηματοδοτήσεων που χορηγήθηκαν στα νοσοκομεία IRIS, που μπορεί να παρουσιασθεί συνοπτικά ως ακολούθως (αιτιολογική σκέψη 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

–        το σύνολο των αντισταθμίσεων που καλύπτουν τις δαπάνες οι οποίες ήταν αναγκαίες για την παροχή δημοσίων υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα·

–        η αντιστάθμιση των νοσοκομειακών ελλειμμάτων βάσει του άρθρου 109 του LCH·

–        η ενίσχυση που χορηγήθηκε για την αναδιάρθρωση των δημοσίων νοσοκομείων των Βρυξελλών το 1995·

–        οι αντισταθμίσεις για τις αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας μη νοσοκομειακού χαρακτήρα.

29      Η Επιτροπή εξετάζει εν συνεχεία αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, διαπιστώνοντας ότι, «καθόσον οι επίμαχες δραστηριότητες των νοσοκομείων μπορούν να χαρακτηρισθούν ως οικονομικής φύσεως», οι προϋποθέσεις αυτές «πληρούνται καταρχήν» και ότι τα επίμαχα μέτρα «φαίνεται καταρχήν να αποτελούν κρατικές ενισχύσεις» (αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30      Επισημαίνει ότι οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, εφόσον πληρούν σωρευτικώς τα τέσσερα κριτήρια που διατυπώθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. I‑7747, στο εξής: απόφαση Altmark) (αιτιολογικές σκέψεις 134 έως 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31      Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επίμαχα μέτρα πληρούν το πρώτο κριτήριο, σχετικά με την ανάθεση και τον ορισμό των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας (αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 157 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

32      Η εκτίμησή της διαφοροποιείται αναλόγως του αν πρόκειται για «αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα» ή «μη νοσοκομειακού» εκ μέρους των νοσοκομείων IRIS.

33      Όσον αφορά τις υπηρεσίες νοσοκομειακού χαρακτήρα, κατά την Επιτροπή, τα νοσοκομεία IRIS έχουν επιφορτισθεί, εκτός των γενικών υπηρεσιών που παρέχουν όλα τα νοσοκομεία δυνάμει του LCH, με την παροχή ειδικών υπηρεσιών οι οποίες τους έχουν ανατεθεί δυνάμει του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ και των στρατηγικών σχεδίων που έχει καταρτίσει η ένωση IRIS, δηλαδή την «υποχρέωση περιθάλψεως κάθε ασθενούς σε οποιαδήποτε περίσταση, ακόμη και μη επείγουσα, και η υποχρέωση αναπτύξεως πλήρους δραστηριότητας νοσοκομειακής περιθάλψεως σε πλείονες τόπους» (αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ των δημόσιων νοσοκομείων τα οποία «υπέχουν σαφώς καθορισμένη υποχρέωση να παρέχουν σε κάθε ασθενή, κατόπιν απλού αιτήματός του, κάθε είδους νοσοκομειακή υπηρεσία, στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών σε πλείονες τόπους», και των ιδιωτικών νοσοκομείων, τα οποία «είναι ελεύθερα, ελλείψει οιασδήποτε αντίστοιχης υποχρεώσεως επιβαλλομένης εκ του νόμου, να επιλέγουν τους ασθενείς που θα δέχονται πέραν των επειγόντων περιστατικών, να επιλέγουν μία ή περισσότερες ειδικότητες και να οργανώνουν ελεύθερα τις δραστηριότητες αναλόγως των διαφόρων σημείων λειτουργίας τους» (αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

34      Όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών μη νοσοκομειακού χαρακτήρα, η Επιτροπή εκτιμά ότι στα νοσοκομεία IRIS έχουν ανατεθεί από τα ΔΚΚΔ αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα, δυνάμει του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ και των συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ των ΔΚΚΔ και των οικείων νοσοκομείων. Οι αποστολές αυτές, οι οποίες εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των ΔΚΚΔ, συνίστανται, ειδικότερα, στην παροχή ατομικής κοινωνικής βοήθειας, συνοδευτικής της ιατρικής βοήθειας προς τους ασθενείς (αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επίσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα νοσοκομεία IRIS, όπως και κάθε δημόσιο ίδρυμα της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, υπέχουν υποχρέωση λειτουργίας σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες της περιφέρειας (αιτιολογική σκέψη 156 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35      Η Επιτροπή προβαίνει στην εξέταση του τετάρτου κριτηρίου, σχετικά με την ανάθεση μέσω διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως ή της αντισταθμίσεως βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη, αποφαινόμενη ότι το κριτήριο αυτό δεν πληρούται εν προκειμένω (αιτιολογικές σκέψεις 159 έως 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Βάσει των ανωτέρω, αποφαίνεται ότι τα επίμαχα μέτρα δεν πληρούν το τέταρτο κριτήριο της αποφάσεως Altmark και ότι, επομένως, αποτελούν κρατικές ενισχύσεις (αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37      Προκειμένου περί του συμβατού των επίμαχων μέτρων, βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, για να τύχουν της εφαρμογής παρεκκλίσεως, τα μέτρα αυτά πρέπει να πληρούν τα κριτήρια της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, καθώς και τις ακόλουθες προϋποθέσεις: i) η επίμαχη υπηρεσία πρέπει να είναι υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) και να καθορίζεται σαφώς ως τέτοια από το κράτος μέλος· ii) η επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η παροχή της επίμαχης ΥΓΟΣ πρέπει να έχει επιφορτισθεί επίσημα προς τούτο από το κράτος μέλος και iii) η εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη ΕΚ πρέπει να παρακωλύει την εκπλήρωση της ειδικής αποστολής που έχει ανατεθεί στην επιχείρηση αυτή, η δε εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων αυτών δεν πρέπει να έχει επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών σε βαθμό που να αντιβαίνει στα κοινοτικά συμφέροντα (αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

38      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι διευκρίνισε τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να εφαρμόζει το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, με τη «Δέσμη ΥΓΟΣ», που αποτελείται από το κοινοτικό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (ΕΕ 2005, C 297, σ. 4), και από την απόφαση 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, [ΕΚ] στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 312, σ. 67).

39      Κατά τη Δέσμη ΥΓΟΣ, πρέπει να πληρούνται τα εξής κριτήρια: i) ύπαρξη πράξεως αναθέσεως καθορίζουσας, μεταξύ άλλων, το είδος και τη διάρκεια των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, την οικεία επιχείρηση και την οικεία γεωγραφική περιοχή, το είδος των αποκλειστικών ή των ειδικών δικαιωμάτων που παρέχονται ενδεχομένως στην επιχείρηση, τις παραμέτρους υπολογισμού, ελέγχου και αναθεωρήσεως της αντισταθμίσεως και τους όρους για την αποφυγή και την επιστροφή ενδεχόμενης υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως· ii) καθορισμός ανώτατου επιτρεπομένου ορίου αντισταθμίσεως, το οποίο είναι το αναγκαίο για την κάλυψη των δαπανών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και απουσία διεπιδοτήσεων και iii) έλεγχος της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως από τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών (αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

40      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα λεπτομερέστερα κριτήρια της Δέσμης ΥΓΟΣ, ειδικότερα δε τα υπό i και iii προπαρατεθέντα κριτήρια, έχουν εφαρμογή από της 29ης Νοεμβρίου 2006 (αιτιολογική σκέψη 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

41      Η Επιτροπή διαρθρώνει την ανάλυσή της βάσει των κριτηρίων της νομολογίας και της Δέσμης ΥΓΟΣ, περί αναγκαιότητας και αναλογικότητας των μέτρων ενισχύσεως.

42      Όσον αφορά τα κριτήρια περί αναγκαιότητας:

–        «Καθορισμός και ανάθεση»: η Επιτροπή παραπέμπει στην ανάλυση του πρώτου κριτηρίου της αποφάσεως Altmark, το οποίο εκτιμά ότι πληρούται εν προκειμένω (αιτιολογικές σκέψεις 172 έως 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–        «Προκαθορισμένες παράμετροι της αντισταθμίσεως»: εκτιμάται ότι το κριτήριο αυτό πληρούται εν προκειμένω τόσο όσον αφορά τις αντισταθμίσεις στο πλαίσιο του ΠΧΜ όσο και αυτές που χορηγούνται αποκλειστικώς σε δημόσια νοσοκομεία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 109 του LCH και, όσον αφορά τις αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα, κατ’ εφαρμογήν του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ και της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2003. Η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση που χορηγήθηκε το 1995 μέσω του FRBRTC αφορά αποκλειστικώς τις προ του 1996 αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Οι επιπλέον δαπάνες που συνδέονται με την υποχρέωση λειτουργίας σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες τυγχάνουν αντισταθμίσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 109 του LCH (αιτιολογικές σκέψεις 175 έως 181 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–        «Όροι για την αποτροπή και τη διόρθωση ενδεχόμενων υπερβαλλουσών αντισταθμίσεων»: η Επιτροπή παρατηρεί ότι υπάρχουν τέτοιες ρυθμίσεις στο πλαίσιο του ΠΧΜ. Όσον αφορά τη χρηματοδότηση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 109 του LCH, η αντιστάθμιση περιορίζεται στο ποσό των καθαρών δαπανών της δημόσιας υπηρεσίας που δεν είχε προηγουμένως καλυφθεί από τον ΠΧΜ. Ο μηχανισμός που τίθεται σε εφαρμογή μέσω του FRBRTC σκοπεί στην προσωρινή προκαταβολή των αναγκαίων ποσών για την κάλυψη των ελλειμμάτων των δημόσιων νοσοκομείων της περιοχής Βρυξελλών, εν αναμονή του καθορισμού του οριστικού ελλείμματος από τον αρμόδιο ομοσπονδιακό υπουργό, κάτι για το οποίο παρατηρείται καθυστέρηση σχεδόν δέκα ετών. Οι βασιλικές αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 1986 και της 8ης Μαρτίου 2006, περί κριτηρίων για τον καθορισμό των ελλειμμάτων των νοσοκομείων, περιλαμβάνουν διατάξεις για την αποφυγή της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως που οφείλεται στο ότι κακώς ελήφθησαν υπόψη μη επιλέξιμες δαπάνες. Όσον αφορά τις αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα, η εκ μέρους των ΔΚΚΔ ανάληψη των εξόδων υπόκειται στην προϋπόθεση της τηρήσεως των απαιτήσεων που έχουν θέσει τα ΔΚΚΔ, γεγονός που καθιστά δυνατή την αποφυγή του ενδεχομένου της καταβολής αντισταθμίσεως αχρεωστήτως. Όσον αφορά τη λειτουργία σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες, η ανάληψη των επιπλέον δαπανών καλύπτεται από τον μηχανισμό του άρθρου 109 του LCH, βάσει του οποίου υπόκειται σε ανώτατο επιτρεπόμενο όριο το οποίο συνίσταται στο 100 % αυτών των επιπλέον δαπανών (αιτιολογικές σκέψεις 182 έως 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

43      Όσον αφορά τα κριτήρια περί αναλογικότητας:

–        «Προσαρμογή της αντισταθμίσεως στο αναγκαίο για την κάλυψη των δαπανών εκπληρώσεως των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας»: η Επιτροπή επισημαίνει ότι εξέτασε, για κάθε εμπλεκόμενο νοσοκομείο και για την περίοδο από το 1996 έως το 2007, αφενός, τα ετήσια αποτελέσματα των ΥΓΟΣ, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εσόδων των ΥΓΟΣ και το σύνολο των σχετικών επιβαρύνσεων και, αφετέρου, τις αντισταθμίσεις για τις ΥΓΟΣ, τόσο αυτές που χορηγήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 109 του LCH όσο και εκείνες που χορηγούνται, από το 2003, λόγω της εκπληρώσεως αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα. Τα στοιχεία, τα οποία παρατίθενται και στον πίνακα της αιτιολογικής σκέψεως 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καταδεικνύουν, για όλα τα νοσοκομεία IRIS, ελλείπουσα αντιστάθμιση των ΥΓΟΣ, μολονότι στην περίπτωση τριών νοσοκομείων παρατηρείται περιστασιακώς υπερβάλλουσα αντιστάθμιση, όσον αφορά τους ισολογισμούς ενός ή δύο ετών, η οποία μεταφέρθηκε στο επόμενο έτος. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να υπάρξει υπερβάλλουσα αντιστάθμιση οφειλόμενη στη χαρακτηρισθείσα ως μη ανακτήσιμη πίστωση των χρηματοδοτήσεων που προκατέβαλε το FRBRTC στους δήμους, στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως των νοσοκομείων του 1995. Επιπλέον, ο μηχανισμός προκαταβολής μέσω του FRBRTC καθιστά δυνατή την προσωρινή μόνον κάλυψη των ελλειμμάτων, δεδομένου ότι η προκαταβολή αυτή πρέπει να επιστραφεί όταν καθορισθεί το ύψος του ελλείμματος του νοσοκομείου, γεγονός το οποίο αποκλείει οποιαδήποτε υπερβάλλουσα αντιστάθμιση (αιτιολογικές σκέψεις 194 έως 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–        «Τήρηση χωριστών λογιστικών βιβλίων και απουσία διεπιδοτήσεων»: η Επιτροπή φρονεί ότι οι διατάξεις που αφορούν τα λογιστικά βιβλία των νοσοκομείων και οι οποίες έχουν εφαρμογή στο σύνολο των νοσοκομείων επιτάσσουν τη χωριστή, ως προς τα λοιπά έξοδα, λογιστική καταχώριση των εξόδων που σχετίζονται με την παροχή δημοσίων υπηρεσιών ΥΓΟΣ σε σχέση με τα λοιπά έξοδα. Επομένως, πληρούται η προϋπόθεση περί τηρήσεως χωριστών λογιστικών βιβλίων. Οι διεπιδοτήσεις αποκλείονται, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι εμπορικές δραστηριότητες των δημόσιων νοσοκομείων είναι ελάχιστες και καταχωρίζονται σε διαφορετικά λογιστικά βιβλία (αιτιολογικές σκέψεις 202 έως 206 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–        «Έλεγχος της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως από τις δημόσιες αρχές»: η Επιτροπή εκτιμά ότι η δραστηριότητα των νοσοκομείων IRIS, προκειμένου περί αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας τόσο νοσοκομειακού όσο και κοινωνικού χαρακτήρα, υπόκειται σε διαφόρους μηχανισμούς ελέγχου που καθιστούν δυνατή την αποφυγή της χορηγήσεως υπερβαλλουσών αντισταθμίσεων (αιτιολογικές σκέψεις 207 έως 211 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

44      Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο σύστημα χρηματοδοτήσεως πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 1 έως 3 της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1980, για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 205), η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006, για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων, καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων (ΕΕ L 318, σ. 17) (αιτιολογικές σκέψεις 213 έως 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

45      Η Επιτροπή αποφαίνεται ως εξής:

«[…] [Κ]ατά το χρονικό διάστημα 1996-2007 και περιλαμβανομένης της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση που χορηγήθηκε το έτος 1995, τα [νοσοκομεία] IRIS έτυχαν συνόλου δημοσίων χρηματοδοτήσεων λόγω αντισταθμίσεως αποστολών παροχής υπηρεσιών ΥΓΟΣ νοσοκομειακού χαρακτήρα και μη. Οι χρηματοδοτήσεις αυτές αποτελούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ] […] Δεδομένου ότι είναι σύμφωνα με τις διατάξεις της [Δ]έσμης ΥΓΟΣ […], τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως από την υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, [ΕΚ] [από της 19ης Δεκεμβρίου 2005,] ενώ όσον αφορά το προηγούμενο χρονικό διάστημα οι ενισχύσεις αυτές που δεν κοινοποιήθηκαν πρέπει να θεωρηθούν παράνομες. Πάντως, όλες αυτές οι ενισχύσεις είναι συμβατές με την κοινή αγορά, λαμβανομένου υπόψη του ότι είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις […] που θέτει το άρθρο 86, παράγραφος 2, [ΕΚ].»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

46      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαρτίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

47      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 21η Ιουνίου 2010, καθώς και στις 9, 16 και 26 Ιουλίου 2010, η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, ο Δήμος Anderlecht (Βέλγιο), ο Δήμος Etterbeek (Βέλγιο), ο Δήμος Ixelles (Βέλγιο), ο Δήμος Βρυξελλών (Βέλγιο) και ο Δήμος Saint-Gilles (Βέλγιο) ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής.

48      Με διάταξη του προέδρου του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, έγιναν δεκτά τα αιτήματα παρεμβάσεως της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, καθώς και των Δήμων Anderlecht, Etterbeek, Ixelles, Βρυξελλών και Saint-Gilles.

49      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου και την τοποθέτηση του εισηγητή δικαστής στο έκτο τμήμα, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε κατά συνέπεια στο τμήμα αυτό.

50      Με διατάξεις του προέδρου του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, της 4ης Οκτωβρίου 2010, έγιναν δεκτά τα αιτήματα παρεμβάσεως που υπέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

51      Οι παρεμβαίνουσες κατέθεσαν τα υπομνήματά τους παρεμβάσεως στις 20 Δεκεμβρίου 2010. Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί των υπομνημάτων αυτών στις 7 Απριλίου 2011.

52      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, έθεσε δε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις, στις οποίες αυτοί απάντησαν εγγράφως στις 18 Νοεμβρίου 2011.

53      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, εκτός του Βασιλείου των Κάτω Χωρών το οποίο γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν θα εκπροσωπηθεί.

54      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και τους παρεμβαίνοντες στα δικαστικά έξοδα.

55      Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα.

56      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

57      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, θέτει εν αμφιβόλω το παραδεκτό της προσφυγής, καθόσον με αυτήν προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως αντλούμενοι από πλάνη εκτιμήσεως ως προς το συμβατό της ενισχύσεως. Κατά την καθής και την προμνημονευθείσα παρεμβαίνουσα, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αν η ενίσχυση είναι συμβατή, οπότε οι σχετικοί λόγοι της προσφεύγουσας πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτοι.

58      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση κατά την οποία, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή διαπιστώνει, με απόφαση ληφθείσα βάσει της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, ότι ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, οι ενδιαφερόμενοι που απολαύουν των διαδικαστικών εγγυήσεων του άρθρου αυτού μπορούν να διασφαλίσουν την τήρησή τους μόνον εφόσον έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν την απόφαση αυτή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

59      Για τους λόγους αυτούς, κρίνεται παραδεκτή προσφυγή με αίτημα την ακύρωση τέτοιας αποφάσεως, την οποία άσκησε ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, εφόσον ο προσφεύγων επιδιώκει με την άσκηση της προσφυγής αυτής να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την εν λόγω διάταξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C‑78/03 P, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, Συλλογή 2005, σ. I‑10737, σκέψεις 34 και 35· βλ. επίσης, σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1993, C‑198/91, Cook κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑2487, σκέψεις 23 έως 26, και της 15ης Ιουνίου 1993, C‑225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3203, σκέψεις 17 έως 20).

60      Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο της ίδιας της αποφάσεως περί εκτιμήσεως της ενισχύσεως, το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ δεν αρκεί ώστε να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να αποδείξει την ιδιαιτερότητα της περιπτώσεώς του, κατά την έννοια της νομολογίας που διατυπώθηκε με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι η ενίσχυση την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάζει ουσιωδώς τη θέση του προσφεύγοντος στην αγορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 1986, 169/84, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 391, σκέψεις 22 έως 25, και προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, σκέψη 37).

61      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η προσφυγή της κατατείνει στη διασφάλιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της ως άνω ενδιαφερομένης κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, καθόσον η απόφαση να μην κινηθεί η επίσημη διαδικασία ελέγχου θίγει τα δικαιώματα αυτά. Κατά την προσφεύγουσα, η απόδειξη των σοβαρών δυσχερειών που αντιμετώπισε η Επιτροπή κατά τον έλεγχο της ενισχύσεως δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθεί, εν προκειμένω, από την ύπαρξη πλάνης κατά την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

62      Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός, το οποίο δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα, ως ένωση πλειόνων ιδιωτικών νοσοκομείων ευρισκομένων στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, πρέπει να θεωρηθεί ενδιαφερόμενη κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

63      Συνεπώς, ασκεί παραδεκτώς προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να διασφαλίσει τα αντλούμενα από τη διάταξη αυτή διαδικαστικά δικαιώματά της.

64      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας περί του ότι η προσφεύγουσα προβάλλει απαράδεκτους λόγους ακυρώσεως αντλούμενους από πλάνη εκτιμήσεως ως προς το αν η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, μπορεί να προβάλει οποιονδήποτε λόγο δυνάμενο να καταδείξει ότι η εκτίμηση των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, κατά το προκαταρκτικό στάδιο ελέγχου, θα έπρεπε να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς το συμβατό της ενισχύσεως με την κοινή αγορά.

65      Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ή την τροποποίηση των προϋποθέσεων περί του παραδεκτού. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά το συμβατό συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομισθεί για να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2011, C‑83/09 P, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, Συλλογή 2011, σ. Ι‑4441, σκέψη 59).

66      Στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής, οι λόγοι ακυρώσεως που θέτουν εν αμφιβόλω το συμβατό της ενισχύσεως πρέπει να εκτιμηθούν από το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρής δυσχέρειας, χωρίς να πρέπει να κριθούν απαράδεκτοι (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010, T‑568/08 και T‑573/08, M6 και TF1 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑3397, σκέψη 72, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑359/04, British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑4227, σκέψη 58 και 59).

67      Εν προκειμένω, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει σαφώς ότι η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως περί μη προβολής αντιρρήσεων, επικαλούμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας.

68      Προκειμένου, συνεπώς, περί προσφυγής που θέτει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της αποφάσεως που ελήφθη χωρίς να κινηθεί η επίσημη διαδικασία ελέγχου, πρέπει να εξετασθεί το σύνολο των λόγων που προβάλλει η προσφεύγουσα, προκειμένου να εκτιμηθεί το αν καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό των σοβαρών δυσχερειών εξαιτίας των οποίων η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου.

69      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

70      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών κατά τον προκαταρκτικό έλεγχο των επίμαχων μέτρων ενισχύσεως. Υποστηρίζει, αφενός, ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν τα υπό εξέταση μέτρα ενισχύσεως είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά, από απόψεως των κριτηρίων εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, και, αφετέρου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

71      Επιπλέον, η προσφεύγουσα επικαλείται, για πρώτη φορά με το υπόμνημά της απαντήσεως, ορισμένες περιστάσεις σχετικές με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, συγκεκριμένα δε τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, καθώς και το μέγεθος και την περιπλοκότητα της αποφάσεως αυτής.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

–       Επί της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου

72      Κατά πάγια νομολογία, η επίσημη διαδικασία ελέγχου, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, καθίσταται αναγκαία οσάκις η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες για να εκτιμήσει αν ορισμένη ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να περιορισθεί στο προκαταρκτικό στάδιο ελέγχου κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και να λάβει ευνοϊκή απόφαση επί συγκεκριμένης ενισχύσεως μόνον εφόσον βεβαιωθεί, κατόπιν πρώτης εξετάσεως, ότι η ενίσχυση αυτή είναι συμβατή με τη Συνθήκη.

73      Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία, κατόπιν του αρχικού αυτού ελέγχου, η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη πεποίθηση ή δεν κατορθώσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την κρίση του ζητήματος αν η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τούτο τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (προπαρατεθείσες αποφάσεις Cook κατά Επιτροπής, σκέψη 29, και Matra κατά Επιτροπής, σκέψη 33).

74      Η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητείται τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως όσο και στο περιεχόμενό της, κατά τρόπο αντικειμενικό, κατόπιν συσχετίσεως του σκεπτικού της αποφάσεως με τα στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί του συμβατού των επίμαχων ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 2009, C‑431/07 P, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑2665, σκέψη 63· απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑49/93, SIDE κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2501, σκέψη 60, και προπαρατεθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56).

75      Ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας του ελέγχου που διενεργεί η Επιτροπή κατά την προκαταρκτική διαδικασία συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος περί του αν υφίστανται σοβαρές δυσχέρειες υπερβαίνει τη διερεύνηση τυχόν πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2001, T‑73/98, Prayon‑Rupel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑867, σκέψη 47, και προπαρατεθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56).

77      Καθόσον η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως εξαρτάται από την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς το αν η επίμαχη ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, απόκειται στον προσφεύγοντα να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιων αμφιβολιών, βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 59, και διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 2011, C‑451/10 P, TF1 κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 52).

78      Πριν εξετάσει, καταρχάς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, στην περίπτωση των επίμαχων ενισχύσεων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να υπομνησθούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

–       Επί των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ

79      Βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση ΥΓΟΣ ή έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως δε στους κανόνες περί ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή εν τοις πράγμασι την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη του εμπορίου δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό που να θίγεται το συμφέρον της Κοινότητος.

80      Με την απόφαση Altmark (σκέψεις 87 έως 94), το Δικαστήριο έκρινε ότι η αντιστάθμιση που χορηγείται ως αντιπαροχή υπηρεσιών παρεχόμενων για την εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, εφόσον πληρούνται σωρευτικώς τα εξής τέσσερα κριτήρια:

–        η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση σαφώς καθορισμένων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

–        οι βασικές παράμετροι για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως πρέπει να έχουν προσδιορισθεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια·

–        η αντιστάθμιση δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών και

–        οσάκις η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, το ύψος της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεων.

81      Η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που δεν πληροί τα κριτήρια αυτά υπόκειται στην εφαρμογή των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων, πλην όμως μπορεί να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει, ιδίως, του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ (προπαρατεθείσα απόφαση M6 και TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 62).

82      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της επίμαχης παρεκκλίσεως διευκρινίζονταν, αφενός, με την απόφαση 2005/842 και, αφετέρου, με το κοινοτικό πλαίσιο περί κρατικών ενισχύσεων με τη μορφή αντισταθμίσεων για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

83      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή, για να εκτιμήσει αν τα επίμαχα μέτρα είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά, στηρίχθηκε, κατ’ ουσία, στις προϋποθέσεις που διατυπώνονται με την απόφαση 2005/842, προσθέτοντας πάντως ότι, εκτός ορισμένων επιπλέον απαιτήσεων, οι προϋποθέσεις αυτές στηρίζονται στα τρία πρώτα κριτήρια της αποφάσεως Altmark (αιτιολογικές σκέψεις 167 και 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

84      Συναφώς, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία που διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής διαρθρώνεται βάσει των κριτηρίων της αποφάσεως Altmark, εκ των οποίων τα τρία πρώτα συμπίπτουν ως επί το πλείστον, κατά την Επιτροπή, με τις διατάξεις της αποφάσεως 2005/842, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να εξετασθούν με τη σειρά των κριτηρίων αυτών.

–       Επί της ιδιαιτερότητας της δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα

85      Πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι οι προϋποθέσεις της αποφάσεως Altmark και της Δέσμης ΥΓΟΣ αφορούν αδιακρίτως όλους τους τομείς της οικονομίας, κατά την εφαρμογή τους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα του οικείου τομέα.

86      Το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ιδίως ότι, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της αποστολής των ΥΓΟΣ σε ορισμένους τομείς, πρέπει να επιδεικνύεται ελαστικότητα ως προς την εφαρμογή της αποφάσεως Altmark, βάσει του πνεύματος και του σκοπού που επέβαλαν τις προϋποθέσεις οι οποίες διατυπώθηκαν με την απόφαση αυτή και με τρόπο προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες συνθήκες της προκειμένης περιπτώσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑81, σκέψη 160).

87      Όσον αφορά τον νοσοκομειακό τομέα, η κρίση αυτή αντικατοπτρίζεται στη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2005/842, κατά την οποία:

«[Π]ρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στο παρόν στάδιο ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς, το μέγεθος της στρέβλωσης του ανταγωνισμού [στον τομέα αυτόν] δεν είναι απαραίτητα ανάλογο προς το [ύψος] του κύκλου εργασιών και της αντιστάθμισης. Κατά συνέπεια, τα νοσοκομεία που παρέχουν ιατρική περίθαλψη, υπηρεσίες αντιμετώπισης έκτακτων περιστατικών και παρεπόμενες υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με τις κύριες δραστηριότητες, ιδίως στον τομέα της έρευνας, […] πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στην παρούσα απόφαση, ακόμη και αν το ποσό της παρεχόμενης αντιστάθμισης υπερβαίνει το οριζόμενο κατώτερο όριο, εφόσον οι υπηρεσίες που παρέχουν έχουν χαρακτηρισθεί από τα κράτη μέλη ως [ΥΓΟΣ]».

88      Κατά την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη το γεγονός ότι η συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία δεν έχει εμπορικό χαρακτήρα, ο δε χαρακτηρισμός της ως ΥΓΟΣ οφείλεται κυρίως στον αντίκτυπό της σε επίπεδο ανταγωνισμού και εμπορίου (βλ., σχετικώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Ιουνίου 2008, T‑442/03, SIC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1161, σκέψη 153).

89      Ως εκ τούτου, τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Altmark όσον αφορά τη δραστηριότητα των μεταφορών, η οποία έχει αδιαμφισβήτητα οικονομικό και ανταγωνιστικό χαρακτήρα, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής, με την ίδια αυστηρότητα, στον νοσοκομειακό τομέα, ο οποίος δεν έχει κατ’ ανάγκη τέτοιο ανταγωνιστικό και εμπορικό χαρακτήρα.

90      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι, καθόσον ένα εθνικό σύστημα υγείας, η διαχείριση του οποίου έχει ανατεθεί σε υπουργεία και άλλους φορείς, λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της αλληλεγγύης ως προς τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του από κοινωνικές εισφορές και άλλους κρατικούς πόρους και ως προς τη δωρεάν παροχή υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους του με βάση καθολική κάλυψη, οι φορείς αυτοί δεν ενεργούν ως επιχειρήσεις στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους διαχειρίσεως του εν λόγω συστήματος (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαρτίου 2003, T‑319/99, FENIN κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑357, σκέψη 39).

91      Η προσβαλλόμενη απόφαση λαμβάνει υπόψη τα ανωτέρω. Αφενός, χαρακτηρίζει ως οικονομική τη δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακής περιθάλψεως, εκτιμώντας ότι επιβάλλεται η διάκρισή της από τη «διαχείριση του εθνικού συστήματος υγείας», η οποία ασκείται από φορείς του Δημοσίου ως δημόσια εξουσία. Αφετέρου, με την απόφαση αυτή διαπιστώνεται ότι τα δημόσια νοσοκομεία ασκούν και άλλες δραστηριότητες κοινωνικού χαρακτήρα, οι οποίες δεν μπορούν κατά πάσα πιθανότητα να χαρακτηρισθούν ως οικονομικού χαρακτήρα, αλλά περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αποκλειστικώς για λόγους οικονομίας της διαδικασίας: ακόμη κι αν οι δραστηριότητες αυτές χαρακτηρίζονταν ως οικονομικού χαρακτήρα, οι αντίστοιχες επιδοτήσεις θα αποτελούσαν ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 110 και 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

92      Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, στον οικείο νοσοκομειακό τομέα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ευθύνες των κρατών μελών όσον αφορά τη διαμόρφωση της πολιτικής τους στον τομέα της υγείας, καθώς και η οργάνωση και η παροχή υπηρεσιών υγείας και ιατρικής περιθάλψεως, στοιχείο που προκύπτει ιδίως από το άρθρο 152, παράγραφος 5, ΕΚ.

93      Σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα κράτη μέλη οργανώνουν το εθνικό σύστημά τους υγείας βάσει των αρχών που επιλέγουν, οι δε υποχρεώσεις που είναι συμφυείς με τις δημόσιες νοσοκομειακές υπηρεσίες μπορούν ιδίως να περιλαμβάνουν τόσο υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε όλα τα νοσοκομειακά ιδρύματα όσο και πρόσθετες υποχρεώσεις που επιβάλλονται αποκλειστικά στα δημόσια ιδρύματα, λαμβανομένης υπόψη της αυξημένης σπουδαιότητάς τους για την εύρυθμη λειτουργία του εθνικού συστήματος υγείας.

94      Πάντως, εφόσον η οργάνωση της παροχής υπηρεσιών υγείας που αποφάσισε κράτος μέλος περιλαμβάνει την επιβολή υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε ιδιωτικούς φορείς, το γεγονός αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των μέτρων ενισχύσεως που έχουν ληφθεί στον τομέα αυτό.

95      Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία ισχύουν διαφορετικές απαιτήσεις για τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, στους οποίους έχει ανατεθεί η παροχή της ιδίας δημόσιας υπηρεσίας, γεγονός που συνεπάγεται διαφορετικό ύψος δαπανών και αντισταθμίσεως, οι διαφορές αυτές πρέπει να προκύπτουν σαφώς από τις αντίστοιχες πράξεις αναθέσεως στους οικείους φορείς, έτσι ώστε, μεταξύ άλλων, να καθίσταται δυνατό να διακριβωθεί αν η επιδότηση είναι συμβατή με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Πράγματι, κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων εκ των όρων χορηγήσεώς της, αντιβαίνει στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεν μπορεί να κριθεί από την Επιτροπή ως συμβατή με την εσωτερική αγορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2008, C‑390/06, Nuova Agricast, Συλλογή 2008, σ. I‑2577, σκέψη 51).

96      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται από τις εκτιμήσεις της Επιτροπής περί του αν τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

 Επί του αν υφίσταται σαφώς καθορισμένη αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας

97      Βάσει του πρώτου κριτηρίου της αποφάσεως Altmark, η επιχείρηση που είναι δικαιούχος της αντισταθμίσεως πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση σαφώς καθορισμένων υποχρεώσεων συναφών με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

98      Το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι το ίδιο κριτήριο έχει εφαρμογή και στο πλαίσιο της παρεκκλίσεως την οποία εισήγαγε το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 2009, T‑189/03, ASM Brescia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1831, σκέψη 126, και T‑222/04, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1877, σκέψη 111).

99      Κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό των υπηρεσιών τις οποίες θεωρούν ΥΓΟΣ, ο δε καθορισμός αυτός μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από την Επιτροπή μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑17/02, Olsen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2031, σκέψη 216, και προπαρατεθείσα απόφαση BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 166 και 169).

100    Το εύρος του εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ελέγχου των εκτιμήσεων της Επιτροπής καθορίζεται λαμβανομένου κατ’ ανάγκην υπόψη του περιορισμού αυτού.

101    Πάντως, με τον έλεγχο αυτό πρέπει να διασφαλίζεται η τήρηση ορισμένων ελαχίστων κριτηρίων τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανάθεση αποστολής παροχής ΥΓΟΣ στον εκάστοτε επιχειρηματία με πράξη δημόσιας εξουσίας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και τον καθολικό και υποχρεωτικό χαρακτήρα της αποστολής αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 172).

102    Εξάλλου, βάσει του άρθρου 4 της αποφάσεως 2005/842, «η ευθύνη για τη διαχείριση [ΥΓΟΣ] πρέπει να ανατίθεται στη σχετική επιχείρηση με μία ή περισσότερες επίσημες πράξεις, η μορφή των οποίων προσδιορίζεται από το κάθε κράτος μέλος», με τις δε πράξεις αυτές πρέπει να καθορίζεται ιδίως «η φύση και η διάρκεια των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας» και «οι επιχειρήσεις και η γεωγραφική περιοχή που [οι εν λόγω πράξεις] αφορούν».

103    Εν προκειμένω, κατά την εκτίμηση των επίμαχων μέτρων ενισχύσεως, η Επιτροπή διακρίνει μεταξύ, πρώτον, αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα που έχουν ανατεθεί σε όλα τα νοσοκομεία (αιτιολογικές σκέψεις 140 έως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον, ειδικών για τα νοσοκομεία IRIS αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα (αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 149) και, τρίτον, ειδικών για τα νοσοκομεία IRIS αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας μη νοσοκομειακού χαρακτήρα (αιτιολογικές σκέψεις 151 έως 156).

104    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι δεν πληρούται εν προκειμένω η πρώτη προϋπόθεση που διατυπώθηκε με την απόφαση Altmark, όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη κατηγορία αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας, προκειμένου περί αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού και μη νοσοκομειακού χαρακτήρα οι οποίες έχουν ανατεθεί αποκλειστικά στα νοσοκομεία IRIS.

–       Επί του αν η υπηρεσία ανατέθηκε με πράξη δημόσιας εξουσίας

105    Στην προσβαλλόμενη υπόθεση, η Επιτροπή κάνει λόγο για τρία είδη πράξεων με τις οποίες ανατίθενται αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα στα νοσοκομεία IRIS και συγκεκριμένα, πρώτον, τις νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις, δηλαδή τον LCH, τον οργανικό νόμο των ΔΚΚΔ και τις πράξεις εκτελεστικού χαρακτήρα, δεύτερον, τις συμβάσεις μεταξύ των ΔΚΚΔ και των νοσοκομείων IRIS και, τρίτον, τα στρατηγικά σχέδια που εκπόνησε η ένωση IRIS (στο εξής: στρατηγικά σχέδια IRIS).

106    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να καθοριστεί με χωριστές πράξεις, περιλαμβανομένων των συμβάσεων. Υποστηρίζει, όμως ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα στρατηγικά σχέδια IRIS αποτελούν την πράξη αναθέσεως, καθόσον πρόκειται για σχέδια που υιοθέτησε η ιεραρχικώς ανώτατη δομή IRIS και, ως εκ τούτου, οι υποχρεώσεις τις οποίες προβλέπουν για τα νοσοκομεία IRIS είναι «αυτοεπιβαλλόμενες».

107    Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό των ΥΓΟΣ (σκέψη 99 ανωτέρω) και, κατά συνέπεια, όσον αφορά τον καθορισμό του νομικού τύπου της πράξεως ή των πράξεων αναθέσεων.

108    Η αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να ανατεθεί διά πλειόνων χωριστών πράξεων, τόσο αυτών που ρυθμίζουν με γενικό τρόπο τον τομέα όσο και αυτών που απευθύνονται ειδικώς σε ορισμένους φορείς. Πράγματι, το άρθρο 4 της αποφάσεως 2005/842 μνημονεύει ρητώς τη δυνατότητα αναθέσεως της αποστολής με «μία ή περισσότερες επίσημες πράξεις».

109    Η έννοια της πράξεως αναθέσεως δύναται να περιλαμβάνει και τις συμβάσεις, εφόσον προέρχονται από δημόσια αρχή και έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο οσάκις με αυτές τις πράξεις συγκεκριμενοποιούνται οι υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί εκ του νόμου (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 1997, C‑159/94, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1997, σ. I‑5815, σκέψη 66).

110    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι τα στρατηγικά σχέδια IRIS μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δημοσίας αρχής, «λόγω του ότι επιβάλλοντα[ν] στα [νοσοκομεία] IRIS από τις δημόσιες αρχές οι οποίες [είχαν] καθορίσει το περιεχόμενο των σχεδίων αυτών μέσω της γενικής συνελεύσεως της ιεραρχικώς ανώτατης δομής IRIS, η οποία [μπορούσε] να εξομοιωθεί με δημόσια αρχή και στην οποία [διέθεταν] την πλειονότητα των εδρών» (αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

111    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας φορέας ασκεί δημόσια εξουσία εφόσον αποτελείται κατά πλειονότητα από εκπροσώπους της δημοσίας αρχής και εφόσον πρέπει να τηρεί, κατά τη λήψη αποφάσεως, ορισμένο αριθμό κριτηρίων σχετικών με το δημόσιο συμφέρον (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1995, C‑96/94, Centro Servizi Spediporto, Συλλογή 1995, σ. I‑2883, σκέψεις 23 έως 25, και της 18ης Ιουνίου 1998, C‑35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. I‑3851, σκέψεις 41 έως 44).

112    Επομένως, για να χαρακτηρισθούν ως δημόσιες πράξεις οι αποφάσεις συγκεκριμένου φορέα, θα πρέπει τα όργανα του φορέα αυτού να αποτελούνται από πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί αποστολή δημοσίου συμφέροντος, οι δε δημόσιες αρχές πρέπει να διαθέτουν ουσιαστική εξουσία ελέγχου των αποφάσεων του φορέα (βλ., κατ’ αντιδιαστολή, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑198/01, CIF, Συλλογή 2003, σ. I‑8055, σκέψεις 77 και 78).

113    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η IRIS είναι ένωση αποτελούμενη από δημόσιες αρχές και υποκείμενη στον έλεγχό τους μέσω των οργάνων της. Συστάθηκε με σκοπό να αναλάβει καθήκοντα τα οποία προβλέφθηκαν ρητώς από τη νομοθεσία περί διαχειρίσεως της οικείας δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή τον οργανικό νόμο των ΔΚΚΔ. Η ίδια νομοθεσία προβλέπει την έκδοση των στρατηγικών σχεδίων από την IRIS, ως μέσο καθορισμού της γενικής στρατηγικής και της πολιτικής περί νοσοκομείων (αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

114    Η προσφεύγουσα ουδόλως προβάλλει επιχειρηματολογία δυνάμενη να θέσει εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις της Επιτροπής περί των στοιχείων αυτών, βάσει των οποίων γίνεται δεκτό ότι τα στρατηγικά σχέδια αποτελούν πράξεις δημοσίας αρχής και ότι έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.

115    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι, κατά την Επιτροπή, η ανάθεση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας στα νοσοκομεία IRIS απορρέει από τη «βούληση των μετεχόντων, δηλαδή των δημοσίων αρχών» (αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως), στοιχείο που υπονοεί ότι η παροχή δημόσιας υπηρεσίας ανατέθηκε από τα όργανα του Δημοσίου τα οποία ενεργούν ως μέτοχοι των νοσοκομείων.

116    Πάντως, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή, με την από 18 Νοεμβρίου 2011 απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η ένωση IRIS δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως φορέας επιφορτισμένος ο ίδιος με τη λειτουργία των οικείων νοσοκομείων, διότι πρόκειται για νομικό πρόσωπο αυτοτελές έναντι των ενώσεων που διαχειρίζονται τα νοσοκομεία, οι οποίες, κατά την Επιτροπή, απολαύουν εξάλλου σημαντικής αυτοτέλειας ως προς τη λήψη αποφάσεων κατά την εκ μέρους τους διαχείριση των νοσοκομειακών δραστηριοτήτων.

117    Τα στοιχεία αυτά δεν αμφισβητούνται από την προσφεύγουσα, η οποία απλώς επισημαίνει ότι η ένωση IRIS μπορεί να υποκαταστήσει τις τοπικές ενώσεις, «τουλάχιστον καταρχήν», αποδεχόμενη πάντως ταυτόχρονα ότι, στην πράξη, ασκεί περιορισμένο μόνον έλεγχο, του οποίου το ουσιώδες στοιχείο έγκειται στην κατάρτιση των στρατηγικών σχεδίων.

118    Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία με την οποία η προσφεύγουσα επιδιώκει να θέσει εν αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό των στρατηγικών σχεδίων IRIS ως πράξεων δημοσίας αρχής πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αναθέσεως των ειδικών για τα νοσοκομεία IRIS αποστολών νοσοκομειακού χαρακτήρα

119    Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι σε άπαντα τα βελγικά νοσοκομεία, δημόσια και ιδιωτικά, έχει ανατεθεί «γενική» αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας, βάσει του LCH και των εκτελεστικών πράξεων, την οποία αναλύει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 140 έως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

120    Η προσφεύγουσα βάλλει αποκλειστικώς κατά των εκτιμήσεων της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη «ειδικών» αποστολών νοσοκομειακού χαρακτήρα που έχουν ανατεθεί στα νοσοκομεία IRIS και μόνον και οι οποίες εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι με τις βελγικές επίσημες πράξεις δεν επιβάλλεται στα νοσοκομεία IRIS καμία ειδική πρόσθετη υποχρέωση σε σχέση με την αποστολή νοσοκομειακής φύσεως εκ του LCH και ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτές οι προβαλλόμενες ως ειδικές υποχρεώσεις δεν έχουν καθορισθεί σαφώς.

121    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι στα νοσοκομεία IRIS έχει ανατεθεί ειδική αποστολή παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα, καθόσον αυτά υπέχουν επιπλέον υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε σχέση με τα άλλα δημόσια και ιδιωτικά βελγικά νοσοκομεία βάσει του LCH.

122    Κατά την Επιτροπή, πρόκειται, αφενός, για την «υποχρέωση περιθάλψεως κάθε ασθενούς σε οποιασδήποτε περίσταση, ακόμη και όταν δεν πρόκειται για επείγον περιστατικό» ή για την «υποχρέωση παροχής διαρκούς νοσοκομειακής περιθάλψεως σε κάθε ασθενή, ανεξαρτήτως της κοινωνικής ή οικονομικής του καταστάσεως» και, αφετέρου, για την «υποχρέωση αναπτύξεως πλήρους δραστηριότητας νοσοκομειακής περιθάλψεως σε πλείονες τόπους» ή «να παρέχει σε κάθε ασθενή, κατόπιν απλού αιτήματός του, οποιαδήποτε νοσοκομειακή υπηρεσία, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών σε πλείονες τόπους» (αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

123    Όσον αφορά την «υποχρέωση περιθάλψεως κάθε ασθενούς σε οποιαδήποτε περίσταση», η Επιτροπή παραπέμπει, καταρχάς, στο άρθρο 57, παράγραφος 1, του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ, το οποίο ορίζει ότι τα ΔΚΚΔ έχουν ως αποστολή «να διασφαλίζουν στα άτομα και στις οικογένειες τη βοήθεια που οφείλει το κοινωνικό σύνολο», περιλαμβανομένης της ιατρικής βοήθειας (αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

124    Πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως ορθώς παρατηρεί η προσφεύγουσα, προκειμένου περί υποχρεώσεως την οποία υπέχουν τα ΔΚΚΔ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή, αφεαυτής, επιβάλλει ειδική υποχρέωση στα νοσοκομεία IRIS.

125    Πάντως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι αποστολές που προβλέπει το άρθρο 57 του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ ανατίθενται στα νοσοκομεία IRIS βάσει των συμβάσεων που έχουν συναφθεί με τα ΔΚΚΔ και των στρατηγικών σχεδίων IRIS (αιτιολογικές σκέψεις 24, 25 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

126    Όσον αφορά, πρώτον, τις συμβάσεις που συνάφθηκαν με τα ΔΚΚΔ, η Επιτροπή προσκόμισε ενδεικτικά, με την από 18 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της, τη σύμβαση «κατοικία λαμβανόμενη υπόψη για κοινωνικές παροχές και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη β΄» η οποία συνάφθηκε μεταξύ ένδεκα ΔΚΚΔ της περιοχής Βρυξελλών και των νοσοκομείων IRIS στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 (στο εξής: σύμβαση «κατοικία λαμβανομένη υπόψη για την παροχή περιθάλψεως»), επί της οποίας υπέβαλε παρατηρήσεις η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

127    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι με την εν λόγω σύμβαση δεν επιβάλλεται καμία υποχρέωση πλέον αυτών που προβλέπει ο LCH, αλλά καθορίζεται κατ’ ουσίαν ο τρόπος με τον οποίο τα ΔΚΚΔ αναλαμβάνουν την παροχή περιθάλψεως στους άπορους ασθενείς που διαθέτουν σχετική βεβαίωση. Φρονεί ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η υποχρέωση περιθάλψεως «κάθε ασθενούς σε οποιαδήποτε περίσταση» είναι δυνατόν να απορρέει από απλές συμβάσεις, χωρίς να υφίσταται καμία διάταξη στις νομοθετικές πράξεις που έχουν εφαρμογή στη νοσοκομειακή δραστηριότητα.

128    Διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά σχετικά με το περιεχόμενο της συμβάσεως «κατοικία λαμβανομένη υπόψη για την παροχή περιθάλψεως» ενισχύουν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αντλείται από την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς την ύπαρξη πράξεως αναθέσεως με την οποία καθορίζονται σαφώς οι ειδικές αποστολές παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα που έχουν ανατεθεί στα νοσοκομεία IRIS.

129    Συγκεκριμένα, στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή παραθέτει τη ρήτρα της επίμαχης συμβάσεως, βάσει της οποίας «τα δημόσια νοσοκομεία επιτελούν κοινωνικό έργο παρέχοντας περίθαλψη σε κάθε άτομο, ανεξαρτήτως, μεταξύ άλλων, της παθήσεώς του, του ύψους των εισοδημάτων του, των όρων της ιατρικής ασφαλίσεώς του ή της καταγωγής του» (αιτιολογική σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

130    Όπως όμως προκύπτει από το γράμμα της συμβάσεως «κατοικία λαμβανομένη υπόψη για την παροχή περιθάλψεως» που προσκόμισε η Επιτροπή, η εν λόγω διάταξη, η οποία περιλαμβάνεται στο προοίμιο της συμβάσεως αυτής, συνοδεύεται από αιτιολογικές σκέψεις με τις οποίες διευκρινίζεται ότι η επίμαχη σύμβαση «ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των ΔΚΚΔ και των συμβαλλομένων νοσοκομείων όσον αφορά την κάλυψη των εξόδων για την περίθαλψη που παρέχεται σε ορισμένα άτομα από τα νοσοκομεία αυτά».

131    Από τις ρήτρες της επίμαχης συμβάσεως προκύπτει ότι τα νοσοκομεία δεσμεύονται να παρέχουν, κατά προτεραιότητα, περίθαλψη στα άτομα που βοηθούνται από τα ΔΚΚΔ και των οποίων η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καλύπτεται από τα εν λόγω κέντρα. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 1 της συμβάσεως, προκειμένου περί περιθάλψεως εκτός επειγόντων περιστατικών, «το νοσοκομείο αναλαμβάνει να […] παρέχει περίθαλψη […] κατά προτεραιότητα στα άτομα τα οποία λαμβάνουν βοήθεια, προσέρχονται κατόπιν υποδείξεως των ΔΚΚΔ και στα οποία το κέντρο έχει προηγουμένως χορηγήσει προς τούτο βεβαίωση ότι αναλαμβάνει να καλύψει τα έξοδα της περιθάλψεώς τους (βεβαίωση)», ενώ το ΔΚΚΔ «αναλαμβάνει να εξοφλήσει τα μη αμφισβητούμενα χρεωστικά σημειώματα του νοσοκομείου το αργότερο εντός 60 ημερών».

132    Στην από 18 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η επίμαχη σύμβαση αφορά ειδικότερα την περίθαλψη που παρέχεται στους απόρους ασθενείς, τους αποκαλούμενους και ασθενείς «με βεβαίωση καλύψεως των εξόδων», και ότι η υποχρέωση των δημοσίων νοσοκομείων IRIS να παρέχουν περίθαλψη σε κάθε ασθενή και σε οποιαδήποτε περίσταση αφορά «ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικώς» τις παροχές που εντάσσονται στο πλαίσιο της επίμαχης συμβάσεως και των οποίων τα έξοδα αναλαμβάνει να καλύψει το ΔΚΚΔ.

133    Επισημαίνεται συναφώς ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 24, 25 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας, την οποία προβλέπει το άρθρο 57 του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ, προκειμένου να αποκτήσουν όλοι πρόσβαση στην ιατρική βοήθεια, ανατίθεται στα νοσοκομεία IRIS δυνάμει της συμβάσεως που συνάπτεται με τα ΔΚΚΔ. Εντούτοις, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε έλεγχο των ουσιαστικών διατάξεων της συμβάσεως αυτής, περί της περιθάλψεως που παρέχεται βάσει βεβαιώσεως καλύψεως των εξόδων και της οποίας το κόστος καλύπτεται από τα ΔΚΚΔ, πριν αποφανθεί επί της υπάρξεως και του περιεχομένου της επίμαχης αποστολής.

134    Επίσης, οι διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου δεν συμπίπτουν με τις εκτιμήσεις που διατυπώνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

135    Με την προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνεται, όσον αφορά την επίμαχη σύμβαση, ότι στα νοσοκομεία IRIS ανατέθηκε αποστολή παροχή δημόσιας υπηρεσίας που συνίσταται στην παροχή σε όλους προσβάσεως στην περίθαλψη, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 57 του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ (αιτιολογική σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

136    Όπως, όμως, προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσε η Επιτροπή στις 18 Νοεμβρίου 2011, οι διατάξεις της επίμαχης συμβάσεως προβλέπουν περαιτέρω οριοθετημένη υποχρέωση, η οποία συνίσταται στην παροχή περιθάλψεως στα άτομα τα οποία λαμβάνουν βοήθεια από τα ΔΚΚΔ και των οποίων τα έξοδα περιθάλψεως καλύπτονται από τα ΔΚΚΔ.

137    Επιπλέον, στις απαντήσεις της, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η επίμαχη αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας αφορά «ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά» την περίθαλψη που παρέχεται βάσει της συμβάσεως «κατοικία λαμβανομένη υπόψη για την παροχή περιθάλψεως», στοιχείο που υπονοεί ότι η σύμβαση αυτή δεν διέπει όλες τις υποχρεώσεις που εμπίπτουν στην επίμαχη αποστολή.

138    Δεύτερον, όσον αφορά τα στρατηγικά σχέδια IRIS, βάσει των οποίων, κατά την αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «ρυθμίζονται» τα σχετικά με την επίμαχη αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας, επισημαίνεται ότι πρόκειται για εσωτερικά έγγραφα που συνέταξε η ένωση στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της στρατηγικής διαχειρίσεως της δραστηριότητας του δικτύου νοσοκομείων IRIS.

139    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παραπέμπει στη διάταξη του στρατηγικού σχεδίου IRIS 2002-2006, κατά την οποία «τα δημόσια νοσοκομεία οφείλουν να δέχονται και να παρέχουν περίθαλψη σε όλους τους ασθενείς ανεξαρτήτως καταγωγής, καταστάσεως, πολιτισμικής ταυτότητας, πεποιθήσεων και ιατρικής παθήσεως» (αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

140    Από το επίμαχο τμήμα του εν λόγω στρατηγικού σχεδίου, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή με την από 18 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία της ζητήθηκε να διευκρινίσει το περιεχόμενο της υποχρεώσεως των νοσοκομείων IRIS να παρέχουν «περίθαλψη σε κάθε ασθενή σε οποιαδήποτε περίσταση», προκύπτει ότι η κρίσιμη διάταξη αντλείται από το εισαγωγικό μέρος του σχεδίου, υπό τον τίτλο «Δεοντολογία». Στο μέρος αυτό προβλέπεται κατ’ ουσίαν η σύσταση «επιτροπής δεοντολογίας» σε κάθε νοσοκομείο IRIS και καθορίζονται τα της λειτουργίας του οργάνου αυτού. Πέραν, όμως, των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή δεν επικαλείται άλλες διατάξεις του στρατηγικού σχεδίου IRIS δυνάμενες να αποτελούν την πράξη αναθέσεως της επίμαχης δημόσιας υπηρεσίας.

141    Εξάλλου, στις εκτιμήσεις της ότι η επίμαχη υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας απορρέει τόσο από τη σύμβαση «κατοικία λαμβανομένη υπόψη για την παροχή περιθάλψεως», όσο και από το στρατηγικό σχέδιο IRIS (αιτιολογικές σκέψεις 24, 25 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι αυτές οι επίσημες πράξεις διαφέρουν ως προς το περιεχόμενό τους.

142    Όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, πρόκειται, αφενός, για σύμβαση συναφθείσα με τους φορείς που επελέγησαν από το ΔΚΚΔ και, αφετέρου, για έγγραφο στρατηγικής που καταρτίζεται ανά πενταετία στο πλαίσιο της εσωτερικής διαχειρίσεως της ενώσεως IRIS.

143    Συναφώς, η σύμβαση «κατοικία λαμβανομένη υπόψη για την παροχή περιθάλψεως», εκτός από το να προβλέπει την ανάθεση της παροχής δημόσιας υπηρεσίας, κατά το άρθρο 57 του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ, καθιερώνει σύστημα στο οποίο επιτρέπεται, δυνητικώς, η συμμετοχή και των ιδιωτικών φορέων. Συγκεκριμένα, με την από 18 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η σύναψη των επίμαχων συμβάσεων δεν είναι δυνατή μόνο με τα δημόσια νοσοκομεία IRIS, αλλά μπορεί να επεκταθεί και στα ιδιωτικά νοσοκομεία.

144    Αντιθέτως, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά τη δίκη προκύπτει ότι το νομικό καθεστώς βάσει του οποίου τα στρατηγικά σχέδια καταρτίζονται και καθίστανται εφαρμοστέα στην περίπτωση των δημοσίων νοσοκομείων IRIS, τυγχάνει εφαρμογής μόνο στην περίπτωση των εν λόγω νοσοκομείων, αποκλειομένων όλων των άλλων δημοσίων και ιδιωτικών νοσοκομείων του Βελγίου. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η υποχρέωση παροχής περιθάλψεως σε κάθε ασθενή και σε οποιαδήποτε περίπτωση σχετίζεται με την ίδια τη φύση της δημόσιας υπηρεσίας της υγείας και αφορά μόνον τα δημόσια νοσοκομεία.

145    Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι οι ειδικές αποστολές παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σαφώς καθορισμένες, ενισχύεται από την επισήμανσή της σχετικά με την εν γένει οικονομία του συστήματος που καθιερώθηκε βάσει του LCH, στο πλαίσιο του οποίου τα δημόσια και τα ιδιωτικά νοσοκομεία χρηματοδοτούνται σύμφωνα με πανομοιότυπους κανόνες βάσει του ΠΧΜ.

146    Συγκεκριμένα, η ίδια η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σύστημα χρηματοδοτήσεως το οποίο στηρίζεται στην κατάρτιση του ΠΧΜ περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση που εφαρμόζεται ειδικώς στην περίπτωση κάθε νοσοκομείου, δημοσίου ή ιδιωτικού, με σκοπό την κάλυψη των ειδικών δαπανών που πραγματοποίησε το νοσοκομείο του οποίου οι ασθενείς βρίσκονται, κατά μέσο όρο, σε ιδιαιτέρως αδύναμη θέση από κοινωνικής και οικονομικής απόψεως (αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

147    Επισημαίνει ιδίως ότι η υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας η οποία συνίσταται στην περίθαλψη κάθε ασθενούς σε οποιαδήποτε περίσταση αφορά την ιατρική περίθαλψη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του LCH και καλύπτεται από το τμήμα B8 του ΠΧΜ. Επισημαίνει επίσης ότι η χρηματοδότηση την οποία προβλέπει το επίμαχο τμήμα B8 μπορεί να διατεθεί σε οποιοδήποτε νοσοκομείο υπόκειται στον LCH, ανεξαρτήτως αν είναι δημόσιο ή ιδιωτικό (αιτιολογική σκέψη 48 και υποσημείωση 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

148    Συναφώς, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή όφειλε να διερωτηθεί μήπως το γεγονός ότι η ύπαρξη αυτής της ειδικής καλύψεως που σκοπεί να αντισταθμίσει την επιβάρυνση των νοσοκομείων που παρέχουν περίθαλψη σε ασθενείς με βάση κοινωνικά κριτήρια, η οποία ισχύει αδιακρίτως για όλα τα νοσοκομεία που διέπονται από τον LCH, θέτει εν αμφιβόλω την πεποίθηση ότι μόνον στα νοσοκομεία IRIS έχει ανατεθεί αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας η οποία συνίσταται στο να αποκτήσουν πρόσβαση στην περίθαλψη όλοι οι ασθενείς, περιλαμβανομένων και των κοινωνικά αδυνάμων.

149    Η σημασία του στοιχείου αυτού δεν μπορεί να τεθεί βασίμως εν αμφιβόλω από το επιχείρημα των παρεμβαινόντων δήμων της περιοχής Βρυξελλών (σκέψη 47 ανωτέρω) οι οποίοι υποστηρίζουν, στο υπόμνημά τους παρεμβάσεως, ότι, αντιθέτως προς τα λοιπά βελγικά νοσοκομεία, τα νοσοκομεία IRIS οφείλουν να παρέχουν ιατρική περίθαλψη σεβόμενα πλήρως τις ιδεολογικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις των ασθενών, υποχρεωτικώς δε τόσο στις περιπτώσεις επειγόντων περιστατικών όσο και εκτός αυτών, και ακόμη και στους απόρους ασθενείς.

150    Επισημαίνεται συγκεκριμένα ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία υφίσταται τόσο στο βελγικό δίκαιο όσο και στην έννομη τάξη της Ένωσης, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι τα ιδιωτικά νοσοκομεία της περιοχής Βρυξελλών μπορούν νομίμως να επιλέγουν τους ασθενείς βάσει των ιδεολογικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους ή λαμβάνοντας υπόψη το ότι είναι άποροι.

151    Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας καταδεικνύουν την ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών ως προς το αν υφίσταται ειδικώς για τα νοσοκομεία IRIS σαφώς καθορισμένη υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η οποία συνίσταται στην περίθαλψη κάθε ασθενούς σε οποιαδήποτε περίσταση.

152    Όσον αφορά την υποχρέωση «παροχής πλήρους και διαρκούς περιθάλψεως σε πλείονες τόπους», η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραλείπει να διευκρινίσει το ακριβές περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής. Επισημαίνει ότι όλα τα νοσοκομεία υπόκεινται σε όρους προγραμματισμού και λειτουργίας βάσει του LCH και των εκτελεστικών αυτού πράξεων.

153    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, όσον αφορά το περιεχόμενο της επίμαχης υποχρεώσεως, η Επιτροπή απλώς παραπέμπει στη διάταξη των στρατηγικών σχεδίων IRIS, βάσει της οποίας τα δημόσια νοσοκομεία IRIS «δεσμεύονται να οργανώσουν την παροχή περιθάλψεως στους ασθενείς και να διασφαλίσουν κάθε δυνατή περίθαλψη που ενδέχεται να απαιτείται» (αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

154    Όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αφεαυτής η εν λόγω παραπομπή, η οποία παρατίθεται αυτούσια στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν καθιστά δυνατό να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή προέβη σε επαρκή έλεγχο των υποχρεώσεων που αφορούν την επίμαχη αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

155    Βεβαίως, η Επιτροπή εξήγησε, για πρώτη φορά με την από 18 Νοεμβρίου 2011 απάντησή της στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η επίμαχη ειδική αποστολή συνίσταται στην παροχή ιατρικής περιθάλψεως πλησίον του τόπου κατοικίας του ασθενούς και ότι τα στρατηγικά σχέδια IRIS περιλαμβάνουν διατάξεις που αφορούν τη συνέχιση της υπάρξεως αποκεντρωμένης νοσοκομειακής δραστηριότητας με ευρεία κάλυψη όσον αφορά τη διακομιδή των ασθενών, έτσι ώστε οι ασθενείς και ιδίως οι ηλικιωμένοι να μπορούν να τύχουν νοσοκομειακής περιθάλψεως σε εύλογη απόσταση από την κατοικία τους.

156    Ωστόσο, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε το περιεχόμενο της ως άνω καθορισθείσας αποστολής.

157    Επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι οι ανάγκες της παροχής ιατρικής περιθάλψεως πλησίον του τόπου κατοικίας του ασθενούς, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ενώσεως IRIS, είναι εν προκειμένω σχετικές, δεδομένου ότι στην περιοχή του δήμου Βρυξελλών υπάρχουν ήδη 38 δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία.

158    Επισημαίνεται συναφώς ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι ανάγκες της παροχής ιατρικής περιθάλψεως πλησίον του τόπου κατοικίας του ασθενούς είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή στα νοσοκομεία IRIS επιπλέον υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε σχέση με τις υποχρεώσεις που ισχύουν βάσει του LCH για όλα τα νοσοκομεία της περιοχής Βρυξελλών.

159    Η Επιτροπή, όμως, θα έπρεπε να προβεί σε έλεγχο των επιπλέον υποχρεώσεων, συγκρίνοντάς τες ιδίως με τις απαιτήσεις περί προγραμματισμού και λειτουργίας που ισχύουν για όλα τα νοσοκομεία τα οποία διέπονται από τον LCH, πριν αποφανθεί επί του επίμαχου ζητήματος αν υφίσταται αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας ειδικώς για τα νοσοκομεία IRIS.

160    Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριξαν ότι, εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συμβατού των επίμαχων μέτρων, δεν ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί ότι στα νοσοκομεία IRIS είχαν πράγματι ανατεθεί «ειδικές» αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας, πλέον αυτών που ανατίθενται βάσει του LCH. Κατά την Επιτροπή και τη Γαλλική Δημοκρατία, το γεγονός ότι στα νοσοκομεία IRIS έχουν ανατεθεί αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ανεξαρτήτως αν είναι αποκλειστικού χαρακτήρα ή όχι, αρκεί για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται σαφώς καθορισμένη πράξη αναθέσεως ΥΓΟΣ.

161    Πρέπει να επισημανθεί βεβαίως ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι ανατεθείσες στα νοσοκομεία IRIS «ειδικές» αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες εξετάσθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμπίπτουν εν μέρει με τις «γενικές» αποστολές παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα που τους έχουν ανατεθεί βάσει του LCH, το γεγονός αυτό δεν θέτει κατ’ ανάγκη εν αμφιβόλω την ύπαρξη εν προκειμένω πράξεως αναθέσεως ΥΓΟΣ.

162    Συγκεκριμένα, δεν αποκλείεται τα ειδικά μέτρα χρηματοδοτήσεως που ισχύουν στην περίπτωση των νοσοκομείων IRIS να δικαιολογούνται για λόγους διαφορετικούς από τους σχετικούς με την ύπαρξη των επιπλέον υποχρεώσεών τους. Ιδίως, όπως επισημαίνει, αν και επικουρικά, η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αντιστάθμιση των ελλειμμάτων των δημόσιων νοσοκομείων μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία για λόγους υγιεινής και λόγους κοινωνικούς προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέχεια και η βιωσιμότητα του νοσοκομειακού συστήματος.

163    Εντούτοις, η προσέγγιση που υιοθετεί η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση εξακολουθεί να στηρίζεται σαφώς στη διαπίστωση ότι τα εξεταζόμενα μέτρα ενισχύσεως δικαιολογούνται από την ύπαρξη επιπλέον υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχουν επιβληθεί στα νοσοκομεία IRIS στο πλαίσιο «ειδικής» αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας. 

164    Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως αυτής πρέπει επομένως να εξετασθούν οι εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τη διαπίστωση αυτή, κατά των οποίων βάλλει η προσφεύγουσα, προκειμένου να διακριβωθεί αν καταδεικνύουν την ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών όσον αφορά το ζήτημα αν τα επίμαχα μέτρα είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής κρίνοντας ότι η εκτίμηση της θα ήταν η ίδια αν είχε κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2011, C‑47/10 P, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. Ι‑10707, σκέψη 109).

165    Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι η προσέγγιση που υιοθέτησε η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του εξεταζομένου συστήματος, οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα ανατίθενται σε όλους τους φορείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά, δημόσιους και ιδιωτικούς. Τα μέτρα όμως που εξετάσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση αφορούν, κατά την Επιτροπή, ειδικά τα νοσοκομεία IRIS, εν αντιθέσει προς όλα τα άλλα βελγικά δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία.

166    Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά την ανάθεση σε ορισμένους επιλεγέντες δημόσιους φορείς, επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο να διακριθούν οι ιδιαιτερότητες της προς αυτούς αναθέσεως, καταδεικνύοντας τις διαφορές ως προς την έκταση των ειδικών υποχρεώσεων που δικαιολογούν τα μέτρα χρηματοδοτήσεως, πέραν των ισχυόντων για το σύνολο των λοιπών φορέων στους οποίους έχει ανατεθεί η παροχή δημόσιας υπηρεσίας στον οικείο τομέα.

167    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η άποψη της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η επιχειρηματολογία με την οποία η προσφεύγουσα βάλλει κατά των «ειδικών» αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS είναι αλυσιτελής, καθόσον δεν απαιτείται να αποδειχθεί εν προκειμένω ότι στα νοσοκομεία IRIS είχαν πράγματι ανατεθεί τέτοιες «ειδικές» αποστολές.

168    Με γνώμονα το σύνολο των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι με τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν τις εκτιμήσεις οι οποίες περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνονται ορισμένες ενδείξεις για την ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών ως προς την ύπαρξη πράξεως αναθέσεως σαφώς καθορισμένης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, σχετικά με τις «ειδικές» αποστολές παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS.

169    Από την προσβαλλόμενη απόφαση και από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε ενδελεχώς το περιεχόμενο των επίσημων πράξεων που αφορούν τις επίμαχες αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

170    Το γεγονός, όμως, ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, να προβεί σε ολοκληρωμένη και συνεπή εκτίμηση των κρίσιμων στοιχείων αποτελεί επίσης ένδειξη για την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών.

–       Επί της αναθέσεως των αποστολών παροχής υπηρεσιών μη νοσοκομειακού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS

171    Μεταξύ των ειδικών για τα νοσοκομεία IRIS αποστολών παροχής υπηρεσιών μη νοσοκομειακού χαρακτήρα, η Επιτροπή διακρίνει, αφενός, τις κοινωνικού χαρακτήρα αποστολές που έχουν ανατεθεί από τα ΔΚΚΔ (αιτιολογικές σκέψεις 49 έως 52 και 151 έως 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, τις «λοιπές» αποστολές, οι οποίες αφορούν αποκλειστικά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καθεστώς υποχρεωτικής λειτουργίας σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες (αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 62 και 156).

172    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι διάφορες αυτές αποστολές δεν καθορίζονται σαφώς με τις πράξεις που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα που απαριθμούνται στις εκθέσεις του δικτύου IRIS συμπίπτουν με αυτές που έχουν ανατεθεί στα ιδιωτικά νοσοκομεία.

173    Όσον αφορά, αφενός, τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία σε αμφότερες τις επίσημες γλώσσες, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο των μέτρων ενισχύσεως που απετέλεσαν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, η σημασία τους είναι περιορισμένη λόγω του ότι δεν τυγχάνουν ειδικής χρηματοδοτήσεως, εξετάζονται δε από την Επιτροπή αποκλειστικώς διότι είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τις λοιπές επιδοτούμενες δραστηριότητες (αιτιολογικές σκέψεις 112 και 181 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

174    Όσον αφορά, αφετέρου, τις αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι στα νοσοκομεία IRIS έχουν ανατεθεί αποστολές κατόπιν εκχωρήσεως από τα ΔΚΚΔ και οι οποίες καθορίζονται βάσει του άρθρου 57 του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ, της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2003 και συμβάσεων (αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

175    Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το περιεχόμενο των επίμαχων αποστολών συνδέεται με τη λειτουργία της «υπηρεσίας κοινωνικού χαρακτήρα [η οποία] έγκειται στην αρωγή προς τους ασθενείς και την οικογένειά τους προκειμένου να επιλύσουν και να αντιμετωπίσουν επιτυχώς προβλήματα και δυσχέρειες διοικητικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, καθώς και σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις, που σχετίζονται με την ασθένειά τους, την παραμονή και τη θεραπεία τους στο νοσοκομείο, καθώς και με τις διαγραφόμενες προοπτικές και καταστάσεις», και η οποία περιλαμβάνει «βοήθεια ως προς διοικητικά ζητήματα, ψυχοκοινωνική αρωγή, πληροφόρηση, πρόληψη και ευαισθητοποίηση, συνεργασία και συντονισμό» (αιτιολογικές σκέψεις 52 και 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

176    Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι πρόκειται για δραστηριότητες μη νοσοκομειακού χαρακτήρα που σκοπούν να παράσχουν στους ασθενείς και στους οικείους τους, αναλόγως των αναγκών τους, κοινωνική και υλική, κοινωνικοδιοικητική και ψυχοκοινωνική βοήθεια πέραν της ιατρικής βοήθειας των νοσοκομείων IRIS και ότι οι αποστολές αυτές συνίστανται στην παροχή ατομικής κοινωνικής βοήθειας συνοδευτικής της ιατρικής βοήθειας προς τους ασθενείς (αιτιολογικές σκέψεις 111 και 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

177    Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να επισημανθεί ότι, όπως ορθώς διατείνεται η προσφεύγουσα, το άρθρο 57 του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ δεν συνιστά επαρκή νομική βάση για την επίμαχη αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας, δεδομένου ότι πρόκειται για διάταξη νόμου που έχει ως μόνο αποδέκτη τα ΔΚΚΔ.

178    Δεύτερον, όσον αφορά την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι αυτή δεν καθορίζει σαφώς τις οικείες αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

179    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι η εν λόγω απόφαση, την οποία προσκόμισαν οι διάδικοι, προβλέπει ετήσιες ειδικές επιδοτήσεις υπέρ των δήμων, με σκοπό την «υλοποίηση έργων δημοτικού ενδιαφέροντος», πλην όμως, όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, δεν περιλαμβάνει καμία διευκρίνιση ως προς τη φύση των οικείων έργων.

180    Τρίτον, όσον αφορά τις συμβάσεις που συνάφθηκαν στο πλαίσιο αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να παραθέσει τις συγκεκριμένες διατάξεις που διευκρινίζουν τα των αποστολών αυτών.

181    Συναφώς, όσον αφορά τις συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης και των δήμων στο πλαίσιο της επιδοτήσεως λόγω αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα (αιτιολογικές σκέψεις 57 και 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή επισύναψε, στην από 18 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της, την τυποποιημένη σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του FRBRTC, της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, του Δήμου Βρυξελλών και του οικείου ΔΚΚΔ. Βάσει του άρθρου 1, στοιχείο b, και του άρθρου 4 της συμβάσεως αυτής προβλέπεται ότι χορηγείται δάνειο στον ενδιαφερόμενο δήμο «για την παρέμβαση όσον αφορά τις δραστηριότητες κοινωνικού χαρακτήρα του νοσοκομείου», πλην όμως η σύμβαση δεν καθορίζει επακριβώς το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτών των «δραστηριοτήτων κοινωνικού χαρακτήρα».

182    Όσον αφορά τις συμβάσεις μεταξύ των ΔΚΚΔ και των νοσοκομείων IRIS (αιτιολογική σκέψη 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή ισχυρίζεται, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, ότι αυτές επιβάλλουν στα νοσοκομεία IRIS την υλοποίηση των έργων αντί των ΔΚΚΔ, δηλαδή να διενεργούν πραγματογνωμοσύνη και έρευνες ως υπηρεσία κοινωνικής μέριμνας και να αναζητούν τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα.

183    Κληθείσα να προσκομίσει τις επίμαχες συμβάσεις, η Επιτροπή επισήμανε, με την από 18 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της, ότι επρόκειτο για τη σύμβαση «κατοικία λαμβανομένη υπόψη για την παροχή περιθάλψεως», η οποία καθόριζε επίσης τα ζητήματα των αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS (βλ. σκέψη 126 ανωτέρω).

184    Στο υπόμνημά της αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η Επιτροπή παρέπεμψε στο άρθρο 3 της εν λόγω συμβάσεως, το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Το νοσοκομείο μπορεί […] να εισπράξει το ποσό των εξόδων για την παροχή περιθάλψεως από το ΔΚΚΔ του δήμου στον οποίο ένα άτομο είναι εγγεγραμμένο στα μητρώα δημοτών, αλλοδαπών ή των ατόμων εν αναμονή πολιτογραφήσεως, οσάκις το άτομο αυτό […] εισάγεται ή περιθάλπεται ως επείγον περιστατικό […] και εφόσον το ΔΚΚΔ βεβαιώνει ότι το άτομο αυτό είναι άπορο· το νοσοκομείο συγκεντρώνει, κατά το μέτρο του δυνατού, τα πρώτα στοιχεία της κοινωνικής έρευνας και τα διαβιβάζει στο ΔΚΚΔ […] Η δήλωση εγγραφής σε κάποιο από τα προμνημονευθέντα μητρώα θα διακριβωθεί από το νοσοκομείο με τα μέσα που αυτό έχει στη διάθεσή του.»

185    Εξάλλου, σύμφωνα με τις επισημάνσεις της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η υλοποίηση αυτού του έργου, το οποίο συνίσταται στη συγκέντρωση των αρχικών στοιχείων που απαιτούνται για τη σύνταξη βεβαιώσεως από το ΔΚΚΔ, αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο μέρος των δαπανών που πραγματοποιούνται λόγω των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα.

186    Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι, όσον αφορά το περιεχόμενο των επίμαχων αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα, οι ενδείξεις αυτές δεν συμπίπτουν απολύτως με τις εκτιμήσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίες δεν παραπέμπουν στην υποχρέωση συγκεντρώσεως των απαιτούμενων στοιχείων για τη σύνταξη της βεβαιώσεως από το ΔΚΚΔ, αλλά αποτελούν ανάλυση της λειτουργίας της υπηρεσίας κοινωνικού χαρακτήρα του νοσοκομείου η οποία περιλαμβάνει ιδίως «βοήθεια ως προς διοικητικά ζητήματα, ψυχοκοινωνική αρωγή, πληροφόρηση, πρόληψη και ευαισθητοποίηση, συνεργασία και συντονισμό» και η οποία σκοπεί να «βοηθήσει τους ασθενείς και την οικογένειά τους να επιλύσουν και να αντιμετωπίσουν επιτυχώς προβλήματα και δυσχέρειες διοικητικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, καθώς και σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις που σχετίζονται με την ασθένειά τους, την παραμονή και τη θεραπεία τους στο νοσοκομείο, καθώς και με τις διαγραφόμενες προοπτικές και καταστάσεις» (βλ. σκέψεις 175 και 176 ανωτέρω).

187    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τις αποστολές παροχής υπηρεσιών μη νοσοκομειακού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS, η προσφεύγουσα προέβαλε αριθμό στοιχείων δυνάμενων να αποδείξουν την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς το αν τα υπό εξέταση μέτρα είναι συμβατά με το κριτήριο περί της υπάρξεως αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας της οποίας το είδος και το περιεχόμενο έχουν καθορισθεί σαφώς.

188    Οι αμφιβολίες αυτές, εξάλλου, δεν διαλύθηκαν από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά τη δίκη.

 Επί του αν οι παράμετροι της αντισταθμίσεως έχουν προσδιορισθεί εκ των προτέρων

189    Βάσει του δευτέρου κριτηρίου της αποφάσεως Altmark, οι βασικές παράμετροι για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως πρέπει να έχουν προσδιορισθεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο η αντιστάθμιση αυτή να συνιστά παροχή οικονομικού πλεονεκτήματος δυνάμενου να ευνοήσει τη δικαιούχο επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστριών της.

190    Επίσης, βάσει του άρθρου 4, στοιχείο δ΄, της αποφάσεως 2005/842, οι επίσημες πράξεις περί αναθέσεως της διαχειρίσεως της ΥΓΟΣ πρέπει να επισημαίνουν «τις παραμέτρους για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντισταθμίσεως».

191    Το κράτος μέλος διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όχι μόνον ως προς τον καθορισμό της αποστολής παροχής ΥΓΟΣ, αλλά και ως προς τον καθορισμό της αντισταθμίσεως των δαπανών που σχετίζονται με την ΥΓΟΣ. Ειδικότερα, ουδόλως απαγορεύεται στον εθνικό νομοθέτη να παραχωρήσει στις εθνικές αρχές ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για τον καθορισμό της αντισταθμίσεως των δαπανών που προκάλεσε η εκπλήρωση αποστολής παροχής ΥΓΟΣ. Οι οικείες παράμετροι, πάντως, πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο που να αποκλείει τυχόν καταχρηστική χρησιμοποίηση της έννοιας της ΥΓΟΣ από το κράτος μέλος (προπαρατεθείσα απόφαση BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 214).

192    Επομένως, βάσει του επίμαχου κριτηρίου, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιλέξουν τους όρους με τους οποίους θα διασφαλισθεί η τήρησή του, υπό τον όρο ο τρόπος καθορισμού της αντισταθμίσεως να χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα και διαφάνεια (βλ., σχετικώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 2008, T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2935, σκέψεις 227 και 228). Η σχετική εκτίμηση της Επιτροπής πρέπει να στηρίζεται σε ανάλυση των συγκεκριμένων νομικών και οικονομικών όρων βάσει των οποίων προσδιορίσθηκε το ύψος της αντισταθμίσεως (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 230).

193    Εν προκειμένω, τα μέτρα που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία εκτίθενται συνοπτικά στην αιτιολογική σκέψη 102 της αποφάσεως αυτής περιλαμβάνουν τόσο τις αντισταθμίσεις που χορηγήθηκαν σε όλα τα νοσοκομεία δυνάμει του καθεστώτος του LCH, το οποίο βασίζεται στην κατάρτιση του ΠΧΜ, και κατά των οποίων δεν βάλλει η προσφεύγουσα, όσο και αυτές που ισχύουν μόνο για τα νοσοκομεία IRIS, δηλαδή, πρώτον, τα μέτρα χρηματοδοτήσεως των ειδικών αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS, δεύτερον, την ενίσχυση του 1995 για την αναδιάρθρωση και, τρίτον, τα μέτρα χρηματοδοτήσεων των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS.

–       Επί της χρηματοδοτήσεως των αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα

194    Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η χρηματοδότηση των ειδικών για τα νοσοκομεία IRIS αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα περιλαμβάνει, αφενός, την αντιστάθμιση των ελλειμμάτων που οφείλονται σε νοσοκομειακές δραστηριότητες, βάσει του άρθρου 109 του LCH και, αφετέρου, τον μηχανισμό που τέθηκε σε εφαρμογή σε επίπεδο περιφέρειας μέσω του FRBRTC με σκοπό την προσωρινή προκαταβολή των αναγκαίων προς κάλυψη των ελλειμμάτων ποσών (αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 48 και 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

195    Όσον αφορά, πρώτον, το άρθρο 109 του LCH, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η διάταξη αυτή καθιερώνει επιπλέον χρηματοδότηση αποκλειστικώς υπέρ των δημόσιων νοσοκομείων, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της εκ μέρους των δήμων καλύψεως των ελλειμμάτων των δημόσιων νοσοκομείων, η οποία υφίσταται στο βελγικό δίκαιο από το 1973. Η κάλυψη αυτή προϋποθέτει τον καθορισμό του ύψους του ελλείμματος από τον αρμόδιο υπουργό, εξαιρουμένου του ελλείμματος «λόγω των δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του νοσοκομείου», ενώ τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη προσδιορίζονται με βασιλική απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 45 και 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

196    Επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν αφορούν αφεαυτού το εν λόγω μέτρο αντισταθμίσεως, το οποίο ισχύει για όλα τα βελγικά δημόσια νοσοκομεία.

197    Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της καταγγελίας της, η προσφεύγουσα επέκρινε αποκλειστικώς την, κατ’ αυτήν, υπερβολική αντιστάθμιση των δαπανών για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μέσω του FRBRTC. Με την από 21 Δεκεμβρίου 2006 επιστολή, η οποία έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής, η νυν προσφεύγουσα επισήμανε ότι δεν αμφισβητεί την «παρέμβαση των δήμων όσον αφορά το έλλειμμα των δημόσιων νοσοκομείων, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 109 του νόμου περί νοσοκομείων», διευκρινίζοντας ότι αντικείμενο της καταγγελίας ήταν η «χρηματοδότηση την οποία χορηγεί περιφέρεια […] αποκλειστικά στα νοσοκομεία [IRIS]».

198    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι δεν βάλλει κατά της, προβλεπομένης από το άρθρο 109 του LCH, καλύψεως του ελλείμματος των δημόσιων νοσοκομείων από τους δήμους αυτής καθαυτή, αλλά μόνον καθόσον αυτή συνδέεται με αποστολές των νοσοκομείων IRIS οι οποίες προβάλλονται ως ειδικές.

199    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει πολυάριθμα στοιχεία τα οποία δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα και τα οποία αφορούν τις προηγούμενες παραμέτρους της αντισταθμίσεως που προβλέπει το άρθρο 109 του LCH.

200    Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η επίμαχη αντιστάθμιση, η οποία διέπεται από το άρθρο 109 του LCH και τη βασιλική απόφαση περί των μέτρων υλοποιήσεως, έχει εφαρμογή μόνον επί των ελλειμμάτων που σχετίζονται με νοσοκομειακές δραστηριότητες και τα οποία έχουν εγκριθεί από τον αρμόδιο υπουργό, ενώ εξάλλου τα κριτήρια και η διαδικασία καθορισμού των ελλειμμάτων αυτών ορίζονται σαφώς από τη νομοθεσία. Από τον τρόπο υπολογισμού του ελλείμματος αυτού προκύπτει ότι η αντιστάθμιση περιορίζεται στις δαπάνες που όντως πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της παροχής της νοσοκομειακής φύσεως δημόσιας υπηρεσίας και δεν αντισταθμίζονται με άλλα μέτρα.

201    Καθόσον η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη σχέση μεταξύ της επίμαχης αντισταθμίσεως και των ειδικών για τα νοσοκομεία IRIS αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 109 του LCH κάνει λόγο για την κάλυψη του ελλείμματος των νοσοκομείων των οποίων η διαχείριση ανήκει στα ΔΚΚΔ, στις ενώσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 118 του οργανικού νόμου των ΔΚΚΔ και στις ενώσεις στις οποίες μετέχουν πλείονες δήμοι και οι οποίες περιλαμβάνουν ένα ή πλείονα ΔΚΚΔ ή έναν ή πλείονες δήμους.

202    Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η εκπλήρωση αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας που απορρέουν από τον οργανικό νόμο των ΔΚΚΔ συνδέεται εγγενώς με την οικονομία της διατάξεως αυτής.

203    Όσον αφορά το ότι δεν υφίσταται σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εξόδων που αντισταθμίζονται στο πλαίσιο του ΠΧΜ και αυτών που μπορούν να καλυφθούν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 109 του LCH, στοιχείο που επικρίνει η προσφεύγουσα, πρέπει να επισημανθεί ότι η ίδια η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η διάταξη αυτή καθιστά δυνατή την κάλυψη των εξόδων στα οποία υποβάλλονται τα νοσοκομεία IRIS λόγω των αποστολών που χρηματοδοτούνται και στο πλαίσιο του ΠΧΜ και ειδικότερα στο τμήμα Β8 περί ασθενών που περιθάλπονται με βάση κοινωνικά κριτήρια. Καθόσον τα επιπλέον έξοδα λόγω των υποχρεώσεων αυτών δεν αντισταθμίζονται από τον ΠΜΧ και προστίθενται στα νοσοκομειακά ελλείμματα των νοσοκομείων IRIS, οι δημόσιες αρχές αναλαμβάνουν μέρος των εξόδων των νοσοκομείων αυτών, βάσει του άρθρου 109 του LCH (αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

204    Αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, η ιδιαιτερότητα αυτή δεν θέτει κατ’ ανάγκη εν αμφιβόλω τη διαφάνεια των παραμέτρων αντισταθμίσεως.

205    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι το άρθρο 109 του LCH καλύπτει αποκλειστικά τις δαπάνες παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα. Δεν προβάλλει επιχειρήματα περί του ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής καθιστά δυνατό να συμπεριληφθούν δαπάνες άσχετες με τις αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

206    Συναφώς, μολονότι ο επίμαχος μηχανισμός χρηματοδοτήσεως περιλαμβάνει τόσο τα ελλείμματα που μπορούν να καλυφθούν στο πλαίσιο του ΠΧΜ όσο και τις πρόσθετες δαπάνες που δεν καλύπτει ο ΠΧΜ, δεν αμφισβητείται ότι, στο σύνολό του, το άρθρο 109 του LCH σκοπεί να αντισταθμίσει το κόστος παροχής της δημόσιας υπηρεσίας, οπότε αποκλείεται οποιοδήποτε ενδεχόμενο καταχρηστικής επικλήσεως της έννοιας της ΥΓΟΣ.

207    Διαπιστώνεται επομένως ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει επιχειρήματα δυνάμενα να θέσουν εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με την υποχρέωση καλύψεως του ελλείμματος των δημόσιων νοσοκομείων, η οποία απορρέει από το άρθρο 109 του LCH.

208    Όσον αφορά, δεύτερον, τα κονδύλια που χορηγήθηκαν αποκλειστικά στα νοσοκομεία IRIS μέσω του FRBRTC, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της εκτιμήσεως της Επιτροπής ότι τα ποσά που καταβλήθηκαν μέσω του FRBRTC αποτελούν απλώς προκαταβολές που πρέπει να επιστραφούν επί των οφειλομένων ποσών στα δημόσια νοσοκομεία βάσει του άρθρου 109 του LCH, οπότε η παρέμβαση του FRBRTC πρέπει να θεωρηθεί ως «πράξη μηδενικού υπολοίπου». Υποστηρίζει ότι, εξαιτίας του ελλείμματος διαφάνειας που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του FRBRTC, δεν μπορεί να εξακριβωθεί κατά πόσον οι πληρωμές αυτές καλύπτουν τα ελλείμματα των νοσοκομείων, κατά την έννοια του άρθρου 109 του LCH, και ότι η υποχρέωση επιστροφής των προκαταβολών δεν προβλέπεται από τις επίσημες πράξεις.

209    Πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως ορθώς διατείνεται η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση μάλλον συγχέει τον επίμαχο μηχανισμό, ο οποίος σκοπεί στην καταβολή των κεφαλαίων εκ μέρους του FRBRTC, και τον μηχανισμό του άρθρου 109 του LCH.

210    Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, ο μηχανισμός των προκαταβολών που χορηγούνται μέσω του FRBRTC σκοπεί στην εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχουν οι τοπικές αρχές από το άρθρο 109 του LCH (αιτιολογική σκέψη 47), οπότε η διάταξη αυτή αποτελεί και τη νομική βάση για τον μηχανισμό προκαταβολών (αιτιολογική σκέψη 188).

211    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει χωριστή εκτίμηση των εκ των προτέρων καθορισμένων παραμέτρων της αντισταθμίσεως όσον αφορά τον μηχανισμό προκαταβολών που χορηγούνται από το FRBRTC, αλλά περιορίζεται σε ανάλυση των παραμέτρων αντισταθμίσεως που αφορούν το άρθρο 109 του LCH (αιτιολογικές σκέψεις 175 επ.).

212    Ερωτηθείσα επί τούτου στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή επισήμανε, με την από 18 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της, ότι το άρθρο 109 του LCH και ο μηχανισμός των προκαταβολών του FRBRTC «αλληλεπικαλύπτονται και αποτελούν το αντικείμενο συνδυασμένης εφαρμογής», με συνέπεια να πρόκειται «κατ’ ουσίαν για τον ίδιο μηχανισμό αντισταθμίσεως».

213    Επιβάλλεται, όμως, η επισήμανση ότι ο μηχανισμός χρηματοδοτήσεως μέσω του FRBRTC δύναται να χαρακτηρισθεί ως χωριστό μέτρο ενισχύσεως σε σχέση με αυτό της καλύψεως του ελλείμματος βάσει του άρθρου 109 του LCH.

214    Συγκεκριμένα, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι πρόκειται για αντισταθμίσεις που σκοπούν αποκλειστικώς στην κάλυψη της σημαντικής καθυστερήσεως ως προς τις πληρωμές που προβλέπονται βάσει του άρθρου 109 του LCH και που πρέπει στη συνέχεια να επιστραφούν (αιτιολογική σκέψη 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να παρέχουν στα νοσοκομεία πλεονέκτημα, έστω και προσωρινό, και ως εκ τούτου δύνανται να χαρακτηρισθούν ως διακριτά μέσα αντισταθμίσεως (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 2010, C‑140/09, Fallimento Traghetti del Mediterraneo, Συλλογή 2010, σ. I‑5243, σκέψη 45).

215    Συνεπώς, καθόσον η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε χωριστή εκτίμηση των παραμέτρων χρηματοδοτήσεως που αφορούν τον μηχανισμό του FRBRTC, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή προέβη σε ελλιπή έλεγχο του οικείου μέτρου ενισχύσεως.

216    Συναφώς, κακώς υποστηρίζει η Επιτροπή, στην επιστολή της 18ης Νοεμβρίου 2011, ότι οι εν λόγω παράμετροι έχουν «όλως δευτερεύουσα σημασία για την ανάλυση, διότι, κατ’ ουσίαν, αφορούν τη χρηματοδότηση των δήμων και όχι των νοσοκομείων».

217    Η άποψη αυτή αντικρούεται από την αιτιολογική σκέψη 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία τα κονδύλια που χορηγούνται στους δήμους από την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, μέσω του FRBRTC, προορίζονται για την αντιστάθμιση του ελλείμματος των νοσοκομείων IRIS και καταβάλλονται στα νοσοκομεία αυτά.

218    Εξάλλου, οι διατάξεις της, συνημμένης στην από 18 Νοεμβρίου 2011 επιστολή της Επιτροπής, συμβάσεως μεταξύ του FRBRTC και των δήμων με σκοπό τον καθορισμό και τη ρύθμιση των επίμαχων αντισταθμίσεων προβλέπουν ότι «τα κονδύλια που τίθενται στη διάθεση του δήμου θα καταβληθούν στο νοσοκομείο εντός προθεσμίας επτά εργάσιμων ημερών» (άρθρο 4).

219    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, όσον αφορά την ειδική χρηματοδότηση των νοσοκομείων IRIS μέσω του FRBRTC, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας καταδεικνύουν την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς το αν τα υπό εξέταση μέτρα είναι συμβατά με το κριτήριο περί προκαθορισμένων παραμέτρων της αντισταθμίσεως.

–       Επί της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση του 1995

220    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε τον αποφασισθέντα τον Ιούνιο του 1996 χαρακτηρισμό ως μη ανακτήσιμης πιστώσεως δανείου ύψους περίπου 100 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο χορήγησε το FRBRTC στους οικείους δήμους της περιοχής Βρυξελλών, προκειμένου να «απορροφήσουν την 31η [Δεκεμβρίου] 1995 το παθητικό εκ της εκκαθαρίσεως των νοσοκομείων». Ο χαρακτηρισμός ως μη ανακτήσιμης πιστώσεως επιβεβαιώθηκε από την Κυβέρνηση της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης το 1999, αφού διαπιστώθηκε ότι οι δήμοι θα τηρούσαν τα οικονομικά προγράμματά τους (αιτιολογικές σκέψεις ιδίως 65 έως 68 και 178 έως 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

221    Η Επιτροπή επισημαίνει, στο υπόμνημά της αντικρούσεως, ότι επρόκειτο για την ανάληψη ευθύνης για την κάλυψη των ποσών που όφειλαν οι δήμοι στα νοσοκομεία IRIS όσον αφορά τα ελλείμματα που είχαν συσσωρευθεί μεταξύ των ετών 1989 και 1993.

222    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ανωτέρω διαπίστωση, αλλά υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη μη ανακτήσιμη πίστωση καταδεικνύει ότι οι προκαταβολές που καταβάλλει το FRBRTC δεν επιστρέφονται, ότι τα προκαταβαλλόμενα ποσά δεν συνδέονται σαφώς με το έλλειμμα κατά την έννοια του άρθρου 109 του LCH και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως. Η προσφεύγουσα επικρίνει την έλλειψη διαφάνειας ως προς τη λειτουργία του FRBRTC.

223    Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την εκτίμηση που διατυπώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, η επίμαχη πίστωση διακρίνεται από τα λοιπά εξετασθέντα μέτρα, τα οποία σκοπούν στην αντιστάθμιση των δαπανών παροχής της ΥΓΟΣ κατά το χρονικό διάστημα μετά την αναδιάρθρωση του 1995.

224    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η συντελεσθείσα την 31η Δεκεμβρίου 1995 αναδιάρθρωση των δημοσίων νοσοκομείων της περιοχής Βρυξελλών προέβλεπε την εκκαθάριση των παλαιών νοσοκομείων και τη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους σε νέες δομές με νομική προσωπικότητα, οι οποίες είναι αυτοτελείς από νομικής και δημοσιονομικής απόψεως (αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

225    Επομένως, η ενίσχυση για την αναδιάρθρωση εξετάζεται από την Επιτροπή, «εφόσον […] μπορεί να νοηθεί ως απευθυνόμενη σε νέες νομικές οντότητες, οι οποίες διαδέχονται τα παλαιά νοσοκομεία που υπάγονταν στα ΔΚΚΔ και τα οποία αποτέλεσαν τους απευθείας δικαιούχους της ενισχύσεως αυτής» (αιτιολογική σκέψη 124 και υποσημείωση 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

226    Κατά την Επιτροπή, η επίμαχη ενίσχυση αφορά την εκκαθάριση ελλείμματος εκ των νοσοκομειακών δραστηριοτήτων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 109 του LCH, για το χρονικό διάστημα από το 1989 έως την ημερομηνία της αναδιαρθρώσεως. Επομένως, αφορά τις προ του 1996 αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα από τα δημόσια νοσοκομεία των ΔΚΚΔ. Επιπλέον, χορηγήθηκε βάσει νομοθετικών διατάξεων αναγόμενων στο 1994 και το 1995, οι οποίες παρέχουν, από του χρόνου αυτού, αμετάκλητο δικαίωμα χρηματοδοτήσεως, ενώ τα νοσοκομεία IRIS έτυχαν της βοήθειας αυτής εμμέσως μόνον, διότι τα νοσοκομεία αυτά στερούνταν νομικής προσωπικότητας κατά τον χρόνο εκείνο (αιτιολογική σκέψη 178).

227    Η προσφεύγουσα δεν προβάλλει επιχειρήματα δυνάμενα να θέσουν εν αμφιβόλω το συμβατό χαρακτήρα των μέτρων που αφορούν οι εκτιμήσεις αυτές.

228    Εξάλλου, μολονότι επικαλείται έλλειψη διαφάνειας ως προς τη λειτουργία του FRBRTC, η προσφεύγουσα παραλείπει να εξηγήσει κατά ποίον τρόπο μπορούν οι όροι του επίμαχου δανείου, το οποίο χορηγήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος αναδιαρθρώσεως του 1995 με σκοπό την κάλυψη των χρεών που είχαν σωρεύσει τα δημόσια νοσοκομεία μεταξύ των ετών 1989 και 1993, να προβληθούν προς επίρρωση του επιχειρήματός της περί ελλείψεως διαφάνειας όσον αφορά τα λοιπά κονδύλια που χορήγησε το FRBRTC.

229    Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι τα λοιπά κονδύλια αφορούν διαφορετικό χρονικό διάστημα, μεταγενέστερο του 1995, και χορηγήθηκαν βάσει διαφορετικού νομικού πλαισίου το οποίο απορρέει εκ της μεταρρυθμίσεως του 1995.

230    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τους όρους του δανείου για την αναδιάρθρωση του 1995 πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί της χρηματοδοτήσεως των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα

231    Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι δαπάνες των αποστολών αυτών αντισταθμίζονται από ειδική επιδότηση, βάσει της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2003. Διευκρινίζει ότι πρόκειται για μέτρο του οποίου ο ετήσιος προϋπολογισμός, ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ για τα υπό εξέταση έτη, εγκρίνεται ανά έτος από το Κοινοβούλιο της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης και, ως εκ τούτου, υπήρχε δυνατότητα τακτικής αναθεωρήσεώς του από τις δημόσιες αρχές (αιτιολογικές σκέψεις 53 έως 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

232    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι οι παράμετροι αντισταθμίσεως για τις αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα δεν είχαν καθορισθεί εκ των προτέρων, θέτοντας κατ’ ουσίαν εν αμφιβόλω τη σχέση μεταξύ της επίμαχης επιδοτήσεως και των δαπανών για την εκπλήρωση των αποστολών αυτών. Υποστηρίζει ότι οι συμβάσεις που συνάφθηκαν στο πλαίσιο της επιδοτήσεως έχουν εντελώς γενικό χαρακτήρα, οι δε πλημμέλειές τους έχουν επισημανθεί στις εκθέσεις της υπηρεσίας οικονομικού ελέγχου του Υπουργείου της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, με τις οποίες επισημαίνεται ότι η χρησιμοποιούμενη τυποποιημένη σύμβαση ουδόλως μνημονεύει τα έργα για τα οποία χορηγείται η επιδότηση και ότι, ως εκ τούτου, είναι αδύνατος ο οποιοσδήποτε έλεγχος της χρήσεως της επιδοτήσεως αυτής.

233    Πρέπει να επισημανθεί ότι οι εκθέσεις της υπηρεσίας οικονομικού ελέγχου τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα και οι οποίες παρελήφθησαν τον Αύγουστο του 2010 δεν καταλέγονται μεταξύ των στοιχείων που μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή κατά τον χρόνο που έκρινε το συμβατό της επίμαχης ενισχύσεως. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Nuova Agricast, σκέψεις 54 έως 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

234    Όσον αφορά τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας περί των όρων χορηγήσεως της επιδοτήσεως την οποία προβλέπει η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003, πρέπει να επισημανθεί ότι από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η Κυβέρνηση της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης μπορεί να χορηγεί στους δήμους, ετησίως, μία ή πλείονες ειδικές επιδοτήσεις προοριζόμενες για την υλοποίηση έργων δημοτικού ενδιαφέροντος (άρθρο 2).

235    Η κυβέρνηση καθορίζει, αφενός, τη διαδικασία εξετάσεως των αιτήσεων για τη χορήγηση επιδοτήσεως, τον κατάλογο των δικαιολογητικών εγγράφων που πρέπει να προσκομισθούν, τους όρους εκκαθαρίσεως των επιδοτήσεων και τον τρόπο επιστροφής τους σε περίπτωση μη υλοποιήσεως των έργων και, αφετέρου, το ύψος των επιδοτήσεων, οι οποίες είναι «ισόποσες τουλάχιστον του πενήντα τοις εκατό και κατά το μέγιστο του εκατό τοις εκατό του συνολικού κόστους για την υλοποίηση των έργων [δημοτικού ενδιαφέροντος]» (άρθρο 3 της ιδίας αποφάσεως). Προβλέπεται, επίσης, η σύναψη συμβάσεως μεταξύ της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης και του δικαιούχου δήμου προκειμένου να καθορισθούν οι αμοιβαίες συμβατικές υποχρεώσεις τους (άρθρο 4).

236    Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το επίμαχο σύστημα χρηματοδοτήσεως εφαρμόζεται στη σύμβαση η οποία συνάπτεται με τους οικείους δήμους και η οποία ορίζει ότι η επιδότηση χορηγείται «για τις αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα των δημόσιων νοσοκομείων» και ότι οι επιδοτούμενες αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα αφορούν δραστηριότητες «των οποίων το περιεχόμενο καθορίζεται εκ των προτέρων και εκτίθεται λεπτομερώς στα στρατηγικά σχέδια IRIS», οι δε παράμετροι του κόστους πρέπει να καθορίζονται επίσης εκ των προτέρων (αιτιολογικές σκέψεις 57 και 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

237    Συναφώς, η σύμβαση που συνάφθηκε μεταξύ της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης και ενός εκ των ενδιαφερομένων δήμων, σύμβαση την οποία επισύναψαν στο υπόμνημά τους παρεμβάσεως οι παρεμβαίνοντες δήμοι της περιοχής Βρυξελλών (σκέψη 47 ανωτέρω), προβλέπει την καταβολή ειδικής επιδοτήσεως, σύμφωνα με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003, προκειμένου να υλοποιηθεί έργο δημοτικού ενδιαφέροντος το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρέμβαση του δήμου στις αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα των δημοσίων νοσοκομείων της περιοχής Βρυξελλών» (άρθρο 1). Η επιδότηση αυτή πρέπει να καταβληθεί εξ ολοκλήρου και εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών στο οικείο νοσοκομείο IRIS (άρθρο 2 της συμβάσεως).

238    Επίσης, το άρθρο 1, στοιχείο b, της συμβάσεως μεταξύ του FRBRTC και των ενδιαφερομένων δήμων, την οποία προσκόμισε η Επιτροπή κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου ως συνημμένη στην από 18 Νοεμβρίου 2011 επιστολή, προβλέπει ότι το FRBRTC «αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβάλει στο γενικό ισοζύγιο των οικονομικών του δήμου χορηγώντας δάνειο το οποίο θα καταστήσει δυνατή […] τη συμμετοχή του δήμου στη χρηματοδότηση των κοινωνικών δράσεων που προβλέπονται από το σχέδιο χρηματοοικονομικών και αναδιαρθρώσεως [του οικείου νοσοκομείου IRIS]».

239    Πρέπει να επισημανθεί ότι οι πράξεις αυτές που προσκόμισαν η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες κατά τη δίκη δεν καθιστούν σαφείς τους οικονομικούς όρους της επίμαχης επιδοτήσεως και, ως εκ τούτου, δεν δύνανται να αντικρούσουν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου που αντλείται από τις προκαθορισμένες παραμέτρους της αντισταθμίσεως.

240    Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι το άρθρο 3 της αποφάσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2003 προβλέπει μεταξύ άλλων τον καθορισμό των όρων χορηγήσεως των επιδοτήσεων, της εκκαθαρίσεως και της επιστροφής τους σε περίπτωση μη εκπληρώσεως των έργων (σκέψη 235 ανωτέρω).

241    Η προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, δεν περιλαμβάνει ανάλυση αυτών των όρων, αλλά απλώς παραθέτει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της ιδίας αποφάσεως, κατά το οποίο οι επιδοτήσεις είναι «ισόποσες τουλάχιστον του πενήντα τοις εκατό και κατά το μέγιστο του εκατό τοις εκατό του συνολικού κόστους για την υλοποίηση των έργων [δημοτικού ενδιαφέροντος]».

242    Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι ούτε από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή στο πλαίσιο της δίκης προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο αυτό εξέτασε το περιεχόμενο των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα τις οποίες αφορά η επίμαχη ειδική επιδότηση, πριν αποφανθεί ότι το ύψος της αντισταθμίσεως είχε καθορισθεί βάσει αντικειμενικών και διαφανών όρων.

243    Συγκεκριμένα, οι πράξεις που διέπουν την επιδότηση αυτή, δηλαδή η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003 και οι προμνημονευθείσες συμβάσεις περιορίζονται να παραπέμψουν στη «δραστηριότητα κοινωνικού χαρακτήρα» ή στις «αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα», χωρίς να διευκρινίζουν το ακριβές περιεχόμενο των όρων αυτών, ουδόλως δε μνημονεύουν σαφώς τη λειτουργία της κοινωνικής υπηρεσίας που σκοπεί να παράσχει στους ασθενείς και στους οικείους τους διοικητική ή ψυχολογική βοήθεια πέραν της ιατρικής (βλ. σκέψεις 175 και 176 ανωτέρω).

244    Ως εκ τούτου, ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η Επιτροπή έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά το μέτρο της αντισταθμίσεως το οποίο αφορά η σύμβαση μεταξύ του FRBRTC και των οικείων δήμων, σχετικά με τις αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS, όσον αφορά το κριτήριο περί υπάρξεως προκαθορισμένων παραμέτρων της αντισταθμίσεως.

 Επί του αν υφίστανται οι όροι που να καθιστούν δυνατή την αποτροπή υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως, καθώς και επί του αν δεν υφίσταται υπερβάλλουσα αντιστάθμιση

245    Βάσει του άρθρου 4, στοιχείο ε΄, της αποφάσεως 2005/842, οι επίσημες πράξεις με τις οποίες ανατίθεται στην οικεία επιχείρηση η διαχείριση της ΥΓΟΣ πρέπει να καθορίζουν «τους όρους ανακτήσεως ενδεχόμενης υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως και τους τρόπους αποφυγής τέτοιου ενδεχομένου».

246    Το άρθρο 5 της αποφάσεως 2005/842, σχετικά με το ύψος της αντισταθμίσεως, προβλέπει, ιδίως, τα εξής:

«1. Το ποσό της αντιστάθμισης δεν υπερβαίνει εκείνο που απαιτείται για να [καλυφθούν οι δαπάνες για την εκπλήρωση] των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα καθώς και μια εύλογη απόδοση οποιωνδήποτε ιδίων κεφαλαίων που είναι αναγκαία για την [εκπλήρωση] των υποχρεώσεων αυτών. Η αντιστάθμιση πρέπει να χρησιμοποιείται πραγματικά για τη διαχείριση της σχετικής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, χωρίς να θίγεται η ικανότητα της επιχείρησης να απολαμβάνει κανονικά το εύλογο κέρδος της.

[…]

2. Το κόστος που λαμβάνεται υπόψη περιλαμβάνει [το σύνολο των δαπανών για τη διαχείριση] της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος]. [Οι δαπάνες υπολογίζονται βάσει των γενικώς αποδεκτών αρχών αναλυτικής λογιστικής] ως ακολούθως:

α)      όταν οι δραστηριότητες της επιχείρησης περιορίζονται στην υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, δύναται να λαμβάνεται υπόψη όλο το σχετικό κόστος […]»

247    Οι διατάξεις αυτές λαμβάνουν υπόψη το τρίτο κριτήριο της αποφάσεως Altmark, βάσει του οποίου η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

248    Επίσης, βάσει του άρθρου 6, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 2005/842, τα κράτη μέλη διενεργούν τακτικούς ελέγχους, όσον αφορά το ενδεχόμενο υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως, ή διατάσσουν τη διενέργειά τους, απαιτούν την επιστροφή οποιασδήποτε ενδεχόμενης υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως και ενημερώνουν τις παραμέτρους της αντισταθμίσεως. Σε περίπτωση κατά την οποία το ποσό της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως δεν υπερβαίνει το 10 % του ποσού της ετήσιας αντισταθμίσεως, η υπερβάλλουσα αυτή αντιστάθμιση επιτρέπεται να μεταφερθεί στο επόμενο οικονομικό έτος και να αφαιρεθεί από το ποσό της αντισταθμίσεως που οφείλεται για τη χρονική περίοδο αυτή.

249    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέτασε τα επίμαχα μέτρα με γνώμονα τις απαιτήσεις αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις 182 έως 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως και αποφάνθηκε ότι πληρούνται τα οικεία κριτήρια.

250    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση αυτή, προβάλλοντας τα επιχειρήματα ότι, αφενός, δεν διενεργήθηκε έλεγχος ενδεχόμενης υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως για τις ειδικές αποστολές παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού και μη νοσοκομειακού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS και ότι, αφετέρου, υφίσταται στην πράξη υπερβάλλουσα αντιστάθμιση όσον αφορά τα δύο αυτά είδη αποστολών, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση των νοσοκομείων του 1995.

–       Επί του αν υφίστανται όροι που να καθιστούν δυνατή την αποτροπή της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως των αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα

251    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι μηχανισμοί για την αποτροπή των προμνημονευθεισών στην προσβαλλόμενη απόφαση υπερβαλλουσών αντισταθμίσεων έχουν εντελώς γενικό χαρακτήρα, καθόσον απλώς θέτουν «αμιγώς θεωρητικές» αρχές, επισημαίνοντας, για παράδειγμα, ότι απαγορεύεται η υπερβάλλουσα αντιστάθμιση. Επιπλέον, όσον αφορά τον μηχανισμό των προκαταβολών που καταβάλλονται μέσω του FRBRTC, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν προβλέπει υποχρέωση επιστροφής των προκαταβολών.

252    Πρέπει να επισημανθεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 182 έως 190 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξετάζει, ορθώς, με γνώμονα το άρθρο 4, στοιχείο ε΄, της αποφάσεως 2005/842, την ύπαρξη των προβλεπόμενων από τις πράξεις αναθέσεως όρων για την αποτροπή και τη διόρθωση των υπερβαλλουσών αντισταθμίσεων.

253    Όσον αφορά, πρώτον, τον μηχανισμό χρηματοδοτήσεως των αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα που διέπεται από τον LCH, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει τους γενικούς όρους που προβλέπονται βάσει του LCH και τους οποίους δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 182 έως 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επισημαίνοντας ότι οι ειδικές αποστολές, οι οποίες τυγχάνουν αντισταθμίσεως βάσει του άρθρου 109 του LCH, «διέπονται από το ίδιο καθεστώς χρηματοδοτήσεως» (αιτιολογική σκέψη 190 της ιδίας αποφάσεως) και ότι ο καθορισμός των ελλειμμάτων, κατά τις εκτελεστικές της διατάξεως αυτής βασιλικές αποφάσεις, αποτελεί όρο ο οποίος καθιστά δυνατή την αποτροπή του συνυπολογισμού μη επιλέξιμων δαπανών (αιτιολογική σκέψη 189).

254    Αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, η εκτίμηση αυτή δεν καταδεικνύει την ανεπάρκεια της αναλύσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή.

255    Ιδίως, οι εκτιθέμενοι όροι δεν περιορίζονται στη διατύπωση της αρχής περί απαγορεύσεως υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως, αλλά περιλαμβάνουν τα κριτήρια καθορισμού του ελλείμματος όσον αφορά τη νοσοκομειακή δραστηριότητα, το οποίο καθορίζεται τελικώς από τον ομοσπονδιακό υπουργό.

256    Όσον αφορά, δεύτερον, τον μηχανισμό χρηματοδοτήσεως των αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα μέσω των προκαταβολών εκ μέρους του FRBRTC, επισημαίνεται ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο καθορισμός του ελλείμματος βάσει του άρθρου 109 του LCH λαμβάνει χώρα με σοβαρή καθυστέρηση η οποία μπορεί να ανέλθει και στα δέκα έτη. Για τον λόγο αυτό χορηγείται επιδότηση στους οικείους δήμους, «ως επιδότηση επί του ελλείμματος». Αφορά τα κονδύλια τα οποία «βάσει εύλογων εκτιμήσεων θα πρέπει να καθιστούν δυνατή την κάλυψη μέρους του νοσοκομειακού ελλείμματος» και σκοπεί «στην προσωρινή προκαταβολή των ποσών που απαιτούνται για την κάλυψη των ελλειμμάτων των δημόσιων νοσοκομείων της περιοχής Βρυξελλών, εν αναμονή του οριστικού καθορισμού του ελλείμματος» (αιτιολογικές σκέψεις 47 και 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

257    Αντιθέτως προς τις επίσημες πράξεις που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, σχετίζονται με τον καθορισμό του ελλείμματος βάσει του άρθρου 109 του LCH και σκοπούν να οριοθετήσουν το έλλειμμα αυτό στις δραστηριότητες που εμπίπτουν στην έννοια της παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα (αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 45 και 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή δεν μνημονεύει τις πράξεις με τις οποίες θα επιβάλλονταν παρεμφερείς υποχρεώσεις όσον αφορά τα κονδύλια που χορηγεί το FRBRTC.

258    Από την αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, αντιθέτως, ότι τα κεφάλαια αυτά καθορίζονται βάσει «εύλογων εκτιμήσεων» περί του ελλείμματος, άνευ άλλης διευκρινίσεως.

259    Η Επιτροπή, εξάλλου, δεν προβάλλει κάποιο επιχείρημα σε αντίκρουση της αιτιάσεως της προσφεύγουσας περί του ότι δεν υφίσταται σαφής υποχρέωση επιστροφής των προκαταβολών που λαμβάνονται μέσω του FRBRTC.

260    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, από τη στιγμή που ο αρμόδιος υπουργός εγκρίνει σε τελικό βαθμό τους ισολογισμούς, βάσει του άρθρου 109 του LCH, τα νοσοκομεία «επιστρέφουν στους δήμους τις προκαταβολές που εισέπραξαν προσωρινά μέσω του FRBRTC» (αιτιολογική σκέψη 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

261    Όσον αφορά τη νομική βάση της υποχρεώσεως αυτής, η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει στη νομοθεσία περί δημόσιας λογιστικής, επισημαίνοντας πάντως ότι «σε περίπτωση κατά την οποία το έλλειμμα των νοσοκομείων λόγω δραστηριοτήτων αμιγώς νοσοκομειακού χαρακτήρα υπερβαίνει το έλλειμμα που καθόρισε ο [αρμόδιος] υπουργός, βάσει του άρθρου 109 του LCH, το υπόλοιπο του νοσοκομειακού ελλείμματος εξακολουθεί να βαρύνει τις αρμόδιες δημόσιες αρχές» (αιτιολογική σκέψη 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

262    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα στοιχεία αυτά δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι υφίσταται εκ του νόμου υποχρέωση επιστροφής των προκαταβολών που εισπράχθηκαν μέσω του FRBRTC, σε περίπτωση κατά την οποία το οριστικώς καθορισθέν αποτέλεσμα, βάσει του άρθρου 109 του LCH, υπολείπεται των εκτιμήσεων.

263    Στην από 18 Νοεμβρίου 2011 απάντησή της στο σχετικό γραπτό ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν παραπέμπει στη νομοθεσία που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 183 της αποφάσεώς της, αλλά παραθέτει το άρθρο 7 της αποφάσεως περί του FRBRTC, η οποία αφορά τη δέσμευση των δήμων «να επιστρέφουν τα χορηγηθέντα δάνεια […] σε περίπτωση κατά την οποία δεν τηρήθηκε το σχέδιο ή τα δάνεια που ελήφθησαν χρησιμοποιήθηκαν για άλλες δαπάνες» (αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 43).

264    Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι, στις διευκρινίσεις που παρέσχε κατά τη δίκη, η Επιτροπή στηρίζεται σε νομικές διατάξεις διαφορετικές από τις σχετικές με τα δημόσια λογιστικά, τις οποίες μνημονεύει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, τα νέα αυτά στοιχεία, από τα οποία δεν προκύπτει ότι τα νοσοκομεία υποχρεούνται να επιστρέφουν στους δήμους ενδεχόμενο υπόλοιπο από τις προκαταβολές για το έλλειμμα που καθορίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 109 του LCH, δεν αρκούν για να τεθεί εν αμφιβόλω το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί υπάρξεως αμφιβολίας ως προς την υποχρέωση επιστροφής των προκαταβολών.

265    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή κατά τη δίκη δεν αρκούν για να διαλυθούν οι αμφιβολίες, τις οποίες επισήμανε η προσφεύγουσα, ως προς το αν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά η χρηματοδότηση των νοσοκομείων IRIS μέσω του FRBRTC, από απόψεως του κριτηρίου περί υπάρξεως όρων για την αποτροπή της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως και για τη διασφάλιση της επιστροφής της.

–       Επί του αν υφίστανται όροι που καθιστούν δυνατή την αποτροπή της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα

266    Όσον αφορά τις αποστολές κοινωνικού χαρακτήρα, η προσφεύγουσα δέχεται ότι η ειδικώς χορηγούμενη για αυτές επιδότηση περιορίζεται στην κάλυψη του ελλείμματος των νοσοκομείων IRIS, πλην όμως υποστηρίζει ότι η χρήση της δεν υπόκειται σε κανέναν όρο που να καθιστά δυνατή την αποτροπή της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως.

267    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η εκ μέρους των ΔΚΚΔ κάλυψη των δαπανών για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών δεν είναι αυτοδίκαια, διότι οι αντισταθμίσεις αυτές πρέπει να τηρούν τις απαιτήσεις που έχουν θέσει αυτά τα ΔΚΚΔ, προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή αντισταθμίσεως αχρεωστήτως (αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

268    Βάσει του ανωτέρω υπονοείται ότι τα ΔΚΚΔ ελέγχουν τα ίδια τις αντισταθμίσεις των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα και ότι, καθόσον αποτελούν δημόσιες αρχές που μετέχουν στα όργανα της ενώσεως IRIS, το στοιχείο αυτό αρκεί για να αποτραπεί το ενδεχόμενο καταχρήσεως όσον αφορά τις αντισταθμίσεις των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα.

269    Αυτό, όμως, προϋποθέτει ότι οι οικείες επιδοτήσεις συνοδεύονται πράγματι από απαιτήσεις που καθιστούν δυνατή την αποτροπή υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως.

270    Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει, αφενός, στην απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003 περί των σχετικών ειδικών επιδοτήσεων.

271    Πρέπει, όμως, να υπομνησθεί ότι, ενώ η ως άνω πράξη προβλέπει, στο άρθρο της 3, τον καθορισμό των όρων για την εκκαθάριση των επίμαχων επιδοτήσεων, καθώς και των όρων επιστροφής τους σε περίπτωση μη εκπληρώσεως των αποστολών, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία ανάλυση των διάφορων αυτών όρων.

272    Αφετέρου, στην αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραπέμπει στο ότι τα ΔΚΚΔ μπορούν να συνάπτουν «συμβάσεις με πρόσωπα, ιδρύματα ή υπηρεσίες που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για την υλοποίηση των διαφόρων λύσεων που επιβάλλονται για να διασφαλισθεί η συνέχεια και η ποιότητα [της] υπηρεσίας κοινωνικού χαρακτήρα».

273    Επισημαίνει εν συνεχεία ότι η «εκ μέρους των ΔΚΚΔ κάλυψη των δαπανών για την παροχή νοσοκομειακών υπηρεσιών και υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα […] δεν συντελείται αυτοδικαίως, καθόσον η πρόσβαση στις αντισταθμίσεις υπόκειται στην προϋπόθεση της τηρήσεως των απαιτήσεων των εν λόγω ΔΚΚΔ», στοιχείο που καθιστά δυνατή την αποτροπή του ενδεχομένου υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως.

274    Πρέπει να επισημανθεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει ποιες είναι οι συμβάσεις που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη προϋποθέσεων για τη χρηματοδότηση των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα.

275    Ερωτηθείσα επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παρέπεμψε στη σύμβαση «κατοικία λαμβανομένη υπόψη για την παροχή περιθάλψεως», την οποία επισύναψε στις από 18 Νοεμβρίου 2011 απαντήσεις της (σκέψη 126 ανωτέρω). Πρέπει, όμως, να υπομνησθεί ότι η σύμβαση αυτή ρυθμίζει κατ’ ουσίαν τα σχετικά με την περίθαλψη που παρέχεται σε άτομα βοηθούμενα από τα ΔΚΚΔ και δεν αφορά τη χρηματοδότηση της παροχής υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα του νοσοκομείου, όπως περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή την υπηρεσία που σκοπεί, κατ’ ουσία, στην παροχή διοικητικής ή ψυχολογικής βοήθειας στους ασθενείς και στους οικείους τους πέραν της ιατρικής βοήθειας (βλ. σκέψεις 175 και 176 ανωτέρω).

276    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι τόσο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσο και αυτό των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή ενισχύουν το επιχείρημα της προσφεύγουσας το οποίο αντλείται από τον ανεπαρκή χαρακτήρα των εκτιμήσεων της Επιτροπής όσον αφορά τους όρους που καθιστούν δυνατή την αποτροπή υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα.

277    Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των διατάξεων που επικαλείται η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα στοιχεία που προέβαλε κατά τη δίκη, υφίσταται αμφιβολία ως προς τον ακριβή σκοπό της επιδοτήσεως που προβλέπει η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2003 και, κατ’ επέκταση, ως προς την επάρκεια των όρων που διασφαλίζουν ότι η επιδότηση αυτή δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την κάλυψη των δαπανών που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

278    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε στοιχεία που καταδεικνύουν την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς το αν τα μέτρα χρηματοδοτήσεως των ειδικών αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS είναι σύμφωνα με το κριτήριο περί υπάρξεως όρων που καθιστούν δυνατή την αποτροπή του ενδεχομένου υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως.

–       Επί του ότι δεν υφίσταται στην πράξη υπερβάλλουσα αντιστάθμιση

279    Όσον αφορά το κριτήριο περί αναλογικότητας των υπό εξέταση μέτρων ενισχύσεως, η Επιτροπή διακρίβωσε την καταλληλότητα του ποσού στο οποίο ανήλθαν συνολικά τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως.

280    Έτσι, για να διακριβώσει ότι τηρήθηκε η υποχρέωση αποτροπής του ενδεχομένου υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δηλαδή από το 1996 έως το 2007, η Επιτροπή εξέτασε τα ετήσια αποτελέσματα των ΥΓΟΣ των νοσοκομείων IRIS, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εσόδων από τις ΥΓΟΣ, δηλαδή τα έσοδα από τις ΥΓΟΣ ιδιωτικής και δημόσιας προελεύσεως και τις χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν βάσει του ΠΧΜ, το σύνολο των σχετικών εξόδων, καθώς και το σύνολο των αντισταθμίσεων των ΥΓΟΣ, δηλαδή αυτών που χορηγήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 109 του LCH και, από του έτους 2003, αυτών που χορηγήθηκαν ως αντιστάθμιση των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα οι οποίες ανατέθηκαν στα νοσοκομεία από τα ΔΚΚΔ.

281    Τα συνθετικά στοιχεία που προέκυψαν κατόπιν του ελέγχου αυτού παρατίθενται και στον πίνακα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

282    Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή διαπίστωσε ελλείπουσα αντιστάθμιση των ΥΓΟΣ κατά το εξετασθέν χρονικό διάστημα, όσον αφορά τα νοσοκομεία IRIS εξεταζόμενα ως σύνολο. Για τρία από τα νοσοκομεία αυτά παρατηρείται περιστασιακώς υπερβάλλουσα αντιστάθμιση όσον αφορά τα αποτελέσματα ενός ή δύο ετών, η οποία, κατά την Επιτροπή, μεταφέρθηκε στην επόμενη περίοδο και αφαιρέθηκε από το ποσό της οφειλόμενης για αυτήν αντισταθμίσεως, μεταφορά ποσού που δεν υπερέβη το όριο του 10 % της ετήσιας αντισταθμίσεως το οποίο προβλέπει το άρθρο 6, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 2005/842 (αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

283    Όσον αφορά, εξάλλου, την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση του έτους 1995, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι «η εκκαθάριση των ζημιών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 109 του LCH για το χρονικό διάστημα 1989-1993 ανερχόταν σχεδόν στα 95 εκατομμύρια [ευρώ], ενώ το δάνειο –το οποίο χαρακτηρίσθηκε ως μη ανακτήσιμη πίστωση– για το ίδιο χρονικό διάστημα ανερχόταν σε σχεδόν 98 εκατομμύρια [ευρώ], δηλαδή συνολικά περίπου 193 εκατομμύρια [ευρώ] για συνολικό έλλειμμα περίπου 200 εκατομμυρίων [ευρώ]», οπότε μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως.

284    Η προσφεύγουσα θέτει εν αμφιβόλω τον έλεγχο των ετησίων αποτελεσμάτων των νοσοκομείων IRIS, στον οποίο προέβη η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι υπέβαλε στην Επιτροπή στοιχεία περί του ότι υπήρξε υπερβάλλουσα αντιστάθμιση όσον αφορά το οριστικό έλλειμμα των νοσοκομείων IRIS κατά το χρονικό διάστημα από το 1989 έως το 1993 και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μνημονεύει ότι το επίμαχο υπόλοιπο επεστράφη.

285    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι από την έκταση του πεδίου της έρευνας της Επιτροπής κατά τον προκαταρκτικό έλεγχο και από την περιπλοκότητα του φακέλου της υπό εξέταση υποθέσεως συνάγεται ότι η επίμαχη διαδικασία υπερέβη αυτό που απαιτεί συνήθως ο καταρχήν έλεγχος που διενεργείται στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Το γεγονός αυτό, όμως, αποτελεί σαφή ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών (βλ., σχετικώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Φεβρουαρίου 2009, T‑388/03, Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑199, σκέψη 106).

286    Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι το εύρος της αναλύσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή και της οποίας σύνοψη παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, καθόσον η ανάλυση αυτή αφορά τον έλεγχο του συνόλου των οικονομικών στοιχείων και των αντισταθμίσεων των νοσοκομείων IRIS για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τη δεκαετία, δηλαδή από το 1996 έως το 2007, περιλαμβανομένων επίσης των κονδυλίων για τη νοσοκομειακή αναδιάρθρωση του 1995, τα οποία, κατά την Επιτροπή, σχετίζονται με τις δαπάνες που πραγματοποίησαν τα νοσοκομεία μεταξύ των ετών 1989 και 1993.

287    Το χρονικό και ποσοτικό εύρος των στοιχείων που υποβλήθηκαν στον εν λόγω έλεγχο, προκειμένου άλλωστε περί πέντε διαφορετικών νομικών οντοτήτων, η καθεμία από αυτές με τον δικό της προϋπολογισμό, καταδεικνύει τον σύνθετο χαρακτήρα του έργου που ανέλαβε να επιτελέσει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.

288    Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία αμφισβητείται η ακρίβεια των υπολογισμών που εκτίθενται συνοπτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι το εύρος και η περιπλοκότητα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη προς τούτο η Επιτροπή συνιστούν αφεαυτών ένδειξη ενισχύουσα την άποψη της προσφεύγουσας περί υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών.

 Επί του αν τυγχάνει εφαρμογής το κριτήριο που αντλείται από την ανάλυση των δαπανών σε σχέση με μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διοίκηση και κατάλληλα εξοπλισμένη

289    Βάσει του τετάρτου κριτηρίου που τέθηκε με την απόφαση Altmark, οσάκις η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία ανατίθεται η εκπλήρωση υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας δεν διενεργείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, το ύψος της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται με βάση ανάλυση των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεων.

290    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί του αν τα επίμαχα μέτρα είναι συμβατά με το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, δεν εξέτασε αν πληρούται το εν λόγω κριτήριο.

291    Πρέπει να υπομνησθεί ότι ουδόλως προκύπτει από την, εφαρμοστέα εν προκειμένω, απόφαση 2005/842 η ύπαρξη της προβαλλόμενης προϋποθέσεως περί της οικονομικής αποδοτικότητας επιχειρήσεως ως προς την παροχή ΥΓΟΣ.

292    Επίσης, κατά πάγια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, το τέταρτο κριτήριο της αποφάσεως Altmark δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση του συμβατού των μέτρων ενισχύσεως από απόψεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτού του σύμφωνου χαρακτήρα διαφέρουν από τα κριτήρια που τέθηκαν με την απόφαση Altmark, τα οποία σκοπούν στο να εκτιμηθεί αν υφίσταται κρατική ενίσχυση (βλ., σχετικώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 2009, T‑354/05, TF1 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑471, σκέψεις 129 έως 140, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 25ης Νοεμβρίου 2009, T‑87/09, Andersen κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 57).

293    Λαμβανομένης υπόψη της διακρίσεως αυτής, η οικονομική αποδοτικότητα επιχειρήσεως κατά την παροχή ΥΓΟΣ και, ειδικότερα, το ζήτημα αν επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί ΥΓΟΣ δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της παροχής δημόσιας υπηρεσίας με χαμηλότερο κόστος στερείται σημασίας όσον αφορά την εκτίμηση περί του συμβατού κρατικής ενισχύσεως από απόψεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Πράγματι, διά της εκτιμήσεως του αναλογικού χαρακτήρα της ενισχύσεως, το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ σκοπεί απλώς στην πρόληψη του ενδεχομένου η επιχείρηση στην οποία ανατέθηκε η παροχή της ΥΓΟΣ να τύχει ενισχύσεως υπερβαίνουσας τα καθαρά έξοδα για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας (προπαρατεθείσα απόφαση M6 και TF1 κατά Επιτροπής, σκέψεις 140 και 141).

294    Επομένως, ελλείψει εναρμονισμένης κοινοτικής ρυθμίσεως, η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να αποφαίνεται επί του εύρους των αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή επί του ύψους των δαπανών που συνδέονται με την υπηρεσία αυτή, ούτε επί της σκοπιμότητας των σχετικών πολιτικών επιλογών των εθνικών αρχών ή επί της οικονομικής αποδοτικότητας της επιχειρήσεως που έχει αναλάβει την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση M6 και TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 139 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

295    Κακώς ισχυρίζεται η προσφεύγουσα ότι η λύση αυτή αφίσταται της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2009, T‑8/06, FAB κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 64). Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή αφορά τον χαρακτηρισμό των επιδοτήσεων κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και όχι τις προϋποθέσεις του συμβατού τους με την εσωτερική αγορά, κατά το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

296    Όσον αφορά την παραπομπή της προσφεύγουσας στην ανακοίνωση της Επιτροπής περί της αναθεωρήσεως των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις οι οποίοι έχουν εφαρμογή στις ΥΓΟΣ, της 23ης Μαρτίου 2011 [COM (2011) 146], πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται για έγγραφο συζητήσεως σχετικά με την αναθεώρηση των κανόνων περί ΥΓΟΣ, στο οποίο εκτίθενται ορισμένες παρατηρήσεις de lege ferenda που δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν την ερμηνεία των ισχυόντων κανόνων δικαίου.

297    Εν πάση περιπτώσει, το σημείο 4.2.2.2 του εν λόγω εγγράφου το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα δεν ενισχύει την άποψή της. Το σημείο αυτό αφορά αποκλειστικά, όπως καταδεικνύει και ο τίτλος του, ο οποίος είναι «Αποτελεσματικότητα των εμπορικών υπηρεσιών ευρείας κλίμακας επιφορτισμένων με υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας», τους τομείς οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη εμπορικών δραστηριοτήτων ευρείας κλίμακας. Η Επιτροπή υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ότι «η Δέσμη [ΥΓΟΣ] δεν λαμβάνει, πάντως, υπόψη [το ζήτημα αν οι δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται ο παρέχων] την υπηρεσία [είναι αντίστοιχες] επιχειρήσεως με χρηστή διαχείριση» και ότι, στο πλαίσιο της παρούσας αναθεωρήσεως, «η Επιτροπή εξετάζει, [ως εκ τούτου, κατά πόσον θα έπρεπε να προσδώσει αυξημένη σημασία στην αποτελεσματικότητα και την ποιότητα προκειμένου να εγκρίνει τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ της] ΥΓΟΣ», υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν πρέπει να θίγεται «η ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα κράτη μέλη στον τομέα αυτό».

298    Τέλος, κατά τρόπο πιο θεωρητικό, η προσφεύγουσα διερωτάται για ποιο λόγο θα πρέπει η κακή διαχείριση να ανταμείβεται μέσω κρατικών ενισχύσεων, άποψη την οποία χαρακτηρίζει ως «αυτή της μαύρης τρύπας».

299    Αρκεί η διαπίστωση ότι αυτή η γενική επιχειρηματολογία δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

300    Πράγματι, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, το κριτήριο περί οικονομικής αποδοτικότητας επιχειρήσεως κατά την παροχή της ΥΓΟΣ δεν υπάγεται στην εκτίμηση περί του συμβατού κρατικής ενισχύσεως από απόψεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, οπότε η επιλογή των εθνικών αρχών περί της οικονομικής αποδοτικότητας του παρέχοντος δημόσια υπηρεσία δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αιτιάσεων ως προς το ζήτημα αυτό.

301    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας η οποία αντλείται από νομική πλάνη οφειλόμενη στην παράλειψη να ληφθεί υπόψη το κριτήριο περί αποδοτικότητας των παρεχόντων την επίμαχη δημόσια υπηρεσία.

 Επί της διαφάνειας

302    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι όροι χρηματοδοτήσεως των νοσοκομείων IRIS δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 της οδηγίας 80/723, η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/111.

303    Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 1 και 3 της οδηγίας αυτής όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των δημοσίων αρχών και των νοσοκομείων IRIS, καθόσον οι διατεθέντες δημόσιοι πόροι προκύπτουν σαφώς από τους λογαριασμούς, ενώ έχει καθορισθεί σαφώς η χρήση των πόρων για την κάλυψη των δαπανών που σχετίζονται με τις ΥΓΟΣ. Πληρούνταν τόσο η απαίτηση τηρήσεως χωριστών λογιστικών βιβλίων για τις δραστηριότητες ΥΓΟΣ όσο και αυτή περί δέουσας καταγραφής του συνόλου των εσόδων και των εξόδων για τις ΥΓΟΣ (άρθρο 4 της οδηγίας). Οι βελγικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή όλα τα αναγκαία στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας (αιτιολογικές σκέψεις 215 έως 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

304    Αμφισβητώντας την εκτίμηση αυτή, η προσφεύγουσα επικαλείται την «παντελή έλλειψη διαφάνειας που χαρακτηρίζει το σύστημα», προβάλλοντας το επιχείρημα ότι δεν είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει επακριβώς τις πληρωμές προς τα νοσοκομεία IRIS στις οποίες προέβη η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης στο πλαίσιο του FRBRTC, ούτε κατά πόσον οι πληρωμές αυτές καλύπτουν απλώς τα ελλείμματα των εν λόγω νοσοκομείων κατά το άρθρο 109 του LCH. Οι πραγματοποιηθείσες πληρωμές υπερέβαιναν, κατά την προσφεύγουσα, τα ελλείμματα των νοσοκομείων, χωρίς να σημειώνεται αν τα καθ’ υπέρβαση ποσά επεστράφησαν.

305    Αρκεί να υπομνησθεί ότι, καθόσον οι οδηγίες των οποίων έγινε επίκληση αφορούν τη διαβίβαση των στοιχείων στην Επιτροπή, η προβαλλόμενη παράβαση των απαιτήσεων που θέτουν οι οδηγίες αυτές δεν μπορεί να αποδειχθεί από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποκτήσει τα στοιχεία. Όσον αφορά, όμως, τη διαφάνεια των στοιχείων που διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή, η προσφεύγουσα απλώς παραθέτει εκ νέου τα επιχειρήματά της σχετικά με την ύπαρξη υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως τα οποία εξετάσθηκαν ανωτέρω (σκέψεις 279 έως 288).

306    Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, η οποία αντλείται από παράβαση των απαιτήσεων που τέθηκαν βάσει της οδηγίας 80/723, η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/111, δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή ένδειξη περί των σοβαρών δυσχερειών που αντιμετώπισε η Επιτροπή κατά τον έλεγχο των επίμαχων μέτρων.

 Συμπέρασμα

307    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας τα οποία αντλούνται από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως καταδεικνύουν ότι η Επιτροπή όφειλε να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών κατά τον επίμαχο έλεγχο.

308    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα προβάλλει σύνολο συγκλινουσών ενδείξεων που καταδεικνύουν την ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών όσον αφορά το συμβατό των υπό εξέταση μέτρων με τα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία αφορούν, πρώτον, την ύπαρξη σαφώς καθορισμένης αναθέσεως των, ειδικών για τα νοσοκομεία IRIS, υπηρεσιών παροχής δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού και κοινωνικού χαρακτήρα, δεύτερον, την ύπαρξη προκαθορισμένων παραμέτρων αντισταθμίσεως και, τρίτον, την ύπαρξη όρων που καθιστούν δυνατή την αποτροπή της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως αυτών των αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας (αντιστοίχως, σκέψεις 168, 187, 219, 244, 265 και 278 ανωτέρω).

309    Από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εγγράφων που προσκομίσθηκαν κατά τη δίκη προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε ανεπαρκή ανάλυση των ασκούντων επιρροή στοιχείων (σκέψεις 169 και 215 ανωτέρω) και ότι ορισμένες εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση παρουσιάζουν μεταξύ τους αντιφάσεις (σκέψεις 134 και 186 ανωτέρω). Όσον αφορά την αναλογικότητα των επίμαχων μέτρων, η φύση των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή για να αποκλείσει το ενδεχόμενο υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως αποτελεί πρόσθετη ένδειξη για την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών (σκέψη 288 ανωτέρω).

310    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται η διαπίστωση ότι υπήρξαν σοβαρές δυσχέρειες κατά τον προκαταρκτικό έλεγχο μετά το πέρας του οποίου η Επιτροπή έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά.

311    Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι, μολονότι οι ενδείξεις περί σοβαρών δυσχερειών που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν θίγουν κατ’ ανάγκη όλες τις πτυχές της χρηματοδοτήσεως των ΥΓΟΣ των νοσοκομείων IRIS που εξετάσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανάλυση που περιλαμβάνει η απόφαση αυτή πάσχει, στο σύνολό της, εξαιτίας της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών.

312    Συγκεκριμένα, το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά «σύνολο δημοσίων χρηματοδοτήσεων χορηγούμενων ως αντιστάθμιση αποστολών παροχής ΥΓΟΣ νοσοκομειακού χαρακτήρα και μη» στα νοσοκομεία IRIS. Επίσης, από τις αιτιολογικές σκέψεις 99 και 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι όφειλε να διακριβώσει, στο σύνολό τους, τις δημόσιες χρηματοδοτήσεις των οποίων έτυχαν τα νοσοκομεία IRIS στο πλαίσιο της ΥΓΟΣ, μολονότι η προσφεύγουσα δεν έβαλλε με την καταγγελία της κατά του συνόλου των χρηματοδοτήσεων αυτών. Στη συνολική εκτίμηση των ετήσιων αποτελεσμάτων των ΥΓΟΣ, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 198 και 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το σύστημα χρηματοδοτήσεως της παροχής δημόσιας υπηρεσίας από τα νοσοκομεία αντιμετωπίζεται ως σύνολο. Επιπλέον, κρίθηκε ότι τα επίμαχα μέτρα εμπίπτουν σε «καθεστώς» ενισχύσεως, με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοινώσεως για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΕΕ 2010, C 74, σ. 1).

313    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου, προκειμένου να συγκεντρώσει κάθε κρίσιμο στοιχείο για τη διακρίβωση του συμβατού του συνόλου των επίμαχων μέτρων ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά και να παράσχει στην προσφεύγουσα και τους λοιπούς ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

314    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών αιτιάσεων που προβλήθηκαν και οι οποίες αντλούνται από τις προϋποθέσεις εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

315    Δεδομένου ότι η προσφυγή γίνεται δεκτή, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το οποίο υπέβαλε η προσφεύγουσα με το υπόμνημά της απαντήσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

316    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαδικασία φέρουν τα έξοδά τους, το δε Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι και έτερος παρεμβαίνων, εκτός των κρατών μελών, φέρει τα έξοδά του.

317    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας. Οι παρεμβαίνοντες φέρουν τα έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2009) 8120 της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 2009, περί της κρατικής ενισχύσεως NN 54/09 την οποία έθεσε σε εφαρμογή το Βασίλειο του Βελγίου με σκοπό τη χρηματοδότηση των δημοσίων νοσοκομείων του δικτύου IRIS της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Coordination bruxelloise d’institutions sociales et de santé (CBI).

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Région Bruxelles-Capitale (Βέλγιο), καθώς και οι Commune d’Anderlecht (Βέλγιο), Commune d’Etterbeek (Βέλγιο), Commune d’Ixelles (Βέλγιο), Ville de Bruxelles (Βέλγιο) και Commune de Saint-Gilles (Βέλγιο) φέρουν τα έξοδά τους.

Παπασάββας

Vadapalas

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Νοεμβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Το βελγικό νομικό πλαίσιο

Κωδικοποιημένος νόμος περί νοσοκομείων

Οργανικός νόμος των ΔΚΚΔ

Το δημόσιο νοσοκομειακό δίκτυο των Βρυξελλών

Χρηματοδότηση των νοσοκομείων

– Μέτρα έχοντα εφαρμογή στο σύνολο των νοσοκομείων

– Χρηματοδότηση δυνάμει του άρθρου 109 του LCH

– Ειδικά μέτρα έχοντα εφαρμογή στα νοσοκομεία IRIS

Διοικητική διαδικασία

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

Επί της ουσίας

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

– Επί της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου

– Επί των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ

– Επί της ιδιαιτερότητας της δημόσιας υπηρεσίας νοσοκομειακού χαρακτήρα

Επί του αν υφίσταται σαφώς καθορισμένη αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας

– Επί του αν η υπηρεσία ανατέθηκε με πράξη δημόσιας εξουσίας

– Επί της αναθέσεως των ειδικών για τα νοσοκομεία IRIS αποστολών νοσοκομειακού χαρακτήρα

– Επί της αναθέσεως των αποστολών παροχής υπηρεσιών μη νοσοκομειακού χαρακτήρα των νοσοκομείων IRIS

Επί του αν οι παράμετροι της αντισταθμίσεως έχουν προσδιορισθεί εκ των προτέρων

– Επί της χρηματοδοτήσεως των αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα

– Επί της ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση του 1995

– Επί της χρηματοδοτήσεως των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα

Επί του αν υφίστανται οι όροι που να καθιστούν δυνατή την αποτροπή υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως, καθώς και επί του αν δεν υφίσταται υπερβάλλουσα αντιστάθμιση

– Επί του αν υφίστανται όροι που να καθιστούν δυνατή την αποτροπή της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως των αποστολών παροχής υπηρεσιών νοσοκομειακού χαρακτήρα

– Επί του αν υφίστανται όροι που καθιστούν δυνατή την αποτροπή της υπερβάλλουσας αντισταθμίσεως στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως των αποστολών κοινωνικού χαρακτήρα

– Επί του ότι δεν υφίσταται στην πράξη υπερβάλλουσα αντιστάθμιση

Επί του αν τυγχάνει εφαρμογής το κριτήριο που αντλείται από την ανάλυση των δαπανών σε σχέση με μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διοίκηση και κατάλληλα εξοπλισμένη

Επί της διαφάνειας

Συμπέρασμα

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.