Language of document : ECLI:EU:T:2015:393

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
(αναιρετικό τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2015

Υπόθεση T‑88/13 P

Z

κατά

Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αμεροληψία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Αίτηση εξαιρέσεως δικαστή — Ανατοποθέτηση — Συμφέρον της υπηρεσίας — Κανόνας περί αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως — Άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ — Πειθαρχική διαδικασία — Δικαιώματα άμυνας»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 5ης Δεκεμβρίου 2012, Z κατά Δικαστηρίου (F‑88/09 και F‑48/10, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2012:171).

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα), Z κατά Δικαστηρίου (F-88/09 και F-48/10, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2012:171), αναιρείται στο μέτρο που απέρριψε ως αλυσιτελή τον προβληθέντα στην υπόθεση F-48/10 λόγο ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από αναρμοδιότητα της επιτροπής διοικητικών ενστάσεων και από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 4 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 4ης Μαΐου 2004 περί της ασκήσεως των εξουσιών που απονέμει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή καθώς και το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αρχή. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η προσφυγή στην υπόθεση F-48/10 απορρίπτεται καθόσον στηριζόταν στον λόγο ο οποίος αντλείται από αναρμοδιότητα της επιτροπής διοικητικών ενστάσεων και από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 4 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 2004 περί της ασκήσεως των εξουσιών που απονέμει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή καθώς και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αρχή. Σε ό,τι αφορά τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας, η Z θα φέρει τα τρία τέταρτα των εξόδων του Δικαστηρίου και τα τρία τέταρτα των δικών της εξόδων και το Δικαστήριο θα φέρει το ένα τέταρτο των εξόδων του και το ένα τέταρτο των εξόδων της Z.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Βλαπτική πράξη — Απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως — Σαφής και αμιγής απόρριψη — Bεβαιωτική πράξη — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Ένσταση κατά πράξεως που αποτελεί αντικείμενο ένδικης προσφυγής — Δεν επηρεάζει την υποχρέωση εξετάσεως της Διοικήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Υποχρέωση ανεξαρτησίας των δικαστών της Ένωσης — Έκταση — Άσκηση καθηκόντων που ανάγονται στην εσωτερική διοίκηση του θεσμικού οργάνου — Επιτρέπεται

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 4)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 141)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: διάταξη της 16ης Ιουνίου 1988, Προγούλης κατά Επιτροπής, 371/87, Συλλογή, EU:C:1988:317, σκέψη 17

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2004, Di Marzio κατά Επιτροπής, T‑14/03, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2004:59, σκέψη 54· της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, Συλλογή, EU:T:2011:506, σκέψη 32, και της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, Συλλογή (αποσπάσματα), EU:T:2014:268, σκέψη 34

2.      Όσον αφορά τη διαδικασία διοικητικής ενστάσεως που προβλέπει το άρθρο 90 του ΚΥΚ, ο ενιστάμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τον έλεγχο, από τον δικαστή της Ένωσης, της νομιμότητας της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και όχι μόνον της αρχικής πράξεως κατά της οποίας έβαλλε η διοικητική ένσταση.

Ειδικότερα, το συμφέρον του ενιστάμενου για κανονική διεξαγωγή της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως και, ως εκ τούτου, για ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του σε περίπτωση παρατυπίας πρέπει να εκτιμηθεί αυτοτελώς και όχι σε συσχετισμό με την τυχόν προσφυγή του κατά της αρχικής πράξεως που είναι αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως. Διαφορετικά, σε κάθε περίπτωση ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά της αρχικής πράξεως κατά της οποίας βάλλει η διοικητική ένσταση, ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε θα είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί τις παρατυπίες της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως, που όμως του στέρησαν το ευεργέτημα μιας κανονικής επανεξετάσεως, προ της ασκήσεως προσφυγής, της αποφάσεως της Διοικήσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα έχανε το ευεργέτημα μιας διαδικασίας η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει δυνατό και να ευνοήσει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του υπαλλήλου και της διοικήσεως και στο να υποχρεώσει την αρχή στην οποία υπάγεται ο υπάλληλος να επανεξετάσει την απόφασή της, τηρώντας τους κανόνες, υπό το φως των τυχόν αντιρρήσεών του.

(βλ. σκέψεις 144 έως 146)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση Mocová κατά Επιτροπής, EU:T:2014:268, σκέψη 38

3.      Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κατά το οποίο οι δικαστές δεν δύνανται να ασκούν κανένα πολιτικό ή διοικητικό λειτούργημα, έχει σκοπό να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία των δικαστών, τόσο κατά τη διάρκεια της ασκήσεως των καθηκόντων τους όσο και μετά τη λήξη τους, έναντι ιδίως των κρατών μελών ή των άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα λοιπά εδάφια του άρθρου 4 του Οργανισμού του Δικαστηρίου απηχούν επίσης τη μέριμνα αυτή της διαφυλάξεως της ανεξαρτησίας των δικαστών.

Από το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν συνάγεται όμως αδυναμία ασκήσεως καθηκόντων που ανάγονται στην εσωτερική διοίκηση του οργάνου. Η δε άσκηση από τους δικαστές καθηκόντων που ανάγονται στην εσωτερική διοίκηση του οργάνου δεν θίγει την ανεξαρτησία τους και επιτρέπει την εξασφάλιση της διοικητικής αυτοτέλειας του οργάνου.

(βλ. σκέψη 167)