Language of document : ECLI:EU:T:2007:164

Υπόθεση T-346/06 R

Industria Masetto Schio Srl (IMS)

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ασφαλιστικά μέτρα — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Οδηγία 98/37/ΕΚ — Παραδεκτό — Fumus boni juris — Επείγον — Στάθμιση συμφερόντων»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Ασφαλιστικά μέτρα — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Παραδεκτό, εκ πρώτης όψεως, της κύριας προσφυγής

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Παραδεκτό, εκ πρώτης όψεως, της κύριας προσφυγής

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2· οδηγία 98/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1 και 7 §§ 1 και 2)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Παραδεκτό, εκ πρώτης όψεως, της κύριας προσφυγής

(Άρθρα 230, εδ. 4, ΕΚ, 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· οδηγία 98/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1 και 7 §§ 1 και 2)

4.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Επείγον — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία

(Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

1.      Προκειμένου να κηρυχθεί παραδεκτή η αίτηση αναστολής εκτελέσεως μιας πράξεως, ο αιτών οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη ορισμένων στοιχείων που επιτρέπουν να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό της κύριας προσφυγής με την οποία συνδέεται η αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων, και τούτο για να μη μπορέσει, μέσω της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, να επιτευχθεί αναστολή εκτελέσεως πράξεως που δεν πρόκειται στη συνέχεια να ακυρωθεί από τον κοινοτικό δικαστή, καθόσον η κύρια προσφυγή θα κριθεί απαράδεκτη. Η εν λόγω εξέταση του παραδεκτού της κύριας προσφυγής είναι κατ’ ανάγκη συνοπτική, λαμβανομένου υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να εκτιμηθεί μόνον εκ πρώτης όψεως, δεδομένου ότι η εν λόγω εκτίμηση αποσκοπεί στο να εξεταστεί αν ο αιτών προσκόμισε επαρκή στοιχεία τα οποία δικαιολογούν, εκ των προτέρων, το συμπέρασμα ότι το παραδεκτό της κύριας προσφυγής δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να κρίνει την εν λόγω αίτηση απαράδεκτη μόνον αν το παραδεκτό της κύριας προσφυγής μπορεί να αποκλειστεί τελείως. Πράγματι, η κρίση επί του παραδεκτού κατά το στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το παραδεκτό αυτό εκ πρώτης όψεως δεν αποκλείεται τελείως, θα προδίκαζε την απόφαση του Πρωτοδικείου επί της κύριας προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 31-33)

2.      Λαμβανομένων υπόψη της οικονομίας και του σκοπού της οδηγίας 98/37, για την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές, η Επιτροπή φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχει την υποχρέωση και όχι την απλή ευχέρεια, δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας, να αποφανθεί επί του εθνικού μέτρου που της έχει κοινοποιηθεί. Φαίνεται επίσης εκ πρώτης όψεως ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποφανθεί όχι επί σχεδίου μέτρου, αλλά επί εθνικού μέτρου το οποίο, δεδομένου ότι ελήφθη από κράτος μέλος, έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των οικείων μηχανών.

Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε οι μηχανές και τα εξαρτήματα ασφαλείας στα οποία έχει εφαρμογή η οδηγία αυτή να μη μπορούν να διατίθενται στην αγορά και να τίθενται σε λειτουργία εάν θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και την υγεία των ανθρώπων και, ενδεχομένως, των κατοικιδίων ζώων ή των αγαθών.

Συνεπώς, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να αποκλείσει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση του δικαιολογημένου χαρακτήρα ενός μέτρου ληφθέντος από κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και η διαβίβαση της πληροφορίας αυτής στα λοιπά κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, μεταβάλλουν σαφώς τη νομική κατάσταση του παραγωγού των μηχανών που αφορά η πράξη της Επιτροπής, εμποδίζοντας τη θέση τους σε κυκλοφορία ή σε λειτουργία στην αγορά των κρατών μελών που υπήρξαν αποδέκτες της πράξεως αυτής. Επομένως, δεν μπορεί εκ πρώτης όψεως να αποκλεισθεί ότι η πράξη της Επιτροπής μπορεί να έχει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα για τον παραγωγό των μηχανών τις οποίες αφορά η πράξη αυτή.

(βλ. σκέψεις 39-40, 42)

3.      Οσάκις πράξη κοινοτικού οργάνου απευθύνεται σε κράτος μέλος, αν η ενέργεια στην οποία οφείλει να προβεί το κράτος μέλος προκειμένου να εκτελέσει την εν λόγω πράξη έχει αυτόματο χαρακτήρα ή αν οι συνέπειες της επίδικης πράξεως επέρχονται άνευ ετέρου, τότε η πράξη αφορά άμεσα κάθε θιγόμενο από τη σχετική ενέργεια πρόσωπο. Αν, αντίθετα, η πράξη παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ενεργήσει ή να μην ενεργήσει ή αν δεν το υποχρεώνει να ενεργήσει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, τότε η αντίστοιχη ενέργεια ή αδράνεια του κράτους μέλους, και όχι η ίδια η πράξη, αφορά άμεσα το οικείο πρόσωπο.

Οσάκις τα κράτη μέλη είναι αποδέκτες πράξεως με την οποία η Επιτροπή τα πληροφορεί, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/37, για την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τις μηχανές, ότι ένα εθνικό μέτρο το οποίο απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά ή τη θέση σε κυκλοφορία ορισμένων μηχανών είναι δικαιολογημένο ή εν μέρει δικαιολογημένο φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, να μη μπορούν να πράξουν τίποτε άλλο εκτός από το να εμποδίσουν τη διάθεση στην αγορά ή τη θέση σε λειτουργία των μηχανών που αφορά η πράξη της Επιτροπής η οποία κηρύσσει το εθνικό μέτρο δικαιολογημένο. Συγκεκριμένα, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η Επιτροπή εκτιμά την ανάγκη λήψεως τέτοιων μέτρων και τα κράτη μέλη έχουν στη συνέχεια, όπως φαίνεται, την υποχρέωση να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα που επιβάλλει η διαπίστωση αυτή, δηλαδή να αποσύρουν τις μηχανές από την αγορά και να μην επιτρέπουν τη διάθεσή τους στην αγορά ή τη θέση τους σε λειτουργία αν θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και την υγεία των ανθρώπων, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας. Συνεπώς, εκ πρώτης όψεως δεν αποκλείεται τα κράτη μέλη να μη διαθέτουν κανένα περιθώριο ελιγμών οσάκις είναι αποδέκτες τέτοιας πράξεως.

Εξάλλου, μολονότι αληθεύει ότι τα πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η εν λόγω απόφαση τα αφορά ατομικά παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της αποφάσεως, δεν μπορεί εκ πρώτης όψεως να αποκλεισθεί ότι η εν λόγω πράξη της Επιτροπής αφορά ατομικά έναν προσφεύγοντα εφόσον αφορά ρητώς και αποκλειστικώς τις μηχανές που αυτός παράγει.

(βλ. σκέψεις 50-52, 56-57)

4.      Στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων το επείγον πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την αναγκαιότητα που υπάρχει για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος το προσωρινό μέτρο. Ναι μεν ζημία χρηματοοικονομικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον μπορεί να καταβληθεί μεταγενέστερα χρηματικό αντιστάθμισμα, πλην όμως το προσωρινό μέτρο δικαιολογείται εφόσον προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη χορηγήσεώς του, ο αιτών διάδικος θα περιέλθει σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του πριν από την έκδοση της περατώνουσας την κύρια δίκη αποφάσεως. Το ότι επίκειται ζημία δεν είναι ανάγκη να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά αρκεί, ιδίως όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου παραγόντων, η ζημία να μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή βαθμό πιθανολογήσεως.

Μια απόφαση της Επιτροπής η οποία, εκ πρώτης όψεως, σκοπεί να επιβάλει στο σύνολο των κρατών μελών την υποχρέωση να λάβουν περιοριστικά του εμπορίου μέτρα, όπως είναι μέτρα απαγορεύσεως της διαθέσεως στην αγορά και της θέσεως σε κυκλοφορία ορισμένων μηχανών, λόγω κινδύνων τους οποίους οι μηχανές αυτές συνεπάγονται για την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων, μπορεί να θίξει τη φήμη της επιχειρήσεως που παράγει τις μηχανές αυτές. Συνεπώς, πρέπει να αναγνωρισθεί ο επιζήμιος χαρακτήρας μιας τέτοιας προσβολής. Πράγματι, μια τέτοια προσβολή της εμπορικής φήμης μιας επιχειρήσεως και της φήμης περί της ασφάλειας των προϊόντων της είναι ικανή να της προξενήσει ζημία η οποία, λόγω του ότι εκτιμάται δυσχερώς, επανορθώνεται δυσχερώς. Η ζημία αυτή μπορεί επιπλέον να χαρακτηρισθεί σοβαρή, δεδομένου ότι η προσβολή αυτή μπορεί, λόγω της ως άνω αποφάσεως, να έχει αποτελέσματα στο σύνολο των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, στο σύνολο των αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται η αιτούσα επιχείρηση και όχι μόνο σε μία από αυτές. Μια τέτοια προσβολή της φήμης της είναι ικανή να προκαλέσει ανεπανόρθωτες συνέπειες στην παραγωγή της, τόσο στον επίμαχο τομέα όσο και στους λοιπούς τομείς της δραστηριότητάς της, και κατά συνέπεια στη συνολική χρηματοοικονομική της κατάσταση. Επομένως, ο κίνδυνος να οδηγηθεί ταχέως σε πτώχευση η επιχείρηση αυτή δεν είναι αμιγώς υποθετικός αλλά, αντιθέτως, πιθανολογείται σε επαρκή βαθμό.

Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών αυτών, η εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής είναι ικανή να προκαλέσει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στην αιτούσα επιχείρηση και να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξή της, οπότε το επείγον των ζητηθέντων μέτρων φαίνεται αναμφισβήτητο.

(βλ. σκέψεις 121-123, 136-137, 142-144, 146)