Language of document : ECLI:EU:T:1998:39

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Φεβρουαρίου 1998 (1)

«Προσφυγή ακυρώσεως — Αποφάσεις του European Film Distribution Office(EFDO) — Παρασχεθείσες από την Επιτροπή οδηγίες — Καταλογιζόμενες στηνΕπιτροπή αποφάσεις — Πρόγραμμα δράσεως για την ενθάρυνση τηςαναπτύξεως της ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας (MEDIA) —Χρηματοδότηση της διανομής κινηματογραφικών ταινιών — Κριτήριαεκτιμήσεως — Αιτιολογία»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-369/94 και T-85/95,

DIR International Film Srl, εταιρία ιταλικού δικαίου με έδρα τη Ρώμη,

Nostradamus Enterprises Ltd, εταιρία αγγλικού δικαίου με έδρα το Λονδίνο,

Union PN Srl, εταιρία ιταλικού δικαίου με έδρα τη Ρώμη,

United International Pictures BV, εταιρία ολλανδικού δικαίου με έδρα τοΑμστερνταμ,

United International Pictures AB, εταιρία σουηδικού δικαίου με έδρα τηΣτοκχόλμη,

United International Pictures APS, εταιρία δανικού δικαίου με έδρα τηνΚοπεγχάγη,

United International Pictures A/S, εταιρία νορβηγικού δικαίου με έδρα το Όσλο,

United International Pictures EΠE, εταιρία ελληνικού δικαίου με έδρα την Αθήνα,

United International Pictures OY, εταιρία φινλανδικού δικαίου με έδρα τοΕλσίνκι, και

United International Pictures y Ciá SRC, εταιρία ισπανικού δικαίου με έδρα τηΜαδρίτη,

εκπροσωπούμενες από τoν Michel Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητοστο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τουςBerend Jan Drijber και Peter Oliver, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητοστο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση, πρώτον, των από 12 Σεπτεμβρίου 1994εγγράφων που το European Film Distribution Office (Eυρωπαϊκό ΓραφείοΔιανομής Ταινιών, στο εξής: EΓΔΤ) απηύθυνε στις προσφεύγουσες, με τα οποίαανακοίνωσε την αναβολή λήψεως αποφάσεως σχετικά με τις αιτήσεις χορηγήσεωςδανείου που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του προγράμματος δράσεωςγια την ενθάρρυνση της αναπτύξεως της ευρωπαϊκής οπτικοακουστικήςβιομηχανίας (MEDIA) για τη διανομή δύο κινηματογραφικών ταινιών και/ή τηςπράξεως με την οποία η Επιτροπή έδωσε σχετικές οδηγίες στo ΕΓΔΤ, και,δεύτερον, της από 5 Δεκεμβρίου 1994 πράξεως με την οποία το EΓΔΤ απέρριψετις εν λόγω αιτήσεις χορηγήσεως δανείου και/ή της πράξεως με την οποία ηΕπιτροπή έδωσε σχετικές οδηγίες στo EΓΔΤ,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Saggio, Πρόεδρο, V. Tiili και R. M. Moura Ramos,δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 1ης Οκτωβρίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

    Κανονιστικό πλαίσιο και ιστορικό της διαφοράς

1.
    Στις 21 Δεκεμβρίου 1990 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 90/685/ΕΟΚ, γιατην εφαρμογή προγράμματος δράσης για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης τηςευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας (MEDIA) (1991-1995) (ΕΕ L 380,σ. 37, στο εξής: απόφαση 90/685). MEDIA είναι τα αρχικά των λέξεων «mesurespour encourager le développement de l'industrie audiovisuelle». Με την απόφασηαυτή το Συμβούλιο διαπιστώνει, κατ' αρχάς, ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιοθεώρησε ότι η ενίσχυση της οπτικοακουστικής ικανότητας της Ευρώπης είναιυψίστης σημασίας (πρώτη αιτιολογική σκέψη). Διευκρινίζει, στη συνέχεια, ότιέλαβε υπό σημείωση την ανακοίνωση της Επιτροπής που συνοδεύεται από δύοπροτάσεις για απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με πρόγραμμα δράσεως για τηνενθάρρυνση της αναπτύξεως της ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας«MEDIA» 1991-1995 [COM(90) 132 τελικό, της 4ης Μαΐου 1990, μηδημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο εξής:ανακοίνωση για την πολιτική του οπτικοακουστικού τομέα] (όγδοη αιτιολογικήσκέψη). Υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι η ευρωπαϊκή οπτικοακουστική βιομηχανίαπρέπει να καταπολεμήσει την πολυδιάσπαση των αγορών και να προσαρμόσει τηςδομές της όσον αφορά την παραγωγή και τη διανομή, που τις χαρακτηρίζειστενότητα και ανεπαρκής απόδοση (δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη), και ότιπρέπει, σ' αυτό το πλαίσιο, να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις μικρομεσαίεςεπιχειρήσεις (δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη).

2.
    Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως 90/685 σκοποί του προγράμματος ΜEDIA είναι:

—    να συμβάλει στη δημιουργία ενός ευνοϊκού πλαισίου εντός του οποίου οιεπιχειρήσεις της Κοινότητας θα έχουν ένα κινητήριο ρόλο δίπλα στιςεπιχειρήσεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών,

—    να δημιουργήσει κίνητρα και να ενισχύσει την ανταγωνιστική ικανότηταπροσφοράς των ευρωπαϊκών οπτικοακουστικών προϊόντων, λαμβάνονταςκυρίως υπόψη τον ρόλο και τις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,τα νόμιμα συμφέροντα όλων όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με τηνπρωτότυπη δημιουργία αυτών των προϊόντων και την κατάσταση τωνχωρών με μικρότερες δυνατότητες οπτικοακουστικής παραγωγής ή/καιπεριορισμένης γεωγραφικής και γλωσσικής έκτασης στην Ευρώπη,

—    να πολλαπλασιάσει τις ενδοευρωπαϊκές ανταλλαγές ταινιών καιοπτικοακουστικών προγραμμάτων και να εκμεταλλευτεί όσο το δυνατόνπερισσότερο τα διάφορα μέσα διανομής που υπάρχουν ή θαδημιουργηθούν στην Ευρώπη, ενόψει μεγαλύτερης αποδοτικότητας τωνεπενδύσεων, ευρύτερης διάδοσης και με μεγαλύτερο αντίκτυπο στο κοινό,

—    να βελτιώσει τη θέση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων παραγωγής καιδιανομής στις παγκόσμιες αγορές,

—    να ευνοήσει την πρόσβαση στις νέες και δη ευρωπαϊκές τεχνολογίεςεπικοινωνίας στην παραγωγή και διανομή οπτικοακουστικών έργων, καθώςκαι τη χρησιμοποίηση αυτών των τεχνολογιών,

—    να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για συνολική προσέγγιση τουοπτικοαστικού τομέα, που να επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη ηαλληλεξάρτηση των διαφόρων τομέων του,

—    να εξασφαλίσει τη συμπληρωματικότητα μεταξύ των προσπαθειών πουαναπτύσσονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και εκείνων που αναλαμβάνονταισε εθνικό επίπεδο,

—    να συμβάλει, ιδίως με τη βελτίωση των προσόντων των επαγγελματιών τουοπτικοακουστικού τομέα στην Κοινότητα όσον αφορά την οικονομική καιεμπορική διαχείριση, στη δημιουργία, σε σύνδεση με τους υπάρχοντες στακράτη μέλη οργανισμούς, των συνθηκών που θα επιτρέψουν στιςεπιχειρήσεις του τομέα αυτού να επωφεληθούν πλήρως από τη διάστασητης ενιαίας αγοράς.

3.
    Αλλωστε, η Επιτροπή διαπίστωσε, με την ανακοίνωσή της για τηνοπτικοακουστική πολιτική (σ. 9), ότι το European Film Distribution Office —Europäisches Filmbüro eV (Ευρωπαϊκό Γραφείο Διανομής Ταινιών, στο εξής:EΓΔΤ), ένωση καταχωρισμένη στο Αμβούργο (Γερμανία), «συμβάλλει στηδημιουργία δικτύων συνδιανομής με την εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών για τησυνεργασία μεταξύ εταιριών, εκάστη των οποίων ενεργούσε στο παρελθόνμεμονωμένα στο εθνικό της έδαφος».

4.
    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως 90/685 ορίζει ότι η Επιτροπή είναιυπεύθυνη για την εφαρμογή του προγράμματος MEDIA. Κατά το σημείο 1.1 τουπαραρτήματος Ι της αποφάσεως 90/685, ο ένας από τους μηχανισμούς που πρέπεινα χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή του προγράμματος MEDIA είναι ηανάπτυξη σε σημαντικό βαθμό της αναληφθείσας δράσης από το EΓΔΤ στοπλαίσιο της υποστήριξης της διεθνικής διανομής ευρωπαϊκών ταινιών στιςαίθουσες κινηματογράφου.

5.
    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή συνήψε συμφωνίες με τo EΓΔΤ, για τηχρηματοπιστωτική εφαρμογή του προγράμματος MEDIA. Αντίγραφο της

συμφωνίας για το έτος 1994, το οποίο αφορά την υπό κρίση υπόθεση, περιελήφθηστη δικογραφία (στο εξής: συμφωνία του 1994).

6.
    Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας παραπέμπει στις διέπουσεςτη συνεργασία διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 3 και αποτελούναναπόσπαστο τμήμα της συμφωνίας. Η Επιτροπή περιέλαβε και τις διατάξειςαυτές στη δικογραφία. Κατά τις διατάξεις αυτές επιβάλλεται ιδίως η επίτευξηπροηγούμενης συμφωνίας των εκπροσώπων της Επιτροπής όταν πρόκειται γιαοποιοδήποτε ζήτημα που επηρεάζει τη θέση σε εφαρμογή του προγράμματοςMEDIA και, ιδίως, όταν πρόκειται «γενικώς για οποιαδήποτε διαπραγμάτευσηικανή να επηρεάσει τις σχέσεις ανάμεσα στην Επιτροπή και την πολιτική εξουσίακαι/ή τις επαγγελματικές οργανώσεις» (παράγραφος 1, στοιχείο g).

7.
    Επιπλέον, η λειτουργία του EΓΔΤ υπόκειται στις κατευθυντήριες γραμμές πουέθεσε το ίδιο και ενέκρινε, κατά τρόπο που δεν έχει διευκρινισθεί, η Επιτροπή.Οι από 15 Φεβρουαρίου 1994 κατευθυντήριες γραμμές περιελήφθησαν επίσης στηδικογραφία. Κατά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, το EΓΔΤ διαχειρίζεταιένα κεφάλαιο από το οποίο χορηγεί στους διανομείς ταινιών δάνεια ποσού ίσουπρος το 50 % του προβλεπομένου κόστους διανομής, άτοκα και αποπληρωτέαμόνον εάν η ταινία αποσβήσει το προβλεπόμενο κόστος εντός της χώρας για τηνοποία χορηγείται το δάνειο. Το δάνειο αποσκοπεί στον περιορισμό του σχετικούμε τη διανομή ταινιών κινδύνου και συμβάλλει στην εξασφάλιση τηςεκμεταλλεύσεως ταινιών οι οποίες, ελλείψει της χρηματοδοτήσεως αυτής, θα είχανελάχιστες πιθανότητες να προβληθούν σε αίθουσες κινηματογράφου. Οιαποφάσεις επί των αιτήσεων χορηγήσεως δανείου λαμβάνονται από την επιτροπήεπιλογής του EΓΔΤ.

8.
    Το σημείο VI.2, των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει ότι η επιτροπήεπιλογής του EΓΔΤ εξετάζει τις αιτήσεις, μετά την ημερομηνία λήξεως τηςπροθεσμίας υποβολής των αιτήσεων που ανακοινώνεται σε ειδικά δημοσιεύματα,και χορηγεί δάνεια στα επιλέξιμα προγράμματα μέχρις εξαντλήσεως τουκεφαλαίου.

9.
    Η Επιτροπή διευκρίνισε, με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις που τηςυπέβαλε το Πρωτοδικείο, ότι, λίγο πριν από κάθε συνεδρίαση της επιτροπήςεπιλογής του EΓΔΤ, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενημερώνονταν από την εν λόγωεπιτροπή για όλες τις αιτήσεις που είχαν υποβληθεί και, αφού εξέτασαν αν οιαιτήσεις αυτές πληρούσαν «τις τεθείσες προϋποθέσεις (για παράδειγμα, ως προςτον προϋπολογισμό ή το επιλέξιμο των διανομέων των χωρών της ΑνατολικήςΕυρώπης)», οι υπεύθυνοι της Επιτροπής «γνωστοποιούσαν κατά κανόνα τηνάποψή τους στο EΓΔΤ προφορικώς μάλλον παρά γραπτώς».

10.
    Το σημείο ΙΙΙ.1, στοιχείο a, των κατευθυντηρίων γραμμών επιβάλλει, μεταξύάλλων, στους αιτούμενους τη συνδρομή του EΓΔΤ τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

«Τουλάχιστον τρεις διαφορετικοί διανομείς που εκπροσωπούν τουλάχιστον τρειςδιαφορετικές χώρες της [Ευρωπαϊκής] Ενώσεως ή χώρες με τις οποίες έχουνσυναφθεί συμβάσεις συνεργασίας πρέπει να συμφωνήσουν για την εκμετάλλευσηταινίας σε αίθουσες κινηματογράφου. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι διανομείς οφείλουννα υποβάλλουν τις αιτήσεις τους στο ΕΓΔΤ μέχρι την ίδια ημερομηνία λήξεως τηςπροθεσμίας υποβολής αιτήσεων (...).»

11.
    Οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν επιπλέον σειρά προτεραιότητας κατά τηνεπιλογή των προγραμμάτων διανομής (σημείο VI.1):

«Πρώτη προτεραιότητα

Τα προγράμματα διανομής (ταινίες) που συγκεντρώνουν τον μεγαλύτερο αριθμόδιανομέων, ήτοι εγγυώνται διανομή στον μεγαλύτερο αριθμό χωρών, έχουνπροτεραιότητα έναντι των προγραμμάτων που συγκεντρώνουν λιγότερουςδιανομείς/χώρες.

Δεύτερη προτεραιότητα

Τα προγράμματα (ταινίες) των χωρών που θεωρούνται ”δύσκολες” από πλευράςεξαγωγής έχουν την προτεραιότητα έναντι των προγραμμάτων όλων των άλλωνχωρών. Μετά την αξιολόγηση του πιλοτικού σταδίου λειτουργίας του EΓΔΤ καισύμφωνα με την απόφαση της διευθύνουσας επιτροπής, θεωρούνται ”δύσκολες”,από πλευράς εξαγωγής, όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (...)εξαιρουμένης της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας (...).

Τρίτη προτεραιότητα

Σε περίπτωση προγραμμάτων ομοίως επιλέξιμων βάσει των προηγουμένωνκριτηρίων, προτιμώνται οι ταινίες των χωρών που δεν έχουν ακόμη λάβει ενίσχυσηή οι ταινίες των χωρών που έχουν λάβει μικρότερη ενίσχυση.

Τέταρτη προτεραιότητα

Εάν είναι αναγκαία πρόσθετα κριτήρια, θα προτιμηθούν τα προγράμματα ταοποία λόγω του τρόπου διανομής έχουν προφανώς τις περισσότερες πιθανότητεςεπιτυχίας κατά την προβολή τους στις αίθουσες κινηματογράφου.»

12.
    Το σημείο VI.3 των κατευθυντηρίων γραμμών παρέχει, τέλος, τη δυνατότητααναιτιολόγητης απορρίψεως αιτήσεως συνδρομής εάν το EΓΔΤ πληροφορηθεί,άμεσα ή έμμεσα, κάποιο στοιχείο το οποίο επιτρέπει να πιθανολογηθεί ότι τοδάνειο δεν θα εξοφληθεί ή δεν θα μπορέσει να εξοφληθεί δεόντως.

13.
    Η πρώτη και η τρίτη από τις προσφεύγουσες, η DIR International Film Srl και ηUnion PN Srl, είναι οι παραγωγοί της ιταλικής ταινίας Maniaci Sentimentali καιη δεύτερη προσφεύγουσα, η Nostradamus Enterprises Ltd, είναι ο παραγωγός της

ταινίας Nostradamus, μιας αγγλογερμανικής συμπαραγωγής. Η τέταρτηπροσφεύγουσα, η United International Pictures BV (στο εξής: UIP), κοινήθυγατρική των εταιριών Paramount Communications Inc. (αμερικανική εταιρία),MCA Inc. (ιαπωνική εταιρία) και Metro-Goldwyn-Mayer Inc. (γαλλική εταιρία),της οποίας ήσαν εταίροι κατ' ισομοιρία κατά την ημερομηνία ασκήσεως τωνπροσφυγών, έχει ως κύρια δραστηριότητα τη διανομή ταινιών μεγάλου μήκους σεόλον τον κόσμο εξαιρουμένων των Ηνωμένων Πολιτειών, του Πόρτο Ρίκο και τουΚαναδά. Η πέμπτη, η έκτη, η έβδομη, η όγδοη, η ένατη και η δέκατηπροσφεύγουσα, η United International Pictures AB (Σουηδία), η UnitedInternational Pictures APS (Δανία), η United International Pictures Α/S(Νορβηγία), η United International Pictures ΕΠΕ (Ελλάδα), η United InternationalPictures ΟΥ (Φινλανδία) και η United International Pictures y Ciá SRC (Ισπανία),είναι θυγατρικές της UIP και ενεργούν ως τοπικοί διανομείς στις αντίστοιχεςχώρες (στο εξής: θυγατρικές).

14.
    Στις 28 Ιουλίου 1994, κατόπιν αιτήσεως των παραγωγών της ταινίας ManiaciSentimentali, η UIP υπέβαλε στο EΓΔΤ αιτήσεις χρηματοδοτήσεως για τηδιανομή της εν λόγω ταινίας στη Νορβηγία, Φινλανδία, Σουηδία, Δανία, Ελλάδακαι Ισπανία από τις αντίστοιχες θυγατρικές της (και για λογαριασμό της FilmesLusomundo SARL, εταιρίας που δεν συνδέεται με την UIP, για την Πορτογαλία).

15.
    Κατά την ίδια ημερομηνία, κατόπιν αιτήσεως του παραγωγού της ταινίαςNostradamus, η UIΡ υπέβαλε στο EΓΔΤ αίτηση χρηματοδοτήσεως για τη διανομήτης εν λόγω ταινίας στη Νορβηγία, Φινλανδία, Σουηδία και Δανία από τιςαντίστοιχες θυγατρικές της.

16.
    Από την αλληλογραφία μεταξύ του EΓΔΤ και της Επιτροπής, η οποία περιελήφθηστη δικογραφία όπως ζήτησε το Πρωτοδικείο, προκύπτει ότι η Επιτροπή, μετηλεομοιοτυπία της 7ης Σεπτεμβρίου 1994, διατύπωσε αντιρρήσεις ως προς την εκμέρους του EΓΔΤ λήψη αποφάσεως επί των αιτήσεων χρηματοδοτήσεως πουυπέβαλαν οι θυγατρικές της UIP πριν αποφανθεί η ίδια επί της αιτήσεωςανανεώσεως της απαλλαγής που υπέβαλε η UIP. Με άλλη τηλεομοιοτυπία τηςίδιας ημερομηνίας, η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου από το ΕΓΔΤ «να μην αποφανθεί[την ημέρα εκείνη] επί των αιτήσεων υποψηφιότητας και να τις κρατήσειεκκρεμείς εν αναμονή της εκ μέρους της Επιτροπής λήψεως οριστικής αποφάσεωςεπί του φακέλου UIP τον οποίο ερευν[-ούσε]» τότε.

17.
    Στις 12 Σεπτεμβρίου 1994, οι θυγατρικές της UIP έλαβαν με τηλεομοιοτυπίαεπιστολές του EΓΔΤ αναφέρουσες ότι «η επιτροπή του EΓΔΤ [είχε] αναβάλει τηλήψη αποφάσεως σχετικά με την αίτησή [τους] όσον αφορά τις ταινίεςNostradamus και Maniaci Sentimentali (...) μέχρις ότου η Ευρωπαϊκή Επιτροπήεκδώσει τη γενική της απόφαση επί του καθεστώτος της [UIP] στην Ευρώπη» (στοεξής: επίδικα έγγραφα). Η προμνημονευθείσα γενική απόφαση ήταν, κατά τουςδιαδίκους, η απόφαση την οποία η Επιτροπή όφειλε να λάβει αναφορικά με τηναίτηση της UIP για ανανέωση της απαλλαγής, δυνάμει του άρθρου 85,

παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, αναφορικά με τη συμφωνία περί κοινήςθυγατρικής μεταξύ των τριών μητρικών της εταιριών που προβλέπει την ίδρυσήτης και αναφορικά με συναφείς συμφωνίες που αφορούν κυρίως την παραγωγήκαι τη διανομή ταινιών φαντασίας μεγάλου μήκους. Η απαλλαγή που χορηγήθηκεμε την απόφαση 89/467/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 1989, σχετικά μεδιαδικασία εφαρμογής δυνάμει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/30.566 -- UIP), ίσχυε μέχρι τις 26 Ιουλίου 1993 (ΕΕ L 226, σ. 25, στο εξής: απόφαση89/467).

18.
    Μετά την παραλαβή των επιδίκων εγγράφων, οι τέσσερις πρώτες προσφεύγουσεςήλθαν σε επαφή με εκπροσώπους του EΓΔΤ και της Επιτροπής προκειμένου ναεκφράσουν τη διαφωνία τους και να λάβουν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία καιέγγραφα και προκειμένου να ζητήσουν επανεξέταση των αιτήσεων. Οιεκπρόσωποι της UIP ήλθαν επίσης σε επαφή με τον αρμόδιο, μεταξύ άλλων, γιατα πολιτιστικά ζητήματα επίτροπο J. de Deus Pinheiro προκειμένου να τουζητήσουν να επέμβει για να επανεξετασθούν οι αιτήσεις. Αφού πληροφορήθηκεότι ο φάκελος είχε διαβιβασθεί στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, ο δικηγόροςτης UIP έστειλε επίσης επιστολή στον αρμόδιο για τον ανταγωνισμό επίτροπο K.Van Miert ζητώντας του ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία. Ο επίτροποςυπογράμμισε στην απάντησή του ότι δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ τηςδιαδικασίας που αφορά την αίτηση της UIP για ανανέωση της απαλλαγής τηςδυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και της διαδικασίας πουαφορά τη χορήγηση επιδοτήσεων από το EΓΔΤ. Η Επιτροπή διευκρίνισε, στην επ'ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εν λόγω δήλωση του Κ. Van Miert σήμαινε απλώςότι η UIP δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να επικαλεστεί απόφαση του EΓΔΤπερί χορηγήσεως δανείου προκειμένου να δικαιολογήσει την αίτησή της περίανανεώσεως της απαλλαγής.

19.
    Επειδή οι επαφές αυτές δεν κατέληξαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, οιπροσφεύγουσες άσκησαν, στις 16 Νοεμβρίου 1994, προσφυγή ακυρώσεως τωνεπιδίκων εγγράφων.

20.
    Στις 5 Δεκεμβρίου 1994 η επιτροπή του EΓΔΤ εξέτασε, «κατόπιν τωνδιαμαρτυριών της UIP», τις προμνημονευθείσες αιτήσεις χρηματοδοτήσεως καιαποφάσισε να τις απορρίψει. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην UIP μεέγγραφο του EΓΔΤ που έφερε ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1995 (στο εξής: επίδικηαπόφαση).

21.
    Από την αλληλογραφία μεταξύ του EΓΔΤ και της Επιτροπής, την οποία ηΕπιτροπή κατέθεσε στη δικογραφία όπως ζήτησε το Πρωτοδικείο, προκύπτει ότιη Επιτροπή, σε ημερομηνία που δεν διευκρινίζεται, είχε προτείνει στο EΓΔΤ νααπορρίψει τις αιτήσεις των προσφευγουσών με το αιτιολογικό ότι δεν ήτανεπιλέξιμες, επειδή περισσότερες της μιας θυγατρικές της ίδιας εταιρίας διανομήςδεν συνιστούν «διαφορετικούς διανομείς» υπό την έννοια των κατευθυντηρίωνγραμμών του EΓΔΤ.

22.
    Κατά την επίδικη απόφαση, που συνετάγη από τις υπηρεσίες του EΓΔΤ, οιαιτήσεις απορρίφθηκαν επειδή «η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν είχεακόμη αποφανθεί ως προς το μελλοντικό καθεστώς της UIP στην Ευρώπη.Δεδομένου ότι οι δανειακές συμβάσεις του EΓΔΤ συνάπτονται βάσει πενταετούςπεριόδου προβολής σε αίθουσες κινηματογράφου των ταινιών οι οποίες έχουνλάβει ενίσχυση, ήταν αδύνατο να ληφθεί άλλη απόφαση για να μην υπάρξειεμπλοκή με την κατά νόμο διαδικασία που είχε κινήσει η UIP κατά της Επιτροπήςτης Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Επιπλέον, η επιτροπή του EΓΔΤ φρονεί ότι η UIP δενεξυπηρετούσε πλήρως τους στόχους του προγράμματος ΜEDIA όπως αυτοίπεριγράφονται κατωτέρω: ”(...) δημιουργία δικτύων συνδιανομής με τηνεξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών για τη συνεργασία μεταξύ εταιριών, εκάστη τωνοποίων ενεργούσε στο παρελθόν μεμονωμένα στο εθνικό της έδαφος”(πρόγραμμα δράσεως για την προώθηση της αναπτύξεως της ευρωπαϊκήςοπτικοακουστικής βιομηχανίας ”MEDIA” 1991-1995)».

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Στην υπόθεση Τ-369/94

23.
    Υπό τις συνθήκες ακριβώς αυτές, οι προσφεύγουσες, με δικόγραφο πουκατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Νοεμβρίου 1994, άσκησανπροσφυγή με την οποία ζήτησαν, κυρίως, την ακύρωση των εγγράφων του EΓΔΤ(επίδικα έγγραφα) και/ή της πράξεως με την οποία η Επιτροπή κατηύθυνε τονEΓΔΤ να λάβει τις αποφάσεις αυτές. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε με τοναριθμό Τ-369/94.

24.
    Η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου με έγγραφο που κατέθεσε στηΓραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Ιανουαρίου 1995.

25.
    Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεωςαπαραδέκτου στις 5 Απριλίου 1995.

26.
    Εζήτησαν επίσης κατ' επανάληψη από το Πρωτοδικείο να διατάξει τη λήψημέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

27.
    Στις 3 Μαΐου 1995 οι προσφεύγουσες, οι οποίες δεν είχαν ακόμη τη δυνατότητανα λάβουν θέση επί του παραρτήματος 3 της συμφωνίας του 1994 (βλ. ανωτέρωσκέψη 6), το οποίο κατέθεσε η Επιτροπή μετά τις παρατηρήσεις τις οποίες είχανυποβάλει επί της ενστάσεως απαραδέκτου, ζήτησαν την άδεια να καταθέσουνυπόμνημα πρόσθετων παρατηρήσεων, συνημμένο στην αίτηση. Ο Πρόεδρος τουΠρωτοδικείου αποφάσισε ότι το υπόμνημα έπρεπε να περιληφθεί στη δικογραφίακαι να επιδοθεί στον αντίδικο.

28.
    Με διάταξη του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 1995, αποφασίσθηκε ησυνεξέταση της αιτήσεως εκδόσεως αποφάσεως επί της ενστάσεως απαραδέκτουμε την ουσία.

29.
    Η έγγραφη διαδικασία διεξήχθη νομοτύπως και ολοκληρώθηκε στις 12 Ιουλίου1996, ημερομηνία της καταθέσεως του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

30.
    Με το δικόγραφο της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες ζητούν από τοΠρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει τα επίδικα έγγραφα και/ή την πράξη με την οποία ηΕπιτροπή έδωσε οδηγίες στο EΓΔΤ να λάβει τις αποφάσεις αυτές·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31.
    Οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν, με τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσειςτου Πρωτοδικείου, από το αίτημά τους περί ακυρώσεως των οδηγιών τηςΕπιτροπής προς το EΓΔΤ.

32.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

—    επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

—    και στις δύο περιπτώσεις, να καταδικάσει τις προσφεύγουσες σταδικαστικά έξοδα.

33.
    Τέλος, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να λάβει υπόψη, στην απόφασή τουεπί των δικαστικών εξόδων, τη στάση των προσφευγουσών οι οποίες ενέμεινανστην προσφυγή τους παρά το ότι αυτή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου από τονΙούνιο του 1995.

Στην υπόθεση Τ-85/95

34.
    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Μαρτίου1995, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως και/ήτης πράξεως με την οποία η Επιτροπή κατηύθυνε τον EΓΔΤ στην έκδοση τηςαποφάσεως αυτής. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό Τ-85/95.

35.
    Ζήτησαν επίσης από το Πρωτοδικείο να διατάξει τη λήψη ορισμένων μέτρωνοργανώσεως της διαδικασίας.

36.
    Η έγγραφη διαδικασία διεξήχθη νομοτύπως και ολοκληρώθηκε στις 21Δεκεμβρίου 1995, ημερομηνία καταθέσεως του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

37.
    Με το δικόγραφο της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες ζητούν από τοΠρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και/ή την πράξη με την οποία ηΕπιτροπή κατηύθυνε τον EΓΔΤ στην έκδοση της αποφάσεως αυτής·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38.
    Οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν, με τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσειςτου Πρωτοδικείου, από το αίτημά τους περί ακυρώσεως των οδηγιών τηςΕπιτροπής προς το EΓΔΤ.

39.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

—    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

Συνεκδίκαση των υποθέσεων

40.
    Με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 1995, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Πρωτοδικείοότι αναγνωρίζει το παραδεκτό της προσφυγής στην υπόθεση Τ-85/95, ενώεξακολουθεί να αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής στην υπόθεση Τ-369/94και προτείνει στις προσφεύγουσες να παραιτηθούν από αυτήν.

41.
    Στις 13 Ιουλίου 1995, οι προσφεύγουσες απέστειλαν έγγραφο στο Πρωτοδικείομε το οποίο έλαβαν θέση επί του προμνημονευθέντος εγγράφου της Επιτροπής.Αντί να παραιτηθούν από την προσφυγή ζήτησαν τη συνεκδίκαση των δύουποθέσεων.

42.
    Η Επιτροπή απάντησε, με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 1995, ότι δεν αντιλαμβανότανσε τι εξυπηρετούσε τις προσφεύγουσες η εμμονή τους στην πρώτη προσφυγή, αλλάδεν διατύπωσε ρητώς αντιρρήσεις στην αίτηση συνεκδικάσεως.

43.
    Με διάταξη της 13ης Μαΐου 1997, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου αποφάσισε τηνσυνεκδίκαση των υποθέσεων Τ-369/94 και Τ-85/95 προς διευκόλυνση τηςπροφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Δημόσια συνεδρίαση

44.
    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τηνεπ' ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη την 1η Οκτωβρίου 1997.

Επί του παραδεκτού

Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

45.
    Η Επιτροπή δέχεται ότι πρέπει να καταλογιστούν σ' αυτήν οι αποφάσεις πουέλαβε το ΕΓΔΤ στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής εφαρμογής του προγράμματοςMEDIA. Φρονεί, πράγματι, ότι οι σχέσεις της με τους ιδιωτικούς οργανισμούς πουτην επικουρούν, επί συμβατικής βάσεως, στην εφαρμογή του προγράμματοςMEDIA πρέπει να διασφαλίζουν ότι η εξουσία εκδόσεως αποφάσεως επί τωναιτήσεων χρηματοπιστωτικής υποστηρίξεως παραμένει προνόμιο της Επιτροπής.Επισημαίνει, επιπλέον, ότι ένα αποκεντρωμένο σύστημα λήψεως αποφάσεων καιδικαστικού ελέγχου μπορεί να θεωρηθεί αντίθετο προς τον κοινοτικό χαρακτήρατου προγράμματος MEDIA.

46.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει πάντως ότι η προσφυγή στην υπόθεση Τ-369/94 είναι ενπάση περιπτώσει απαράδεκτη για τον λόγο ότι τα επίδικα έγγραφα έχουνπροσωρινό χαρακτήρα. Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα των επιδίκων εγγράφωνσυνάγεται σαφώς ότι η λήψη αποφάσεως είχε απλώς αναβληθεί. Υπό τιςσυνθήκες αυτές, τα εν λόγω έγγραφα δεν συνιστούν, κατά την Επιτροπή,ακυρώσιμες πράξεις υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης.

47.
    Η Επιτροπή προσθέτει ότι η ανακοίνωση περί αναβολής λήψεως αποφάσεως δενμπορεί να ερμηνευθεί ως σιωπηρή απόρριψη, εφόσον δεν υφίσταντι κανόνες πουνα επιβάλλουν τη λήψη αποφάσεως εντός τακτής προθεσμίας.

48.
    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, πρώτον, ότι τα επίδικα έγγραφα είτεαπευθύνονται σ' αυτές είτε τις αφορούν άμεσα και ατομικά.

49.
    Φρονούν, δεύτερον, ότι τα επίδικα έγγραφα συνιστούν στην πραγματικότητααπόρριψη των αιτήσεων χρηματοδοτήσεως από το EΓΔΤ, δεδομένου ότι μπορείνα παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα μέχρις ότου η Επιτροπή λάβει απόφασηεπί της αιτήσεως της UIP περί ανανεώσεως της απαλλαγής της δυνάμει τουάρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και ότι η αναβολή της πρώτης προβολήςτων δύο οικείων ταινιών μέχρι την ημερομηνία αυτή θα είχε ως πρακτικήσυνέπεια την απώλεια κάθε εμπορικής αξίας των ταινιών. Πράγματι, η επ'αόριστον αναβολή των προγραμμάτων πρώτης προβολής των ταινιών καθώς καιτης διαφημίσεως και της προωθήσεώς τους ουδόλως αποτελεί ρεαλιστική απόεμπορικής απόψεως επιλογή.

50.
    Κατά την επ'ακροατηρίου συζήτηση οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ακόμη ότι ταεπίδικα έγγραφα αποτελούσαν πράξεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθείπροσφυγή και ότι η επίδικη απόφαση που ελήφθη μεταγενέστερα ήταν απλώςβεβαιωτική πράξη.

51.
    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής στην υπόθεση Τ-85/95.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

52.
    Το Πρωτοδικείο τονίζει, κατ' αρχάς, ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, τηςαποφάσεως 90/685, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή τουπρογράμματος MEDIA. Επιπλέον, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ηςΙουνίου 1958, 9/56, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964,σ. 171, 195), προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται μεταβίβαση εξουσιών συνοδευόμενηαπό ελευθερία εκτιμήσεως παρέχουσα ευρεία διακριτική ευχέρεια. Σύμφωνα μετις αρχές αυτές, η κρίσιμη εν προκειμένω συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και τουEΓΔΤ σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εφαρμογή του προγράμματος MEDIA (βλ.ανωτέρω σκέψεις 5 και 6) εξαρτά, στην πραγματικότητα, κάθε απόφαση πουλαμβάνεται στο πλαίσιο αυτό από προηγούμενη συμφωνία των εκπροσώπων τηςΕπιτροπής. Συναφώς, η Επιτροπή εξήγησε ότι, πριν από κάθε συνεδρίαση τηςεπιτροπής επιλογής του EΓΔΤ, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενημερώνονταν απότην εν λόγω επιτροπή για όλες τις αιτήσεις που είχαν υποβληθεί και ότι, μετά τηνεξέταση των αιτήσεων αυτών, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Επιτροπής τηςγνωστοποιούσαν την άποψή τους (βλ. ανωτέρω σκέψη 9).

53.
    To Πρωτοδικείο κρίνει, βάσει των προηγουμένων σκέψεων, ότι οι αποφάσεις πουλαμβάνει το EΓΔΤ επί των αιτήσεων χρηματοδοτήσεως που υποβάλλονται στοπλαίσιο του προγράμματος MEDIA είναι καταλογιστέες στην Επιτροπή, η οποία,εκ του λόγου τούτου, είναι υπεύθυνη για το περιεχόμενό τους και μπορεί νακληθεί να τις υποστηρίξει ενώπιον της δικαιοσύνης.

54.
    Εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε, στην ουσία, το περιεχόμενο των επιδίκωνεγγράφων και της αποφάσεως, έστω και αν η αιτιολογία της αποφάσεως αυτήςδεν αντιστοιχεί ακριβώς στη διατύπωση που πρότεινε η Επιτροπή.

55.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει, κατά συνέπεια, ότι τα επίδικα έγγραφα και η απόφασημπορούν, κατ' αρχήν, να προσβληθούν με προσφυγή ασκούμενη κατά τηςΕπιτροπής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

56.
    Στο Πρωτοδικείο εναπόκειται ακόμη να εξετάσει αν, λαμβανομένων υπόψη τωνπεριστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, οι προσφεύγουσες έχουν έννομοσυμφέρον και αν νομιμοποιούνται ενεργητικώς στην άσκηση της προσφυγής.

57.
    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, κατ' αρχάς, ότι η προσφυγή στην υπόθεση Τ-369/94βάλλει, κυρίως, κατά των επιδίκων εγγράφων και ότι, έστω και αν υποτεθεί ότιτα έγγραφα αυτά ακυρώνονται, τα μόνα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούνπρος εκτέλεση της αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 176 της Συνθήκης, θα ήτανη λήψη οριστικών αποφάσεων επί των αιτήσεων χρηματοδοτήσεως που είχανυποβάλει οι προσφεύγουσες. Οι αποφάσεις αυτές όμως ελήφθησαν μετά τηνάσκηση της εν λόγω προσφυγής και αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγήςστην υπόθεση Τ-85/95. Επομένως, απόφαση του Πρωτοδικείου ακυρώνουσα ταεπίδικα έγγραφα δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη λήψη των μέτρωνεκτελέσεως που προβλέπει το άρθρο 176 της Συνθήκης, οπότε οι προσφεύγουσεςδεν έχουν πλέον κανένα συμφέρον στην ακύρωση των εν λόγω πράξεων.

58.
    Κατά συνέπεια, η προσφυγή στην υπόθεση Τ-369/94 κατέστη άνευ αντικειμένου,οπότε παρέλκει η έκδοση αποφάσεως.

59.
    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, άλλωστε, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στοπλαίσιο της προσφυγής Τ-85/95 είχε ως αποδέκτες τις θυγατρικές της UIP για τιςοποίες είχαν υποβληθεί οι αιτήσεις χρηματοδοτήσεως, ήτοι την πέμπτη, έκτη,έβδομη, όγδοη, ένατη και δέκατη προσφεύγουσα. Επομένως, οι προσφεύγουσεςαυτές νομιμοποιούνται ενεργητικώς στην άσκηση της προσφυγής ως αποδέκτες τηςεπίδικης αποφάσεως.

60.
    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, τέλος, ότι η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτηπροσφεύγουσα είναι οι παραγωγοί των ταινιών που είναι υποψήφιες γιαχρηματοδότηση από το EΓΔΤ. Ισχυρίζονται, χωρίς η Επιτροπή να αμφισβητεί τονισχυρισμό αυτό, ότι ένα δάνειο του EΓΔΤ επισπεύδει την ανάκτηση των εξόδωνδιανομής και, κατά συνέπεια, την είσπραξη των δικαιωμάτων του παραγωγού. Ητέταρτη προσφεύγουσα, η UIP, είχε αποκτήσει τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεωςτων οικείων ταινίων σε αίθουσες κινηματογράφου, τα οποία μεταβίβασε στησυνέχεια στις θυγατρικές της που είναι εγκατεστημένες στις χώρες στις οποίεςείχε προγραμματιστεί η διανομή των εν λόγω ταινιών, αντιστοίχως. ´Αλλωστε, ηUIP είχε διαβιβάσει τις αιτήσεις χρηματοδοτήσεως των θυγατρικών της στο EΓΔΤ,για λογαριασμό των θυγατρικών αυτών και, κατά τους ισχυρισμούς της, κατόπιναιτήσεως του οικείου παραγωγού. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίδικη απόφασηαφορά άμεσα και ατομικά τόσο τους παραγωγούς των ταινιών όσο και την UIPκατά τρόπο ανάλογο προς τους αποδέκτες της αποφάσεως αυτής, λόγω ορισμένωνιδιαιτέρων ιδιοτήτων τους ή πραγματικής καταστάσεως η οποία τους διακρίνειαπό κάθε άλλο πρόσωπο.

61.
    Επομένως, η προσφυγή στην υπόθεση Τ-85/95 είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας της υποθέσεως Τ-85/95

62.
    Προς στήριξη της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγουςακυρώσεως που αντλούνται από την παράβαση των κριτηρίων επιλογής, όπωςαυτά διατυπώθηκαν στις κατευθυντήριες γραμμές του EΓΔΤ, από το γεγονός ότιη προσβαλλόμενη απόφαση δεν συμβιβάζεται προς τη φιλοσοφία και τους στόχουςτου προγράμματος MEDIA και από την έλλειψη αιτιολογίας.

63.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να εξετάσει από κοινού τον πρώτο και τονδεύτερο λόγο ακυρώσεως.

Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλούνται, αντιστοίχως,από την παράβαση των κριτηρίων επιλογής, όπως αυτά διατυπώθηκαν στιςκατευθυντήριες γραμμές του EΓΔΤ και από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενηαπόφαση δεν συμβιβάζεται προς τη φιλοσοφία και τους στόχους τουπρογράμματος MEDIA

Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

64.
    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν,πρώτον, ότι οι αιτήσεις χρηματοδοτήσεως πληρούν απολύτως όλες τιςπροϋποθέσεις που διατυπώθηκαν στις κατευθυντήριες γραμμές του EΓΔΤ και,μεταξύ άλλων, την προϋπόθεση κατά την οποία τουλάχιστον τρεις διανομείς πουεκπροσωπούν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεωςσυμφωνούν για την εκμετάλλευση μιας ταινίας σε αίθουσες κινηματογράφου.Κατά τις προσφεύγουσες, η φράση «τρεις διαφορετικοί διανομείς» υποδηλώνειτρεις νομικώς αυτοτελείς οντότητες, είτε συνδέονται μεταξύ τους είτε όχι, και δενδικαιολογείται να εκληφθεί ένας όμιλος συνδεομένων μεταξύ τους εταιριών ωςένας μόνο διανομέας.

65.
    Οι προσφεύγουσες αντιτάσσουν στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι ένας από τουςκεντρικούς σκοπούς του προγράμματος MEDIA είναι η δημιουργία δικτύωνσυνδιανομής με την εξασφάλιση ευνοϊκών σύνθηκών για τη συνεργασία μεταξύεταιριών, εκάστη των οποίων ενεργούσε στο παρελθόν μεμονωμένα στο εθνικό τηςέδαφος, το επιχείρημα ότι ο σκοπός αυτός δεν μνημονεύεται στις κατευθυντήριεςγραμμές, κατά τις οποίες, αντιθέτως, ο κύριος σκοπός είναι η επέκταση τηςδιανομής των ευρωπαϊκών ταινιών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Αλλωστε, οικατευθυντήριες γραμμές της δράσεως που καλείται Εspace Vidéo Européen (στοεξής: EVE), η οποία είναι μια από τις ομάδες ευρωπαϊκών προγραμμάτων πουδημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος MEDIA και παρουσιάζεισημαντικές αναλογίες προς το EΓΔΤ όσον αφορά τους σκοπούς και τις μεθόδουςτης, ενθαρρύνουν ρητώς τη διανομή από συνδεδεμένες εταιρίες, στο μέτρο πουπροβλέπουν ότι «πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις εταιρίες που δρουν σεπερισσότερα εδάφη».

66.
    Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι το EΓΔΤ χορήγησε, στην πραγματικότητα,δάνεια σε εταιρίες που συνδέονται μεταξύ τους στις περιπτώσεις των ταινιών DeFlat, Jack and Sarah και Carrington, μεταξύ άλλων. Οι προσφεύγουσες συνήψανστο υπόμνημα απαντήσεώς τους κατάλογο, που καλύπτει την περίοδο από το 1992έως το 1995, ενός συνόλου δεκατριών ταινιών, οι οποίες, κατά τις προσφεύγουσες,διανεμήθηκαν από εταιρίες που συνδέονται μεταξύ τους με την υποστήριξη τουEΓΔΤ.

67.
    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, επιπλέον, ότι οι αιτήσεις οικονομικήςυποστηρίξεως για τη διανομή της ταινίας Nostradamus υποβλήθηκαν από τέσσεριςφορείς συνδεόμενους με την UIP, σε συμφωνία με έξι άλλους διανομείς οι οποίοιδεν συνδέονταν ούτε μεταξύ τους ούτε με εταιρία του ομίλου UIP, πράγμα τοοποίο καταλήγει σε σύνολο επτά αιτούντων, κατά την ερμηνεία που δίδει η καθήςστον κανόνα των «διαφορετικών διανομέων». Εντούτοις, κρίθηκε ότι μόνον οιαιτήσεις των έξι διανομέων που δεν συνδέονται με την UIP ήταν επιλέξιμες.Τούτο δεν συμβιβάζεται προς την άποψη που υποστηρίζει η καθής.

68.
    Δεύτερον, η έκταση της διακριτικής ευχέρειας του EΓΔΤ κατά την επιλογήπρογραμμάτων διανομής περιορίζεται, κατά τις προσφεύγουσες, εντός των ορίωνπου καθορίζονται από τα κριτήρια επιλογής που έχουν δημοσιευθεί στιςκατευθυντήριες γραμμές. Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν ότι οιαιτήσεις που πληρούν τις εξαγγελθείσες προϋποθέσεις μπορούν να απορριφθούν,εκτός αν συντρέχουν οι λόγοι και τα κριτήρια που μνημονεύουν ρητώς.

69.
    Oι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, πράγματι, ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν μπορεί ναμεταβιβάσει εξουσία συνεπαγόμενη διακριτική ευχέρεια σε ανεξάρτητα όργανα(προπαρατεθείσα απόφαση Meroni κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής), το EΓΔΤ δενμπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση δανείων βάσει κριτηρίων που δενπεριλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές και δεν μπορεί να εξουσιοδοτηθείνα το πράξει. Υπό τις συνθήκες αυτές, αν μια αίτηση υποστεί επιτυχώς τηδοκιμασία επιλεξιμότητας, το EΓΔΤ δεν διαθέτει κανένα περιθώριο διακριτικήςευχέρειας που να του παρέχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει ή να μην εφαρμόσειτα κριτήρια επιλογής που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές. Οιπροσφεύγουσες προσθέτουν ότι, ακόμη και αν το EΓΔΤ διέθετε κάποιαπεριθώρια διακριτικής ευχέρειας που να του παρέχουν τη δυνατότητα νααπορρίπτει επιλέξιμες αιτήσεις, εν προκειμένω διέπραξε υπέρβαση της ευχέρειαςαυτής, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να παραβιάζει τις αρχές της ίσηςμεταχειρίσεως, της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

70.
    Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν παρέχουνστο EΓΔΤ την ευχέρεια να απορρίψει, χωρίς να προβάλει κανένα λόγο συναφώς,επιλέξιμη αίτηση, έστω και αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να λάβειενίσχυση, παρά μόνο στην απολύτως συγκεκριμένη περίπτωση κατά την οποία«έχει γνώση άμεσα ή έμμεσα οποιουδήποτε πραγματικού περιστατικού πουεπιτρέπει την πιθανολόγηση ότι το δάνειο δεν θα εξοφληθεί ή δεν θα μπορέσεινα εξοφληθεί δεόντως».

71.
    Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν, αφενός, ότι από την επίδικη απόφαση δενπροκύπει ανησυχία όσον αφορά τη φερεγγυότητα της UIP και, αφετέρου, ότιοποιαδήποτε ανησυχία θα ήταν αδικαιολόγητη δεδομένου ότι οι μητρικές εταιρίεςτης UIP ή οι τράπεζές της θα ήσαν σε θέση να παράσχουν ασφάλεια για ταδάνεια, όπως εξάλλου το πρότειναν με έγγραφο που απηύθυναν στη διευθύντριατου προγράμματος MEDIA στη Γενική Διεύθυνση Πληροφόρησης, Επικοινωνίας,Πολιτιστικών Θεμάτων, Οπτικοακουστικού Τομέα (ΓΔ Χ) της Επιτροπής.

72.
    Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, κατ'αρχάς, ότι μια πράξη που είναι αντίθετη προς τη φιλοσοφία και τους στόχους τουπρογράμματος MEDIA συνιστά για τον λόγο αυτό παραβίαση της αποφάσεως90/685.

73.
    Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι το πρόγραμμα MEDIA αποσκοπεί στηναύξηση της ενδοευρωπαϊκής κυκλοφορίας ταινιών και στη μέγιστη δυνατήεκμετάλλευση των διαφόρων μέσων διανομής ενόψει μεγαλύτερης αποδοτικότητας

των επενδύσεων, ευρύτερης διαδόσεως και με μεγαλύτερο αντίκτυπο στο κοινό.Εάν γίνει δεκτό ότι το EΓΔΤ μπορεί να απορρίπτει αιτήσεις για λόγουςανάλογους με αυτούς που προβάλλονται εν προκειμένω, η UIP δεν θα μπορούσενα λάβει ενισχύσεις από το EΓΔΤ όχι μόνον όσον αφορά τις δύο εν λόγω ταινίες,αλλά και για όλες τις άλλες ευρωπαϊκές ταινίες που θα επιχειρήσει ενδεχομένωςνα διανείμει στο εγγύς μέλλον, εφόσον η Επιτροπή δεν θα έχει αποφασίσει αν θαανανεώσει ή όχι την απαλλαγή που χορηγήθηκε στην UIP δυνάμει του άρθρου 85,παράγραφος 3, της Συνθήκης. Το γεγονός όμως ότι ένας διανομέας μπορεί ή δενμπορεί να λάβει άτοκα δάνεια στο πλαίσιο της δράσεως που θέτει σε εφαρμογήτο EΓΔΤ μπορεί, κατά τις προσφεύγουσες, να είναι ουσιώδες για τον παραγωγό,διότι ένα δάνειο επισπεύδει την ανάκτηση των εξόδων διανομής και, κατάσυνέπεια, την είσπραξη των δικαιωμάτων του παραγωγού. Επομένως, εάν γινότανδεκτή η άποψη της Επιτροπής, η διανομή ταινιών στην Ευρώπη θα καθίστατολιγότερο αποτελεσματική, καθόσον οι παραγωγοί θα επέλεγαν, «ελλείψεικαλυτέρου», διανομέα ο οποίος θα μπορούσε να λάβει χρηματοδότηση από τοEΓΔΤ.

74.
    Επιπλέον, η άποψη που υιοθετεί η Επιτροπή εν προκειμένω συνιστά, κατά τιςπροσφεύγουσες, κατάφωρη διάκριση σε βάρος της UIP υπέρ των άλλωνδιανομέων.

75.
    Απαντώντας στον πρώτο λόγο ακυρώσεως η Επιτροπή αμφισβητεί ότι το EΓΔΤέχει νομική υποχρέωση χρηματοδοτήσεως επιλέξιμων προγράμματων. Πράγματι,τα διαθέσιμα οικονομικά μέσα δεν παρέχουν στο EΓΔΤ τη δυνατότητα ναικανοποιεί όλες τις αιτήσεις που υποβάλλονται και, κατά συνέπεια, πρέπει ναπροβαίνει σε επιλογή σύμφωνα με τον προμνημονευθέντα κατάλογοπροτεραιοτήτων. Εν προκειμένω όμως, δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, οιαιτήσεις των προσφευγουσών δεν ήταν καν επιλέξιμες, δεν ετέθη το ζήτημα τουτρόπου εφαρμογής του καταλόγου προτεραιοτήτων.

76.
    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι αιτήσεις των προσφευγουσών δεν ήταν επιλέξιμεςδιότι, κατ' αυτή, οι όροι «διαφορετικοί διανομείς» που χρησιμοποιούνται στιςκατευθυντήριες γραμμές του EΓΔΤ πρέπει να ερμηνευθούν ως αναφερόμενοι σεανεξάρτητες εταιρίες ή εταιρίες που δεν συνδέονται μεταξύ τους. Προσθέτει ότι,αν γίνει δεκτό ότι οι αιτήσεις των εταιριών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο είναιεπιλέξιμες για χρηματοπιστωτική ενίσχυση, οι επιχειρηματίες θα παρακινούνταννα ιδρύουν χωριστές εταιρίες με μοναδικό σκοπό να καταστήσουν επιλέξιμες τιςαιτήσεις τους για χρηματοπιστωτική ενίσχυση. Η πρακτική αυτή θα κατέληγεενδεχομένως, κατά την Επιτροπή, σε καταχρήσεις ικανές να θέσουν σε σοβαρόκίνδυνο την επίτευξη του σκοπού του προγράμματος MEDIA, ο οποίος συνίσταταιστην ενθάρρυνση πραγματικής διεθνικής συνεργασίας μεταξύ διανομέων.

77.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι οι κανόνες που έχουν εφαρμογή στο πλαίσιοτης δράσεως EVE, τους οποίους επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δεν ασκούν

επιρροή εν προκειμένω διότι το εν λόγω καθεστώς διαφέρει εντελώς από τοκαθεστώς του EΓΔΤ.

78.
    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι καίτοι ο EΓΔΤ έχειενίοτε χορηγήσει δάνεια σε εταιρίες που συνδέονταν μεταξύ τους, ποτέ οι εταιρίεςαυτές δεν ήσαν τόσο πολυάριθμες όπως εν προκειμένω και ουδέποτε αποτέλεσανπλειοψηφία. Απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου κατά την επ' ακροατηρίουσυζήτηση, σχετικά με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τωναιτήσεων χρηματοδοτήσεως που έχουν εγκριθεί από το EΓΔΤ από της ιδρύσεώςτου, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι συνέβη δύο φορές, το 1992, να χορηγηθεί δάνειογια τη διανομή ταινίας σε τρεις εταιρίες, δύο από τις οποίες συνδέονταν μεταξύτους. Εντούτοις, το ατυχές αυτό γεγονός δεν μειώνει τη σημασία που αποδίδει ηΕπιτροπή στην ερμηνεία του κανόνα των τριών διαφορετικών διανομέων πουδιευκρινίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 76.

79.
    Όσον αφορά την απόρριψη των αιτήσεων για τον λόγο ότι το καθεστώς της UIPήταν αβέβαιο και ότι υφίσταντο αμφιβολίες ως προς την ικανότητά της ναεξοφλήσει ένα δάνειο, η Επιτροπή εξηγεί ότι, δεδομένου ότι δικαιούχοι τωνδανείων του EΓΔΤ θα ήσαν μόνον οι θυγατρικές της UIP και όχι οι μητρικές τουςεταιρίες, είχε επικρατήσει κάποια αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα τωνθυγατρικών αυτών να εξοφλήσουν εάν παρίστατο ανάγκη τα δάνεια. Κατά τηνΕπιτροπή, η εμπλοκή της UIP σε διαδικασία για ανανέωση της απαλλαγήςδυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν θα είχε, αφ' εαυτής, ωςσυνέπεια την απόρριψη των αιτήσεων από το ΕΓΔΤ.

80.
    Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή φρονεί ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως τωνπροσφευγουσών δεν είναι βάσιμος.

81.
    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ωςεξαιρετικά αόριστος. Πράγματι, μόλις στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεωςοι προσφεύγουσες ανέφεραν τον κατά τους ισχυρισμούς τους παραβιασθέντακανόνα δικαίου. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματά τους δενστηρίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία. Προσέτι, η απόφαση συνάδει προς τον έναναπό τους βασικούς σκοπούς του προγράμματος MEDIA, ήτοι τον σκοπόενθαρρύνσεως της συνεργασίας μεταξύ εταιριών, εκάστη των οποίων ενεργούσεστο παρελθόν μεμονωμένα στο εθνικό της έδαφος. Επομένως, κατά την Επιτροπή,ο λόγος ακυρώσεως πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

82.
    Δεν αμφισβητείται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του EΓΔΤ εγκρίθηκαν από τηνΕπιτροπή στο πλαίσιο εφαρμογής του προγράμματος MEDIA το οποίο διέπεταιαπό την απόφαση 90/685. Λόγω της θέσεως που καταλαμβάνουν στο σύστημα τουπρογράμματος MEDIA και του ότι η Επιτροπή, επικαλούμενη τους κανόνες τουςπροκειμένου να δικαιολογήσει την επίδικη απόφαση, τις εκλαμβάνει ως έχουσεςδεσμευτικό χαρακτήρα και αποτελούσες πηγή δικαίου για την εφαρμογή του εν

λόγω προγράμματος, οι κατευθυντήριες γραμμές του EΓΔΤ, όπως ακριβώς ηαπόφαση 90/685, συνιστούν κανόνες δικαίου την τήρηση των οποίων πρέπει ναδιασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής.

83.
    Οι διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών του EΓΔΤ πρέπει, επιπλέον, στοπλαίσιο της τηρήσεως της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, να ερμηνεύονται υπότο φως της σκοπιμότητας της αποφάσεως 90/685.

84.
    Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί εν προκειμένω είναι αν η προϋπόθεσητης επιλεξιμότητας που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές του EΓΔΤ(σημείο ΙΙΙ.1, στοιχείο a), κατά την οποία «τουλάχιστον τρεις διαφορετικοίδιανομείς που εκπροσωπούν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές χώρες της[Ευρωπαϊκής] Ενώσεως, ή χώρες με τις οποίες έχει συναφθεί σύμβασησυνεργασίας, πρέπει να συμφωνήσουν για την εκμετάλλευση μιας ταινίας σεαίθουσες κινηματογράφου (...)», ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε ορθώς στην υπόκρίση περίπτωση.

85.
    Κατά τις προσφεύγουσες, η φράση «τρεις διαφορετικοί διανομείς» σημαίνει τρειςνομικώς αυτοτελείς οντότητες, είτε συνδέονται μεταξύ τους είτε όχι. Κατά τηνΕπιτροπή, είναι ανάγκη να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι διαφορετικοίδιανομείς πρέπει να είναι ανεξάρτητες εταιρίες χωρίς κανένα σύνδεσμο μεταξύτους. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται, κατά την Επιτροπή, προκειμένου ναεπιτευχθεί ο βασικός σκοπός του προγράμματος MEDIA που συνίσταται «στηδημιουργία δικτύων συνδιανομής με την εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών για τησυνεργασία μεταξύ εταιριών, εκάστη των οποίων ενεργούσε στο παρελθονμεμονωμένα στο εθνικό της έδαφος».

86.
    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, όπως παρατήρησαν οι προσφεύγουσες, ο ενλόγω σκοπός δεν περιλαμβάνεται, ως τοιούτος, μεταξύ των σκοπών πουαπαριθμούνται στο άρθρο 2 της αποφάσεως 90/685. Εντούτοις, η ιδέα αυτήπεριλαμβάνεται στην ανακοίνωση για την οπτικοακουστική πολιτική στην οποίαπαραπέμπει το Συμβούλιο με την όγδοη αιτιολογική σκέψη της εν λόγωαποφάσεως. Ακριβέστερα, η Επιτροπή διαπιστώνει, με την ανακοίνωση αυτή, ότιτο EΓΔΤ προβαίνει σε μια πρώτη πιλοτική δοκιμή με προοπτική μια συνεργασίαμεταξύ των ευρωπαϊκών φορέων διανομής που θα μπορούσε να τους παράσχει τηδυνατότητα διασυνοριακής κυκλοφορίας των ταινιών εν όψει της δημιουργίας «τηςμεγάλης κινηματογραφικής αγοράς». Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή παρατηρεί,μεταξύ άλλων, ότι το EΓΔΤ «συμβάλλει στη δημιουργία δικτύων συνδιανομής μετην εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών για τη συνεργασία μεταξύ εταιριών, εκάστητων οποίων ενεργούσε στο παρελθόν μεμονωμένα στο εθνικό της έδαφος».

87.
    Το Συμβούλιο παρέσχε σαφώς την υποστήριξή του στα προγράμματα πουεκπονήθηκαν κατά τη διάρκεια της πιλοτικής φάσεως του προγράμματος MEDIA(ένατη και δέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 90/685),συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος που ανέλαβε το EΓΔΤ, στο οποίο

παραπέμπει το Συμβούλιο στο παράρτημα Ι της αποφάσεως 90/685,περιγράφοντάς το ως μηχανισμό διανομής «που πρέπει να αναπτυχθεί σεσημαντικό βαθμό».

88.
    Επιπλέον, η απόφαση 90/685 πολλαπλώς διαπνέεται από τον σκοπό ενθαρρύνσεωςτων επαφών και της συνεργασίας μεταξύ διανομέων που είναι εγκατεστημένοι σεδιάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο φρονεί ότι θα πρέπεινα καταπολεμηθεί η πολυδιάσπαση των αγορών (δέκατη τέταρτη αιτιολογικήσκέψη). Εκτιμά ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις μικρομεσαίεςεπιχειρήσεις στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των δομών της αγοράς (δέκατηπέμπτη αιτιολογική σκέψη). Το άρθρο 2, τρίτη περίπτωση, θέτει επίσης ως στόχοτην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκμετάλλευση των διαφόρων μέσων διανομής πουυπάρχουν ή θα δημιουργηθούν στην Ευρώπη.

89.
    Είναι επομένως αναντίρρητο ότι κατά το Συμβούλιο το πρόγραμμα MEDIAαποσκοπούσε στην προώθηση της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής αγοράς και,ιδίως, στη δημιουργία νέων μορφών συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαίωνεπιχειρηματιών προκειμένου να ενισχύσει την οπτικοακουστική ικανότητα τηςΕυρώπης.

90.
    Από τις κατευθυντήριες γραμμές του EΓΔΤ προκύπτει επίσης σαφώς ο σκοπόςεξασφαλίσεως ευνοϊκών συνθηκών για τη δημιουργία νέων δικτύων συνεργασίας,εφόσον οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν ότι «τουλάχιστον τρειςδιαφορετικοί διανομείς που εκπροσωπούν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές χώρεςτης Ενώσεως ή μια χώρα με την οποία έχει συναφθεί σύμβαση συνεργασίαςπρέπει να συμφωνήσουν για την εκμετάλλευση μιας ταινίας σε κινηματογραφικέςαίθουσες».

91.
    Επομένως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεωςη Επιτροπή και το EΓΔΤ δεν υπερέβησαν τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως πουδιαθέτουν, κρίνοντας ότι η χορήγηση χρηματοοικονομικών πόρων προερχομένωναπό την Κοινότητα στη διανομή ταινιών έπρεπε να ευνοεί τη δημιουργία, στηνΕυρώπη, δικτύων διανομέων που δεν υφίσταντο προηγουμένως. Θεώρησανπράγματι ότι η χορήγηση δανείων από το EΓΔΤ έπρεπε να ενθαρρύνει νέεςεπαφές και τη συνεργασία, ιδίως, μικρών και μεσαίων διανομέων εγκατεστημένωνσε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες οι οποίοι, χωρίς ένα τέτοιο πρόγραμμα πουσυνεπάγεται χρηματοπιστωτικά πλεονεκτήματα, θα είχαν πιθανώς λίγα κίνητρανα δημιουργήσουν επαφές. Εκ των ανωτέρω συνήγαγαν δικαιολογημένα τοσυμπέρασμα ότι δάνειο μπορούσε να χορηγηθεί μόνο σε πρόγραμμα διανομής τοοποίο συνέβαλλε στην πραγματοποίηση του εν λόγω σκοπού του προγράμματοςMEDIA.

92.
    Αλλωστε δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ότι οι επιχειρηματίες θα μπορούσαννα παρακινηθούν να ιδρύσουν χωριστές εταιρίες με μοναδικό σκοπό τηδυνατότητα λήψεως χρηματοπιστωτικής ενισχύσεως, εάν κάθε δίκτυο, ανεξαρτήτως

της δομής του, μπορούσε να δανειοδοτείται στο πλαίσιο του προγράμματοςMEDIA.

93.
    Όσον αφορά τη δράση που επονομάζεται EVE, η οποία αναπτύσσεται στοπλαίσιο του προγράμματος MEDIA και, κατά τις προσφεύγουσες, δημιουργείευνοϊκές συνθήκες για τις εταιρίες που δρουν σε περισσότερα του ενός εθνικάεδάφη, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει κατ' αρχάς, χωρίς να χρειάζεται καν ναεξεταστεί το περιεχόμενο της εν λόγω φράσεως που περιλαμβάνεται στα κριτήριαεπιλογής, ότι η επίδικη απόφαση, εν προκειμένω, εντάσσεται στο πλαίσιοδράσεως διαφορετικής από τη δράση EVE και ότι διέπεται κυρίως από τιςκατευθυντήριες γραμμές του EΓΔΤ ερμηνευόμενες υπό το φως των σκοπών τουπρογράμματος MEDIA. Επιπλέον, στο νομικό αυτό πλαίσιο, η Επιτροπή, κάνονταςχρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, θεώρησε σκόπιμο, υπό τις συνθήκεςτης παρούσας περιπτώσεως, να υποστηρίξει τη δημιουργία δικτύων μεταξύανεξαρτήτων διανομέων.

94.
    Για τους προηγούμενους λόγους, η Επιτροπή και το EΓΔΤ ορθώς απαίτησαν, γιανα είναι επιλέξιμες οι αιτήσεις χρηματοδοτήσεως της διανομής ταινιών στοπλαίσιο του προγράμματος MEDIA, να υποβάλλονται τουλάχιστον από τρειςδιανομείς οι οποίοι προηγουμένως δεν συνεργάζονταν ουσιαστικά και επί μονίμουβάσεως.

95.
    Δεν αμφισβητείται όμως ότι η UIP, που έχει την έδρα της στις Κάτω Χώρες,δημιουργήθηκε αρχικά από τρεις αμερικανικές εταιρίες για τη διανομή στηνΕυρώπη ταινιών που παράγονται και/ή διανέμονται από τις μητρικές εταιρίες τουςή από μια από τις μητρικές, θυγατρικές, συνδεδεμένες ή δικαιοδόχους εταιρίες,κατόχους αδειών franchise ή αδειών εκμεταλλεύσεως, όπως διαπίστωσε ηΕπιτροπή με την απόφασή της 89/467 (έβδομη αιτιολογική σκέψη). Ηδραστηριότητά της ελέγχεται αυστηρά από τις μητρικές εταιρίες, όπως προκύπτειαπό την προαναφερθείσα απόφαση (μεταξύ άλλων τεσσαρακοστή πρώτηαιτιολογική σκέψη). Έχει θυγατρικές εντός της Κοινότητας που ενεργούν ωςτοπικοί διανομείς (όγδοη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 89/467) και τωνοποίων η αυτονομία είναι περιορισμένη όπως προκύπτει από τα στοιχεία τηςδικογραφίας. Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η συνεργασία και τοδίκτυο διανομής που δημιουργήθηκε μόνο από τις θυγατρικές της UIP, χωρίς τησυμμετοχή άλλων εταιριών, δεν ανταποκρίνονται στις μορφές συνεργασίας πουπροβλέπει η απόφαση 90/685, λόγω της αυτής δομής και της ελλείψεωςανεξαρτησίας των εν λόγω θυγατρικών.

96.
    Υπό τις συνθήκες αυτές ορθώς η Επιτροπή και το EΓΔΤ θεώρησαν τις θυγατρικέςτης UIP ως ενιαίο διανομέα προκειμένου να εκτιμήσουν αν οι αιτήσειςδανειοδοτήσεως που υποβλήθηκαν στο EΓΔΤ είναι επιλέξιμες.

97.
    Όσον αφορά, πρώτον, τις αιτήσεις δανειοδοτήσεως για την ταινία ManiaciSentimentali, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι θυγατρικές της UIP δεν συνήψαν

συμφωνίες με άλλους ανεξάρτητους διανομείς. Δεδομένου ότι οι θυγατρικές αυτέςπρέπει να θεωρηθούν ως ένας διανομέας στο πλαίσιο της εξετάσεως τηςεπιλεξιμότητας των αιτήσεων, δεν πληρούσαν την προϋπόθεση των τριώνδιαφορετικών διανομέων. Οι αιτήσεις δανείου των θυγατρικών της UIP δεν ήτανεπιλέξιμες, διότι το πρόγραμμα δεν δημιούργησε νέο δίκτυο συνεργασίας στηδιανομή ταινιών.

98.
    Η ορθότητα της λύσεως αυτής, η οποία συνάδει προς τους επιδιωκόμενους απότο πρόγραμμα MEDIA σκοπούς, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, δεν μπορεί νααμφισβητηθεί από το γεγονός ότι δύο φορές, το 1992, το EΓΔΤ χορήγησε δάνειογια τη διανομή ταινίας σε τρεις εταιρίες, δύο εκ των οποίων συνδέονταν μεταξύτους, οπότε δεν υπήρχαν τρεις διαφορετικοί διανομείς, όπως αναγνώρισε ηΕπιτροπή κατά τη συζήτηση επ' ακροατηρίου. Συναφώς, οι προσφεύγουσεςυποστηρίζουν ότι, μεταξύ 1992 και 1995, διανεμήθηκαν δεκατρείς ταινίες απόσυνδεδεμένες μεταξύ τους εταιρίες με την υποστήριξη του EΓΔΤ. Το Πρωτοδικείοτονίζει, βάσει των δεδομένων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τωνπρογραμμάτων διανομής που έχει εγκρίνει το EΓΔΤ από την ίδρυσή του, ότι, επίτων δεκατριών ταινιών που μνημονεύουν οι προσφεύγουσες, για δύο μόνο είχευποβληθεί αίτηση χορηγήσεως δανείου από λιγότερους από τρεις διαφορετικούςδιανομείς, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότοςότι, μεταξύ 1992 και 1995, 196 προγράμματα διανομής συνολικά έλαβαν ενίσχυσηαπό το EΓΔΤ, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι όντως δεν αποτελούσε πρακτικήη χορήγηση δανείων σε προγράμματα διανομής που δεν είχαν υποβληθείτουλάχιστον από τρεις διαφορετικούς διανομείς υπό την έννοια πουδιευκρινίστηκε ανωτέρω. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εφαρμογή του κανόνα δενμπορεί να χαρακτηρισθεί καταχρηστική.

99.
    Δεύτερον, προκειμένου περί της διανομής της ταινίας Nostradamus, διαπιστώνεταιότι έξι διανομείς, οι οποίοι δεν συνδέονταν ούτε μεταξύ τους ούτε με εταιρία τουομίλου UIP, έλαβαν χρηματοδότηση από το EΓΔΤ βάσει των αιτήσεών τους πουυποβλήθηκαν για την ίδια προθεσμία με τις αιτήσεις των τεσσάρων θυγατρικώντης UIP. Οι οικείες προσφεύγουσες μνημόνευσαν επίσης στις αιτήσεις τους — στοσημείο όπου ζητείται να αναφερθούν άλλοι, τυχόν γνωστοί, αιτούντες — τέσσεριςαπό τους έξι διανομείς οι οποίοι έλαβαν χρηματοδότηση καθώς και μία εταιρίαη οποία δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των υποψηφίων που έγιναν δεκτοί.

100.
    Το Πρωτοδικείο οφείλει να συμπεράνει ότι οι διανομείς αυτοί είχαν συμφωνήσειγια τη διανομή της εν λόγω ταινίας στο μέτρο που απαιτείται από τιςκατευθυντήριες γραμμές. Επομένως, δεν ήταν δικαιολογημένη η απόρριψη τωναιτήσεων των οικείων θυγατρικών της UIP για τον λόγο ότι δεν είχε δημιουργηθείνέο δίκτυο τριών τουλάχιστον διαφορετικών διανομέων. Κατά συνέπεια, τοΠρωτοδικείο κρίνει ότι, προκειμένου περί της διανομής της ταινίας«Nostradamus», oι αιτήσεις των οικείων προσφευγουσών ήταν επιλέξιμες γιαδανειοδότηση.

101.
    Εντούτοις, ο βασικός λόγος της απορρίψεως των αιτήσεων ήταν ότι η Επιτροπήδεν είχε ακόμη λάβει απόφαση ως προς το μελλοντικό καθεστώς της UIP στηνΕυρώπη [(...) και ότι] ήταν αδύνατο να ληφθεί άλλη απόφαση για να μην υπάρξειεμπλοκή με τη διαδικασία [απαλλαγής]. Έστω και αν η Επιτροπή ισχυρίστηκεκατά τη διάρκεια της δίκης ότι η εμπλοκή της UIP σε διαδικασία σχετική μεανανέωση της απαλλαγής, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης,δεν συνεπαγόταν, αφεαυτής, την απόρριψη των αιτήσεων από το EΓΔΤ και ότι ηαπόρριψη ήταν δικαιολογημένη λόγω κάποιας αβεβαιότητας ως προς τηνικανότητα των θυγατρικών της UIP να προβούν στις αναγκαίες εξοφλήσεις τωνδανείων, η οποία συνδέεται με το αβέβαιο καθεστώς της UIP, το Πρωτοδικείοκρίνει ότι η απόρριψη των αιτήσεων δανείου οφείλεται σαφώς στο αβέβαιοκαθεστώς της UIP και των θυγατρικών της.

102.
    Βεβαίως, ο αρμόδιος για τα ζητήματα ανταγωνισμού επίτροπος Van Miertυπογράμμισε, με το έγγραφό του προς τον δικηγόρο της UIP, ότι δεν υπήρχεκαμία σχέση μεταξύ της διαδικασίας που αφορούσε την αίτηση της UIP γιαανανέωση της απαλλαγής της δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, τηςΣυνθήκης και της διαδικασίας που αφορούσε τη χορήγηση επιδοτήσεων από τοEΓΔΤ. Εντούτοις, η απάντηση αυτή μπορεί θαυμάσια να ερμηνευθεί, όπωςπρότεινε η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, υπό την έννοια ότι, υπότο ειδικό πρίσμα του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, η έλλειψη, κατά τοστάδιο αυτό, αποφάσεως επί της αιτήσεως ανανεώσεως της απαλλαγής, δυνάμειτου άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, την οποία είχε υποβάλει η UIP, δενεμπόδιζε την ενδεχόμενη χορήγηση της αιτηθείσας επιδοτήσεως, δεδομένου ότιη επιδότηση αυτή δεν θα ασκούσε, ενδεχομένως, καμία επιρροή στην εφαρμογήτων κανόνων ανταγωνισμού.

103.
    Στο στάδιο αυτό της συλλογιστικής, το Πρωτοδικείο κρίνει σκόπιμο ναυπενθυμίσει ότι η απαλλαγή της βασικής συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ τωντριών μητρικών εταιριών της UIP και προβλέπει την ίδρυσή της ως κοινήςθυγατρικής, καθώς και των συμφωνιών που αφορούν τη συνεγασία των εταιριώντου ομίλου, έληξε στις 26 Ιουλίου 1993. Όταν το EΓΔΤ έλαβε την απόφασή τουτο 1994, η UIP τελούσε σε κατάσταση αβεβαιότητας όσον αφορά την ενδεχόμενηανανέωση της απαλλαγής. Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι το μέλλον τωνθυγατρικών της UIP εξηρτάτο από το μέλλον της μητρικής τους εταιρίας, η οποίαδεν μπορούσε, η ίδια, να εξακολουθήσει να υφίσταται ελλείψει ανανεώσεως τηςαπαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Υπό τιςσυνθήκες αυτές, ήταν σαφές ότι οι θυγατρικές αυτές δεν θα ήταν πλέον σε θέσηνα εξακολουθήσουν τη δραστηριότητά τους εάν η Κοινότητα δεν ανανέωνε τηναπαλλαγή της UIP.

104.
    Η κατάσταση της UIP και των θυγατρικών της ήταν τον χρόνο εκείνο απολύτωςαβέβαιη και πρόσκαιρη, διότι η απαλλαγή ήταν αναγκαία προκειμένου ναεπιτραπεί η σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, τηςΣυνθήκης.

105.
    Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι, καίτοι πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής, οιαιτήσεις των θυγατρικών της UIP που αφορούσαν τη διανομή της ταινίαςNostradamus μπορούσαν να απορριφθούν για τον λόγο ότι, καθόσον η Επιτροπήδεν είχε αποφασίσει αν θα ανανέωνε τη χορηγηθείσα στην UIP δυνάμει τουάρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης απαλλαγή, η νομική θέση της εταιρίαςαυτής και των θυγατρικών της παρέμενε αβέβαιη. Ειδικότερα, η Επιτροπή και τοEΓΔΤ οθρώς εκτίμησαν, στο πλαίσιο της ασκήσεως της διακριτικής τουςευχέρειας, ότι, λόγω αυτής ακριβώς της αβεβαιότητας, οι εταιρίες αυτές δενμπορούσαν να αναγνωρισθούν ως δομές που θα έπρεπε να υποστηριχθούν, έστωκαι αν είχαν παράσχει όλες τις ασφάλειες εξοφλήσεως των αιτηθέντων δανείων,ιδίως σε περίπτωση αρνήσεως ανανεώσεως της απαλλαγής. Πράγματι, η χορήγησητων δανείων αυτών στις προσφεύγουσες, ενώ ήταν δυνατόν να μην εγκρίνει ηΕπιτροπή τη δραστηριότητά τους όπως αυτή είχε οργανωθεί κατά τον χρόνο τωνπραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως — πράγμα το οποίο θαμπορούσε να έχει ως συνέπεια την εκκαθάρισή τους — δύσκολα θα μπορούσε νασυμβιβαστεί, αφενός, με την εύλογη προϋπόθεση κατά την οποία η Επιτροπή δενμπορούσε να υποστηρίξει δυνητικά ασυμβίβαστες προς τους κανόνες τουανταγωνισμού δομές και, αφετέρου, με τον βασικό σκοπό του προγράμματοςMEDIA που είναι η ενθάρρυνση της αναπτύξεως ισχυρής οπτικοακουστικήςευρωπαϊκής βιομηχανίας ικανής να ανταπεξέλθει σε κάθε πρόκληση. Εξάλλου, ηχορήγηση των δανείων στις οικείες προσφεύγουσες υπό τις συνθήκες της υπόκρίση υποθέσεως θα είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει από κάθε κοινοτικήχρηματοδότηση άλλες επιχειρήσεις, η δραστηριότητα των οποίων αναμφιβόλωςήταν σύμφωνη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αφενός, και οι οποίεςεπιθυμούσαν και μπορούσαν να δημιουργήσουν ή να αναπτύξουν δίκτυο διανομής,αφετέρου.

106.
    Επομένως, η επίδικη απόφαση πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθεσε η απόφαση90/685 και ανταποκρινόταν πλήρως στους στόχους του προγράμματος MEDIA, τοοποίο αποσκοπεί κυρίως στην εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών για τη δημιουργίακαι την ανάπτυξη δικτύων συνδιανομής στο έδαφος της Κοινότητας.

107.
    Αλλωστε, ο σκοπός της αυξήσεως της ενδοευρωπαϊκής κυκλοφορίας ταινιών καιτης όσο το δυνατόν μεγαλύτερης εκμεταλλεύσεως των διαφόρων μέσων διανομήςπου υπάρχουν ή θα δημιουργηθούν καθώς και της ευρύτερης διάδοσης τωνταινιών στην Ευρώπη (άρθρο 2, τρίτη περίπτωση, της αποφάσεως 90/685) δενμπορεί να επιδιωχθεί παρά στο μέτρο που συμβιβάζεται προς τον σκοπό που ηΕπιτροπή θεώρησε, εν προκειμένω, ουσιώδη, δηλαδή προς τον σκοπό τηςεξασφαλίσεως ευνοϊκών συνθηκών για τη δημιουργία νέων δικτύων συνδιανομής.Κατά τα λοιπά, τα ποσά που δεν χορηγήθηκαν στις προσφεύγουσες μπορούσαννα τεθούν στη διάθεση άλλων διανομέων και να προωθήσουν έτσι την επίτευξητου εν λόγω σκοπού.

108.
    Τέλος, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να δεχθεί το επιχείρημα ότι η παράλειψηχορηγήσεως δανείου σε εταιρίες που αποτελούν τμήμα του ομίλου UIP, καθόσονη Επιτροπή δεν είχε αποφασίσει αν θα ανανέωνε τη χορηγηθείσα δυνάμει του

άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης στην UIP απαλλαγή, συνιστά κατάφωρηδιάκριση σε βάρος της UIP υπέρ των λοιπών διανομέων. Πράγματι, ουδείς λόγοςσυντρέχει να θεωρηθεί ότι το EΓΔΤ και η Επιτροπή θα είχαν αντιμετωπίσειδιαφορετικά αιτήσεις άλλου ομίλου εταιριών που θα βρισκόταν στην ίδιακατάσταση.

109.
    Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως που αντλούνται κατ' ουσία από τογεγονός ότι η επίδικη απόφαση δεν συμβιβάζεται προς τις κατευθυντήριεςγραμμές του EΓΔΤ και προς τους στόχους του προγράμματος MEDIA στερούνταιβάσεως και πρέπει να απορριφθούν.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας

Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

110.
    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι αιτιολογικές σκέψεις που περιλαμβάνονταιστην επίδικη απόφαση δεν συνιστούν τους πραγματικούς λόγους εκδόσεώς της καιότι δεν είναι έγκυρες.

111.
    Οι προσφεύγουσες αναφέρονται, κατ' αρχάς, στην προμνημονευθείσα απάντησητου επιτρόπου Van Miert ότι δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ της διαδικασίας πουαφορούσε την αίτηση της UIP για ανανέωση της απαλλαγής της δυνάμει τουάρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και της διαδικασίας που αφορούσε τηχορήγηση επιδοτήσεων από το EΓΔΤ. Ο ισχυρισμός ότι ήταν αδύνατο να εκδοθείάλλη απόφαση για να μην «υπάρξει εμπλοκή με τη διαδικασία που κίνησε η UIPκατά της Επιτροπής», επειδή οι δανειακές συμβάσεις του EΓΔΤ προϋποθέτουνότι η προβολή σε κινηματογράφους ταινιών οι οποίες έχουν λάβει ενίσχυσηεκτείνεται σε περίοδο 5 ετών, είναι, κατά τις προσφεύγουσες, εντελώςακατανόητος.

112.
    Όσον αφορά τον λόγο σχετικά με τον σκοπό δημιουργίας δικτύων συνδιανομήςμε την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες στο παρελθόνενεργούσαν μεμονωμένα στο εθνικό τους έδαφος, κατά τις προσφεύγουσες, είναιαναληθής, διότι δεν πρόκειται για σκοπό του προγράμματος MEDIA, αλλά απλώςγια περιγραφή του ενός εκ των προσδοκωμένων αποτελεσμάτων τωνδραστηριοτήτων του EΓΔΤ.

113.
    Όσον αφορά τους λόγους που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, οιπροσφεύγουσες διαπιστώνουν, κατ' αρχάς, ότι η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίαςδεν μπορεί να καλυφθεί από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείταιτους λόγους της αποφάσεως κατά την ένδικη διαδικασία (απόφαση τουΔικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου,Συλλογή 1981, σ. 2861). Στη συνέχεια, ισχυρίζονται ότι η ερμηνεία του κανόνα τωντριών διαφορετικών διανομέων στην οποία προβαίνει η καθής είναι εσφαλμένη.Είναι επίσης της απόψεως ότι δεν ήταν δυνατόν να υπήρχαν πραγματικές

αμφιβολίες όσον αφορά την ικανότητα της UIP να εξοφλήσει ένα δάνειο έστω καιαν η απαλλαγή της δεν ανανεωνόταν, διότι ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ανησυχίααυτή είναι δικαιολογημένη, υφίστατο ήδη όταν το EΓΔΤ αποφάσισε να χορηγήσειδάνειο στη γερμανική θυγατρική της UIP για τη διανομή της ταινίας Fuglekrigeni Kanofleskoven (War of the birds), χωρίς να ζητήσει την παραμικρή ασφάλεια.Οι προσφεύγουσες φρονούν, κατά συνέπεια, ότι ο τελευταίος αυτός λόγος δεναποτελούσε πραγματική αιτία ανησυχίας.

114.
    Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι η προϋπόθεση επαρκούς, σαφούς καιπρόσφορης αιτιολογίας που καθιερώνει το άρθρο 190 της Συνθήκης ισχύει τόσογια την εξουσιοδοτούμενη αρχή, το EΓΔΤ, όσο και για την εξουσιοδοτούσα αρχή,την Επιτροπή (προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Meroni και απόφασητης 4ης Ιουλίου 1963, 24/62, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964,σ. 909). Επιπλέον, όταν μια απόφαση παρουσιάζει στοιχεία νεωτερισμού, στοθεσμικό όργανο εναπόκειται να αναπτύσσει το σκεπτικό της κατά τρόπο σαφή(απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1975, 73/74, Groupement desfabricants de papiers peints κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 457).Οι λόγοι όμως που προβλήθηκαν για την απόρριψη των αιτήσεων τωνπροσφευγουσών είναι απολύτως ανεπαρκείς. Κατά τα λοιπά, έστω και αν, κατάτις κατευθυντήριες γραμμές, το EΓΔΤ είχε, σε δεδομένη περίπτωση, το δικαίωμααπορρίψεως των αιτήσεων χωρίς να παράσχει καμία αιτιολογία συναφώς, οικατευθυντήριες αυτές γραμμές υπόκεινται, κατά τις προσφεύγουσες, ούτως ήάλλως στη Συνθήκη.

115.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος αυτός λόγος πρέπει επίσης να απορριφθεί.Εξηγεί ότι η παρατεθείσα στην επίδικη απόφαση αιτιολογία είναι ορθή.Πράγματι, από την εν λόγω απόφαση προκύπτουν αναμφιβόλως, κατά τηνΕπιτροπή, τα δύο σκέλη της αιτιολογίας, ήτοι το πρώτο που αφορά το αβέβαιοκαθεστώς της UIP και την αμφίβολη ικανότητά της να εξοφλήσει ένα δάνειο καιτο δεύτερο που αφορά τη γενική προϋπόθεση που προβλέπει συνεργασία μεταξύεταιριών οι οποίες στο παρελθόν ενεργούσαν μεμονωμένα, αρχή στην οποίαστηρίζεται ο κανόνας των τριών διαφορετικών διανομέων.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

116.
    Πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίαςσυνιστά λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση ουσιώδους τύπου,διαφορετικό, ως τοιούτο, από τον λόγο που στηρίζεται στην ανακρίβεια τηςαιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, ο έλεγχος της οποίας εμπίπτει, αντιθέτως,στην εξέταση του βασίμου της αποφάσεως αυτής.

117.
    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεταικατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής πουεκδίδει την προσβαλλομένη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατόν στουςενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρουγια να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους και στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον

έλεγχό του. Αποτελεί πάγια επίσης νομολογία ότι το ζήτημα κατά πόσον ηαιτιολογία μιας αποφάσεως είναι σύμφωνη με τις επιταγές του άρθρου 190 τηςΣυνθήκης πρέπει να κρίνεται όχι μόνον βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και τωνσυμφραζομένων, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίων που διέπουν τοσχετικό θέμα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, Τ-95/94,Sytraval και Brink's France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2651, σκέψη 52,και παρατεθείσα νομολογία).

118.
    Η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως έχει διατυπωθεί ως εξής:

«Στις 5 Δεκεμβρίου 1994, η επιτροπή του EΓΔΤ απέρριψε τις αιτήσεις πουυπέβαλε η UIP για τις ταινίες Maniaci Sentimentali και Nostradamus, καθόσον ηΕπιτροπή και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είχαν ακόμη αποφασίσει για τομελλοντικό καθεστώς της UIP στην Ευρώπη. Δεδομένου ότι οι δανειακέςσυμβάσεις του EΓΔΤ στηρίζονται σε πενταετή περίοδο προβολής σεκινηματογράφους των ταινιών οι οποίες έχουν λάβει ενίσχυση, ήταν αδύνατον ναληφθεί άλλη απόφαση για να μην υπάρξει εμπλοκή με την κατά νόμο διαδικασίαπου κίνησε η UIP κατά της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Επιπλέον, η επιτροπή του EΓΔΤ φρονεί ότι η UIP δεν εξυπηρετεί πλήρως τουςσκοπούς του προγράμματος MEDIA όπως περιγράφονται κατωτέρω:

”(...) δημιουργία δικτύων συνδιανομής με την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύεπιχειρήσεων εκάστη των οποίων στο παρελθόν ενεργούσε μεμονωμένα στοεθνικό της έδαφος” (πρόγραμμα δράσεως για την προώθηση της αναπτύξεως τηςευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας MEDIA 1991-1995).»

119.
    Το Πρωτοδικείο φρονεί ότι το πρώτο τμήμα της αιτιολογίας αναφέρεται, μεεπαρκή σαφήνεια, στη διαδικασία απαλλαγής που εκρεμεί ενώπιον της Επιτροπήςως λόγο απορρίψεως. Καίτοι η διατύπωση του κειμένου της αποφάσεως δεν είναιαρκούντως ακριβής, οι προσφεύγουσες δεν ήταν δυνατόν να έχουν καμίααμφιβολία όσον αφορά τη σημασία της. Ήταν αναμφιβόλως γνωστό σε όλη τηνκινηματογραφική βιομηχανία και βεβαίως στις θυγατρικές της UIP ότι η UIP είχεζητήσει την ανανέωση της απαλλαγής της δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος3, της Συνθήκης. Εξάλλου, όταν το EΓΔΤ εξέθεσε ότι δεν μπορούσε να«εμπλακεί» στη διαδικασία αυτή, ήταν εύλογο ότι οι προσφεύγουσες έπρεπε νααντιληφθούν ότι μια οντότητα, όπως η UIP, η οποία μετέχει σε διαδικασίαεφαρμογής των άρθρων περί ανταγωνισμού, δεν μπορεί ούτε άμεσα ούτε έμμεσα,μέσω των θυγατρικών της, να λάβει δάνειο στα πλαίσια του προγράμματοςMEDIA.

120.
    Όσον αφορά το δεύτερο τμήμα της αιτιολογίας, ο ισχυρισμός ότι «η UIP δενεξυπηρετούσε πλήρως τους σκοπούς του προγράμματος MEDIA [(...) πουαποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην ενθάρρυνση] της συνεργασίας μεταξύεπιχειρήσεων εκάστη των οποίων στο παρελθόν ενεργούσε μεμονωμένα στο

εθνικό της έδαφος» πρέπει ευλόγως να ερμηνευθεί ως αναφορά στον κανόνακατά τον οποίο τουλάχιστον τρεις διαφορετικοί διανομείς πρέπει να συμφωνήσουνγια τη δημουργία νέου δικτύου συνεργασίας και στο γεγονός ότι το δίκτυο πουσχημάτιζαν οι θυγατρικές της UIP, χωρίς συμμετοχή άλλων εταιριών, δενπληρούσε την προϋπόθεση αυτή.

121.
    Ειδικότερα, όσον αφορά το γεγονός ότι ο σκοπός αυτός δεν διατυπώνεται ρητώςστην απόφαση 90/685, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει κατ' αρχάς ότι η εν λόγωαπόφαση πολλαπλώς διαπνέεται από τον σκοπό ενθαρρύνσεως των νέων επαφώνκαι της συνεργασίας μεταξύ διανομέων εγκατεστημένων σε διαφορετικέςευρωπαϊκές χώρες (βλ. ανωτέρω σκέψεις 86 και 88). Ως προς το γεγονός ότι ηανακοίνωση της Επιτροπής για την οπτικοακουστική πολιτική δεν δημοσιεύθηκεστην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πρέπει να τονισθεί ότι ηεν λόγω ανακοίνωση δεν ήταν εμπιστευτική και ότι εύκολα μπορούσε να ζητηθείαπό την Επιτροπή. Οι προσφεύγουσες διέθεταν αναμφιβόλως αντίγραφο τηςανακοινώσεως αυτής διότι παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επιμελείςεπιχειρηματίες του σαφώς καθορισμένου αυτού τομέα και διότι είχαν οι ίδιεςδιαπιστώσει με το δικόγραφο της προσφυγής τους ότι η φράση πουπεριλαμβάνεται στην επίδικη απόφαση προερχόταν ακριβώς από το έγγραφοαυτό. Η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, εξεταζόμενη υπό το φως τωνεπισήμων αυτών εγγράφων, είναι επομένως ακόμη περισσότερο σαφής και πληροίτις προϋποθέσεις της Συνθήκης και της πάγιας νομολογίας όσον αφορά τηναιτιολογία των βλαπτικών πράξεων.

122.
    Επομένως, η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως πρέπει, υπό τις συνθήκες αυτές,να θεωρηθεί επαρκής.

123.
    Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι ούτε ο τρίτος λόγος ακυρώσεως μπορεί ναγίνει δεκτός.

124.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή στην υπόθεση Τ-85/95 πρέπει να απορριφθείστο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

125.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείςδιάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα τουνικήσαντος διαδίκου. Επειδή οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν στην προσφυγήΤ-85/95 και η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, πρέπεινα ορισθεί ότι οι προσφεύγουσες φέρουν το σύνολο των δικαστικών εξόδων σταοποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής Τ-85/95.

126.
    Δυνάμει της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου, σε περίπτωση καταργήσεως τηςδίκης το Πρωτοδικείο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του. Εν προκειμένω, το

Πρωτοδικείο κατήργησε τη δίκη όσον αφορά την προσφυγή Τ-369/94. ΤοΠρωτοδικείο κρίνει ότι, προκειμένου περί του διακανονισμού των εξόδων, τοαποτέλεσμα αυτό πρέπει, εν προκειμένω, να εξομοιωθεί προς απόρριψη τηςπροσφυγής. Για τον λόγο αυτό αποφασίζει ότι οι προσφεύγουσες πρέπει ναφέρουν και το σύνολο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τηςπροσφυγής Τ-369/94.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Καταργεί τη δίκη ως προς την προσφυγή Τ-369/94.

2)    Απορρίπτει την προσφυγή Τ-85/95.

3)    Οι προσφεύγουσες φέρουν το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Saggio
Tiili
Moura Ramos

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Φεβρουαρίου1998.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

A. Saggio


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.