Language of document : ECLI:EU:T:2015:514

Υπόθεση T‑436/10

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

HIT Groep BV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Κανόνες για τον καταλογισμό στη μητρική εταιρία πρακτικών θυγατρικής, αντίθετων προς τους κανόνες του — Τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής — Εύλογη διάρκεια»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία, ακόμη κι αν πρόκειται για εταιρία συμμετοχών, επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου — Μαχητό τεκμήριο — Καθορισμός της εμπορικής πολιτικής — Κριτήρια εκτιμήσεως του αυτελούς χαρακτήρα

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

2.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως — Ανάγκη διευκρινίσεως όλων των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Αναλογικότητα — Περιεχόμενο

4.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου, ακόμη και όταν πρόκειται για εταιρία συμμετοχών — Σχετικές με την απόδειξη υποχρεώσεις της εταιρίας που επιθυμεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό — Στοιχεία μη επαρκή για την ανατροπή του τεκμηρίου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

5.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Κριτήριο της «οικονομικής συνέχειας» της επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

6.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Μέγιστο ύψος — Υπολογισμός — Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη — Συνολικός κύκλος εργασιών όλων των εταιριών που συναποτελούν την οικονομική οντότητα η οποία ενεργεί ως επιχείρηση κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003, άρθρο 23 § 2)

7.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Μέγιστο ύψος — Στόχοι

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003, άρθρο 23 § 2)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Μέγιστο ύψος — Υπολογισμός — Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη — Κύκλος εργασιών της εταιρικής χρήσεως που προηγείται του χρόνου επιβολής του προστίμου — Εταιρική χρήση κατά την οποία λαμβάνει χώρα εκχώρηση ενεργητικού — Χρήση του κύκλου εργασιών άλλης, προγενέστερης χρήσεως, η οποία αντιστοιχεί στην τελευταία χρήση πλήρους ασκήσεως της συνήθους οικονομικής δραστηριότητας — Επιτρέπεται στην περίπτωση εταιρίας συμμετοχών

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003, άρθρο 23 § 2)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Κανόνες περί επιείκειας — Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Απαιτείται να υφίσταται οικονομική ενότητα κατά τον χρόνο της συνεργασίας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003, άρθρο 23 § 2)

10.    Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παράβαση την οποία διαπράττει θυγατρική — Καταλογισμός στη μητρική εταιρία — Αλληλέγγυα ευθύνη για την καταβολή του προστίμου — Περιεχόμενο — Μητρική εταιρία και θυγατρική εταιρία που, επί ορισμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, συναποτέλεσαν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και έπαυσαν να υφίστανται υπό τη μορφή αυτή κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου — Συνέπειες όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003, άρθρο 23 § 2)

11.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Υποχρεώσεις της Επιτροπής — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Κριτήρια εκτιμήσεως — Παραβίαση — Δεν υφίσταται/Δεν χωρεί/Δεν συντρέχει

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

12.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Υποχρεώσεις της Επιτροπής — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Παραβίαση — Συνέπειες

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 117-131, 147, 148)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 132)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 133)

4.      Σε παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, εάν η μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της κατά τη διάρκεια της προσαπτομένης σε αυτήν παραβάσεως, η Επιτροπή δύναται να εφαρμόσει ως προς αυτήν το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να προσκομίσει άλλα συναφή αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν κριθούν αλυσιτελή τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή, τούτο δεν θα είχε καμία σημασία όσον αφορά την ευθύνη της μητρικής εταιρίας, δεδομένου ότι το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής αρκεί για να της καταλογιστεί ευθύνη, εκτός εάν αυτή είναι σε θέση να το ανατρέψει.

Συναφώς, το γεγονός ότι η μητρική εταιρία είναι εταιρία συμμετοχών δεν αρκεί για να ανατραπεί το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής, χωρίς τούτο να συνεπάγεται αντιστροφή του βάρους αποδείξεως. Είναι αδιάφορο το γεγονός ότι η μητρική εταιρία περιορίστηκε στη διαχείριση των συμμετοχών της, στο πλαίσιο της εταιρικής φύσεώς της και του καταστατικού σκοπού της. Εξάλλου, για τον καταλογισμό της παράνομης συμπεριφοράς της θυγατρικής εταιρίας στη μητρική δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η μητρική εταιρία ασκεί επιρροή επί της πολιτικής της θυγατρικής της στον συγκεκριμένο τομέα που αποτελεί το αντικείμενο της παραβάσεως. Κατά συνέπεια, ούτε το γεγονός ότι η μητρική εταιρία δεν δραστηριοποιούνταν στον συγκεκριμένο τομέα αρκεί για να ανατραπεί το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής. Εξάλλου, το τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής δεν ανατρέπεται εάν αποδειχθεί απλώς ότι η θυγατρική διαχειριζόταν τη stricto sensu εμπορική πολιτικής, όπως είναι η στρατηγική της διανομής ή των τιμών, χωρίς να λαμβάνει οδηγίες από τη μητρική εταιρία ως προς το ζήτημα αυτό. Ως εκ τούτου, η αυτοτέλεια της θυγατρικής δεν μπορεί να αποδειχθεί διά της αποδείξεως και μόνον του γεγονότος ότι διαχειρίζεται αυτοτελώς συγκεκριμένες πτυχές της πολιτικής της σχετικά με την εμπορία των προϊόντων τα οποία αφορά η παράβαση. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η αυτοτέλεια της θυγατρικής δεν εκτιμάται με γνώμονα μόνον τις πτυχές της επιχειρησιακής διαχειρίσεως της επιχειρήσεως, το γεγονός ότι η θυγατρική ουδέποτε έθεσε σε εφαρμογή, προς όφελος της μητρικής εταιρίας, μια ειδική πολιτική παροχής πληροφοριών επί της σχετικής αγοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αρκεί για να αποδειχθεί η αυτοτέλειά της.

(βλ. σκέψεις 138-142, 144, 145)

5.      Για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού, μπορεί να καταστεί αναγκαίο να καταλογισθεί σύμπραξη κατ’ εξαίρεση στον νέο φορέα της επιχείρησης που μετέχει στη σύμπραξη αντί του αρχικού φορέα εκμετάλλευσης, στην περίπτωση κατά την οποία ο νέος αυτός φορέας, από οικονομικής άποψης, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ως διάδοχος του αρχικού φορέα εκμετάλλευσης, αν δηλαδή εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται την εμπλεκόμενη στη σύμπραξη επιχείρηση. Συγκεκριμένα, το λεγόμενο κριτήριο «της οικονομικής συνέχειας» λειτουργεί μόνο σε περίπτωση που το ευθυνόμενο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως νομικό πρόσωπο έπαυσε να υφίσταται νομικώς μετά τη διάπραξη της παραβάσεως ή σε περίπτωση της εσωτερικής αναδιαρθρώσεως ενός ομίλου, λαμβανομένων υπόψη των διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ του αρχικού και του νέου φορέα εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως, όταν ο αρχικός φορέας εκμεταλλεύσεως δεν παύει κατ’ ανάγκη να υφίσταται νομικώς, αλλά δεν ασκεί, πλέον, σημαντική οικονομική δραστηριότητα στη σχετική αγορά.

Κατά συνέπεια, το κριτήριο της οικονομικής συνέχειας δεν έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που η μητρική και η θυγατρική εταιρία δεν έχουν παύσει να υφίστανται —έστω και αν δεν ανήκουν πλέον στον ίδιο όμιλο— ούτε υπήρξε εσωτερική αναδιάρθρωση στο πλαίσιο της οποίας υφίστανται διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ της μητρικής εταιρίας και του εκδοχέα.

Συγκεκριμένα, η επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού και η συνδεόμενη με αυτή επιβολή προστίμου λειτουργούν αποτρεπτικά και κατασταλτικά, στη δε μητρική εταιρία επιβάλλονται κυρώσεις έστω και αν αυτή έχει περιορίσει την οικονομική δραστηριότητά της, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται από νομικής απόψεως, με συνέπεια να είναι δυνατή η επιβολή κυρώσεων.

(βλ. σκέψεις 150, 151, 153, 155)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 161)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 174-177)

8.      Όσον αφορά το «προηγούμενο οικονομικό έτος [εταιρική χρήση]», κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, πρόκειται, κατ’ αρχήν, για την τελευταία πλήρη εταιρική χρήση πριν την έκδοση της αποφάσεως κατά την οποία η εμπλεκόμενη επιχείρηση άσκησε τη δραστηριότητά της. Η εφαρμογή του προβλεπόμενου από τη διάταξη αυτή ανώτατου ορίου του 10 % προϋποθέτει, αφενός, ότι η Επιτροπή γνωρίζει τον κύκλο εργασιών της τελευταίας εταιρικής χρήσεως πριν την έκδοση της αποφάσεώς της και, αφετέρου, ότι τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν μία πλήρη δωδεκάμηνη εταιρική χρήση ασκήσεως συνήθους οικονομικής δραστηριότητας.

Συναφώς, μολονότι για τον υπολογισμό του προβλεπομένου ορίου του προστίμου η Επιτροπή οφείλει, καταρχήν, να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών που έχει πραγματοποιήσει η οικεία επιχείρηση κατά την τελευταία πλήρη εταιρική χρήση πριν την έκδοση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου, εντούτοις από το πλαίσιο και τους σκοπούς της ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται η εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι, εφόσον ο κύκλος εργασιών της εταιρικής χρήσεως που προηγείται της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής δεν αντιστοιχεί σε δωδεκάμηνη πλήρη χρήση ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας και, συνεπώς, δεν δίνει καμία χρήσιμη ένδειξη όσον αφορά την πραγματική οικονομική κατάσταση της σχετικής επιχειρήσεως και όσον αφορά το κατάλληλο επίπεδο του προστίμου που πρέπει να της επιβληθεί, ο εν λόγω κύκλος εργασιών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του ορίου του προστίμου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η οποία συμβαίνει υπό εξαιρετικές μόνον περιστάσεις, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, για τον υπολογισμό του ορίου, την τελευταία εταιρική χρήση η οποία αντικατοπτρίζει ένα πλήρες έτος συνήθους οικονομικής δραστηριότητας.

Κατά το μέτρο που η συνήθης δραστηριότητα μιας εταιρίας συμμετοχών συνίσταται στην κτήση συμμετοχών, στην κατοχή συμμετοχών, στην είσπραξη τόκων και στην πώληση των συμμετοχών αυτών, το γεγονός ότι μια τέτοιου είδους εταιρία διατηρεί περιορισμένο μόνο αποθεματικό και πραγματοποιεί χαμηλό κύκλο εργασιών δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο που αποδεικνύει την άσκηση συνήθους οικονομικής δραστηριότητας από την εν λόγω εταιρία.

(βλ. σκέψεις 178-180, 185)

9.      Σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, μόνον επιχείρηση η οποία συνεργάσθηκε με την Επιτροπή, βάσει της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (ανακοίνωση περί επιείκειας), μπορεί, επικαλούμενη την ανακοίνωση αυτή, να τύχει μειώσεως του προστίμου το οποίο θα της είχε επιβληθεί χωρίς τη συνεργασία αυτή. Η ως άνω μείωση δεν μπορεί να επεκταθεί σε εταιρία η οποία, για μέρος της διάρκειας της παραβάσεως, ανήκε σε ενιαία οικονομική οντότητα με άλλη επιχείρηση, αλλά είχε παύσει να ανήκει σε αυτήν όταν η εν λόγω επιχείρηση συνεργάστηκε με την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, δεδομένου του σκοπού της ανακοινώσεως περί επιείκειας, που συνίσταται στην παροχή κινήτρου για την αποκάλυψη συμπεριφορών οι οποίες αντιβαίνουν στο δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης, και προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή του εν λόγω δικαίου, τίποτε δεν δικαιολογεί την επέκταση της μειώσεως του προστίμου που χορηγήθηκε σε επιχείρηση λόγω της συνεργασίας της με την Επιτροπή σε επιχείρηση η οποία, ενώ κατά το παρελθόν ήλεγχε την εμπλεκόμενη στην επίδικη παράβαση θυγατρική, δεν συνέβαλε η ίδια στην αποκάλυψη της παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 196)

10.    Σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, εφόσον η μητρική εταιρία δεν μετέσχε ουσιαστικά στη σύμπραξη και η ευθύνη της στηρίζεται μόνο στη συμμετοχή της θυγατρικής της στην εν λόγω σύμπραξη, η ευθύνη της μητρικής εταιρίας είναι αμιγώς δευτερογενής και παρεπόμενη, εξαρτάται δε από την ευθύνη της θυγατρικής της.

Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι, κατά τον υπολογισμό προστίμου, σε περίπτωση που δύο χωριστά νομικά πρόσωπα, όπως μια μητρική εταιρία και η θυγατρική της, δεν αποτελούν πλέον, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου σε αυτές, ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που προσιδιάζουν σε εκάστη εξ αυτών. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση καθένα από τα εν λόγω διαφορετικά νομικά πρόσωπα δικαιούται να ζητήσει να εφαρμοστεί ατομικά ως προς αυτό το όριο του 10 % του κύκλου εργασιών. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το ευεργέτημα της επιείκειας, το οποίο δεν μπορεί να ισχύει για εταιρία η οποία, για μέρος της διάρκειας της παραβάσεως, ανήκε σε ενιαία οικονομική οντότητα με άλλη επιχείρηση, αλλά είχε παύσει να ανήκει σε αυτήν όταν η εν λόγω επιχείρηση συνεργάστηκε με την Επιτροπή.

Συναφώς, κατά το μέτρο που τυχόν διαφορές όσον αφορά τη διαπιστωθείσα διάρκεια της παραβάσεως που καταλογίστηκε αντιστοίχως στη μητρική εταιρία και στη θυγατρική της έχουν δεόντως ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η ενδεχόμενη προσαρμογή που επέρχεται κατόπιν εφαρμογής του ορίου του 10 % επί του κύκλου εργασιών τους, καθώς και η μείωση του προστίμου της οποίας έτυχε η μία εξ αυτών δεν συνιστούν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ακόμη και αν το τελικό ποσό του επιβληθέντος στη μητρική εταιρία προστίμου υπερβεί αυτό που επιβλήθηκε στη θυγατρική, παρά το γεγονός ότι στη μητρική εταιρία καταλογίστηκε παράβαση μικρότερης διάρκειας. Ομοίως, δεν μπορεί να διαπιστωθεί παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας απλώς και μόνον λόγω διαφοράς στο τελικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στη μητρική και στη θυγατρική εταιρία αντιστοίχως.

(βλ. σκέψεις 213-216, 225-228)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 238-241, 259, 260)

12.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, η παραβίαση της αρχής εύλογης διάρκειας της διαδικασίας μπορεί να έχει δύο ειδών συνέπειες.

Αφενός, εάν η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας είχε επίπτωση στην έκβασή της, πρόκειται για ελάττωμα ικανό να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας συνιστά λόγο ακυρώσεως μόνο σε περίπτωση αποφάσεως περί διαπιστώσεως παραβάσεων, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι η παραβίαση της αρχής αυτής έθιξε τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Εκτός της ειδικής αυτής περιπτώσεως, η μη τήρηση της υποχρεώσεως εκδόσεως αποφάσεως εντός ευλόγου χρόνου δεν επηρεάζει το κύρος της διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας σε διαδικασίες στον τομέα του ανταγωνισμού, πρέπει να αποφευχθεί τόσο το ενδεχόμενο τα δικαιώματα αυτά να θιγούν ανεπανόρθωτα λόγω της υπερβολικής διάρκειας του ερευνητικού σταδίου όσο και το ενδεχόμενο η υπερβολική αυτή διάρκεια να εμποδίσει τη συγκέντρωση αποδείξεων για να αναιρεθεί η ύπαρξη μορφών συμπεριφοράς ικανών να στοιχειοθετήσουν ευθύνη των οικείων επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό, η εξέταση του ενδεχομένου παρακωλύσεως της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας δεν πρέπει να περιορισθεί μόνο στο στάδιο κατά το οποίο τα δικαιώματα αυτά παράγουν τα πλήρη αποτελέσματά τους, δηλαδή στο δεύτερο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας η οποία εκτείνεται από την ανακοίνωση αιτιάσεων έως την έκδοση της τελικής αποφάσεως. Η αξιολόγηση της πηγής στην οποία οφείλεται η τυχόν μείωση της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να επεκταθεί σε ολόκληρη τη διαδικασία αυτή, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής διάρκειάς της.

Αφετέρου, εάν η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας δεν ασκεί επιρροή στην έκβασή της, η παραβίαση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει τον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να θεραπεύσει κατά τον δέοντα τρόπο την παραβίαση που απορρέει από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας, μειώνοντας, ενδεχομένως, το πρόστιμο που επιβλήθηκε.

(βλ. σκέψεις 242-246)