ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PAOLO MENGOZZI
της 8ης Οκτωβρίου 2014 (1)
Υπόθεση C‑523/13
Walter Larcher
κατά
Deutsche Rentenversicherung Bayern Süd
[αίτηση του Bundessozialgericht (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση διακινούμενων εργαζομένων – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 – Σύνταξη γήρατος – Αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων – Εργαζόμενος που εργάστηκε σε ορισμένο κράτος μέλος πριν τη συνταξιοδότηση υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως – Συνυπολογισμός για τη θεμελίωση του δικαιώματος σε παροχές σε άλλο κράτος μέλος»
I – Εισαγωγή
1. Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Bundessozialgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, Γερμανία) ερωτά, πρώτον, εάν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αντίκειται σε εθνική διάταξη που προβλέπει ότι μια σύνταξη γήρατος μετά από περίοδο μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως μπορεί να χορηγηθεί μόνον εάν η περίοδος αυτή πραγματοποιήθηκε βάσει των εθνικών διατάξεων του κράτους μέλους που χορηγεί τη σύνταξη και όχι βάσει των διατάξεων του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η περίοδος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως. Δεύτερον, και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει συγκριτική εξέταση των προϋποθέσεων που απαιτούνται από τη νομοθεσία αμφοτέρων των οικείων κρατών μελών και, στην περίπτωση αυτή, ποιος βαθμός ομοιότητας ή ταυτότητας πρέπει να υπάρχει μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών ή, γενικότερα, μεταξύ των καθεστώτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως αμφοτέρων των κρατών μελών.
2. Τα ερωτήματα αυτά προέκυψαν στο πλαίσιο δίκης μεταξύ του W. Larcher και του Deutsche Rentenversicherung Bayern Süd (οργανισμός ασφαλίσεως γήρατος Νότιας Βαυαρίας). Ο W. Larcher, Αυστριακός υπήκοος, εργάστηκε για διάστημα άνω των 29 ετών στη Γερμανία και στη συνέχεια επέστρεψε να εργαστεί στην Αυστρία, όπου αποφάσισε, αφού είχε ήδη εργαστεί με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, να κάνει χρήση του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως με μείωση του χρόνου εργασίας του κατά 60 % του κανονικού χρόνου εργασίας, κατ’ εφαρμογή του αυστριακού δικαίου (2).
3. Για τις διάφορες περιόδους που εργάστηκε κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου, ο W. Larcher λαμβάνει από το 2006 αυστριακή σύνταξη, την καλούμενη «πρόωρη σύνταξη γήρατος για μακροχρόνια ασφαλισμένους», και, από το 2009, λαμβάνει γερμανική σύνταξη, την καλούμενη «σύνταξη γήρατος για μακροχρόνια ασφαλισμένους». Καμία από τις δύο αυτές συντάξεις δεν αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης.
4. Αντίθετα, η διαφορά της κυρίας δίκης αφορά τη σύνταξη γήρατος που χορηγείται κατόπιν περιόδου υπαγωγής σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, την οποία ζήτησε ο W. Larcher το 2006 από τις αρμόδιες γερμανικές αρχές.
5. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από τον Deutsche Rentenversicherung Bayern Süd με την αιτιολογία ότι η περίοδος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, η οποία διανύθηκε μεταξύ της 1ης Μαρτίου 2004 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2006 στην Αυστρία, δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία. Μετά την απόρριψη της ενστάσεώς του από τη Διοίκηση, ο W. Larcher προσέφυγε στα γερμανικά δικαστήρια. Ωστόσο το αίτημά του απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό. Η απόφαση του Bayerisches Landessozialgericht (ανώτατο δικαστήριο διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως της Βαυαρίας, Γερμανία), με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του W. Larcher βασίστηκε στο ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν πληρούσε τη σχετική με τη μείωση του χρόνου εργασίας προϋπόθεση που προβλεπόταν από τον γερμανικό νόμο περί του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως (Altersteilzeitgesetz) (3), ότι δηλαδή ο χρόνος εργασίας πρέπει να μειωθεί κατά το ήμισυ του μέχρι τούδε χρόνου εργασίας, αφού ο W. Larcher μείωσε τον χρόνο εργασίας του κατά 60 %, ήτοι άνω του 50 % που απαιτούσε η γερμανική νομοθεσία.
6. Κατόπιν τούτων ο W. Larcher αποφάσισε να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως (Revision) ενώπιον του Bundessozialgericht.
7. Προς στήριξη της αναιρέσεώς του υποστηρίζει ότι το εφετείο ερμήνευσε τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου σχετικά με τη μείωση του χρόνου εργασίας κατά τρόπο μη σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης. Κατά τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, η ερμηνεία του εφετείου είναι αντίθετη προς την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Στηριζόμενος στην απόφαση Öztürk (4), ο W. Larcher θεωρεί ότι συντρέχει σαφώς έμμεση διάκριση η οποία στερείται δικαιολογίας στην υπό κρίση υπόθεση.
8. Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι τα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο της κύριας δίκης δεν μπορούν να επιλυθούν με βάση την υπάρχουσα νομολογία. Ωστόσο διαπιστώνει ότι, αφής στιγμής ένας εργαζόμενος δεχτεί εργασία σε άλλο κράτος μέλος, είναι πιθανόν να περιέλθει σε μειονεκτική θέση, κατά τη συνταξιοδότησή του, λόγω των διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών που εφαρμόζονται στην περίπτωσή του σε σχέση με τους συνταξιούχους που έχουν πραγματοποιήσει το σύνολο του επαγγελματικού τους βίου σε ένα μόνον κράτος μέλος. Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ έως 48 ΣΛΕΕ καθώς και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (5), πρέπει να λειτουργούν ως πρόσκομμα στη δημιουργία εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των διακινούμενων εργαζομένων. Κατά την άποψή του, στην υπό κρίση υπόθεση μπορεί να υπάρχει ένα τέτοιο εμπόδιο. Τέλος, στο πλαίσιο της εξετάσεως της δικαιολογήσεως ενός τέτοιου εμποδίου, το αιτούν δικαστήριο, προτού προβεί ενδεχομένως σε σύγκριση των συστημάτων μερικής απασχολήσεως ενόψει πρόωρης συνταξιοδοτήσεως αμφοτέρων των ενδιαφερομένων κρατών, ερωτά ποια στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη προς τον σκοπό αυτό.
9. Στο πλαίσιο αυτό, το Bundessozialgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ (νυν άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού [1408/71], εθνική διάταξη δυνάμει της οποίας προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως είναι η εργασία αυτή να έχει παρασχεθεί κατά τις διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους και όχι άλλου κράτους μέλους;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποιες απαιτήσεις επιβάλλει η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ […] και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, προκειμένου η εργασία που έχει παρασχεθεί υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως κατά τις διατάξεις του άλλου κράτους μέλους να εξομοιώνεται προς εργασία που πληροί την προϋπόθεση για την απόκτηση δικαιώματος σε γερμανική εθνική σύνταξη;
α) Απαιτείται η συγκριτική εξέταση των προϋποθέσεων υπαγωγής στο καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως;
β) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αρκεί η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως να έχει το ίδιο βασικό περιεχόμενο και στα δύο κράτη μέλη, από άποψη λειτουργίας και δομής;
γ) Ή μήπως πρέπει οι προϋποθέσεις της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως να είναι πανομοιότυπες και στα δύο κράτη μέλη;»
10. Στα ερωτήματα αυτά απάντησαν με γραπτές παρατηρήσεις ο W. Larcher, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
II – Ανάλυση
A – Επί των καθεστώτων μερικής απασχολήσεως ενόψει πρόωρης συνταξιοδοτήσεως και επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
11. Αντιμέτωποι με τη διαπίστωση της επιταχυνόμενης γηράνσεως του ευρωπαϊκού πληθυσμού, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη συμπεριέλαβαν στους στόχους των διαφόρων στρατηγικών για την απασχόληση που ξεκίνησαν από την αρχή της δεκαετίας του 2000 (6) μέτρα που αποσκοπούν στην ενθάρρυνση των καλούμενων «ηλικιωμένων» εργαζομένων να παρατείνουν τον ενεργό βίο τους, συμβάλλοντας επίσης στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των συστημάτων υγείας, κοινωνικής πρόνοιας και συντάξεων (7).
12. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό αρκετά κράτη μέλη της Ένωσης υιοθέτησαν καθεστώτα μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως (8).
13. Κοινό στοιχείο των καθεστώτων αυτών είναι ότι επιτρέπουν την προοδευτική μετάβαση από τον ενεργό επαγγελματικό βίο στη σύνταξη μέσω μειώσεως του χρόνου εργασίας (9). Έτσι, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει ορισμένο όριο ηλικίας μπορούν να μειώσουν τον χρόνο εργασίας τους, περνώντας, παραδείγματος χάριν, από την πλήρη απασχόληση σε μερική απασχόληση για το χρονικό διάστημα μέχρι τη σύνταξή τους, ενώ το διαφυγόν κέρδος αντισταθμίζεται εν γένει από σύνταξη ή από επιδόματα που χορηγούνται από τον εργοδότη ή από ταμείο για την απασχόληση (10). Ορισμένα από τα συστήματα αυτά εξυπηρετούν και άλλους σκοπούς, όπως τη σταθερότητα του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ή, όπως στην περίπτωση του γερμανικού και του αυστριακού συστήματος στη διαφορά της κύριας δίκης, την καταπολέμηση της ανεργίας, καθόσον ο χρόνος εργασίας που ελευθερώνεται από τον εργαζόμενο που τίθεται σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως επιτρέπει την πρόσληψη ενός (νέου) αιτούντος εργασία ή μαθητευόμενου (11).
14. Στη Γερμανία, όπου ο W. Larcher ζήτησε, χωρίς να το πετύχει, την καταβολή συντάξεως κατόπιν μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, η χορήγηση της συντάξεως αυτής απαιτεί να πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 237 του Κώδικα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, βιβλίο VI (Sozialgesetzbuch Sechstes Buch, στο εξής: SGB VI), μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι όροι προσβάσεως στο καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, συμπεριλαμβανομένου του όρου που αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας κατά 50 % του έως τούδε πραγματοποιηθέντος εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας.
15. Από τα στοιχεία της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει, αφενός, ότι ο W. Larcher πληροί όλους τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 237 του SGB VI, πλην του όρου που αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας στο 50 % κατά την περίοδο μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, καθόσον ο W. Larcher μείωσε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τον χρόνο εργασίας του στο 40 %, σύμφωνα με την αυστριακή νομοθεσία, και, αφετέρου, ότι περίοδος εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που πραγματοποιήθηκε σε άλλο κράτος μέλος δεν αποτελεί εμπόδιο στην καταβολή, από τους γερμανικούς οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, της συντάξεως για εργασία υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που προβλέπεται από το SGB VI, στον βαθμό που πληρούνται οι προϋποθέσεις του SGB VI.
16. Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα έγκειται στο εάν, περισσότερο απ’ ό,τι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, είναι αυτή που αντίκειται στο να απαιτεί ένα κράτος μέλος, για τη χορήγηση συντάξεως μετά από καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, να πληρούται το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από την εθνική του νομοθεσία για τη θεμελίωση δικαιώματος στην εν λόγω σύνταξη.
17. Ο W. Larcher και η Επιτροπή προτείνουν να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό με το σκεπτικό ότι μια τέτοια νομοθεσία αποτελεί έμμεση διάκριση σε βάρος των διακινούμενων εργαζομένων και ότι, εν πάση περιπτώσει, τους αποθαρρύνει από το να πραγματοποιήσουν την περίοδο μερικής απασχολήσεώς τους ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε άλλα κράτη μέλη. Κατ’ ουσίαν, επικαλούμενοι την απόφαση Öztürk (EU:C:2004:232) και γενικότερα τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την εξομοίωση πραγματικών περιστατικών, οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία φρονούν ότι η απαίτηση κράτους μέλους, για τη χορήγηση συντάξεως μετά από εργασία υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε διακινούμενο εργαζόμενο, να είναι οι όροι περί καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως πανομοιότυποι με αυτούς του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η χορήγηση συντάξεως συνιστά προσβολή του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.
18. Η Γερμανική Κυβέρνηση υπενθυμίζει πρωτίστως ότι ο εργαζόμενος που κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τα μειονεκτήματα της ανομοιομορφίας μεταξύ των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών. Εκτιμά ωστόσο ότι, όσον αφορά τη χορήγηση συντάξεως, ένα κράτος μέλος δεν πρέπει να αποκλείει εξαρχής τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως της περιόδου μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε άλλο κράτος μέλος που έχει παρόμοιο σύστημα μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να δίδεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η χορήγηση της συντάξεως.
19. Φρονώ ότι η απάντηση που θα δοθεί πρέπει να λάβει υπόψη τη σχέση μεταξύ της επίμαχης στην κύρια δίκη προϋποθέσεως, ήτοι της μειώσεως του χρόνου εργασίας κατά 50 % που προβλέπεται στο άρθρο 237 του SGB VI, και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, και εκτιμώ ότι η προϋπόθεση αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως εμπόδιο στην εν λόγω ελευθερία και να κριθεί δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους από τον Γερμανό νομοθέτη σκοπούς.
20. Πρώτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν ο W. Larcher και η Επιτροπή, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η σχετική με την εξομοίωση των πραγματικών περιστατικών νομολογία και ειδικότερα η απόφαση Öztürk (EU:C:2004:232).
21. Η έννοια της εξομοιώσεως των πραγματικών περιστατικών που διαμορφώθηκε με την εν λόγω νομολογία αποσκοπεί κυρίως στο να εξασφαλιστεί ότι τα περιστατικά που έλαβαν χώρα σε άλλο κράτος μέλος εκτιμώνται με τον ίδιο τρόπο ως εάν είχαν λάβει χώρα στο κράτος μέλους εντός του οποίου τα εν λόγω περιστατικά πρέπει να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους (12).
22. Η νομολογία αυτή, που διαμορφώθηκε κατά μεγάλο μέρος στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και/ή του κανονισμού 1408/71, επιβάλλει, καταρχήν, σε κάθε κράτος μέλος που εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικών παροχών από την προϋπόθεση να έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος, αποκλειστικά εντός της επικράτειάς του, συγκεκριμένη περίοδο ασφαλίσεως ή συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς, την αναγνώριση αντίστοιχων διαστημάτων που έχει συμπληρώσει ο ίδιος εργαζόμενος στην επικράτεια άλλων κρατών μελών.
23. Αυτή ήταν η λύση στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο ειδικά στην εν λόγω υπόθεση Öztürk. Πράγματι, στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα κράτος μέλος, εν προκειμένω η Δημοκρατία της Αυστρίας, δεν μπορούσε να επιβάλει στον ενδιαφερόμενο (στην υπό κρίση υπόθεση εργαζόμενος που είχε εργαστεί εν μέρει στην Αυστρία και τη Γερμανία πριν βρεθεί σε ανεργία στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος), για τη θεμελίωση του δικαιώματος λήψεως πρόωρης συντάξεως γήρατος λόγω ανεργίας, την προϋπόθεση να έχει λάβει, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου πριν από την υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση συντάξεως, παροχές ανεργίας μόνον από το πρώτο κράτος μέλος (13).
24. Επίσης, στο παρελθόν, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αντίκειται σε νομοθεσία κράτους μέλους βάσει της οποίας επιτρέπεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η παράταση της περιόδου αναφοράς για τη θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως αναπηρίας, χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα παρατάσεως όταν τα πραγματικά περιστατικά ή οι περιστάσεις που αντιστοιχούν σε εκείνα βάσει των οποίων καθίσταται δυνατή η παράταση λαμβάνουν χώρα σε άλλο κράτος μέλος (14), ή αντίκειται ακόμα στoν μη συνυπολογισμό από ένα κράτος μέλος, για την κτήση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, των περιόδων εργασίας που ένα πρόσωπο υπαγόμενο σε ειδικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων ή των εξομοιουμένων προς αυτούς (εν προκειμένω, επρόκειτο για ιατρό του ελληνικού δημόσιου τομέα, ο οποίος υπαγόταν σε ειδικό καθεστώς κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71) έχει διανύσει σε δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα άλλου κράτους μέλους, ενώ η εθνική νομοθεσία επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι περίοδοι οσάκις διανύθηκαν επί του εθνικού εδάφους σε ανάλογα ιδρύματα (15).
25. Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης, σε διάφορες περιπτώσεις, ως αντίθετο προς τις Συνθήκες το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος δεν λαμβάνει υπόψη, προς τον σκοπό της χορηγήσεως συντάξεως γήρατος, τις περιόδους ανατροφής τέκνου που συμπληρώθηκαν σε άλλο κράτος μέλος ως εάν οι περίοδοι αυτές είχαν συμπληρωθεί εντός της επικράτειας του πρώτου κράτους μέλους (16).
26. Η νομολογιακή αυτή προσέγγιση θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης εάν, παραδείγματος χάριν, η υπόθεση αυτή αφορούσε την περίπτωση κατά την οποία η αίτηση του W. Larcher για χορήγηση συντάξεως γήρατος κατόπιν πραγματοποιήσεως μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως είχε απορριφθεί, μολονότι αυτός πληρούσε το σύνολο των προϋποθέσεων που επέβαλε η γερμανική νομοθεσία, μεταξύ των οποίων και τη μείωση του χρόνου εργασίας στο 50 %, λόγω του ότι η περίοδος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως δεν συμπληρώθηκε εντός του γερμανικού κράτους.
27. Ωστόσο, όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί, τουλάχιστον τύποις, αφενός, η γερμανική νομοθεσία δεν απαιτεί, προς τον σκοπό της χορηγήσεως συντάξεως, η περίοδος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως να έχει πραγματοποιηθεί στη Γερμανία και, αφετέρου, ο W. Larcher δεν πληρούσε την προβλεπόμενη από τη γερμανική νομοθεσία προϋπόθεση της μειώσεως του χρόνου εργασίας του κατά 50 % κατά την περίοδο μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αυστρία.
28. Το κύριο ζήτημα που ανακύπτει στην παρούσα υπόθεση δεν αφορά επομένως την εξομοίωση των καταστάσεων ή πραγματικών περιστατικών που έλαβαν χώρα σε κράτος μέλος ως εάν οι εν λόγω καταστάσεις ή τα πραγματικά περιστατικά έχουν λάβει χώρα εντός του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται κοινωνική παροχή προς τον σκοπό της ικανοποιήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους.
29. Αφορά μάλλον την ενδεχόμενη υποχρέωση ενός κράτους μέλους να αναγνωρίζει, προς τον σκοπό της χορηγήσεως συντάξεως γήρατος μετά από περίοδο μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, ως δεκτικές συγκρίσεως, σε σχέση με τις δικές του προϋποθέσεις, τις νόμιμες προϋποθέσεις που προβλέπονται από άλλο κράτος μέλος και επιτρέπουν τη συμπλήρωση της ίδιας περιόδου μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.
30. Με άλλα λόγια, το αιτούν δικαστήριο αναρωτιέται όχι για την εξομοίωση πραγματικών καταστάσεων, αλλά για τη σύγκριση νομίμων προϋποθέσεων.
31. Κατόπιν των διευκρινίσεων αυτών, δεν αμφισβητείται στην υπό κρίση υπόθεση ότι η σύνταξη γήρατος κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως αποτελεί παροχή γήρατος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1408/71 και ότι, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως σε είδος (17).
32. Πάντως, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (18).
33. Επομένως, πρέπει να ελεγχθεί εάν η επιβληθείσα από τη γερμανική νομοθεσία προϋπόθεση βάσει της οποίας ένας εργαζόμενος πρέπει να έχει μειώσει τον χρόνο εργασίας του κατά 50 % κατά την περίοδο μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που έχει διανυθεί σε κράτος μέλος άλλο πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, προς τον σκοπό της μεταγενέστερης χορηγήσεως συντάξεως γήρατος κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, αντιβαίνει προς το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται ανεξαρτήτως της ιθαγένειας του εν λόγω εργαζομένου.
34. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις που εμποδίζουν ή αποθαρρύνουν υπήκοο κράτους μέλους να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του για ελεύθερη κυκλοφορία συνιστούν εμπόδια στην άσκηση αυτής της ελευθερίας έστω και αν εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των οικείων εργαζομένων (19).
35. Είναι βεβαίως αληθές ότι, όπως υποστήριξε η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλούμενη την προαναφερθείσα απόφαση von Chamier‑Glisczinski, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δεν καλύπτει τις απλές ανομοιομορφίες μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως, με αποτέλεσμα τα πρόσωπα που αποφάσισαν να κάνουν χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας να πρέπει να υφίστανται τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τις εν λόγω ανομοιομορφίες (20).
36. Εντούτοις, η παρούσα υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως von Chamier-Glisczinski.
37. Πράγματι στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, ότι η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η P. von Chamier‑Glisczinski απέρρεε από τη συνδυασμένη εφαρμογή δύο νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως, υπό την έννοια ότι η εν λόγω Γερμανίδα υπήκοος κατοικούσε στην Αυστρία και ζητούσε παροχή λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως σε είδος από τις γερμανικές αρχές ενώ ανάλογη παροχή δεν υπήρχε στην Αυστρία, και, αφετέρου, ότι η κατάσταση αυτή θα ήταν διαφορετική εάν η αυστριακή νομοθεσία είχε καταστήσει δυνατή τη χορήγηση μιας τέτοιας παροχής σε είδος, έτσι ώστε η εν λόγω παροχή να καταβληθεί στην ενδιαφερομένη από τις αυστριακές αρχές (21).
38. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση όχι μόνο δεν απορρέει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ότι ο W. Larcher κατέθεσε αίτηση για την καταβολή συντάξεως γήρατος μετά από εργασία υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως επειδή τέτοια σύνταξη δεν υπήρχε στην Αυστρία, αλλά επιπλέον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η κατάσταση του W. Larcher θα ήταν διαφορετική εάν είχε τροποποιηθεί η αυστριακή νομοθεσία.
39. Στην πραγματικότητα, η επίμαχη προϋπόθεση, ήτοι η μείωση του χρόνου εργασίας στο 50 % κατά τη διάρκεια της περιόδου μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, δεν αφορά τόσο πρόβλημα συντονισμού ή ανομοιομορφίας των νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως σε θέματα παροχών λόγω γήρατος όσο την άσκηση της μεταβατικής επαγγελματικής δραστηριότητας πριν την έναρξη της συντάξεως.
40. Ωστόσο, όσον αφορά τις σχετικές με την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας προϋποθέσεις, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι συνιστούν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, και όχι απλά μειονεκτήματα, οι εθνικές διατάξεις που «επηρεάζουν την πρόσβαση των εργαζομένων στην αγορά εργασίας» (22), συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν τους όρους ασκήσεως μιας τέτοιας δραστηριότητας (23).
41. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται κατ’ ουσίαν ότι εθνικό μέτρο που επιβάλλει σε εργαζόμενο να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά του πραγματοποιώντας το ήμισυ του μέχρι τούδε χρόνου εργασίας του, ώστε να του χορηγηθεί σύνταξη μετά από καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, αποτελεί τόσο όρο ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής όσο και, όσον αφορά ειδικότερα τους ηλικιωμένους εργαζομένους, προϋπόθεση για την πρόσβαση και την παραμονή στην αγορά εργασίας.
42. Επομένως, φρονώ ότι το μέτρο αυτό μπορεί να εμπίπτει στην έννοια του εμποδίου κατά το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.
43. Ενδέχεται επίσης να αποτελεί εμπόδιο στην ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων.
44. Πράγματι, κάποιος που έχει πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του βίου στη Γερμανία, όπως ο W. Larcher, και επιθυμεί να λάβει σύνταξη κατόπιν μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως θα αποθαρρυνόταν από το να εγκαταλείψει το εν λόγω κράτος μέλος εάν δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει την περίοδο μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως παρά μόνο μειώνοντας τον χρόνο εργασίας του κατά 50 %, χωρίς να μπορεί έτσι να δεχτεί προσφορές εργασίας, ακόμη και καλύτερα αμειβόμενες, σε άλλα κράτη μέλη που έχουν παρόμοιο σύστημα αλλά στα οποία, όπως στην Αυστρία, η προϋπόθεση μειώσεως του χρόνου εργασίας σε περίπτωση μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως μπορεί νομίμως να κυμαίνεται μεταξύ 40 % και 60 % του κανονικού χρόνου εργασίας.
45. Κατά τον ίδιο τρόπο, η επίμαχη προϋπόθεση μπορεί να αποθαρρύνει εργοδότη που είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος άλλο πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το οποίο έχει σύστημα μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, να προσλάβει υπήκοο του τελευταίου κράτους μέλους σύμφωνα με όρους μειώσεως του χρόνου εργασίας που διαφέρουν από εκείνους που απαιτούνται στη Γερμανία.
46. Επομένως, εν συνεχεία πρέπει να ελεγχθεί εάν, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένα τέτοιο εμπόδιο μπορεί εντούτοις να δικαιολογηθεί από την επιδίωξη ενός σκοπού γενικού συμφέροντος, εφόσον βέβαια είναι ικανό να διασφαλίσει την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού μέτρο (24).
47. Όπως έχει ήδη τονιστεί στο σημείο 13 των προτάσεών μου και όπως υπογράμμισε η Γερμανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, η μείωση του χρόνου της εργασίας κατά 50 % κατά την περίοδο μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, αφενός, αποσκοπεί στο να καταστεί δυνατή η μετάβαση του εργαζομένου προς τη σύνταξη και, αφετέρου, εξυπηρετεί τον σκοπό της προωθήσεως της προσλήψεως ανέργων ή μαθητευομένων για την κάλυψη του χρόνου εργασίας που απελευθερώνεται από τον εργαζόμενο που κάνει χρήση του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.
48. Η επιδίωξη των δύο αυτών σκοπών δεν είναι επιλήψιμη αυτή καθεαυτή. Όσον αφορά ειδικότερα την προώθηση των προσλήψεων, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι αποτελεί θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής (25).
49. Αντιθέτως, και ανεξαρτήτως του κατά πόσον η επίμαχη προϋπόθεση είναι ικανή να επιτύχει τους επιδιωκόμενους σκοπούς, δεν αμφισβητείται ότι η προϋπόθεση αυτή είναι δυσανάλογη, όπως άλλωστε αναγνωρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της.
50. Πράγματι, σε κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, η άκαμπτη εφαρμογή της προϋποθέσεως περί μειώσεως του χρόνου εργασίας στο 50 % καταλήγει να στερεί σε εργαζόμενο υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε άλλο κράτος μέλος, ο οποίος έχει ελευθερώσει πάνω από το 50 % του μέχρι τούδε χρόνου εργασίας του ώστε να καταστεί δυνατή η πρόσληψη ενός νέου ανέργου ή μαθητευομένου και ο οποίος πληροί, επιπλέον, όλες τις άλλες προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη γερμανική νομοθεσία, το δικαίωμα της λήψεως «συντάξεως μετά από καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως».
51. Όπως αναφέρουν τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, σε μια τέτοια περίπτωση, ο σκοπός του νομοθέτη επιτυγχάνεται επίσης με τη μείωση του χρόνου εργασίας κατά 60 %, αφού έτσι ελευθερώνεται ακόμη μεγαλύτερο μέρος της θέσεως εργασίας (26).
52. Επομένως, φρονώ ότι η απαιτούμενη από τη γερμανική νομοθεσία προϋπόθεση μειώσεως του χρόνου εργασίας κατά 50 %, η οποία εφαρμόσθηκε κατά τρόπο άκαμπτο τόσο από τη γερμανική Διοίκηση όσο και από το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού κοινωνικής πολιτικής που συνίσταται στην προώθηση των προσλήψεων νέων ανέργων ή μαθητευομένων για την κάλυψη του χρόνου που ελευθερώνεται από πρόσωπο που κάνει χρήση του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.
53. Εξάλλου, το γεγονός ότι το κράτος μέλος που επιδιώκει τέτοιο σκοπό κοινωνικής πολιτικής οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης, να δεχτεί μείωση του χρόνου εργασίας άνω του 50 % κατά την περίοδο του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που πραγματοποιείται σε άλλο κράτος μέλος δεν συνεπάγεται σημαντικές δημοσιονομικές συνέπειες (27).
54. Είναι αλήθεια ότι, στα κράτη μέλη που έχουν εισαγάγει καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, η απώλεια του μισθού του εργαζομένου που κάνει χρήση του καθεστώτος αυτού και ο οποίος έχει μειώσει τον χρόνο εργασίας του αντισταθμίζεται είτε απευθείας από τις δημόσιες αρχές είτε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από τον εργοδότη, ο οποίος επωφελείται με τη σειρά του, γενικά, της αναλήψεως του πρόσθετου κόστους από το κράτος υπό διάφορες μορφές (28).
55. Ωστόσο, το κόστος της μισθολογικής αντισταθμίσεως την οποία έλαβε ο W. Larcher κατά τη διάρκεια της περιόδου μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που πραγματοποιήθηκε στην Αυστρία, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της μειώσεως του χρόνου εργασίας κατά 10 % επιπλέον σε σχέση με την απαιτούμενη από τη γερμανική νομοθεσία μείωση, βάρυνε εξ ολοκλήρου τη Δημοκρατία της Αυστρίας και όχι την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Επίσης, αυτή η πρόσθετη κατά 10 % μείωση του χρόνου εργασίας δεν επηρεάζει σημαντικά το ποσό της συντάξεως κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που καταβάλλεται από τις γερμανικές αρχές σε σχέση με το ποσό που θα είχε χορηγηθεί σε εργαζόμενο που μείωσε τον χρόνο εργασίας του κατά 50 % κατά τη διάρκεια μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως πραγματοποιηθείσας στη γερμανική επικράτεια ή στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, όπως η Δημοκρατία της Αυστρίας.
56. Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ απαγορεύει σε κράτος μέλος να εξαρτά την καταβολή συντάξεως γήρατος κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως από προϋπόθεση βάσει της οποίας, κατά την περίοδο της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, ο εργαζόμενος πρέπει να έχει μειώσει τον χρόνο εργασίας του κατά 50 %, καθόσον, δεδομένου του επιδιωκόμενου από το εν λόγω κράτος μέλος σκοπού της προωθήσεως των προσλήψεων νέων ανέργων ή μαθητευομένων, μεγαλύτερη της ως άνω μείωση του χρόνου εργασίας που έχει πραγματοποιηθεί νομίμως στο πλαίσιο τέτοιου καθεστώτος εντός άλλου κράτους μέλους συνεπάγεται αυτοδικαίως την άρνηση του δικαιώματος στην καταβολή της εν λόγω συντάξεως.
B – Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
57. Με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν είναι απαραίτητο, προς τον σκοπό διασφαλίσεως της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, να προβεί σε συγκριτική εξέταση των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν το καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως αμφότερων των ενδιαφερομένων κρατών μελών. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τον βαθμό ομοιότητας ή ταυτότητας που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των εν λόγω προϋποθέσεων ή, γενικότερα, μεταξύ των καθεστώτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως αυτών των κρατών μελών.
58. Φρονώ ότι η απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν είναι αυστηρώς απαραίτητη δεδομένης της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η οποία επιτρέπει, επαρκώς κατά νόμο, στο αιτούν δικαστήριο να επιλύσει οριστικά τη διαφορά της κύριας δίκης.
59. Κατόπιν τούτων και επικουρικώς, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα παρέχει ήδη πολλά στοιχεία που δίδουν απάντηση, τουλάχιστον εν μέρει, και στο δεύτερο ερώτημα.
60. Πράγματι, όπως διαφαίνεται από τους προεκτεθέντες συλλογισμούς, φρονώ ότι επιβάλλεται συγκριτική εξέταση των βασικών προϋποθέσεων που προβλέπονται από τις νομοθεσίες αμφοτέρων των ενδιαφερομένων κρατών, υπό το πρίσμα του σκοπού ή των σκοπών που επιδιώκει το κράτος μέλος στο οποίο έχει κατατεθεί αίτηση χορηγήσεως συντάξεως μετά την υπαγωγή σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.
61. Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση που υποστήριξε ο W. Larcher και που ορθά απορρίφθηκε από το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία το κράτος μέλος στο οποίο έχει κατατεθεί αίτηση συνταξιοδοτήσεως κατόπιν υπαγωγής σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως πρέπει να αναγνωρίζει αυτοδικαίως τις προϋποθέσεις με τις οποίες πραγματοποιήθηκε το εν λόγω καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε άλλο κράτος μέλος.
62. Πράγματι, μια τέτοια προσέγγιση, εκτός του ότι παραβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τον καθορισμό των προϋποθέσεων καταβολής των κοινωνικών παροχών, συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους εμφανίσεως ενός «forum shopping», επιτρέποντας στους πολίτες της Ένωσης να υπάγονται για κάποιο χρονικό διάστημα σε κράτος μέλος της επιλογής τους σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, χωρίς το κράτος μέλος το οποίο υποχρεούται στη χορήγηση της συντάξεως μετά το χρονικό αυτό διάστημα να μπορεί να αρνηθεί την καταβολή της συντάξεως αυτής.
63. Από την απόφαση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα μπορεί επίσης να συναχθεί, όπως ορθά επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι πρέπει επίσης να απορριφθεί η επιχειρηματολογία του καθού της κύριας δίκης, ήτοι του Deutsche Rentenversicherung Bayern Süd –επιχειρηματολογία που υποστήριξε άλλωστε και η Γερμανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου–, σύμφωνα με την οποία η καταβολή στη Γερμανία συντάξεως κατόπιν υπαγωγής σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως πρέπει να εξαρτάται από τον πανομοιότυπο χαρακτήρα των προϋποθέσεων των καθεστώτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.
64. Όπως επισήμανα ανωτέρω, η άποψη αυτή μπορεί να συνιστά προσβολή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, καθόσον η απαίτηση πανομοιότυπων προϋποθέσεων για την υπαγωγή σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε σχέση με αυτές που διέπουν το αντίστοιχο γερμανικό καθεστώς προς τον σκοπό χορηγήσεως συντάξεως μπορεί να είναι δυσανάλογη προς τους σκοπούς που επιδιώκει το καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως στη Γερμανία.
65. Όπως προτείνει και το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα δεν μπορεί να αναζητηθεί στις ακραίες τοποθετήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης. Η λύση βρίσκεται μάλλον σε μια ενδιάμεση απάντηση. Έτσι, κατά την άποψή μου, πρέπει να ελεγχθεί εάν οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται από το κράτος μέλος όπου έχει πραγματοποιηθεί το καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως επιτρέπουν την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει το κράτος μέλος στο οποίο έχει κατατεθεί η αίτηση για χορήγηση συντάξεως κατόπιν υπαγωγής σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως. Πράγματι, οι σκοποί αυτοί μπορούν να επιτευχθούν ακόμη και στην περίπτωση που οι προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως διαφέρουν μεταξύ του κράτους μέλους στο οποίο έχει κατατεθεί η αίτηση συνταξιοδοτήσεως και αυτού στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί η περίοδος του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.
66. Με τη λύση αυτή τηρείται η αρχή σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τον καθορισμό των προϋποθέσεων χορηγήσεως κοινωνικών παροχών, ενώ συγχρόνως διασφαλίζεται ότι, στην περίπτωση των διακινούμενων εργαζομένων, δεν παραβιάζεται η ελεύθερη κυκλοφορία τους εντός της Ένωσης.
67. Από την ανάλυση των προϋποθέσεων για χορήγηση συντάξεως κατόπιν υπαγωγής σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως προκύπτουν τρεις κατηγορίες προϋποθέσεων.
68. Καταρχάς, η πρώτη από τις τρεις αυτές κατηγορίες περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις οι οποίες, κατά την άποψή μου, είναι αδιάφορες ως προς τη χορήγηση της συντάξεως και δεν θα έπρεπε να αποτελούν εμπόδιο στην καταβολή της συντάξεως αυτής σε υπήκοο κράτους μέλους που έχει πραγματοποιήσει το καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε άλλο κράτος μέλος. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών συγκαταλέγονται, κατ’ εμέ, αυτές που συνδέονται με τον τρόπο χρηματοδοτήσεως του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.
69. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η απώλεια μισθού του εργαζομένου που κάνει χρήση εθνικού καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως και που έχει μειώσει τον χρόνο εργασίας του αντισταθμίζεται, άμεσα ή έμμεσα, από τους δημόσιους φορείς.
70. Παρά την ποικιλομορφία των συστημάτων χρηματοδοτήσεως των καθεστώτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη και τη σημασία της προϋποθέσεως αυτής υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, φρονώ ότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν έχει καμία σημασία για την εξέταση του δικαιώματος χορηγήσεως συντάξεως κατόπιν υπαγωγής σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως στην περίπτωση των διακινούμενων εργαζομένων. Πράγματι, η άρνηση της συντάξεως αυτής σε διακινούμενο εργαζόμενο ο οποίος έχει πραγματοποιήσει μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε κράτος μέλος που έχει διαφορετικό τρόπο χρηματοδοτήσεως από το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η σύνταξη θα αποτελούσε αδικαιολόγητο, κατά την άποψή μου, εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Ειδικότερα, το κράτος μέλος στο οποίο έχει κατατεθεί αίτημα χορηγήσεως συντάξεως δεν μπορεί να προβάλει βασίμως λόγους σχετικούς με την ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεώς του, καθόσον, όπως έχει ήδη τονιστεί, το εν λόγω κράτος μέλος δεν θα έχει υποβληθεί στη δαπάνη που συνεπάγεται η περίοδος εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.
71. Ακολουθούν οι προϋποθέσεις που θέτουν και τα λιγότερα προβλήματα, καθώς το καθεστώς τους έχει ληφθεί υπόψη στον κανονισμό 1408/71. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι προϋποθέσεις οι σχετικές με τις περιόδους ασφαλίσεως που είναι απαραίτητες για τη λήψη συντάξεως κατόπιν εργασίας παρασχεθείσας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως. Πράγματι, το άρθρο 45, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι οι περίοδοι ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν σε ένα κράτος μέλος πρέπει να συνυπολογίζονται στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της συντάξεως «ωσάν να επρόκειτο για περιόδους που επραγματοποιήθησαν υπό τη νομοθεσία [του]». Άλλωστε, το αιτούν δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο αυτό στην υπόθεση της κύριας δίκης, αφού αναγνώρισε ότι ο W. Larcher πληρούσε τις απαιτούμενες κατά το γερμανικό δίκαιο προϋποθέσεις που αφορούν τις υποχρεωτικές περιόδους ασφαλίσεως (29). Ωστόσο, το γεγονός ότι η προϋπόθεση που προβλέπεται από τη γερμανική νομοθεσία σχετικά με τις περιόδους ασφαλίσεως πληρούται στην υπό κρίση υπόθεση οφείλεται, όπως εξηγεί το αιτούν δικαστήριο, στο ότι ελήφθησαν υπόψη οι αυστριακές περίοδοι ασφαλίσεως (30).
72. Τέλος, όπως καταδεικνύει η παρούσα υπόθεση, οι πλέον προβληματικές προϋποθέσεις είναι αυτές που αφορούν ειδικά το καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, ήτοι η ηλικία υπαγωγής στο εν λόγω καθεστώς και το ποσοστό μειώσεως του χρόνου εργασίας. Οι προϋποθέσεις αυτές ποικίλλουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και οι σχετικές συγκρούσεις δεν ρυθμίζονται άμεσα σε κάποια πράξη παράγωγου δικαίου της Ένωσης. Έτσι, καθώς τα κράτη μέλη παραμένουν αρμόδια για τον καθορισμό των προϋποθέσεων χορηγήσεως παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, ενδέχεται να θεσπίσουν ένα σύνολο ανομοιόμορφων κανόνων που μπορεί να είναι επιζήμιοι για ένα διακινούμενο εργαζόμενο.
73. Μπορούν να αναφερθούν πολλές υποθετικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν αποκλείεται να εμφανισθούν στο μέλλον.
74. Όσον αφορά την ηλικία κατά την οποία μπορεί κάποιος να υπαχθεί σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, θα μπορούσε μήπως ένα κράτος μέλος να αρνηθεί τη χορήγηση του συνόλου ή μέρους της συντάξεως κατόπιν υπαγωγής σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε εργαζόμενο που έχει κάνει χρήση σε κράτος μέλος του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως από την ηλικία των 59 ετών, ενώ το πρώτο κράτος μέλος δεν επιτρέπει τη δυνατότητα υπαγωγής σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως αυτή στην επικράτειά του παρά μόνον από την ηλικία των 60 ετών;
75. Ομοίως, μπορεί ο εργαζόμενος που έχει κάνει χρήση του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε ένα κράτος μέλος και μείωσε τον χρόνο εργασίας του κατά 35 % (και επομένως συνεχίζει να εργάζεται κατά το 65 % του μέχρι τούδε χρόνου εργασίας του) να λαμβάνει σύνταξη κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε ένα κράτος μέλος όπου η μείωση του χρόνου εργασίας πρέπει να ανέρχεται σε 50 % κατά την πραγματοποίηση της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως;
76. Όπως προτείνει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, φρονώ ότι η επίλυση των ερωτημάτων αυτών προϋποθέτει εξέταση της συγκεκριμένης περιπτώσεως υπό το πρίσμα των επιδιωκόμενων σε εθνικό επίπεδο σκοπών, προκειμένου να τηρηθεί το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως η αρχή της αναλογικότητας. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος της εθνικής Διοικήσεως και του εθνικού δικαστή είναι να ελέγχουν τη σημασία των επίμαχων προϋποθέσεων σε σχέση με τους επιδιωκόμενους εθνικούς σκοπούς.
77. Κατά τον έλεγχο αυτό, η εθνική Διοίκηση και, κατά περίπτωση, ο εθνικός δικαστής πρέπει να αναλύουν τη σημασία ή μη της ηλικίας ή της μειώσεως του χρόνου εργασίας σε σχέση με τους σκοπούς στους οποίους αποβλέπει το εθνικό δίκαιο και να ελέγχουν εάν η διαφορά μεταξύ της προϋποθέσεως που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και αυτής που προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως είναι ικανή ή όχι να επηρεάσει την επιδίωξη των σκοπών αυτών.
78. Έτσι, στην περίπτωση που η μείωση του χρόνου εργασίας δεν είναι αρκούντως σημαντική για να επιτρέψει την πρόσληψη ενός νέου αιτούντος εργασία ή ενός μαθητευόμενου, οι εθνικές αρχές ενός κράτους μέλους στο οποίο επιδιώκεται ο σκοπός αυτός θα μπορούν, κατά την άποψή μου, να αρνηθούν τη χορήγηση συντάξεως κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως για την οποία έχει υποβάλει αίτηση εργαζόμενος που πραγματοποίησε την περίοδο μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε άλλο κράτος μέλος.
79. Ωστόσο αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση του W. Larcher. Πράγματι, όπως προκύπτει από το σκεπτικό που αναπτύχθηκε προς απάντηση στο πρώτο ερώτημα, δεδομένου ότι o εν λόγω εργαζόμενος μείωσε τον χρόνο εργασίας του κατά την πραγματοποίηση μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως στην Αυστρία σε ποσοστό που υπερβαίνει την προϋπόθεση της μειώσεως κατά 50 % που επιβάλλεται από το γερμανικό δίκαιο, ο χρόνος εργασίας που ελευθερώθηκε επέτρεπε την πρόσληψη ενός νέου αιτούντος εργασία ή ενός μαθητευομένου, σύμφωνα προς τον επιδιωκόμενο από τον Γερμανό νομοθέτη σκοπό, όπως αναγνώρισε η Γερμανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της.
III – Συμπέρασμα
80. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundessozialgericht:
«Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ απαγορεύει σε κράτος μέλος να εξαρτά την καταβολή συντάξεως γήρατος κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως από προϋπόθεση βάσει της οποίας, κατά την περίοδο της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, ο εργαζόμενος πρέπει να έχει μειώσει τον χρόνο εργασίας του κατά 50 %, καθόσον, δεδομένου του επιδιωκόμενου από το εν λόγω κράτος μέλος σκοπού της προωθήσεως των προσλήψεων νέων ανέργων ή μαθητευομένων, μεγαλύτερη της ως άνω μείωση του χρόνου εργασίας που έχει πραγματοποιηθεί νομίμως στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος εντός άλλου κράτους μέλους συνεπάγεται αυτοδικαίως την άρνηση του δικαιώματος στην καταβολή της εν λόγω συντάξεως.»