Language of document : ECLI:EU:C:2014:2458

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων — Άρθρο 45 ΣΛΕΕ — Άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 — Παροχές συντάξεως γήρατος — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων — Εργαζόμενος που εργάστηκε εντός κράτους μέλους πριν τη συνταξιοδότηση υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως — Συνυπολογισμός για τη θεμελίωση του δικαιώματος επί συντάξεως γήρατος εντός άλλου κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑523/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundessozialgericht (Γερμανία) με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Οκτωβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Walter Larcher

κατά

Deutsche Rentenversicherung Bayern Süd,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits, M. Berger και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο W. Larcher, εκπροσωπούμενος από τον R. Buschmann,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και M. Kellerbauer,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Οκτωβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 392, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του W. Larcher και της Deutsche Rentenversicherung Bayern Süd με αντικείμενο τη χορήγηση συντάξεως γήρατος κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως («Altersrente nach Altersteilzeitarbeit»).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός ισχύει για μισθωτούς ή μη μισθωτούς και για σπουδαστές, που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη ή απάτριδες ή πρόσφυγες που κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους, καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους και για τους επιζώντες τους.»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Τα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»

5        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, ο τελευταίος ισχύει για όλες τις νομοθεσίες των κλάδων κοινωνικής ασφαλίσεως που αφορούν, μεταξύ άλλων, παροχές γήρατος και παροχές ανεργίας.

6        Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει τα εξής:

«Εάν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά την απόκτηση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών, δυνάμει συστήματος που δεν είναι ειδικό σύστημα κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, από την πραγματοποίηση περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας, ο αρμόδιος φορέας αυτού του κράτους μέλους λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία κάθε άλλου κράτους μέλους, στα πλαίσια είτε γενικού είτε ειδικού συστήματος, που εφαρμόζεται σε μισθωτούς ή μη μισθωτούς. Προς τον σκοπό αυτό, ο εν λόγω φορέας λαμβάνει υπόψη τις ως άνω περιόδους, σαν να πρόκειται για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει.»

 Οι εθνικές νομοθεσίες

 Το γερμανικό δίκαιο

7        Οι κρίσιμες για τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης διατάξεις του γερμανικού δικαίου περιλαμβάνονται, αφενός, στον Κώδικα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Sozialgesetzbuch), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 21ης Ιουλίου 2004 (BGBl. 2004 I, σ. 1791, στο εξής: SGB) και, αφετέρου, στον νόμο περί του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως (Altersteilzeitgesetz), ως έχει μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου της 23ης Απριλίου 2004 (BGBl. 2004 I, σ. 602, στο εξής: AltTZG).

8        Το άρθρο 237, παράγραφος 1, του SGB έχει ως εξής:

«Οι ασφαλισμένοι έχουν δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως εφόσον

1.      έχουν γεννηθεί πριν την 1η Ιανουαρίου 1952,

2.      έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους

είτε

a)      είναι άνεργοι κατά την έναρξη της συνταξιοδοτήσεως και, μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των 58 ετών και 6 μηνών, ήσαν άνεργοι επί 52 εβδομάδες συνολικά ή έλαβαν επίδομα ως πρώην εργαζόμενοι της εξορυκτικής βιομηχανίας

είτε

b)      έχουν μειώσει τον χρόνο εργασίας τους προκειμένου [να κάνουν χρήση] του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως κατά την έννοια των άρθρων 2 και 3, παράγραφος 1, σημείο 1, του AltTZG για τουλάχιστον 24 ημερολογιακούς μήνες,

4.      κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών πριν από την έναρξη της συνταξιοδοτήσεως, έχουν συμπληρώσει οκτώ έτη υποχρεωτικών εισφορών για ασφαλισμένη απασχόληση ή δραστηριότητα, ενώ στην περίοδο των δέκα ετών προστίθενται οι περίοδοι ασφαλίσεως με συμμετοχή στα κέρδη, συνυπολογισμού και λήψεως συντάξεως δυνάμει ιδιωτικής ασφαλίσεως, οι οποίες δεν αποτελούν επίσης περιόδους καταβολής υποχρεωτικών εισφορών λόγω ασφαλισμένης απασχολήσεως ή δραστηριότητας, και

5.      έχουν τηρήσει τον χρόνο αναμονής των δεκαπέντε ετών.»

9        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, πρώτη φράση, του AltTZG προβλέπει ότι:

«1)      Οι παροχές χορηγούνται στους εργαζομένους οι οποίοι

1.      έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους,

2.      μετά τις 14 Φεβρουαρίου 1996, βάσει συμβάσεως με τον εργοδότη τους η οποία πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον την περίοδο που εκτείνεται μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία δύναται να υποβληθεί αίτηση για σύνταξη γήρατος, έχουν μειώσει κατά το ήμισυ τον μέχρι τούδε εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας και εργάζονται υπαγόμενοι στην υποχρεωτική ασφάλιση ανεργίας κατά την έννοια του βιβλίου III του SGB (μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως) και,

3.      κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών πριν τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως, έχουν εργασθεί τουλάχιστον επί 1 080 ημερολογιακές ημέρες σε θέση υπαγόμενη στην υποχρεωτική ασφάλιση ανεργίας κατά την έννοια του βιβλίου III του SGB. [...]

2)      Αν η σχετική με τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως σύμβαση προβλέπει διαφορετικές περιόδους εβδομαδιαίας εργασίας ή διαφορετική κατανομή του χρόνου της εβδομαδιαίας εργασίας, η προϋπόθεση της παραγράφου 1, σημείο 2, πληρούται επίσης εφόσον:

1.      ο κατά μέσον όρο εβδομαδιαίος χρόνος της παρασχεθείσας εργασίας επί χρονικό διάστημα μέχρι τρία έτη ή, σε περίπτωση ρυθμίσεως προβλεπομένης σε συλλογική σύμβαση, σε συμφωνία επιχειρήσεως, εφόσον η δυνατότητα αυτή προβλέπεται σε συλλογική σύμβαση, ή σε ρύθμιση σχετικά με τις εκκλησίες και τα δημόσια λατρευτικά ιδρύματα, επί χρονικό διάστημα μέχρι έξι έτη, δεν υπερβαίνει το ήμισυ του εβδομαδιαίου χρόνου της μέχρι τούδε παρασχεθείσας εργασίας, και ο εργαζόμενος απασχολείται υπαγόμενος στην υποχρεωτική ασφάλιση ανεργίας κατά την έννοια του βιβλίου III του SGB και

2.      είναι συνεχής η καταβολή της αμοιβής για τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως καθώς και της προσαυξήσεως βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο α΄, [του AltTZG].»

10      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του AltTZG ορίζει τα εξής:

«Το δικαίωμα επί των παροχών που προβλέπονται στο άρθρο 4 προϋποθέτει ότι:

1.      ο εργοδότης, βάσει συλλογικής συμβάσεως, [...]

a)      προσαύξησε την αμοιβή κατά είκοσι τοις εκατό τουλάχιστον για την περίοδο μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, η δε νέα αμοιβή πρέπει να αντιστοιχεί στο εβδομήντα τοις εκατό τουλάχιστον της προηγούμενης αμοιβής, όπως ορίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, μειωμένης κατά τις υποχρεωτικές εισφορές που βαρύνουν συνήθως τους εργαζομένους (κατώτατο καθαρό ποσό) και

b)      κατέβαλε για τον εργαζόμενο τις κατά νόμο συνταξιοδοτικές εισφορές τουλάχιστον μέχρι του ύψους που αναλογεί στη διαφορά μεταξύ του 90 % της προηγούμενης αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, [του AltTZG] και της αμοιβής για τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως, η δε προηγούμενη αυτή αμοιβή λαμβάνεται υπόψη μόνο μέχρι του ορίου που χρησιμοποιείται ως βάση για τον υπολογισμό των εισφορών, και ότι

2.      ο εργοδότης, λόγω της υπαγωγής του εργαζομένου στο καθεστώς της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως

a)      απασχολεί, στη θέση εργασίας που κατέστη διαθέσιμη ή που ελευθερώθηκε στο πλαίσιο αυτό με μετάθεση, εργαζόμενο εγγεγραμμένο ως άνεργο στον οργανισμό απασχολήσεως ή εργαζόμενο που ολοκλήρωσε τη μαθητεία του στο πλαίσιο εργασίας υπαγομένης σε υποχρεωτική ασφάλιση ανεργίας κατά την έννοια του βιβλίου III του SGB· για τους εργοδότες που δεν απασχολούν κατά γενικό κανόνα περισσότερους από 50 εργαζομένους, τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ο εργαζόμενος απασχολείται στη θέση εργασίας που κατέστη διαθέσιμη ή που ελευθερώθηκε στο πλαίσιο αυτό με μετάθεση, ή

b)      απασχολεί μαθητευόμενο στο πλαίσιο εργασίας υπαγομένης σε υποχρεωτική ασφάλιση ανεργίας κατά την έννοια του βιβλίου III του SGB, εφόσον ο εργοδότης δεν απασχολεί κατά γενικό κανόνα περισσότερους από 50 εργαζομένους

[...]»

11      Το άρθρο 4 του AltTZG προβλέπει την καταβολή δημόσιας επιδοτήσεως από την εθνική αρχή εργασίας στον εργοδότη για την οικονομική επιβάρυνση που του προκαλεί η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως εργαζομένου. Η θεμελίωση του δικαιώματος επί συντάξεως γήρατος μετά τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως, που προβλέπει το άρθρο 237, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο b, του SGB, δεν υπόκειται ωστόσο στην προϋπόθεση ότι ο οργανισμός απασχολήσεως θα καταβάλει την επιδότηση αυτή στον οικείο εργοδότη ή ότι θα του παράσχει οποιαδήποτε οικονομική ενίσχυση. Η καταβολή της εν λόγω επιδοτήσεως προϋπέθετε ότι η θέση εργασίας που ελευθερώθηκε θα καλυφθεί εκ νέου από εργαζόμενο εγγεγραμμένο ως άνεργο στον οργανισμό απασχολήσεως ή από εργαζόμενο που έχει ολοκληρώσει την κατάρτισή του και ότι ο εργοδότης έχει καταβάλει προσαύξηση αμοιβής στον εργαζόμενο που εργάστηκε υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως. Ήταν αδιάφορο για την καταβολή της προσαυξήσεως αυτής αν η θέση εργασίας που ελευθερώθηκε λόγω μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως είχε όντως καλυφθεί εκ νέου.

 Το αυστριακό δίκαιο

12      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι διατάξεις του αυστριακού δικαίου που διείπαν, κατά τον κρίσιμο χρόνο της υποθέσεως της κύριας δίκης, το καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως περιλαμβάνονται στον νόμο του 1977 για την ασφάλιση ανεργίας (Arbeitslosenversicherungsgesetz 1977), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 30ής Δεκεμβρίου 2003 (BGBl I, 128/2003, στο εξής: AlVG). Έτσι, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, σημείο 1, του AlVG, δύνανται να εργασθούν υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι, ήτοι, για τους άνδρες, όσοι έχουν ηλικία άνω των 55 ετών και, κατά τα τελευταία 25 έτη, έχουν εργασθεί επί τουλάχιστον 15 έτη υπαγόμενοι στην υποχρεωτική ασφάλιση ανεργίας.

13      Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, σημείο 2, του AlVG, για τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως συνάπτεται σύμβαση η οποία πρέπει να προβλέπει μείωση του χρόνου εργασίας κατά 40 % έως και 60 % του κανονικού χρόνου εργασίας. Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 5, του AlVG, οι ώρες εργασίας μπορούν ή όχι να κατανέμονται με κανονικό τρόπο κατά τη διάρκεια της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.

14      Ο εργοδότης καταβάλλει στον εργαζόμενο υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως μισθολογική αντιστάθμιση ίση τουλάχιστον προς το 50 % της διαφοράς μεταξύ, αφενός, της μέσης αμοιβής που οφείλεται κατά το τελευταίο έτος πριν τη μείωση του κανονικού χρόνου εργασίας και, αφετέρου, της αμοιβής που αντιστοιχεί στον μειωμένο χρόνο εργασίας. Η αντιστάθμιση αυτή είναι τέτοια ώστε, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση μείωσης κατά 50 % του χρόνου εργασίας, ο εργαζόμενος λαμβάνει από τον εργοδότη του το 75 % της προηγούμενης αμοιβής του.

15      Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, σημείο 3, στοιχεία α΄ και β΄, του AlVG, η βάση υπολογισμού των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών που ο εργοδότης του εν λόγω μισθωτού οφείλει να καταβάλει είναι αυτή που ίσχυε πριν τη μείωση του κανονικού χρόνου εργασίας. Δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφοι 1 και 4, του AlVG, το επίδομα για μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως που καταβάλλει ο οργανισμός αγοράς εργασίας πρέπει να αντισταθμίζει το 50 % των πρόσθετων επιβαρύνσεων του εργοδότη. Το ποσό της αντισταθμίσεως αυτής μπορεί να φθάσει το 100 % όταν προσλαμβάνεται πρόσωπο που τελούσε προηγουμένως σε ανεργία ή όταν εκπαιδεύεται ένας επιπλέον μαθητευόμενος.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Ο W. Larcher, ο οποίος γεννήθηκε στις 19 Μαΐου 1946, είναι αυστριακός υπήκοος και κατοικεί στην Αυστρία. Επί 29 και πλέον έτη, εργάστηκε στη Γερμανία ως εργαζόμενος υπαγόμενος υποχρεωτικά στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Την 1η Δεκεμβρίου 2000 άρχισε να εργάζεται στην Αυστρία σε θέση εργασίας με πλήρες ωράριο υποχρεωτικά υπαγόμενη στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Από την 1η Μαρτίου 2004, κατ’ εφαρμογήν συμβάσεως για την υπαγωγή του σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, έτυχε μειώσεως του κανονικού εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας από 38,5 ώρες σε 15,4 ώρες. Αυτές οι 15,4 ώρες αντιστοιχούσαν στο 40 % του μέχρι τούδε κανονικού εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας του W. Larcher. Οι εν λόγω ώρες κατανέμονταν σε 4 ημέρες εβδομαδιαίως. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2006 ο W. Larcher τερμάτισε την εργασία του στο πλαίσιο του καθεστώτος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως. Από τις 4 Οκτωβρίου 2006 ο W. Larcher εργάσθηκε πλέον μόνο σε θέση εργασίας ήσσονος σημασίας κατά την έννοια της κοινωνικής ασφαλίσεως.

17      Κατά τη διάρκεια της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, ο εργοδότης του W. Larcher του κατέβαλλε μισθολογική αντιστάθμιση ανερχόμενη στο ήμισυ της διαφοράς μεταξύ της μικτής μηνιαίας αμοιβής που αντιστοιχούσε στο μειωμένο ωράριο εργασίας, αφενός, και αυτής που αντιστοιχούσε στο προηγούμενο της μειώσεως ωράριο εργασίας, αφετέρου, ενώ συνέχισε να καταβάλλει εισφορές στον αυστριακό οργανισμό ασφάλισης γήρατος για τις οποίες η βάση υπολογισμού ήταν αυτή που ίσχυε για τις εισφορές πριν από τη μείωση του κανονικού χρόνου εργασίας. Ο αυστριακός Οργανισμός απασχολήσεως χορήγησε στον εν λόγω εργοδότη επίδομα μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως προς μερική αντιστάθμιση των οικονομικών επιβαρύνσεων που προέκυψαν από την υπαγωγή του W. Larcher σε καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.

18      Από την 1η Οκτωβρίου 2006 ο W. Larcher λαμβάνει αυστριακή σύνταξη γήρατος καλούμενη «πρόωρη σύνταξη γήρατος για μακροχρόνια ασφαλισμένους», ύψους 370,25 ευρώ. Επιπλέον, από την 1η Ιουνίου 2009, λαμβάνει γερμανική σύνταξη γήρατος καλούμενη «σύνταξη γήρατος για μακροχρόνια ασφαλισμένους» ύψους 696,81 ευρώ. Καμία από τις δύο αυτές συντάξεις δεν αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης.

19      Τον Φεβρουάριο 2006 ο W. Larcher ζήτησε από την Deutsche Rentenversicherung Bayern Süd τη χορήγηση σύνταξη γήρατος κατόπιν μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι ο W. Larcher δεν είχε εργασθεί με καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου. Μετά την απόρριψη της διοικητικής προσφυγής του, ο W. Larcher προσέφυγε στα γερμανικά δικαστήρια. Το αίτημά του απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό.

20      Ειδικότερα, η κατ’ έφεση απόφαση του Bayrisches Landessozialgericht (ανώτατου δικαστηρίου διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως της Βαυαρίας, Γερμανία) στηρίχθηκε στο επιχείρημα ότι η εν λόγω σύνταξη δεν οφειλόταν καθόσον, αντίθετα προς τα προβλεπόμενα από τον AltTZG, ο W. Larcher είχε μειώσει, στο πλαίσιο της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως της οποίας έτυχε στην Αυστρία, τον χρόνο εργασίας του όχι στο 50 % του μέχρι τούδε εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, αλλά στο 40 % του χρόνου αυτού.

21      Η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ομοίως δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπεράσματος ευνοϊκού για τον W. Larcher. Έτσι, η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως της οποίας αυτός έτυχε στην Αυστρία δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη βάσει του άρθρου 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, δεδομένου ότι επίμαχος εν προκειμένω δεν είναι ο υπολογισμός των περιόδων ασφαλίσεως, αλλά ο συνυπολογισμός της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως ως προϋποθέσεως για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Δεν υφίσταται ούτε έμμεση δυσμενής διάκριση υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, όπως εκείνη για την οποία επρόκειτο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Öztürk (C‑373/02, EU:C:2004:232). Πράγματι, δυνάμει του αυστριακού δικαίου, ο W. Larcher μπορούσε, κατά τη διάρκεια της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, να μειώσει τον χρόνο εργασίας του σε ποσοστό μεταξύ 40 % και 60 %. Θα μπορούσε συνεπώς να επιλέξει να μειώσει τον χρόνο αυτό μόνο μέχρι το 50 % του κανονικού χρόνου εργασίας, τηρώντας έτσι τις προϋποθέσεις που επιβάλλει το γερμανικό δίκαιο. Επομένως, δεν υπήρξε εμπόδιο στην άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

22      Προς στήριξη του ενδίκου μέσου της Revision που άσκησε ενώπιον του Bundessozialgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως), ο W. Larcher υποστηρίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέβη το άρθρο 237, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο b, του SGB ερμηνεύοντάς το κατά τρόπο μη σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης. Κατά σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία, η διάταξη αυτή επιβάλλει μόνο την πραγματοποίηση της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους. Η προκριθείσα ερμηνεία είναι αντίθετη προς την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, ειδικότερα δε της αποφάσεως Öztürk (EU:C:2004:232), υφίσταται αδικαιολόγητη έμμεση διάκριση. Στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να τύχει εφαρμογής το άρθρο 5, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1). Επομένως, η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο πρέπει να εξομοιωθεί προς τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία.

23      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του συνυπολογισμού, ως προϋποθέσεως για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος, μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που πραγματοποιήθηκε εντός κρατών μελών άλλων από εκείνο εντός του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση συνταξιοδοτήσεως και ότι δεν μπορεί να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που ανέκυψαν στην υπόθεση της κύριας δίκης βάσει της υφιστάμενης και μόνο νομολογίας. Εξάλλου, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει ο W. Larcher, η διαφορά της κύριας δίκης δεν μπορεί να επιλυθεί βάσει της αποφάσεως Öztürk (EU:C:2004:232) και μόνο.

24      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την εμπειρία προκύπτει ότι, στην πράξη, οι περισσότεροι εργαζόμενοι, μέχρι την έναρξη της συνταξιοδοτήσεώς τους, έχουν εργαστεί μόνο σε ένα κράτος μέλος και επομένως πληρούν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως ημεδαπής συντάξεως γήρατος μετά τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως ευκολότερα απ’ ό,τι ένας εργαζόμενος όπως ο W. Larcher, ο οποίος απασχολήθηκε σε διαφορετικά κράτη μέλη. Όταν ένας εργαζόμενος αποδέχεται θέση εργασίας εντός άλλου κράτους μέλους, είναι πιθανό να βρεθεί σε δυσμενή θέση, κατά τον χρόνο ασκήσεως των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, λόγω των υφιστάμενων διαφορών μεταξύ των εφαρμοστέων σε αυτόν νομοθεσιών, σε σχέση με τους συνταξιούχους των οποίων η σταδιοδρομία σχετίζεται με ένα μόνο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο των διατάξεων περί της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως μπορεί να ποικίλλει από ένα κράτος μέλος σε άλλο και είναι μάλλον απίθανο οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενός συγκεκριμένου συστήματος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως να αντιστοιχούν επακριβώς σε εκείνες που ισχύουν εντός άλλου κράτους μέλους για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος.

25      Τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ έως 48 ΣΛΕΕ και ο κανονισμός 1408/71 πρέπει ωστόσο να εμποδίζουν το ενδεχόμενο οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, που έκαναν χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και απασχολήθηκαν εντός πλειόνων κρατών μελών, να τίθενται σε δυσμενή θέση χωρίς αντικειμενική δικαιολογία σε σχέση με τους εργαζομένους που πραγματοποίησαν το σύνολο της επαγγελματικής τους καριέρας εντός ενός και μόνον κράτους μέλους. Τέτοιο εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας θα μπορούσε να υπάρχει όμως στην υπόθεση της κύριας δίκης, στον βαθμό που ο W. Larcher, που ολοκληρώνει την επαγγελματική του σταδιοδρομία εντός της χώρας καταγωγής του, τυγχάνει μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως βάσει των νομοθετικών διατάξεων που ισχύουν εντός του κράτους μέλους αυτού, αλλά του απορρίπτεται το αίτημα χορηγήσεως, εντός άλλου κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποίησε το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, της συντάξεως γήρατος μετά από μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως.

26      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την εξέταση της δικαιολογίας μιας τέτοιας διαφορετικής μεταχειρίσεως απορρέει ένα δεύτερο ερώτημα. Το ερώτημα αυτό, που είναι μεθοδολογικής φύσεως, αφορά τα στοιχεία τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη σύγκριση των δύο εθνικών συστημάτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως. Συνεπώς, το δικαστήριο αυτό θεωρεί ότι θα έπρεπε, στην υπόθεση της κύριας δίκης, να εξετάσει, μεταξύ άλλων, αν το αυστριακό σύστημα της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως μπορεί να συγκριθεί, κατά τη λειτουργία και τη διάρθρωσή του, με αυτό που ισχύει στη Γερμανία.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundessozialgericht αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει στην αρχή [της ίσης μεταχειρίσεως], την οποία κατοχυρώνουν το άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ (νυν άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού [1408/71], διάταξη [κράτους μέλους] δυνάμει της οποίας προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος κατόπιν εργασίας υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως είναι η εργασία αυτή να έχει παρασχεθεί κατά τις διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους και όχι [κατά τις διατάξεις] άλλου κράτους μέλους;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες απαιτήσεις επιβάλλει η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία κατοχυρώνουν το άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ […] και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, προκειμένου η εργασία που έχει παρασχεθεί υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως κατά τις διατάξεις άλλου κράτους μέλους να εξομοιώνεται προς εργασία που πληροί την προϋπόθεση για την απόκτηση δικαιώματος σε ημεδαπή σύνταξη γήρατος;

α)      Απαιτείται η συγκριτική εξέταση των προϋποθέσεων υπαγωγής στο καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως;

β)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αρκεί η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως να έχει το ίδιο βασικό περιεχόμενο και στα δύο κράτη μέλη, από άποψη λειτουργίας και δομής;

γ)      Ή μήπως πρέπει οι προϋποθέσεις της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως να είναι πανομοιότυπες και στα δύο κράτη μέλη;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

28      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει συγκεκριμενοποιηθεί στο τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

29      Στον βαθμό που δεν αμφισβητείται ότι παροχές όπως οι επίμαχες στη διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα του εν λόγω κανονισμού και ειδικότερα του άρθρου του 3, παράγραφος 1.

30      Όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, ο σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 είναι να εξασφαλίσει, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, υπέρ των προσώπων στους οποίους εφαρμόζεται ο κανονισμός, την ισότητα όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, καταργώντας συναφώς κάθε διάκριση απορρέουσα από τις εθνικές νομοθεσίες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Mora Romero, C‑131/96, EU:C:1997:317, σκέψη 29· Borawitz, C‑124/99, EU:C:2000:485, σκέψη 23, και Celozzi, C‑332/05, EU:C:2007:35, σκέψη 22).

31      Αποτελεί επίσης πάγια νομολογία ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 1, απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις, λόγω ιθαγενείας των δικαιούχων των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (απόφαση Celozzi, EU:C:2007:35, σκέψη 23).

32      Το Δικαστήριο έχει συνεπώς κρίνει ότι, αν μια διάταξη εθνικού δικαίου δεν δικαιολογείται αντικειμενικά και δεν είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις εφόσον μπορεί από τη φύση της να θίξει τους υπηκόους άλλων κρατών μελών περισσότερο από τους ημεδαπούς και ενέχει συνεπώς τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα ειδικά τους πρώτους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις O’Flynn, C‑237/94, EU:C:1996:206, σκέψη 20· Meints, C‑57/96, EU:C:1997:564, σκέψη 45· Borawitz, EU:C:2000:485, σκέψη 27, και Celozzi, EU:C:2007:35, σκέψη 26).

33      Παρέλκει, συναφώς, η απόδειξη του ότι η επίμαχη διάταξη θίγει στην πράξη ένα πολύ σημαντικότερο ποσοστό διακινουμένων εργαζομένων. Αρκεί η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή είναι ικανή να παραγάγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις O’Flynn, EU:C:1996:206, σκέψη 21· Öztürk, EU:C:2004:232, σκέψη 57, και Celozzi, EU:C:2007:35, σκέψη 27).

34      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των οικείων εργαζομένων ή του τόπου κατοικίας τους και δεν περιλαμβάνουν καμία ρήτρα σχετικά με την υποχρεωτική διαμονή στο εθνικό έδαφος. Οι εν λόγω διατάξεις δεν εισάγουν συνεπώς, αφ’ εαυτών, καμία εμφανή διαφορετική μεταχείριση των ημεδαπών εργαζομένων σε σχέση με αυτούς που κατάγονται από άλλο κράτος μέλος.

35      Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 40 έως 43 των προτάσεών του, οι ίδιες διατάξεις, καθόσον προβλέπουν ότι ο εργαζόμενος που προτίθεται να λάβει σύνταξη γήρατος μετά από μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως πρέπει να έχει εργαστεί υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως αποκλειστικά δυνάμει του γερμανικού δικαίου, δύνανται να θέσουν σε μειονεκτική κατάσταση ειδικότερα τους εργαζόμενους που έχουν κάνει χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας.

36      Πράγματι, αφενός, μια τέτοια νομοθεσία θέτει έναν διακινούμενο εργαζόμενο όπως αυτός για τον οποίο πρόκειται στην κύρια δίκη, ο οποίος, αφού πραγματοποίησε το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του εντός κράτους μέλους, εργάζεται σε θέση εργασίας εντός άλλου κράτους μέλους όπου τυγχάνει μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, ως εκ του γεγονότος αυτού, σε κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνην του εργαζομένου που έχει πραγματοποιήσει όλη τη σταδιοδρομία του σε ένα και μόνον κράτος μέλος εντός του οποίου τυγχάνει της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.

37      Αφετέρου, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, μια τέτοια νομοθεσία μπορεί να αποτρέψει τους εργοδότες που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος άλλο πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να προσλάβουν, στο πλαίσιο του εθνικού τους συστήματος μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως, πρόσωπο που έχει πραγματοποιήσει μεγάλο μέρος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στη Γερμανία όταν οι κανόνες αυτού του εθνικού συστήματος διαφέρουν από εκείνους που διέπουν το γερμανικό σύστημα της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει επίσης να εξεταστεί αν μια τέτοια εθνική νομοθεσία μπορεί εντούτοις να δικαιολογηθεί. Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εθνικά μέτρα όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη μπορούν να γίνουν δεκτά μόνον εφόσον επιδιώκουν σκοπό γενικού συμφέροντος, είναι πρόσφορα για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού αυτού και δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση van den Booren, C‑127/11, EU:C:2013:140, σκέψη 45).

39      Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη νομοθεσία στην κύρια δίκη έχει σκοπό, αφενός, να εξασφαλίσει στους εργαζόμενους που το ζητούν μια μετάβαση προς τη σύνταξη υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και, αφετέρου, να προαγάγει την πρόσληψη ανέργων ή μαθητευόμενων.

40      Ναι μεν είναι αληθές, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, ότι οι δύο αυτοί σκοποί, που συνδέονται εν προκειμένω αναπόσπαστα, μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν θεμιτούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Palacios de la Villa, C‑411/05, EU:C:2007:604, σκέψη 64, καθώς και Caves Krier Frères, C‑379/11, EU:C:2012:798, σκέψεις 50 και 51), πλην όμως πρέπει επίσης να εξεταστεί αν τα επίμαχα στην κύρια δίκη εθνικά μέτρα είναι κατάλληλα να εξασφαλίσουν την υλοποίηση των σκοπών αυτών και δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή τους μέτρου.

41      Καίτοι όμως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα εν λόγω μέτρα είναι κατάλληλα να εξασφαλίσουν την υλοποίηση των επιδιωκόμενων σκοπών, επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι τα μέτρα αυτά, καθόσον απαιτούν η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως να έχει πραγματοποιηθεί αποκλειστικά σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο και επομένως αποκλείουν τη χορήγηση συντάξεως γήρατος μετά τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως σε εργαζομένους που έχουν τύχει μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως διεπομένης από διατάξεις που ισχύουν εντός άλλου κράτους μέλους, βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρου.

42      Πράγματι, όπως δέχεται και η Γερμανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ο άνευ ετέρου αποκλεισμός του συνυπολογισμού της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που πραγματοποιείται σε άλλο κράτος μέλος για τη λήψη της εθνικής γερμανικής συντάξεως γήρατος ισοδυναμεί με αγνόηση του γεγονότος ότι το καθεστώς μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως αυτού του άλλου κράτους μέλους μπορεί, ενδεχομένως, να επιδιώκει σκοπούς πανομοιότυπους ή παρόμοιους με αυτούς του γερμανικού δικαίου βάσει κανόνων επίσης πανομοιότυπων η παρόμοιων με αυτούς που προβλέπει το δίκαιο αυτό, οπότε η εφαρμογή του καθεστώτος αυτού δύναται επίσης να υλοποιήσει τον ή τους οικείους θεμιτούς σκοπούς.

43      Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εφόσον ερμηνεύεται και εφαρμόζεται κατά τον τρόπο που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο, ιδίως, ερώτημά του.

44      Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν το δίκαιο αυτό, κατά το μέτρο του δυνατού, σύμφωνα προς το δίκαιο της Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, όταν αποφαίνονται επί των διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψεις 113 και 114).

45      Επομένως, εφόσον, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις είναι δυνατόν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως γήρατος μετά από μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως στις περιπτώσεις στις οποίες η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως πραγματοποιήθηκε βάσει των διατάξεων άλλου κράτους μέλους, η αρχή της σύμφωνης προς το εθνικό δίκαιο ερμηνείας απαιτεί από τις εθνικές διοικητικές και δικαστικές αρχές να κάνουν δεκτή την ερμηνεία αυτή.

46      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 αντιτίθεται σε διάταξη κράτους μέλους κατά την οποία η χορήγηση συντάξεως γήρατος μετά από μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως προϋποθέτει ότι η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως έχει πραγματοποιηθεί αποκλειστικά βάσει των εθνικών διατάξεων αυτού του κράτους μέλους.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

47      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι, για την αναγνώριση, εντός κράτους μέλους, μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως πραγματοποιηθείσας σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, πρέπει να πραγματοποιείται συγκριτική εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής των συστημάτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως των δύο αυτών κρατών μελών και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιος πρέπει να είναι ο βαθμός ομοιότητας των συστημάτων αυτών.

48      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το σύστημα που τέθηκε σε εφαρμογή με τον εν λόγω κανονισμό είναι αποκλειστικώς σύστημα συντονισμού, το οποίο αφορά κυρίως τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας ή των εφαρμοστέων νομοθεσιών επί των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που κάνουν χρήση, υπό διάφορες περιστάσεις, του δικαιώματός τους της ελεύθερης κυκλοφορίας και ότι εγγενές στοιχείο του συστήματος αυτού είναι το ότι οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται το δικαίωμα επί συντάξεως γήρατος διαφέρουν ανάλογα με τα κράτη μέλη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Tomaszewska, C‑440/09, EU:C:2011:114, σκέψεις 25 και 26).

49      Ωστόσο, κατά τον καθορισμό των εν λόγω προϋποθέσεων, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν κατά το δυνατό την ίση μεταχείριση όλων των εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφός τους, καθώς και τη μη δυσμενή μεταχείριση των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Piatkowski, C‑493/04, EU:C:2006:167, σκέψη 19· Nikula, C‑50/05, EU:C:2006:493, σκέψη 20, και Derouin, C‑103/06, EU:C:2008:185, σκέψη 20).

50      Καίτοι, όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 έως 43 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους συστηματική άρνηση να λαμβάνει υπόψη, για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος στο έδαφός του, μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως πραγματοποιηθείσα βάσει των νομοθετικών διατάξεων άλλου κράτους μέλους, η διάταξη αυτή εντούτοις δεν υποχρεώνει το πρώτο αυτό κράτος μέλος να αναγνωρίζει αυτομάτως παρόμοια μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως ως ισοδύναμη με τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως που προβλέπει η εθνική του νομοθεσία.

51      Πράγματι, κάθε ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως που θα υποχρέωνε τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε μια τέτοια αυτόματη εξομοίωση θα ισοδυναμούσε με στέρηση των εν λόγω κρατών από την αρμοδιότητά τους στον τομέα της κοινωνικής προστασίας.

52      Συνεπώς, οι εθνικές αρχές πρέπει να προβαίνουν σε συγκριτική εξέταση των δύο επίμαχων καθεστώτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως.

53      Στον βαθμό που από αυτή την εκ μέρους των αρχών κράτους μέλους εξέταση πρέπει κυρίως να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση του αν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του μέτρου της μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που πραγματοποιήθηκε εντός άλλου κράτους μέλους καθιστούν δυνατή την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκονται, στο πρώτο αυτό κράτος μέλος, με τη μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως, οι αρχές αυτές δεν μπορούν να απαιτούν οι προϋποθέσεις αυτές να είναι πανομοιότυπες.

54      Πράγματι, αφενός, δεν αποκλείεται να μπορεί ένας και ο αυτός σκοπός να επιτευχθεί με διαφορετικά μέσα και οι προϋποθέσεις εφαρμογής των μέτρων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως να διαφέρουν συνεπώς μεταξύ τους.

55      Αφετέρου, η απαίτηση να είναι οι προϋποθέσεις αυτές πανομοιότυπες θα ισοδυναμούσε, de facto, με στέρηση της εν λόγω εξετάσεως από πρακτική αποτελεσματικότητα καθόσον φαίνεται μάλλον απίθανο οι νομοθετικές διατάξεις δύο κρατών μελών να είναι καθ’ όλα πανομοιότυπες.

56      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ερμηνεία αυτή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 είναι η μόνη που επιτρέπει τόσο την τήρηση της αρχής κατά την οποία τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα να ορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών όσο και την εξασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως όλων των εργαζομένων που απασχολούνται στην επικράτεια κράτους μέλους χωρίς περιαγωγή σε δυσμενή θέση όσων μεταξύ των εργαζομένων αυτών ασκούν ή έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας.

57      Όσον αφορά ειδικότερα την εκτίμηση της ομοιότητας των διαφόρων προϋποθέσεων των συστημάτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως που έχουν θεσπιστεί εντός δύο διαφορετικών κρατών μελών, πρέπει να τονιστεί ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται κατά περίπτωση και ότι ελάσσονες διαφορές που δεν ασκούν σημαντική επιρροή στην υλοποίηση των επιδιωκόμενων σκοπών δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να αποκλεισθεί η αναγνώριση ως ισοδύναμης προς εθνική μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως εκείνης που πραγματοποιήθηκε δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων άλλου κράτους μέλους.

58      Πρέπει να τονιστεί ότι, στη διαφορά της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι τα δύο επίμαχα στην κύρια δίκη συστήματα μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς, ήτοι την εξασφάλιση ομαλής μετάβασης των εργαζομένων στη σύνταξη, καθώς και την προαγωγή της προσλήψεως ανέργων ή μαθητευομένων, και ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής των συστημάτων αυτών ομοιάζουν πολύ, καθόσον η μείωση του χρόνου εργασίας που προβλέπεται στο γερμανικό σύστημα είναι κατά 50 % και εκείνη που προβλέπεται στο πλαίσιο του αυστριακού συστήματος είναι κατά 40 % έως 60 %. Η κατά 10 % όμως διαφορά των ωρών εργασίας δεν είναι αρκούντως σημαντική ώστε να διακυβευθεί η υλοποίηση των σκοπών κοινωνικής πολιτικής που επιδιώκει ο AltTZG.

59      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι, για την αναγνώριση, εντός κράτους μέλους, μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως πραγματοποιηθείσας σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, πρέπει να πραγματοποιείται συγκριτική εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής των συστημάτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως των δύο αυτών κρατών μελών προκειμένου να καθοριστεί, κατά περίπτωση, αν οι εντοπισθείσες διαφορές δύνανται να διακυβεύσουν την υλοποίηση των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η οικεία νομοθεσία αυτού του πρώτου κράτους μέλους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, αντιτίθεται σε διάταξη κράτους μέλους κατά την οποία η χορήγηση συντάξεως γήρατος μετά από μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως προϋποθέτει ότι η μερική απασχόληση ενόψει συνταξιοδοτήσεως έχει πραγματοποιηθεί αποκλειστικά βάσει των εθνικών διατάξεων αυτού του κράτους μέλους.

2)      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1992/2006, έχει την έννοια ότι, για την αναγνώριση, εντός κράτους μέλους, μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως πραγματοποιηθείσας σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, πρέπει να πραγματοποιείται συγκριτική εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής των συστημάτων μερικής απασχολήσεως ενόψει συνταξιοδοτήσεως των δύο αυτών κρατών μελών προκειμένου να καθοριστεί, κατά περίπτωση, αν οι εντοπισθείσες διαφορές δύνανται να διακυβεύσουν την υλοποίηση των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η οικεία νομοθεσία αυτού του πρώτου κράτους μέλους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.