Language of document : ECLI:EU:F:2007:87

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Μαΐου 2007

Υπόθεση F-99/06

Adelaida López Teruel

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπάλληλοι – Αναρρωτική άδεια – Παράτυπη απουσία – Διαδικασία διαιτησίας – Προθεσμία για τον ορισμό ανεξάρτητου ιατρού»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η A. López Teruel ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του ΓΕΕΑ, της 20ής Οκτωβρίου 2005, με την οποία γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα ότι η απουσία της ήταν αδικαιολόγητη από τις 7 Απριλίου 2005 και απευθύνθηκε στην προσφεύγουσα διαταγή να αναλάβει υπηρεσία αμελλητί.

Απόφαση: Η απόφαση του ΓΕΕΑ της 20ής Οκτωβρίου 2005, στο μέτρο που αντιμετωπίζει την απουσία της προσφεύγουσας ως αδικαιολόγητη απουσία από τις 8 έως τις 20 Φεβρουαρίου 2005 και από τις 7 Απριλίου έως τις 2 Αυγούστου 2005, ακυρώνεται. Τα αιτήματα της προσφυγής απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αναρρωτική άδεια – Ιατρικός έλεγχος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 59 § 1, εδ. 6)

2.      Υπάλληλοι – Αναρρωτική άδεια – Ιατρικός έλεγχος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 59 § 1, εδ. 5 έως 7)

3.      Υπάλληλοι – Αναρρωτική άδεια – Ιατρικός έλεγχος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 59 § 1, εδ. 7)

4.      Υπάλληλοι – Αρχές – Αρχή της χρηστής διοικήσεως

(Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41)

1.      Η προβλεπόμενη από το άρθρο 59, παράγραφος 1, έκτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), προθεσμία πέντε ημερών, από της λήξεως της οποίας η διοίκηση μπορεί να ορίσει μονομερώς, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ του ιατρού του υπαλλήλου και του ιατρικού συμβούλου του θεσμικού οργάνου, ανεξάρτητο ιατρό καλούμενο να διενεργήσει διαιτησία ως προς τα συμπεράσματα του ιατρικού ελέγχου σε περίπτωση αναρρωτικής αδείας, υπολογίζεται από το χρονικό σημείο της πρώτης επαφής μεταξύ του ιατρού που εκπροσωπεί τον υπάλληλο και εκείνου που όρισε η διοίκηση, χωρίς, εντούτοις, η πρωτοβουλία για την επαφή αυτή να επαφίεται αποκλειστικώς στον ιατρό που όρισε η διοίκηση. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η διατύπωση της διατάξεως αυτής δεν παρέχει τη δυνατότητα να καταστεί γνωστό με βεβαιότητα το σημείο εκκινήσεως που ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να ορίσει ως προς την προθεσμία αυτή, πρέπει να γίνει αναφορά στη ratio legis της εν λόγω διατάξεως, που συνίσταται στο να παρασχεθεί η δυνατότητα να αναζητηθεί η επίτευξη συμφωνίας που να εγγυάται τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαιτησίας, διασφαλιζομένης ταυτοχρόνως και της ταχείας διεξαγωγής της διαδικασίας αυτής, δεδομένου ότι η έναρξη υπολογισμού της προθεσμίας δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να εξαρτάται από την πρωτοβουλία ενός μόνον από τα δύο μέρη.

Η προθεσμία αυτή δεν έχει ενδεικτικό χαρακτήρα, αλλά είναι δεσμευτική για τα δύο μέρη, δεδομένου ότι η παρέλευσή της δεν παρέχει απλώς και μόνον τη δυνατότητα στη διοίκηση να επιλέξει τον επιφορτισμένο με τη διαιτησία ιατρό από τον πίνακα των ανεξάρτητων ιατρών, αλλά της επιβάλλει την υποχρέωση να το πράξει. Ωστόσο, η προθεσμία αυτή δεν είναι προθεσμία δημοσίας τάξεως.

Δεδομένου ότι η διαδικασία διαιτησίας κινείται κατόπιν πρωτοβουλίας του υπαλλήλου, αυτός δεν μπορεί να επικαλείται, προς τον σκοπό της αμφισβητήσεως της αποφάσεως της διοικήσεως να ορίσει μονομερώς ιατρό επιφορτισμένο με τη διαιτησία, ότι ο ιατρός, τον οποίο ο εν λόγω υπάλληλος όρισε ως εκπρόσωπό του, αγνοούσε τον επιτακτικό χαρακτήρα της εν λόγω προθεσμίας. Καίτοι είναι αληθές ότι ενδέχεται να είναι, στην πράξη, χρήσιμο να υπομνησθεί σε έναν εξωτερικό έναντι του θεσμικού οργάνου ιατρό η ύπαρξη μιας τόσο σύντομης προθεσμίας για την κατόπιν φιλικού διακανονισμού επιλογή του ανεξάρτητου ιατρού, το θεσμικό όργανο δεν παραβαίνει μια από τις υποχρεώσεις του ως εκ του ότι παραλείπει να προβεί σε μια τέτοια υπόμνηση, δεδομένου ότι ο ιατρός του υπαλλήλου, εφόσον δέχθηκε να τον εκπροσωπήσει κατά τη διαδικασία διαιτησίας που προβλέπεται από τον ΚΥΚ, θεωρείται ότι έχει επίσης δεχθεί το πλαίσιο και τις προθεσμίες που σχετίζονται με τη διαδικασία αυτή.

(βλ. σκέψεις 44, 46, 47, 50 έως 52, 54 και 97)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 12 Δεκεμβρίου 1967, 4/67, Collignon κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1958-1968, σ. 621

ΠΕΚ: 23 Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑55 και II‑241, σκέψη 41

2.      Όταν η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του ιατρικού ελέγχου που διοργανώθηκε από το θεσμικό όργανο σε περίπτωση αναρρωτικής αδείας υπαλλήλου, η απουσία του τελευταίου δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως αδικαιολόγητη απουσία πριν την ημέρα του εν λόγω ελέγχου, τούτο δε ακόμη και αν, με τη γνωμάτευση αυτή, κρίθηκε ότι η απουσία ήταν αδικαιολόγητη από προγενέστερη ημερομηνία. Συγκεκριμένα, καίτοι είναι αληθές ότι η πρώτη περίοδος του εβδόμου εδαφίου του άρθρου 59, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προσδίδει στη γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού υποχρεωτικό χαρακτήρα ως προς όλα τα στοιχεία της, η έκταση του εν λόγω υποχρεωτικού χαρακτήρα διασαφηνίζεται, εντούτοις, από τις δύο τελευταίες περιόδους του εν λόγω εδαφίου, κατά τις οποίες η απουσία αντιμετωπίζεται ως αδικαιολόγητη από την ημέρα του εν λόγω ελέγχου.

Ωστόσο, εφόσον ο λόγος υπάρξεως των πολύ σύντομων προθεσμιών εντός των οποίων η διαδικασία ιατρικής διαιτησίας μπορεί να κινηθεί και να διεξαχθεί συνίσταται στο να διασφαλιστεί ότι η σχετική με τη διαιτησία ιατρική επίσκεψη θα πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν έπειτα από τον ιατρικό έλεγχο που διοργανώθηκε από το θεσμικό όργανο, και λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως επιμελείας που οι διατάξεις του άρθρου 59, παράγραφος 1, πέμπτο έως έβδομο εδάφιο, του ΚΥΚ επιβάλλουν στη διοίκηση καθώς και στον υπάλληλο, όταν η διοίκηση δεν γνωστοποιεί στον υπάλληλο τα συμπεράσματα του ιατρικού ελέγχου εντός εύλογης προθεσμίας, η απουσία αυτού μπορεί να θεωρηθεί αδικαιολόγητη μόνον από την ημερομηνία της εν λόγω γνωστοποιήσεως, δεδομένου ότι η περίοδος κατά την οποία ο υπάλληλος ανέμενε την εν λόγω γνωστοποίηση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως περίοδος αδικαιολόγητης απουσίας.

(βλ. σκέψεις 61 έως 63 και 65 έως 67)

3.      Οι ιατρικές εκτιμήσεις, αυτές καθαυτές, που διατυπώθηκαν στη γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού στο πλαίσιο της διαδικασίας ιατρικού ελέγχου που προβλέπεται σε περίπτωση αναρρωτικής αδείας, όπως και εκείνες που διατυπώθηκαν από την ιατρική επιτροπή και την επιτροπή αναπηρίας, πρέπει να θεωρούνται οριστικές όταν πραγματοποιούνται υπό κανονικές συνθήκες. Ο κοινοτικός δικαστής, ο οποίος δεν ασκεί έλεγχο επί των εν λόγω ιατρικών εκτιμήσεων, είναι αρμόδιος να εξετάσει μόνον αν η ιατρική γνωμάτευση περιέχει αιτιολογία που παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθούν οι θεωρήσεις επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στην εν λόγω γνωμάτευση και αν η γνωμάτευση αυτή αποδεικνύει την ύπαρξη μιας δυναμένης να γίνει αντιληπτή σχέσεως μεταξύ των διαπιστώσεων ιατρικής φύσεως τις οποίες περιλαμβάνει και των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει.

(βλ. σκέψεις 74 έως 76)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 10 Δεκεμβρίου 1987, 277/94, Jänsch κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4923, σκέψη 15

ΠΕΚ: 27 Φεβρουαρίου 1992, T‑165/89, Plug κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑367, σκέψη 75· 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑27/98, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑267 και II‑1293, σκέψη 30· 16 Ιουνίου 2000, T‑84/98, C κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑113 και II‑497, σκέψη 43· 12 Μαΐου 2004, T‑191/01, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑147 και II‑659, σκέψη 62

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2006, F‑39/05, Beau κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑51 και II‑A‑1‑175, σκέψη 35

4.      Κατ’ εφαρμογήν της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η διοίκηση υπέχει την υποχρέωση, όταν αποφαίνεται επί της καταστάσεως ενός υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που είναι ικανά να προσδιορίσουν το περιεχόμενο της αποφάσεώς της και, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και εκείνο του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου. Εντούτοις, η αρχή της χρηστής διοικήσεως δεν απονέμει, αφ’ εαυτής, δικαιώματα στους ιδιώτες, εκτός από την περίπτωση στην οποία αποτελεί έκφραση ειδικών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα να εξεταστούν οι υποθέσεις του υπαλλήλου αμερόληπτα, δίκαια και εντός εύλογης προθεσμίας, το δικαίωμα ακροάσεως του υπαλλήλου, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, το δικαίωμα να αιτιολογούνται οι αποφάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(βλ. σκέψη 92)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 6 Δεκεμβρίου 2001, T‑196/99, Area Cova κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3597, σκέψη 43· 16 Μαρτίου 2004, T‑11/03, Afari κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑65 και II‑267, σκέψη 42· 4 Οκτωβρίου 2006, T‑193/04, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 206, σ. II-3995, σκέψη 127