Language of document : ECLI:EU:C:2006:456

Υπόθεση C-13/05

Sonia Chacón Navas

κατά

Eurest Colectividades SA

(αίτηση του Juzgado de lo Social 33 de Madrid

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας — Έννοια της ειδικής ανάγκης»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Όρια

(Άρθρο 234 ΕΚ)

2.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

3.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1 και 3 § 1, στοιχείο γ΄)

4.        Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

1.        Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, που στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των επίδικων περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Ομοίως, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει.

Πάντως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάζει τις συνθήκες υπό τις οποίες το εθνικό δικαστήριο υποβάλλει την αίτησή του, προκειμένου να εξακριβώνει τη δική του αρμοδιότητα. Δεν είναι δυνατόν να προβληθεί άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν.

(βλ. σκέψεις 32-33)

2.        Άτομο το οποίο απολύθηκε από τον εργοδότη του αποκλειστικώς λόγω ασθενείας δεν εμπίπτει στο γενικό πλαίσιο που έχει καθοριστεί προς περιστολή των περιπτώσεων δυσμενούς διακρίσεως λόγω ειδικών αναγκών με την οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία.

Πράγματι, μολονότι η έννοια της «ειδικής ανάγκης», όπως αυτή χρησιμοποιείται στην οδηγία 2000/78, πρέπει να ερμηνευθεί ως υποδηλώνουσα μειονεκτικότητα, οφειλόμενη, ιδίως, σε πάθηση φυσική, διανοητική ή ψυχική, κωλύουσα τη συμμετοχή του συγκεκριμένου ατόμου στον επαγγελματικό βίο, εντούτοις, η άνευ ετέρου εξομοίωση των εννοιών «ειδική ανάγκη» και «ασθένεια» αποκλείεται. Χρησιμοποιώντας τον όρο «ειδική ανάγκη» στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, ο νομοθέτης σκοπίμως επέλεξε όρο διαφορετικό από εκείνον της «ασθενείας». Επίσης, η σημασία που προσδίδει ο κοινοτικός νομοθέτης στα μέτρα που αποβλέπουν στη διαμόρφωση της θέσεως εργασίας αναλόγως της ειδικής ανάγκης αποδεικνύει ότι έλαβε υπόψη του περιπτώσεις στις οποίες η συμμετοχή στον επαγγελματικό βίο κωλύεται κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου. Επομένως, για να μπορεί μια μειονεκτικότητα να θεωρηθεί «ειδική ανάγκη», πρέπει να είναι προφανές ότι είναι μακράς διάρκειας.

Εν πάση περιπτώσει, η οδηγία 2000/78 δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να προκύψει ότι οι εργαζόμενοι προστατεύονται από την απαγόρευση δυσμενούς διακρίσεως λόγω ειδικής ανάγκης από της στιγμής που εκδηλώνεται κάποια ασθένεια.

(βλ. σκέψεις 43-47, διατακτ. 1)

3.        Η απαγόρευση, όσον αφορά την απόλυση, της δυσμενούς διακρίσεως λόγω ειδικής ανάγκης, την οποία επιβάλλουν τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, αποκλείει απόλυση λόγω ειδικής ανάγκης η οποία, ακριβώς λόγω της υποχρεώσεως των ευλόγων διαρρυθμίσεων για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, δεν οφείλεται στο γεγονός ότι το οικείο άτομο δεν είναι κατάλληλο, ικανό και πρόθυμο να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της θέσεώς του.

(βλ. σκέψη 51, διατακτ. 2)

4.        Η ασθένεια, αυτή καθεαυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λόγος πρόσθετος εκείνων για τους οποίους η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, απαγορεύει οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση.

Καμία διάταξη της Συνθήκης δεν περιλαμβάνει απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων μόνον και μόνον λόγω ασθενείας. Όσον αφορά τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, αυτή δεσμεύει τα κράτη μέλη όταν η διαμορφωθείσα σε εθνικό πλαίσιο κατάσταση στην υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Εντούτοις, δεν προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 πρέπει, κατ’ αναλογία, να επεκταθεί πέραν των περιπτώσεων δυσμενούς διακρίσεως για έναν από τους λόγους που εξαντλητικώς απαριθμούνται στο άρθρο 1 αυτής.

(βλ. σκέψεις 54, 56-57, διατακτ. 3)