Language of document : ECLI:EU:C:2018:270

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 19ης Απριλίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ – Έννοια του όρου “μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό” – Τιμές που εισάγουν διακρίσεις στην αγορά επόμενου σταδίου – Εταιρία διαχειρίσεως συγγενικών δικαιωμάτων – Αμοιβή την οποία οφείλουν οι εθνικοί πάροχοι συνδρομητικής υπηρεσίας μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του»

Στην υπόθεση C‑525/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão (δικαστήριο ανταγωνισμού, ρύθμισης και εποπτείας, Πορτογαλία) με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Οκτωβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

MEO – Serviços de Comunicações e Multimédia SA

κατά

Autoridade da Concorrência,

παρισταμένης της:

GDA – Cooperativa de Gestão dos Direitos dos Artistas Intérpretes ou Executantes, CRL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, C. Toader, A. Prechal (εισηγήτρια) και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Οκτωβρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η MEO – Serviços de Comunicações e Multimédia SA, εκπροσωπούμενη από τις M. Couto, S. de Vasconcelos Casimiro και P. Castro e Sousa, advogadas, καθώς και από τους N. Mimoso Ruiz και A. Norinho de Oliveira, advogados,

–        η GDA – Cooperativa de Gestão dos Direitos dos Artistas Intérpretes ou Executantes, CRL, εκπροσωπούμενη από τους O. Castelo Paulo, G. Gentil Anastácio, L. Seifert Guincho και P. Guerra e Andrade, advogados, καθώς και από την A. R. Gomes de Andrade, advogada,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και M. Figueiredo, καθώς και από τις S. Carvalho Sousa και M. Caldeira,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. A. Sampol Pucurull και την A. Gavela Llopis,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την P. Costa de Oliveira, καθώς και από τους A. Dawes, H. Leupold και T. Χριστοφόρου,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της MEO – Serviços de Comunicações e Multimédia SA (στο εξή: MEO) και της Autoridade da Concorrência (Αρχής ανταγωνισμού, Πορτογαλία), με αντικείμενο την απόφαση της τελευταίας να θέσει στο αρχείο καταγγελία της MEO κατά της GDA – Cooperativa de Gestão dos Direitos dos Artistas Intérpretes Ou Executantes (εταιρίας διαχειρίσεως δικαιωμάτων ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, Πορτογαλία, στο εξής: GDA) για φερόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως λόγω, μεταξύ άλλων, δυσμενούς διακρίσεως σε σχέση με το ύψος της αμοιβής που χρέωνε η GDA στην MEO ως πάροχο συνδρομητικής υπηρεσίας μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε τυχόν καταχρηστική πρακτική που απαγορεύεται από το άρθρο [102 ΣΛΕΕ], εφαρμόζουν επίσης το άρθρο [102 ΣΛΕΕ].»

 Το πορτογαλικό δίκαιο

4        Το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο c, του Novo Regime Juridíco da Concorrência (νέου νομικού καθεστώτος ανταγωνισμού) έχει το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

5        Η GDA είναι συνεταιριστική εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων καλλιτεχνών και ερμηνευτών, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η οποία διαχειρίζεται τα συγγενικά δικαιώματα των μελών της και των μελών αλλοδαπών οργανισμών διαχειρίσεως με τους οποίους έχει συνάψει σύμβαση εκπροσωπήσεως και/ή αμοιβαιότητας. Στο πλαίσιο της αποστολής αυτής, η GDA έχει ως κύρια δραστηριότητα την είσπραξη των αμοιβών που προέρχονται από την άσκηση των συγγενικών δικαιωμάτων και τη διανομή των σχετικών ποσών στους δικαιούχους.

6        Η εταιρία αυτή είναι πλέον ο μόνος οργανισμός που είναι υπεύθυνος για τη συλλογική διαχείριση των συγγενικών δικαιωμάτων στην Πορτογαλία.

7        Μεταξύ των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν το ρεπερτόριο των μελών της GDA, καθώς και των ομολόγων αλλοδαπών οργανισμών με τους οποίους η GDA έχει συνάψει συμβάσεις εκπροσωπήσεως ή αμοιβαιότητας, συγκαταλέγονται οι πάροχοι συνδρομητικής υπηρεσίας μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, MEO, είναι μία από τους παρόχους αυτούς και, ως εκ τούτου, πελάτης της GDA.

8        Μεταξύ των ετών 2010 και 2013, η GDA, στο πλαίσιο της προσφοράς χονδρικής, εφάρμοζε παράλληλα τρία συστήματα τιμολογήσεως, χρεώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο διαφορετικές τιμές στους διάφορους παρόχους συνδρομητικής υπηρεσίας μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του.

9        Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, η GDA χρέωνε στην MEO μια τιμή η οποία είχε καθορισθεί με διαιτητική απόφαση της 10ης Απριλίου 2012. Τούτο διότι το ισχύον εθνικό δίκαιο επιβάλλει στα μέρη να προσφύγουν σε διαιτησία, εάν κατά τη διαπραγμάτευση των δικαιωμάτων δεν επιτευχθεί συμφωνία.

10      Στις 24 Ιουνίου και στις 22 Οκτωβρίου 2014, η PT Comunicações SA, δηλαδή η εταιρία την οποία η MEO διαδέχθηκε στα δικαιώματά της, κατέθεσε ενώπιον της Αρχής ανταγωνισμού καταγγελία κατά της GDA λόγω ενδεχόμενης καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως. Η κατάχρηση αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι η GDA χρέωνε υπερβολικές τιμές κατά την άσκηση των συγγενικών δικαιωμάτων, καθώς και στο γεγονός ότι η GDA εφάρμοζε άνισους όρους μεταξύ της MEO και ενός άλλου παρόχου συνδρομητικής υπηρεσίας μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του, της NOS Comunicações SA (στο εξής: NOS).

11      Στις 19 Μαρτίου 2015, η Αρχή ανταγωνισμού κίνησε έρευνα που κατέληξε στην απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, με την οποία η καταγγελία τέθηκε στο αρχείο, με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις που να τεκμηριώνουν επαρκώς την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

12      Η Αρχή ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι, μεταξύ των ετών 2009 και 2013, η GDA είχε εφαρμόσει διαφορετικά συστήματα τιμολογήσεως σε ορισμένους πελάτες. Εντούτοις, στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στις δομές του κόστους, των κερδών και της αποδοτικότητας της προσφοράς λιανικών υπηρεσιών μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του, η εν λόγω Αρχή έκρινε ότι η διαφοροποίηση αυτή στα τιμολόγια δεν περιόριζε την ανταγωνιστική θέση της MEO.

13      Σύμφωνα με την ανωτέρω Αρχή, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, η ενδεχόμενη δυσμενής διάκριση ως προς την τιμολόγηση πρέπει να είναι πράγματι ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά, δημιουργώντας για μία ή περισσότερες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε σχέση με άλλες. Κατά την άποψή της, θα αντέβαινε στη νομολογία του Δικαστηρίου τυχόν ερμηνεία κατά την οποία κάθε εισάγουσα διακρίσεις συμπεριφορά εκ μέρους επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση συνεπάγεται, ipso facto, παράβαση του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

14      Η MEO άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão (δικαστηρίου ανταγωνισμού, ρύθμισης και εποπτείας, Πορτογαλία), προσφυγή κατά της από 3 Μαρτίου 2016 αποφάσεως της Αρχής ανταγωνισμού να θέσει την καταγγελία στο αρχείο, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση αυτή ήταν νομικώς εσφαλμένη, καθότι η εν λόγω Αρχή, αντί να αξιολογήσει το κριτήριο της μειονεκτικής θέσεως στον ανταγωνισμό, όπως ερμηνεύεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, εξέτασε κατά πόσον υφίστατο σημαντική και ποσοτικοποιήσιμη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Πλην όμως, κατά την MEO, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, η Αρχή ανταγωνισμού όφειλε να εξετάσει εάν η επίμαχη συμπεριφορά ήταν ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

15      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, λόγω του εκ των πραγμάτων μονοπωλίου της GDA στη σχετική αγορά, μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει δεκτό ότι αυτή κατέχει δεσπόζουσα θέση. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πάροχοι συνδρομητικής υπηρεσίας μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του διαθέτουν, παρά ταύτα, σημαντικό περιθώριο διαπραγματεύσεως έναντι της GDA.

16      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η από 3 Μαρτίου 2016 απόφαση να τεθεί η καταγγελία στο αρχείο στηρίζεται στο γεγονός ότι η διαφορά μεταξύ των τιμών που χρέωνε η GDA στην MEO και στην NOS, αντιστοίχως, ήταν μικρή σε σύγκριση με το μέσο κόστος, οπότε η διαφορά αυτή δεν ήταν ικανή να υπονομεύσει την ανταγωνιστική θέση της MEO, δεδομένου ότι η τελευταία μπορούσε να την απορροφήσει. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το μερίδιο της MEO στην αγορά των συνδρομητικών υπηρεσιών μεταδόσεως τηλεοπτικού σήματος και του περιεχομένου του αυξήθηκε κατά την περίοδο που η GDA χρέωνε διαφορετικές τιμές στην MEO και στην NOS.

17      Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η MEO προσκόμισε αριθμητικά στοιχεία σχετικά με το συνολικό και το μέσο κόστος ανά καταναλωτή, με το οποίο βαρύνονταν η MEO και η NOS αντιστοίχως. Η MEO κατέθεσε επίσης αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τα κέρδη και την αποδοτικότητά της κατά τη σχετική περίοδο, ήτοι από το 2010 έως το 2013.

18      Κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, δεν αποκλείεται η ανταγωνιστική ικανότητα της MEO να επηρεάστηκε εξαιτίας της τιμολογιακής αυτής διαφοροποιήσεως.

19      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένες συμπεριφορές με τις οποίες εισάγεται διάκριση έναντι των εμπορικών εταίρων μπορούν, εκ της ίδιας τους της φύσεως, να προκαλέσουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Επιπλέον, συνάγει από τη νομολογία αυτή ότι, όταν πρόκειται για συμπεριφορές οι οποίες κατεξοχήν εισάγουν διακρίσεις, επηρεάζοντας τους άμεσους ανταγωνιστές εντός της ίδιας αγοράς, αρκεί να αποδειχθεί ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Όσον αφορά δυσμενή διάκριση στην αγορά επόμενου σταδίου, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν είναι εξάλλου a priori απαραίτητο να αξιολογηθούν συγκεκριμένα οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστική θέση των θιγόμενων επιχειρήσεων.

20      Ωστόσο, κατά το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί με σαφήνεια εάν οι συγκεκριμένες επιπτώσεις που έχει στον ανταγωνισμό ενδεχόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως είναι κρίσιμες για τη διαπίστωση της υπάρξεως «μειονεκτικής θέσεως στον ανταγωνισμό», κατά την έννοια του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

21      Στο πλαίσιο αυτό, το Tribunal da Concorrência, Regulação e Supervisão (δικαστήριο υποθέσεων ανταγωνισμού, ρύθμισης και εποπτείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εάν, σε διαδικασία επιβολής κυρώσεων, υπάρχουν ενδείξεις ή αποδείξεις πραγματικών περιστατικών σχετικά με τα αποτελέσματα ενδεχόμενης εισάγουσας διακρίσεις τιμολογιακής πρακτικής εφαρμοζόμενης από επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση εις βάρος επιχειρήσεως λιανικής, η οποία θίγεται σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, απαιτείται, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι, εξαιτίας της εν λόγω συμπεριφοράς, η θιγόμενη επιχείρηση περιέρχεται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, κατά το άρθρο 102, [δεύτερο εδάφιο,] στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, πρόσθετη εκτίμηση της βαρύτητας, της συνάφειας ή της σπουδαιότητας των εν λόγω αποτελεσμάτων στην ανταγωνιστική θέση ή στην ανταγωνιστική ικανότητα της θιγόμενης επιχειρήσεως, ιδίως όσον αφορά την ικανότητα της θιγόμενης επιχειρήσεως να απορροφήσει τη διαφορά του κόστους με το οποίο επιβαρύνεται όσον αφορά την υπηρεσία χονδρικής;

2)      Εάν, σε διαδικασία επιβολής κυρώσεων, υπάρχουν ενδείξεις ή αποδείξεις της σημαντικά μειωμένης σημασίας που έχει στα πραγματοποιηθέντα έξοδα, στα επιτευχθέντα έσοδα και στην κερδοφορία της θιγόμενης επιχειρήσεως λιανικής η εισάγουσα διακρίσεις τιμολογιακή πρακτική που εφαρμόζει επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, συνάδει η σύμφωνη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία του άρθρου 102, [δεύτερο εδάφιο,] στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και της νομολογίας στις αποφάσεις [της 15ης Μαρτίου 2007, British Airways κατά Επιτροπής (C‑95/04 P, EU:C:2007:166), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Clearstream κατά Επιτροπής (T‑301/04, EU:T:2009:317),] με την εκτίμηση ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις περί καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως και περί απαγορευμένων πρακτικών;

3)      Ή, αντιθέτως, η περίσταση αυτή δεν αρκεί για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να μπορεί να θεωρηθεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως και απαγορευμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 102, [δεύτερο εδάφιο,] στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, και ασκεί επιρροή μόνον όταν πρόκειται να καθορισθεί η ευθύνη ή η κύρωση της επιχειρήσεως που τέλεσε την παράβαση;

4)      Έχει η περιεχόμενη στο άρθρο 102, [δεύτερο εδάφιο,] στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ φράση “με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό” [έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων] την έννοια ότι το πλεονέκτημα που αντλείται από τη διακριτική μεταχείριση πρέπει να αντιστοιχεί σε ελάχιστο ποσοστό της διαρθρώσεως του κόστους της θιγόμενης επιχειρήσεως;

5)      Έχει η περιεχόμενη στο άρθρο 102, [δεύτερο εδάφιο,] στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ φράση “με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό” [έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων] την έννοια ότι το πλεονέκτημα που αντλείται από τη διακριτική μεταχείριση πρέπει να αντιστοιχεί σε ελάχιστη διαφορά του μέσου κόστους με το οποίο επιβαρύνονται οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στην επίμαχη υπηρεσία χονδρικής;

6)      Έχει η περιεχόμενη στο άρθρο 102, [δεύτερο εδάφιο,] στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ φράση “με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό” [έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων] την έννοια ότι το πλεονέκτημα που αντλείται από τη διακριτική μεταχείριση πρέπει να αντιστοιχεί, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αγοράς και υπηρεσίας, σε τιμές υψηλότερες από τις διαφορές που παρατίθενται στους πίνακες 5 έως 7 [της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως], ούτως ώστε να χαρακτηρισθεί η επίμαχη συμπεριφορά απαγορευμένη πρακτική;

7)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σε οποιοδήποτε από το τέταρτο έως το έκτο ερώτημα, πώς πρέπει να καθορισθεί το ελάχιστο κατώτατο όριο συνάφειας της μειονεκτικής θέσεως σε σχέση με τη διάρθρωση του κόστους ή με το μέσο κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στην επίμαχη υπηρεσία χονδρικής;

8)      Εάν καθορισθεί το ελάχιστο αυτό κατώτατο όριο, μπορεί η παράβαση αυτού σε κάθε ετήσια περίοδο να αποδυναμώσει το τεκμήριο που απορρέει από την απόφαση [της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Clearstream κατά Επιτροπής (T‑301/04, EU:T:2009:317),] βάσει της οποίας πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η εφαρμογή έναντι εμπορικού εταίρου διαφορετικών τιμών για ισοδύναμες υπηρεσίες, για αδιάλειπτο διάστημα πέντε ετών, εκ μέρους μίας επιχειρήσεως κατέχουσας εκ των πραγμάτων το μονοπώλιο στην πρωτογενή αγορά, δεν [μπορεί] παρά να προκαλέσει ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τον εταίρο αυτόν;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

22      Με τα ερωτήματά του, τα οποία ενδείκνυται να εξετασθούν μαζί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί κατά πόσον ο όρος «μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι απαιτείται ανάλυση των συγκεκριμένων επιπτώσεων που έχει για την ανταγωνιστική κατάσταση της θιγόμενης επιχειρήσεως η χρέωση διαφορετικών τιμών από την επιχείρηση η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση, και, ενδεχομένως, κατά πόσον πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των επιπτώσεων αυτών.

23      Βάσει του άρθρου 102, πρώτο εδάφιο και δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, απαγορεύεται στις επιχειρήσεις οι οποίες κατέχουν δεσπόζουσα θέση εντός της εσωτερικής αγοράς ή εντός σημαντικού τμήματός της να εφαρμόζουν άνισους όρους επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικών τους εταίρων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται οι τελευταίοι σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, κατά το μέτρο που ενδέχεται να επηρεασθεί το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

24      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ειδική απαγόρευση της δυσμενούς διακρίσεως στην οποία αναφέρεται το άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ έχει ως σκοπό να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς. Η εμπορική συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως δεν επιτρέπεται να νοθεύει τον ανταγωνισμό στην αγορά προηγούμενου ή επόμενου σταδίου, ήτοι τον ανταγωνισμό μεταξύ προμηθευτών ή μεταξύ πελατών της επιχειρήσεως αυτής. Οι αντισυμβαλλόμενοι της εν λόγω επιχειρήσεως δεν πρέπει ούτε να ευνοούνται ούτε να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στο πλαίσιο του μεταξύ τους ανταγωνισμού (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, British Airways κατά Επιτροπής, C‑95/04 P, EU:C:2007:166, σκέψη 143). Στο πλαίσιο αυτό, η καταχρηστική συμπεριφορά δεν είναι απαραίτητο να έχει επιπτώσεις στην ανταγωνιστική θέση της ίδιας της δεσπόζουσας επιχειρήσεως, εντός της ίδιας της αγοράς όπου αυτή δραστηριοποιείται και σε σχέση με τυχόν δικούς της ανταγωνιστές.

25      Για να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, απαιτείται να διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά της επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά όχι μόνον εισάγει δυσμενείς διακρίσεις αλλά, επιπλέον, τείνει να νοθεύσει αυτή τη σχέση ανταγωνισμού, δηλαδή να βλάψει την ανταγωνιστική θέση ορισμένων εμπορικών της εταίρων σε σχέση με άλλους (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, British Airways κατά Επιτροπής, C‑95/04 P, EU:C:2007:166, σκέψη 144 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Πάντως, όπως ουσιαστικά επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, προκειμένου να κριθεί εάν μια δυσμενής διάκριση ως προς την τιμολογιακή πολιτική της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως απέναντι στους εμπορικούς της εταίρους τείνει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά επόμενου σταδίου, η ύπαρξη και μόνον άμεσου μειονεκτήματος για τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν επιβαρυνθεί με υψηλότερες τιμές σε σύγκριση με εκείνες που χρεώνονται στους ανταγωνιστές τους για ισοδύναμη παροχή δεν σημαίνει ότι νοθεύεται ή ότι κινδυνεύει να νοθευθεί ο ανταγωνισμός.

27      Πράγματι, μόνον εφόσον η συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως τείνει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των εμπορικών αυτών εταίρων μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η δυσμενής διάκριση εις βάρος εμπορικών εταίρων που τελούν σε σχέση ανταγωνισμού. Σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι ωστόσο δυνατό να απαιτείται επιπλέον να αποδειχθεί πραγματική και ποσοτικοποιήσιμη επιδείνωση της ανταγωνιστικής θέσεως των μεμονωμένων εμπορικών εταίρων (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, British Airways κατά Επιτροπής, C‑95/04 P, EU:C:2007:166, σκέψη 145).

28      Ως εκ τούτου, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 86 των προτάσεών του, πρέπει να εξετάζεται το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον μια τιμολογιακή διάκριση δημιουργεί ή ενδέχεται να δημιουργήσει ανταγωνιστικό μειονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

29      Ως προς το ζήτημα εάν, για την εφαρμογή του άρθρου 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα τυχόν ανταγωνιστικού μειονεκτήματος, σημειώνεται ότι δεν συντρέχει λόγος να τεθεί κάποιο ελάχιστο όριο (de minimis) προκειμένου να διαπιστωθεί κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Post Danmark, C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 73).

30      Ωστόσο, για να είναι ικανή να δημιουργήσει ανταγωνιστικό μειονέκτημα, η δυσμενής διάκριση ως προς την τιμολόγηση, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, πρέπει να θίγει τα συμφέροντα του επιχειρηματία που χρεώθηκε υψηλότερες τιμές απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές του.

31      Όταν προβαίνει στη συγκεκριμένη εξέταση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, η Αρχή ανταγωνισμού ή το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή ή το δικαστήριο μπορούν να συνεκτιμήσουν τη δεσπόζουσα θέση της επιχειρήσεως, τη διαπραγματευτική ισχύ όσον αφορά την τιμολογιακή της πολιτική, τους όρους και τις λεπτομέρειες χρεώσεως των τιμών, τη διάρκεια ισχύος και το ύψος τους, καθώς και την ενδεχόμενη ύπαρξη στρατηγικής που αποβλέπει στον εκτοπισμό από την αγορά επόμενου σταδίου ενός εκ των εμπορικών της εταίρων, ο οποίος είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικός όσο και οι ανταγωνιστές του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 139 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, τη δεσπόζουσα θέση και τη διαπραγματευτική ισχύ σε σχέση με τη χρέωση των τιμών στην αγορά επόμενου σταδίου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, η MEO και η NOS είναι οι κύριοι πελάτες της GDA. Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει συναφώς ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι οι δύο αυτές εταιρίες έχουν κάποια διαπραγματευτική ισχύ έναντι της GDA.

33      Επιπλέον, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο συνάγεται το συμπέρασμα –καίτοι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επιβεβαιώσει αν συντρέχει όντως τέτοια περίπτωση– ότι η GDA δεν καθορίζει ελεύθερα τις τιμές, αφού ο νόμος υποχρεώνει τα μέρη, ελλείψει συμφωνίας, να προσφύγουν σε διαιτησία. Σε μια τέτοια περίπτωση και εφόσον τούτο συνέβη εν προκειμένω, τουλάχιστον από δεδομένο χρονικό σημείο της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης περιόδου και εντεύθεν, η GDA απλώς και μόνον εφάρμοζε, ως προς τις τιμές που χρεώνονταν στην MEO, ό,τι προέβλεπε η διαιτητική απόφαση για τον καθορισμό των τιμών της.

34      Δεύτερον, ως προς τη διάρκεια της ισχύος και το ύψος των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης χρεώσεων, το αιτούν δικαστήριο τονίζει, κατ’ αρχάς, ότι η πολιτική των διαφορετικών τιμών εφαρμοζόταν μεταξύ των ετών 2010 και 2013. Στη συνέχεια, όσον αφορά τα ποσά που η MEO κατέβαλλε ετησίως στην GDA, όπως προκύπτει από στοιχεία στην από 3 Μαρτίου 2016 απόφαση της Αρχής ανταγωνισμού να θέσει την καταγγελία στο αρχείο, των οποίων την ακρίβεια μπορεί να επαληθεύσει το αιτούν δικαστήριο, οι χρεώσεις αυτές αντιστοιχούσαν σε σχετικά μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους που έφερε η MEO για την παροχή της λιανικής συνδρομητικής υπηρεσίας προσβάσεως στο τηλεοπτικό σήμα, η δε διαφοροποίηση των τιμών είχε περιορισμένο αντίκτυπο επί των κερδών της MEO στο πλαίσιο αυτό. Όπως όμως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 104 των προτάσεών του, όταν ο αντίκτυπος μιας τιμολογιακής διαφοροποιήσεως επί του κόστους που φέρει η επιχείρηση η οποία θεωρεί ότι θίγεται, ή ακόμη επί της αποδοτικότητας και επί των κερδών της, δεν είναι σημαντικός, μπορεί ενδεχομένως να συναχθεί ότι η τιμολογιακή αυτή διαφοροποίηση δεν είναι ικανή να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην ανταγωνιστική θέση της εν λόγω επιχειρήσεως.

35      Τρίτον, διαπιστώνεται ότι, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου η χρέωση διαφορετικών τιμών αφορά αποκλειστικώς την αγορά επόμενου σταδίου, η επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση δεν έχει, κατ’ αρχήν, κανένα συμφέρον να εκτοπίσει από την αγορά επόμενου σταδίου έναν από τους εμπορικούς εταίρους της. Εν πάση περιπτώσει, η δικογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο δεν περιέχει καμία ένδειξη ότι η GDA επιδίωκε τέτοιο σκοπό.

36      Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει, με βάση το όλο σκεπτικό που προεκτέθηκε, κατά πόσον η τιμολογιακή διαφοροποίηση στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορούσε να περιαγάγει την MEO σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό.

37      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο όρος «μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι, όταν πρόκειται για κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση η οποία χρεώνει τιμές που εισάγουν διάκριση μεταξύ των εμπορικών της εταίρων στην αγορά επόμενου σταδίου, αναφέρεται στην περίπτωση εκείνη όπου η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να επιφέρει στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των εμπορικών αυτών εταίρων. Για να διαπιστωθεί τέτοια «μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό» δεν απαιτείται μεν να αποδειχθεί πραγματική και ποσοτικοποιήσιμη επιδείνωση της ανταγωνιστικής θέσεως, πλην όμως η ως άνω διαπίστωση πρέπει να στηρίζεται σε ανάλυση όλων των κρίσιμων περιστάσεων της εκάστοτε περιπτώσεως, από την οποία να συνάγεται ότι η συμπεριφορά αυτή επηρεάζει το κόστος, τα κέρδη ή άλλο σχετικό συμφέρον ενός ή περισσοτέρων από τους εμπορικούς εταίρους, με αποτέλεσμα να θίγει την ανταγωνιστική θέση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

38      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Ο όρος «μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό», κατά το άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι, όταν πρόκειται για κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση η οποία χρεώνει τιμές που εισάγουν διάκριση μεταξύ των εμπορικών της εταίρων στην αγορά επόμενου σταδίου, αναφέρεται στην περίπτωση εκείνη όπου η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να επιφέρει στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των εμπορικών αυτών εταίρων. Για να διαπιστωθεί τέτοια «μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό» δεν απαιτείται μεν να αποδειχθεί πραγματική και ποσοτικοποιήσιμη επιδείνωση της ανταγωνιστικής θέσεως, πλην όμως η ως άνω διαπίστωση πρέπει να στηρίζεται σε ανάλυση όλων των κρίσιμων περιστάσεων της εκάστοτε περιπτώσεως, από την οποία να συνάγεται ότι η συμπεριφορά αυτή επηρεάζει το κόστος, τα κέρδη ή άλλο σχετικό συμφέρον ενός ή περισσοτέρων από τους εμπορικούς εταίρους, με αποτέλεσμα να θίγει την ανταγωνιστική θέση.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.