Language of document : ECLI:EU:T:1998:177

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 16ης Ιουλίου 1998 (1)

«Ανεξάρτητοι διερμηνείς συνεδρίων — Νόμιμος χαρακτήρας της υπαγωγής τουςστον κοινοτικό φόρο»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-202/96 και T-204/96,

Andrea von Löwis και Marta Alvarez-Cotera, διερμηνείς συνεδρίων, κάτοικοιΓενεύης (Ελβετία), εκπροσωπούμενες από τον Gerard van der Wal, δικηγόροΒρυξελλών παρά τω Hoge Raad der Nederlanden, με αντίκλητο στοΛουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

ενάγουσες,

της δεύτερης εξ αυτών υποστηριζομένης από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον ΕrnstRöder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, Bόννη(Γερμανία),

παρεμβαίνουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον PeterOliver, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον CarlosGómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

εναγομένης,

που έχει ως αντικείμενο την επιστροφή του κοινοτικού φόρου που παρακρατείται,από την 1η Ιανουαρίου 1989, από την αμοιβή των εναγουσών,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τη V. Tiili, Πρόεδρο, και τους C. P. Briët, K. Lenaerts, A. Potockiκαι J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: A. Mair, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 5ης Μαΐου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Νομικό πλαίσιο των διαφορών

1.
    Σύμφωνα με το άρθρο 13 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών τωνΕυρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 8ης Απριλίου 1965 (στο εξής: πρωτόκολλο):

«Επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών που καταβάλλουν οι Κοινότητεςστους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό τους επιβάλλεται φόρος υπέρ τωνΚοινοτήτων σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία που καθορίζονται από τοΣυμβούλιο προτάσει της Επιτροπής.

Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό απαλλάσσονται από την επιβολήεσωτερικών φόρων επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών πουκαταβάλλονται από τις Κοινότητες.»

2.
    Από το 1970 η Επιτροπή έχει συνάψει με την Association internationale desinterprètes de conférence (διεθνή ένωση διερμηνέων συνεδρίων, στο εξής: AIIC)πενταετείς συμβάσεις-πλαίσια (στο εξής: συμβάσεις-πλαίσια) με τις οποίεςκαθορίζονται οι όροι εργασίας και το οικονομικό καθεστώς των ανεξαρτήτωνδιερμηνέων συνεδρίων που προσλαμβάνονται για τις ανάγκες των κοινοτικώνοργάνων.

3.
    Δυνάμει του άρθρου τους 1, πρώτο εδάφιο, οι συμβάσεις-πλαίσια «εφαρμόζονται,ασχέτως τόπου εργασίας, επί των ανεξαρτήτων διερμηνέων συνεδρίων που

προσλαμβάνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταιστη ρύθμιση σχετικά με τους διερμηνείς συνεδρίων, η οποία εφαρμόζεται από τοόργανο στο οποίο αυτοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους.»

4.
    Στο προοίμιο της συμβάσεως-πλαίσιο που συνάφθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1988 (στοεξής: σύμβαση-πλαίσιο του 1988) οι συμβαλλόμενοι επισήμαναν ότι το ΕυρωπαϊκόΚοινοβούλιο επιβάλλει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 78 του Καθεστώτος πουεφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής:ΚΛΠ), στους προσλαμβανόμενους για λογαριασμό τους ανεξάρτητους διερμηνείςτην καταβολή κοινοτικού φόρου. Κατά συνέπεια, οι υπογράψαντες τη σύμβαση-πλαίσιο του 1988 έκριναν ευκταίο, «σε αναφορά μόνο προς τις φορολογικέςδιατάξεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 78 του ΚΛΠ, ναδιασφαλίσουν την ισότητα μεταχειρίσεως, στον φορολογικό τομέα, μεταξύ όλωντων ανεξαρτήτων διερμηνέων».

5.
    Επομένως, στο άρθρο 8 της συμβάσεως-πλαισίου του 1988, η οποία άρχισε ναισχύει την 1η Ιανουαρίου 1989, ορίστηκε:

«Οι προσλαμβανόμενοι από την Επιτροπή για λογαριασμό όλων των οργάνων τηςΚοινότητας ανεξάρτητοι διερμηνείς υπόκεινται στον υπέρ των Κοινοτήτων φόροπου έχει θεσπιστεί με το άρθρο 13 του [πρωτοκόλλου].

Δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου, πλην παρεκκλίσεωςεπιτρεπομένης από το οικείο όργανο, οι μη υπήκοοι κράτους μέλους τηςΚοινότητας.»

6.
    Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη περίπτωση των ανεξαρτήτωνδιερμηνέων που κατοικούν σε τρίτο κράτος, προστέθηκε στο άρθρο 8 τηςσυμβάσεως-πλαισίου που συνάφθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1994, για την περίοδοαπό 1 Ιανουαρίου 1994 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1998 (στο εξής: σύμβαση-πλαίσιο του1994), ένα τρίτο εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση φορολογήσεως, εντός τρίτης χώρας, της καταβαλλομένης από τηνΕπιτροπή αμοιβής και κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, επιστρέφεται στονανεξάρτητο διερμηνέα, κατόπιν υποβολής δικαιολογητικών και μέχρι το ύψος τουποσού που αντιστοιχεί στον εθνικό φόρο, το ποσό του προεισπραχθέντοςκοινοτικού φόρου.»

7.
    Σχετικά με τη διευθέτηση των ατομικών διαφορών, το άρθρο 23 αυτών τωνσυμβάσεων-πλαισίων ορίζει ότι, σε περίπτωση που η διαφορά δεν κατέστη δυνατόνα ρυθμιστεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως ένδικης προσφυγής διαδικασίαςτου άρθρου 22, ο ανεξάρτητος διερμηνέας μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο,το οποίο είναι, βάσει των συμβάσεων προσλήψεως, αρμόδιο κατ' εφαρμογήν τωνάρθρων 42 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 181 της Συνθήκης ΕΚ και 153 της ΣυνθήκηςΕΚΑΕ.

8.
    Το άρθρο 23, δεύτερο εδάφιο, ορίζει ότι επί των συμβατικών σχέσεων μεταξύ τουανεξάρτητου διερμηνέα και του οργάνου εφαρμόζεται, υπό την επιφύλαξη τωνδιατάξεων της συμβάσεως-πλαισίου και των παραρτημάτων της καθώς και αυτώντων ατομικών συμβάσεων προσλήψεως, το βελγικό δίκαιο.

9.
    Στην πράξη, οι ανεξάρτητοι διερμηνείς συνεδρίων προσλαμβάνονται, με σύντομηδιαδικασία, τηλεφωνικώς ή διά τηλεομοιοτυπίας, για διάστημα που συνήθωςπεριορίζεται σε λίγες ημέρες. Στη συνέχεια, η σύμβαση επισημοποιείται μεγραπτή επιβεβαίωση που υπογράφεται από τους δύο συμβαλλομένους.

10.
    Αυτή η επιβεβαίωση διευκρινίζει ότι η πρόσληψη διέπεται, αφενός, από τησχετική με τους ανεξάρτητους διερμηνείς συνεδρίων ρύθμιση που έχει θεσπιστείαπό το όργανο στο οποίο ο ενδιαφερόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του και,αφετέρου, από την ισχύουσα σύμβαση-πλαίσιο. Η επιβεβαίωση παραπέμπειεπίσης στην παρέχουσα αρμοδιότητα στο Δικαστήριο ρήτρα του άρθρου 23 αυτήςτης συμβάσεως-πλαισίου.

Το ιστορικό των διαφορών

11.
    Η von Löwis είναι Γερμανίδα ενώ η Alvarez-Cotera είναι Ισπανο-ελβετίδα.Κατοικούν στην Ελβετία από το 1964 και 1970 αντιστοίχως. Αμφότερεςεργάζονται ως ανεξάρτητοι διερμηνείς για λογαριασμό των οργάνων τηςΚοινότητας, η μεν von Löwis από το 1973, για 125 έως 135 ημέρες ετησίως, η δεAlvarez-Cotera από τον Μάρτιο του 1986, για 40 έως 50 περίπου ημέρες ετησίως.

12.
    Δεδομένου ότι η Επιτροπή παρακρατεί, από την 1η Ιανουαρίου 1989, τονκοινοτικό φόρο επί των αμοιβών των ανεξαρτήτων διερμηνέων, οι ενάγουσες είναιδυνατό να υποστούν διπλή επιβάρυνση στην αμοιβή αυτή λόγω της δυνατότηταςυπαγωγής τους στον ελβετικό φόρο εισοδήματος.

13.
    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 22 της συμβάσεως-πλαισίου του 1994, οι Alvarez-Cotera και von Löwis ζήτησαν από την Επιτροπή, αντιστοίχως στις 23 Απριλίου1996 και στις 8 Ιουλίου 1996, την επιστροφή του κοινοτικού φόρου που έχουνκαταβάλει από το 1989.

14.
    Κατόπιν της αρνητικής απαντήσεως του διευθυντή της διευθύνσεως«Συνεδριάσεις» της κοινής υπηρεσίας «Διερμηνεία-συνεδριάσεις», οι ενάγουσεςυπέβαλαν όμοιες αιτήσεις στους αρμόδιους γενικούς διευθυντές.

15.
    Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν, με αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου και της21ης Οκτωβρίου 1996, με το αιτιολογικό ότι οι ενάγουσες είχαν παράσχει, πριναπό το 1994, τις υπηρεσίες τους ως διερμηνείς έχοντας πλήρη γνώση τωνσυμβάσεων-πλαισίων που είχαν συναφθεί με την AIIC και ότι το άρθρο 8, τρίτοεδάφιο, της συμβάσεως-πλαισίου του 1994 δεν μπορούσε να συνεπάγεταιαποτελέσματα παρά μόνο για τις υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί ύστερα από το1994. Για την επιστροφή του βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως κοινοτικού

φόρου, η Επιτροπή ζήτησε την προσκόμιση αποδείξεων σχετικά με τις καταβολέςπρος τις ελβετικές δημοσιονομικές αρχές.

Διαδικασία

16.
    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στην Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9Δεκεμβρίου 1996, οι ενάγουσες άσκησαν τις υπό κρίση αγωγές περί επιστροφήςτου κοινοτικού φόρου.

17.
    Στις 22 Μαΐου 1997 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέβαλε αίτησηπαρεμβάσεως υπέρ της ενάγουσας στην υπόθεση Τ-204/96. Η αίτηση αυτή έγινεδεκτή με διάταξη της 11ης Ιουλίου 1997.

18.
    Με διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 1997 αποφασίστηκε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου50 του Κανονισμού Διαδικασίας, η συνεκδίκαση των υποθέσεων Τ-202/96 καιΤ-204/96 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινήςαποφάσεως.

19.
    Μολονότι οι υποθέσεις ανατέθηκαν στο τρίτο τμήμα, στη συνέχειαπαραπέμφθηκαν, με απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Φεβρουαρίου 1998,σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 51 του Κανονισμού Διαδικασίας,στο τρίτο πενταμελές τμήμα.

20.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελέςτμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο τωνμέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή νατου προσκομίσει ορισμένα στοιχεία.

21.
    Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις θέσεις τους και απάντησαν στιςπροφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαΐου1998.

Αιτήματα των διαδίκων

22.
    Οι ενάγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

—    να κηρύξει παραδεκτές τις αγωγές·

—    να ακυρώσει τις αποφάσεις, αντιστοίχως, της 25ης Σεπτεμβρίου και της21ης Οκτωβρίου 1996·

—    να κηρύξει παράνομη την επιβολή κοινοτικού φόρου στις ενάγουσες και/ήνα ακυρώσει το άρθρο 8 της συμβάσεως-πλαισίου·

—    να διατάξει την επιστροφή του κοινοτικού φόρου που έχει παρακρατηθείαπό την Επιτροπή και/ή καταβληθεί από τις ενάγουσες ύστερα από την 1ηΙανουαρίου 1989 και μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως επίτης αγωγής, εντόκως προς 8 % ή νομιμοτόκως·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

23.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει τις αγωγές·

—    να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

24.
    Η παρεμβαίνουσα στην υπόθεση Τ-204/96 ζητεί από το Πρωτοδικείο να δεχθεί τοαίτημα επιστροφής του κοινοτικού φόρου.

Όσον αφορά τη νομική φύση της εργασιακής σχέσεως των εναγουσών

25.
    Είναι δεδομένο και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι οι ενάγουσες, ωςπρόσθετοι διερμηνείς οι οποίοι προσλαμβάνονται βάσει συμβάσεων βραχείαςδιαρκείας οι οποίες ανανεώνονται τακτικώς από έτους εις έτος, δεν πρέπει ναθεωρούνται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την έννοια του ΚΛΠ(αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, 43/84, Maag κατά Επιτροπής,Συλλογή 1985, σ. 2581, σκέψη 23, και 111/84, Cantisani, Συλλογή 1985, σ. 2671,σκέψη 13), αλλά αντισυμβαλλόμενοι συνδεόμενοι προς την Επιτροπή με σχέσηιδιωτικού δικαίου διεπόμενη, δυνάμει του άρθρου 23 των συμβάσεων-πλαισίων,από το βελγικό δίκαιο όσον αφορά οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο δεν ρυθμίζεταιαπό τις ατομικές συμβάσεις προσλήψεως και τις συμβάσεις-πλαίσια.

26.
    Επομένως, οι υπό κρίση αγωγές στηρίζονται σε σύμβαση.

Επί του παραδεκτού

Επί της ενστάσεως αναρμοδιότητας του Πρωτοδικείου

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

27.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επίτων δύο αγωγών στο μέτρο που αυτές αφορούν συμβάσεις οι οποίες συνάφθηκανπριν από την 1η Αυγούστου 1993 και θα έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενοχωριστής αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Πράγματι, η απόφαση93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993, για τηντροποποίηση της αποφάσεως 88/591//ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ περί ιδρύσεωςΠρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 144, σ. 21, στο εξής: απόφασητου Συμβουλίου), έχει περιορίσει, με το άρθρο της 3, δεύτερο εδάφιο, τηναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου όσον αφορά την εκδίκαση αγωγών ασκουμένων,

όπως συμβαίνει εν προκειμένω, από φυσικά πρόσωπα δυνάμει ρήτραςπαρέχουσας αρμοδιότητα, μόνο στις διαφορές που έχουν σχέση με την εκτέλεσησυμβάσεων συναφθεισών ύστερα από τη θέση της σε ισχύ, την 1η Αυγούστου1993.

28.
    Οι ενάγουσες, υποστηριζόμενες, κατ' ουσίαν, από την παρεμβαίνουσα, αντιτείνουνότι το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο προς εκδίκαση των αγωγών τους, εφόσον αυτέςασκήθηκαν ύστερα από τη θέση σε ισχύ της συμβάσεως-πλαισίου του 1994 καιεφόσον αφορούν μια διαρκή με την Επιτροπή έννομη σχέση συγκείμενη απόπολλές συμβάσεις βραχείας διαρκείας, που δεν θα ήταν ενδεδειγμένο να ληφθούνυπόψη χωριστά.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

29.
    Οι υπό κρίση αγωγές θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της εισπράξεως τουκοινοτικού φόρου που πραγματοποιήθηκε δυνάμει των δύο συμβάσεων-πλαισίωνπου ίσχυσαν, αντιστοίχως, από το 1989 έως το 1994 και από το 1994 έως το 1998,επί των αμοιβών που η Επιτροπή κατέβαλε στις ενάγουσες σε εκτέλεσηδιαδοχικών ατομικών συμβάσεων που ήσαν κατ' ουσίαν όμοιες και συνάφθηκανμετά την 1η Ιανουαρίου 1989.

30.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι σύμφωνη προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνηςκαι προς την ένδικη προστασία των εναγουσών να εκδικάσει το Πρωτοδικείο όλεςτις διαφορές, ασχέτως του αν οι ατομικές συμβάσεις προσλήψεως συνάφθηκανπριν ή μετά τη θέση σε ισχύ της αποφάσεως του Συμβουλίου (βλ. την απόφασητου Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 1982, 109/81, Porta κατά Επιτροπής, Συλλογή1982, σ. 2469, σκέψη 10).

31.
    Επομένως, η προταθείσα από την Επιτροπή ένσταση αναρμοδιότητας πρέπει νααπορριφθεί.

Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που αντλείται από σύγχυση των ενδίκων μέσων

32.
    Η Επιτροπή προσάπτει κατ' ουσίαν στις ενάγουσες ότι παραγνωρίζουν τηθεμελιώδη διάκριση μεταξύ αγωγής εκ συμβάσεως και προσφυγής ακυρώσεως.Ειδικότερα, οι ενάγουσες δεν μπορούν ούτε να χαρακτηρίζουν ως αποφάσεις τιςπράξεις της Επιτροπής με τις οποίες περατώθηκε η συμβατικώς επιβαλλομένη προτης ασκήσεως ένδικης προσφυγής διαδικασία ούτε να ζητούν την ακύρωσή τους.

33.
    Οι ενάγουσες αντιτείνουν ότι η διαφορά τους δεν μπορεί να περιοριστεί σε μιαιδιωτικής φύσεως διαφορά εφόσον η Επιτροπή, προβαίνοντας παρανόμως στηνείσπραξη του κοινοτικού φόρου, συμπεριφέρθηκε όχι ως αντισυμβαλλόμενος αλλάως δημόσια αρχή.

34.
    Το Πρωτοδικείο δεν μπορεί παρά να περιοριστεί στη διαπίστωση ότι οιενάγουσες, όπως προκύπτει από τα αιτήματά τους, ζητούν, σύμφωνα με τησυμβατική φύση των υπό κρίση διαφορών, να υποχρεώσει την Επιτροπή να τουςεπιστρέψει τον κοινοτικό φόρο, προβάλλοντας την έλλειψη νομικής βάσεως τωνδιατάξεων των συμβάσεων-πλαισίων σε σχέση με τις οποίες πραγματοποιήθηκανοι κρατήσεις φόρου.

35.
    Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Επί των ενστάσεων απαραδέκτου που αντλούνται από την παράβαση τωνδικονομικών κανόνων

36.
    Η Επιτροπή παρατηρεί, πρώτον, ότι οι ενάγουσες παρέλειψαν, κατά παράβασητου άρθρου 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας, να επισυνάψουνστο δικόγραφό τους αντίγραφο όλων των συμβάσεων προσλήψεως πουπεριλαμβάνουν την περί απονομής αρμοδιότητας ρήτρα.

37.
    Οι ενάγουσες αντιτείνουν ότι έχουν δεόντως καταθέσει, μαζί με το δικόγραφο τηςαγωγής, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη, τόσο τις ισχύουσες συμβάσεις-πλαίσια όσο και αντίγραφο των συμβάσεών τους προσλήψεως.

38.
    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι ενάγουσες έχουν νομοτύπως επισυνάψει στοδικόγραφό τους αγωγής αντίγραφο της συμβάσεως προσλήψεως που περιέχει τηρήτρα διαιτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 5α, τουΚανονισμού Διαδικασίας, και ότι ουδόλως υποχρεούνταν, λόγω της ουσιαστικήςταυτότητας των διατάξεών τους, να προσκομίσουν όλες τις διαδοχικώςσυναφθείσες συμβάσεις προσλήψεως.

39.
    Δεύτερον, η Επιτροπή προσάπτει στις ενάγουσες ότι δεν προσδιόρισαν επακριβώςτο ύψος του κοινοτικού φόρου που εισπράχθηκε επί της αμοιβής τους.

40.
    Οι ενάγουσες παρατηρούν ότι αμφισβητούν την ίδια την αρχή της επιβολήςκοινοτικού φόρου επί της αμοιβής τους και ότι η έλλειψη μνείας του ακριβούςύψους του ποσού δεν μπορεί να συνεπάγεται το απαράδεκτο των αγωγών τους.

41.
    Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι εγκύρως του έχει ζητηθεί να αποφανθεί τόσο επί τηςίδιας αρχής του θεμιτού των εισπράξεων κοινοτικού φόρου που έχειπραγματοποιήσει η Επιτροπή όσο και επί των αιτημάτων επιστροφής. Πράγματι,δεν αμφισβητείται ότι τα εν λόγω αιτήματα αφορούν ποσά τα οποία η ίδια ηΕπιτροπή έχει παρακρατήσει και των οποίων το ύψος είναι οπωσδήποτε σε θέσηνα προσδιορίσει.

42.
    Τρίτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι ενάγουσες ούτε καν προσπάθησαν ναυποδείξουν τον κανόνα δικαίου που τους επιτρέπει να αμφισβητούν το άρθρο 8των δύο ασκουσών επιρροή συμβάσεων-πλαισίων, και τούτο κατά πρόδηληπαράβαση της υποχρεώσεώς τους, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1,

στοιχείο γ´, του Κανονισμού Διαδικασίας, σχετικά με την «συνοπτική έκθεση τωνισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση».

43.
    Αντιθέτως, οι ενάγουσες φρονούν ότι έχουν ορθώς εκθέσει τους λόγους για τουςοποίους θεωρούν ότι κακώς η Επιτροπή εφάρμοσε επ' αυτών το άρθρο 8 τωνσυμβάσεων-πλαισίων.

44.
    Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι οι ενάγουσες έχουν σαφώς εκθέσει,επικαλούμενες τις ασκούσες επιρροή διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, την άποψήτους ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να προβεί στις επίδικες παρακρατήσειςφόρου.

45.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ενστάσεις απαραδέκτου που αντλούνται από τηνπαράβαση των κανόνων του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να απορριφθούν.

Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που αντλείται από τη συναίνεση των εναγουσώνστην είσπραξη του κοινοτικού φόρου

46.
    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι ενάγουσες αποδέχθηκαν την υπαγωγή τους, ύστερααπό το 1989, στον κοινοτικό φόρο και ότι τώρα επιχειρούν να πετύχουν τηνεπιστροφή του κοινοτικού φόρου, αφού άφησαν να παρέλθουν αρκετά έτη πρινασκήσουν την αγωγή τους.

47.
    Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι επιβάλλεται να αποφανθεί επί της ενστάσεως αυτήςκατά την εξέταση της ουσίας της διαφοράς, της οποίας η εν λόγω ένστασηαποτελεί αναπόσπαστο μέρος.

Επί της ουσίας

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

48.
    Οι ενάγουσες, υποστηριζόμενες κατ' ουσίαν από την παρεμβαίνουσα στηνυπόθεση Τ-204/96, επισημαίνουν ότι, με βάση το άρθρο 13 του πρωτοκόλλου, τοΣυμβούλιο προέβλεψε με τον κανονισμό του (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 260/68, της29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολήςτου φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ.01/001, σ. 115), τις προϋποθέσεις και λοιπές λεπτομέρειες σχετικά με την επιβολήτου κοινοτικού φόρου επί των αμοιβών που καταβάλλουν οι Κοινότητες στουςυπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό τους.

49.
    Δεδομένου ότι οι ανεξάρτητοι διερμηνείς δεν αποτελούν ούτε υπαλλήλους ούτελοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων, κατά την έννοια του ΚΛΠ, η Επιτροπή υπέπεσεσε πρόδηλη νομική πλάνη παρακρατώντας τον κοινοτικό φόρο από την αμοιβήτους βάσει του άρθρου 8 των συμβάσεων-πλαισίων, και τούτο ληφθέντος υπόψη

ότι οι εν λόγω συμβάσεις συνάφθηκαν με διεθνή ένωση ιδιωτικού δικαίου καιδιέπονται από το αστικό δίκαιο.

50.
    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η βάση της υπαγωγής στον κοινοτικό φόρο τωνανεξαρτήτων διερμηνέων είναι συμβατική, οπότε, λόγω της αρχής pacta suntservanda, οι ενάγουσες δεν μπορούν να αμφισβητούν, ελλείψει δόλου, πλάνης,εξαναγκασμού ή άλλων παρομοίων περιστάσεων, το θεμιτό των συμβάσεών τους.Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 8 των συμβάσεων-πλαισίων είναιαδιαχώριστο από τις άλλες διατάξεις τους.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

51.
    Με το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, του πρωτοκόλλου θεσπίστηκε, υπέρ τωνΚοινοτήτων, φόρος επί των αμοιβών που οι Κοινότητες καταβάλλουν στουςυπαλλήλους και λοιπό προσωπικό τους.

52.
    Με βάση τη διάταξη αυτή, το άρθρο 2 του προπαρατεθέντος κανονισμού 260/68υπάγει σ' αυτόν τον κοινοτικό φόρο τα πρόσωπα που υπόκεινται στον ΚΥΚ ή στοΚΛΠ, με εξαίρεση τους τοπικούς υπαλλήλους.

53.
    Εφόσον οι ενάγουσες δεν μπορούν, ως ανεξάρτητοι διερμηνείς, να θεωρηθούνούτε μόνιμοι υπάλληλοι ούτε λοιπό, κατά την έννοια του ΚΛΠ, προσωπικό, ηΕπιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να εισπράττει τον κοινοτικό φόρο επί τωναμοιβών που έχει καταβάλει στις ενδιαφερόμενες μετά την 1η Ιανουαρίου 1989.

54.
    Εξάλλου, από την οικονομία του άρθρου 13 του πρωτοκόλλου προκύπτει ότι ηυπαγωγή, δυνάμει του πρώτου εδαφίου του, των υπαλλήλων και του λοιπούπροσωπικού των Κοινοτήτων στον κοινοτικό φόρο, για τις αμοιβές που τουςκαταβάλλονται από τις Κοινότητες, συνεπάγεται, κατ' ανάγκη, σύμφωνα με τοδεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, την απαλλαγή των ενδιαφερομένων, για τιςίδιες αυτές αμοιβές, από εσωτερικούς φόρους.

55.
    Η αρχή αυτή διασαφηνίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο α´, του κανονισμού (Ευρατόμ,ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 549/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί καθορισμούτων κατηγοριών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στους οποίουςεφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις του πρωτοκόλλου (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 124),όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, σύμφωνα με το οποίο μόνο στα υποκείμεναστον ΚΥΚ ή στον ΚΛΠ πρόσωπα εφαρμόζονται οι ευεργετικές διατάξεις τουάρθρου 13, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου, με εξαίρεση τους τοπικούςυπαλλήλους.

56.
    Επομένως, οι καταβαλλόμενες από την Επιτροπή στις ενάγουσες αμοιβέςεμπίπτουν στη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών μελών.

57.
    Στο μέτρο αυτό, η Επιτροπή, προβαίνοντας στις επίδικες εισπράξεις κοινοτικούφόρου, παραγνώρισε επίσης τη δημοσιονομική αρμοδιότητα που έχουν διατηρήσειτα κράτη μέλη.

58.
    Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτά τα αιτήματα των εναγουσών περί επιστροφής,χωρίς να παρίσταται ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι αντιρρήσεις που η Επιτροπήάντλησε από την προβαλλόμενη συγκατάθεση των εναγουσών στην είσπραξη τουκοινοτικού φόρου και από το αδιαίρετο των όρων των συμβάσεων-πλαισίων (βλ.ανωτέρω σκέψη 50). Πράγματι, ούτε η βούληση των συμβαλλομένων σε μιασύμβαση ούτε η σταθερότητα αυτής μπορούν εγκύρως να προβάλλονται προςεπίτευξη εκτελέσεως ή διατηρήσεως αθεμίτων υποχρεώσεων.

59.
    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επιστρέψειστις ενάγουσες τα χαρακτηρισθέντα ως κοινοτικό φόρο ποσά που παρανόμωςεισέπραξε επί των καταβαλλομένων μετά την 1η Ιανουαρίου 1989 αμοιβών, πλέοντόκων υπερημερίας, με το ισχύον στο Βέλγιο νόμιμο επιτόκιο, από την ημερομηνίατης πρώτης αιτήσεως επιστροφής που υπέβαλε, αντιστοίχως, κάθε μία από τιςενάγουσες (βλ. ανωτέρω σκέψη 13), μέχρις εξοφλήσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

60.
    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείςδιάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντοςδιαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί, σύμφωναμε τα αιτήματα των εναγουσών, στα δικαστικά έξοδα.

61.
    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, παρεμβαίνουσα στην υπόθεσηΤ-204/96, φέρει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο,του Κανονισμού Διαδικασίας, τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Υποχρεώνει την Επιτροπή να επιστρέψει στις ενάγουσες ταχαρακτηριζόμενα ως κοινοτικός φόρος ποσά που έχει εισπράξει επί τωνκαταβαλλομένων σ' αυτές αμοιβές από την 1η Ιανουαρίου 1989, πλέοντόκων υπερημερίας, με το ισχύον στο Βέλγιο νόμιμο επιτόκιο, από τηνημερομηνία της πρώτης αιτήσεως επιστροφής που υποβλήθηκε,αντιστοίχως, από κάθε μία από τις ενάγουσες, μέχρις εξοφλήσεως.

2)    Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, τα αιτήματα των εναγουσών.

3)    Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

4)    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικά τηςδικαστικά έξοδα.

Tiili
Briët
Lenaerts

Potocki

Cooke

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιουλίου 1998.

Ο Γραμματέας

Η Πρόεδρος

H. Jung

V. Tiili


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.