Language of document : ECLI:EU:C:2013:684

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 24ης Οκτωβρίου 2013 (*)

«Ιθαγένεια της Ένωσης — Άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ — Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής — Υπήκοος κράτους μέλους — Συνέχιση των σπουδών σε άλλο κράτος μέλος — Σπουδαστικό επίδομα — Προϋποθέσεις — Διάρκεια εκπαιδεύσεως ίση ή μεγαλύτερη των δύο ετών — Απόκτηση επαγγελματικού τίτλου»

Στην υπόθεση C‑275/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Hannover (Γερμανία) με απόφαση της 22ας Μαΐου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουνίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Samantha Elrick

κατά

Bezirksregierung Köln,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, A. Ó Caoimh (εισηγητή), C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Μαρτίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη V. P. Jørgensen και τον C. Thorning,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και D. Roussanov,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ.

2        Η συγκεκριμένη αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς μεταξύ της S. Elrick, Γερμανίδας υπηκόου, και της Bezirksregierung Köln (τοπικής διοικητικής αρχής της Κολωνίας) με αντικείμενο την άρνηση της δεύτερης να χορηγήσει στην πρώτη σπουδαστικό επίδομα για τη σχολική εκπαίδευσή της στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Υπό τον τίτλο «Αρχή», το άρθρο 1 του ομοσπονδιακού νόμου περί παροχής ατομικών κινήτρων για την εκπαίδευση [Bundesgesetz über individuelle Förderung der Ausbildung (Bundesausbildungsförderungsgesetz)], όπως τροποποιήθηκε, στις 23 Δεκεμβρίου 2007, με την εικοστή δεύτερη τροποποίηση του ομοσπονδιακού νόμου σχετικά με την παροχή ατομικών κινήτρων για την εκπαίδευση (BGB1. Ι, σ. 3254, στο εξής: BAföG), ορίζει τα εξής:

«Με τον παρόντα νόμο παρέχεται δικαίωμα ατομικού σπουδαστικού επιδόματος για σπουδές που αντιστοιχούν στα ενδιαφέροντα, τις ικανότητες και τα αποτελέσματα του σπουδαστή σε περίπτωση που αυτός δεν διαθέτει από άλλες πηγές τα αναγκαία για τη συντήρηση και την εκπαίδευσή του μέσα.»

4        Υπό τον τίτλο «Εκπαιδευτικά ιδρύματα», το άρθρο 2 του BAföG προβλέπει:

«1.      Σπουδαστικό επίδομα χορηγείται για τη φοίτηση σε:

1)      εκπαιδευτικά ιδρύματα δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως [“weiterführende allgemeinbildende Schulen”] και τεχνικές σχολές [“Berufsfachschulen”], συμπεριλαμβανομένων όλων των τύπων βασικής επαγγελματικής καταρτίσεως, από τη 10η τάξη [η οποία αντιστοιχεί στο δέκατο έτος της σχολικής εκπαιδεύσεως] καθώς και σε δευτεροβάθμιες εμπορικές και τεχνικές σχολές [“Fach- und Fachoberschulklassen”], η φοίτηση στα οποία δεν προϋποθέτει προηγούμενη επαγγελματική κατάρτιση, εφόσον ο σπουδαστής πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 1a,

2)      τεχνικά λύκεια και ιδρύματα επαγγελματικής καταρτίσεως [“Berufsfachschulklassen und Fachschulklassen”], η παρακολούθηση των οποίων δεν προϋποθέτει την προηγούμενη επαγγελματική κατάρτιση, εφόσον οδηγούν στην απόκτηση επαγγελματικού διπλώματος μετά την παρακολούθηση προγραμμάτων διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών,

[…]

Καθοριστικής σημασίας για την κατάταξη είναι το είδος και το περιεχόμενο των σπουδών. Το σπουδαστικό επίδομα χορηγείται σε περίπτωση που οι σπουδές πραγματοποιούνται σε δημόσιο εκπαιδευτικό φορέα —πλην των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του ιδιωτικού τομέα— ή σε ισότιμο ιδιωτικό ίδρυμα [“Ersatzschule”].

[…]

1a. Σπουδαστικό επίδομα για φοίτηση στα προβλεπόμενα στο άρθρο 1, παράγραφος 1, εκπαιδευτικά ιδρύματα χορηγείται μόνον εφόσον ο σπουδαστής δεν διαμένει με τους γονείς του και

1)      δεν υπάρχει σε εύλογη απόσταση από τη κατοικία των γονέων αντίστοιχο εκπαιδευτικό ίδρυμα,

[…]

5.      Σπουδαστικό επίδομα χορηγείται μόνον εφόσον η φοίτηση διαρκεί τουλάχιστον ένα σχολικό ή ακαδημαϊκό εξάμηνο και προϋποθέτει γενικώς την πλήρη ενασχόληση του σπουδαστή. […]»

5        Κατά το άρθρο 4 του BAföG τα σπουδαστικά επιδόματα χορηγούνται για σπουδές στη Γερμανία, υπό την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 6 του εν λόγω νόμου.

6        Το άρθρο 5 του BAföG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκπαίδευση στο εξωτερικό», έχει ως εξής:

«1.      Η κατοικία κατά την έννοια του παρόντος νόμου βρίσκεται στον τόπο που αποτελεί το σταθερό κέντρο των βιοτικών σχέσεων του ενδιαφερομένου, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη βουλήσεως για μόνιμη εγκατάσταση· πρόσωπο το οποίο διαμένει σ’ έναν τόπο με αποκλειστικό σκοπό τις σπουδές δεν θεωρείται ότι έχει στον τόπο αυτό την κατοικία του.

2.      Σε σπουδαστές οι οποίοι έχουν την κατοικία τους στη γερμανική επικράτεια και πραγματοποιούν σπουδές σε εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής, σπουδαστικό επίδομα χορηγείται αν:

[…]

3)      ο σπουδαστής […] αρχίζει ή συνεχίζει τις σπουδές του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ελβετίας.

[...]

4.      […] Το άρθρο 2, παράγραφος 3 εφαρμόζεται μόνον στην περίπτωση σπουδών σε εκπαιδευτικά ιδρύματα ισότιμων με προγράμματα τεχνικού λυκείου [“Berufsfachschulklassen”], δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, περίπτωση 2, ινστιτούτα επαγγελματικής καταρτίσεως [“höhere Fachschulen”], ανώτερα τεχνικά επαγγελματικά ιδρύματα [“Akademien”] ή ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα [“Hochschulen”]. Η ισοτιμία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως [του σπουδαστικού επιδόματος].»

 Ιστορικό της διαφοράς και προδικαστικό ερώτημα

7        Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η S. Elrick, Γερμανίδα υπήκοος, η οποία γεννήθηκε στη Γερμανία την 1η Ιουνίου 1989 και κατοικεί στη χώρα αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του BAföG, με τους γονείς της, διαμένει προεχόντως στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1998.

8        Αφότου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της στο Devon (Ηνωμένο Βασίλειο), ενεγράφη από τις 8 Σεπτεμβρίου 2009 σε πρόγραμμα πλήρους φοιτήσεως στο South Devon College για την απόκτηση του διπλώματος «First Diploma in Travel, Level 2». Επρόκειτο περί μονοετούς προγράμματος σπουδών, η παρακολούθηση του οποίου δεν προϋπέθετε προγενέστερη επαγγελματική κατάρτιση. Η S. Elrick κατοικούσε με τους γονείς της στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεώς της και κατά την εγγραφή της στο South Devon College.

9        Στις 5 Ιουλίου 2008, η S. Elrick υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση σπουδαστικού επιδόματος, προκειμένου να πραγματοποιήσει σπουδές στο South Devon College από τον Σεπτέμβριο του 2008.

10      Η Bezirksregierung Köln απέρριψε την εν λόγω αίτηση, με την από 13 Αυγούστου 2008 πράξη, με το αιτιολογικό ότι οι επιλεγείσες από την S. Elrick σπουδές, οι οποίες δεν οδηγούσαν στην απόκτηση επαγγελματικού τίτλου σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σημείο 2, του BAföG, ήταν συγκρίσιμες με μονοετές πρόγραμμα επαγγελματικού προσανατολισμού σε γερμανικό τεχνικό λύκειο («Berufsfachschule») και ότι τέτοιου είδους σπουδές δεν δικαιολογούσαν τη χορήγηση σπουδαστικού επιδόματος για την πραγματοποίηση σπουδών στην αλλοδαπή.

11      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2008 η S. Elrick άσκησε προσφυγή κατά της προαναφερθείσας πράξεως, υποστηρίζοντας ότι η μη χορήγηση σε αυτήν σπουδαστικού επιδόματος ήταν αντίθετη προς τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ. Αν είχε πραγματοποιήσει ανάλογες σπουδές στη Γερμανία, έστω και μονοετούς διάρκειας, θα της είχε χορηγηθεί επίδομα. Καλείται, συνεπώς, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, είτε να παραιτηθεί από το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επιλέγοντας το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο επιθυμεί να πραγματοποιήσει τις σπουδές της, είτε να παραιτηθεί από σπουδαστικό επίδομα που χορηγείται δυνάμει του δικαίου του κράτους καταγωγής. Ως εκ τούτου, περιορίζεται υπέρμετρα το δικαίωμά της στην ελεύθερη κυκλοφορία για λόγους οι οποίοι δεν δικαιολογούνται αντικειμενικώς.

12      Το Verwaltungsgericht Hannover έχει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης εθνικής ρυθμίσεως με τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ. Επισημαίνει, προκαταρκτικώς, όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 2, σημείο 3, του BAföG, ότι ως προς τις σπουδές που πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου στην αλλοδαπή σπουδαστικό επίδομα δεν μπορεί χορηγηθεί, σε περίπτωση φοιτήσεως σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ισοταγές επαγγελματικού λυκείου [«Berufsfachschulklasse»] στη Γερμανία, παρά μόνον αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 2, του BAföG. Κατά τη διάταξη αυτή, οι επίμαχες σπουδές θα οδηγούσαν στην απόκτηση επαγγελματικού τίτλου μετά την ολοκλήρωση διετούς προγράμματος σπουδών. Όσον αφορά το πρόγραμμα που παρακολούθησε η S. Elrick στο Ηνωμένο Βασίλειο, η προϋπόθεση αυτή δεν συνέτρεχε.

13      Κατά το αιτούν δικαστήριο, αν η S. Elrick είχε ολοκληρώσει στη Γερμανία πρόγραμμα συγκρίσιμο των σπουδών που παρακολούθησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα είχε καταρχήν δικαίωμα σε σπουδαστικό επίδομα, δυνάμει των άρθρων 1 και 2, παράγραφος 1, σημείο 1, και 4, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό το άρθρο 2, παράγραφος 1a, σημείο 1, του BAföG.

14      Ειδικότερα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η μετάβαση και η επιστροφή της από την οικία των γονέων της έως το πλησιέστερο ίδρυμα στη Γερμανία που προσέφερε τέτοιου είδους πρόγραμμα θα διαρκούσε περισσότερο από μία ώρα, πράγμα που δεν συνιστούσε, κατά τη σχετική με τον BAföG εγκύκλιο (Verwaltungsvorschriften zum BAföG), εύλογο χρονικό διάστημα. Επομένως, αν η S. Elrick είχε επιλέξει ως τόπο κατοικίας της περιοχή της Γερμανίας στην οποία υπάρχει συγκρίσιμο εκπαιδευτικό ίδρυμα, θα δικαιούνταν καταρχήν σπουδαστικό επίδομα για το συγκεκριμένο πρόγραμμα.

15      Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης εθνικής ρυθμίσεως με το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η χορήγηση επιδόματος για το πρόγραμμα που η S. Elrick παρακολουθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τον BAföG, αντιθέτως προς ό,τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που παρακολουθούσε συγκρίσιμο πρόγραμμα στη Γερμανία, η S. Elrick ήταν υποχρεωμένη να παραιτηθεί από την άσκηση του δικαιώματός της στην ελεύθερη κυκλοφορία χάριν του δικαιώματός της σε σπουδαστικό επίδομα.

16      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Hannover αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στα άρθρα 20 [ΣΛΕΕ] και 21 ΣΛΕΕ εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας δεν χορηγείται σε Γερμανίδα η οποία έχει την κατοικία της στη Γερμανία και φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης το προβλεπόμενο από τον [BAföG] για τη φοίτησή της στο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής σπουδαστικό επίδομα, για τον λόγο ότι οι σπουδές στην αλλοδαπή διαρκούν ένα μόλις έτος, ενώ αυτή θα μπορούσε να είχε λάβει το προβλεπόμενο από τον BAföG σπουδαστικό επίδομα για την πραγματοποίηση ανάλογων σπουδών στη Γερμανία, διάρκειας επίσης ενός έτους;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

17      Με το ως άνω ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη χορήγηση σε υπήκοο έχουσα την κατοικία της στο εν λόγω κράτος μέλος σπουδαστικού επιδόματος για την πραγματοποίηση σπουδών σε άλλο κράτος μέλος από τον όρο οι εν λόγω σπουδές να καταλήγουν στην απόκτηση επαγγελματικού τίτλου αντίστοιχου των απονεμόμενων από τεχνικό λύκειο του χορηγούντος το επίδομα κράτους μέλους, μετά την ολοκλήρωση προγράμματος διάρκειας δύο τουλάχιστον ετών, ενώ θα χορηγούνταν επίδομα στην ενδιαφερόμενη, λόγω της ιδιαιτερότητας της καταστάσεώς της, αν είχε επιλέξει να πραγματοποιήσει εκεί σπουδές ανάλογες αυτών που επιθυμούσε να ακολουθήσει σε άλλο κράτος μέλος, διάρκειας επίσης μικρότερης των δύο ετών.

18      Επιβάλλεται, καταρχάς, η υπόμνηση ότι, ως Γερμανίδα υπήκοος, η S. Elrick έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και μπορεί επομένως να επικαλείται, ακόμη και έναντι του κράτους μέλους καταγωγής της, τα απορρέοντα από την ιδιότητα αυτή δικαιώματα (βλ. αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑192/05, Tas-Hagen και Tas, Συλλογή 2006, σ. I‑10451, σκέψη 19, της 23ης Οκτωβρίου 2007, C‑11/06 και C‑12/06, Morgan και Bucher, Συλλογή 2007, σ. I‑9161, σκέψη 22, καθώς και της 18ης Ιουλίου 2013, C‑523/11 και C‑585/11, Prinz και Seeberger, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών, η οποία παρέχει τη δυνατότητα, στον τομέα εφαρμογής ratione materiae της Συνθήκης ΛΕΕ, σε όσους εξ αυτών τελούν στην ίδια κατάσταση, να τυγχάνουν της ίδιας νομικής μεταχειρίσεως, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους και υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπομένων συναφώς εξαιρέσεων (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, C‑224/98, D’Hoop, Συλλογή 2002, σ. I‑6191, σκέψη 28, της 21ης Φεβρουαρίου 2013, C‑46/12, N, σκέψη 27, καθώς και Prinz και Seeberger, προαναφερθείσα, σκέψη 24).

20      Μεταξύ των καταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνονται, ιδίως, αυτές που άπτονται της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη και της ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ (προαναφερθείσες αποφάσεις Morgan και Bucher, σκέψη 23, καθώς και Prinz και Seeberger, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Συναφώς, μολονότι τα κράτη μέλη είναι αρμόδια, βάσει του άρθρου 165, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση των αντιστοίχων εκπαιδευτικών συστημάτων τους, πρέπει, εντούτοις, να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός των κρατών μελών, όπως κατοχυρώνεται βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Morgan και Bucher, σκέψη 24, καθώς και Prinz και Seeberger, σκέψη 26, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Στη συνέχεια πρέπει να επισημανθεί ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους υπηκόους κράτους μέλους για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που αναγνωρίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 18 Ιουλίου 2006, C‑406/04, De Cuyper, Συλλογή 2006, σ. Ι-6947, σκέψη 39, και Morgan και Bucher, προαναφερθείσα, σκέψη 25, και Prinz και Seeberger, προαναφερθείσα, σκέψη 27). Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, συναφώς, ότι υπήκοος κράτους μέλους που μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος για να πραγματοποιήσει σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως ασκεί το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που διασφαλίζεται με το άρθρο 20 ΕΚ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις D’Hoop, προαναφερθείσα, σκέψεις 29 έως 34, και της 15ης Μαρτίου 2005, C‑209/03, Bidar, Συλλογή 2005, σ. I‑2119, σκέψη 35).

23      Ειδικότερα, οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης δεν θα μπορούσαν να αναπτύξουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν υπήρχε ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους μέλους από τη χρήση τους εξαιτίας των κωλυμάτων που τίθενται στη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως του κράτους καταγωγής του, που τον αντιμετωπίζει δυσμενώς επειδή ακριβώς επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις D’Hoop, σκέψη 31, Morgan και Bucher, σκέψη 26, καθώς και Prinz και Seeberger, σκέψη 28).

24      Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον τομέα της παιδείας, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 6, στοιχείο ε΄, ΣΛΕΕ και το άρθρο 165, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, ΣΛΕΕ, ήτοι, ιδίως, της προαγωγής της κινητικότητας φοιτητών και εκπαιδευτικών (βλ. αποφάσεις D’Hoop, προαναφερθείσα, σκέψη 32, της 7ης Ιουλίου 2005, C‑147/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2005, σ. I‑5969, σκέψη 44, Morgan και Bucher, προαναφερθείσα, σκέψη 27, καθώς και Prinz και Seeberger, προαναφερθείσα, σκέψη 29).

25      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν σύστημα σπουδαστικών επιδομάτων για την πραγματοποίηση σπουδών σε άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, αν ένα κράτος μέλος προβλέπει σύστημα χορηγήσεως σπουδαστικών επιδομάτων, το οποίο παρέχει σε ορισμένους σπουδαστές τη δυνατότητα να απολαύουν των επιδομάτων αυτών, πρέπει να λαμβάνει μέριμνα ώστε οι προϋποθέσεις χορηγήσεως των επιδομάτων αυτών να μην αποτελούν αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματος κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσες αποφάσεις Morgan και Bucher, σκέψη 28, καθώς και Prinz και Seeberger, σκέψη 30).

26      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, αν η προσφεύγουσα είχε ολοκληρώσει στη Γερμανία σπουδές ανάλογες των σπουδών που παρακολούθησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα είχε καταρχήν δικαίωμα σε σπουδαστικό επίδομα, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ίδρυμα παρέχον ανάλογο εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε εύλογη απόσταση από την οικία των γονέων της στη Γερμανία.

27      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίμαχη ρύθμιση στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν περιορίζει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, καθώς ο Γερμανός νομοθέτης επέλεξε θεμιτώς να μην αναγνωρίσει δικαίωμα σε σπουδαστικό επίδομα για το είδος σπουδών που παρακολούθησε η S. Elrick και καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν τον υποχρεώνει να το πράξει. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, σκοπός του BAföG είναι ο βάσει ποιοτικών κριτηρίων καθορισμός των επιδοτούμενων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σπουδών. Τέτοιου είδους ρύθμιση δεν περιορίζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες κυκλοφορίας και διαμονής.

28      Εντούτοις, ρύθμιση όπως η επίμαχη, η οποία εξαρτά τη χορήγηση επιδόματος για την πραγματοποίηση σπουδών στην αλλοδαπή από την ισοτιμία τους με σπουδές σε επαγγελματικά λύκεια («Berufsfachschulklasse») οι οποίες οδηγούν στην απόκτηση επαγγελματικού τίτλου μετά την ολοκλήρωση διετούς τουλάχιστον προγράμματος σπουδών, συνιστά περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, εφόσον θα χορηγούνταν επίδομα σε αιτούντα τελούντα στην ίδια προσωπική κατάσταση με την S. Elrick για την πραγματοποίηση σπουδών στη Γερμανία ισότιμων του προγράμματος που αυτή παρακολούθησε σε άλλο κράτος μέλος.

29      Τέτοιου είδους προϋπόθεση είναι ικανή να αποτρέψει τους πολίτες της Ένωσης, όπως η S. Elrick, από το να ασκήσουν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που δύναται να έχει η άσκηση της ελευθερίας αυτής όσον αφορά το δικαίωμα λήψεως επιδόματος σπουδών (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Prinz και Seeberger, σκέψη 32). Επιπλέον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα περιοριστικά αποτελέσματα που παράγει η προϋπόθεση αυτή είναι τόσο υπερβολικά αβέβαια και αμελητέα ώστε να συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Morgan και Bucher, σκέψη 32).

30      Κατά πάγια νομολογία, ρύθμιση δυνάμενη να περιορίσει θεμελιώδη ελευθερία διασφαλιζόμενη από τη Συνθήκη μπορεί να δικαιολογηθεί, από απόψεως του δικαίου της Ένωσης, μόνο βάσει αντικειμενικών λόγων γενικού συμφέροντος, ανεξάρτητων από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων, και εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκει το εθνικό δίκαιο (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις De Cuyper, σκέψη 40, Tas-Hagen και Tas, σκέψη 33, καθώς και Morgan και Bucher, σκέψη 33). Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μέτρο είναι ανάλογο όταν είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (προαναφερθείσες αποφάσεις De Cuyper, σκέψη 42, Morgan και Bucher, σκέψη 33, καθώς και Prinz και Seeberger, σκέψη 33).

31      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση δικαιολογείται από την επιλογή του Γερμανού νομοθέτη να χορηγεί επίδομα για την πραγματοποίηση σπουδών στην αλλοδαπή με κριτήριο τη φυσιολογικώς αναμενόμενη χρησιμότητα των σπουδών καθώς και τη σχέση μεταξύ της διαμονής στην αλλοδαπή και της συνολικής διάρκειας των εκάστοτε σπουδών. Επομένως, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η επίμαχη ρύθμιση αποβλέπει γενικώς στο να χορηγούνται επιδόματα για σπουδές στην αλλοδαπή αποκλειστικώς σε περίπτωση που οι σπουδές παρέχουν στον σπουδαστή καλύτερες προοπτικές στην αγορά εργασίας. Συναφώς, σπουδές που δεν του παρέχουν παρά ήσσονος σημασίας προσόντα, όπως οι επίμαχες, προσφέρουν μεν ένα γενικό επαγγελματικό προσανατολισμό, αλλά μόνον σε μικρό βαθμό μπορούν να παράσχουν στον σπουδαστή καλύτερες προοπτικές στην αγορά εργασίας. Για τους λόγους αυτούς, οι συγκεκριμένες σπουδές δεν δικαιολογούν τη χορήγηση επιδόματος για σπουδές στην αλλοδαπή.

32      Εντούτοις, δεν συνάγεται με σαφήνεια από τα επιχειρήματα της Γερμανικής Κυβερνήσεως, κατά ποιον τρόπο ο σκοπός της κατ’ αποκλειστικότητα πριμοδοτήσεως σπουδών στην αλλοδαπή συνεπαγόμενων για τους σπουδαστές καλύτερες προοπτικές στην αγορά εργασίας διασφαλίζεται με την επίμαχη νομοθεσία και, πιο συγκεκριμένα, με την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του BAföG, η οποία επιβάλλει διετή τουλάχιστον διάρκεια των εκάστοτε σπουδών, χωρίς να συνεκτιμάται η φύση και το περιεχόμενό τους, ενώ σπουδές που δεν πληρούν την προϋπόθεση αυτή, αλλά πραγματοποιούνται στη Γερμανία, πριμοδοτούνται υπό περιστάσεις όπως, για παράδειγμα, οι συντρέχουσες στην περίπτωση της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη. Επομένως, η απαίτηση περί διετούς διάρκειας ουδόλως σχετίζεται με το επίπεδο των επιλεγόμενων σπουδών.

33      Επομένως, η επιβολή προϋποθέσεως σχετικής με τη διάρκεια όπως η επίμαχη δεν συνδέεται προφανώς με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη προς τον σκοπό αυτό (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Morgan και Bucher, σκέψη 36).

34      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη, η οποία εξαρτά τη χορήγηση σπουδαστικού επιδόματος σε υπήκοο έχουσα την κατοικία της στο εν λόγω κράτος μέλος, προκειμένου να πραγματοποιήσει σπουδές σε άλλο κράτος μέλος, από την προϋπόθεση οι συγκεκριμένες σπουδές να οδηγούν στην απόκτηση επαγγελματικού διπλώματος αντίστοιχου των απονεμόμενων από τεχνικό λύκειο του χορηγούντος το επίδομα κράτους μέλους, μετά την ολοκλήρωση εκπαιδευτικού προγράμματος διάρκειας δύο τουλάχιστον ετών, ενώ το επίδομα θα της είχε χορηγηθεί, λόγω της ιδιαιτερότητας της καταστάσεώς της, αν είχε επιλέξει να πραγματοποιήσει εκεί σπουδές ανάλογες αυτών που επιθυμούσε να ακολουθήσει σε άλλο κράτος μέλος, διάρκειας μικρότερης των δύο ετών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

35      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη, η οποία εξαρτά τη χορήγηση σπουδαστικού επιδόματος σε υπήκοο έχουσα την κατοικία της στο εν λόγω κράτος μέλος, προκειμένου να πραγματοποιήσει σπουδές σε άλλο κράτος μέλος, από την προϋπόθεση οι συγκεκριμένες σπουδές να οδηγούν στην απόκτηση επαγγελματικού διπλώματος αντίστοιχου των απονεμόμενων από τεχνικό λύκειο του χορηγούντος το επίδομα κράτους μέλους, μετά την ολοκλήρωση εκπαιδευτικού προγράμματος διάρκειας δύο τουλάχιστον ετών, ενώ το επίδομα θα της είχε χορηγηθεί, λόγω της ιδιαιτερότητας της καταστάσεώς της, αν είχε επιλέξει να πραγματοποιήσει εκεί σπουδές ανάλογες αυτών που επιθυμούσε να ακολουθήσει σε άλλο κράτος μέλος, διάρκειας μικρότερης των δύο ετών.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.