Language of document : ECLI:EU:C:2017:338

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 4ης Μαΐου 2017 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της διαφάνειας – Τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες των οικονομικών φορέων – Άρθρο 48, παράγραφος 3 – Δυνατότητα του οικονομικού φορέα να στηριχθεί στις ικανότητες άλλων φορέων – Άρθρο 51 – Δυνατότητα συμπληρώσεως της προσφοράς – Άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄ – Αποκλεισμός από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβαση λόγω σοβαρού παραπτώματος»

Στην υπόθεση C‑387/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε η Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξετάσεως προσφυγών, Πολωνία) με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2014, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Αυγούστου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Esaprojekt sp. z o.o.

κατά

Województwo Łódzkie,

παρισταμένης της:

Konsultant Komputer sp. z o.o.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano (εισηγητή), αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, M. Berger, A. Borg Barthet και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Województwo Łódzkie, εκπροσωπούμενη από τις M. Popielarczyk και A. Faliszek‑Rosiak, radcy prawni, καθώς και από τους P. Krystynowicz et M. Kaczmarczyk,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την D. Lutostańska,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την C. Colelli, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Hottiaux και τον A. Tokár,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Νοεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Esaprojekt sp. z o.o. και της Województwo Łódzkie (περιφέρειας του Łódź, Πολωνία) (στο εξής: αναθέτουσα αρχή), με αντικείμενο τα κριτήρια βάσει των οποίων έγινε η επιλογή της προσφοράς ενός άλλου οικονομικού φορέα, της Konsultant Komputer sp. z o.o., κατά τη διαδικασία αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως για την παροχή συστημάτων πληροφορικής σε νοσοκομεία στην Πολωνία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 46 της οδηγίας 2004/18 έχει ως εξής:

«Η ανάθεση της σύμβασης θα πρέπει να πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που εξασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της διαφάνειας, της αρχής της αποφυγής των διακρίσεων και της αρχής της ίσης μεταχείρισης και εγγυώνται την αξιολόγηση των προσφορών υπό συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού. Συνεπώς, ενδείκνυται να γίνεται δεκτή η εφαρμογή δύο μόνο κριτηρίων ανάθεσης, ήτοι των κριτηρίων της “χαμηλότερης τιμής” και της “πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς”.

Προκειμένου να εξασφαλίζεται ο σεβασμός της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά τη διάρκεια της ανάθεσης των συμβάσεων, ενδείκνυται να προβλεφθεί η παγιωμένη βάσει νομολογίας υποχρέωση να διασφαλίζεται η απαραίτητη διαφάνεια ώστε να επιτρέπεται σε κάθε προσφέροντα να ενημερώνεται σε λογικά πλαίσια για τα κριτήρια και τους τρόπους που θα εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της από οικονομική άποψη πλέον συμφέρουσας προσφοράς.[…]»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι “δημόσιες συμβάσεις” είναι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.»

5        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Αρχές που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων», προβλέπει τα κάτωθι:

«Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια.»

6        Το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έλεγχος της καταλληλότητας, επιλογή των συμμετεχόντων και ανάθεση των συμβάσεων», έχει ως εξής:

«1.      Οι συμβάσεις ανατίθενται βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στα άρθρα 53 και 55, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 24, αφού οι αναθέτουσες αρχές ελέγξουν την καταλληλότητα των οικονομικών φορέων που δεν έχουν αποκλεισθεί σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 46. Ο έλεγχος της καταλληλότητας πραγματοποιείται από τις αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και των επαγγελματικών και τεχνικών γνώσεων ή ικανοτήτων που αναφέρονται στα άρθρα 47 έως 52, και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με τα αμερόληπτα κριτήρια και τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

2.      Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτούν τα ελάχιστα επίπεδα ικανοτήτων, σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48, τα οποία πρέπει να καλύπτουν οι υποψήφιοι και οι προσφέροντες.

Η έκταση των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 47 και 48 καθώς και το ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων που απαιτείται για μια δεδομένη σύμβαση, πρέπει να είναι συνδεδεμένα και ανάλογα προς το αντικείμενο της σύμβασης.

Τα ελάχιστα αυτά επίπεδα αναφέρονται στην προκήρυξη διαγωνισμού.

[…]»

7        Το άρθρο 45 της οδηγίας αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Προσωπική κατάσταση του υποψηφίου ή του προσφέροντος», ορίζει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα:

«Κάθε οικονομικός φορέας μπορεί να αποκλείεται από τη συμμετοχή στη σύμβαση, όταν:

[…]

ζ)      είναι ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος τμήματος ή όταν δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες αυτές.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, τους όρους εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.»

8        Το άρθρο 48 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες», προβλέπει τα κάτωθι:

«1.      Οι τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες των οικονομικών φορέων αξιολογούνται και ελέγχονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

2.      Οι τεχνικές ικανότητες των οικονομικών φορέων μπορούν να αποδεικνύονται με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους, ανάλογα με τη φύση, την ποσότητα ή τη σπουδαιότητα και τη χρήση των έργων, των προμηθειών, ή των υπηρεσιών:

α)      […]

ii)      υποβολή καταλόγου των κυριότερων παραδόσεων ή των κυριότερων υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν κατά την προηγούμενη τριετία, με αναφορά του αντίστοιχου ποσού, της ημερομηνίας και του δημόσιου ή ιδιωτικού παραλήπτη. […]

[…]

3.      Ένας οικονομικός φορέας μπορεί, ενδεχομένως και για μια συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι, για την εκτέλεση της σύμβασης, θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους, παραδείγματος χάριν με την προσκόμιση της δέσμευσης των φορέων αυτών να θέσουν στη διάθεση του οικονομικού φορέα τους αναγκαίους πόρους.

4.      Υπό τις ίδιες συνθήκες, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 4 μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες των μετεχόντων στην κοινοπραξία ή άλλων φορέων.

[…]»

9        Το άρθρο 51 της οδηγίας 2004/18, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμπληρωματική τεκμηρίωση και πληροφορίες», έχει ως εξής:

«Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καλεί τους οικονομικούς φορείς να συμπληρώνουν ή να διευκρινίζουν τα πιστοποιητικά και έγγραφα που υπέβαλαν κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 45 έως 50.»

 Το πολωνικό δίκαιο

10      Η οδηγία 2004/18 μεταφέρθηκε στην πολωνική έννομη τάξη με τον Ustawa Prawo zamówień publicznych (νόμο περί δημοσίων συμβάσεων, κωδικοποιημένο κείμενο, Dz. U. 2013, φύλλα 907, 984, 1047, 1473, και Dz. U. 2014, φύλλο 423, στο εξής: νόμος για τις ΔημΣ).

11      Το άρθρο 24, παράγραφος 2, σημεία 3 και 4, του νόμου για τις ΔημΣ έχει ως εξής:

«[Α]ποκλείεται επίσης από διαδικασία αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως όποιος οικονομικός φορέας:

3)      έχει παράσχει ψευδείς πληροφορίες οι οποίες επηρέασαν ή θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση της διεξαγόμενης διαδικασίας,

4)      δεν έχει αποδείξει ότι πληροί τους όρους συμμετοχής στη διαδικασία αυτή.»

12      Το άρθρο 26, παράγραφοι 2b και 4, του νόμου αυτού προβλέπει τα κάτωθι:

«2b.      Ο οικονομικός φορέας μπορεί να στηριχθεί στην τεχνογνωσία, στην πείρα, στην τεχνική ικανότητα και στο κατάλληλο για την εκτέλεση της συμβάσεως προσωπικό, καθώς και στις χρηματοοικονομικές ικανότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς. Ο οικονομικός φορέας πρέπει, σε τέτοια περίπτωση, να αποδείξει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους για την εκτέλεση της συμβάσεως πόρους, ειδικότερα δε να προσκομίσει σχετική γραπτή δέσμευση των άλλων φορέων ότι θα θέσουν στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους για όλη τη διάρκεια εκτελέσεως της συμβάσεως […].

4.      Η αναθέτουσα αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει, εντός προθεσμίας που τάσσει η ίδια, διευκρινίσεις ως προς τις δηλώσεις και τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 25, παράγραφος 1.»

13      Το άρθρο 93, παράγραφος 1, σημείο 7, του εν λόγω νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«Η αναθέτουσα αρχή οφείλει να ακυρώσει τη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως σε περίπτωση που αυτή ενέχει πλημμέλεια η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί και καθιστά αδύνατη τη σύναψη έγκυρης δημόσιας συμβάσεως.»

14      Το άρθρο 1, παράγραφος 6, της Rozporządzenie Prezesa Rady Ministrów z dnia 19 lutego 2013 r. w sprawie rodzajów dokumentów, jakich może żądać zamawiający od wykonawcy, oraz form, w jakich te dokumenty mogą być składane [κανονιστικής αποφάσεως του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2013, σχετικά με το είδος των εγγράφων τα οποία μπορεί να ζητεί η αναθέτουσα αρχή από τους οικονομικούς φορείς και με τη μορφή υπό την οποία προσκομίζονται τα έγγραφα αυτά (Dz. U. 2013, φύλλο 231)] έχει ως εξής:

«Αν ο οικονομικός φορέας, για να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νόμου [για τις ΔημΣ], στηρίζεται στους πόρους άλλων φορέων, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 2b, του [ίδιου] νόμου, η αναθέτουσα αρχή μπορεί, προκειμένου να αξιολογήσει κατά πόσον ο οικονομικός φορέας θα έχει όντως στη διάθεσή του πόρους άλλων φορέων στον αναγκαίο βαθμό για την ορθή εκτέλεση της συμβάσεως ή κατά πόσον ο δεσμός μεταξύ του οικονομικού φορέα και των άλλων αυτών φορέων διασφαλίζει πράγματι την πρόσβαση στους εν λόγω πόρους, να ζητήσει:

1)      ως προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 1, σημείο 4, του νόμου [για τις ΔημΣ], την προσκόμιση των εγγράφων που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, σημεία 9 έως 11, καθώς και άλλων εγγράφων τα οποία σχετίζονται με την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια και προβλέπονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων·

2)      την προσκόμιση εγγράφων που αφορούν ειδικότερα:

a)      το εύρος των πόρων του τρίτου φορέα στους οποίους μπορεί να έχει πρόσβαση ο οικονομικός φορέας,

b)      τον τρόπο με τον οποίο ο οικονομικός φορέας θα χρησιμοποιήσει τους πόρους του τρίτου φορέα προς εκτέλεση της συμβάσεως,

c)      τη φύση του δεσμού μεταξύ του οικονομικού φορέα και του τρίτου φορέα, και

d)      την έκταση και τη διάρκεια της συμμετοχής του τρίτου φορέα στην εκτέλεση της συμβάσεως».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Στην απόφαση περί παραπομπής επισημαίνεται ότι η αναθέτουσα αρχή κίνησε διαδικασία για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως με αντικείμενο «τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων πληροφοριακών συστημάτων και την εφαρμογή νέων συστημάτων σε νοσοκομεία που υπάγονται στην τοπική αυτοδιοίκηση του Łódź (Πολωνία), στο πλαίσιο έργου για τις υπηρεσίες του περιφερειακού συστήματος ιατρικών πληροφοριών (υπηρεσίες ΠΣΙΠ)». Η προκήρυξη του διαγωνισμού δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 29 Νοεμβρίου 2013, με τον αριθμό 2013/S 232‑402292.

16      Για τη σύναψη της συμβάσεως, η αναθέτουσα αρχή επέλεξε τη διεξαγωγή ανοικτής διαδικασίας και χώρισε το αντικείμενο της συμβάσεως σε περισσότερα τμήματα, αντίστοιχα προς τα διάφορα νοσοκομεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς μπορούσαν να υποβάλουν προσφορές όχι μόνο για το σύνολο της συμβάσεως, αλλά και για τμήμα μόνον αυτής.

17      Η διαφορά της κύριας δίκης εστιάζεται, πιο συγκεκριμένα, στο τμήμα υπ’ αριθ. 3, σχετικά με την αγορά και την παροχή ολοκληρωμένου νοσοκομειακού συστήματος (στο εξής: HIS) για τη λειτουργία του διοικητικού (γκρίζου) και του ιατρικού (λευκού) τομέα του περιφερειακού νοσοκομείου Νικόλαος Κοπέρνικος στην πόλη Piotrkóv Tribunalski (Πολωνία). Η σύμβαση αφορούσε τυποποιημένο λογισμικό το οποίο ο οικονομικός φορέας όφειλε, προς εκτέλεση της συμβάσεως, να προμηθεύσει, να εγκαταστήσει και να παραμετροποιήσει.

18      Όπως οριζόταν στην υποενότητα 6.1 και στο σημείο 6.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων, οι υποψήφιοι οι οποίοι θα υπέβαλλαν προσφορά για το τμήμα υπ’ αριθ. 3 έπρεπε, προς απόδειξη της πείρας τους, να τεκμηριώσουν, ειδικότερα, ότι είχαν εκτελέσει τουλάχιστον δύο συμβάσεις που είχαν, η καθεμία, ως αντικείμενο την προμήθεια, την εγκατάσταση, την παραμετροποίηση και την εφαρμογή HIS στον λευκό και στον γκρίζο τομέα νοσοκομείου τουλάχιστον 200 κλινών, με αξία όχι κατώτερη των 450 000 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 101 676,08 ευρώ), περιλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).

19      Προς τούτο, κάθε οικονομικός φορέας όφειλε να προσκομίσει κατάλογο των κυριότερων προμηθειών που είχε πραγματοποιήσει είτε κατά την τελευταία τριετία πριν από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας υποβολής των προσφορών είτε, ενδεχομένως, σε μικρότερο χρονικό διάστημα δραστηριότητας, διευκρινίζοντας το αντικείμενο, την αξία, τον χρόνο εκτελέσεως και τους φορείς για λογαριασμό των οποίων έγιναν αυτές οι προμήθειες, και επισυνάπτοντας κατάλληλα δικαιολογητικά έγγραφα ώστε να προκύπτει η ορθή εκτέλεση των αντίστοιχων συμβάσεων.

20      Ο οικονομικός φορέας Konsultant Komputer προσάρτησε στην προσφορά του κατάλογο προμηθειών, όπου αναφερόταν σε δύο περιπτώσεις, στις οποίες κοινοπραξία αποτελούμενη από τους φορείς Konsultant IT sp. z o.o. και Konsultant Komputer είχε αναλάβει την εκτέλεση συμβάσεων με αντικείμενο την προμήθεια, την εγκατάσταση, την παραμετροποίηση και την εφαρμογή δύο HIS για λογαριασμό του εξειδικευμένου περιφερειακού νοσοκομείου J. Korczak στην πόλη Słupsk (Πολωνία) και του εξειδικευμένου νοσοκομείου J. Śniadecki στην πόλη Nowy Sącz (Πολωνία), αντιστοίχως.

21      Η αναθέτουσα αρχή επέλεξε την προσφορά της Konsultant Komputer, κρίνοντας ότι ήταν η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως για το τμήμα υπ’ αριθ. 3.

22      Κατόπιν του αποκλεισμού της υποψηφιότητάς της από τη διαδικασία, η Esaprojekt άσκησε προσφυγή ενώπιον της Krajowa Izba Odwoławcza (εθνικής αρχής εξετάσεως προσφυγών, Πολωνία) κατά της αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής να επιλέξει την προσφορά της Konsultant Komputer. Η Esaprojekt προσήψε, κατ’ ουσίαν, στην αναθέτουσα αρχή ότι κακώς δεν διαπίστωσε ότι η επιλεγείσα προσφορά στηριζόταν σε ανακριβείς πληροφορίες και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του προαναφερθέντος σημείου 6.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, η προσφορά αυτή θα έπρεπε να έχει απορριφθεί δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, σημείο 3, του νόμου για τις ΔημΣ.

23      Με απόφαση της 7ης Απριλίου 2014, η Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξετάσεως προσφυγών) υποχρέωσε την αναθέτουσα αρχή να ακυρώσει την απόφαση περί επιλογής της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς για το τμήμα υπ’ αριθ. 3 και να καλέσει την Konsultant Komputer, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 4, του νόμου για τις ΔημΣ, να παράσχει διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο των συμβάσεων στις οποίες είχε αναφερθεί με την προσφορά της. Κατόπιν τούτου, η αναθέτουσα αρχή ακύρωσε την απόφασή της και ζήτησε από την Konsultant Komputer να υποβάλει συμπληρωματικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι πληρούνταν ο όρος του σημείου 6.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων, σχετικά με τις γνώσεις και την πείρα προκειμένου να είναι υποψήφια.

24      Η Konsultant Komputer απάντησε στο ως άνω αίτημα με επιστολή της 29ης Απριλίου 2014, διευκρινίζοντας, αφενός, ότι η σύμβαση στην οποία είχε αναφερθεί αφορούσε λειτουργίες που, σύμφωνα με τον ορισμό της αναθέτουσας αρχής, άπτονταν του λεγόμενου γκρίζου τομέα και, αφετέρου, ότι ο συνημμένος στην προσφορά της κατάλογος προμηθειών αφορούσε την εκτέλεση δύο συμβάσεων, ήτοι της υπ’ αριθ. 51/2/2010 συμβάσεως της 5ης Οκτωβρίου 2010 και της υπ’ αριθ. 62/2010 συμβάσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2010.

25      Εντούτοις, από τις πληροφορίες που έδωσε η Konsultant Komputer συνάγεται ότι, στην πραγματικότητα, οι υπηρεσίες προς το εξειδικευμένο περιφερειακό νοσοκομείο J. Korczak στην πόλη Słupsk είχαν παρασχεθεί στο πλαίσιο της εκτελέσεως δύο χωριστών συμβάσεων, εκ των οποίων η μία δεν κάλυπτε τον λευκό τομέα και η άλλη δεν κάλυπτε τον γκρίζο τομέα.

26      Υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων αυτών, η αναθέτουσα αρχή έκρινε ότι οι υπηρεσίες προς το εξειδικευμένο περιφερειακό νοσοκομείο J. Korczak στην πόλη Słupsk δεν πληρούσαν τον όρο του σημείου 6.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων, όπου προβλεπόταν ότι κάθε σύμβαση έπρεπε να συγκεντρώνει όλα τα εκεί απαριθμούμενα στοιχεία, δηλαδή την προμήθεια, την εγκατάσταση, την παραμετροποίηση και την εφαρμογή ενός HIS τόσο στον λευκό όσο και στον γκρίζο τομέα. Η αναθέτουσα αρχή κάλεσε, συνεπώς, την Konsultant Komputer να συμπληρώσει δεόντως τον φάκελο.

27      Κατόπιν τούτου, η Konsultant Komputer προσκόμισε νέο κατάλογο προμηθειών, επικαλούμενη την πείρα τρίτου φορέα, της Medinet Systemy Informatyczne sp. z o.o., σε σχέση με δύο συμβάσεις προμήθειας, για το δημόσιο νοσοκομείο της πόλης Janów Lubelski και για ένα ειδικό νοσοκομείο της πόλης Lublin (Πολωνία). Προσκόμισε επίσης γραπτή δέσμευση της Medinet Systemy Informatyczne ότι θα παράσχει, ως σύμβουλος και εμπειρογνώμων, τους αναγκαίους πόρους για την εκτέλεση της συμβάσεως, ενώ αναφέρθηκε και πάλι στην προμήθεια για λογαριασμό του εξειδικευμένου νοσοκομείου J. Śniadecki στην πόλη Nowy Sącz.

28      Η αναθέτουσα αρχή, κρίνοντας ικανοποιητική την απάντηση αυτή, επέλεξε εκ νέου την προσφορά της Konsultant Komputer ως την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως για το τμήμα υπ’ αριθ. 3.

29      Η Esaprojekt άσκησε προσφυγή ενώπιον της Krajowa Izba Odwoławcza (εθνικής αρχής εξετάσεως προσφυγών) ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση της αναθέτουσας αρχής, να αξιολογηθούν από την αρχή οι προσφορές και να αποκλειστεί η Konsultant Komputer, διότι είχε υποβάλει ψευδείς πληροφορίες και δεν απέδειξε ότι πληρούσε τους όρους συμμετοχής στη διαδικασία, ιδίως δε τον όρο του σημείου 6.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων.

30      Η Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξετάσεως προσφυγών) εκτιμά ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εγείρει, πρώτον, το ζήτημα αν τα άρθρα 2 και 51 της οδηγίας 2004/18 απαγορεύουν σε οικονομικό φορέα να αναφερθεί, όταν προσκομίζει συμπληρωματικά έγγραφα κατόπιν αιτήματος της αναθέτουσας αρχής, σε συμβάσεις διαφορετικές από τις μνημονευθείσες στην αρχική του προσφορά, και να επικαλεστεί, στο πλαίσιο αυτό, συμβάσεις εκτελεσθείσες από άλλον φορέα, που δεν είχε δηλωθεί στην αρχική του προσφορά ως τρίτος στον οποίο στηρίζεται ο οικονομικός φορέας για να εξασφαλίσει αναγκαίους πόρους.

31      Δεύτερον, η εθνική δικαστική αρχή αμφιβάλλει κατά πόσον επιτρέπεται να κάνει ο οικονομικός φορέας, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, χρήση της δυνατότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 και να επικαλεστεί τις ικανότητες τρίτων φορέων, αν ο ίδιος δεν πληροί, από μόνος του, τις ελάχιστες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη συμμετοχή του στη διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως.

32      Επιπλέον, η Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξετάσεως προσφυγών) διερωτάται επίσης υπό ποιες περιστάσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι ο οικονομικός φορέας έχει υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να αποκλειστεί από τη συμμετοχή στη δημόσια σύμβαση, κατά την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2004/18.

33      Κατόπιν τούτου, η Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξετάσεως προσφυγών) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει με το άρθρο 51 της οδηγίας [2004/18], σε συνδυασμό με την αρχή της ίσης και άνευ διακρίσεων μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων και της διαφάνειας που καθιερώνει το άρθρο 2 αυτής, το ότι οικονομικός φορέας δηλώνει κατά το στάδιο της διευκρινίσεως ή συμπληρώσεως των εγγράφων υποψηφιότητας άλλες εκτελεσθείσες συμβάσεις (ήτοι εκτελεσθείσες συμβάσεις προμήθειας) πέραν εκείνων που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των συμβάσεων προμηθειών ο οποίος είχε επισυναφθεί στην προσφορά; Μπορεί, ιδίως, ο εν λόγω φορέας να στηριχθεί σε συμβάσεις που εκτελέσθηκαν από άλλον οικονομικό φορέα, εάν δεν έχει δηλώσει στην προσφορά ότι διαθέτει τις δυνατότητες αυτές;

2)      Λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 10ης Οκτωβρίου 2013, Manova [(C‑336/12, EU:C:2013:647)], από την οποία προκύπτει ότι “[η] αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν αντιτίθεται στο να ζητήσει η αναθέτουσα αρχή από υποψήφιο, μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιότητας σε διαγωνισμό για δημόσια σύμβαση, να κοινοποιήσει έγγραφα που περιγράφουν την κατάσταση του υποψηφίου αυτού, όπως ο δημοσιευμένος ισολογισμός, των οποίων η ύπαρξη πριν από τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί για την υποβολή υποψηφιότητας είναι αντικειμενικά εξακριβώσιμη, αρκεί τα σχετικά με την εν λόγω δημόσια σύμβαση έγγραφα να μην επέβαλλαν ρητώς την κοινοποίησή τους επί ποινή αποκλεισμού της υποψηφιότητας”, πρέπει το άρθρο 51 της οδηγίας [2004/18] να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η συμπλήρωση των εγγράφων επιτρέπεται μόνον όσον αφορά έγγραφα για τα οποία μπορεί να διαπιστωθεί αντικειμενικώς ότι υφίσταντο πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προσφορών ή αιτήσεων συμμετοχής στη διαδικασία, ή υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο επισήμανε, συναφώς, απλώς μια ορισμένη δυνατότητα και η συμπλήρωση των εγγράφων επιτρέπεται και σε άλλες περιπτώσεις, παραδείγματος χάρη διά της εκ των υστέρων υποβολής εγγράφων που δεν υφίσταντο πριν από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, αλλά μπορούν να επιβεβαιώσουν αντικειμενικώς ότι πληρούται συγκεκριμένη προϋπόθεση συμμετοχής;

3)      Εάν στο δεύτερο ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι είναι δυνατή η συμπλήρωση και άλλων εγγράφων πέραν εκείνων που επισημαίνονται στην απόφαση [της 10ης Οκτωβρίου 2013], Manova [(C‑336/12, EU:C:2013:647)], μπορούν να συμπληρωθούν έγγραφα που προέρχονται από τον οικονομικό φορέα, από τρίτους υπεργολάβους ή από άλλους οικονομικούς φορείς στις δυνατότητες των οποίων στηρίζεται ο οικονομικός φορέας, εάν αυτές οι δυνατότητες δεν δηλώθηκαν στο πλαίσιο της προσφοράς;

4)      Συνάδει με το άρθρο 44 [της οδηγίας 2004/18], σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, [της ίδιας οδηγίας], καθώς και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων που καθιερώνει το άρθρο 2 της οδηγίας [αυτής], η επίκληση των δυνατοτήτων άλλου οικονομικού φορέα, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 3, προκειμένου να ληφθούν υπόψη σωρευτικώς η γνώση και η πείρα δύο οικονομικών φορέων έκαστος των οποίων δεν διαθέτει αυτοτελώς τη γνώση και την πείρα που απαιτεί η αναθέτουσα αρχή, όταν η πείρα αυτή δεν δύναται να επιμερισθεί (δηλαδή, η σχετική προϋπόθεση συμμετοχής στη διαδικασία πρέπει να πληρούται εξ ολοκλήρου από έναν οικονομικό φορέα) όπως και η εκτέλεση της συμβάσεως (πρέπει να εκτελεσθεί ως ενιαίο σύνολο);

5)      Συνάδει με το άρθρο 44 [της οδηγίας 2004/18], σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, [της ίδιας οδηγίας], καθώς και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων που καθιερώνει το άρθρο 2 της οδηγίας [αυτής], η επίκληση της πείρας μιας κοινοπραξίας, προκειμένου οικονομικός φορέας που έχει εκτελέσει σύμβαση ως μέλος κοινοπραξίας να μπορεί να στηριχθεί στη συνολική εκτέλεση της συμβάσεως εκ μέρους της κοινοπραξίας ανεξαρτήτως της δικής του συνεισφοράς στην εν λόγω εκτέλεση ή μήπως ο οικονομικός φορέας δύναται να επικαλεσθεί μόνον την πείρα την οποία απέκτησε πράγματι κατά την εκτέλεση του συγκεκριμένου τμήματος της συμβάσεως που είχε αναλάβει στο πλαίσιο της κοινοπραξίας;

6)      Δύναται το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας [2004/18], κατά το οποίο οικονομικός φορέας μπορεί να αποκλείεται από τη συμμετοχή στη σύμβαση όταν είναι ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή πληροφοριών ή όταν δεν έχει παράσχει πληροφορίες, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι από τη διαδικασία αποκλείεται οικονομικός φορέας που έχει παράσχει ψευδείς πληροφορίες οι οποίες επηρέασαν ή είναι δυνατόν να επηρεάσουν την έκβαση της διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη ότι η ενοχή για τη σχετική παραπλάνηση στηρίζεται μόνο στην παροχή προς την αναθέτουσα αρχή των ψευδών πληροφοριών που επηρεάζουν την απόφαση της εν λόγω αρχής περί αποκλεισμού του οικονομικού φορέα (και απορρίψεως της προσφοράς του), ανεξαρτήτως του αν ο οικονομικός φορέας ενήργησε με δόλο και συγκεκριμένο σκοπό ή χωρίς δόλο, από βαριά ή ελαφριά αμέλεια ή μη επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια; Μπορεί να γίνει δεκτό ότι οικονομικός φορέας “είναι ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή […] πληροφοριών […] ή […] δεν έχει παράσχει […] πληροφορίες” μόνο σε περίπτωση οικονομικού φορέα που παρέσχε ψευδείς πληροφορίες (οι οποίες δεν συμφωνούν με την πραγματικότητα), ή και οικονομικού φορέα ο οποίος δήλωσε μεν ορθά στοιχεία, αλλά κατά τέτοιον τρόπο ώστε η αναθέτουσα αρχή να πεισθεί ότι αυτός πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις, μολονότι τούτο δεν ισχύει;

7)      Συνάδει με το άρθρο 44 [της οδηγίας 2004/18], σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, [της ίδιας οδηγίας], καθώς και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων που καθιερώνει το άρθρο 2 της οδηγίας [αυτής], το ότι οικονομικός φορέας στηρίζει την πείρα του σε δύο ή περισσότερες συμβάσεις τις οποίες προβάλλει από κοινού ως μία σύμβαση, μολονότι η δυνατότητα αυτή δεν έχει προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή ούτε στην προκήρυξη ούτε στη συγγραφή υποχρεώσεων;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

34      Με το πρώτο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 51 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε οικονομικό φορέα, μετά τη λήξη της προθεσμίας που έχει ταχθεί για την κατάθεση υποψηφιοτήτων σε δημόσιο διαγωνισμό, να προσκομίσει στην αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να αποδείξει ότι πληροί τους όρους συμμετοχής στη διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως, έγγραφα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική του προσφορά, όπως σύμβαση εκτελεσθείσα από τρίτον, καθώς και γραπτή δέσμευση του τελευταίου ότι θα θέσει στη διάθεση του οικονομικού φορέα τις ικανότητες και τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως.

35      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 46 και το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα, χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 60).

36      Συγκεκριμένα, αφενός, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλουν να έχουν όλοι οι προσφέροντες τις ίδιες ευκαιρίες κατά τη διατύπωση των όρων των προσφορών τους, και απαιτούν, ως εκ τούτου, να ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις για τις προσφορές όλων των προσφερόντων. Αφετέρου, σκοπός της υποχρεώσεως διαφάνειας είναι να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα να ενεργήσει η αναθέτουσα αρχή μεροληπτικά και αυθαίρετα. Η ως άνω υποχρέωση συνεπάγεται ότι όλοι οι όροι και οι κανόνες διεξαγωγής του διαγωνισμού πρέπει να είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία είτε στην προκήρυξη του διαγωνισμού είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων, ώστε, πρώτον, να μπορούν όλοι οι προσφέροντες οι οποίοι είναι ευλόγως ενημερωμένοι και επιδεικνύουν τη συνήθη επιμέλεια να αντιληφθούν επακριβώς το περιεχόμενό τους και να τους ερμηνεύσουν με τον ίδιο τρόπο και, δεύτερον, να είναι σε θέση η αναθέτουσα αρχή να ελέγξει αποτελεσματικά αν οι προσφορές ανταποκρίνονται στα κριτήρια της επίμαχης συμβάσεως (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, τόσο οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσο και η υποχρέωση διαφάνειας απαγορεύουν κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και προσφέροντος στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, όπερ σημαίνει ότι, κατ’ αρχήν, είναι αδύνατο να τροποποιηθεί προσφορά μετά την κατάθεσή της, κατόπιν πρωτοβουλίας είτε της αναθέτουσας αρχής είτε του προσφέροντος. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να ζητήσει διευκρινίσεις από προσφέροντα του οποίου την προσφορά θεωρεί αόριστη ή ασύμβατη προς τις τεχνικές προδιαγραφές της συγγραφής υποχρεώσεων (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, ωστόσο, ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 δεν αποκλείει τη διόρθωση ή τη συμπλήρωση των στοιχείων της προσφοράς ως προς επιμέρους μόνο σημεία, ιδίως όταν αυτά χρήζουν προφανώς απλής διευκρινίσεως, ή για να απαλειφθούν πρόδηλα εκ παραδρομής σφάλματα (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Για τον λόγο αυτό, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να διασφαλίσει, ειδικότερα, ότι τυχόν αίτημά της για διευκρίνιση μιας προσφοράς δεν θα καταλήξει στο να υποβάλει, στην πραγματικότητα, ο αντίστοιχος υποψήφιος νέα προσφορά (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Επιπλέον, η αναθέτουσα αρχή, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει όσον αφορά τη δυνατότητα να ζητήσει από τους υποψηφίους να διευκρινίσουν την προσφορά τους, πρέπει να αντιμετωπίζει τους υποψηφίους ισότιμα και με ειλικρίνεια, ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί, κατά το πέρας της διαδικασίας επιλογής των προσφορών και λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματός της, ότι το αίτημα διευκρινίσεως είχε αδικαιολόγητα ευνοϊκές ή δυσμενείς συνέπειες για τον υποψήφιο ή τους υποψηφίους τους οποίους αφορούσε (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, η Konsultant Komputer υπέβαλε στην αναθέτουσα αρχή, κατόπιν της εκπνοής της προθεσμίας που είχε ταχθεί για την κατάθεση των υποψηφιοτήτων ως προς τον επίμαχο δημόσιο διαγωνισμό, έγγραφα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική της προσφορά. Πιο συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, ο εν λόγω οικονομικός φορέας προσκόμισε σύμβαση την οποία είχε εκτελέσει τρίτος, καθώς και γραπτή δέσμευση του τελευταίου ότι θα θέσει στη διάθεση του οικονομικού φορέα τους αναγκαίους πόρους για την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως.

42      Τέτοιες διευκρινίσεις όμως σε καμία περίπτωση δεν αποσαφηνίζουν απλώς επιμέρους σημεία ούτε διορθώνουν πρόδηλα εκ παραδρομής σφάλματα, κατά την έννοια της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, αλλά αποτελούν, στην πραγματικότητα, ουσιώδη και σημαντική τροποποίηση της αρχικής προσφοράς, η οποία ομοιάζει περισσότερο με υποβολή νέας προσφοράς.

43      Πράγματι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 30 των προτάσεών του, η κοινοποίηση των στοιχείων αυτών επηρεάζει ευθέως βασικά στοιχεία της διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, όπως την ίδια την ταυτότητα του οικονομικού φορέα στον οποίο θα κατακυρωθεί, ενδεχομένως, η επίδικη δημόσια σύμβαση, καθώς και τον έλεγχο της επάρκειάς του, και άρα την ικανότητά του να εκτελέσει τη σύμβαση, κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/18.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναθέτουσα αρχή, αν δεχόταν την υποβολή των οικείων εγγράφων από τον οικονομικό φορέα προς συμπλήρωση της αρχικής του προσφοράς, θα τον ευνοούσε αδικαιολόγητα σε σχέση με τους λοιπούς υποψηφίους και θα παραβίαζε, κατ’ επέκταση, τόσο τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων και της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ τους όσο και τη συνακόλουθη υποχρέωση διαφάνειας, τις οποίες οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να τηρούν δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας 2004/18.

45      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 51 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε οικονομικό φορέα, μετά τη λήξη της προθεσμίας που έχει ταχθεί για την κατάθεση υποψηφιοτήτων σε δημόσιο διαγωνισμό, να προσκομίσει στην αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να αποδείξει ότι πληροί τους όρους συμμετοχής στη διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως, έγγραφα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική του προσφορά, όπως σύμβαση εκτελεσθείσα από τρίτον, καθώς και γραπτή δέσμευση του τελευταίου ότι θα θέσει στη διάθεση του οικονομικού φορέα τις ικανότητες και τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος

46      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε οικονομικό φορέα να επικαλεστεί τις ικανότητες τρίτου φορέα, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, αθροίζοντας τη γνώση και την πείρα δύο άλλων φορέων, οι οποίοι δεν διαθέτουν, ο καθένας χωριστά, τις ικανότητες που απαιτούνται για την εκτέλεση συγκεκριμένης συμβάσεως, στην περίπτωση όπου η αναθέτουσα αρχή εκτιμά ότι η επίμαχη σύμβαση συνιστά ενιαίο σύνολο και πρέπει, ως εκ τούτου, να εκτελεστεί από έναν και μόνον φορέα.

47      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, πρέπει ευθύς εξαρχής να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 47, παράγραφος 2, και το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε οικονομικού φορέα να επικαλείται, για συγκεκριμένη σύμβαση, τις ικανότητες άλλων φορέων, ασχέτως της φύσης των δεσμών του με αυτούς, εφόσον αποδεικνύεται στην αναθέτουσα αρχή ότι ο υποψήφιος ή προσφέρων θα έχει όντως στη διάθεσή του τους αναγκαίους για την εκτέλεση της συμβάσεως πόρους των άλλων αυτών φορέων (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Εντούτοις, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, δεν προσκρούει στις διατάξεις της οδηγίας 2004/18 ο περιορισμός, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, της ασκήσεως του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, παράγραφος 2, και στο άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)

49      Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρχουν εργασίες με ιδιαιτερότητες οι οποίες απαιτούν συγκεκριμένες ικανότητες που δεν μπορούν να προκύψουν ως άθροισμα της ελάσσονος ικανότητας περισσοτέρων φορέων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή μπορεί ευλόγως να απαιτήσει να καλύπτεται το ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων από έναν και μόνον οικονομικό φορέα ή, ενδεχομένως, από περιορισμένο αριθμό οικονομικών φορέων, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/18, υπό την προϋπόθεση ότι η απαίτηση αυτή συνδέεται με το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως και είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Εν προκειμένω, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, οι προδιαγραφές της επίδικης συμβάσεως όριζαν ότι οι προσφέροντες έπρεπε να αποδείξουν ότι είχαν εκτελέσει τουλάχιστον δύο συμβάσεις σε συγκεκριμένο κλάδο.

51      Κατόπιν αιτήματος της αναθέτουσας αρχής, η Konsultant Komputer επικαλέστηκε, προκειμένου να τεκμηριώσει ότι διέθετε τις απαιτούμενες ικανότητες για την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως, την πείρα άλλου φορέα, η οποία συνίστατο στην εκτέλεση, από τη Medinet Systemy Informatyczne, των δύο συμβάσεων προμήθειας που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως.

52      Εντούτοις, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, το προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται στην ελεγχθείσα από το αιτούν δικαστήριο παραδοχή ότι η εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως δεν μπορεί να επιμεριστεί, οπότε το ελάχιστο επίπεδο των απαιτούμενων ικανοτήτων πρέπει να καλύπτεται από έναν και μόνον οικονομικό φορέα, και όχι από την επίκληση των ικανοτήτων περισσοτέρων φορέων. Επιπλέον, από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι η Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξετάσεως προσφυγών) εκτιμά ότι ο αποκλεισμός της δυνατότητας επικλήσεως της πείρας περισσοτέρων οικονομικών φορέων είναι συνδεδεμένος και ανάλογος με το αντικείμενο της επίδικης συμβάσεως.

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, ο οικονομικός φορέας δεν επιτρέπεται, εν προκειμένω, να επικαλεστεί τις ικανότητες τρίτου προκειμένου να αποδείξει ότι διαθέτει τις απαιτούμενες ικανότητες για την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως.

54      Κατά συνέπεια, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια, αφενός, ότι δεν επιτρέπει σε οικονομικό φορέα να επικαλεστεί τις ικανότητες τρίτου φορέα, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, αθροίζοντας τη γνώση και την πείρα δύο άλλων φορέων, οι οποίοι δεν διαθέτουν, ο καθένας χωριστά, τις ικανότητες που απαιτούνται για την εκτέλεση συγκεκριμένης συμβάσεως, στην περίπτωση όπου η αναθέτουσα αρχή εκτιμά ότι η επίμαχη σύμβαση συνιστά ενιαίο σύνολο, οπότε επιβάλλεται να εκτελεστεί από έναν και μόνον φορέα, και, αφετέρου, ότι αυτός ο αποκλεισμός της δυνατότητας επικλήσεως της πείρας περισσοτέρων οικονομικών φορέων είναι συνδεδεμένος και ανάλογος με το αντικείμενο της συμβάσεως, η οποία πρέπει, ως εκ τούτου, να εκτελεστεί από έναν και μόνον φορέα.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

55      Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε οικονομικό φορέα που μετέχει αυτοτελώς σε διαδικασία για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως να επικαλεστεί την πείρα κοινοπραξίας στην οποία είχε μετάσχει στο πλαίσιο άλλης δημόσιας συμβάσεως, ανεξαρτήτως της φύσης της συνεισφοράς του στην εκτέλεση της τελευταίας.

56      Το ως άνω ερώτημα σχετίζεται με το γεγονός ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, την παροχή των HIS για τα αντίστοιχα νοσοκομεία είχε αναλάβει κοινοπραξία αποτελούμενη από δύο επιχειρήσεις, ήτοι την Konsultant Komputer και την Konsultant IT.

57      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως ορίζεται στο άρθρο 44, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/18, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να ελέγχει την καταλληλότητα των υποψηφίων ή των προσφερόντων με βάση τα κριτήρια στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 47 έως 52 της ίδιας οδηγίας.

58      Επίσης, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να καλύπτουν ελάχιστα επίπεδα τόσο ως προς την οικονομική και χρηματοοικονομική τους επάρκεια όσο και ως προς τις τεχνικές ή/και επαγγελματικές τους ικανότητες, σύμφωνα με τα αντίστοιχα άρθρα 47 και 48 της οδηγίας αυτής.

59      Ειδικότερα, το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/18 προβλέπει ότι οι τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες των οικονομικών φορέων μπορούν να αποδεικνύονται, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, της φύσης και της σπουδαιότητας του προς ανάθεση αντικειμένου, με την υποβολή καταλόγου των κυριότερων έργων που εκτελέστηκαν κατά την τελευταία πενταετία, καθώς και με την υποβολή καταλόγου των κυριότερων προμηθειών που πραγματοποιήθηκαν ή των κυριότερων υπηρεσιών που παρασχέθηκαν κατά την τελευταία τριετία.

60      Βάσει της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18 επιτρέπει σε οικονομικό φορέα να επικαλεστεί, για συγκεκριμένη σύμβαση, τις ικανότητες τρίτου φορέα, όπως μιας κοινοπραξίας επιχειρήσεων στην οποία είχε μετάσχει, εφόσον αποδειχθεί στην αναθέτουσα αρχή ότι ο οικονομικός φορέας θα έχει όντως στη διάθεσή του τους αναγκαίους για την εκτέλεση της συμβάσεως πόρους του τρίτου φορέα.

61      Στο πλαίσιο αυτό, η πείρα την οποία έχει αποκτήσει οικονομικός φορέας αποτελεί ιδιαιτέρως σημαντικό κριτήριο για την ποιοτική επιλογή του, δεδομένου ότι δίνει στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να ελέγξει, όπως ορίζει το άρθρο 44, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/18, την καταλληλότητα των υποψηφίων ή των προσφερόντων για την εκτέλεση συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως.

62      Συνεπώς, όταν οικονομικός φορέας επικαλείται την πείρα κοινοπραξίας επιχειρήσεων στην οποία είχε μετάσχει, η πείρα αυτή πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη συγκεκριμένη συμμετοχή του εν λόγω φορέα και, κατ’ επέκταση, με την πραγματική του συνεισφορά στην άσκηση μιας δραστηριότητας που ήταν απαραίτητη για την κοινοπραξία στο πλαίσιο συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως.

63      Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε η Πολωνική Κυβέρνηση στις γραπτές της παρατηρήσεις, ο οικονομικός φορέας δεν αποκτά, στην πραγματικότητα, πείρα απλώς επειδή είναι μέλος κοινοπραξίας επιχειρήσεων και ασχέτως της συνεισφοράς του σε αυτήν, αλλά μόνον μετέχοντας άμεσα στην υλοποίηση τουλάχιστον ενός τμήματος της συμβάσεως, για τη συνολική εκτέλεση της οποίας έχει την ευθύνη η ως άνω κοινοπραξία.

64      Επομένως, δεν είναι δυνατόν ο οικονομικός φορέας να επικαλεστεί, στο πλαίσιο της απαιτούμενης από την αναθέτουσα αρχή πείρας, τις προμήθειες ή τις υπηρεσίες που εκτέλεσαν τα λοιπά μέλη μιας κοινοπραξίας επιχειρήσεων, όταν ο ίδιος δεν μετείχε στην πράξη και με συγκεκριμένο τρόπο στην εκτέλεση των σχετικών συμβάσεων.

65      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε οικονομικό φορέα που μετέχει αυτοτελώς σε διαδικασία για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως να επικαλεστεί την πείρα κοινοπραξίας της οποίας ήταν μέλος στο πλαίσιο άλλης δημόσιας συμβάσεως, αν δεν είχε συνεισφέρει στην πράξη και με συγκεκριμένο τρόπο στην εκτέλεση της τελευταίας.

 Επί του έκτου ερωτήματος

66      Με το έκτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2004/18, το οποίο επιτρέπει τον αποκλεισμό οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβαση, στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, όπου αυτός είναι ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των ζητούμενων από την αναθέτουσα αρχή πληροφοριών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μπορεί να εφαρμοστεί όταν πρόκειται για πληροφορίες ικανές να επηρεάσουν την έκβαση του διαγωνισμού, ανεξαρτήτως αν ο οικονομικός αυτός φορέας ενήργησε με δόλο.

67      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 45 της οδηγίας 2004/18 προβλέπονται διάφοροι υποχρεωτικοί και προαιρετικοί, αντιστοίχως, λόγοι αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβαση, οι οποίοι σχετίζονται με την προσωπική κατάσταση του προσφέροντος.

68      Ειδικότερα, κατά το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της ως άνω οδηγίας, είναι δυνατός ο αποκλεισμός οικονομικού φορέα από τη δημόσια σύμβαση αν αυτός είναι «ένοχος» σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται από την αναθέτουσα αρχή ή αν δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες αυτές.

69      Με το ερώτημά της, η Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξετάσεως προσφυγών) ζητεί να διευκρινιστεί αν, προς εφαρμογή της διατάξεως αυτής, είναι απαραίτητο ο μεν υποψήφιος να έχει ενεργήσει με δόλο, οι δε πληροφορίες που υποβλήθηκαν στην αναθέτουσα αρχή να επηρέασαν ή να μπορούσαν να έχουν επηρεάσει την έκβαση του διαγωνισμού.

70      Επ’ αυτού τονίζεται, πρώτον, ότι το γράμμα του άρθρου 45, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2004/18 δεν περιέχει καμία αναφορά σε δόλο του οικονομικού φορέα. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση της υπάρξεως δόλου δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίο στοιχείο για τον αποκλεισμό του οικείου οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβαση.

71      Αντιθέτως, για να γίνει δεκτό ότι ο υποψήφιος είναι «ένοχος» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και για να αποκλειστεί, κατ’ επέκταση, από δημόσια σύμβαση, αρκεί να έχει επιδείξει αρκετά βαριά αμέλεια, ήτοι αμέλεια ικανή να έχει καθοριστική επιρροή στις αποφάσεις αποκλεισμού, επιλογής ή αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως.

72      Κατά συνέπεια, η αναθέτουσα αρχή, για να αποκλείσει οικονομικό φορέα που υπέβαλε ψευδείς δηλώσεις από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβαση, δεν οφείλει, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζουν η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να αποδείξει ότι ο εν λόγω οικονομικός φορέας ενήργησε με δόλο.

73      Παρατηρείται, δεύτερον, ότι, κατά το άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/18, τα κράτη μέλη ορίζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και τηρώντας παράλληλα το κοινοτικό δίκαιο, τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου αυτής.

74      Επομένως, οι έννοιες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, μεταξύ των οποίων και η έννοια «ένοχος», μπορούν να διευκρινιστούν και να εξειδικευτούν στο εθνικό δίκαιο, εφόσον όμως τηρείται το δίκαιο της Ένωσης (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Forposta και ABC Direct Contact, C‑465/11, EU:C:2012:801, σκέψη 26).

75      Εν προκειμένω, το άρθρο 24, παράγραφος 2, σημείο 3, του νόμου για τις ΔημΣ προβλέπει τη δυνατότητα να αποκλειστεί από την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως όποιος οικονομικός φορέας έχει κοινοποιήσει ψευδείς πληροφορίες οι οποίες επηρέασαν, ή θα μπορούσαν να επηρεάσουν, το αποτέλεσμα της τρέχουσας διαδικασίας.

76      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, οι δηλώσεις και οι πληροφορίες που υπέβαλε ο οικείος οικονομικός φορέας όντως επηρέασαν την έκβαση της διαδικασίας αναθέσεως της επίδικης συμβάσεως. Πράγματι, κατά την Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξετάσεως προσφυγών), βάσει αυτών ακριβώς των δηλώσεων και των πληροφοριών κατακυρώθηκε ο διαγωνισμός στην Konsultant Komputer.

77      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι ο οικείος οικονομικός φορέας, παρέχοντας τέτοιες δηλώσεις και πληροφορίες, επέδειξε αμέλεια η οποία είχε καθοριστική επιρροή στις αποφάσεις αποκλεισμού, επιλογής ή αναθέσεως της επίμαχης δημόσιας συμβάσεως, με αποτέλεσμα να μπορεί να θεωρηθεί «ένοχος» κατά την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2004/18. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά αυτή δικαιολογεί την απόφαση της αναθέτουσας αρχής να αποκλείσει τον συγκεκριμένο οικονομικό φορέα από την επίδικη δημόσια σύμβαση.

78      Κατόπιν των ανωτέρω, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2004/18, το οποίο επιτρέπει τον αποκλεισμό οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβαση, στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, όπου αυτός είναι «ένοχος» σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των ζητούμενων από την αναθέτουσα αρχή πληροφοριών, έχει την έννοια ότι μπορεί να εφαρμοστεί όταν ο οικονομικός φορέας έχει επιδείξει αρκετά βαριά αμέλεια, δηλαδή αμέλεια που μπορεί να έχει καθοριστική επιρροή στις αποφάσεις αποκλεισμού, επιλογής ή αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως, χωρίς να χρειάζεται να διαπιστωθεί ότι ενήργησε με δόλο.

 Επί του έβδομου ερωτήματος

79      Με το έβδομό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε οικονομικό φορέα να στηριχθεί σε προηγούμενη πείρα επικαλούμενος ταυτόχρονα δύο ή περισσότερες αναθέσεις ως μία σύμβαση, μολονότι η αναθέτουσα αρχή δεν είχε προβλέψει ρητώς τέτοια δυνατότητα ούτε στην προκήρυξη του διαγωνισμού ούτε στη συγγραφή υποχρεώσεων.

80      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως ήδη υπενθυμίστηκε στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 44, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/18 επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή να ελέγχει την καταλληλότητα των υποψηφίων ή των προσφερόντων προς εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 47 έως 52 της οδηγίας αυτής.

81      Από τη δική τους πλευρά, οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες οφείλουν να αποδείξουν στην αναθέτουσα αρχή ότι διαθέτουν ή θα διαθέτουν όντως τις απαιτούμενες ικανότητες προς διασφάλιση της ορθής εκτελέσεως της επίμαχης συμβάσεως.

82      Στο πλαίσιο αυτό, νομίμως η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προβλέψει ρητώς, κατ’ αρχήν είτε στην προκήρυξη του διαγωνισμού είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων, την απαίτηση να πληρούνται ορισμένες ικανότητες και συγκεκριμένοι όροι βάσει των οποίων ο υποψήφιος πρέπει να αποδείξει την καταλληλότητά του να αναλάβει και να εκτελέσει την επίμαχη σύμβαση. Ομοίως, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψη τόσο της φύσεως των σχετικών εργασιών όσο και του αντικειμένου και των σκοπών της συμβάσεως, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προβλέψει περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τον επιτρεπόμενο αριθμό εμπλεκόμενων οικονομικών φορέων, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/18 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψεις 39 έως 41, και της 5ης Απριλίου 2017, Borta, C‑298/15, EU:C:2017:266, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83      Όταν όμως η αναθέτουσα αρχή αποφασίζει να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, πρέπει να διασφαλίζει ότι οι ειδικοί κανόνες που θέτει συνδέονται με το αντικείμενο και με τον σκοπό της συμβάσεως και είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψεις 40 και 56).

84      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι η αναθέτουσα αρχή ναι μεν δεν προέβλεψε ρητώς στα έγγραφα του διαγωνισμού δυνατότητα του υποψηφίου να επικαλεστεί δύο ή περισσότερες συμβάσεις ως μία, πλην όμως ούτε και απέκλεισε ρητώς τέτοια δυνατότητα με την προκήρυξη του διαγωνισμού ή με τη συγγραφή υποχρεώσεων.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί a priori το ενδεχόμενο η αναγκαία πείρα προς εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως, την οποία έχει αποκτήσει οικονομικός φορέας στο πλαίσιο όχι μίας αλλά δύο ή περισσοτέρων διαφορετικών συμβάσεων, να μπορεί να θεωρηθεί επαρκής από την αναθέτουσα αρχή, και άρα να δικαιολογεί την κατακύρωση της συμβάσεως αυτής στον εν λόγω οικονομικό φορέα.

86      Πράγματι, όπως σημείωσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 62 των προτάσεών του, από τη στιγμή που οι όροι εκτελέσεως συγκεκριμένης συμβάσεως μπορούν κατ’ αρχήν να πληρούνται με σωρευτική επίκληση των ικανοτήτων και της πείρας περισσοτέρων οικονομικών φορέων, θα ήταν κατά μείζονα λόγο παράλογο να αποκλειστεί a priori η δυνατότητα σωρεύσεως της πείρας και των ικανοτήτων τις οποίες ο ίδιος οικονομικός φορέας απέκτησε όντως στο πλαίσιο διαφορετικών συμβάσεων.

87      Για τον λόγο αυτό, στην περίπτωση όπου, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, η δυνατότητα επικλήσεως της πείρας που έχει αποκτηθεί στο πλαίσιο περισσοτέρων συμβάσεων δεν έχει αποκλειστεί ούτε με την προκήρυξη του διαγωνισμού ούτε με τη συγγραφή υποχρεώσεων, εναπόκειται στην αναθέτουσα αρχή, υπό τον έλεγχο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, να εξετάσει αν η συνδυασμένη πείρα από δύο ή περισσότερες συμβάσεις, λαμβανομένων υπόψη τόσο των σχετικών εργασιών όσο και του αντικειμένου και του σκοπού της επίμαχης συμβάσεως, αρκεί για να διασφαλιστεί η ορθή εκτέλεσή της.

88      Κατόπιν των ανωτέρω, στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε οικονομικό φορέα να στηριχθεί σε προηγούμενη πείρα επικαλούμενος ταυτόχρονα δύο ή περισσότερες αναθέσεις συμβάσεων ως μία σύμβαση, εκτός αν η αναθέτουσα αρχή έχει αποκλείσει τη δυνατότητα αυτή βάσει όρων που είναι συνδεδεμένοι και ανάλογοι με το αντικείμενο και με τον σκοπό της επίμαχης δημόσιας συμβάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

89      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 51 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε οικονομικό φορέα, μετά τη λήξη της προθεσμίας που έχει ταχθεί για την κατάθεση υποψηφιοτήτων σε δημόσιο διαγωνισμό, να προσκομίσει στην αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να αποδείξει ότι πληροί τους όρους συμμετοχής στη διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως, έγγραφα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική του προσφορά, όπως σύμβαση εκτελεσθείσα από τρίτον, καθώς και γραπτή δέσμευση του τελευταίου ότι θα θέσει στη διάθεση του οικονομικού φορέα τις ικανότητες και τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεση της επίμαχης συμβάσεως.

2)      Το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια, αφενός, ότι δεν επιτρέπει σε οικονομικό φορέα να επικαλεστεί τις ικανότητες τρίτου φορέα, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, αθροίζοντας τη γνώση και την πείρα δύο άλλων φορέων, οι οποίοι δεν διαθέτουν, ο καθένας χωριστά, τις ικανότητες που απαιτούνται για την εκτέλεση συγκεκριμένης συμβάσεως, στην περίπτωση όπου η αναθέτουσα αρχή εκτιμά ότι η επίμαχη σύμβαση συνιστά ενιαίο σύνολο, οπότε επιβάλλεται να εκτελεστεί από έναν και μόνον φορέα, και, αφετέρου, ότι αυτός ο αποκλεισμός της δυνατότητας επικλήσεως της πείρας περισσοτέρων οικονομικών φορέων είναι συνδεδεμένος και ανάλογος με το αντικείμενο της συμβάσεως, η οποία πρέπει, ως εκ τούτου, να εκτελεστεί από έναν και μόνον φορέα.

3)      Το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε οικονομικό φορέα που μετέχει αυτοτελώς σε διαδικασία για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως να επικαλεστεί την πείρα κοινοπραξίας της οποίας ήταν μέλος στο πλαίσιο άλλης δημόσιας συμβάσεως, αν δεν είχε συνεισφέρει στην πράξη και με συγκεκριμένο τρόπο στην εκτέλεση της τελευταίας.

4)      Το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2004/18, το οποίο επιτρέπει τον αποκλεισμό οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβαση, στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, όπου αυτός είναι «ένοχος» σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των ζητούμενων από την αναθέτουσα αρχή πληροφοριών, έχει την έννοια ότι μπορεί να εφαρμοστεί όταν ο οικονομικός φορέας έχει επιδείξει αρκετά βαριά αμέλεια, δηλαδή αμέλεια που μπορεί να έχει καθοριστική επιρροή στις αποφάσεις αποκλεισμού, επιλογής ή αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως, χωρίς να χρειάζεται να διαπιστωθεί ότι ενήργησε με δόλο.

5)      Το άρθρο 44 της οδηγίας 2004/18, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των οικονομικών φορέων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε οικονομικό φορέα να στηριχθεί σε προηγούμενη πείρα επικαλούμενος ταυτόχρονα δύο ή περισσότερες αναθέσεις συμβάσεων ως μία σύμβαση, εκτός αν η αναθέτουσα αρχή έχει αποκλείσει τη δυνατότητα αυτή βάσει όρων που είναι συνδεδεμένοι και ανάλογοι με το αντικείμενο και με τον σκοπό της επίμαχης δημόσιας συμβάσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.