Language of document : ECLI:EU:C:2017:861

Υπόθεση C‑122/16 P

BritishAirwaysplc

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά αεροπορικών μεταφορών φορτίου – Απόφαση της Επιτροπής που αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σχετικές με διάφορα στοιχεία της τιμής των υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών φορτίου – Πλημμέλεια της αιτιολογίας – Λόγος δημοσίας τάξεως που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita – Αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής με τα οποία ζητείται η μερική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως – Απαγορεύεται στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφασίσει την εν όλω ακύρωση της επίδικης αποφάσεως – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 14ης Νοεμβρίου 2017

1.        Αναίρεση – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Υποχρέωση επισύναψης της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 168 § 1, στοιχείο βʹ)

2.        Αναίρεση – Λόγοι – Αιτήματα με τα οποία ζητείται η μερική ακύρωση του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Παραδεκτό

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 169 § 1)

3.        Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή των λόγων ακυρώσεως δημοσίας τάξεως – Επιτρέπεται – Δυνατότητα του δικαστή της Ένωσης να αποφασίσει ακύρωση που υπερβαίνει αυτή που ζητήθηκε – Αποκλείεται

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

4.        Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού – Απαγόρευση αποφάνσεως ultrapetita – Παραβίαση της αρχής της δικαστικής προστασίας – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

1.      Όσον αφορά το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2012 προβλέπει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιέχει μνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να απαιτείται να επισυναφθεί η απόφαση αυτή στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, μετά την έναρξη ισχύος, την 1η Νοεμβρίου 2012, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, δεν απαιτείται πλέον η επισύναψη στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά αρκεί μόνον η μνεία της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 46-48)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 50-53)

3.      Στο σύστημα των ένδικων διαδικασιών που έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι διάδικοι έχουν την πρωτοβουλία της δίκης και καθορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, ιδίως, προσδιορίζοντας με τα αιτήματά τους την πράξη ή το τμήμα της πράξεως που επιθυμούν να υποβάλουν στον εν λόγω δικαστικό έλεγχο. Εφόσον ο δικαστής του ελέγχου νομιμότητας δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita, η ακυρότητα την οποία κηρύσσει δεν μπορεί να υπερβεί αυτή που ζήτησε ο προσφεύγων.

Βεβαίως, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγους δημοσίας τάξεως. Ωστόσο, η αρμοδιότητα του δικαστή του ελέγχου νομιμότητας να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο δημοσίας τάξεως ουδόλως συνεπάγεται αρμοδιότητα να τροποποιήσει αυτεπαγγέλτως τα αιτήματα που διατύπωσε ο προσφεύγων. Συγκεκριμένα, μολονότι οι λόγοι ακυρώσεως αποτελούν το αναγκαίο στήριγμα των αιτημάτων που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, διακρίνονται ωστόσο, κατ’ ανάγκη, από τα αιτήματα, τα οποία θέτουν τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς που υποβλήθηκε ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

Επομένως, μολονότι ο δικαστής της Ένωσης, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως λόγο δημοσίας τάξεως, ο οποίος, κατ’ αρχήν, δεν προβλήθηκε από τους διαδίκους, δεν εξέρχεται από το πλαίσιο της διαφοράς της οποίας επιλήφθηκε και ουδόλως παραβαίνει τους διαδικαστικούς κανόνες σχετικά με την υποχρέωση να περιλαμβάνονται το αντικείμενο της διαφοράς και οι λόγοι ακυρώσεως στο δικόγραφο της προσφυγής, ωστόσο αυτό δεν ισχύει εάν, κατόπιν της εξετάσεως επί της ουσίας της πράξεως που υποβάλλεται στην κρίση του, ο δικαστής αποφασίσει, βάσει λόγου που εξέτασε αυτεπαγγέλτως, ακύρωση που υπερβαίνει αυτά που ζητήθηκαν με τα αιτήματα των οποίων έχει συννόμως επιληφθεί, με το αιτιολογικό ότι η ακύρωση αυτή είναι αναγκαία προκειμένου να θεραπευθεί η έλλειψη νομιμότητας που διαπιστώθηκε αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο της εν λόγω αναλύσεως.

(βλ. σκέψεις 81, 87-90)

4.      Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχος νομιμότητας, ο οποίος συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία ως προς το ποσό του προστίμου, την οποία προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματικά ζητήματα και ότι έχει εξουσία να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και να τροποποιεί το ποσό του προστίμου.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ο διά των αιτημάτων των διαδίκων, όπως αυτά διατυπώνονται στα δικόγραφά τους, περιορισμός του ελέγχου νομιμότητας που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης, δεδομένου ότι η αρχή αυτή ουδόλως απαιτεί να επεκτείνει ο εν λόγω δικαστής τον έλεγχό του στα στοιχεία μιας αποφάσεως που δεν εμπίπτουν στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί.

(βλ. σκέψεις 104, 105)