Language of document : ECLI:EU:C:2022:378

Υπόθεση C556/20

Schneider Electric SE κ.λπ.

κατά

Premier ministre
και
Ministre de l’Economie, des Finances et de la Relance

[αίτηση του Conseil d’État (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

 Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 12ης Μαΐου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 90/435/ΕΟΚ – Κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών – Άρθρο 4 και άρθρο 7, παράγραφος 2 – Αποφυγή της διπλής οικονομικής φορολογίας των μερισμάτων»

1.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών – Οδηγία 90/435 – Αποτροπή της διπλής οικονομικής φορολογίας – Απαλλαγή της μητρικής εταιρίας για τα μερίσματα που λαμβάνει – Φορολογικό μέτρο που θεσπίζεται από το κράτος μέλος της μητρικής εταιρίας και προβλέπει την είσπραξη φόρου κατά την αναδιανομή από την εταιρία αυτή μερισμάτων επί των οποίων δεν επιβλήθηκε ο συνήθης φόρος εταιριών – Φόρος ο οποίος υπερβαίνει το ανώτατο όριο 5 % που προβλέπεται από την οδηγία 90/435 – Δεν επιτρέπεται – Δυνατότητα της μητρικής εταιρίας να τύχει πίστωσης φόρου – Δεν ασκεί επιρροή

(Οδηγία 90/435 του Συμβουλίου, άρθρο 4)

(βλ. σκέψεις 41-49, 52-54, 58-65, 88 και διατακτ.)

2.        Προσέγγιση των νομοθεσιών – Κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες διαφορετικών κρατών μελών – Οδηγία 90/435 – Απαλλαγή της μητρικής εταιρίας για τα μερίσματα που λαμβάνει – Εξαίρεση όσον αφορά τις εθνικές ή συμβατικές διατάξεις που αποσκοπούν στην εξάλειψη ή στην ελάφρυνση της διπλής οικονομικής φορολογίας των μερισμάτων – Φορολογικό μέτρο που θεσπίζεται από το κράτος μέλος της μητρικής εταιρίας και προβλέπει την είσπραξη φόρου κατά την αναδιανομή από την εταιρία αυτή μερισμάτων επί των οποίων δεν επιβλήθηκε ο συνήθης φόρος εταιριών – Δεν εμπίπτει

(Οδηγία 90/435 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

(βλ. σκέψεις 67-88 και διατακτ.)

Σύνοψη

Η εταιρία Schneider Electric SE καθώς και άλλες εταιρίες, οι οποίες έχουν όλες τη φορολογική τους κατοικία στη Γαλλία, προέβησαν σε αναδιανομή προς τους μετόχους τους, κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 2000 και 2004, μερισμάτων που προέρχονταν από θυγατρικές εγκατεστημένες, ιδίως, σε άλλα κράτη μέλη.

Λόγω της αναδιανομής αυτής, επιβλήθηκε στις εν λόγω εταιρίες φόρος κινητών αξιών στον οποίο αναφέρονται διοικητικά ερμηνευτικά σχόλια. Θεωρώντας ότι τα τελευταία επαναλάμβαναν διατάξεις του εθνικού δικαίου (1) μη συμβατές με την οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες (2), οι ως άνω εταιρίες άσκησαν ενώπιον του Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) προσφυγή με αίτημα την ακύρωσή τους. Συγκεκριμένα, κατά την εθνική νομοθεσία, ο φόρος κινητών αξιών οφειλόταν σε περίπτωση διανομής κερδών για τα οποία εχορηγείτο πίστωση φόρου, όταν επί των εν λόγω κερδών δεν είχε επιβληθεί ο συνήθης φόρος εταιριών στο επίπεδο της μητρικής εταιρίας. Συναφώς, το Conseil d’État συνήγαγε από την απόφαση Accor (3) ότι η εταιρία που λαμβάνει τα μερίσματα έχει δικαίωμα πίστωσης φόρου, διασφαλίζουσας την ίδια φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων που προέρχονται από εταιρίες εγκατεστημένες στη Γαλλία και εκείνων που προέρχονται από εταιρίες εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, η οποία συμψηφίζεται με τον φόρο κινητών αξιών.

Απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα του ως άνω δικαστηρίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες (4) αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι μια μητρική εταιρία οφείλει φόρο κινητών αξιών σε περίπτωση αναδιανομής στους μετόχους της κερδών που της διένειμαν θυγατρικές της, για τα οποία χορηγείται πίστωση φόρου, όταν επί των εν λόγω κερδών δεν επιβλήθηκε ο συνήθης φόρος εταιριών, εφόσον τα ποσά που οφείλονται λόγω του φόρου αυτού κινητών αξιών υπερβαίνουν το ανώτατο όριο 5 % που προβλέπεται από την ίδια οδηγία. Επιπροσθέτως, ο φόρος αυτός κινητών αξιών δεν εμπίπτει στη διάταξη της οδηγίας, κατά την οποία η εν λόγω οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή των εθνικών ή συμβατικών διατάξεων που σκοπό έχουν να εξαλείψουν ή να ελαφρύνουν τη διπλή φορολογία των μερισμάτων (5).

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι η οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες σκοπεί να διασφαλίσει, σε επίπεδο φορολογίας, την ουδετερότητα της διανομής των κερδών από θυγατρική εταιρία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος στη μητρική της εταιρία η οποία είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος. Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός της ουδετερότητας, η οδηγία επιδιώκει την αποτροπή της διπλής φορολόγησης των κερδών αυτών, από οικονομική άποψη, ήτοι την αποτροπή του ενδεχομένου να φορολογηθούν τα διανεμόμενα κέρδη μια πρώτη φορά στο πρόσωπο της θυγατρικής εταιρίας και μια δεύτερη στο πρόσωπο της μητρικής εταιρίας (6). Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εν λόγω οδηγία απαγορεύει στα κράτη μέλη να φορολογούν τη μητρική εταιρία ή τη μόνιμη εγκατάστασή της για τα κέρδη τα οποία η θυγατρική καταβάλλει κατά τη διανομή στη μητρική της εταιρία, χωρίς να διακρίνει ανάλογα με το εάν η επιβολή φόρου στη μητρική εταιρία έχει ως γενεσιουργό γεγονός την είσπραξη ή την αναδιανομή των εν λόγω κερδών.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η φορολόγηση από το κράτος μέλος της μητρικής εταιρίας των κερδών που διανέμει μια θυγατρική στη μητρική της εταιρία στο επίπεδο της εταιρίας αυτής κατά την αναδιανομή τους, η οποία θα είχε ως συνέπεια την επιβολή φόρου επί των εν λόγω κερδών υπερβαίνοντος το ανώτατο όριο 5 % που προβλέπεται από την οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες (7), θα είχε ως αποτέλεσμα διπλή φορολόγηση στο επίπεδο της εν λόγω εταιρίας αντίθετη προς την ως άνω οδηγία. Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η επιβολή του φόρου κινητών αξιών, ο οποίος αντιστοιχούσε στην πίστωση φόρου που συνεπάγεται η αναδιανομή των μερισμάτων από τη μητρική εταιρία στους μετόχους της, είχε ως συνέπεια την επιβολή φόρου επί των εν λόγω κερδών, υπερβαίνοντος το ανώτατο όριο 5 %, η οποία ήταν αντίθετη προς την οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες.

Τέλος, το Δικαστήριο αποκλείει η πίστωση φόρου υπέρ των μητρικών εταιριών που λαμβάνουν μερίσματα από θυγατρική εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, η οποία χορηγείται με σκοπό την εξάλειψη της ασυμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης, να μπορεί να εξαλείψει τα αποτελέσματα εθνικής νομοθεσίας που είναι ασύμβατα με την οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η δυνατότητα των φορολογουμένων να τύχουν της πίστωσης φόρου εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι έχουν κινήσει συναφώς διοικητικές και ένδικες διαδικασίες και ότι είναι σε θέση να προσκομίσουν αποδείξεις, ενώ η οδηγία δεν επιτρέπει να τίθενται τέτοιες προϋποθέσεις. Επιπροσθέτως, η συνεκτίμηση της πίστωσης φόρου έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή επί των μερισμάτων μιας μεθόδου συμψηφισμού, ενώ το κράτος μέλος επέλεξε τη μέθοδο της απαλλαγής, και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένα υπόλοιπο του φόρου κινητών αξιών να εξακολουθήσει να υφίσταται.

Όσον αφορά το ζήτημα αν ο φόρος κινητών αξιών εμπίπτει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η εν λόγω διάταξη επιτρέπει τη συνέχιση της εφαρμογής συγκεκριμένων μόνον εθνικών ή συμβατικών καθεστώτων τα οποία συνάδουν με τον σκοπό της οδηγίας και τα οποία αποσκοπούν στην εξάλειψη ή στην ελάφρυνση της διπλής οικονομικής φορολογίας των μερισμάτων. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, μια παρακράτηση φόρου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διατάξεως μόνον αν η επιβολή της δεν αναιρεί τις συνέπειες των εθνικών ή συμβατικών διατάξεων που αποσκοπούν στην εξάλειψη ή στην ελάφρυνση της διπλής αυτής φορολογίας.

Συναφώς, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι μολονότι ο φόρος κινητών αξιών εντασσόταν στο πλαίσιο των εθνικών ρυθμίσεων οι οποίες αποσκοπούν στην εξάλειψη ή στην ελάφρυνση της διπλής φορολογίας των μερισμάτων σε εθνικό επίπεδο, εντούτοις, η εφαρμογή του εν λόγω φόρου κινητών αξιών μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διπλή οικονομική φορολογία των κερδών που εισπράττει μια μητρική εταιρία από τις θυγατρικές της που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος κατά την αναδιανομή τους. Το Δικαστήριο προσθέτει ότι η εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα μια τέτοια διπλή φορολόγηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με τον σκοπό της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, ακόμη και όταν τα αποτελέσματα της διπλής αυτής φορολογίας δύνανται ενδεχομένως να μετριαστούν διά μεταγενέστερης αξίωσης επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, η οποία επιστροφή λαμβάνει τη μορφή πιστώσεως φόρου χορηγούμενης από τα δικαστήρια.


1      Άρθρο 223 sexies του γαλλικού code général des impôts (γενικού φορολογικού κώδικα), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.


2      Οδηγία 90/435/ΕΕ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2011, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ 1990, L 225, σ. 6) (στο εξής: οδηγία για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες).


3      Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Accor (C‑310/09, EU:C:2011:581).


4      Άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες.


5      Άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες.


6      Άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες.


7      Άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες.