Language of document : ECLI:EU:T:2014:1060

Υπόθεση T‑251/11

Δημοκρατία της Αυστρίας

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Ηλεκτρική ενέργεια – Ενίσχυση υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων – Αυστριακός νόμος περί πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Κρατικοί πόροι – Δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορίες – Κατάχρηση εξουσίας – Ίση μεταχείριση»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα)
της 11ης Δεκεμβρίου 2014

1.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους – Μηχανισμός προβλέπων υποχρεωτικά την αγορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμή μεγαλύτερη της αγοραίας, με σκοπό την προώθηση της παραγωγής του είδους αυτού ηλεκτρικής ενέργειας – Μηχανισμός του οποίου την ευθύνη έχει μια ανώνυμη εταιρία δυνάμει παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας – Χρηματοδότηση βαρύνουσα τους τελικούς καταναλωτές – Συνεισφορά εκ μέρους των τελικών καταναλωτών η οποία μπορεί να εξομοιωθεί με φόρο υπέρ τρίτων – Μέτρο προβλέπον σχετική μερική απαλλαγή υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων – Μέτρο συνεπαγόμενο τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παροχή πλεονεκτημάτων που μπορεί να καταλογισθεί στο κράτος – Μηχανισμός ενισχύσεως προβλεπόμενος με νόμο – Περιλαμβάνεται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Μέτρα προοριζόμενα προς αντιστάθμιση ενδεχόμενων ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων σε βάρος των εθνικών ενεργειοβόρων επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που καταναλώνουν ηλεκτρική ενεργεία – Περιλαμβάνονται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Παρέκκλιση από το γενικό φορολογικό σύστημα – Δικαιολόγηση αντλούμενη από τη φύση και την οικονομία του συστήματος – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Κριτήρια εκτιμήσεως – Συνεκτίμηση προγενέστερης πρακτικής – Αποκλείεται – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγορεύονται – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις που μπορούν να λογίζονται ως συμβατές προς την εσωτερική αγορά – Ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος – Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος – Πεδίο εφαρμογής – Μηχανισμός προβλέπων υποχρεωτικά την αγορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμή μεγαλύτερη της αγοραίας, με σκοπό την προώθηση της παραγωγής του είδους αυτού ηλεκτρικής ενέργειας – Χρηματοδότηση βαρύνουσα τους τελικούς καταναλωτές με τη μορφή φόρου ο οποίος μπορεί να εξομοιωθεί με φόρο υπέρ τρίτων – Μέτρο προβλέπον μερική απαλλαγή υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων – Περιλαμβάνεται

(Άρθρο 107 § 3 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2008/C 82/01 της Επιτροπής §§ 58, 59, 70 και 151)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγορεύονται – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις που μπορούν να λογίζονται ως συμβατές προς την εσωτερική αγορά – Ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος – Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος – Ενισχύσεις με τη μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων ή απαλλαγών από αυτούς – Μειώσεις περιβαλλοντικών φόρων που υπάγονται στον τομέα των μη εναρμονισμένων φορολογικών επιβαρύνσεων – Εξέταση από την Επιτροπή της ανάγκης χορηγήσεως και της αναλογικότητας της ενισχύσεως και των αποτελεσμάτων της – Προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που διαπιστώνει το ασύμβατο της ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά – Υποχρεώσεις του κράτους μέλους προς προσκόμιση αποδείξεων

(Άρθρο 107 § 3 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2008/C 82/01 της Επιτροπής §§ 151 έως 159)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγορεύονται – Παρεκκλίσεις – Κατηγορίες ενισχύσεων, προσδιοριζόμενες με κανονιστική πράξη, που μπορούν να λογίζονται ως συμβατές προς την εσωτερική αγορά – Κανονισμός 800/2008 – Απαλλαγή προβλεπόμενη για τις ενισχύσεις με τη μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων – Κριτήρια εφαρμογής – Εναρμονισμένοι φόροι σε ευρωπαϊκό επίπεδο

(Άρθρο 107 § 3 ΣΛΕΕ· κανονισμός 800/2008 της Επιτροπής, άρθρο 25)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις  26-31)

2.      Όσον αφορά την εξέταση, έναντι του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εθνικού μέτρου προοριζόμενου να ενθαρρύνει την παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, εγγυώμενο σε κάθε παραγωγό πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας την αγορά της συνολικής ποσότητας της εν λόγω ενέργειας σε τιμή μεγαλύτερη από την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά, προβλέποντας παράλληλα, αφετέρου, μετακύλιση του σχετικού κόστους που φέρουν οι εταιρίες παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές ηλεκτρισμού μέσω υποχρεωτικής προσαυξήσεως της τιμής αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι το πλεονέκτημα που προβλέπεται υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων, οι οποίες δικαιούνται απαλλαγής, κατόπιν σχετικού αιτήματος, από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ενέργειας καταβάλλοντας ένα «ποσό αντιστάθμισης», συνεπαγόταν τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων, έστω και αν υπεύθυνο για τον μηχανισμό αυτόν ενισχύσεως είναι ένα κέντρο διακανονισμού πράσινης ενέργειας, για την εκτέλεση της αποστολής του οποίου έχει προβλεφθεί παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας σε ανώνυμη εταιρία ιδιωτικού δικαίου ανήκουσα κατά 50,4 % σε ιδιώτες μετόχους.

Πράγματι, στην εν λόγω ανώνυμη εταιρία ανατίθεται από την εθνική νομοθεσία η διαχείριση του καθεστώτος ενισχύσεως στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Το σύστημα το οποίο θεσπίζει η νομοθεσία αυτή μπορεί να αναλυθεί σε παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, οι δε ως άνω πόροι καταβάλλονται με σκοπό αποκλειστικά δημοσίου συμφέροντος, προσδιοριζόμενο από τον εθνικό νομοθέτη. Επιπλέον, η υποχρεωτική προσαύξηση της τιμής αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας εξομοιώνεται προς φόρο, και δη υπέρ τρίτων, βαρύνοντα την ηλεκτρική ενέργεια, ο οποίος προσδιορίζεται από δημόσια αρχή, τούτο δε προς επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος και σύμφωνα με ένα αντικειμενικό κριτήριο. Επομένως, τα επίμαχα ποσά μπορούν να χαρακτηριστούν ως πόροι με κρατική προέλευση, που εξομοιώνονται προς φόρο υπέρ τρίτων.

Εξάλλου, καίτοι ασφαλώς ο επιφορτισμένος με τη διαχείριση του συστήματος ενισχύσεως στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές οργανισμός έχει τη μορφή ανώνυμης εταιρίας ιδιωτικού δικαίου, η δράση του εν λόγω οργανισμού, στο πλαίσιο παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας για την εκτέλεση του έργου ενός κέντρου διακανονισμού πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, δεν είναι αυτή μιας οικονομικής οντότητας που ενεργεί ελεύθερα στην αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους, αλλά δράση περιορισμένη από τον εθνικό νομοθέτη ο οποίος την προσδιορίζει επακριβώς όσον αφορά τον τρόπο ασκήσεως της παραχωρηθείσας δημόσιας υπηρεσίας. Συναφώς, η ύπαρξη ενός τέτοιου αυστηρού ελέγχου της συμμορφώσεως του ως άνω οργανισμού προς το προβλεπομένο νομοθετικό πλαίσιο, που πραγματοποιείται από διάφορες κρατικές υπηρεσίες σε διάφορα επίπεδα, συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι ο εν λόγω οργανισμός δεν ενεργεί για δικό του λογαριασμό και ελεύθερα, αλλά ως διαχειριστής μιας ενισχύσεως χορηγούμενης με κρατικούς πόρους, στο πλαίσιο παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι το πλεονέκτημα που προβλέπεται υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων έχει ομοιότητες, εν προκειμένω, με μια πρόσθετη επιβάρυνση για το κράτος, καθόσον κάθε μείωση του ποσού του φόρου τον οποίο οφείλουν να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να συνεπάγεται απώλειες εσόδων του κράτους.

(βλ. σκέψεις  67, 68, 70, 72, 75, 76, 83)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις  85-87)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις  94, 111-116)

5.      Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως δεν αφορά τα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την όλη οικονομία του συστήματος στο οποίο τα μέτρα αυτά εντάσσονται. Αντιθέτως, φορολογικές απαλλαγές οι οποίες υπαγορεύονται από έναν εξωγενή σκοπό σε σχέση με το φορολογικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται δεν εξαιρούνται των επιταγών του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΕΚ.

Εξάλλου, προκειμένου να εκτιμηθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας του πλεονεκτήματος που χορηγείται με φορολογικό μέτρο, ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς έχει αυξημένη σημασία, καθόσον η ίδια η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε σχέση με την αποκαλούμενη «κανονική» φορολογία. Έτσι, ο χαρακτηρισμός φορολογικού μέτρου ως «επιλεκτικού» προϋποθέτει, πρώτον, τον εκ των προτέρων προσδιορισμό και την εξέταση του κοινού ή «κανονικού» φορολογικού συστήματος που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος. Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί και να στοιχειοθετηθεί, σε σχέση με το συγκεκριμένο κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς, ο ενδεχομένως επιλεκτικός χαρακτήρας του πλεονεκτήματος που χορηγεί το επίμαχο φορολογικό μέτρο, αποδεικνύοντας ότι το εν λόγω μέτρο παρεκκλίνει του κοινού αυτού συστήματος, καθόσον διαφοροποιεί τους επιχειρηματίες οι οποίοι τελούν, από απόψεως του σκοπού που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα του οικείου κράτους μέλους, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος μέλος που εισάγει μια τέτοια διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων σχετικά με επιβαρύνσεις βαρύνεται να αποδείξει ότι η εν λόγω επιβάρυνση πράγματι δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του εν λόγω συστήματος.

(βλ. σκέψεις  96, 97, 117)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις  123-130)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις  155-165)

8.      Όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται με τη μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων ή απαλλαγών από αυτούς, από τις παραγράφους 152 επ. των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος προκύπτει ότι οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές προβλέπουν δύο είδη εξετάσεως του συμβατού με την εσωτερική αγορά των μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων, ιδίως σε συνάρτηση με την ύπαρξη ή όχι εναρμονίσεως των οικείων φόρων και με την τήρηση του ελάχιστου κοινοτικού ορίου φορολογίας.

Όσον αφορά, ειδικότερα, τις ενισχύσεις με τη μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων που υπάγονται σε μη εναρμονισμένο τομέα φορολογίας, όπως προκύπτει από τις παραγράφους 154 έως 159 των κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή, κατά την εξέταση του συμβατού με την εσωτερική αγορά των εν λόγω ενισχύσεων, στηρίζεται σε πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη της Ένωσης προκειμένου να εκτιμήσει τα οικεία φορολογικά καθεστώτα, προκειμένου να εξετάσει, ειδικότερα, την ανάγκη υπάρξεως και τη συμφωνία προς την αρχή της αναλογικότητας της οικείας ενισχύσεως και των αποτελεσμάτων της για τους εμπλεκόμενους οικονομικούς τομείς.

Όταν η Επιτροπή συνάγει, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, ότι ενίσχυση χορηγηθείσα με τη μορφή μειώσεως περιβαλλοντικών φόρων είναι ασυμβίβαστη προς την εσωτερική αγορά, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η ενίσχυση αυτή πρέπει να εξαιρεθεί από τη σχετική απαγόρευση. Προς απόδειξη του ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση της οικείας αποφάσεως, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει το κράτος μέλος πρέπει να είναι επαρκή προς αναίρεση του βασίμου των εκτιμήσεων των πραγματικών περιστατικών στις οποίες στηρίζεται η απόφαση.

(βλ. σκέψεις  167, 178-180)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις  200-203)