Language of document : ECLI:EU:T:2021:153

Υπόθεση T-769/16

Maxime Picard

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού δικαστηρίου (πρώτο πενταμελές τμήμα) της 24ης Μαρτίου 2021

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Μεταρρύθμιση του ΚΥΚ του 2014 – Μεταβατικά μέτρα σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες του τρόπου υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Μεταβολή του καθεστώτος κατόπιν σύναψης νέας σύμβασης συμβασιούχου υπαλλήλου – Έννοια του όρου “που τελεί εν ενεργεία”»

Υπάλληλοι – Συντάξεις – Λεπτομέρειες του τρόπου υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Μεταβατικές διατάξεις του κανονισμού 1023/2013 – Κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 – Έννοια του όρου «λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία» – Σύναψη εκ μέρους συμβασιούχου υπαλλήλου νέας σύμβασης, μετά την ημερομηνία αυτή, η οποία συνεπάγεται ουσιώδη μεταβολή των καθηκόντων του – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρα 21 και 22, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, παράρτημα, άρθρα 1 § 1 και 3α· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 36)

(βλ. σκέψεις 65-83, 90, 93)

Σύνοψη

Ο προσφεύγων, Maxime Picard, είναι συμβασιούχος υπάλληλος στο Γραφείο «Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων» (PMO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2008. Είχε αρχικώς προσληφθεί ως συμβασιούχος υπάλληλος υπαγόμενος στην πρώτη ομάδα καθηκόντων, βάσει σύμβασης συναφθείσας το 2008 (στο εξής: σύμβαση του 2008) η οποία, πριν μετατραπεί σε αορίστου χρόνου το 2011, είχε ανανεωθεί τρεις φορές για ορισμένο χρόνο.

Στις 16 Μαΐου 2014, ο προσφεύγων συνήψε νέα σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου και κατατάχθηκε στη δεύτερη ομάδα καθηκόντων, αφού απέδειξε ότι είχε ασκήσει καθήκοντα της εν λόγω ομάδας. Η σύμβαση αυτή άρχισε να ισχύει την 1η Ιουνίου 2014 (στο εξής: σύμβαση του 2014).

Εν τω μεταξύ, η μεταρρύθμιση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, η οποία επήλθε το 2014 (1), όρισε, αφενός, νέο ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ύψους 1,8 %, ήτοι δυσμενέστερο του προγενέστερου συντελεστή ο οποίος ήταν ύψους 1,9 %, και, αφετέρου, όρισε την ηλικία συνταξιοδότησης στα 66 έτη, έναντι των 63 ετών όπως ίσχυε προηγουμένως(2). Ωστόσο, κατά το ως άνω προβλεπόμενο μεταβατικό καθεστώς, οι υπάλληλοι «που εισήλθαν στην υπηρεσία από την 1η Μαΐου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013» συνεχίζουν να αποκτούν συνταξιοδοτικά δικαιώματα με ετήσιο συντελεστή 1,9 % (3). Επιπροσθέτως, «υπάλληλοι που είναι ηλικίας 35 ετών την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία των 64 ετών και 8 μηνών» (4). Οι εν λόγω μεταβατικές διατάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 (5).

Κατόπιν της σύναψης της νέας του σύμβασης μετά τη θέση σε ισχύ της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ, ο προσφεύγων ζήτησε διευκρινίσεις από τον διαχειριστή του τομέα «Συντάξεων» του PMO ως προς τις συνέπειες της εν λόγω μεταρρύθμισης στη δική του κατάσταση. Με την απάντησή του, ο διαχειριστής επιβεβαίωσε ότι, λόγω της τροποποίησης της σύμβασης, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να υπαχθεί, από 1ης Ιουνίου 2014, στις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν τον συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης.

Δεδομένου ότι η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο προσφεύγων κατά της απάντησης αυτής απορρίφθηκε, άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως της απάντησης του διαχειριστή καθώς και της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική του ένσταση. Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προέβαλε ότι, για την εφαρμογή των επίμαχων μεταβατικών διατάξεων, η διοίκηση έπρεπε να θεωρήσει ως ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας την 1η Ιουλίου 2008, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων είχε αρχικώς προσληφθεί ως συμβασιούχος υπάλληλος υπαγόμενος στην πρώτη ομάδα καθηκόντων, και όχι την ημερομηνία έναρξης της νέας σύμβασης του 2014.

Εντούτοις, η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε από το πρώτο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου. Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί της εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων που αφορούν τον συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης, οι οποίες θεσπίστηκαν με τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ, στους συμβασιούχους υπαλλήλους που συνήψαν νέα σύμβαση μετά την εν λόγω μεταρρύθμιση (6).

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εστιάζει στο ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, κατά το οποίο οι μεταβατικές διατάξεις που αφορούν τον συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης, οι οποίες θεσπίστηκαν με τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ υπέρ των μονίμων υπαλλήλων, «εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013» (7). Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι οι μεταβατικές διατάξεις ερμηνεύονται στενά και η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή τους προϋποθέτει τη συνεκτίμηση των χαρακτηριστικών των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού. Συναφώς, η διαφορά μεταξύ των εν λόγω δύο κατηγοριών έγκειται, μεταξύ άλλων, στη φύση των ασκούμενων καθηκόντων και στην έννομη σχέση που υφίσταται μεταξύ του μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού και της διοίκησης της Ένωσης. Ειδικότερα, ο μόνιμος υπάλληλος εισέρχεται και παραμένει στην υπηρεσία της διοίκησης της Ένωσης βάσει σχέσης καταστατικής φύσεως, ενώ ο συμβασιούχος υπάλληλος εισέρχεται και παραμένει στην υπηρεσία βάσει συμβατικού δεσμού (8). Επομένως, προκειμένου το λοιπό προσωπικό να υπαχθεί στους ευνοϊκούς μεταβατικούς κανόνες, πρέπει να «τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013», δηλαδή να έχει συνάψει σύμβαση με τη διοίκηση της Ένωσης κατά την ημερομηνία αυτή.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διασαφηνίζει την έννοια του όρου «[λοιπό προσωπικό που] τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013». Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδειχθεί μόνο στην περίπτωση που το μέλος του λοιπού προσωπικού δεν συνάψει νέα σύμβαση η οποία συνεπάγεται την έναρξη νέας σχέσης εργασίας με τη διοίκηση της Ένωσης, δηλαδή στην περίπτωση που η εν λόγω σύμβαση δεν έχει ως αποτέλεσμα ουσιώδη μεταβολή των καθηκόντων του, ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη λειτουργική συνέχεια της εν λόγω εργασιακής σχέσης. Ως εκ τούτου, οι μεταβατικές διατάξεις έχουν κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και το οποίο παραμένει εν ενεργεία, μετά την ημερομηνία αυτή, δυνάμει σύμβασης η οποία δεν επιφέρει διακοπή της συνέχειας της σχέσης εργασίας. Η ερμηνεία αυτή λαμβάνει υπόψη τη νομική ισχύ της σύναψης νέας σύμβασης διασφαλίζοντας παράλληλα τα κεκτημένα δικαιώματα και τις θεμιτές προσδοκίες του προσωπικού.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η συναφθείσα από τον προσφεύγοντα νέα σύμβαση του παρέσχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί σε ανώτερη ομάδα καθηκόντων, πράγμα που έθεσε υπό αμφισβήτηση τη λειτουργική συνέχεια της εργασιακής σχέσης που διατηρούσε με τη διοίκηση της Ένωσης βάσει της σύμβασης του 2008. Συνεπώς, μολονότι ο προσφεύγων τελούσε εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 βάσει της αρχικής σύμβασης του 2008, η σύναψη της νέας σύμβασης του 2014 είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της εν λόγω σχέσης εργασίας και την έναρξη μιας νέας, οπότε ο προσφεύγων δεν μπορεί να υπαχθεί στις μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τον συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης.


1      Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15), τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2013 και έχει εφαρμογή, όσον αφορά τις σχετικές διατάξεις στην υπό κρίση υπόθεση, από την 1η Ιανουαρίου 2014.


2      Άρθρο 77, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013.


3      Άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.


4      Άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.


5      Άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.


6      Όσον αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους, με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Torné κατά Επιτροπής (T-128/17, EU:T:2018:969), το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια του όρου «ανάληψη υπηρεσίας» κατά τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν τον συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.


7      Άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013.


8      Άρθρο 3α του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.