Language of document : ECLI:EU:T:2014:7

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2014 (*)

«Ντάμπινγκ — Επιδοτήσεις — Εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών — Καταστρατήγηση — Άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 — Άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) 597/2009 — Ελαφρώς τροποποιημένο ομοειδές προϊόν — Ασφάλεια δικαίου — Κατάχρηση εξουσίας — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Ίση μεταχείριση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως»

Στην υπόθεση T‑385/11,

BP Products North America Inc., με έδρα το Naperville, Illinois (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από την C. Farrar, solicitor, τον H.-J. Prieß, τον B. Sachs και τον M. Schütte, δικηγόρους, και στη συνέχεια από την C. Farrar, τον H.-J. Prieß, τον Μ. Schütte και τον K. Arend, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον B. O’Connor, solicitor, και τον S. Gubel, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενο από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. França και την A. Stobiecka-Kuik,

και από το

European Biodiesel Board (EBB), εκπροσωπούμενο από τους O. Prost και M.-S. Dibling, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτημα για τη μερική ακύρωση, αφενός, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 443/2011 του Συμβουλίου, της 5ης Μαΐου 2011, για την επέκταση του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 598/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και για την επέκταση του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 598/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη (ΕΕ L 122, σ. 1), και, αφετέρου, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 444/2011 του Συμβουλίου, της 5 Μαΐου 2011, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 599/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 599/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη (ΕΕ L 122, σ. 12), κατά το μέρος που οι κανονισμοί αυτοί θίγουν την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, προεδρεύουσα, F. Dehousse και M. van der Woude (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Μαΐου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Η υπό κρίση διαφορά αφορά δύο διαδικασίες καταστρατηγήσεως κατά την έννοια, αντιστοίχως, του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22, στο εξής: βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ) και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 188, σ. 93, στο εξής: βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων) (στο εξής, από κοινού: βασικοί κανονισμοί αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων).

2        Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, «[ο]ι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι· ή έναντι των εισαγωγών του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα· ή μερών αυτού, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων». Κατά τη διάταξη αυτή, «[μ]ε τον όρο καταστρατήγηση νοείται κάθε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή μεταξύ ατομικών εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της [Ένωσης], η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές ή/και τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν, αν χρειαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 [του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ]». Το άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων έχει παρόμοια διατύπωση, με την εξαίρεση της απαιτήσεως περί αποδείξεως πρακτικής ντάμπινγκ, αντί της οποίας απαιτείται να αποδεικνύεται ότι «το εισαγόμενο ομοειδές προϊόν ή/και τα μέρη αυτού του προϊόντος εξακολουθούν να τυγχάνουν της επιδότησης».

3        Το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 23, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων διευκρινίζουν ότι η πρακτική, η διαδικασία ή η εργασία με τις οποίες έχει σχέση η καταστρατήγηση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα, υπό τον όρο ότι η τροποποίηση δεν μεταβάλλει τα βασικά χαρακτηριστικά του.

4        Υπενθυμίζεται επίσης ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων διευκρινίζουν ότι, για τους σκοπούς εφαρμογής των εν λόγω κανονισμών, «ως “ομοειδές προϊόν” νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος».

 Ιστορικό της διαφοράς

 Οι αρχικές διαδικασίες

5        Στις 29 Απριλίου 2008 το European Biodiesel Board (EBB) υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκ μέρους σημαντικού αριθμού παραγωγών βιοντίζελ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύο καταγγελίες με τις οποίες ζητούσε από την Επιτροπή να κινήσει διαδικασία αντιντάμπινγκ και διαδικασία κατά πρακτικής επιδοτήσεων έναντι των εισαγωγών βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών, βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε (ΕΕ 2005, L 340, σ. 17) (νυν άρθρο 5 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ), και του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 288, σ. 1) (νυν άρθρο 10 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων).

6        Το βιοντίζελ αποτελεί εναλλακτικό προϊόν αντί του ορυκτού ντίζελ. Πωλείται ως καθαρό προϊόν ή αναμεμιγμένο με ορυκτό ντίζελ. Για να ταυτοποιούνται με σαφήνεια οι διάφοροι τύποι μειγμάτων βιοντίζελ χρησιμοποιείται ένα διεθνώς αναγνωρισμένο σύστημα, γνωστό ως «παράγοντας B», το οποίο προσδιορίζει την ακριβή ποσότητα βιοντίζελ σε κάθε μείγμα βιοντίζελ. Παραδείγματος χάρη, ένα μείγμα που περιέχει x % βιοντίζελ θα αναφέρεται με την επισήμανση «B» συνοδευόμενη από την ποσότητα υπό μορφή ενδείξεως του ποσοστού του βιοντίζελ, ενώ το καθαρό βιοντίζελ αναφέρεται ως B100.

7        Το EBB κατήγγειλε μαζικές επιδοτήσεις εντός των Ηνωμένων Πολιτειών για την παραγωγή βιοντίζελ και, ειδικότερα, την ύπαρξη ομοσπονδιακού συστήματος πιστώσεως φόρου (blender’s credit) ύψους 1 δολαρίου Ηνωμένων Πολιτειών (USD) ανά γαλόνι καθαρού ντίζελ εντός μείγματος βιοντίζελ προοριζόμενου ως καύσιμου. Κατά το EBB, οι επιδοτήσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τη μαζική και τεχνητή αύξηση των εισαγωγών βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ένωση. Το EBB επισήμαινε ότι, για να λάβουν τις περισσότερες δυνατές επιδοτήσεις, οι παραγωγοί των Ηνωμένων Πολιτειών εφάρμοζαν την πάγια πρακτική να προσθέτουν μια ελάχιστη δόση ορυκτού ντίζελ, εν προκειμένω 0,1 %, ακόμη και λιγότερο, σε μείγμα που περιείχε 99,9% καθαρού βιοντίζελ (στο εξής: μείγματα B99,9). Συγκεκριμένα, οι εισαγωγές καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών στις οποίες αναφέρονται οι καταγγελίες του EBB αφορούσαν κυρίως μείγματα B99,9.

8        Κατά το EBB, οι εισαγωγές αυτές αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και προκαλούσαν ζημία στους παραγωγούς βιοντίζελ της Ένωσης, διότι τα μείγματα B99,9 Ηνωμένων Πολιτειών τελούσαν ευθέως σε ανταγωνισμό με το παραγόμενο στην Ένωση βιοντίζελ. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο σχετικός κλάδος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας παρήγε κυρίως καθαρό βιοντίζελ (B100).

9        Στις καταγγελίες του, το EBB διευκρίνιζε ότι το τελικό προϊόν, εν προκειμένω το καύσιμο το οποίο προοριζόταν για τους καταναλωτές των Ηνωμένων Πολιτειών, συνίστατο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, σε μείγματα B20. Αντιθέτως, η νομοθεσία που ίσχυε στην Ένωση επέτρεπε την πώληση στους καταναλωτές μόνο μειγμάτων B5 και B7.

10      Η Επιτροπή, με ανακοινώσεις που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 13 Ιουνίου 2008, κίνησε, όσον αφορά τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών, αφενός, διαδικασία αντιντάμπινγκ (ΕΕ C 147, σ. 5) και, αφετέρου, διαδικασία κατά πρακτικής επιδοτήσεων (ΕΕ C 147, σ. 10) (στο εξής, από κοινού: αρχική έρευνα).

11      Το προϊόν που αποτελούσε το αντικείμενο της αρχικής έρευνας «[ήταν] μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης (gas oils) προερχόμενα από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (κοινώς γνωστά ως “βιοντίζελ”), σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως, αλλά όχι και αποκλειστικώς, ως ανανεώσιμο καύσιμο, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής […], που υπάγονται κανονικά στους κωδικούς ΣΟ 3824 90 91, ex 3824 90 97, ex 2710 19 41, ex 1516 20 98, ex 1518 00 91 και ex 1518 00 99». Η έρευνα κάλυπτε την περίοδο από 1ης Απριλίου 2007 έως 31 Μαρτίου 2008 (στο εξής: περίοδος της αρχικής έρευνας).

12      Στις 11 Μαρτίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 193/2009 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 67, σ. 22, στο εξής: προσωρινός κανονισμός αντιντάμπινγκ), καθώς και τον κανονισμό (ΕΚ) 194/2009 για την επιβολή προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 67, σ. 50, στο εξής: προσωρινός κανονισμός κατά πρακτικής επιδοτήσεων). Οι δύο αυτοί κανονισμοί θα μνημονεύονται στο εξής από κοινού ως «προσωρινοί κανονισμοί», οι δε δασμοί τους οποίους επέβαλαν οι κανονισμοί αυτοί ως «προσωρινοί δασμοί».

13      Η Επιτροπή, στους προσωρινούς κανονισμούς, επισήμανε, όσον αφορά τα υπό εξέταση προϊόντα, ότι «[ο] ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας […] [έπρεπε] να αποσαφηνιστεί ώστε να ταυτοποιηθούν τα προϊόντα τα οποία προορίζονταν να καλυφθούν από την έρευνα» (αιτιολογική σκέψη 23 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 25 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

14      Η Επιτροπή, προ της διευκρινίσεως αυτής, επισήμανε ότι τα μείγματα βιοντίζελ με αναλογία ίση ή μικρότερη του 20 % (στο εξής: μείγματα ≤ B20), κυρίως τα μείγματα B20, καθώς και τα μείγματα B6, B5 και B2, προορίζονταν για την άμεση κατανάλωση στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών. Ειδικότερα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, στις Ηνωμένες Πολιτείες, οποιοσδήποτε ντιζελοκινητήρας μπορούσε να λειτουργεί με τα μείγματα ≤ B20 με διατήρηση της εγγυήσεως που χορηγεί η αυτοκινητοβιομηχανία (αιτιολογική σκέψη 24 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 26 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

15      Ειδικότερα, «για τη σαφή διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων μειγμάτων τα οποία διατίθενται στην αγορά των ΗΠΑ», η Επιτροπή «[θεώρησε] επαρκές» να ορίσει ότι το υπό εξέταση στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας προϊόν ήταν το καθαρό βιοντίζελ ή μείγμα με περιεκτικότητα σε βιοντίζελ ανώτερη του 20 % επί του συνόλου (στο εξής: μείγματα ˃ B20) (αιτιολογική σκέψη 26 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 28 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

16      Η Επιτροπή, κατόπιν του καθορισμού του υπό εξέταση προϊόντος, διευκρίνισε επίσης, στους προσωρινούς κανονισμούς, ότι «[δ]ιαπιστώθηκε ότι όλοι οι τύποι βιοντίζελ και το βιοντίζελ σε μείγματα που καλύπτονται από την παρούσα έρευνα, παρά τις πιθανές διαφορές ως προς την πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τους ή τις διαφορές όσον αφορά την παραγωγική διαδικασία, [είχαν] τα ίδια ή παρόμοια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιούντα[ν] για τους ίδιους σκοπούς» και ότι «[ο]ι πιθανές διαφορές ως προς το υπό εξέταση προϊόν δεν [αλλοίωναν] τον βασικό ορισμό του, τα χαρακτηριστικά του ή την αντίληψη που [είχαν] γι’ αυτό τα διάφορα μέρη» (αιτιολογική σκέψη 27 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 29 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

17      Όσον αφορά τον καθορισμό του ομοειδούς προϊόντος κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, η Επιτροπή επισήμανε ότι «[τ]α καλυπτόμενα από την παρούσα έρευνα προϊόντα που παρήχθησαν και πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά των ΗΠΑ [είχαν] παρόμοια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρήσεις με τα προϊόντα που εξήχθησαν από την εν λόγω χώρα στην [αγορά της Ένωσης]» και ότι «[ο]μοίως, τα προϊόντα που παράγοντα[ν] από τους [Ευρωπαίους] παραγωγούς και πωλούντα[ν] στην [αγορά της Ένωσης] [είχαν] παρόμοια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και χρήσεις σε σύγκριση με τα προϊόντα που εξάγοντα[ν] στην [Ένωση] από την οικεία χώρα» (αιτιολογική σκέψη 29 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 31 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων). Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι «οι διάφοροι τύποι του υπό εξέταση προϊόντος που παρ[αγόταν] στις ΗΠΑ και εξ[αγόταν] στην [Ένωση] υποκαθιστού[σαν] τα προϊόντα που παράγοντα[ν] και πωλούντα[ν] στην [Ένωση] από τους [Ευρωπαίους] παραγωγούς βιοντίζελ» (αιτιολογική σκέψη 31 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 33 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

18      Η Επιτροπή, για την έκδοση των προσωρινών κανονισμών, εφάρμοσε τη μέθοδο της δειγματοληψίας την οποία προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 27, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό των συντελεστών των προσωρινών δασμών, η Επιτροπή διέκρινε μεταξύ τριών κατηγοριών επιχειρήσεων.

19      Η πρώτη κατηγορία περιλάμβανε τις επιχειρήσεις οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και συνεργάστηκαν. Για καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές, οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 1 καθενός από τους προσωρινούς κανονισμούς, η Επιτροπή προέβη σε ατομικό υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, του ποσοστού της επιδοτήσεως και της ζημίας, καθορίζοντας ατομικούς συντελεστές (αιτιολογική σκέψη 55 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 158 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

20      Η δεύτερη κατηγορία περιλάμβανε τις επιχειρήσεις οι οποίες συνεργάστηκαν, αλλά δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα. Η απαρίθμηση των επιχειρήσεων αυτών περιλήφθηκε σε κατάλογο ο οποίος προσαρτήθηκε στους προσωρινούς κανονισμούς. Τα περιθώρια ντάμπινγκ, επιδοτήσεως και ζημίας που αφορούσαν τις επιχειρήσεις αυτές αντιστοιχούσαν στον σταθμισμένο μέσο όρο των περιθωρίων τα οποία είχαν καθοριστεί για τις επιχειρήσεις που συμπεριλαμβάνονταν στο δείγμα (αιτιολογική σκέψη 56 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 159 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

21      Τέλος, η τρίτη κατηγορία αφορούσε όλες τις λοιπές επιχειρήσεις ως προς τις οποίες καθορίστηκαν εναπομένοντες συντελεστές. Για τον καθορισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ, των επιπέδων επιδοτήσεως και ζημίας σχετικά με τις εταιρίες αυτές, η Επιτροπή καθόρισε καταρχάς το συνολικό επίπεδο συνεργασίας των φορέων στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας. Προς τον σκοπό αυτό, προέβη σε σύγκριση μεταξύ, αφενός, του συνόλου των ποσοτήτων του υπό εξέταση προϊόντος που εξήγαγαν οι συνεργασθέντες φορείς και, αφετέρου, του συνόλου των εισαγωγών του προϊόντος αυτού από τις Ηνωμένες Πολιτείες, βάσει των στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις εξαγωγές. Το διαπιστωθέν συνολικό επίπεδο συνεργασίας ήταν 81 %, ποσοστό το οποίο κρίθηκε υψηλό. Επί της βάσεως αυτής, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να ορίσει το περιθώριο ντάμπινγκ και τα επίπεδα επιδοτήσεως και ζημίας για τις επιχειρήσεις αυτές στο επίπεδο των υψηλότερων περιθωρίων που διαπιστώθηκαν για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλαμβάνονταν στο δείγμα (αιτιολογική σκέψη 57 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 160 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

22      Σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού, οι συντελεστές των προσωρινών δασμών καθορίστηκαν, για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων, στο επίπεδο του χαμηλότερου περιθωρίου ντάμπινγκ/επιδοτήσεως ή ζημίας (αιτιολογική σκέψη 166 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 271 του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων). Οι δασμοί αντιντάμπινγκ και οι προσωρινοί αντισταθμιστικοί δασμοί σωρεύτηκαν μόνο στον βαθμό που αυτό κρίθηκε αναγκαίο για την εξάλειψη της ζημίας (αιτιολογική σκέψη 167 του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ).

23      Οι προσωρινοί δασμοί που εφαρμόστηκαν για τα μείγματα ˃ B20 καθορίστηκαν, κατ’ ουσίαν, ως κατ’ αποκοπήν ποσά κατ’ αναλογία της συνολικής περιεκτικότητας των εν λόγω μειγμάτων σε βιοντίζελ (αιτιολογική σκέψη 169 και άρθρο 1, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του προσωρινού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 273 και άρθρο 1, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του προσωρινού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

24      Στις 7 Ιουλίου 2009 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 598/2009 για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 179, σ. 1, στο εξής: αρχικός κανονισμός κατά πρακτικής επιδοτήσεων), καθώς και τον κανονισμό (ΕΚ) 599/2009 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 179, σ. 26, στο εξής: αρχικός κανονισμός αντιντάμπινγκ). Οι δύο αυτοί κανονισμοί θα μνημονεύονται στο εξής ως οι «αρχικοί κανονισμοί», οι δε οριστικοί δασμοί που επιβλήθηκαν με τους κανονισμούς αυτούς ως «αρχικοί δασμοί».

25      Οι ορισμοί των εννοιών «υπό εξέταση προϊόν» και «ομοειδές προϊόν» σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν, όπως έχουν προβλεφθεί από την Επιτροπή με τους προσωρινούς κανονισμούς, διατηρήθηκαν στους αρχικούς κανονισμούς. Το Συμβούλιο υπογράμμισε, συναφώς, ότι «η έρευνα έδειξε ότι [τα μείγματα] B20, και ενδεχομένως τα μείγματα χαμηλότερου επιπέδου, πωλούνταν πράγματι απευθείας στους καταναλωτές των ΗΠΑ» και ότι «η αγορά ανάμειξης και η αγορά καταναλωτικών προϊόντων ήταν διαφορετικές αγορές με διαφορετικούς πελάτες: μία αγορά στην οποία το βιοντίζελ και τα μείγματα βιοντίζελ προορίζοντα[ν] για περαιτέρω ανάμειξη από εμπόρους και αναμείκτες και μία αγορά στην οποία τα μείγματα προορίζοντα[ν] για το δίκτυο διανομής και, ως εκ τούτου, για τους καταναλωτές». Κατά το Συμβούλιο, «[ο] καθορισμός του ορίου για το υπό εξέταση προϊόν πάνω από το B20 επέτρεψε να χαραχτεί μια σαφής διαχωριστική γραμμή και απέτρεψε τη σύγχυση μεταξύ των προϊόντων, των αγορών και των διαφόρων μερών στις [Ηνωμένες Πολιτείες]» (αιτιολογική σκέψη 33 του αρχικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 34 του αρχικού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

26      Οι συντελεστές των αρχικών δασμών καθορίστηκαν βάσει των τριών κατηγοριών επιχειρήσεων οι οποίες μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 19 έως 21 ανωτέρω. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 12 των αρχικών κανονισμών, το Συμβούλιο προσέθεσε στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεων ορισμένους φορείς των οποίων δεν είχε γνώση κατά τον χρόνο κινήσεως της αρχικής έρευνας και οι οποίοι γνωστοποίησαν την ταυτότητά τους μετά την έκδοση των προσωρινών κανονισμών. Οι αρχικοί δασμοί αντιντάμπινγκ κυμαίνονταν μεταξύ 0 και 198 ευρώ ανά τόνο βιοντίζελ και οι αρχικοί αντισταθμιστικοί δασμοί μεταξύ 211,2 και 237 ευρώ ανά τόνο βιοντίζελ. Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, καθενός από τους αρχικούς κανονισμούς, οι δασμοί επί των μειγμάτων ˃ B20 επιβλήθηκαν κατ’ αναλογία προς την περιεκτικότητα του μείγματος σε βιοντίζελ.

27      Οι αρχικοί κανονισμοί άρχισαν να ισχύουν την επομένη της δημοσιεύσεώς τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έλαβε χώρα στις 10 Ιουλίου 2009.

 Οι διαδικασίες καταστρατηγήσεως

28      Στις 30 Ιουνίου 2010 το EBB υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή ζητώντας να κινηθούν δύο διαδικασίες καταστρατηγήσεως βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 13, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

29      Στο έγγραφό του, το EBB κατήγγειλε δύο μορφές καταστρατηγήσεως των αρχικών δασμών, και συγκεκριμένα, αφενός, τη μεταφόρτωση του υπό εξέταση προϊόντος μέσω Καναδά και Σιγκαπούρης και, αφετέρου, εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών σε μορφή μειγμάτων ≤ B20.

30      Στις 11 Αυγούστου 2010 η Επιτροπή, βάσει της καταγγελίας του EBB, κίνησε δύο διαδικασίες καταστρατηγήσεως εκδίδοντας, αφενός, τον κανονισμό (ΕΕ) 720/2010, σχετικά με την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) 599/2009 του Συμβουλίου στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά και Σιγκαπούρης είτε όχι, και από εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και σχετικά με την υπαγωγή αυτών των εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ L 211, σ. 1) και, αφετέρου, τον κανονισμό (ΕΕ) 721/2010, σχετικά με την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) 598/2009 του Συμβουλίου στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά και Σιγκαπούρης είτε όχι, και από εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και σχετικά με την υπαγωγή αυτών των εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ L 211, σ. 6). Οι δύο διαδικασίες οι οποίες κινήθηκαν με τους κανονισμούς αυτούς θα μνημονεύονται στο εξής από κοινού ως «διαδικασίες καταστρατηγήσεως».

31      Δυνάμει του άρθρου 2 τόσο του κανονισμού 720/2010 όσο και του κανονισμού 721/2010, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών κλήθηκαν να προβούν σε καταγραφή των εισαγωγών προς την Ένωση, οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως, από της ενάρξεως της ισχύος των κανονισμών αυτών, η οποία έλαβε χώρα στις 13 Αυγούστου 2010.

32      Η έρευνα στο πλαίσιο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως κάλυψε την περίοδο μεταξύ 1ης Απριλίου 2009 και 30ής Ιουνίου 2010 (στο εξής: καλυπτόμενη από την έρευνα περί καταστρατηγήσεως περίοδος).

33      Η BP Products North America Inc., προσφεύγουσα, η οποία εξήγαγε στην Ένωση μείγματα με αναλογία βιοντίζελ κατώτερη του 15 % (στο εξής: μείγματα ˂ B15) καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας περί καταστρατηγήσεως, και ειδικότερα μείγματα κυμαινόμενα μεταξύ B10,1 και B14,8, συνεργάστηκε με την Επιτροπή παρέχοντάς της στοιχεία για τις δραστηριότητές της. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα απάντησε στα ερωτηματολόγια των εξαγωγέων στις 21 Σεπτεμβρίου 2010. Ο συνδεδεμένος με αυτήν εισαγωγέας, BP France SA, από κοινού με άλλες εταιρίες εισαγωγών του ομίλου BP, απάντησε στο ερωτηματολόγιο των εισαγωγέων στις 22 Δεκεμβρίου 2010. Στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2010 διενεργήθηκαν επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας καθώς και την 1η Φεβρουαρίου 2011 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις 28 Μαρτίου 2011 οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας υπέβαλαν υπόμνημα στην Επιτροπή σχετικά με τα ενημερωτικά έγγραφα που απεστάλησαν από αυτήν στις 16 Μαρτίου 2011.

34      Στις 5 Μαΐου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 443/2011 για την επέκταση του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 598/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και για την επέκταση του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 598/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη (ΕΕ L 122, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός κατά πρακτικής επιδοτήσεων). Την ίδια ημέρα το Συμβούλιο εξέδωσε επίσης τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 444/2011, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 599/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 599/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη (ΕΕ L 122, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός αντιντάμπινγκ).

35      Όσον αφορά τις εισαγωγές μειγμάτων ≤ B20 καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών, το Συμβούλιο, στους προσβαλλόμενους κανονισμούς, σημείωσε καταρχάς ότι πέντε παραγωγοί βιοντίζελ από τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, συνεργάστηκαν στο πλαίσιο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως και ότι, μεταξύ των ως άνω πέντε εταιριών, μόνον η προσφεύγουσα εξήγαγε προς την Ένωση μείγματα ≤ B20 καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης από την έρευνα περί καταστρατηγήσεως περιόδου (αιτιολογικές σκέψεις 52 και 54 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογικές σκέψεις 57 και 59 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ). Το Συμβούλιο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα δεν συνεργάστηκε στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας, διότι άρχισε να έχει δραστηριότητες στον τομέα του βιοντίζελ στις αρχές του 2009 και άρχισε να εξάγει το προϊόν αυτό προς την Ένωση από τον Δεκέμβριο 2009, δηλαδή μετά την επιβολή των αρχικών δασμών (αιτιολογική σκέψη 62 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογική σκέψη 67 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ).

36      Το Συμβούλιο επισήμανε ότι, εντός της Ένωσης, η προσφεύγουσα πώλησε μείγμα βιοντίζελ με αναλογία βιοντίζελ που δεν υπερέβαινε το 15 % στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες και ότι, σε κάθε περίπτωση, το προϊόν αναμειγνυόταν εκ νέου προκειμένου να τηρηθεί η οικεία νομοθεσία που ίσχυε σε ορισμένα κράτη μέλη (αιτιολογική σκέψη 63 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ). Το Συμβούλιο διευκρίνισε επίσης ότι η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι τα μείγματα ˂ B15 δεν συνιστούσαν ομοειδές προϊόν προς το υπό εξέταση προϊόν (αιτιολογική σκέψη 64 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογική σκέψη 69 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ).

37      Συναφώς, το Συμβούλιο σημείωσε ότι «[ο] σκοπός σε μια έρευνα για την καταστρατήγηση είναι να καθοριστεί αν το μείγμα βιοντίζελ [≤ B20] [είχε] καταστρατηγήσει τα ισχύοντα μέτρα». Κατά το Συμβούλιο, «[ήταν] πιθανό τα μείγματα με χαμηλότερη περιεκτικότητα να συνεπάγονται χαμηλότερο κόστος […] μεταφοράς». Εντούτοις, το Συμβούλιο σημείωσε ότι «ένα μείγμα [≤] B20 [ήταν] στην πραγματικότητα μόνο μια διαφορετική σύνθεση του μείγματος, σε σύγκριση με τη διαδικασία παραγωγής βιοντίζελ σε μείγμα [˃ B20]». Το Συμβούλιο προσέθεσε ότι «[η] διαδικασία αλλαγής της σύνθεσης του μείγματος είναι απλή»· ειδικότερα, «[η] δημιουργία μείγματος που δεν υπερβαίνει το Β20 θεωρείται απλά μία μικρή τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος και η μόνη διαφορά είναι η αναλογία βιοντίζελ στο μείγμα». Το Συμβούλιο σημείωσε επίσης ότι «το υπό εξέταση προϊόν καθώς και το μείγμα [≤] B20 προορίζοντα[ν] τελικά για τις ίδιες χρήσεις στην Ένωση» και ότι, επιπλέον, «το βιοντίζελ σε μείγματα [≤] B20 καθώς και το βιοντίζελ σε μείγματα [˃] B20 [είχαν] τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά» (αιτιολογική σκέψη 65 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογική σκέψη 70 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ).

38      Στη συνέχεια, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι πληρούνταν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, όσον αφορά την ύπαρξη καταστρατηγήσεως.

39      Πρώτον, το Συμβούλιο διαπίστωσε μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Συναφώς, σημείωσε ότι, μολονότι υπήρχε υποχρέωση αναμείξεως του B5 στην Ένωση κατά την αρχική έρευνα, οι εξαγωγές μειγμάτων ≤ B20 από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ένωση άρχισαν μετά την επιβολή των αρχικών δασμών. Το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας και σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμμετείχαν στο δείγμα, στην Ένωση κατευθύνθηκαν κυρίως οι εξαγωγές των μειγμάτων B99,9 (αιτιολογική σκέψη 67 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογική σκέψη 72 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ). Το Συμβούλιο, στηριζόμενο στα στοιχεία της Eurostat σχετικά με τις εισαγωγές προς την Ένωση μειγμάτων βιοντίζελ με αναλογία βιοντίζελ ανώτερη ή ίση προς 96,5 % κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης από την έρευνα περί καταστρατηγήσεως περιόδου, διαπίστωσε ότι οι εξαγωγές μειγμάτων B99,9 καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών είχαν στην πράξη πάψει (αιτιολογικές σκέψεις 18, 19 και 66 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογικές σκέψεις 18, 19 και 71 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ). Το Συμβούλιο διαπίστωσε παραλλήλως ότι, κατά την ως άνω περίοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δηλώσει την εξαγωγή 358 291 τόνων μειγμάτων με αναλογία βιοντίζελ κατώτερη ή ίση προς 96,5 % (στο εξής: μείγματα ≤ B96,5) προς την Ένωση και ότι η προσφεύγουσα πραγματοποίησε «σημαντικό ποσοστό» των ως άνω εξαγωγών σε μορφή μειγμάτων ≤ B20 (αιτιολογικές σκέψεις 20, 21, 54, 60 και 61 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογικές σκέψεις 20, 21, 59, 65 και 66 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ).

40      Δεύτερον, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι, όσον αφορά τις εισαγωγές μειγμάτων ≤ B20, δεν υπήρχε αποχρών λόγος ή οικονομική δικαιολογία πλην της αποφυγής της καταβολής των αρχικών δασμών (αιτιολογική σκέψη 71 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογική σκέψη 76 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ).

41      Τρίτον, το Συμβούλιο επισήμανε ότι, λαμβάνοντας υπόψη το μη ζημιογόνο επίπεδο των τιμών που προέκυψε από την αρχική έρευνα, οι τιμές των εισαγωγών από τις Ηνωμένες Πολιτείες μειγμάτων ≤ B20 ήταν χαμηλότερες τόσο από τις τιμές πωλήσεως όσο και από τις ενδεικτικές τιμές. Το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές αυτές άρχισαν μετά την επιβολή των αρχικών δασμών και ότι οι σχετικές ποσότητες δεν ήταν ασήμαντες. Ως εκ τούτου, συνήγαγε ότι οι αρχικοί δασμοί εξουδετερώθηκαν από απόψεως ποσότητας και τιμής (αιτιολογικές σκέψεις 72 και 73 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και αιτιολογικές σκέψεις 77 και 78 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ).

42      Τέταρτον, το Συμβούλιο, στην αιτιολογική σκέψη 74 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων, διαπίστωσε ότι το κύριο σύστημα επιδοτήσεων που διαπιστώθηκε στην αρχική έρευνα θεσπίστηκε, με αναδρομική ισχύ, τον Δεκέμβριο 2010. Το Συμβούλιο επισήμανε επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 79 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, ότι «εξετάστηκε κατά πόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιοριστεί στην αρχική έρευνα» και ότι διαπιστώθηκε ότι «[η] σύγκριση μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και της μέσης σταθμισμένης τιμής εξαγωγής [μειγμάτων ≤ B20] έδειξε την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ».

43      Τέλος, το Συμβούλιο, στην αιτιολογική σκέψη 77 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στην αιτιολογική σκέψη 82 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, απέρριψε τα αιτήματα απαλλαγής που υπέβαλε η προσφεύγουσα βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 23, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων και του άρθρου 13, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο, με το άρθρο 2, παράγραφος 1, καθενός από τους προσβαλλόμενους κανονισμούς, επεξέτεινε τους αρχικούς δασμούς στις εισαγωγές μειγμάτων ≤ B20 καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών (στο εξής: επεκταθέντες δασμοί).

45      Οι επεκταθέντες δασμοί ήταν οι δασμοί οι οποίοι καθορίστηκαν με το άρθρο 1, παράγραφος 2, καθενός από τους αρχικούς κανονισμούς (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω) και επιβλήθηκαν για τις τρεις κατηγορίες επιχειρήσεων που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 19 έως 21 ανωτέρω.

46      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, καθενός από τους προσβαλλόμενους κανονισμούς, η είσπραξη των επεκταθέντων δασμών έγινε αναδρομικά, και συγκεκριμένα από της ημερομηνίας καταγραφής των εισαγωγών μειγμάτων ≤ B20, η οποία κατέστη υποχρεωτική στις 13 Αυγούστου 2010 (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

47      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ως προς την προσφεύγουσα εφαρμόστηκαν αναδρομικά οι συντελεστές της τρίτης κατηγορίας επιχειρήσεων (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), και συγκεκριμένα από της ημερομηνίας καταγραφής ορισμένων εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων κανονισμών.

48      Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2011, η Επιτροπή απάντησε στο από 28 Μαρτίου 2011 υπόμνημα της προσφεύγουσας, το οποίο μνημονεύθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω.

49      Με επιστολή της 20ής Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα εξέφρασε προς την Επιτροπή τη διαφωνία της με το αποτέλεσμα των διαδικασιών καταστρατηγήσεως. Επισήμανε επίσης ότι σκόπευε να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά των προσβαλλόμενων κανονισμών και πρότεινε να πραγματοποιηθεί σύσκεψη με την Επιτροπή προκειμένου να συζητηθεί η δυνατότητα να τύχει ιδιαίτερης μεταχειρίσεως ως νέος εξαγωγέας, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων ή να τύχει μερικής απαλλαγής από τους επεκταθέντες δασμούς, τους οποίους θεωρούσε υπερβολικούς. Η σύσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 2011. Η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

50      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Ιουλίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

51      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η και την 11η Νοεμβρίου 2011 αντιστοίχως, η Επιτροπή και το EBB ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου.

52      Με διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 2011, ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως της Επιτροπής.

53      Με έγγραφο της 24ης Νοεμβρίου 2011, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε γραπτώς ερωτήσεις στην προσφεύγουσα, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή καλώντας τους να απαντήσουν, αντιστοίχως, με το υπόμνημα απαντήσεως, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως και με το υπόμνημα παρεμβάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε επίσης το Συμβούλιο να καταθέσει ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι και λοιποί μετέχοντες κατέθεσαν τα εν λόγω υπομνήματα και συμμορφώθηκαν προς τα ανωτέρω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

54      Με διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2012, ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως του EBB.

55      Με έγγραφο της 13ης Φεβρουαρίου 2012, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε γραπτώς ερωτήσεις στο EBB, καλώντας το να απαντήσει με το υπόμνημα παρεμβάσεως. Το EBB κατέθεσε το υπόμνημα αυτό και απάντησε στις ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

56      Το Συμβούλιο και η προσφεύγουσα ζήτησαν, αντιστοίχως, στις 26 Μαρτίου και στις 5 Ιουνίου 2012, να μην γνωστοποιηθούν στο EBB ορισμένα εμπιστευτικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν, αφενός, στο υπόμνημα ανταπαντήσεως και στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του EBB και, αφετέρου, σε ορισμένα από τα παραρτήματα των εν λόγω εγγράφων. Προς τον σκοπό αυτό, προσκόμισαν ένα μη εμπιστευτικό κείμενο των διαφόρων αυτών διαδικαστικών εγγράφων. Η γνωστοποίηση των εν λόγω διαδικαστικών εγγράφων στο EBB περιορίστηκε στο ως άνω μη εμπιστευτικό κείμενο. Το EBB δεν προέβαλε αντίρρηση επ’ αυτού.

57      Λόγω κωλύματος δύο μελών του τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, δύο άλλους δικαστές για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

58      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτώς ορισμένες ερωτήσεις στο σύνολο των διαδίκων και λοιπών μετεχόντων. Το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε επίσης το EBB να καταθέσει ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι και λοιποί μετέχοντες απάντησαν στις ερωτήσεις και κατέθεσαν τα έγγραφα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

59      Οι διάδικοι και λοιποί μετέχοντες αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε προφορικά το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Μαΐου 2013.

60      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 καθενός από τους προσβαλλόμενους κανονισμούς, κατά το μέρος που οι διατάξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

61      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

62      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο ζήτησε, επιπλέον, να κριθεί η προσφυγή απαράδεκτη.

63      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

64      Το EBB ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί του παραδεκτού

65      Το Συμβούλιο, χωρίς να προτείνει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου κατά την έννοια του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, αμφισβήτησε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το παραδεκτό της προσφυγής υποστηρίζοντας ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί δεν αφορούσαν ατομικά την προσφεύγουσα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

66      Συναφώς, το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν παραγωγός βιοντίζελ, αλλά έμπορος εξομοιούμενος προς εισαγωγέα. Το Συμβούλιο σημείωσε επ’ αυτού ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε ισχυρίστηκε κατά την πρόοδο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως ή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι παρήγε βιοντίζελ. Αντιθέτως, στο σημείο 46 του υπομνήματος απαντήσεώς της, η προσφεύγουσα αναγνώρισε ότι ούτε η ίδια ούτε οι θυγατρικές επιχειρήσεις της διέθεταν εγκαταστάσεις παραγωγής βιοντίζελ. Πάντως, κατά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 2012, T‑162/09, Würth και Fasteners (Shenyang) κατά Συμβουλίου, οι εισαγωγείς ή οι έμποροι, όπως η προσφεύγουσα, τελούν σε κατάσταση διαφορετική από αυτή των παραγωγών και δεν θα έπρεπε κανονικά να θεωρούνται ως άμεσα θιγόμενοι από κανονισμό που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικούς δασμούς, ακόμη και αν έχουν μετάσχει στη διαδικασία κατόπιν της οποίας εκδόθηκε ο κανονισμός αυτός.

67      Το Συμβούλιο, απαντώντας σε προφορική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι δεν αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας, διότι, κατά το στάδιο αυτό, η προαναφερθείσα στη σκέψη 86 ανωτέρω απόφαση Würth και Fasteners (Shenyang) κατά Συμβουλίου δεν είχε ακόμη εκδοθεί. Εντούτοις, το Συμβούλιο παρατήρησε ότι η παραδεκτή άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως που πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο.

68      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να μην δεχθεί τις αντιρρήσεις που προέβαλε το Συμβούλιο επί του παραδεκτού της προσφυγής της. Η προσφεύγουσα επισήμανε ότι δεν ήταν εισαγωγέας, αλλά εξαγωγέας των επίμαχων προϊόντων, πράγμα το οποίο αναγνώρισε το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 66 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ. Επιπλέον, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι δεν παρήγε καθαρό βιοντίζελ (B100) ούτε μείγματα B99,9, αλλά ότι, ως επιχείρηση διυλιστηρίου, αγόραζε τα προϊόντα αυτά προκειμένου, στη συνέχεια, να τα διαλύει σε ορυκτό ντίζελ και να παράγει μείγματα χαμηλότερης πυκνότητας τα οποία και εξήγε. Επομένως, η προσφεύγουσα είναι εν μέρει παραγωγός και εν μέρει εξαγωγέας μειγμάτων βιοντίζελ. Η προσφεύγουσα παρατήρησε επίσης ότι μετέσχε στις διαδικασίες καταστρατηγήσεως και ότι κατονομάστηκε ρητώς στους προσβαλλόμενους κανονισμούς. Τέλος, η προσφεύγουσα παρατήρησε ότι το Συμβούλιο αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής εκπροθέσμως.

69      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα».

70      Υπενθυμίζεται ότι το προβλεπόμενο με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κριτήριο, που εξαρτά το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά αποφάσεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης από την προϋπόθεση η απόφαση αυτή να το αφορά άμεσα και ατομικά, συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μπορούν να εξετάζουν ανά πάσα στιγμή, ακόμη και αυτεπαγγέλτως (βλ. σχετικώς, μεταξύ άλλων, διάταξη της 5ης Ιουλίου 2001, C‑341/00 P, Conseil national des professions de l’automobile κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑5263, σκέψη 32, και απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2007, C‑176/06 P, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 18).

71      Όπως προκύπτει από το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ από το άρθρο 23, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, οι κανονισμοί για την επέκταση των δασμών σε περίπτωση καταστρατηγήσεως έχουν ως μοναδική συνέπεια τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των αρχικών κανονισμών. Συνεπώς, ο κανονισμός περί επεκτάσεως δασμών αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών δασμών έχει τα ίδια έννομα αποτελέσματα έναντι των επιχειρήσεων στις οποίες έχει επιβληθεί ο επεκταθείς δασμός με τα αποτελέσματα που έχει ο κανονισμός περί επιβολής οριστικού δασμού έναντι των επιχειρήσεων στις οποίες έχει επιβληθεί ο δασμός αυτός (βλ. επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑74/97 και T‑75/97, Büchel κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3067, σκέψη 52).

72      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα. Ειδικότερα, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να εισπράττουν τους επεκταθέντες με τους προσβαλλόμενους κανονισμούς δασμούς επί των εισαγωγών μειγμάτων ≤ B20 καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς να διαθέτουν συναφώς οποιοδήποτε περιθώριο εκτιμήσεως (βλ. επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 1997, T‑170/94, Shanghai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. II‑1383, σκέψη 41).

73      Όσον αφορά την προϋπόθεση η απόφαση να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα, υπενθυμίζεται ότι μολονότι, ενόψει των κριτηρίων του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αληθεύει ότι οι κανονισμοί περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών δασμών έχουν, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου τους, κανονιστικό χαρακτήρα, καθόσον ισχύουν γενικώς για τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, εντούτοις ορισμένες διατάξεις των κανονισμών αυτών δεν αποκλείεται να αφορούν ατομικώς ορισμένους οικονομικούς φορείς (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1984, 239/82 και 275/82, Allied Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1005, σκέψη 11· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Ιουνίου 2000, T‑597/97, Euromin κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑2419, σκέψη 43, και της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T‑598/97, BSC Footwear Supplies κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑1155, σκέψη 43).

74      Τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν κρίνει ότι ενδεχομένως ορισμένες διατάξεις κανονισμών περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών δασμών αφορούν άμεσα και ατομικά τους παραγωγούς και τους εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος στους οποίους είχαν καταλογιστεί οι πρακτικές ντάμπινγκ βάσει στοιχείων σχετικών με την εμπορική δραστηριότητά τους. Στην περίπτωση αυτή εμπίπτουν κατά κανόνα οι επιχειρήσεις παραγωγής και εξαγωγής που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν προσδιοριστεί ειδικώς στις πράξεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου ή ότι οι προπαρασκευαστικές έρευνες τις αφορούν (βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσες στη σκέψη 73 ανωτέρω αποφάσεις Allied Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 11 και 12· του Γενικού Δικαστηρίου, Euromin κατά Συμβουλίου, σκέψη 45, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T‑58/99, Mukand κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II‑2521, σκέψη 21).

75      Εν προκειμένω, στους προσβαλλόμενους κανονισμούς, το Συμβούλιο αναγνώρισε ότι η προσφεύγουσα είχε την ιδιότητα του παραγωγού. Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 52 και 54 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στις αιτιολογικές σκέψεις 57 και 59 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα συγκαταλεγόταν μεταξύ των πέντε «παραγωγών από τις [Ηνωμένες Πολιτείες] βιοντίζελ ή μειγμάτων βιοντίζελ» οι οποίοι συνεργάστηκαν στο πλαίσιο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως. Όπως προκύπτει από το σημείο 46 του υπομνήματος απαντήσεως και των διευκρινίσεων που παρέσχε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ούτε η ίδια ούτε οι θυγατρικές της έχουν σχέση με τη διαδικασία παραγωγής καθαρού βιοντίζελ (B100) ή μειγμάτων B99,9, αλλά αγοράζουν τα προϊόντα αυτά από παραγωγούς και από τρίτους προκειμένου, στη συνέχεια, να τα αναμειγνύουν με ορυκτό ντίζελ και να παράγουν μείγματα χαμηλότερης πυκνότητας τα οποία και εξάγουν. Η προσφεύγουσα αγοράζει επίσης μείγματα βιοντίζελ από τρίτους. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα είναι εν μέρει παραγωγός και εν μέρει εξαγωγέας μειγμάτων βιοντίζελ.

76      Σημειώνεται επίσης ότι ο ρόλος της προσφεύγουσας στο πλαίσιο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως υπήρξε σημαντικός. Ειδικότερα, το Συμβούλιο, στην αιτιολογική σκέψη 52 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στην αιτιολογική σκέψη 57 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, σημείωσε ότι, μεταξύ των πέντε συνεργασθέντων παραγωγών βιοντίζελ που ήταν εγκατεστημένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, η προσφεύγουσα ήταν η μόνη επιχείρηση που εξήγαγε προς την Ένωση μείγματα ≤ B20 καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης από την έρευνα περί καταστρατηγήσεως περιόδου (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω). Το Συμβούλιο, στην αιτιολογική σκέψη 61 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στην αιτιολογική σκέψη 66 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, αναγνώρισε ότι οι εξαγωγές της προσφεύγουσας αποτέλεσαν «σημαντικό ποσοστό» του συνόλου των εισαγωγών μειγμάτων ≤ B96,5 καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί ότι η προσφεύγουσα συνεργάστηκε πλήρως με τα θεσμικά όργανα κατά τη διάρκεια των διαδικασιών καταστρατηγήσεως παρέχοντας στοιχεία σχετικά με την εμπορική δραστηριότητά της και ότι τα στοιχεία αυτά ελήφθησαν υπόψη για να καθοριστεί η έκταση εφαρμογής των προσβαλλόμενων κανονισμών. Τέλος, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο, στην αιτιολογική σκέψη 77 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στην αιτιολογική σκέψη 82 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, απέρριψε ρητώς τα αιτήματα απαλλαγής που υπέβαλε η προσφεύγουσα βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 23, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων και του άρθρου 13, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

77      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των διαπλασθέντων από τη νομολογία κριτηρίων, τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 74 ανωτέρω, δεν υφίσταται αμφιβολία ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί αφορούν ατομικά την προσφεύγουσα.

78      Επομένως, οι επιφυλάξεις που διατύπωσε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν και η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

2.     Επί της ουσίας

79      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Κατά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Συμβούλιο παρέβη τους βασικούς κανονισμούς αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων καθώς και την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ενώ η επέκταση των αρχικών δασμών μέσω των διαδικασιών καταστρατηγήσεως συνιστά κατάχρηση εξουσίας. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά την πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που έχουν σχέση με την προσφεύγουσα. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά την παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της χρηστής διοικήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραβίαση των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων και την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου καθώς και την κατάχρηση εξουσίας που συνίσταται στην επέκταση των αρχικών δασμών μέσω διαδικασιών καταστρατηγήσεως

80      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι τα μείγματα ≤ B20 και ˃ B20 μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ελαφρώς τροποποιημένα ομοειδή προϊόντα» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων και υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν οι εν λόγω κανονισμοί και η αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθώς και ότι οι σχετικές ενέργειες συνιστούν κατάχρηση εξουσίας.

81      Ο ως άνω λόγος ακυρώσεως διαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη.

82      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα εμμένει στις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των μειγμάτων ˃ B20, αφενός, και των μειγμάτων ≤ B20, αφετέρου, καθώς και στη ρητή εξαίρεση των δεύτερων από το πεδίο εφαρμογής των αρχικών κανονισμών.

83      Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ύπαρξη τροποποιήσεως του υπό εξέταση προϊόντος κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, δεδομένου ότι τα μείγματα ≤ B20 υφίσταντο ανέκαθεν και ότι δεν δημιουργήθηκαν ειδικώς με σκοπό την αποφυγή των δασμών.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τις διαφορές μεταξύ των μειγμάτων ˃ B20 και των μειγμάτων ≤ B20 και τη ρητή εξαίρεση των δεύτερων από τους αρχικούς κανονισμούς

84      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διατυπώνει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις αιτιάσεις.

85      Κατά πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι διαφορές μεταξύ των μειγμάτων ˃ B20 και ≤ B20 αποκλείουν τον χαρακτηρισμό των δεύτερων ως «ελαφρώς τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, σε σχέση με τα μείγματα ˃ B20.

86      Κατά δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν παρέχει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης τη δυνατότητα να επεκτείνουν, μέσω διαδικασίας καταστρατηγήσεως, τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικού δασμού, και μάλιστα όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, περί προϊόντων που έχουν αποκλειστεί από τον αρχικό ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επέκταση των αρχικών δασμών στα εισαγόμενα από την προσφεύγουσα μείγματα ≤ B20 συνιστά παραβίαση των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

87      Κατά τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι ενέργειες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης συνιστούν κατάχρηση εξουσίας, στον βαθμό που συνίστανται στην επέκταση των αρχικών δασμών μέσω διαδικασιών καταστρατηγήσεως, αντί της κινήσεως νέας έρευνας που να αφορά τις εισαγωγές μειγμάτων ≤ B20. Η προσφεύγουσα, στο υπόμνημα απαντήσεώς της, προσθέτει ότι η Επιτροπή όφειλε τουλάχιστον να κινήσει διαδικασία ενδιάμεσης επανεξετάσεως κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

88      Κατά τέταρτο λόγο, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η επέκταση των αρχικών δασμών μέσω διαδικασιών καταστρατηγήσεως την αποστέρησε από τα διαδικαστικά δικαιώματα που της παρέχουν οι βασικοί κανονισμοί αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων. Στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει συναφώς ότι της αφαιρέθηκε η δυνατότητα να τύχει της εφαρμογής ατομικών συντελεστών και ότι ο υπολογισμός του ντάμπινγκ στον οποίο προέβη η Επιτροπή με τους προσβαλλόμενους κανονισμούς και τον οποίο επικύρωσε το Συμβούλιο ήταν υπερβολικά απλουστευτικός. Κατ’ αυτήν, η Επιτροπή δεν διέθετε επαρκή στοιχεία όσον αφορά τα μείγματα ≤ B20 ώστε να προβεί σε ορθή εκτίμηση των συνθηκών της αγοράς και του περιθωρίου ντάμπινγκ. Η προσφεύγουσα, απαντώντας στο υπόμνημα παρεμβάσεως του EBB, υποστηρίζει, αφενός, ότι δεν εφάρμοσε πρακτική ντάμπινγκ και ότι οι επιδοτήσεις που έλαβε ήταν πολύ χαμηλότερες από τα ποσά στα οποία αναφέρθηκε το EBB και, αφετέρου, ότι δεν εξετάστηκε η ζημία που φέρεται να προκλήθηκε στον οικείο βιομηχανικό κλάδο της Ένωσης. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε επίσης ότι οι εισαγωγές της δεν εξουδετέρωσαν το επανορθωτικό αποτέλεσμα των αρχικών δασμών.

89      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το EBB, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

90      Επισημαίνεται, ευθύς εξαρχής, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο σεβάστηκαν έναντί της τα διαδικαστικά δικαιώματα που προβλέπονται στο πλαίσιο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως με το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και με το άρθρο 23 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Η προσφεύγουσα, μολονότι εμφανίζεται, στο πλαίσιο της τέταρτης αιτιάσεως, να υποστηρίζει ότι εθίγησαν τα διαδικαστικά δικαιώματά της, εντούτοις, στην πραγματικότητα, επικρίνει την παράλειψη κινήσεως νέων διαδικασιών κατά την πρόοδο των οποίων θα μπορούσε να τύχει της εφαρμογής ατομικών συντελεστών, καθορισμένων βάσει ακριβούς υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, της επιδοτήσεως και της ζημίας που οφείλονταν στις επίμαχες εισαγωγές. Επομένως, η τέταρτη αιτίαση αποτελεί απλώς λογική απόρροια της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την κατάχρηση εξουσίας.

91      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι οι επικρίσεις που έχει διατυπώσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της τέταρτης αιτιάσεως, όσον αφορά τον τρόπο κατά τον οποίο η Επιτροπή καθόρισε το ντάμπινγκ, τη ζημία και την εξουδετέρωση των επανορθωτικών αποτελεσμάτων των αρχικών δασμών, προβλήθηκαν απλώς με το υπόμνημα απαντήσεως, με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του EBB και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Όπως δέχθηκε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο δικόγραφο της προσφυγής της δεν αμφισβήτησε τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Συμβούλιο με τους προσβαλλόμενους κανονισμούς ότι οι εισαγωγές μειγμάτων ≤ B20 αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και εξουδετέρωναν τα επανορθωτικά αποτελέσματα των αρχικών δασμών. Επομένως, τα ως άνω επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να χαρακτηριστούν ως νέος λόγος ακυρώσεως ο οποίος έχει προβληθεί εκπροθέσμως και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτος κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

92      Όσον αφορά την εξέταση των τριών λοιπών αιτιάσεων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, ο έλεγχος που ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης στις εκτιμήσεις των θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, της αλήθειας των περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς η πρώτη αιτίαση της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στην αντικειμενική εξέταση των βασικών χαρακτηριστικών των επίμαχων μειγμάτων, κρίνει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον συνήγαγαν ότι τα εισαγόμενα από την προσφεύγουσα μείγματα ≤ B20 αποτελούσαν ελαφρά τροποποίηση των μειγμάτων ˃ B20, η προσφυγή θα πρέπει να γίνει δεκτή χωρίς εξέταση των λοιπών αιτιάσεων και λόγων ακυρώσεως. Αντιθέτως, εφόσον κριθεί ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί δεν βαρύνονται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω αν η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς η ενέργειά της να συνιστά κατάχρηση εξουσίας και χωρίς να παραβιάσει τους βασικούς κανονισμούς αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων και την αρχή της ασφάλειας δικαίου, να κινήσει διαδικασίες καταστρατηγήσεως σε σχέση με τις εισαγωγές της προσφεύγουσας, παρά το γεγονός ότι τα μείγματα ≤ B20 είχαν ρητώς εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής των αρχικών κανονισμών.

–       Επί των βασικών χαρακτηριστικών των μειγμάτων ≤ B20 και ˃ B20

94      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα μείγματα βιοντίζελ με χαμηλότερη τιμή συγκεντρώσεως, ειδικότερα τα μείγματα μειγμάτων ˂ B15 τα οποία εξήγαγε προς την Ένωση, δεν αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς με τα μείγματα με υψηλότερη τιμή συγκεντρώσεως και έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις ομάδες επιχειρημάτων. Η πρώτη ομάδα επιχειρημάτων αφορά την ιδιαιτερότητα της αγοράς βιοντίζελ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων αφορά τις αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των μειγμάτων αναλόγως της περιεκτικότητάς τους σε βιοντίζελ. Η τρίτη ομάδα επιχειρημάτων στηρίζεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να αναγνωρίσει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να τύχει μεταχειρίσεως ως νέος εξαγωγέας κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, αναγνώρισε ότι τα μείγματα ˃ B20 και ≤ B20 ήταν διαφορετικά.

95      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το EBB, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

96      Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που έχουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας (βλ. σκέψη 92 ανωτέρω), πρέπει να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα απέδειξε ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι τα εξαγόμενα από την προσφεύγουσα μείγματα ≤ B20 αποτελούσαν ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος και ότι τα μείγματα αυτά μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ελαφρώς τροποποιημένο ομοειδές προϊόν» σε σχέση με τα μείγματα ˃ B20 με τα «ίδια βασικά χαρακτηριστικά», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Προς τον σκοπό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει τις τρεις ομάδες επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, με διαφορετική όμως σειρά από αυτήν με την οποία διατυπώθηκαν.

97      Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, τις αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των μειγμάτων αναλόγως της περιεκτικότητάς τους σε βιοντίζελ, η προσφεύγουσα υποστηρίζει καταρχάς ότι, στη βιομηχανία του ντίζελ, η περιεκτικότητα σε βιοντίζελ είναι το καθοριστικό κριτήριο για το αν τα μείγματα βιοντίζελ πρέπει να κατατάσσονται ως ορυκτά προϊόντα ή πετρελαιοειδή, αφενός, ή ως χημικά προϊόντα, αφετέρου. Η συνδυασμένη ονοματολογία επίσης προβαίνει σε διαφοροποίηση βάσει της συνθέσεως των μειγμάτων και της περιεκτικότητάς τους σε βιοντίζελ. Παραδείγματος χάρη, ο κωδικός CN 2710, όπως περιλαμβάνεται στη συνδυασμένη ονοματολογία, στο κεφάλαιο περί ορυκτών ελαίων, δεν ισχύει για τα μείγματα ˃ B30. Η ίδια η προσφεύγουσα χρησιμοποιεί στις συμβάσεις και στα τιμολόγιά της διαφορετικές περιγραφές αναλόγως του ποσοστού βιοντίζελ.

98      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, από απόψεως υλικοτεχνικής υποστηρίξεως, το παράρτημα II της διεθνούς συμβάσεως για την πρόληψη της ρυπάνσεως από τα πλοία (Marpol) της 2ας Νοεμβρίου 1973, κατατάσσει τα μείγματα με αναλογία βιοντίζελ ανώτερη ή ίση προς 15 % (στο εξής: μείγματα ≥ B15) ως χημικά προϊόντα που πρέπει να μεταφέρονται με ειδικά πλωτά σκάφη, σε αντίθεση με τα μείγματα ˂ B15, τα οποία θεωρούνται ορυκτά προϊόντα ή πετρελαιοειδή. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, τουλάχιστον ένα τμήμα των μειγμάτων ≤ B20, ήτοι τα μείγματα ˂ B15 τα οποία εξήγε, παρουσίαζαν διαφορές από τα μείγματα ˃ B20. Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι ο χρόνος συντηρήσεως είναι πιο περιορισμένος για τα μείγματα μειγμάτων με υψηλή τιμή συγκεντρώσεως και ότι, ως εκ τούτου, το καθαρό βιοντίζελ και τα μείγματα B99,9 πρέπει να αποθηκεύονται σε δεξαμενές προσαρμοσμένες για «fatty acid methyl esters» (μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων, στο εξής: FAME), που είναι μικρότερες και ακριβότερες από τις δεξαμενές που χρησιμοποιούνται για τα μείγματα μειγμάτων με χαμηλή τιμή συγκεντρώσεως. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι για την παραγωγή μειγμάτων B7 και B5 θα της ήταν ευχερέστερο να εξακολουθεί να διαλύει μείγματα με χαμηλή τιμή συγκεντρώσεως, και όχι μείγματα με υψηλή τιμή συγκεντρώσεως.

99      Τέλος, η προσφεύγουσα επισημαίνει στο υπόμνημα απαντήσεώς της ότι τα μείγματα με υψηλότερη τιμή συγκεντρώσεως σε βιοντίζελ δεν έχουν τις ίδιες τελικές χρήσεις ούτε την ίδια ισχύ ούτε την ίδια αποδοτικότητα με τα μείγματα βιοντίζελ με χαμηλότερη τιμή συγκεντρώσεως.

100    Συναφώς, παρατηρείται, πρώτον, ότι οι εμπορικές ταξινομήσεις των επίμαχων προϊόντων τις οποίες έχει πραγματοποιήσει η οικεία βιομηχανία και οι ταξινομήσεις που προκύπτουν από τη συνδυασμένη ονοματολογία έχουν τυπικό χαρακτήρα και δεν έχουν κατ’ ανάγκη την έννοια ότι τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο των διαφόρων αυτών ταξινομήσεων δεν έχουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω). Όπως ορθώς παρατηρεί το Συμβούλιο, μέσω ορισμένων πρακτικών καταστρατηγήσεως επιχειρείται η εξαγωγή ελαφρώς τροποποιημένου προϊόντος το οποίο δεν καλύπτεται από κάποιον συγκεκριμένο κωδικό της συνδυασμένης ονοματολογίας στην οποία αναφέρονται οι αρχικοί δασμοί.

101    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, πλην των επιχειρημάτων σχετικά με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται επί των θαλασσίων μεταφορών, τα επιχειρήματα που έχει προβάλει η προσφεύγουσα σε σχέση με τις διαφορές μεταξύ των μειγμάτων από απόψεως υλικοτεχνικής υποστηρίξεως δεν αναφέρονται σε ειδικά ποσοστά βιοντίζελ που να περιέχονται στα μείγματα. Τα επιχειρήματα αυτά έχουν σχέση με τις διαφορές μεταξύ των μειγμάτων με υψηλή ή με χαμηλή τιμή συγκεντρώσεως, αλλά δεν θίγουν το βασικό ζήτημα αν τα μείγματα ≤ B20 έχουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά με τα μείγματα ˃ B20 κατά την έννοια της επίμαχης νομοθεσίας αντιντάμπινγκ και της επίμαχης νομοθεσίας κατά των επιδοτήσεων.

102    Ως προς τα επιχειρήματα που αφορούν τη νομοθεσία που εφαρμόζεται επί των θαλασσίων μεταφορών, επισημαίνεται ότι απλώς και μόνον η διαφορετική κατάταξη των μειγμάτων ≥ B15 και ˂ B15, την οποία προβλέπει η Marpol, δεν επηρεάζει αφεαυτής τα βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και τις εμπορικές χρήσεις των μειγμάτων ≤ B20. Επιπλέον, παρατηρείται ότι η επίμαχη νομοθεσία περί θαλασσίων μεταφορών δεν κάνει διάκριση με γνώμονα το ποσοστό του 20 %, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση διαφοράς, αλλά με κριτήριο το ποσοστό του 15 %.

103    Τρίτον, η προσφεύγουσα ουδόλως τεκμηριώνει την εκτιθέμενη στο υπόμνημα απαντήσεως άποψή της ότι τα μείγματα υψηλής ή χαμηλής συγκεντρώσεως δεν έχουν την ίδια ισχύ και την ίδια αποδοτικότητα. Όσον αφορά τις χρήσεις των μειγμάτων αναλόγως της τιμής συγκεντρώσεως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η πραγματοποίηση της διαδικασίας διαλύσεως του βιοντίζελ εντός του ορυκτού ντίζελ είναι σχετικώς απλή από τεχνικής απόψεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα εξαγόμενα από αυτήν μείγματα ˂ B15, καθώς και τα μείγματα ˃ B20, προορίζονταν για εκ νέου ανάμειξη με ορυκτό ντίζελ με σκοπό την παρασκευή καυσίμων εντός της Ένωσης. Ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για μείγματα B99,9, τα οποία αφορούσαν κατά κύριο λόγο οι αρχικοί δασμοί, ή για μείγματα ˂ B15 που εξήγε η προσφεύγουσα, όλα τα ως άνω μείγματα έπρεπε να υποβάλλονται σε μεταποίηση προκειμένου να επιτυγχάνονται οι αναλογίες που αντιστοιχούσαν στα μείγματα των οποίων επιτρεπόταν η πώληση στους τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης, δηλαδή στα μείγματα B7 και B5 (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω). Εξ αυτού έπεται ότι όλα τα εισαγόμενα μείγματα βιοντίζελ έπρεπε να υποβάλλονται στην ίδια διαδικασία μεταποιήσεως και είχαν ως στόχο την ίδια τελική ζήτηση, οπότε έθιγαν, για τον λόγο αυτό, τον ίδιο ευρωπαϊκό βιομηχανικό κλάδο.

104    Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, την ιδιαιτερότητα της αγοράς του βιοντίζελ στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι όλοι οι ντιζελοκινητήρες μπορούν να λειτουργούν με τα μείγματα ≤ B20 με διατήρηση της εγγυήσεως που χορηγεί η αυτοκινητοβιομηχανία, λόγος για τον οποίο τα μείγματα αυτά πωλούνται απευθείας στους καταναλωτές των Ηνωμένων Πολιτειών (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί επαρκώς για ποιον λόγο αυτή και μόνο η διαπίστωση δεν επέτρεπε στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή να αναγνωρίσουν ότι τα εξαγόμενα από την προσφεύγουσα μείγματα ≤ B20 αποτελούσαν «ελαφρώς τροποποιημένα ομοειδή προϊόντα» σε σχέση με τα μείγματα ˃ B20. Εν πάση περιπτώσει, η ιδιαιτερότητα αυτή της αγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επηρεάζει τη διαπίστωση του Συμβουλίου στην αιτιολογική σκέψη 65 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στην αιτιολογική σκέψη 70 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, ότι τα βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά των μειγμάτων ˃ B20 και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των μειγμάτων ≤ B20 ήταν αρκούντως όμοια ώστε να μπορούν να υποβληθούν στην ίδια διαδικασία διαλύσεως προκειμένου να μπορούν να προσφερθούν στην τελική κατανάλωση εντός της Ένωσης (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω).

105    Όσον αφορά, κατά τρίτο και τελευταίο λόγο, την άρνηση της Επιτροπής να αναγνωρίσει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αντιμετωπιστεί ως νέος εξαγωγέας κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, πρόκειται για νομικές εκτιμήσεις οι οποίες δεν ασκούν επιρροή στις τεχνικές διαπιστώσεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη. Πράγματι, κατά τις διατάξεις αυτές, η εξέταση με εφαρμογή του καθεστώτος του νέου εξαγωγέα αφορά μόνον όσους φορείς έχουν αρχίσει να εισάγουν προϊόν που αποτελεί αντικείμενο κανονισμού αντιντάμπινγκ ή κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων μετά την έκδοση τέτοιων κανονισμών. Εν προκειμένω, όμως, οι αρχικοί κανονισμοί δεν αφορούσαν τα μείγματα ≤ B20. Από το γεγονός αυτό πάντως δεν συνάγεται κανένα στοιχείο ως προς το ζήτημα αν τα εν λόγω μείγματα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ελαφρώς τροποποιημένα ομοειδή προϊόντα» σε σχέση με τα μείγματα ˃ B20.

106    Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον συνήγαγε ότι τα εξαγόμενα από την προσφεύγουσα μείγματα ≤ B20 συνιστούσαν ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος και ότι, ως εκ τούτου, τα μείγματα αυτά μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ελαφρώς τροποποιημένο ομοειδές προϊόν» σε σχέση με τα μείγματα ˃ B20, στον βαθμό που διέθεταν τα «ίδια βασικά χαρακτηριστικά», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 1, και παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

107    Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της ρητής εξαιρέσεως των μειγμάτων ≤ B20 από τους αρχικούς κανονισμούς

108    Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι οι αρχικοί ορισμοί του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος έχουν καθοριστική σημασία για την εξέταση του ζητήματος αν υπήρξε καταστρατήγηση των αρχικών δασμών και ότι πρέπει να υπάρχει συνέπεια ως προς τους ορισμούς αυτούς. Οι διαδικασίες καταστρατηγήσεως και η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπουν στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να διευρύνουν τον αρχικό ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, τούτο δε κατά μείζονα λόγο όταν η επέκταση αφορά προϊόν το οποίο έχει ρητώς εξαιρεθεί από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και από τον ορισμό του ομοειδούς προϊόντος. Οι αρχές αυτές έχουν επιβεβαιωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑348/05, JSC Kirovo-Chepetsky Khimichesky Kombinat κατά Συμβουλίου.

109    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το EBB, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

110    Συναφώς, σημειώνεται, κατά πρώτο λόγο, ότι οι διαδικασίες καταστρατηγήσεως κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων αφορούν ακριβώς προϊόντα που δεν καλύπτονται τυπικώς από τον αρχικό ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και από τον αρχικό ορισμό του ομοειδούς προϊόντος, αλλά αποτελούν «ελαφρώς τροποποιημένα ομοειδή προϊόντα», στον βαθμό που έχουν τα ίδια «βασικά χαρακτηριστικά» με τα προϊόντα που καλύπτονται από τον αρχικό ορισμό. Το Συμβούλιο, καθόσον επεξέτεινε τους αρχικούς δασμούς στα μείγματα ≤ B20, ενήργησε κατά τρόπο σύμφωνο προς τους σκοπούς των ως άνω διατάξεων.

111    Κατά δεύτερο λόγο, η απόφαση JSC Kirovo-Chepetsky Khimichesky Kombinat κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, επιβεβαιώνει τις αρχές αυτές, σε αντίθεση με όσα διατείνεται η προσφεύγουσα. Πράγματι, η απόφαση αυτή δεν αφορούσε ορισμένη διαδικασία καταστρατηγήσεως, αλλά ορισμένη διαδικασία ενδιάμεσης μερικής επανεξετάσεως κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας επανεξετάσεως, το Συμβούλιο διεύρυνε τον αρχικό ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος προκειμένου να επιβάλει τους επίμαχους δασμούς σε προϊόντα που εμπεριείχαν, ως συστατικό στοιχείο τους, το αρχικό υπό εξέταση προϊόν. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να τροποποιήσει τον αρχικό ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο διαδικασίας ενδιάμεσης επανεξετάσεως κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, προκειμένου να συμπεριλάβει νέα προϊόντα τα οποία δεν αφορούσε ο αρχικός κανονισμός (προαναφερθείσα στη σκέψη 108 ανωτέρω απόφαση JSC Kirovo-Chepetsky Khimichesky Kombinat κατά Συμβουλίου, σκέψεις 61 έως 65). Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης όφειλαν να εξετάσουν αν τα νέα προϊόντα, τα οποία εμπεριείχαν, ως συστατικό στοιχείο τους, το υπό εξέταση προϊόν μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ελαφρώς τροποποιημένα ομοειδή προϊόντα» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι το Συμβούλιο δεν επιτρεπόταν να καταστρατηγήσει την απαίτηση περί διεξαγωγής έρευνας δυνάμει της τελευταίας αυτής διατάξεως τροποποιώντας τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ (προαναφερθείσα στη σκέψη 108 ανωτέρω απόφαση JSC Kirovo-Chepetsky Khimichesky Kombinat κατά Συμβουλίου, σκέψεις 66 έως 70).

112    Όσον αφορά, κατά τρίτο λόγο, τη ρητή εξαίρεση των μειγμάτων ≤ B20 από τους αρχικούς κανονισμούς, παρατηρείται ότι, σε αντίθεση με όσα προτείνει η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεώς της και προς απάντηση στο υπόμνημα παρεμβάσεως της Επιτροπής, η εξαίρεση αυτή δεν βασιζόταν στις διαφορές των βασικών φυσικών, χημικών και τεχνικών χαρακτηριστικών των επίμαχων μειγμάτων ούτε στην κρατούσα στην Ένωση κατάσταση.

113    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 13 έως 15 και 25 ανωτέρω, η εξαίρεση των μειγμάτων ≤ B20 από το πεδίο εφαρμογής των αρχικών κανονισμών είχε ως μοναδικό δικαιολογητικό λόγο της τις ιδιαιτερότητες της αγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών, στην οποία τα μείγματα ≤ B20, σε αντίθεση με τα μείγματα ˃ B20, προορίζονταν για απευθείας πώληση στους καταναλωτές και, επομένως, δεν εξάγονταν. Με βάση τη διαπίστωση αυτή, το Συμβούλιο καθόρισε το κατώτατο όριο του επιπέδου των μειγμάτων ˃ B20, προκειμένου «να χαραχτεί μια σαφής διαχωριστική γραμμή και [να αποτραπεί η] σύγχυση μεταξύ των προϊόντων, των αγορών και των διαφόρων μερών στις [Ηνωμένες Πολιτείες]» (αιτιολογική σκέψη 33 του αρχικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και αιτιολογική σκέψη 34 του αρχικού κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων).

114    Επομένως, αφενός, η εκτίμηση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά των μειγμάτων ≤ B20 και ˃ B20 δεν υπήρξε αντιφατική και, ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί εν προκειμένω να προβάλει παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

115    Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 104 ανωτέρω, οι ιδιαίτερες συνθήκες της αγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών δεν απέκλειαν τη δυνατότητα της Επιτροπής και του Συμβουλίου να εκτιμήσουν ότι τα εξαγόμενα από την προσφεύγουσα μείγματα ≤ B20 ήταν «ελαφρώς τροποποιημένα ομοειδή προϊόντα» σε σχέση με τα μείγματα ˃ B20, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 1, και παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

116    Υπό τις συνθήκες αυτές, η εξαίρεση των μειγμάτων ≤ B20 από τους αρχικούς κανονισμούς λόγω των ιδιαιτεροτήτων της αγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών δεν απέκλειε τη δυνατότητα της Επιτροπής και του Συμβουλίου να κινήσουν διαδικασίες καταστρατηγήσεως με αντικείμενο τα μείγματα αυτά.

117    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της καταχρήσεως εξουσίας

118    Με την τρίτη αιτίασή της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν μπορούσαν να επεκτείνουν, μέσω διαδικασιών καταστρατηγήσεως, τους αρχικούς δασμούς στις εισαγωγές μειγμάτων ≤ B20, διότι μια τέτοια ενέργεια συνιστά κατάχρηση εξουσίας, αλλά όφειλαν να προβούν σε νέες έρευνες με αντικείμενο τις εισαγωγές αυτές, βάσει του άρθρου 5 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Η προσφεύγουσα, στο υπόμνημα απαντήσεώς της, προσθέτει ότι η Επιτροπή όφειλε τουλάχιστον να προβεί αυτεπαγγέλτως σε επανεξέταση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

119    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το EBB, φρονεί ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας είναι αβάσιμα. Επιπλέον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να προβεί τουλάχιστον σε ενδιάμεση επανεξέταση δεν προβλήθηκε ούτε κατά τη διάρκεια των διαδικασιών καταστρατηγήσεως ούτε με το δικόγραφο της προσφυγής. Επομένως, το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο. Το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την προσφεύγουσα να διατυπώσει την άποψή της επί του τελευταίου αυτού ζητήματος κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

120    Κατά τη νομολογία, μια πράξη θεωρείται ότι έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας εφόσον από αντικειμενικές, πρόσφορες και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι αποκλειστική ή, τουλάχιστον, πρωταρχική επιδίωξη της πράξεως είναι η επίτευξη σκοπού διαφορετικού από αυτόν που επικαλείται το εκδόν όργανο ή η αποφυγή διαδικασίας που προβλέπει ειδικώς η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, T‑266/97, Vlaamse Televisie Maatschappij κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2329, σκέψη 131 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

121    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 106 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον συνήγαγε ότι τα εξαγόμενα από την προσφεύγουσα μείγματα ≤ B20 συνιστούσαν ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 1, και παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Ομοίως, η εξαίρεση των μειγμάτων ≤ B20 από τους αρχικούς κανονισμούς λόγω των ιδιαιτεροτήτων της αγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών δεν απέκλειε τη δυνατότητα της Επιτροπής και του Συμβουλίου να κινήσουν διαδικασίες καταστρατηγήσεως με αντικείμενο τις εισαγωγές της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 116 ανωτέρω).

122    Εξ αυτού έπεται ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν απέφυγαν τη διαδικασία που προβλέπουν ειδικώς οι βασικοί κανονισμοί αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων.

123    Επομένως, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξετάσεως του παραδεκτού του επιχειρήματος της προσφεύγουσας σχετικά με την υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει τουλάχιστον διαδικασία ενδιάμεσης επανεξετάσεως αντί διαδικασίας καταστρατηγήσεως.

124    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω, επιβάλλεται η απόρριψη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας, το οποίο αφορά τις διαφορές μεταξύ των μειγμάτων ˃ B20 και ≤ B20 και τη ρητή εξαίρεση των δεύτερων από τους αρχικούς κανονισμούς.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη μη τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος

125    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα μείγματα ≤ B20 δεν «τροποποιήθηκαν ελαφρώς» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 1, και παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, δεδομένου ότι τα μείγματα αυτά υφίσταντο ανέκαθεν και δεν δημιουργήθηκαν ειδικώς με σκοπό την αποφυγή των αρχικών δασμών.

126    Επιβάλλεται επ’ αυτού η διαπίστωση ότι, όπως υποστήριξε το Συμβούλιο, οι διατάξεις των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες καταστρατηγήσεως δεν απαιτούν να αποδειχθεί ότι τα «ελαφρώς τροποποιημένα ομοειδή προϊόντα» κατά την έννοια των διατάξεων αυτών δημιουργήθηκαν ειδικώς με σκοπό την αποφυγή των δασμών.

127    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 13 έως 15, 25 και 39 ανωτέρω, τα μείγματα ≤ B20 υφίσταντο στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά δεν εξάγονταν προς την Ένωση. Μόνο μετά την επιβολή των αρχικών δασμών άρχισαν τα μείγματα ≤ B20 να εισάγονται εντός της Ένωσης. Δεδομένου ότι τα μείγματα αυτά και τα μείγματα ˃ B20 είχαν σε μεγάλο βαθμό όμοια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά καθώς και την ίδια ακριβώς χρήση εντός της Ένωσης (βλ. σκέψη 104 ανωτέρω), ορθώς το Συμβούλιο συνήγαγε, στην αιτιολογική σκέψη 65 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στην αιτιολογική σκέψη 70 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, ότι τα εισαγόμενα από την προσφεύγουσα μείγματα ≤ B20 συνιστούσαν ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος.

128    Επομένως, απορρίπτεται το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, ακολούθως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την προσφεύγουσα

129    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο, περιλαμβάνει τρία σκέλη.

130    Το πρώτο σκέλος αφορά το αναστρέψιμο της τροποποιήσεως του υπό εξέταση προϊόντος και στηρίζεται στη διαπίστωση ότι τα μείγματα ≤ B20 δεν μπορούν να μεταποιηθούν προκειμένου να επανέλθουν στην κατάσταση των μειγμάτων ˃ B20 μετά την εισαγωγή.

131    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ύπαρξη μεταβολής, σε ό,τι την αφορά, των τρόπων διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

132    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν προέβη σε ορθή εκτίμηση των οικονομικών δικαιολογητικών στοιχείων που αυτή προέβαλε σε σχέση με τις πραγματοποιηθείσες εισαγωγές μειγμάτων ˂ B15.

 Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την αδυναμία μεταποιήσεως των μειγμάτων ≤ B20 προκειμένου να επανέλθουν στην κατάσταση των μειγμάτων ˃ B20

133    Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι τα μείγματα ≤ B20 δεν μπορούν να μεταποιηθούν προκειμένου να επανέλθουν στην κατάσταση των μειγμάτων ˃ B20, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη στην πραγματικότητα η καταστρατήγηση των αρχικών δασμών. Οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί, καθόσον επιβεβαιώνουν το αντίθετο, βαρύνονται πολλαπλώς με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

134    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

135    Καταρχάς, παρατηρείται ότι, σε αντίθεση με όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο ουδέποτε διαπίστωσε με τους προσβαλλόμενους κανονισμούς ότι τα μείγματα ≤ B20 μπορούσαν να μεταποιηθούν προκειμένου να επανέλθουν στην κατάσταση των μειγμάτων ˃ B20.

136    Στη συνέχεια, επισημαίνεται, όπως υποστηρίζει και το Συμβούλιο, ότι η προσφεύγουσα, καθόσον φρονεί ότι το τροποποιημένο προϊόν πρέπει, μετά την εισαγωγή του, να μπορεί να επανέλθει στην κατάσταση του υπό εξέταση προϊόντος, προσθέτει ένα νέο κριτήριο σχετικά με την ύπαρξη καταστρατηγήσεως το οποίο δεν προβλέπεται από τους βασικούς κανονισμούς αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων. Με τον τρόπο αυτό, η προσφεύγουσα προφανώς συγχέει τις διάφορες μορφές καταστρατηγήσεως τις οποίες προβλέπουν οι κανονισμοί αυτοί. Εν προκειμένω, η έρευνα αφορούσε, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή «ελαφρώς τροποποιημένων ομοειδών προϊόντων» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 1, και παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Η εν λόγω πρακτική καταστρατηγήσεως διαφέρει από την πρακτική που διαλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή του υπό εξέταση προϊόντος υπό μορφή επιμέρους εξαρτημάτων προκειμένου στη συνέχεια να συναρμολογηθούν εντός της Ένωσης και έτσι να αποφευχθεί η καταβολή των δασμών που επιβάλλονται επί του όλου προϊόντος.

137    Τέλος, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 104 ανωτέρω, τα εισαγόμενα από την προσφεύγουσα μείγματα ≤ B20 και τα μείγματα ˃ B20 έχουν σε μεγάλο βαθμό όμοια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά καθώς και την ίδια ακριβώς χρήση εντός της Ένωσης. Οι διαπιστώσεις αυτές αρκούν προκειμένου να γίνει δεκτό ότι τα μείγματα αυτά συνιστούν «ελαφρώς τροποποιημένα ομοειδή προϊόντα» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23, παράγραφος 1, και παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

138    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη μη μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών

139    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν υπήρξε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών σε ό,τι την αφορά. Ειδικότερα, δεν μετέβαλε τη συμπεριφορά της και δεν έπαψε να εισάγει τα προϊόντα τα οποία αφορούσαν οι αρχικοί δασμοί, δεδομένου ότι ουδέποτε εισήγαγε τα προϊόντα αυτά πριν την έκδοση των αρχικών κανονισμών. Συνεπώς, δεν μπορεί να της προσάπτεται καταστρατήγηση μέτρου το οποίο δεν την αφορούσε.

140    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

141    Παρατηρείται ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 23, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων δεν απαιτούν να έχουν οι επιχειρήσεις έναντι των οποίων έχει κινηθεί διαδικασία καταστρατηγήσεως εισαγάγει προηγουμένως τα υποκείμενα στους αρχικούς δασμούς προϊόντα προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη μεταβολής των τρόπων διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών. Μια τέτοια προϋπόθεση θα περιόριζε σημαντικά και αδικαιολόγητα το πεδίο εφαρμογής των διαδικασιών καταστρατηγήσεως.

142    Πράγματι, σκοπός των διαδικασιών αυτών είναι η προστασία της βιομηχανίας της Ένωσης από ορισμένες εισαγωγές, ανεξαρτήτως της ταυτότητας των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στις εισαγωγές αυτές. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά την εισαγωγή «ελαφρώς τροποποιημένων ομοειδών προϊόντων». Πρόκειται δηλαδή για την εισαγωγή υποκατάστατων προϊόντων με σκοπό την αποφυγή των αρχικών δασμών, παρά το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεως, προκαλούν ζημία στον οικείο βιομηχανικό κλάδο της Ένωσης ή εξουδετερώνουν τα επανορθωτικά αποτελέσματα των αρχικών δασμών. Επομένως, τα θεσμικά όργανα, προκειμένου να αποδεικνύουν την ύπαρξη μεταβολής των τρόπων διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών, μπορούν να περιορίζονται στη διαπίστωση της εμφανίσεως εισαγωγών του υποκατάστατου προϊόντος αντί της εισαγωγής των υποκείμενων στους αρχικούς δασμούς προϊόντων, ανεξαρτήτως του αν τις νέες εισαγωγές πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκαν οι αρχικοί δασμοί.

143    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι εισαγωγές του αρχικώς υπό εξέταση προϊόντος έπαψαν στην πράξη μετά την επιβολή των αρχικών δασμών και ότι συγχρόνως άρχισαν οι εξαγωγές προς την Ένωση μειγμάτων ≤ B20 καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών.

144    Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς κατά νόμον η Επιτροπή και το Συμβούλιο απέδειξαν την ύπαρξη μεταβολής των τρόπων διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ένωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 23, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

145    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την εκτίμηση των οικονομικών δικαιολογητικών στοιχείων που προέβαλε η προσφεύγουσα

146    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον συνήγαγε ότι ο μόνος αποχρών λόγος ή η μόνη οικονομική δικαιολογία που αυτή είχε για την έναρξη της εξαγωγής μειγμάτων ˂ B15 ήταν η καταστρατήγηση των αρχικών δασμών.

147    Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι άρχισε τη δραστηριότητά της στον τομέα του βιοντίζελ στην αρχή του 2009 στο πλαίσιο της προωθήσεως των δραστηριοτήτων του ομίλου BP και επισημαίνει ότι επέλεξε την εισαγωγή προς την Ένωση μειγμάτων ˂ B15 για λόγους οικονομικής φύσεως. Κατά την προσφεύγουσα, ο τύπος αυτός μείγματος της παρείχε τη δυνατότητα, πρώτον, να αποφύγει τη χρήση ειδικών πλωτών σκαφών, μικρότερων και δαπανηρότερων, που πρέπει να χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά για τη θαλάσσια μεταφορά των μειγμάτων ≥ B15 δυνάμει της Marpol (βλ. σκέψη 98 ανωτέρω) και να μεταφέρει τα μείγματα με τα μη ειδικά πλωτά σκάφη του δικού της στόλου ή στο πλαίσιο συμβάσεως ναυλώσεως μακράς διαρκείας. Δεύτερον, τα μείγματα αυτά μπορούσαν να αποθηκεύονται ευκολότερα σε δεξαμενές που δεν προορίζονται ειδικώς για FAME εντός της ζώνης Άμστερνταμ-Ρότερνταμ-Αμβέρσα (στο εξής: ζώνη ΑΡΑ), όπου διέθετε πλεονάσματα παραγωγής ντίζελ τα οποία επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει για την παραγωγή μειγμάτων B7 και B5. Τρίτον, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι ο τερματικός πετρελαϊκός σταθμός της BP στη Γαλλία, και συγκεκριμένα στο Frontignan της νότιας Γαλλίας, προς τον οποίο εξήγε «σημαντικό όγκο» βιοντίζελ, δεν είχε δυνατότητα υποδοχής των ειδικών πλωτών σκαφών με τα οποία πρέπει να μεταφέρονται τα μείγματα ≥ B15. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ενέμεινε στο τελευταίο επιχείρημα, εξηγώντας ότι ήταν αποδέκτης σημαντικής ζητήσεως σε μείγματα B7 και B5 στη νότια Γαλλία και ότι στον τερματικό πετρελαϊκό σταθμό του Frontignan διέλυε τα μείγματα ˂ B15 καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών στο πλεονασματικό ντίζελ που προερχόταν από τη ζώνη ΑΡΑ.

148    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και από το EBB, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

149    Προκαταρκτικώς, παρατηρείται ότι η προσφεύγουσα επικαλείται ουσιαστικά λόγους υλικοτεχνικής φύσεως προκειμένου να δικαιολογήσει τις εισαγωγές μειγμάτων ˂ B15 προς την Ένωση. Πάντως, μολονότι τα ζητήματα υλικοτεχνικής φύσεως μπορούν να επηρεάσουν κατά κάποιο τρόπο την απόφαση αναλήψεως μιας οικονομικής δραστηριότητας, εντούτοις δεν δύνανται αυτά καθαυτά να αποτελούν τη δικαιολογητική βάση της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, η έναρξη ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας έπεται γενικώς της πραγματοποιήσεως μελέτης αποδοτικότητας. Στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, η αποφυγή των αρχικών δασμών, οι οποίοι δεν αμφισβητείται ότι είναι υψηλοί, μπορεί προφανώς να αποτελεί οικονομικό συντελεστή σπουδαιότερο από τα ζητήματα υλικοτεχνικής φύσεως.

150    Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτο λόγο, ότι η προσφεύγουσα δεν έχει αμφισβητήσει τη διαπίστωση του Συμβουλίου ότι το κέρδος που απορρέει από τη μη χρήση ειδικών πλωτών σκαφών για τη μεταφορά των μειγμάτων ≥ B15, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, αντιστοιχούσε μόνο στο 2,3 % του ποσού των αρχικών δασμών τους οποίους αυτή απέφυγε κατά τη διάρκεια της καλυπτόμενης από την έρευνα περί καταστρατηγήσεως περιόδου. Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς το Συμβούλιο δεν δέχθηκε τα οικονομικά δικαιολογητικά στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με την επιλογή της χρήσεως μη ειδικών πλωτών σκαφών για τη θαλάσσια μεταφορά των μειγμάτων βιοντίζελ.

151    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά τις δυσκολίες για την αποθήκευση των μειγμάτων B100 και B99,9 στις δεξαμενές της ζώνης ΑΡΑ, την ύπαρξη πλεονασμάτων ορυκτού ντίζελ στη ζώνη αυτή και τους τεχνικούς περιορισμούς του τερματικού πετρελαϊκού σταθμού του Frontignan, διαπιστώνεται ότι οι εξηγήσεις της προσφεύγουσας δεν είναι πειστικές. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν παρέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να καθιστά δυνατή την κατανόηση της αποδοτικότητας των ως άνω πράξεων. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα αριθμητικό, ποσοτικοποιημένο ή τεκμηριωμένο στοιχείο που να βεβαιώνει την ύπαρξη της ζητήσεως για αυτόν τον τύπο μειγμάτων στη νότια Γαλλία. Σημειώνεται επίσης ότι το επιχείρημα αυτό δεν προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επιπλέον, η περίπλοκη και μη τεκμηριωμένη άποψη της προσφεύγουσας όσον αφορά τη ζήτηση σε βιοντίζελ στη νότια Γαλλία έρχεται σε αντίθεση με τα συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία που προέβαλε η Επιτροπή και το Συμβούλιο. Κατά τα στοιχεία αυτά, οι εισαγωγές μειγμάτων ˃ B20 έπαψαν στην πράξη μετά την επιβολή των αρχικών δασμών, ενώ οι εισαγωγές μειγμάτων ≤ B20 εμφανίστηκαν μετά την ημερομηνία αυτή (βλ. σκέψη 39 ανωτέρω). Δεν αμφισβητείται επίσης ότι το ύψος των αρχικών δασμών θεωρήθηκε ως σχετικώς υψηλό, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές υποκατάστατων προϊόντων, όπως των μειγμάτων ≤ B20, να καταστεί οικονομικά πιο ενδιαφέρουσα.

152    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, συνάγεται ότι το Συμβούλιο ορθώς έκρινε ότι ο μόνος αποχρών λόγος ή η μόνη οικονομική δικαιολογία που είχε η προσφεύγουσα για την έναρξη της εξαγωγής μειγμάτων ˂ B15 ήταν η καταστρατήγηση των αρχικών δασμών.

153    Επομένως, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

154    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί δεν περιέχουν επαρκή αιτιολογία που να στηρίζει την επέκταση των αρχικών δασμών. Κατά την προσφεύγουσα, το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να παράσχει πιο εμπεριστατωμένη αιτιολογία λόγω των σημαντικών συνεπειών που είχε για την προσφεύγουσα η εν λόγω επέκταση.

155    Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατά πρώτο λόγο, ότι το Συμβούλιο δεν απάντησε στα προβληθέντα από αυτήν επιχειρήματα ότι τα μείγματα ≤ B20 δεν μπορούσαν, μετά την εισαγωγή τους, να τροποποιηθούν περαιτέρω σε μείγματα με υψηλότερη τιμή συγκεντρώσεως, ούτε στα επιχειρήματα ότι αυτή δεν μπορούσε να προβεί σε καταστρατήγηση ενός μέτρου που δεν την αφορούσε αρχικώς. Κατά δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το Συμβούλιο συνήγαγε εξαρχής ότι η μόνη οικονομική δικαιολογία για την εξαγωγή των μειγμάτων ≤ B20 ήταν η χορήγηση των επιδοτήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και η πρόθεση αποφυγής των αρχικών δασμών. Κατά τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν εξήγησε κατά ποιο τρόπο μπορούσε να επεκτείνει τα επίμαχα μέτρα στα μείγματα ≤ B20 παρά το γεγονός ότι είχε ρητώς εξαιρέσει τα μείγματα αυτά από τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας. Κατά τέταρτο λόγο, η προσφεύγουσα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προσέθεσε ότι η αιτιολογική σκέψη 79 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ δεν διευκρίνιζε πώς διαπιστώθηκε η ύπαρξη ντάμπινγκ στο πλαίσιο της διαδικασίας καταστρατηγήσεως. Κατά την προσφεύγουσα, από τις εξηγήσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δεύτερη στηρίχθηκε, αφενός, σε δεδομένα σχετικά με τα μείγματα ≤ B20 που της παρέσχε ορισμένος φορέας κατά την αρχική έρευνα και, αφετέρου, στην αρχική κανονική αξία των μειγμάτων ˃ B20, όπως αυτή προσαρμόστηκε για να εφαρμοστεί επί των μειγμάτων ≤ B20.

156    Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

157    Υπενθυμίζεται ότι από την αιτιολογία των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του εκδόντος την πράξη οργάνου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερόμενους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και να μπορούν να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, στο δε δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑134/03 και T‑135/03, Common Market Fertilizers κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3923, σκέψη 156). Εξάλλου, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της αιτιολογίας αλλά και βάσει του πλαισίου της καθώς και του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό ζήτημα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C‑56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑723, σκέψη 86, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 1997, T‑290/94, Kaysersberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑2137, σκέψη 150).

158    Εν προκειμένω, το Συμβούλιο τήρησε τις ως άνω αρχές για τους ακόλουθους λόγους.

159    Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, την έλλειψη ρητής απαντήσεως με τους προσβαλλόμενους κανονισμούς σε ορισμένα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, υπενθυμίζεται ότι κανονισμός με τον οποίο επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικοί δασμοί πρέπει να περιλαμβάνει αιτιολογία μόνο σε σχέση με το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων που έχουν σημασία για την εκτίμηση στην οποία προβαίνει ο κανονισμός αυτός (βλ. επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑314/06, Whirlpool Europe κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2010, σ. II‑5005, σκέψη 116).

160    Πάντως, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 136 και 141 ανωτέρω, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων δεν απαιτεί να μπορεί το τροποποιημένο προϊόν, μετά την εισαγωγή του, να επανέλθει στην κατάσταση του υπό εξέταση προϊόντος ούτε να έχουν οι επιχειρήσεις έναντι των οποίων έχει κινηθεί διαδικασία καταστρατηγήσεως εισαγάγει προηγουμένως τα υποκείμενα στους αρχικούς δασμούς προϊόντα. Επομένως, το Συμβούλιο δεν είχε την υποχρέωση να λάβει θέση επί των συναφών επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

161    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά την οικονομική δικαιολογία των εισαγωγών μειγμάτων ≤ 20, παρατηρείται ότι οι αιτιάσεις κατά των προσβαλλόμενων κανονισμών τις οποίες έχει προβάλει η προσφεύγουσα αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της βασιμότητας του συμπεράσματος του Συμβουλίου επί του ζητήματος αυτού, όπως περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 70, 71 και 76 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στις αιτιολογικές σκέψεις 75, 76 και 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, και δεν αφορούν την έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την ως άνω οικονομική δικαιολογία. Το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

162    Κατά τρίτο λόγο, όσον αφορά την αιτιολογία της επεκτάσεως των αρχικών δασμών στα μείγματα ≤ B20, τα οποία είχαν εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής των αρχικών κανονισμών, το Συμβούλιο υπενθύμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στις αιτιολογικές σκέψεις 60 και 61 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν σε σχέση με την εξαίρεση αυτή το National Biodiesel Board (NBB), το οποίο εκπροσωπεί την αμερικανική βιομηχανία βιοντίζελ, καθώς και άλλοι ενδιαφερόμενοι. Το Συμβούλιο, απαντώντας στα επιχειρήματα αυτά, επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 57 έως 59 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 64 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, ότι υφίσταντο εν προκειμένω επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που «[έδειχναν] ότι υφίσταται καταστρατήγηση», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 23 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Το Συμβούλιο επισήμανε επίσης ότι η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές διαδικασία δεν συνεπαγόταν τροποποίηση του ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος ή του ορισμού του ομοειδούς προϊόντος. Το Συμβούλιο, στην αιτιολογική σκέψη 65 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά πρακτικής επιδοτήσεων και στην αιτιολογική σκέψη 70 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, εξήγησε για ποιο λόγο εκτιμούσε ότι τα μείγματα ≤ B20 μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος» δυνάμενη να αποτελέσει το αντικείμενο διαδικασίας καταστρατηγήσεως.

163    Η αιτιολογία αυτή ουδόλως είναι ελαττωματική, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

164    Κατά τέταρτο λόγο, όσον αφορά την αιτιολογία σχετικά με τον τρόπο διαπιστώσεως του ντάμπινγκ, που μνημονεύθηκε από την προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι η έλλειψη ή η ανεπάρκεια της αιτιολογίας αποτελούν λόγους δημοσίας τάξεως τους οποίους τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης όχι μόνο μπορούν αλλά και οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C‑166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I‑983, σκέψη 24). Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν πρέπει να απορριφθεί λόγω της εκπρόθεσμης προβολής του.

165    Παρατηρείται ότι το Συμβούλιο, στην αιτιολογική σκέψη 79 του προσβαλλόμενου κανονισμού αντιντάμπινγκ, διευκρίνισε ότι, «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού [αντιντάμπινγκ], εξετάστηκε κατά πόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιοριστεί στην αρχική έρευνα. Η σύγκριση μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και της μέσης σταθμισμένης τιμής εξαγωγής έδειξε την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ».

166    Από την αιτιολογία αυτή προκύπτουν επαρκώς κατά νόμο τα στοιχεία βάσει των οποίων αποδείχθηκε η ύπαρξη ντάμπινγκ.

167    Εκ των ανωτέρω έπεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της χρηστής διοικήσεως

168    Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι παρά την πλήρη συνεργασία της στο πλαίσιο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως, της επιβλήθηκαν οι συντελεστές που ίσχυσαν για όλες τις λοιπές επιχειρήσεις οι οποίες δεν συνεργάστηκαν ή δεν γνωστοποίησαν την ταυτότητά τους κατά το στάδιο της αρχικής έρευνας, εν προκειμένω για την τρίτη κατηγορία επιχειρήσεων που αναφέρθηκε στη σκέψη 21 ανωτέρω. Πάντως, η μη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην αρχική έρευνα οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τον χρόνο εκείνο δεν ήταν εξαγωγέας βιοντίζελ.

169    Λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας της περιπτώσεώς της, η προσφεύγουσα φρονεί, κατά πρώτο λόγο, ότι, κατά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το Συμβούλιο όφειλε να εφαρμόσει έναντί της τον συντελεστή που ίσχυε για όσες εταιρίες συνεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας και δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, όπως αυτές διαλαμβάνονται στον προσαρτημένο στους αρχικούς κανονισμούς κατάλογο, εν προκειμένω για τη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεων που αναφέρθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι τελεί στην ίδια κατάσταση με τις επιχειρήσεις αυτές.

170    Κατά δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καταστρατηγήσεως αρκούσαν προκειμένου αυτή να τύχει ιδιαίτερης μεταχειρίσεως. Δυνάμει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, το Συμβούλιο όφειλε να εξετάσει εξατομικευμένα την περίπτωση των επιχειρήσεων που δεν ενεπλάκησαν στην αρχική έρευνα, πριν εφαρμόσει έναντί τους μέτρα κατά τρόπο αυθαίρετο και χωρίς να ελέγξει αν οι εταιρίες αυτές εφάρμοσαν ή όχι πρακτική ντάμπινγκ. Η προσφεύγουσα, απαντώντας στο υπόμνημα παρεμβάσεως του EBB, επισημαίνει ότι η Επιτροπή του έδωσε την εντύπωση ότι δεν θεωρούσε ότι οι εξαγωγές της προσφεύγουσας αποτελούσαν καταστρατήγηση. Εντούτοις, δεν προβάλλει ρητώς παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως ούτε ζητεί να εφαρμοστούν οι συνέπειες της αιτιάσεώς της.

171    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, φρονεί ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας είναι αλυσιτελή.

172    Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα δεν τελεί στην ίδια κατάσταση με τις εταιρίες που συνεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας και δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα. Πράγματι, μολονότι η προσφεύγουσα συνεργάστηκε με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως, εντούτοις οι εισαγωγές της συνιστούν καταστρατήγηση της επιβολής των αρχικών δασμών. Πάντως, σε αντίθεση με τις κλασικές διαδικασίες αντιντάμπινγκ και τις κλασικές διαδικασίες κατά των επιδοτήσεων, οι οποίες μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή χαμηλότερων δασμών για όσες επιχειρήσεις έχουν συνεργαστεί, οι διαδικασίες καταστρατηγήσεως δεν έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή δασμού αλλά περιορίζονται στην επέκταση του καταστραγηθέντος αρχικού δασμού.

173    Εν προκειμένω, οι δασμοί που θα επιβάλλονταν στην προσφεύγουσα αν αυτή δεν είχε προβεί σε καταστρατήγηση των επίμαχων μέτρων θα ήταν αυτοί που επιβλήθηκαν σε όλες τις λοιπές επιχειρήσεις, εκτός αν αυτή, πριν την πραγματοποίηση των εισαγωγών μειγμάτων ˃ B20, ζητούσε και ετύγχανε ιδιαίτερης μεταχειρίσεως ως νέος εξαγωγέας, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

174    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο δεν παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθόσον επέβαλε στην προσφεύγουσα τους εναπομένοντες συντελεστές οι οποίοι ίσχυαν για τις λοιπές επιχειρήσεις που δεν συνεργάστηκαν ή που δεν κατέστησαν γνωστή την ταυτότητά τους στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας.

175    Επιπλέον, παρατηρείται ότι οι εναπομένοντες συντελεστές που εφαρμόστηκαν στην προσφεύγουσα, μολονότι είναι υψηλοί, λαμβάνουν ούτως ή άλλως υπόψη τον υψηλό βαθμό συνεργασίας (81 %) των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω).

176    Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως λόγω παραλείψεως εξατομικευμένης εξετάσεως της περιπτώσεως της προσφεύγουσας, παρατηρείται ότι τέτοια εξέταση δεν ήταν δυνατή στο πλαίσιο των διαδικασιών καταστρατηγήσεως. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 172 ανωτέρω, οι διαδικασίες αυτές σκοπό έχουν να επεκτείνουν στις επίμαχες εισαγωγές τους δασμούς που επέβαλε αρχικώς το Συμβούλιο με τον κανονισμό ο οποίος καταστρατηγήθηκε, χωρίς όμως να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή νέων δασμών καθοριζόμενων βάσει υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και/ή του ποσοστού της επιδοτήσεως και της ζημίας που οφείλονται στις εισαγωγές των επιχειρήσεων που καταστρατήγησαν τα μέτρα. Επιπλέον, η δυνατότητα να τύχει η προσφεύγουσα ιδιαίτερης μεταχειρίσεως ως νέος εξαγωγέας αποκλειόταν για τους λόγους που αναφέρθηκαν στη σκέψη 105 ανωτέρω.

177    Προστίθεται ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν μετέσχε στην αρχική έρευνα, διότι κατά την περίοδο εκείνη δεν εισήγε βιοντίζελ προς την Ένωση, δεν δικαιολογεί την κατ’ εξαίρεση εξατομικευμένη μεταχείρισή της βάσει της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 141 ανωτέρω, οι βασικοί κανονισμοί αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων δεν απαιτούν να έχουν οι επιχειρήσεις έναντι των οποίων έχει κινηθεί διαδικασία καταστρατηγήσεως εισαγάγει προηγουμένως τα υποκείμενα στους αρχικούς δασμούς προϊόντα. Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, δεν είναι ασυνήθιστο παραγωγοί ή εισαγωγείς τους οποίους δεν αφορούν οι αρχικοί κανονισμοί να υποβληθούν στην καταβολή δασμών που επεκτάθηκαν κατόπιν διαδικασίας καταστρατηγήσεως. Στην περίπτωση αυτή, οι επεκταθέντες δασμοί που επιβάλλονται αντιστοιχούν στους εναπομένοντες δασμούς που έχουν καθοριστεί με τους αρχικούς κανονισμούς.

178    Επομένως, η αιτίαση της προσφεύγουσας περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως λόγω μη εξατομικευμένης εξετάσεως της περιπτώσεώς της είναι αβάσιμη.

179    Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

180    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

181    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα και στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου και του EBB, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

182    Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η BP Products North America Inc. φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του European Biodiesel Board (EBB).

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Martins Ribeiro

Dehousse

van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιανουαρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Οι αρχικές διαδικασίες

Οι διαδικασίες καταστρατηγήσεως

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Επί του παραδεκτού

2. Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραβίαση των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων και την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου καθώς και την κατάχρηση εξουσίας που συνίσταται στην επέκταση των αρχικών δασμών μέσω διαδικασιών καταστρατηγήσεως

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τις διαφορές μεταξύ των μειγμάτων ˃ B20 και των μειγμάτων ≤ B20 και τη ρητή εξαίρεση των δεύτερων από τους αρχικούς κανονισμούς

– Επί των βασικών χαρακτηριστικών των μειγμάτων ≤ B20 και ˃ B20

– Επί της ρητής εξαιρέσεως των μειγμάτων ≤ B20 από τους αρχικούς κανονισμούς

– Επί της καταχρήσεως εξουσίας

Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη μη τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την προσφεύγουσα

Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την αδυναμία μεταποιήσεως των μειγμάτων ≤ B20 προκειμένου να επανέλθουν στην κατάσταση των μειγμάτων ˃ B20

Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη μη μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών

Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την εκτίμηση των οικονομικών δικαιολογητικών στοιχείων που προέβαλε η προσφεύγουσα

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της χρηστής διοικήσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.