Language of document : ECLI:EU:F:2007:204

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Νοεμβρίου 2007 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αξιολόγηση – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Έτος αξιολογήσεως 2003 – Προσφυγή ακυρώσεως – Αγωγή περί χρηματικής ικανοποιήσεως»

Στην υπόθεση F‑67/05,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA,

Χρήστος Μιχαήλ, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Χ. Μεϊδάνη, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την Ε. Τσερέπα-Lacombe, επικουρούμενη από τον E. Μπουρτζάλα, δικηγόρο,

καθής-εναγομένη,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch, πρόεδρο, I. Boruta (εισηγήτρια) και H.  Kanninen, δικαστές,

γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Απριλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 14 Ιουλίου 2005 (το πρωτότυπο κατατέθηκε ακολούθως στις 18 Ιουλίου), ο Χ. Μιχαήλ ζητεί να ακυρωθούν η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του για την περίοδο από 1ης Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: ΕΕΣ 2003) και η από 15 Απριλίου 2005 απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε κατά της ΕΕΣ 2003 και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 90 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 Νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) έχει ως εξής:

«Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία, κατά τα προβλεπόμενα από κάθε όργανο […]».

3        Στις 3 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί θεσπίσεως γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ (στο εξής: ΓΕΔ).

4        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, στην αρχή κάθε έτους γίνεται αξιολόγηση των υπαλλήλων. Η αξιολόγηση αυτή αφορά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Προς τούτο, καταρτίζεται για κάθε υπάλληλο ετήσια έκθεση, καλούμενη έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας (στο εξής: ΕΕΣ).

5        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ:

«Η έκθεση αφορά, κυρίως, την αξιολόγηση της αποδόσεως, των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του υπαλλήλου στην υπηρεσία. Βάσει της αξιολογήσεως σε κάθε έναν από τους ως άνω τομείς, ο υπάλληλος βαθμολογείται σύμφωνα με το υπόδειγμα εκθέσεως του παραρτήματος II.»

6        Το υπόδειγμα εκθέσεως του παραρτήματος ΙΙ των ΓΕΔ προβλέπει τρεις χωριστές βαθμολογικές κλίμακες για τους τρεις τομείς αξιολογήσεως, με άριστα το 10 για την απόδοση, το 6 για την ικανότητα και το 4 για τη συμπεριφορά στην υπηρεσία.

7        Όσον αφορά τη διαδικασία βαθμολογήσεως, τα άρθρα 2 και 3 των ΓΕΔ προβλέπουν ότι σε αυτήν μετέχουν, πρώτον, ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής, ο οποίος είναι, κατά γενικό κανόνα, ο προϊστάμενος μονάδας ως άμεσος ιεραρχικώς προϊστάμενος του βαθμολογούμενου υπαλλήλου, δεύτερον, ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, ο οποίος είναι, κατά γενικό κανόνα, ο διευθυντής ως άμεσος ιεραρχικώς προϊστάμενος του πρωτοβάθμιου βαθμολογητή και, τρίτον, ο κατ’ έφεση βαθμολογητής, ο οποίος είναι, κατά γενικό κανόνα, ο γενικός διευθυντής ως άμεσος ιεραρχικώς προϊστάμενος του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή.

8        Όσον αφορά τις λεπτομέρειες της διαδικασίας βαθμολογήσεως, το άρθρο 8, παράγραφος 4, των ΓΕΔ ορίζει ότι ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής ζητεί από τον υπάλληλο να καταρτίσει εγγράφως, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, την αυτoαξιολόγησή του, η οποία ενσωματώνεται ακολούθως στην ΕΕΣ. Το αργότερο δέκα ημέρες μετά την υποβολή εκ μέρους του υπαλλήλου της αυτoαξιολογήσεώς του, ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής τον καλεί σε επίσημη συζήτηση η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, των ΓΕΔ, αφορά τρία ζητήματα: την αξιολόγηση των υπηρεσιών που παρέσχε κατά την περίοδο αναφοράς, τον καθορισμό στόχων για το επόμενο έτος και την κατάρτιση σχεδίου επαγγελματικής εκπαιδεύσεως. Μετά τη συζήτησή του με τον υπάλληλο, ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής καταρτίζει από κοινού με τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή την ΕΕΣ. Ο βαθμολογούμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει επίσημη συνάντηση με τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή ο οποίος μπορεί είτε να τροποποιήσει είτε να επιβεβαιώσει την ΕΕΣ. Ακολούθως, ο βαθμολογούμενος υπάλληλος μπορεί, με αίτημά του προς τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή, να ζητήσει γνωμοδότηση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως του άρθρου 9 των ΓΕΔ (στο εξής: ΕΙΕ), η οποία εξετάζει αν η ΕΕΣ καταρτίσθηκε δίκαια, αντικειμενικά, υπό την έννοια ότι στηρίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, σε πραγματικά στοιχεία, και σύμφωνα προς τις ΓΕΔ και τον οδηγό βαθμολογήσεως. Η ΕΙΕ διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη βάσει της οποίας ο κατ’ έφεση βαθμολογητής είτε τροποποιεί είτε επιβεβαιώνει την ΕΕΣ· σε περίπτωση που αποστεί από τις περιεχόμενες στην εν λόγω γνωμοδότηση συστάσεις, ο κατ’ έφεση βαθμολογητής οφείλει να αιτιολογήσει την απόφασή του.

 Ιστορικό της διαφοράς

9        Κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: περίοδος αναφοράς), ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) υπήρξε υπάλληλος της Επιτροπής με βαθμό A 4.

10      Μετά την κατάργηση, στις 31 Δεκεμβρίου 2002, της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Δημοσιονομικού ελέγχου, όπου ασκούσε καθήκοντα οικονομικού ελεγκτή από το 1987, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στη ΓΔ Γεωργίας, με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2003, ισχύουσα αναδρομικώς από 1ης Απριλίου 2003.

11      Κατά την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003, η μονάδα στην οποία είχε τοποθετηθεί ο προσφεύγων ήταν, κατά μεν τον ίδιο, η μονάδα J.1 «Συντονισμός οριζόντιων ζητημάτων σχετικά με την εκκαθάριση λογαριασμών: δημοσιονομικός λογιστικός έλεγχος», κατά δε την Επιτροπή, η μονάδα I.5 «Προσωπικό και διοίκηση» (στο εξής: μονάδα I.5) της ΓΔ Γεωργίας.

12      Στις 16 Ιουνίου 2004, ο προϊστάμενος της μονάδας I.5 κατάρτισε, ως πρωτοβάθμιος βαθμολογητής, το σχέδιο της ΕΕΣ του προσφεύγοντος για το 2003. Με το σχέδιο αυτό πρότεινε συνολική βαθμολογία 13/20 για τον προσφεύγοντα, ήτοι 6/10 για την απόδοσή του, 4/6 για τις ικανότητές του και 3/4 για τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία.

13      Κατόπιν της υποβολής εκ μέρους του προσφεύγοντος αιτήσεως αναθεωρήσεως, ο προϊστάμενος της διευθύνσεως Ι Διαχείρισης Προσωπικού επιβεβαίωσε, ως δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, την ΕΕΣ 2003 στις 10 Σεπτεμβρίου 2004.

14      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2004, ο προσφεύγων αρνήθηκε να υπογράψει την ΕΕΣ 2003 και ζήτησε γνωμοδότηση της ΕΙΕ.

15      Κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, η ΕΙΕ εξέτασε την ΕΕΣ του προσφεύγοντος για το 2003 και κατέληξε, με ομόφωνη γνωμοδότησή της, ότι «οι λόγοι [που προέβαλε ο προσφεύγων] ήταν αβάσιμοι».

16      Στις 13 Οκτωβρίου 2004, ο βοηθός γενικός διευθυντής της ΓΔ Γεωργίας επιβεβαίωσε, ως κατ’ έφεση βαθμολογητής, την ΕΕΣ 2003, η οποία κατέστη, κατόπιν τούτου, οριστική.

17      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 18ης Νοεμβρίου 2004, το οποίο πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν στη ΓΔ Προσωπικού και διοίκησης, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ζητώντας την ακύρωση της ΕΕΣ 2003.

18      Με την από 15 Απριλίου 2005 απόφασή της, η οποία κοινοποιήθηκε ακολούθως στις 18 Απριλίου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε τη διοικητική αυτή ένσταση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή πρωτοκολλήθηκε αρχικώς στη γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T‑284/05.

20      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο παρέπεμψε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), την υπό κρίση υπόθεση στο Δικαστήριο. Η προσφυγή-αγωγή πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με τον αριθμό F‑67/05.

21      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την ΕΕΣ 2003·

–        να ακυρώσει την από 15 Απριλίου 2005 απόφαση της ΑΔΑ περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε κατά της ΕΕΣ 2003·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 90 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή και

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο.

 Σκεπτικό

23      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αίτημα για ακύρωση αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως φέρει ενώπιον του κοινοτικού δικαστή το ζήτημα της νομιμότητας της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (απόφαση του Δικαστηρίου των Ε.Κ. ης 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Μαρτίου 2004, T‑310/02, Θεοδωράκης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑95 και II‑427, σκέψη 19, και της 9ης Ιουνίου 2005, T‑80/04, Castets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑161 και II‑729, σκέψη 15). Εν προκειμένω, εφόσον η βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση είναι η ΕΕΣ 2003, διαπιστώνεται ότι τα δύο πρώτα από τα προβαλλόμενα αιτήματα, ήτοι το αίτημα περί ακυρώσεως της ΕΕΣ 2003 και το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία η ΑΔΑ απέρριψε την υποβληθείσα κατά της ΕΕΣ 2003 διοικητική ένσταση, σκοπούν αμφότερα στην ακύρωση της εν λόγω ΕΕΣ.

 Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως της ΕΕΣ

24      Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο προσφεύγων προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως που αντλούνται, πρώτον, από παράβαση τόσο του άρθρου 43 του ΚΥΚ όσο και των ΓΕΔ του άρθρου αυτού, δεύτερον, από έλλειψη αιτιολογίας, τρίτον, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, τέταρτον, από ηθική παρενόχληση, πέμπτον, από κατάχρηση εξουσίας, έκτον, από παραβίαση «της γενικής αρχής της δίκαιης και επιεικούς μεταχειρίσεως του προσωπικού της Επιτροπής» και, έβδομον, από παραβίαση της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως.

25      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξετασθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση τόσο του άρθρου 43 του ΚΥΚ όσο και των ΓΕΔ του άρθρου αυτού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

26      Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι από της τοποθετήσεώς του στη ΓΔ Γεωργίας δεν είχε ουδεμία αρμοδιότητα και δεν του ανατέθηκε κανένα καθήκον. Παρ’ όλα αυτά, οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί του τον αξιολόγησαν και, ειδικότερα, τον βαθμολόγησαν ως να του είχαν ανατεθεί καθήκοντα προς εκτέλεση κατά την περίοδο αναφοράς. Κατόπιν αυτού, η ΕΕΣ 2003 έχει, κατά την άποψή του, «εικονικό» χαρακτήρα. Ο ενδιαφερόμενος υποστηρίζει, επίσης, ότι ο βαθμός 13/20 που του δόθηκε με την ΕΕΣ 2003 δεν είναι ικανοποιητικός, καθόσον από τις προηγούμενες ΕΕΣ προκύπτει διαρκής βελτίωση των βαθμολογιών του.

27      Προς αντίκρουση αυτών των επιχειρημάτων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ήταν υποχρεωμένη, βάσει τόσο του άρθρου 43 του ΚΥΚ όσο και των ΓΕΔ του άρθρου αυτού, να αξιολογήσει και να βαθμολογήσει τον προσφεύγοντα. Η Επιτροπή προσθέτει ότι βαθμολόγησε τον προσφεύγοντα ακριβώς για να προστατεύσει τα συμφέροντά του και να διασφαλίσει το δικαίωμά του για αξιολόγηση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

28      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 43 του ΚΥΚ, «[η] ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία […]». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ, «καταρτίζεται ετήσια έκθεση, καλούμενη [ΕΕΣ], για κάθε υπάλληλο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΥΚ, που τελούσε σε ενεργό υπηρεσία ή σε απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας για τουλάχιστον ένα μήνα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς».

29      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την περίοδο αναφοράς, ο προσφεύγων τελούσε σε ενεργό υπηρεσία, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να καταρτίσει την ΕΕΣ του προσφεύγοντος για το 2003.

30      Εντούτοις, πρέπει να τονισθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ ορίζει ότι «[η] έκθεση αφορά, κυρίως, την αξιολόγηση της αποδόσεως, των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του υπαλλήλου στην υπηρεσία» και ότι «[βάσει] της αξιολογήσεως σε κάθε έναν από τους ως άνω τομείς, ο υπάλληλος βαθμολογείται […]». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, καίτοι η βαθμολόγηση του υπαλλήλου με σκοπό την αξιολόγηση του έργου και των επιδόσεών του σε σχέση με τα προς επίτευξη αποτελέσματα είναι υποχρεωτική οσάκις του ανατίθενται συγκεκριμένα καθήκοντα, εντούτοις μια τέτοια βαθμολόγηση είναι αδύνατη αν δεν του έχουν ανατεθεί καθήκοντα βάσει των οποίων θα μπορούσε να αξιολογηθεί.

31      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο προσφεύγων τελούσε μεν σε ενεργό υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, των ΓΕΔ, πλην όμως δεν του ανατέθηκε, κατά την περίοδο αναφοράς, κανένα καθήκον βάσει του οποίου θα μπορούσε να αξιολογηθεί. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι δεν τέθηκαν στον προσφεύγοντα ούτε στόχοι ούτε κριτήρια αξιολογήσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, των ΓΕΔ. Εξάλλου, ο ενδιαφερόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να καλύψει αυτή την έλλειψη βαθμολογίας καθόσον, αφενός, δεν μπορούσε να επικαλεστεί την περιγραφή της θέσεώς του, στο μέτρο που το τμήμα 3 της ΕΕΣ 2003, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιγραφή της θέσεως», δεν έχει συμπληρωθεί και, αφετέρου, δεν έχει αποσαφηνιστεί σε ποια ακριβώς μονάδα είχε τοποθετηθεί ο ενδιαφερόμενος. Τέλος, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ανατέθηκαν στον προσφεύγοντα ορισμένα καθήκοντα και ότι αυτός παρακολούθησε για πέντε ημέρες σεμινάριο που οργάνωσε η Εθνική Σχολή Διοικήσεως στο Παρίσι, εντούτοις είναι πρόδηλον ότι αυτά τα καθήκοντα και η επαγγελματική εκπαίδευση δεν συνιστούν επαρκή βάση αξιολογήσεως.

32      Επομένως, είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι κακώς η Επιτροπή τον βαθμολόγησε.

33      Το συμπέρασμα αυτό δεν θίγεται από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι βαθμολόγησε τον προσφεύγοντα για να προστατεύσει τα συμφέροντά του και να διασφαλίσει το δικαίωμά του για αξιολόγηση, εφόσον, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκεινται στη βαθμολόγηση εκ μέρους της διοικήσεως υπαλλήλου στον οποία δεν έχουν ανατεθεί καθήκοντα. Αντιθέτως, η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 με την παρούσα απόφαση συνεπάγεται την υποχρέωση της διοικήσεως να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσο προς επανόρθωση αυτής της ελλείψεως βαθμολογίας, δίδοντας στον προσφεύγοντα τον προσήκοντα αριθμό μονάδων.

34      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ΕΕΣ 2003 πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως.

 Επί του αιτήματος χρηματικής ικανοποιήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Ο προσφεύγων ζητεί ως ενάγων να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 90 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της ΕΕΣ 2003.

36      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του αιτήματος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37      Κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση της διοικητικής πράξεως κατά της οποίας στρέφεται υπάλληλος συνιστά αφ’ εαυτής πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που τυχόν υπέστη λόγω της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως σε περίπτωση που αυτή δεν περιέχει καμία κατηγορηματικά αρνητική κρίση για τις ικανότητες του προσφεύγοντος δυνάμενη να τον θίξει (απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Ιανουαρίου 1995, Τ-60/94, Pierrat κατά Δικαστηρίου των Ε.Κ., Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑23 και II‑77, σκέψη 62).

38      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ΕΕΣ 2003 δεν περιέχει καμία κατηγορηματικά αρνητική κρίση για τις ικανότητες του προσφεύγοντος δυνάμενη να τον θίξει.

39      Επομένως, η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 συνιστά αφ’ εαυτής πρόσφορη και επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία τυχόν υπέστη ο προσφεύγων λόγω της πράξεως αυτής.

40      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

41      Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεων και τούτο από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

42      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον ο νικήσας διάδικος έχει προβάλει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του Χ. Μιχαήλ για την περίοδο από 1ης Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Van Raepenbusch

Boruta

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Νοεμβρίου 2007.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Van Raepenbusch

Το κείμενο της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σε αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου των ΕΚ:www.curia.europa.eu


** Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική