Language of document :

Υποθέσεις T-30/01 έως T-32/01 και T-86/02 έως T-88/02

Territorio Histórico de Álava – Diputación Foral de Álava κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις – Φορολογικά πλεονεκτήματα χορηγούμενα από εσωτερικό όργανο κράτους μέλους – Φοροαπαλλαγές – Αποφάσεις κηρύσσουσες καθεστώτα ενισχύσεων ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά και διατάσσουσες την αναζήτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων – Χαρακτηρισμός των ενισχύσεων ως νέων ή ως υφισταμένων – Λειτουργικές ενισχύσεις – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αρχή της ασφαλείας δικαίου – Απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ – Κατάργηση της δίκης»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία – Παρέμβαση – Παραδεκτό – Επανεξέταση μετά από προγενέστερη διάταξη με την οποία κρίθηκε παραδεκτή η παρέμβαση

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 2)

2.      Διαδικασία – Παρέμβαση – Ενδιαφερόμενοι – Αντιπροσωπευτική ένωση που έχει ως σκοπό την προστασία των μελών της – Παραδεκτό σε υποθέσεις όπου τίθενται ζητήματα αρχής δυνάμενα να επηρεάσουν τα εν λόγω μέλη

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 40, εδ. 2, και 53, εδ. 1)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως υφισταμένης – Κριτήρια – Μέτρο που δεν αποτελεί ενίσχυση κατά τον χρόνο της εφαρμογής του

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως υφισταμένης – Κριτήρια – Εξέλιξη της κοινής αγοράς

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως υφισταμένης – Κριτήρια – Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή

(Άρθρα 87 ΕΚ, 88 ΕΚ και 253 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση ii)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Συμφωνία ενισχύσεως προς την κοινή αγορά

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 74/06 της Επιτροπής)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 87 § 3 ΕΚ)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις δυνάμενες να υπαχθούν στην κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ παρέκκλιση – Λειτουργική ενίσχυση – Δεν περιλαμβάνεται

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

9.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρο 230 ΕΚ)

10.    Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Εφαρμογή στις διοικητικές διαδικασίες που κινεί η Επιτροπή – Έλεγχος σχεδίων ενισχύσεων – Έκταση

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

11.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διαδικασία έρευνας προγενέστερη της εκδόσεως του κανονισμού 659/1999 – Δεν προβλέπονται συναφώς ειδικές προθεσμίες προς ενέργεια – Όρια – Τήρηση των επιταγών της ασφάλειας δικαίου – Υποχρέωση ολοκληρώσεως εντός ευλόγου χρόνου της προκαταρκτικής εξετάσεως που κινείται κατόπιν καταγγελίας

(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου)

12.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Προστασία – Προϋποθέσεις και όρια

(Άρθρο 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ)

13.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Προστασία – Προϋποθέσεις και όρια – Εξαιρετικές περιστάσεις

(Άρθρο 88 ΕΚ· ανακοίνωση 83/C 318/03 της Επιτροπής)

14.    Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Όρια

(Άρθρο 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ)

15.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διοικητική διαδικασία – Δικαίωμα των ενδιαφερομένων να εκφράσουν την άποψή τους

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

16.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής να κινήσει επίσημη διαδικασία εξετάσεως κρατικού μέτρου – Αποτελέσματα

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

1.      Το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο, με προγενέστερη διάταξή του, επέτρεψε σε τρίτο να παρέμβει υπέρ διαδίκου δεν εμποδίζει τη νέα εξέταση του παραδεκτού της παρεμβάσεώς του.

(βλ. σκέψη 95)

2.      Η ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος παρεμβάσεως έναντι αντιπροσωπευτικών ενώσεων που έχουν ως σκοπό την προστασία των μελών τους σε υποθέσεις όπου τίθενται ζητήματα αρχής δυνάμενα να τα επηρεάσουν αποσκοπεί να καταστήσει δυνατή την καλύτερη εκτίμηση του πλαισίου των υποθέσεων, αποτρέποντας ταυτοχρόνως και τον μεγάλο αριθμό ατομικών παρεμβάσεων οι οποίες θα διακύβευαν την αποτελεσματικότητα και την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας.

Δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς άσκηση παρεμβάσεως στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως αποφάσεων της Επιτροπής που κηρύσσουν ορισμένα καθεστώτα φοροαπαλλαγής παράνομα και ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά και διατάσσουν την αναζήτηση των συναφώς καταβληθεισών ενισχύσεων επαγγελματική οργάνωση επιπέδου συνομοσπονδίας καλύπτουσα πολλούς τομείς δραστηριοτήτων, αντικείμενο της οποίας είναι η εκπροσώπηση και η προάσπιση των συμφερόντων επιχειρηματιών, ορισμένοι από τους οποίους έχουν όντως λάβει ενισχύσεις χορηγηθείσες δυνάμει των εν λόγω φορολογικών συστημάτων και οι οποίοι, εξάλλου, μετέσχαν στη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων.

(βλ. σκέψεις 97-104)

3.      Η Συνθήκη προβλέπει χωριστές διαδικασίες ανάλογα με το αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι νέες ενισχύσεις πρέπει να γνωστοποιούνται προηγουμένως στην Επιτροπή και δεν μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή πριν η διαδικασία καταλήξει στην έκδοση τελικής αποφάσεως, οι υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ, μπορούν να εφαρμόζονται κανονικά εφόσον η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει το ασυμβίβαστό τους προς την κοινή αγορά. Συνεπώς, οι υφιστάμενες ενισχύσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο, ενδεχομένως, παρά μόνο μιας αποφάσεως περί ασυμβιβάστου προς την κοινή αγορά που παράγει αποτελέσματα για το μέλλον.

Κατά το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, ως υφιστάμενες ενισχύσεις νοούνται, μεταξύ άλλων, «όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης».

Στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει η Συνθήκη και ο κανονισμός 659/1999, δεν μπορεί να γίνει δεκτό να μπορεί η Επιτροπή να λαμβάνει σχετική με τον χαρακτηρισμό ενισχύσεως ως υφιστάμενης σιωπηρή απόφαση, κατά την οποία ένα συγκεκριμένο μέτρο που δεν είχε κοινοποιηθεί δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έναρξη της ισχύος του.

Πράγματι, απλώς και μόνον η σιωπή ενός κοινοτικού οργάνου δεν μπορεί να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των ιδιωτών, εκτός και αν η συνέπεια αυτή προβλέπεται ρητώς από διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, ότι η σιωπή ενός κοινοτικού οργάνου ισοδυναμεί με απόφαση οσάκις το όργανο αυτό καλείται να λάβει θέση και δεν αποφαίνεται συναφώς μετά την εκπνοή δεδομένης προθεσμίας. Ελλείψει παρομοίων ρητών διατάξεων περί καθορισμού προθεσμίας, μετά τη λήξη της οποίας λογίζεται ότι υπάρχει σιωπηρή απόφαση, και περί καθορισμού του περιεχομένου της εν λόγω αποφάσεως, η απραξία του οργάνου δεν μπορεί να εξομοιώνεται με απόφαση, ειδάλλως διακυβεύεται το σύστημα των προβλεπομένων από τη Συνθήκη μέσων ένδικης προστασίας.

Όμως, οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων δεν προβλέπουν ότι η σιωπή της Επιτροπής ισοδυναμεί με σιωπηρή απόφαση περί ανυπαρξίας ενισχύσεως, ειδικότερα όταν τα επίμαχα μέτρα δεν της έχουν κοινοποιηθεί. Πράγματι, η Επιτροπή, που έχει αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά τη διαπίστωση της τυχόν ασυμβατότητας μιας ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, υποχρεούται να λάβει έναντι του οικείου κράτους μέλους, μετά το προκαταρκτικό στάδιο της εξετάσεως κρατικού μέτρου, απόφαση διαπιστώνουσα είτε ότι το επίμαχο κρατικό μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση είτε ότι το μέτρο αυτό αποτελεί ενίσχυση σύμφωνη προς την κοινή αγορά είτε την ανάγκη κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΕ. Μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να προκύπτει από τη σιωπή της Επιτροπής.

Tο γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας επί σχετικά μακρό χρονικό διάστημα όσον αφορά συγκεκριμένο κρατικό μέτρο δεν μπορεί να προσδώσει από μόνο του στο μέτρο αυτό τον αντικειμενικό χαρακτήρα υφισταμένης ενισχύσεως, αν πρόκειται περί ενισχύσεως. Η αβεβαιότητα που είναι δυνατό να υπήρξε ως προς το ζήτημα αυτό μπορεί, το πολύ, να θεωρηθεί ότι δημιούργησε στους δικαιούχους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη εμποδίζουσα την αναζήτηση της καταβληθείσας στο παρελθόν ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 133-134, 148-153)

4.      Η κατά το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, έννοια της «εξελίξεως της κοινής αγοράς» μπορεί να ερμηνευθεί ως μεταβολή του οικονομικού και νομικού πλαισίου στον οικείο τομέα μέσω της θεσπίσεως του επίμαχου μέτρου. Μια τέτοια μεταβολή μπορεί να προκύπτει, ειδικότερα, από την ελευθέρωση μιας αρχικά κλειστής στον ανταγωνισμό αγοράς. Αντιθέτως, η εν λόγω έννοια δεν καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή μεταβάλλει την εκτίμησή της μόνο βάσει μιας αυστηρότερης εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Συναφώς, ο χαρακτήρας ενός κρατικού μέτρου ως υφισταμένης ή νέας ενισχύσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από την υποκειμενική εκτίμηση της Επιτροπής και πρέπει να καθορίζεται ανεξαρτήτως οποιασδήποτε προηγουμένης διοικητικής πρακτικής της Επιτροπής.

Επομένως, απλώς και μόνον η διαπίστωση μιας εξελίξεως της πολιτικής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί να αρκεί, αυτή καθαυτή, για να συνιστά «εξέλιξη της κοινής αγοράς» υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999, όταν δεν μεταβάλλεται η ίδια η αντικειμενική έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 87 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 173-175, 186)

5.      Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, που προβλέπει ότι πρέπει να θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση «κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο», αφορά τα μέτρα ενισχύσεως τα οποία έχουν αποτελέσει το αντικείμενο αποφάσεως της Επιτροπής που βεβαιώνει τη συμφωνία τους προς την κοινή αγορά, αποφάσεως η οποία είναι οπωσδήποτε ρητή. Πράγματι, η Επιτροπή πρέπει να αποφαίνεται επί της συμφωνίας προς την κοινή αγορά των οικείων μέτρων έναντι των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 87 ΕΚ και, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 253 ΕΚ, να αιτιολογεί κάθε σχετική απόφαση.

Επιπλέον, όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ατομικά μέτρα ενισχύσεως λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν ενός εγκεκριμένου προηγουμένως καθεστώτος, η Επιτροπή, πριν κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, πρέπει να προσδιορίσει αν τα μέτρα αυτά καλύπτονται ή δεν καλύπτονται από το οικείο καθεστώς ενισχύσεων και, όταν όντως καλύπτονται, αν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η εγκριτική απόφαση. Μόνο σε περίπτωση αρνητικού συμπεράσματος κατόπιν της εξετάσεως αυτής η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει τα επίμαχα μέτρα ως νέες ενισχύσεις. Αντιθέτως, σε περίπτωση θετικού συμπεράσματος, η Επιτροπή πρέπει να θεωρήσει τα μέτρα αυτά ως υφιστάμενες ενισχύσεις σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ. Προκειμένου να μπορεί να προσδιοριστεί αν τα ατομικά μέτρα πληρούν ή όχι τις προϋποθέσεις που θέτει η απόφαση περί εγκρίσεως του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων, η εν λόγω εγκριτική απόφαση πρέπει οπωσδήποτε να είναι ρητή.

(βλ. σκέψεις 194-197)

6.      Η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων στον βαθμό που αυτά δεν παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης.

Δεδομένου ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα προβλέπουν ότι η Επιτροπή θα αξιολογεί το συμβιβάσιμο των περιφερειακών ενισχύσεων με την κοινή αγορά βάσει των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών τη στιγμή που αυτές θα εγκριθούν, εκτός όσον αφορά τα σχέδια ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν πριν την ανακοίνωση αυτών των κατευθυντήριων γραμμών στα κράτη μέλη και για τα οποία η Επιτροπή δεν έχει ακόμη εκδόσει οριστική απόφαση, η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών στο πλαίσιο αποφάσεων που διαπιστώνουν τον παράνομο χαρακτήρα και το ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά γενικών καθεστώτων ενισχύσεων τα οποία έχουν τεθεί σε εφαρμογή, χωρίς να έχουν κοινοποιηθεί, πριν την έκδοση οριστικής αποφάσεως δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι ενδέχεται να προκύπτει κάποια παρατυπία από την εφαρμογή των κατευθυντήριων αυτών γραμμών, η σχετική παρατυπία δεν θα συνεπάγεται το παράνομο των οικείων αποφάσεων και, επομένως, την ακύρωσή τους, παρά μόνον αν αυτή είναι ικανή να έχει συνέπειες επί του περιεχομένου τους. Πράγματι, αν αποδεικνύεται ότι, σε περίπτωση που δεν υφίστατο η ως άνω παρατυπία, η Επιτροπή θα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, η σχετική πλημμέλεια δεν θα ήταν ικανή να επηρεάσει το περιεχόμενο των προσβαλλομένων αποφάσεων, δεν υπάρχει λόγος να ακυρωθούν οι αποφάσεις αυτές.

(βλ. σκέψεις 214-220)

7.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται εντός κοινοτικού πλαισίου. Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των σχετικών διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη, και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψη 223)

8.      Οι λειτουργικές ενισχύσεις αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα που αυτή θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισής της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της. Φορολογικά καθεστώτα που προβλέπουν μερική απαλλαγή από τον φόρο εταιριών έχουν τον χαρακτήρα λειτουργικής ενισχύσεως και όχι επενδυτικών ενισχύσεων ή ενισχύσεων προς δημιουργία θέσεων εργασίας, παρά το γεγονός ότι η υπαγωγή σε ένα τέτοιο καθεστώς εξαρτάται από την υποχρέωση πραγματοποιήσεως ενός ελαχίστου ορίου επενδύσεως και δημιουργίας τουλάχιστον ενός ελαχίστου ορίου θέσεων εργασίας, όταν οι φοροαπαλλαγές αυτές υπολογίζονται βάσει των κερδών που πραγματοποιούν οι δικαιούχες εταιρίες και όχι σε συνάρτηση με το ύψος των πραγματοποιουμένων επενδύσεων ή τον αριθμό θέσεων εργασίας που δημιουργούνται.

(βλ. σκέψεις 226-229)

9.      Η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κράτους μέλους, καθόσον συνιστά, ως εκ της φύσεώς της μια υποκειμενικώς εκτιμώμενη παρέκκλιση από τη νομιμότητα, μπορεί να προβάλλεται μόνον από το οικείο κράτος μέλος στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνουσας τον παράνομο χαρακτήρα και το ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά μέτρου ενισχύσεως και απευθυνόμενης στο κράτος μέλος αυτό.

(βλ. σκέψεις 238-239)

10.    Στο πλαίσιο διαδικασίας έρευνας σχεδίων ενισχύσεων στην οποία προβαίνει η Επιτροπή, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να παρέχεται στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί των παρατηρήσεων που υποβάλλουν τρίτοι ενδιαφερόμενοι, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, και επί των οποίων η Επιτροπή σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, εφόσον δε δεν δόθηκε στο κράτος μέλος η δυνατότητα να σχολιάσει τέτοιες παρατηρήσεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη στην απόφασή της κατά του κράτους αυτού. Εντούτοις, για να συνεπάγεται ακυρότητα μια τέτοια παράβαση, πρέπει η διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν δεν υφίστατο η παρατυπία αυτή.

Δεν συνιστά τέτοια παρατυπία το γεγονός ότι η Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη παρατηρήσεις κράτους μέλους περιλαμβανόμενες σε απάντηση στο αίτημα τρίτου ενδιαφερομένου περί αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων όταν η απόφαση αυτή δεν στηρίζεται στο ως άνω αίτημα στο πλαίσιο των προαναφερθεισών παρατηρήσεων και η διαταγή αναζητήσεως των ενισχύσεων αποτελεί λογική, αναγκαία και αποκλειστική συνέπεια της προηγουμένης αποδείξεως εκ μέρους της Επιτροπής του παράνομου και του ασυμβίβαστου προς την κοινή αγορά χαρακτήρα των οικείων ενισχύσεων.

(βλ. σκέψεις 241-244)

11.    Η Επιτροπή ναι μεν μέχρι την έκδοση του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, δεν δεσμευόταν από κάποια ειδική προθεσμία για να εξετάζει μέτρα ενισχύσεων, όφειλε όμως να φροντίζει να μην καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, προκειμένου να σέβεται τη θεμελιώδη απαίτηση της ασφάλειας δικαίου.

Πράγματι, προς εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή, καθόσον διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκτίμηση της συμβατότητας μιας κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, υποχρεούται να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών περί υπάρξεως ενισχύσεως ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει επ’ αόριστον την προκαταρκτική εξέταση των κρατικών μέτρων που αποτελούν αντικείμενο καταγγελίας. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της εξετάσεως μιας καταγγελίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που προσιδιάζουν σε κάθε υπόθεση και, ιδίως, με το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, με τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθήσει η Επιτροπή και με την πολυπλοκότητα της υποθέσεως.

Χρονικό διάστημα εξήμισυ ετών από τη στιγμή που η Επιτροπή έλαβε γνώση καθεστώτων ενισχύσεων μέχρις εκείνη της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω καθεστώτα, δεν είναι υπερβολικό ώστε να θεωρείται ότι η προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως προσέβαλε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της χρηστής διοικήσεως όταν, αφενός, τα επίμαχα μέτρα απαιτούσαν σε βάθος εξέταση της εθνικής νομοθεσίας καθώς και σημαντική εργασία συλλογής και αναλύσεως στοιχείων τόσο του φορολογικού συστήματος του εμπλεκομένου κράτους μέλους όσο και των καθεστώτων φορολογικής αυτονομίας που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη και, αφετέρου, για τη διάρκεια της διαδικασίας ευθύνονται, σε μεγάλο βαθμό, οι εθνικές αρχές, οι οποίες, αφού παρέλειψαν να κοινοποιήσουν τα επίμαχα φορολογικά καθεστώτα, αρνήθηκαν επιπλέον να παράσχουν σχετικές με αυτά πληροφορίες στην Επιτροπή, και καθόσον η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεώς της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, εκτίμησε ότι έπρεπε να εξετάσει ταχύτερα άλλες διαδικασίες αφορώσες ενισχύσεις ασφαλώς διαφορετικές αλλά θεσπισθείσες από τις ίδιες αρχές και ικανές να δημιουργήσουν τα ίδια νομικά προβλήματα.

(βλ. σκέψεις 259-277)

12.    Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα μιας ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε με τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ. Πράγματι, μια περιφερειακή κρατική αρχή και ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιώνονται ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Εξάλλου, αφού το άρθρο 88 ΕΚ δεν διακρίνει ανάλογα με το αν πρόκειται για καθεστώτα ενισχύσεων ή για ατομικές ενισχύσεις, οι αρχές αυτές ισχύουν και σε περίπτωση καθεστώτων ενισχύσεων.

Ωστόσο, δεν πρέπει να αποκλείεται η δυνατότητα των δικαιούχων παράνομης ενισχύσεως, λόγω μη κοινοποιήσεώς της, να επικαλούνται εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες μπορούσαν νομίμως να στηρίξουν την εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής, προκειμένου να αντιταχθούν στην επιστροφή της.

(βλ. σκέψεις 278-282)

13.    Η έλλειψη δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάποιας συγκεκριμένης προειδοποιήσεως προς τους ενδεχόμενους δικαιούχους παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως, δηλαδή χωρίς η Επιτροπή να έχει λάβει οριστική απόφαση επί της συμφωνίας της προς την κοινή αγορά, όπως προβλέπει η ανακοίνωση της Επιτροπής του 1983 περί παρανόμων ενισχύσεων, δεν αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα, ικανή να στηρίξει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα ενισχύσεως χορηγηθείσας χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση.

Κάθε άλλη ερμηνεία έχει ως αποτέλεσμα να δίδεται στην ως άνω ανακοίνωση περιεχόμενο αντίθετο προς το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

Πράγματι, ναι μεν η Επιτροπή μπορεί να δεσμεύεται να ακολουθήσει ορισμένες αρχές κατά την άσκηση των εξουσιών εκτιμήσεως που έχει, μέσω πράξεων όπως οι κατευθυντήριες γραμμές, η σχετική δέσμευση όμως ισχύει εφόσον οι πράξεις αυτές περιέχουν ενδεικτικούς κανόνες ως προς τον τρόπο ενεργείας της και δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης.

Πάντως, ο αβέβαιος χαρακτήρας των παρανόμως χορηγουμένων ενισχύσεων απορρέει από την πρακτική αποτελεσματικότητα της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και δεν εξαρτάται από τη δημοσίευση ή τη μη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της προειδοποιήσεως που προβλέπει η ανακοίνωση αυτή. Ειδικότερα, η αναζήτηση παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων δεν μπορεί να καθίσταται αδύνατη απλώς και μόνον από την έλλειψη δημοσιεύσεως μιας τέτοιας προειδοποιήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, διότι διαφορετικά θίγεται το σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων το οποίο προβλέπει η Συνθήκη.

(βλ. σκέψεις 305-308)

14.    Ναι μεν η αρχή του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης περιλαμβάνεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Κοινότητας, οι επιχειρηματίες όμως δεν μπορούν βασίμως να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων. Η αρχή αυτή ισχύει σαφώς στο πλαίσιο της πολιτικής του ανταγωνισμού, που χαρακτηρίζεται από ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής. Αυτό ακριβώς συμβαίνει όσον αφορά τον προσδιορισμό του αν πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να μην επιβάλλεται η αναζήτηση των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων, που συνδέονται με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Έτσι, αποφάσεις αφορώσες άλλες υποθέσεις στον τομέα αυτόν έχουν απλώς ενδεικτική σημασία και δεν μπορούν να στηρίξουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, καθόσον σε κάθε υπόθεση οι περιστάσεις είναι διαφορετικές.

(βλ. σκέψεις 310-312)

15.    Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι ενδιαφερόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ δεν μπορούν να ζητούν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που πραγματοποιείται με το υπεύθυνο για τη χορήγηση της ενισχύσεως κράτος μέλος.

(βλ. σκέψη 332)

16.    H απόφαση περί κινήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημης διαδικασίας εξετάσεως δεν παράγει καθαυτή κανένα ανεπίστρεπτο αποτέλεσμα όσον αφορά τη νομιμότητα των μέτρων που αφορά. Πράγματι, μόνον η τελική απόφαση, η οποία χαρακτηρίζει οριστικά ως ενισχύσεις τα μέτρα αυτά, έχει ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα τους.

(βλ. σκέψη 349)