Language of document : ECLI:EU:T:2024:33

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 24ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Ίση μεταχείριση – Αρχή της αναλογικότητας – Περιθώριο εκτιμήσεως του ΕΣΕ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Νομική βάση του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής»

Στην υπόθεση T‑405/21,

Dexia Crédit Local, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους H. Gilliams και J.‑M. Gollier, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τον J. Kerlin και την C. De Falco, επικουρούμενους από τους H.‑G. Kamann, F. Louis, P. Gey και V. Del Pozo Espinosa de los Monteros, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους J. Etienne και O. Denkov,

από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις E. d’Ursel και A. Westerhof Löfflerová,

και από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου και την A. Steiblytė

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Dexia Crédit Local ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που την αφορά.

[παραλειπόμενα]

III. Αιτήματα των διαδίκων

22      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που την αφορά και

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

23      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα και

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της εν λόγω απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

24      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά το μέρος που στηρίζεται στην προβληθείσα με τον πέμπτο και τον έκτο λόγο ακυρώσεως ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV.    Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Α.      Επί των ενστάσεων ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

1.      Επί του πέμπτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας διατάξεων του κανονισμού 806/2014 υπό το πρίσμα των Συνθηκών

29      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα άρθρα 5, 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 βάσει των οποίων το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο και την οφειλόμενη από την προσφεύγουσα εκ των προτέρων εισφορά είναι παράνομα. Κατά την άποψή της, οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, αν και, δυνάμει των διατάξεων αυτών, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης (στο εξής: ΕΑΕ), οι οποίες είναι αρμόδιες για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου και των εκ των προτέρων εισφορών, υποκαθίστανται από έναν ανεξάρτητο ευρωπαϊκό οργανισμό, το ΕΣΕ, που συστάθηκε με τον κανονισμό αυτόν.

30      Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, οι διατάξεις των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, ήτοι τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, όπως η ίδια διευκρίνισε με την απάντησή της στις γραπτές ερωτήσεις που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, συνιστούν «φορολογικές διατάξεις» κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να θεσπιστούν βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν την υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών, οι εισφορές αυτές έχουν φορολογικό χαρακτήρα, καθόσον δεν αποτελούν πραγματική και αναλογική αμοιβή για συγκεκριμένη υπηρεσία. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως επιβεβαιώνεται από την Επιτροπή και το ΕΣΕ, η κατάσταση της προσφεύγουσας διέπεται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο θέσεώς της υπό εξυγίανση, πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/59, και ότι κανένα εργαλείο εξυγίανσης δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε σχέση με αυτήν σε περίπτωση πτώχευσης, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να αναμένει κανένα αντάλλαγμα για την καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών.

31      Ομοίως, οι εκ των προτέρων εισφορές επιδιώκουν, κατά την άποψή της, αποκλειστικά και μόνο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ (T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψεις 70 και 71). Πλην όμως, ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος δεν αποβαίνει προς όφελος μόνον των υπόχρεων για την καταβολή εκ των προτέρων εισφορών ιδρυμάτων, αλλά όλων των οικονομικών παραγόντων της Ένωσης.

32      Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, μόνον το άρθρο 352 ΣΛΕΕ μπορούσε να αποτελέσει τη νομική βάση για τη θέσπιση των άρθρων 5, 69 και 70 του κανονισμού 806/2014.

33      Το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

34      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η επιλογή της νομικής βάσης μιας πράξης της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης αυτής [βλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με το Καζαχστάν), C‑244/17, EU:C:2018:662, σκέψη 36].

35      Οι νομοθετικές πράξεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει, αφενός, να περιλαμβάνουν μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών και, αφετέρου, να έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 100).

36      Κατ’ αρχάς, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα άρθρα 5, 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 μπορούσαν να θεσπιστούν βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να εξεταστεί εάν οι διατάξεις αυτές πληρούν τις δύο προϋποθέσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 35 ανωτέρω.

37      Πρώτον, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση μόνο στην περίπτωση που από τη νομική πράξη προκύπτει πράγματι, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ότι σκοπός της είναι η βελτίωση των προϋποθέσεων για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 του κανονισμού 806/2014 καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2014/59, ότι ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε στο πλαίσιο οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία κατέδειξε, όσον αφορά την Ένωση, έλλειψη μέσων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου που ενέχουν τα ιδρύματα με οικονομικές δυσχέρειες, γεγονός που ανάγκαζε τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν δημόσια χρηματοδοτικά μέσα για τη στήριξη τέτοιων ιδρυμάτων.

39      Από την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 806/2014 προκύπτει επίσης ότι η κρίση αυτή κατέδειξε ότι η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών απειλείτο και ότι υπήρχε αυξανόμενος κίνδυνος χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού. Το στοιχείο αυτό αποτελούσε πηγή σοβαρής ανησυχίας εντός της εσωτερικής αγοράς, όπου οι τράπεζες θα έπρεπε να μπορούν να αναπτύσσουν σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες, ενώ παρατηρείτο περιορισμός των δραστηριοτήτων αυτών λόγω του φόβου μετάδοσης.

40      Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης υπογράμμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4 και 12 του κανονισμού 806/2014, ότι οι αποκλίσεις στους εθνικούς κανόνες εξυγίανσης των κρατών μελών και στις αντίστοιχες διοικητικές πρακτικές καθώς και η απουσία ενιαίας διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε ό,τι αφορά την εξυγίανση στην τραπεζική ένωση συνέβαλλαν στην έλλειψη εμπιστοσύνης των εθνικών τραπεζικών συστημάτων έναντι των αντίστοιχων συστημάτων άλλων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των κρατών μελών που δεν μετέχουν στον ΕΜΕ, και στην αστάθεια της αγοράς, καθόσον δεν εξασφάλιζαν προβλεψιμότητα ως προς τα πιθανά αποτελέσματα της χρεοκοπίας μιας τράπεζας. Οι αποκλίσεις αυτές μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος δανεισμού για ορισμένες τράπεζες και τους πελάτες τους, αποκλειστικά και μόνο λόγω του τόπου εγκατάστασης των τραπεζών και ανεξάρτητα από την πραγματική πιστοληπτική ικανότητά τους.

41      Τέλος, ο νομοθέτης της Ένωσης υπογράμμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 19 του κανονισμού 806/2014, ότι όσο οι κανόνες εξυγίανσης, οι πρακτικές και οι προσεγγίσεις επιμερισμού των βαρών εξακολουθούσαν να ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο και οι χρηματοοικονομικοί πόροι που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης να συγκεντρώνονται και να δαπανώνται σε εθνικό επίπεδο, δεν θα ήταν δυνατή η πλήρης διάρρηξη του δεσμού μεταξύ κρατών μελών και τραπεζικού τομέα, η δε εσωτερική αγορά θα παρέμενε κατακερματισμένη. Αυτό θα περιόριζε τις διασυνοριακές δραστηριότητες των τραπεζών, δημιουργώντας κατά συνέπεια εμπόδια στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών και νοθεύοντας τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

42      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων, σκοπός του κανονισμού 806/2014 είναι να περιορίσει τον σύνδεσμο μεταξύ της αντίληψης για τη δημοσιονομική θέση των επιμέρους κρατών μελών και του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στα εν λόγω κράτη μέλη, καθώς και να καταστήσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα στο σύνολό του υπεύθυνο για τη χρηματοδότηση της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

43      Επομένως, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, ο κανονισμός 806/2014 θεσπίζει, μεταξύ άλλων, ενιαίους κανόνες και ενιαία διαδικασία για την εξυγίανση των ιδρυμάτων, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται από το ΕΣΕ για την αντιμετώπιση των απειλών για τις οποίες γίνεται λόγος στις σκέψεις 38 έως 41 ανωτέρω.

44      Ουσιώδες στοιχείο των εν λόγω κανόνων και της οικείας διαδικασίας είναι το ΕΤΕ, το οποίο, όπως προκύπτει από τα άρθρα 67 και 76 του κανονισμού 806/2014 και από την αιτιολογική σκέψη 107 του κανονισμού αυτού, καθιστά δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης και τη συνεισφορά στη χρηματοδότηση των εργαλείων εξυγίανσης διασφαλίζοντας την αποτελεσματική εφαρμογή τους.

45      Προκειμένου να εξασφαλιστούν επαρκή χρηματοδοτικά μέσα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, το τελευταίο χρηματοδοτείται, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 38 έως 41 ανωτέρω, μεταξύ άλλων, από τις εκ των προτέρων εισφορές που καταβάλλουν τα ιδρύματα, το ύψος των οποίων εξαρτάται από το τελικό επίπεδο-στόχο και από τις κύριες μεθόδους υπολογισμού που προβλέπουν τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014.

46      Κατά συνέπεια, η καταβολή των εισφορών αυτών, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των ενιαίων κανόνων και της ενιαίας διαδικασίας εξυγίανσης των ιδρυμάτων. Οι κανόνες που καθορίζουν τις εν λόγω εισφορές καθιστούν, με τη σειρά τους, δυνατή, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 19 του ίδιου κανονισμού, την αποφυγή της δημιουργίας εμποδίων στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών ή την αποφυγή της νόθευσης του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά λόγω αποκλινουσών εθνικών πρακτικών.

47      Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει ο νομοθέτης της Ένωσης στις αιτιολογικές σκέψεις 11, 31 και 39 του κανονισμού 806/2014, η ομοιόμορφη εφαρμογή του καθεστώτος εξυγίανσης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη θα ενισχυθεί ως αποτέλεσμα των καθηκόντων που ανατίθενται στο ΕΣΕ, το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για τη διασφάλιση μιας ταχείας και αποτελεσματικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τομέα της εξυγίανσης, και θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζει ότι λαμβάνεται δεόντως υπόψη η εθνική χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης και η εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι το ΕΣΕ πρέπει να θεωρείται ως ΕΑΕ, κατά την έννοια της οδηγίας 2014/59, όταν εκτελεί καθήκοντα και ασκεί εξουσίες που ανατίθενται σε μια τέτοια ΕΑΕ. Επομένως, η διάταξη αυτή παρέχει στο ΕΣΕ τη δυνατότητα να ενεργεί πλήρως ως όργανο λήψης αποφάσεων στον τομέα της εξυγίανσης εντός της τραπεζικής ένωσης και, ως εκ τούτου, λαμβανομένων επίσης υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 38 έως 41 ανωτέρω, αποσκοπεί στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

48      Βάσει των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός 806/2014, ιδίως τα άρθρα του 5, 69 και 70, αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

49      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, με την έκφραση «μέτρα σχετικά με την προσέγγιση» στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, οι συντάκτες της Συνθήκης ΛΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη το γενικό πλαίσιο και τις ειδικές περιστάσεις του υπό εναρμόνιση τομέα, θέλησαν να απονείμουν στον νομοθέτη της Ένωσης ορισμένη διακριτική εξουσία ως προς τη μέθοδο προσεγγίσεως που κρίνεται ως η πιο ενδεδειγμένη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ιδίως στους τομείς που χαρακτηρίζονται από ιδιαιτερότητες σύνθετης τεχνικής φύσεως (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Έτσι, ο νομοθέτης της Ένωσης, κατά την επιλογή της τεχνικής για την εναρμόνιση και λόγω της διακριτικής εξουσίας της οποίας απολαύει όσον αφορά τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, μπορεί να αναθέτει σε όργανο ή οργανισμό της Ένωσης αρμοδιότητες που αφορούν την υλοποίηση της επιδιωκόμενης εναρμονίσεως. Αυτό ισχύει, ιδίως, όταν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν πρέπει να στηρίζονται σε ιδιαίτερη επαγγελματική και τεχνική εμπειρία, καθώς και στην ικανότητα αντιδράσεως ενός τέτοιου οργανισμού (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 105).

51      Στο πλαίσιο αυτό, αφενός, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 38 έως 42 ανωτέρω, τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν στον τομέα της εξυγίανσης πρέπει να στηρίζονται σε ιδιαίτερη επαγγελματική και τεχνική εμπειρία. Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 47 ανωτέρω, το ΕΣΕ συστάθηκε προκειμένου να διασφαλίσει και να ενισχύσει την εφαρμογή των ενιαίων κανόνων και της ενιαίας διαδικασίας εξυγίανσης των ιδρυμάτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε να προβλέψει στο άρθρο 5 του κανονισμού 806/2014 ότι το ΕΣΕ πρέπει να θεωρείται ως ΕΑΕ, κατά την έννοια της οδηγίας 2014/59, όταν εκτελεί καθήκοντα και ασκεί εξουσίες που ανατίθενται σε μια τέτοια ΕΑΕ, και μπορούσε να του αναθέσει αρμοδιότητες για τον καθορισμό, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού αυτού, του ποσού των εκ των προτέρων εισφορών καθώς και για τη διαχείριση των χρηματοδοτικών μέσων του ΕΤΕ σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφοι 2 και 3, του εν λόγω κανονισμού.

52      Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 45 και 46 ανωτέρω, τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 αποτελούν ουσιώδες στοιχείο των κανόνων και της διαδικασίας εξυγίανσης των ιδρυμάτων, το οποίο συμβάλλει στην αποφυγή της δημιουργίας εμποδίων στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών ή στην αποφυγή της νόθευσης του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά λόγω αποκλινουσών εθνικών πρακτικών.

53      Ομοίως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 ανωτέρω, το άρθρο 5 του κανονισμού 806/2014 περιλαμβάνει μέτρο σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών περί εξυγίανσης, το οποίο ενισχύει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων και της διαδικασίας εξυγίανσης των ιδρυμάτων.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα άρθρα 5, 69 και70 του κανονισμού 806/2014 μπορούν να θεωρηθούν διατάξεις σχετικές με την προσέγγιση των διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα της εξυγίανσης των ιδρυμάτων στην τραπεζική ένωση.

55      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η σύσταση του ΕΣΕ με τον κανονισμό 806/2014 δεν πληροί τις απαιτήσεις που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑217/04, EU:C:2006:279, σκέψεις 44 και 45).

56      Με την απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑217/04, EU:C:2006:279), το Δικαστήριο επισήμανε ότι το έργο που ανατίθεται σε οργανισμούς καλούμενους να συμβάλουν στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης πρέπει να έχει άμεση σχέση με τα θέματα που αφορούν οι πράξεις προσέγγισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, όπως είναι «παραδείγματος χάριν» η περίπτωση κατά την οποία ο ιδρυόμενος οργανισμός παρέχει υπηρεσίες στις εθνικές αρχές ή στους επιχειρηματίες, υπηρεσίες οι οποίες έχουν συνέπειες για την ομοιογενή εκτέλεση των πράξεων εναρμόνισης και μπορούν να διευκολύνουν την εφαρμογή τους (απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑217/04, EU:C:2006:279, σκέψη 45).

57      Παρέχοντας τις τελευταίες αυτές διευκρινίσεις, το Δικαστήριο ανέδειξε τα χαρακτηριστικά της υπόθεσης της οποίας είχε επιληφθεί τα οποία επέτρεπαν, υπό τις περιστάσεις της εν λόγω υπόθεσης, να θεωρηθεί ότι τα καθήκοντα του επίμαχου τότε οργανισμού συνδέονταν στενά με τα θέματα που αποτελούσαν το αντικείμενο της επίμαχης στην υπόθεση εκείνη πράξης προσέγγισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών.

58      Στην υπό κρίση υπόθεση υφίσταται επίσης τέτοια στενή σχέση μεταξύ των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΕ και του αντικειμένου του κανονισμού 806/2014. Πράγματι, τα καθήκοντα που ανατίθενται στο ΕΣΕ με τον κανονισμό αυτόν, όπως περιγράφονται στη σκέψη 51 ανωτέρω, εντάσσονται στο πλαίσιο της δημιουργίας της τραπεζικής ένωσης, η οποία απαιτούσε ενιαίο, ολοκληρωμένο και διεξοδικό σύνολο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως επισήμανε ο νομοθέτης της Ένωσης στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 35 του εν λόγω κανονισμού, το ΕΣΕ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, διασφαλίζοντας τη συνοχή μεταξύ των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης σε ολόκληρη την Ένωση. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 1, και το άρθρο 70, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, το ΕΣΕ συνεργάζεται στενά με τις ΕΑΕ, μεταξύ άλλων, για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών. Επομένως, τα καθήκοντα που ανατίθενται στο ΕΣΕ με τον κανονισμό 806/2014 έχουν αντίκτυπο στην ομοιόμορφη εφαρμογή των πράξεων εναρμόνισης και μπορούν να τη διευκολύνουν.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στο ΕΣΕ δεν συνδέονται στενά με τα θέματα που αποτελούν το αντικείμενο των πράξεων προσέγγισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών στον επίμαχο τομέα.

60      Από το σύνολο των σκέψεων που προηγήθηκαν συνάγεται ότι τα άρθρα 5, 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

61      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 έχουν, καθόσον προβλέπουν την υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών, φορολογικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεσπιστούν βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

62      Το άρθρο 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η παράγραφος 1 της διάταξης αυτής δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις «φορολογικές διατάξεις».

63      Όσον αφορά την ερμηνεία του όρου «φορολογικές διατάξεις», διαπιστώνεται ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν περιέχει ορισμό της έννοιας αυτής (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 63).

64      Πλην όμως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι εισφορές που καταβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς συγκεκριμένου τομέα δεν έχουν φορολογικό χαρακτήρα σε περίπτωση κατά την οποία, ειδικότερα, προορίζονται άμεσα και αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των δαπανών του οικείου τομέα, οι δε δαπάνες αυτές είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του εν λόγω τομέα, ιδίως για τη σταθεροποίησή του (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1989, Schräder HS Kraftfutter, 265/87, EU:C:1989:303, σκέψεις 9 και 10).

65      Η συλλογιστική αυτή ισχύει και στην περίπτωση των εκ των προτέρων εισφορών, οι οποίες στηρίζονται σε μια ασφαλιστικής φύσεως λογική και καταβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς ενός συγκεκριμένου τομέα με σκοπό τη χρηματοδότηση αποκλειστικά των δαπανών του οικείου τομέα.

66      Συνακόλουθα, όσον αφορά τη φύση των εκ των προτέρων εισφορών, έχει ήδη επισημανθεί στη σκέψη 38 ανωτέρω ότι ο κανονισμός 806/2014 είχε εκδοθεί στο πλαίσιο μιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης η οποία κατέδειξε, όσον αφορά την Ένωση, έλλειψη εργαλείων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου που ενέχουν τα ιδρύματα με οικονομικές δυσχέρειες, γεγονός που υποχρέωνε τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν δημόσια χρηματοδοτικά μέσα για τη στήριξη τέτοιων ιδρυμάτων. Σκοπός του ΕΜΕ είναι να αποφεύγονται οι βλαπτικές επιπτώσεις από την πτώχευση ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια τέτοιων κρίσεων, δεδομένου ότι η πτώχευση ιδρυμάτων σε μεμονωμένο κράτος μέλος μπορεί να υπονομεύσει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στο σύνολό τους, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 12 του κανονισμού αυτού.

67      Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η χρηματοδότηση της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος βαρύνει τον χρηματοπιστωτικό κλάδο στο σύνολό του, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 100 του κανονισμού 806/2014.

68      Υπό το πρίσμα αυτό, η ειδική φύση των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται, όπως επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της οδηγίας 2014/59 και την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας λογικής ασφαλιστικού τύπου, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

69      Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφοι 2 και 4, και την αιτιολογική σκέψη 61 του κανονισμού 806/2014, οι εκ των προτέρων εισφορές καταβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς του χρηματοοικονομικού κλάδου προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το ΕΤΕ, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, όταν τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του κλάδου αυτού.

70      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του κανονισμού 806/2014, τα μέτρα που μνημονεύονται στη σκέψη 69 ανωτέρω εφαρμόζονται προς όφελος αποκλειστικά και μόνον των υπόχρεων για την καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών ιδρυμάτων.

71      Βεβαίως, ο κανονισμός 806/2014 δεν συνδέει αυτομάτως την καταβολή της εκ των προτέρων εισφοράς με την εξυγίανση του οικείου ιδρύματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εκ των προτέρων εισφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ασφάλιστρα ως προς τα οποία χωρεί μηνιαίος καθορισμός και επιστροφή (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψεις 70 και 73).

72      Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι τα ιδρύματα επωφελούνται διπλά από το ΕΤΕ, το οποίο χρηματοδοτείται ακριβώς από τις εκ των προτέρων εισφορές τους.

73      Αφενός, όταν τα ιδρύματα βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η οικονομική κατάστασή τους μπορεί να τακτοποιηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης η οποία μπορεί να κινηθεί προς όφελός τους εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014. Επομένως, η διαδικασία αυτή επιτρέπει τη χρησιμοποίηση των χρηματοδοτικών μέσων του ΕΤΕ προς όφελος των ιδρυμάτων αυτών, εξυπακουομένου ότι τα εν λόγω μέσα προέρχονται από τις εισφορές των εν λόγω ιδρυμάτων.

74      Αφετέρου, όλα τα ιδρύματα επωφελούνται από τις καταβαλλόμενες από αυτά εκ των προτέρων εισφορές μέσω της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την οποία διασφαλίζει το ΕΤΕ.

75      Πράγματι, ο κίνδυνος τον οποίο καλύπτει το ΕΤΕ είναι ο κίνδυνος τον οποίο συνεπάγεται το σύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 72).

76      Επομένως, το ΕΤΕ αποσκοπεί, υπό μια οπτική ασφαλιστικού και όχι φορολογικού χαρακτήρα, στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στο σύνολό του, ώστε το σύνολο των ιδρυμάτων να προστατεύεται από κρίσεις στον τομέα αυτόν.

77      Ο εν λόγω ασφαλιστικής φύσεως σκοπός αντικατοπτρίζεται εξάλλου και στον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, δεδομένου ότι οι εισφορές αυτές δεν προκύπτουν από την εφαρμογή συγκεκριμένου συντελεστή σε μια βάση επιβολής, αλλά, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 102 και 103 της οδηγίας 2014/59 καθώς και των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, από τον καθορισμό ενός τελικού επιπέδου-στόχου και, στη συνέχεια, ενός ετήσιου επιπέδου-στόχου, το οποίο ακολούθως κατανέμεται μεταξύ των ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113). Η κατανομή αυτή του ετήσιου επιπέδου-στόχου βασίζεται, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 109 του κανονισμού 806/2014, στον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει κάθε ίδρυμα για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γεγονός που ενθαρρύνει τα ιδρύματα να λειτουργούν βάσει λιγότερο ριψοκίνδυνου μοντέλου.

78      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα ιδρύματα καταβάλλουν τις εκ των προτέρων εισφορές βάσει μιας ασφαλιστικής φύσεως λογικής, υπό την έννοια ότι οι εισφορές αυτές προορίζονται άμεσα και αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των δαπανών του χρηματοπιστωτικού τομέα στον οποίον ανήκουν τα ιδρύματα αυτά και ότι οι εν λόγω δαπάνες αποδεικνύονται αναγκαίες για τη λειτουργία του τομέα αυτού, με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη σταθεροποίησή του σε περίπτωση πτώχευσης ορισμένων ιδρυμάτων και τον περιορισμό των φαινομένων μετάδοσης.

79      Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του κανονισμού 806/2014 που υποχρεώνουν τα ιδρύματα να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές και καθορίζουν τις μεθόδους υπολογισμού τους, ιδίως τα άρθρα του 69 και 70, δεν συνιστούν «φορολογικές διατάξεις» κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

80      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

81      Αφενός, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η ίδια δεν λαμβάνει κανενός είδους αντάλλαγμα συνεπεία της καταβολής των εκ των προτέρων εισφορών πρέπει, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 72 έως 74 ανωτέρω, να απορριφθεί.

82      Αφετέρου, ούτε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα αποτελεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος που δεν ωφελεί μόνον τα υπόχρεα για την καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών πρόσωπα μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, το γεγονός αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί στην ασφαλιστικής φύσεως λογική των εκ των προτέρων εισφορών, δεδομένου ότι οι εν λόγω εισφορές που καταβάλλουν τα ιδρύματα προορίζονται άμεσα και αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των δαπανών του χρηματοπιστωτικού τομέα στον οποίο ανήκουν τα ιδρύματα αυτά και ότι οι δαπάνες αυτές αποδεικνύονται αναγκαίες για τη λειτουργία του τομέα αυτού.

83      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 806/2014 έπρεπε να έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 352 ΣΛΕΕ, διάταξης ισοδύναμης προς το άρθρο 127, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, το οποίο αποτέλεσε τη νομική βάση του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63).

84      Σκοπός του άρθρου 352 ΣΛΕΕ είναι να καλύψει την περίπτωση κατά την οποία στα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν έχουν ανατεθεί ρητώς ή σιωπηρώς, με ειδικές διατάξεις των Συνθηκών, εξουσίες προς δράση, στο μέτρο που, εντούτοις, τέτοιες εξουσίες είναι αναγκαίες προκειμένου η Ένωση να μπορέσει να ασκήσει τα καθήκοντά της προς επίτευξη ενός από τους σκοπούς που τάσσουν οι Συνθήκες [γνωμοδότηση 2/94 (Προσχώρηση της Κοινότητας στην ΕΣΔΑ), της 28ης Μαρτίου 1996, EU:C:1996:140, σκέψη 29· βλ., επίσης, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑166/07, EU:C:2009:499, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Επομένως, όταν υφίσταται ειδική νομική βάση για την έκδοση πράξης της Ένωσης, η προσφυγή στο άρθρο 352 ΣΛΕΕ αποκλείεται.

86      Εν προκειμένω, αφενός, από τις σκέψεις 38 έως 54 ανωτέρω προκύπτει ότι οι διατάξεις των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται, ήτοι τα άρθρα 5, 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον προβλέπουν, έκαστη, μέτρο σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων στον τομέα της εξυγίανσης και καθόσον αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Αφετέρου, από τις σκέψεις 62 έως 79 ανωτέρω προκύπτει ότι τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού αυτού, των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται, δεν συνιστούν «φορολογικές διατάξεις» κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

87      Επομένως, τα μέτρα αυτά μπορούν να συνδεθούν με τις αρμοδιότητες που απονέμονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να νομοθετούν βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ για τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

88      Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 352 ΣΛΕΕ δεν αποτελεί κατάλληλη νομική βάση για τη θέσπιση των άρθρων 5, 69 και 70 του κανονισμού 806/2014.

89      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως

[παραλειπόμενα]

3.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014

[παραλειπόμενα]

207    Προκειμένου να κρίνει εάν το ΕΣΕ παρέβη το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 κατά τον καθορισμό, με την προσβαλλόμενη απόφαση, του ετήσιου επιπέδου-στόχου, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει κατ’ αρχάς να εξετάσει αυτεπαγγέλτως εάν η απόφαση αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του εν λόγω επιπέδου.

208    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί και μάλιστα οφείλει να λάβει υπόψη και άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας πέραν εκείνων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που οι πλημμέλειες αυτές αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

209    Προς τον σκοπό αυτόν, οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς, στο πλαίσιο μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τις απόψεις τους ως προς όλες τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

210    Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο‑στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

211    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προαναφερθέν στη σκέψη 210 τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

212    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι κάθε έτος οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

213    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους, όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

214    Ομοίως, κατά το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το ΕΣΕ υπολογίζει την εκ των προτέρων εισφορά για κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, το οποίο πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το τελικό επίπεδο‑στόχο και με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

215    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου‑στόχου, ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2021, σε 11 287 677 212,56 ευρώ.

216    Στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ΕΣΕ εξήγησε εν συνόψει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος έπρεπε να καθορίζεται βάσει ανάλυσης που να εστιάζει στην εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα προηγούμενα έτη, σε οποιαδήποτε σχετική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης καθώς και στους δείκτες που αφορούν τη φάση του οικονομικού κύκλου και στα αποτελέσματα φιλοκυκλικών εισφορών για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στην ανάλυση αυτή και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής). Το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

217    Το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του συντελεστή στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

218    Στην αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ΕΣΕ διαπίστωσε μια σταθερή ανοδική τάση των καλυπτόμενων καταθέσεων ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων κρατών μελών. Ειδικότερα, το μέσο ποσό των καταθέσεων αυτών, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, ανερχόταν για το έτος 2020 σε 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ.

219    Στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ΕΣΕ παρουσίασε την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα τρία εναπομένοντα έτη της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Εκτίμησε ότι οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου θα κυμαίνονταν μεταξύ 4 % και 7 %.

220    Στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ΕΣΕ παρουσίασε μια αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επισήμανε ότι προς τούτο είχε λάβει υπόψη διάφορους δείκτες, όπως είναι η πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και οι σχετικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ή η πιστωτική ροή του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

221    Στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν μεν εύλογο να αναμένεται περαιτέρω αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων εντός της τραπεζικής ένωσης, αλλά ο ρυθμός της εν λόγω αύξησης θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι το 2020. Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε υιοθετήσει «συνετή προσέγγιση» όσον αφορά τους ρυθμούς αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα επόμενα έτη έως το 2023.

222    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΣΕ καθόρισε, στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ύψος του συντελεστή στο 1,35 %. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 με τον ως άνω συντελεστή και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της εν λόγω απόφασης:

«Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = Άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων2020 * 0,0135 * ⅛ = 11 287 677 212,56 ευρώ».

223    Από τις εξηγήσεις που παρέσχε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι αυτό είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021 ως εξής.

224    Πρώτον, βάσει ανάλυσης προοπτικών, το ΕΣΕ καθόρισε το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, το οποίο προβλεπόταν για το τέλος της αρχικής περιόδου, σε περίπου 7,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Για να καταλήξει στο ως άνω ποσό, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, ήτοι 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ, έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξης του 4 % καθώς και τον αριθμό των περιόδων συνεισφοράς που υπολείπονταν μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, δηλαδή τρεις.

225    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε το 1 % του ως άνω ποσού των 7,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στο εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου που έπρεπε να έχει επιτευχθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2023, ήτοι περίπου 75 δισεκατομμύρια ευρώ.

226    Τρίτον, το ΕΣΕ αφαίρεσε από το τελευταίο αυτό ποσό τους οικονομικούς πόρους που ήταν ήδη διαθέσιμοι στο πλαίσιο του ΕΤΕ το 2021, ήτοι περίπου 42 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στο ποσό που απέμενε να εισπραχθεί κατά τις υπολειπόμενες περιόδους συνεισφοράς μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Το ποσό αυτό ανερχόταν σε περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ.

227    Τέταρτον, το ΕΣΕ διαίρεσε το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία, προκειμένου να το κατανείμει ομοιόμορφα μεταξύ των τριών υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς. Κατά τον τρόπο αυτόν, το ετήσιο επίπεδο-στόχος για την περίοδο συνεισφοράς 2021 καθορίστηκε στο προαναφερθέν στη σκέψη 215 ανωτέρω ύψος, ήτοι περίπου 11,287 δισεκατομμύρια ευρώ.

228    Το ΕΣΕ υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχε δημοσιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η μέθοδος που περιγράφεται στις σκέψεις 224 έως 227 ανωτέρω και τα οποία παρείχαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τη μέθοδο με την οποία καθορίστηκε το ετήσιο επίπεδο-στόχος. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, τον Μάιο του 2021, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως αλλά πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ενημερωτικό δελτίο με την ονομασία «Fact Sheet 2021» (στο εξής: ενημερωτικό δελτίο), στο οποίο αναγραφόταν το εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Ομοίως, το ΕΣΕ υποστήριξε ότι η πληροφορία σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων ήταν επίσης προσβάσιμη μέσω του ιστότοπού του καθώς και μέσω άλλων δημόσιων πηγών, και μάλιστα πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

229    Προκειμένου να εξεταστεί εάν το ΕΣΕ τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία απόφασης την οποία λαμβάνει θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης πρέπει, ιδίως, να μην περιέχει αντιφάσεις, ούτως ώστε να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της απόφασης, προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 20 και 45 έως 47, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

230    Ομοίως, όταν το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το σκεπτικό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι εξηγήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 45 έως 47, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψεις 54 και 55).

231    Ειδικότερα, εάν οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν προς τις εν λόγω εξηγήσεις που παρέχονται κατά την ένδικη διαδικασία, η αιτιολογία της απόφασης δεν εκπληρώνει τις λειτουργίες που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 181 και 182 ανωτέρω. Ιδίως, μια τέτοια αναντιστοιχία εμποδίζει τους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, πριν από την άσκηση της προσφυγής, και να προετοιμάσουν την άμυνά τους υπό το πρίσμα του σκεπτικού αυτού, τον δε δικαστή της Ένωσης να εντοπίσει τις αιτιολογίες που αποτέλεσαν το πραγματικό νομικό έρεισμα της απόφασης και να εξετάσει τη συμμόρφωσή τους προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

232    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση που το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

233    Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ποσό του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του εν λόγω ποσού μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων και επομένως η αύξηση ή η μείωση του ποσού αυτού συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

234    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παράσχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο.

235    Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

236    Ειδικότερα, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι ο μαθηματικός τύπος που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως παρουσιάζεται ως η βάση για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Προκύπτει όμως ότι ο τύπος αυτός δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της μεθόδου που πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 224 έως 227 ανωτέρω, το ΕΣΕ προσδιόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, αφαιρώντας από το τελικό επίπεδο-στόχο τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία. Πλην όμως τα δύο αυτά βήματα του υπολογισμού ουδόλως αποτυπώνονται στον εν λόγω μαθηματικό τύπο.

237    Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα του ΕΣΕ το οποίο συνίσταται στο ότι δημοσίευσε, τον Μάιο του 2021, το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο περιείχε εύρος τιμών όσον αφορά το πιθανό ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου, καθώς και, στον ιστότοπό του, το ποσό των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν η προσφεύγουσα γνώριζε πράγματι τα ποσά αυτά, δεν μπορούσε βάσει των εν λόγω ποσών και μόνον να διαγνώσει ότι οι δύο προαναφερθείσες στη σκέψη 236 ανωτέρω μαθηματικές πράξεις είχαν όντως εκτελεστεί από το ΕΣΕ, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι ο μαθηματικός τύπος που εκτίθετο στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε καν τις ανέφερε.

238    Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,35 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον προαναφερθέντα στη σκέψη 237 ανωτέρω μαθηματικό τύπο. Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, στην προβλεπόμενη αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα υπολειπόμενα έτη της αρχικής περιόδου. Τούτο, όμως, δεν συνάδει με τις εξηγήσεις που παρέσχε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από τις οποίες προκύπτει ότι ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπον ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι αφού το ΕΣΕ υπολόγισε το ύψος αυτό κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 224 έως 227 ανωτέρω και, ιδίως, με διαίρεση διά του τρία του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων από το τελικό επίπεδο-στόχο. Πλην όμως ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

239    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του ενημερωτικού δελτίου, το ύψος του εκτιμώμενου τελικού επιπέδου-στόχου εντασσόταν σε εύρος τιμών μεταξύ 70 και 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εν λόγω εύρος τιμών τελεί σε αναντιστοιχία με το εμφαινόμενο στην αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως εύρος τιμών όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 % και 7 %. Ειδικότερα, το ΕΣΕ δήλωσε κατά την κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο‑στόχο, είχε λάβει υπόψη ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % –δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή του δεύτερου εύρους τιμών– και είχε καταλήξει κατά τον τρόπο αυτόν σε εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο ύψους 75 δισεκατομμυρίων ευρώ – το οποίο αποτελούσε την υψηλότερη τιμή του πρώτου εύρους τιμών. Προκύπτει επομένως μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο εύρος τιμών. Ειδικότερα, αφενός, το εύρος τιμών που αφορά τον ρυθμό μεταβολής των καλυπτόμενων καταθέσεων περιλαμβάνει επίσης τιμές υψηλότερες του συντελεστή 4 %, οι οποίες όμως, αν είχαν εφαρμοστεί, θα συνεπάγονταν εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου υψηλότερο από εκείνα που περιλαμβάνονται στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου. Αφετέρου, είναι αδύνατο για την προσφεύγουσα να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο το ΕΣΕ περιέλαβε στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου ποσά χαμηλότερα των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ειδικότερα, για να προκύψουν τέτοια ποσά, θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος του 4 %, ο οποίος ωστόσο δεν περιλαμβάνεται στο εύρος τιμών του ρυθμού αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε χρησιμοποιήσει το σχετικό με τον ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών εύρος τιμών προκειμένου να υπολογίσει το εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο.

240    Επομένως, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και επομένως το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο.

241    Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

242    Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο αυτόν, δεδομένου ότι μια τέτοια πλημμελής αιτιολογία εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει το βάσιμο του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021, κατά το μέρος που αφορά την Dexia Crédit Local.

2)      Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2021/22, κατά το μέρος που αφορά την Dexia Crédit Local, διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος αυτού προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για την περίοδο συνεισφοράς 2021.

3)      Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Dexia Crédit Local.

4)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Ιανουαρίου 2024

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.