Language of document : ECLI:EU:T:2024:31

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 24ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Δικαίωμα ακρόασης– Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης»

Στην υπόθεση T‑347/21,

Hypo Vorarlberg Bank AG, με έδρα το Μπρέγκεντς (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τους G. Eisenberger και A. Brenneis και την J. Holzmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους J. Kerlin, D. Ceran και C. Flynn, επικουρούμενους από τους B. Meyring και T. Klupsch και την S. Ianc, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους J. Etienne και M. Menegatti και την G. Bartram,

και από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J. Bauerschmidt και τις J. Haunold και A. Westerhof Löfflerová,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Hypo Vorarlberg Bank AG, ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που την αφορά.

[παραλειπόμενα]

III. Αιτήματα των διαδίκων

18      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, κατά το μέρος που την αφορά·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

19      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της εν λόγω απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

20      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά το μέτρο που στηρίζεται στην ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας της οδηγίας 2014/59 και του κανονισμού 806/2014·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

21      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV.    Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

1.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης

145    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πληροί τις απαιτήσεις της υποχρέωσης αιτιολόγησης που απορρέει από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο γ ʹ, του Χάρτη.

146    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται, κατ’ ουσίαν, σε πέντε σκέλη.

α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

147    Το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι νομικές πράξεις αιτιολογούνται. Ομοίως, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, προβλέπει την υποχρέωση των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.

148    Η αιτιολογία απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης έχει όλως ιδιαίτερη σημασία, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν προτίθεται να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του και, επομένως, συνιστά μία από τις προϋποθέσεις της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου που διασφαλίζει το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

149    Η αιτιολογία αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Συναφώς, δεν απαιτείται να παραθέτει η αιτιολογία εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων τα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη. Επομένως, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

150    Προκειμένου να εξεταστεί αν η εν λόγω αιτιολογία είναι επαρκής σε σχέση με απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αιτιολογία κάθε απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης με την οποία υποχρεώνεται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων που παρέχουν στον αποδέκτη της τη δυνατότητα να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού του χρηματικού ποσού (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

151    Δεύτερον, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης δεσμεύονται, καταρχήν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και εξειδικεύεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, να μην αποκαλύπτουν στους ανταγωνιστές ιδιώτη επιχειρηματία εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από αυτόν (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

152    Τρίτον, το να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογία της απόφασης του ΕΣΕ για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών πρέπει οπωσδήποτε να παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς τους θα συνεπαγόταν, κατ’ ανάγκην, ότι θα απαγορευόταν στον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει τρόπο υπολογισμού της εισφοράς αυτής ο οποίος περιλαμβάνει δεδομένα των οποίων ο εμπιστευτικός χαρακτήρας προστατεύεται από το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα μειωνόταν υπερβολικά η ευρεία εξουσία εκτίμησης που πρέπει να διαθέτει προς τούτο ο νομοθέτης, καθότι θα εμποδιζόταν ιδίως να επιλέξει μέθοδο δυνάμενη να διασφαλίσει δυναμική προσαρμογή της χρηματοδότησης του ΕΤΕ στις εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου, διά της συγκριτικής συνεκτίμησης, ειδικότερα, της χρηματοοικονομικής κατάστασης εκάστου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο έδαφος συμμετέχοντος κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 118).

153    Τέταρτον, μολονότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει το ΕΣΕ πρέπει να σταθμίζεται, λόγω της λογικής του συστήματος χρηματοδότησης του ΕΤΕ και του τρόπου υπολογισμού που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης, με την υποχρέωση του ΕΣΕ να τηρεί το επιχειρηματικό απόρρητο των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων, γεγονός παραμένει ότι η τελευταία αυτή υποχρέωση δεν πρέπει να ερμηνεύεται τόσο διασταλτικά ώστε να καθιστά άνευ ουσιαστικού περιεχομένου την υποχρέωση αιτιολόγησης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 120).

154    Εντούτοις, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο πλαίσιο της στάθμισης της υποχρέωσης αιτιολόγησης με την αρχή προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, ότι η αιτιολόγηση απόφασης με την οποία υποχρεούται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού χωρίς να του παρέχεται το σύνολο των στοιχείων που καθιστούν δυνατό να επαληθευτεί με ακρίβεια ο υπολογισμός του ύψους του εν λόγω ποσού θίγει κατ’ ανάγκην, σε κάθε περίπτωση, την ουσία της υποχρέωσης αιτιολόγησης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 121).

155    Όσον αφορά την απόφαση του ΕΣΕ για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών, η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να θεωρηθεί ότι τηρείται όταν τα πρόσωπα τα οποία αφορά η απόφαση, μολονότι δεν τους διαβιβάζονται στοιχεία καλυπτόμενα από το επιχειρηματικό απόρρητο, έχουν στη διάθεσή τους τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιεί το ΕΣΕ και επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοήσουν, κατ’ ουσίαν, με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη η ατομική τους κατάσταση για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους, σε σχέση με την κατάσταση όλων των λοιπών ενδιαφερομένων ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

156    Σε μια τέτοια περίπτωση, τα εν λόγω πρόσωπα είναι πράγματι σε θέση να επαληθεύσουν αν η εκ των προτέρων εισφορά τους καθορίστηκε αυθαίρετα, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη η πραγματική οικονομική τους κατάσταση ή διά της χρήσης δεδομένων σχετικών με τον λοιπό χρηματοπιστωτικό τομέα τα οποία δεν είναι ευλογοφανή. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν, ως εκ τούτου, να κατανοήσουν τους δικαιολογητικούς λόγους της απόφασης για τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους και να εκτιμήσουν αν είναι σκόπιμο να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόφασης αυτής και, επομένως, είναι υπερβολικό να απαιτείται από το ΕΣΕ να κοινοποιεί κάθε ένα από τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς εκάστου ενδιαφερομένου πιστωτικού ιδρύματος (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 123).

157    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ δεν έχει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να παράσχει σε πιστωτικό ίδρυμα τα δεδομένα που του παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγξει πλήρως την ακρίβεια της τιμής του πολλαπλασιαστή προσαρμογής, δεδομένου ότι η επαλήθευση αυτή προϋποθέτει να έχει το ίδρυμα στη διάθεσή του δεδομένα που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο σχετικά με την οικονομική κατάσταση εκάστου από τα λοιπά ενδιαφερόμενα ιδρύματα (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 135)

158    Απεναντίας, στο ΕΣΕ εναπόκειται να δημοσιεύσει ή να αποστείλει στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα, υπό συγκεντρωτική και ανωνυμοποιημένη μορφή, τις πληροφορίες σχετικά με τα ιδρύματα αυτά, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της εισφοράς, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές μπορούν να κοινοποιηθούν χωρίς να θιγεί το επιχειρηματικό απόρρητο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 166).

159    Μεταξύ των πληροφοριών που πρέπει, ως εκ τούτου, να τεθούν στη διάθεση των ιδρυμάτων περιλαμβάνονται ιδίως οι οριακές τιμές κάθε κελιού και εκείνες των σχετικών δεικτών κινδύνου, βάσει των οποίων η εκ των προτέρων εισφορά των ιδρυμάτων προσαρμόστηκε στο προφίλ κινδύνου τους (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 167)

160    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου.

β)      Επί του πρώτου σκέλους, σχετικά με την αιτιολόγηση του καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου

161    Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Ειδικότερα δεν είναι σαφές γιατί το ΕΣΕ δεν καθόρισε, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας COVID‑19 για τον τραπεζικό τομέα, χαμηλότερο ετήσιο επίπεδο-στόχο, όπως τα προηγούμενα έτη.

162    Συναφώς, το ΕΣΕ περιορίστηκε σε στερεότυπες και γενικές δηλώσεις καθώς και σε απαρίθμηση δεικτών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, χωρίς να εξηγήσει πώς είχε αξιολογήσει τους εν λόγω δείκτες. Ειδικότερα, δεν εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο αξιολόγησε τα ενδεχόμενα φιλοκυκλικά αποτελέσματα των εκ των προτέρων εισφορών για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και τις συνέπειες της αξιολόγησης αυτής για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου.

163    Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν ο καθορισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου στο ένα όγδοο του 1,35 %, αντί του 1 %, του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 πληροί την απαίτηση της εφαρμοστέας νομοθεσίας κατά την οποία το ετήσιο επίπεδο-στόχος δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα όγδοο του τελικού επιπέδου-στόχου.

164    Το ΕΣΕ αντιτείνει ότι, δεδομένου ότι ο υπολογισμός του τελικού επιπέδου-στόχου είναι τόσο μελλοντοστραφής όσο και εξαντλητικός, το ίδιο πρέπει αναγκαστικά να στηριχθεί σε ορισμένες παραδοχές και στην εμπειρογνωμοσύνη του για να πραγματοποιήσει μελλοντικές προβλέψεις κατά τον καθορισμό του επιπέδου‑στόχου σε κάθε περίοδο συνεισφοράς. Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 48 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ έλαβε δεόντως υπόψη την πανδημία COVID‑19 κατά την ανάλυση της φάσης του οικονομικού κύκλου και τα δυνητικά φιλοκυκλικά αποτελέσματα που μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων.

165    Επιπλέον, κατά το ΕΣΕ, η προσφεύγουσα αγνοεί τον δυναμικό χαρακτήρα του τελικού επιπέδου-στόχου, ο οποίος οφείλεται στο γεγονός ότι το άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων που χρησιμοποιείται ως τιμή αναφοράς κατά το τέλος της αρχικής περιόδου δεν θα καταστεί γνωστό, ως εκ της φύσεώς του, παρά στις 31 Δεκεμβρίου 2023 και πριν από την ημερομηνία αυτή δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνον προβλέψεις για το ύψος του. Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη ακόμη και χωρίς ρητή αναφορά σε συγκεκριμένο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Ειδικότερα, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι, από τον Απρίλιο του 2021, οι καλυπτόμενες καταθέσεις θα συνέχιζαν να αυξάνονται μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου. Επομένως, θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο για την προσφεύγουσα ότι αν το ετήσιο επίπεδο-στόχος καθοριζόταν στο ένα όγδοο του 1 % του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 δεν θα μπορούσε να τηρηθεί η απαίτηση του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 κατά την οποία στο τέλος της αρχικής περιόδου πρέπει να έχει επιτευχθεί τελικό επίπεδο-στόχος που να ανέρχεται τουλάχιστον στο 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων.

166    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο‑στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

167    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προαναφερθέν στη σκέψη 166 τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

168    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

169    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

170    Ομοίως, κατά το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το ΕΣΕ υπολογίζει την εκ των προτέρων εισφορά για κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, το οποίο πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το τελικό επίπεδο‑στόχο και με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

171    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου‑στόχου, ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2021, σε 11 287 677 212,56 ευρώ.

172    Στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε εν συνόψει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος έπρεπε να καθορίζεται βάσει ανάλυσης που να εστιάζει στην εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα προηγούμενα έτη, σε οποιαδήποτε σχετική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης καθώς και στους δείκτες που αφορούν τη φάση του οικονομικού κύκλου και στα αποτελέσματα φιλοκυκλικών συνεισφορών για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στην ανάλυση αυτή και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής). Το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

173    Το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του συντελεστή στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης.

174    Στην αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διαπίστωσε μια σταθερή ανοδική τάση των καλυπτόμενων καταθέσεων ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων κρατών μελών. Ειδικότερα, το μέσο ποσό των καταθέσεων αυτών, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, ανερχόταν για το έτος 2020 σε 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ.

175    Στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα τρία εναπομένοντα έτη της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Εκτίμησε ότι οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου θα κυμαίνονταν μεταξύ 4 % και 7 %.

176    Στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε μια αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επισήμανε ότι προς τούτο είχε λάβει υπόψη διάφορους δείκτες, όπως η πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και οι σχετικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ή η πιστωτική ροή του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

177    Στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν μεν εύλογο να αναμένεται περαιτέρω αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων εντός της τραπεζικής ένωσης, αλλά ο ρυθμός της εν λόγω αύξησης θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι το 2020. Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είχε υιοθετήσει «συνετή προσέγγιση» όσον αφορά τους ρυθμούς αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα επόμενα έτη έως και το 2023.

178    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΣΕ καθόρισε, στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ύψος του συντελεστή στο 1,35 %. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 με τον ως άνω συντελεστή και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της εν λόγω απόφασης:

«Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = Άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων2020 * 0,0135 * ⅛ = EUR 11 287 677 212,56».

179    Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021 ως εξής.

180    Πρώτον, βάσει ανάλυσης προοπτικών, το ΕΣΕ καθόρισε το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, το οποίο προβλεπόταν για το τέλος της αρχικής περιόδου, σε περίπου 7,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Για να καταλήξει στο ως άνω ποσό, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, ήτοι 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ, έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξης του 4 % καθώς και τον αριθμό των περιόδων συνεισφοράς που υπολείπονταν μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, δηλαδή τρεις.

181    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε το 1 % του ως άνω ποσού των 7,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να καταλήξει στο εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου που έπρεπε να έχει επιτευχθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2023, ήτοι περίπου 75 δισεκατομμύρια ευρώ.

182    Τρίτον, το ΕΣΕ αφαίρεσε από το τελευταίο αυτό ποσό τους οικονομικούς πόρους που ήταν ήδη διαθέσιμοι στο πλαίσιο του ΕΤΕ το 2021, ήτοι περίπου 42 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στο ποσό που απέμενε να εισπραχθεί κατά τις υπολειπόμενες περιόδους συνεισφοράς μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Το ποσό αυτό ανερχόταν σε περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ.

183    Τέταρτον, το ΕΣΕ διαίρεσε το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία προκειμένου να το κατανείμει ομοιόμορφα μεταξύ των τριών υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς. Κατά τον τρόπο αυτό, το ετήσιο επίπεδο-στόχος για την περίοδο συνεισφοράς 2021 καθορίστηκε στο προαναφερθέν στη σκέψη 171 ανωτέρω ύψος, ήτοι περίπου 11,287 δισεκατομμύρια ευρώ.

184    Το ΕΣΕ υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχε δημοσιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η μέθοδος που περιγράφεται στις σκέψεις 180 έως 183 ανωτέρω και τα οποία παρείχαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τη μέθοδο με την οποία καθορίστηκε το ετήσιο επίπεδο-στόχος. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, τον Μάιο του 2021, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ενημερωτικό δελτίο με την ονομασία «Fact Sheet 2021» (στο εξής: ενημερωτικό δελτίο), στο οποίο αναγραφόταν το εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Ομοίως, το ΕΣΕ υποστήριξε ότι η πληροφορία σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων ήταν επίσης προσβάσιμη μέσω του ιστότοπού του καθώς και μέσω άλλων δημόσιων πηγών, και μάλιστα πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

185    Προκειμένου να εξεταστεί αν το ΕΣΕ τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί και μάλιστα οφείλει να λάβει υπόψη και άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας πέραν εκείνων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που οι πλημμέλειες αυτές αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

186    Προς τον σκοπό αυτό, οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την προφορική διαδικασία ως προς όλες τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου. Ειδικότερα, έχοντας ερωτηθεί ρητώς και επανειλημμένως ως προς το ζήτημα αυτό, το ΕΣΕ περιέγραψε τα επιμέρους στάδια της μεθόδου που είχε πράγματι ακολουθήσει προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021, όπως αυτά εκτίθενται στις σκέψεις 180 έως 183 ανωτέρω.

187    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία απόφασης την οποία λαμβάνει θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης πρέπει, ιδίως, να μην περιέχει αντιφάσεις, ούτως ώστε να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της απόφασης προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 20 και 45 έως 47, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

188    Ομοίως, όταν το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το σκεπτικό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι εξηγήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 45 έως 47, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψεις 54 και 55).

189    Ειδικότερα, εάν οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν προς τις εν λόγω εξηγήσεις που παρέχονται κατά την ένδικη διαδικασία, η αιτιολογία της απόφασης δεν εκπληρώνει τις λειτουργίες που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 148 και 149 ανωτέρω. Ιδίως, μια τέτοια αναντιστοιχία εμποδίζει τους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν από την άσκηση της προσφυγής, και να προετοιμάσουν την άμυνά τους υπό το πρίσμα του σκεπτικού αυτού, τον δε δικαστή της Ένωσης να εντοπίσει τις αιτιολογίες που αποτέλεσαν το πραγματικό νομικό έρεισμα της απόφασης και να εξετάσει τη συμμόρφωσή τους προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

190    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση που το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

191    Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ποσό του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του εν λόγω ποσού μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων και επομένως η αύξηση ή η μείωση του ποσού αυτού συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

192    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παράσχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο.

193    Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

194    Ειδικότερα, επισημαίνεται καταρχάς ότι ο μαθηματικός τύπος που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης παρουσιάζεται ως η βάση για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Προκύπτει όμως ότι ο τύπος αυτός δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της μεθόδου που πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 180 έως 183 ανωτέρω, το ΕΣΕ προσδιόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, αφαιρώντας από το τελικό επίπεδο-στόχο τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία. Πλην όμως τα δύο αυτά βήματα του υπολογισμού ουδόλως αποτυπώνονται στον εν λόγω μαθηματικό τύπο.

195    Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα του ΕΣΕ το οποίο συνίσταται στο ότι δημοσίευσε, τον Μάιο του 2021, το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο περιείχε εύρος τιμών όσον αφορά το πιθανό ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου, καθώς και, στον ιστότοπό του, το ποσό των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν η προσφεύγουσα γνώριζε πράγματι τα ποσά αυτά, δεν μπορούσε βάσει των εν λόγω ποσών να διαγνώσει ότι οι δύο προαναφερθείσες στη σκέψη 194 ανωτέρω μαθηματικές πράξεις είχαν όντως εκτελεστεί από το ΕΣΕ, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι ο μαθηματικός τύπος που εκτίθετο στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε καν τις ανέφερε.

196    Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,35 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον προαναφερθέντα στη σκέψη 178 ανωτέρω μαθηματικό τύπο. Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, στην προβλεπόμενη αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα υπολειπόμενα έτη της αρχικής περιόδου. Όπως όμως δέχθηκε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπον ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι αφού το ΕΣΕ υπολόγισε το ύψος αυτό κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 180 έως 183 ανωτέρω και, ιδίως, με διαίρεση δια του τρία του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων από το τελικό επίπεδο-στόχο. Πλην όμως ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

197    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του ενημερωτικού δελτίου, το ύψος του εκτιμώμενου τελικού επιπέδου-στόχου εντασσόταν σε εύρος τιμών μεταξύ 70 και 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εν λόγω εύρος τιμών τελεί σε αναντιστοιχία με το εμφαινόμενο στην αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης εύρος τιμών όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 % και 7 %. Ειδικότερα, το ΕΣΕ δήλωσε κατά την κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο‑στόχο, είχε λάβει υπόψη ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % –δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή του δεύτερου εύρους τιμών– και είχε καταλήξει κατά τον τρόπο αυτό σε εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο ύψους 75 δισεκατομμυρίων ευρώ –το οποίο αποτελούσε την υψηλότερη τιμή του πρώτου εύρους τιμών. Προκύπτει επομένως μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο εύρος τιμών. Ειδικότερα, αφενός, το εύρος τιμών που αφορά τον ρυθμό μεταβολής των καλυπτόμενων καταθέσεων περιλαμβάνει επίσης τιμές υψηλότερες του συντελεστή 4 %, οι οποίες όμως, αν είχαν εφαρμοστεί, θα συνεπάγονταν εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου υψηλότερο από εκείνα που περιλαμβάνονται στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου. Αφετέρου, είναι αδύνατο για την προσφεύγουσα να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο το ΕΣΕ περιέλαβε στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου ποσά χαμηλότερα των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ειδικότερα, για να προκύψουν τέτοια ποσά, θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος του 4 %, ο οποίος ωστόσο δεν περιλαμβάνεται στο εύρος τιμών του ρυθμού αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε χρησιμοποιήσει το σχετικό με τον ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών εύρος τιμών προκειμένου να υπολογίσει το εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο.

198    Επομένως, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και επομένως το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο.

199    Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

200    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των νομικών και οικονομικών ζητημάτων που θέτει η υπό κρίση υπόθεση, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να συνεχιστεί η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

[παραλειπόμενα]

δ)      Επί του τρίτου σκέλους, σχετικά με την αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά τη μη εφαρμογή ορισμένων δεικτών κινδύνου

212    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τη μη εφαρμογή ορισμένων δεικτών κινδύνου για τους σκοπούς του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2021.

213    Ειδικότερα, το ΕΣΕ δεν εφάρμοσε, στην απόφαση αυτή, τέσσερις δείκτες και υποδείκτες κινδύνου τους οποίους ωστόσο προβλέπει ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, ήτοι τον δείκτη «καθαρής σταθερής χρηματοδότησης» (στο εξής: δείκτης NSFR), τον δείκτη «ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που κατέχει το ίδρυμα πέραν των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων» (στο εξής: δείκτης MREL) και τους υποδείκτες «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης».

214    Ελλείψει επαρκών πληροφοριών, δεν προκύπτει σε ποιον βαθμό η μη εφαρμογή των εν λόγω δεικτών και υποδεικτών κινδύνου είχε θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο στην εκ των προτέρων εισφορά της προσφεύγουσας. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι σαφές γιατί ένα ίδρυμα όπως η προσφεύγουσα θα έπρεπε να τιμωρηθεί για τον λόγο ότι ένα άλλο ίδρυμα δεν κοινοποίησε ορισμένα στοιχεία κατά τον απαιτούμενο τρόπο, με αποτέλεσμα να μην εφαρμοστούν οι σχετικοί δείκτες και υποδείκτες κινδύνου.

215    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

216    Επισημαίνεται καταρχάς ότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι, «[ό]ταν οι πληροφορίες που απαιτούνται για έναν συγκεκριμένο δείκτη, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II [του παρόντος κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού], δεν περιλαμβάνονται στην εφαρμοστέα εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 14 [του παρόντος κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού], για το έτος αναφοράς, ο εν λόγω δείκτης κινδύνου δεν εφαρμόζεται έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η εν λόγω εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων».

217    Εν προκειμένω, το ΕΣΕ επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 29 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν είχε εφαρμόσει τους δείκτες NSFR και MREL ούτε τους υποδείκτες «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης» για τον λόγο ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, οι πληροφορίες που απαιτούνταν σε σχέση με τους εν λόγω δείκτες και υποδείκτες κινδύνου δεν ήταν διαθέσιμες υπό εναρμονισμένη μορφή ως προς όλα τα ιδρύματα.

218    Ειδικότερα, όσον αφορά τον δείκτη NSFR, το ΕΣΕ επισήμανε ότι «κανένα εναρμονισμένο δεσμευτικό πρότυπο για τον NSFR δεν [ίσχυε] στην [Ένωση] και κατά συνέπεια δεν [είχε] μπορέσει να ταυτοποιήσει δείκτες σε εθνικό επίπεδο». Σε σχέση με τον δείκτη MREL, το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι, «επειδή οι απαιτήσεις για τον MREL [είχαν] στο σύνολό τους εφαρμοστεί σταδιακά, δεν [διέθετε] στοιχεία που να του παρέχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσει τον δείκτη αυτόν ως προς κάθε ίδρυμα που συνεισφέρει στο [ΕΤΕ]». Όσον αφορά τους υποδείκτες «πολυπλοκότητα» και «δυνατότητα εξυγίανσης», το ΕΣΕ εξέθεσε ότι «τα στοιχεία που απαιτούντ[αν] σε σχέση με [τους εν λόγω υποδείκτες] δεν [ήταν] διαθέσιμα υπό εναρμονισμένη μορφή ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων κρατών μελών για το έτος αναφοράς 2019».

219    Μια τέτοια αιτιολογία παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το ΕΣΕ δεν εφάρμοσε τους εν λόγω δείκτες και υποδείκτες κινδύνου και πληροί ως εκ τούτου τις απαιτήσεις της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 148 και 149 ανωτέρω.

220    Εξάλλου, από αυτό καθεαυτό το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει στο ΕΣΕ να λάβει υπόψη τον αντίκτυπο της μη εφαρμογής δείκτη κινδύνου στο ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς του κάθε ιδρύματος. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικρίνει το ΕΣΕ για τον λόγο ότι δεν συμπεριέλαβε τέτοιες εκτιμήσεις στην προσβαλλόμενη απόφαση.

221    Επομένως, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

ε)      Επί του τετάρτου σκέλους, σχετικά με την αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά ορισμένες επιλογές στις οποίες κατά διακριτική ευχέρεια προέβη το ΕΣΕ στο πλαίσιο του καθορισμού των παραμέτρων του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών

222    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εν συνόψει, ότι η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκής καθόσον δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που του παρέσχε ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 όσον αφορά διάφορες πτυχές του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών.

223    Ειδικότερα, το ΕΣΕ έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των ΑΔΠ και δεν είναι σαφές γιατί περιόρισε το μερίδιο των ΑΔΠ στο 15 % του ποσού των ατομικών εκ των προτέρων εισφορών των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων.

224    Επιπλέον, από το άρθρο 6, παράγραφος 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και από τις αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 101, 106, 108 και 112 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ έχει διακριτική ευχέρεια για τον καθορισμό πρόσθετων δεικτών κινδύνου και για την αναβαθμονόμηση των διαφόρων δεικτών κινδύνου σε περίπτωση μη εφαρμογής ορισμένων από τους δείκτες αυτούς. Συναφώς, το νομικό πλαίσιο δεν εξασφαλίζει επαρκή σαφήνεια όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών και τα καθοριστικά κριτήρια της μεθόδου αυτής.

225    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

226    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 145 έως 153 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξέθεσε κατά τρόπο λεπτομερή και εμπεριστατωμένο τους λόγους για τους οποίους είχε περιορίσει τη χρήση των ΑΔΠ στο 15 % του ποσού των επιμέρους εκ των προτέρων εισφορών των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων. Η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε γιατί οι εξηγήσεις αυτές δεν αρκούσαν για να καταστούν κατανοητοί οι λόγοι που είχαν οδηγήσει το ΕΣΕ στο να επιβάλει έναν τέτοιο περιορισμό. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη ως προς το σημείο αυτό.

227    Το ίδιο ισχύει και για τους πρόσθετους δείκτες κινδύνου, την αναβαθμονόμηση των διαφόρων δεικτών κινδύνου καθώς και για τις άλλες πτυχές του υπολογισμού τις οποίες αναφέρει η προσφεύγουσα. Ειδικότερα, το ΕΣΕ διευκρίνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 101 της προσβαλλόμενης απόφασης, τον τρόπο με τον οποίον είχε καθορίσει τους δείκτες και τους υποδείκτες κινδύνου τους οποίους είχε εφαρμόσει στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου IV. Εξέθεσε επίσης, στις αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 29 και 94 έως 96 της προσβαλλόμενης απόφασης, τους λόγους για τους οποίους είχε κρίνει αναγκαίο να μην εφαρμόσει ορισμένους δείκτες κινδύνου (βλ. σκέψεις 217 και 218 ανωτέρω) και να προβεί στις συνακόλουθες αναβαθμονομήσεις των διαφόρων δεικτών κινδύνου. Τέλος, το ΕΣΕ υπέδειξε, στις αιτιολογικές σκέψεις 108 και 112 της προσβαλλόμενης απόφασης, τον τρόπο με τον οποίο είχε αναβαθμονομήσει τους πρωτογενείς δείκτες κινδύνου σύμφωνα με το παράρτημα I, «Βήμα 3», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και τον τρόπο με τον οποίο είχε εφαρμόσει αρνητικό ή θετικό πρόσημο σε κάθε δείκτη κινδύνου σύμφωνα με το παράρτημα I, «Βήμα 4», του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε για ποιον λόγο θεωρεί ανεπαρκή την αιτιολογία που παρατίθεται στις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης.

228    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν είναι αρκούντως σαφής όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών και τα καθοριστικά κριτήρια της μεθόδου αυτής. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι η αιτίαση αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιό της, η προσφεύγουσα προβάλλει έλλειψη νομιμότητας των άρθρων 4 έως 7 και 9 καθώς και του παραρτήματος I του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί σε τι συνίσταται η έλλειψη νομιμότητας των διατάξεων αυτών. Συναφώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο ουδόλως τεκμηριώνεται, ότι ο εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός παρέχει στο ΕΣΕ ευρεία διακριτική ευχέρεια δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα των εν λόγω διατάξεων.

229    Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

στ)    Επί του πέμπτου σκέλους, σχετικά με την αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά άλλες πτυχές του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας

230    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει την υποχρέωση αιτιολόγησης διότι ο τρόπος με τον οποίο το ΕΣΕ υπολόγισε την εκ των προτέρων εισφορά της δεν είναι διαφανής και κατανοητός.

231    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

1)      Επί του ακατανόητου και μη επαληθεύσιμου χαρακτήρα του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών

232    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται σε γενικές εκτιμήσεις σχετικά με τη μέθοδο συλλογής δεδομένων και υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών. Ειδικότερα, το κείμενο της απόφασης δεν περιέχει κανένα στοιχείο όσον αφορά τον συγκεκριμένο υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας. Ιδίως, τα παραρτήματα της εν λόγω απόφασης περιέχουν μόνο τελικά αποτελέσματα, γεγονός που καθιστά τον υπολογισμό της εισφοράς ακατανόητο και μη επαληθεύσιμο. Επιπλέον, τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα είναι ακατάλληλα, καθόσον στερούνται αποδεικτικής δύναμης, και δεν μπορούν να χρησιμεύσουν προς επεξήγηση ή δικαιολόγηση λόγω των ανεξήγητων διακυμάνσεων ορισμένων τιμών από έτος σε έτος. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο και οι εθνικές αρχές εξυγίανσης δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τον υπολογισμό στον οποίο προέβη το ΕΣΕ. Ειδικότερα, η Αρχή εποπτείας των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν αιτιολόγησε, στην πράξη επιβολής εισφοράς, τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς, αλλά απλώς παρέπεμψε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ομοίως, επιβεβαίωσε ότι δεν κατανοούσε ούτε η ίδια την απόφαση αυτή.

233    Συναφώς, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 15 ανωτέρω, το παράρτημα I της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχει το ατομικό δελτίο της προσφεύγουσας, στο οποίο παρατίθενται όχι μόνο τα κοινά δεδομένα που προσδιορίστηκαν από το ΕΣΕ μέσω άθροισης ή συνδυασμού των δεδομένων όλων των ιδρυμάτων, αλλά και όλα τα ατομικά δεδομένα της προσφεύγουσας που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, όπως το ύψος της βασικής ετήσιας συνεισφοράς της, οι τιμές των δεικτών κινδύνου της προσφεύγουσας καθώς και η κατάταξή της στα αντίστοιχα κελιά με βάση τις τιμές αυτές. Επιπλέον, από το παράρτημα II της απόφασης προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί για τον αριθμό των κελιών που αντιστοιχούσαν σε κάθε δείκτη κινδύνου καθώς και για τις οριακές τιμές των κελιών αυτών. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 159 ανωτέρω, η προσφεύγουσα ήταν μεταξύ άλλων σε θέση να επαληθεύσει, βάσει των δεδομένων του παραρτήματος I της εν λόγω απόφασης σε συνδυασμό με τα δεδομένα του παραρτήματος II της ίδιας απόφασης, αν η ίδια είχε καταταγεί στα σωστά κελιά σε σχέση με το σύνολο των λοιπών ιδρυμάτων.

234    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον το ΕΣΕ απέστειλε στην προσφεύγουσα, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ένα εργαλείο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών προκειμένου να της παράσχει τη δυνατότητα να υπολογίσει σε προγενέστερο χρόνο την εκ των προτέρων εισφορά της. Το εργαλείο αυτό περιείχε, αφενός, τους αλγόριθμους που χρησιμοποιεί το ΕΣΕ για την εκτέλεση των προκαταρκτικών υπολογισμών και, αφετέρου, τα κοινά δεδομένα που συνάγει το ΕΣΕ κατόπιν άθροισης ή συνδυασμού των ατομικών δεδομένων όλων των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων. Κατά τον τρόπο αυτό, η προσφεύγουσα, εισάγοντας τα ατομικά της δεδομένα στα κατάλληλα πεδία του εν λόγω εργαλείου, μπορούσε να υπολογίσει βήμα προς βήμα την ατομική εκ των προτέρων εισφορά της σύμφωνα με τους προκαταρκτικούς υπολογισμούς που είχε πραγματοποιήσει το ΕΣΕ για τις εκ των προτέρων εισφορές όσον αφορά την περίοδο συνεισφοράς 2021.

235    Είναι αληθές ότι, όσον αφορά τα δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων τα οποία χρησιμοποίησε το ΕΣΕ στο πλαίσιο των βημάτων του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως τα βήματα αυτά καθορίζονται στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, έχοντας ως αντικείμενο τον «διακριτό χαρακτήρα των δεικτών» (βήμα 2), την «ένταξη του αποδοθέντος προσήμου» (βήμα 4) και τον «υπολογισμό των ετήσιων εισφορών» (βήμα 6), τα παραρτήματα I και II της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχουν μόνον τα κοινά δεδομένα που συνήγαγε το ΕΣΕ μέσω άθροισης ή συνδυασμού των ατομικών δεδομένων όλων των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων. Εντούτοις, από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 157 ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ δεν υποχρεούται να γνωστοποιήσει στα ιδρύματα τον πλήρη υπολογισμό στον οποίον προέβη για να συναγάγει τα εν λόγω κοινά δεδομένα, καθόσον τούτο θα συνεπαγόταν τη γνωστοποίηση δεδομένων που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο σχετικά με την οικονομική κατάσταση εκάστου από τα λοιπά ενδιαφερόμενα ιδρύματα.

236    Τέλος, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έχουν καμία «χρησιμότητα για σκοπούς επεξήγησης ή δικαιολόγησης» λόγω δήθεν ακατανόητων διακυμάνσεων ορισμένων τιμών από έτος σε έτος. Ειδικότερα, απλώς και μόνο το γεγονός ότι ορισμένες τιμές που προκύπτουν από την άθροιση ή τον συνδυασμό των δεδομένων ενός μεγάλου αριθμού ιδρυμάτων ενδέχεται να διαφέρουν από έτος σε έτος δεν μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά την αξιοπιστία, για τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα, όλων των δεδομένων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I και II της προσβαλλόμενης απόφασης.

237    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο υπολογισμός της βασικής ετήσιας συνεισφοράς της και του πολλαπλασιαστή προσαρμογής της είναι ακατανόητος. Συναφώς, η τιμή του εν λόγω πολλαπλασιαστή είναι υπερβολικά υψηλή παρά τις άριστες διεθνείς αξιολογήσεις της προσφεύγουσας, το ανώτερο του μέσου όρου των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων προφίλ κινδύνου της και το σχετικά μειωμένης πολυπλοκότητας επιχειρηματικό μοντέλο της. Ιδίως, η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το επίπεδο του πολλαπλασιαστή προσαρμογής της που υπολογίστηκε με γνώμονα την εθνική βάση είναι υψηλό, [απόρρητο] (2).

238    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η τιμή του πολλαπλασιαστή προσαρμογής προκύπτει από υπολογισμό ο οποίος στηρίζεται στη μέθοδο που περιγράφεται στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και αναλύεται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 93 έως 121 της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και στο ατομικό δελτίο της προσφεύγουσας, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της απόφασης αυτής. Πλην όμως η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο συγκεκριμένα στοιχεία προς απόδειξη του ακατανόητου ή ασυνεπούς χαρακτήρα της μεθόδου αυτής και των δεδομένων που περιλαμβάνονται στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης ή στο ατομικό δελτίο.

239    Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι οι δείκτες κινδύνου, όπως περιγράφονται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 93 έως 100 της προσβαλλόμενης απόφασης, σταθμίζονται στο πλαίσιο καθενός από τους τέσσερις πυλώνες κινδύνου και δεδομένου ότι οι τέσσερις πυλώνες κινδύνου επίσης σταθμίζονται, ορισμένοι δείκτες κινδύνου έχουν μικρότερη βαρύτητα για το αποτέλεσμα του υπολογισμού του πολλαπλασιαστή προσαρμογής σε σχέση με άλλους τέτοιους δείκτες. [απόρρητο] Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα κακώς υποστηρίζει ότι η τιμή του πολλαπλασιαστή προσαρμογής της είναι ανεξήγητα υψηλή.

240    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη καθόσον δεν επιτρέπει να γίνει κατανοητός ο λόγος για τον οποίο η εκ των προτέρων εισφορά της για την περίοδο συνεισφοράς 2021 αυξήθηκε κατά [απόρρητο] σε σύγκριση με την εκ των προτέρων εισφορά της για την περίοδο συνεισφοράς 2020, ενώ το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων στην Αυστρία αυξήθηκε μόνον κατά 5,08 %, το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων της προσφεύγουσας αυξήθηκε μόνον κατά [απόρρητο], οι δείκτες προσαρμογής κινδύνου της προσφεύγουσας αυξήθηκαν μόνον κατά [απόρρητο], το τελικό ποσό των εκ των προτέρων εισφορών για το σύνολο της τραπεζικής ένωσης αυξήθηκε μόνον κατά 13 % και η επιχειρηματική δραστηριότητα της προσφεύγουσας παρέμεινε αμετάβλητη.

241    Συναφώς, από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 149 ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτιολογία μιας πράξης της Ένωσης δεν χρειάζεται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία. Ιδίως, η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει το ΕΣΕ δεν φθάνει μέχρι του σημείου να απαιτείται από το ΕΣΕ να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους μια εκ των προτέρων εισφορά αυξήθηκε σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

242    Εξάλλου, από την όλη οικονομία της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών προκύπτει ότι το ύψος τους εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών καθώς και από το προφίλ κινδύνου όλων των ως άνω ιδρυμάτων. Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η αύξηση της εκ των προτέρων εισφοράς της από το ένα έτος στο άλλο δεν θα τελεί κατ’ ανάγκην σε αναλογία προς την αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων στην Αυστρία, την αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων της προσφεύγουσας ή την αύξηση του πολλαπλασιαστή προσαρμογής της.

243    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ακριβείς λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας, παρά τις περιστάσεις που αναφέρει η ίδια, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πληροφορίες χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο η ατομική της κατάσταση ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 150 έως 159 ανωτέρω.

244    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η κατάταξη των ιδρυμάτων στα κελιά είναι δυσνόητη και προκαλεί σημαντικές στρεβλώσεις καθώς και εσφαλμένα αποτελέσματα. Ιδίως δεν διευκρινίζεται ο λόγος για τον οποίο, στο πλαίσιο του δείκτη κινδύνου «μόχλευση», δεν έχει καταταγεί ο ίδιος αριθμός ιδρυμάτων σε κάθε κελί. Η κατανομή των ιδρυμάτων στα κελιά είναι επίσης ακατανόητη όσον αφορά τον δείκτη κινδύνου «σταθμισμένα βάσει του κινδύνου της αγοράς στοιχεία ενεργητικού, διαιρούμενα διά του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας l», ο οποίος εμπίπτει στον πυλώνα κινδύνου IV, διότι τα ιδρύματα δεν έχουν καταταγεί ούτε στο εν λόγω κελί κατά τρόπο ισότιμο και δικαιολογημένο. Το ίδιο ισχύει και για άλλους δείκτες κινδύνου, όπως ο δείκτης «σταθμισμένα βάσει του κινδύνου της αγοράς στοιχεία ενεργητικού, διαιρούμενα διά του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού». Επομένως, είναι αδύνατο να γίνει οριστική εκτίμηση του κατά πόσον ο καθορισμός των κελιών και η κατανομή των ιδρυμάτων στα κελιά διενεργήθηκαν ορθώς από το ΕΣΕ και του κατά πόσον η κατάταξη της προσφεύγουσας είναι εύλογη.

245    Πιο συγκεκριμένα, το ΕΣΕ όφειλε να γνωστοποιήσει, ενδεχομένως με ανωνυμοποιημένη μορφή, τα δεδομένα κάθε ιδρύματος που είχαν χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των πρωτογενών δεικτών, ούτως ώστε η προσφεύγουσα να μπορεί να επαληθεύσει αν ιδρύματα τα οποία είχαν υποβάλει συγκρίσιμα στοιχεία είχαν καταταγεί σε παρόμοια κελιά.

246    Συναφώς, όσον αφορά καταρχάς την αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με το γεγονός ότι δεν κατετάγη ο ίδιος αριθμός ιδρυμάτων σε κάθε κελί όσον αφορά τον δείκτη κινδύνου «μόχλευση», επισημαίνεται ότι το ΕΣΕ εξήγησε επαρκώς, στην αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλόμενης απόφασης, τους λόγους μιας τέτοιας κατανομής, αναφέροντας ότι σκοπός της κατανομής αυτής ήταν να αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα ιδρύματα που εμφάνιζαν την ίδια τιμή για έναν πρωτογενή δείκτη κινδύνου να καταταγούν σε διαφορετικά κελιά και κατά συνέπεια τα ιδρύματα που εμφάνιζαν την ίδια τιμή για τον εν λόγω δείκτη κατετάγησαν στο ίδιο κελί, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να καταταγεί διαφορετικός αριθμός ιδρυμάτων στο κάθε κελί.

247    Στη συνέχεια, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 150 έως 159 ανωτέρω, η προσφεύγουσα εσφαλμένως υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ έπρεπε να της είχε παράσχει τη δυνατότητα να ελέγξει πλήρως τον καθορισμό του αριθμού των κελιών και την κατάταξη των ιδρυμάτων στα κελιά, διότι μια τέτοια προσέγγιση θα συνεπαγόταν την κοινοποίηση στην προσφεύγουσα δεδομένων των λοιπών ιδρυμάτων που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο.

248    Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι, σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ΕΣΕ δεν υποχρεούται να γνωστοποιεί, για κάθε ενδιαφερόμενο ίδρυμα, το σύνολο των δεδομένων που του έχουν παρασχεθεί από το εν λόγω ίδρυμα ή την κατάταξή του στα διάφορα κελιά στο πλαίσιο του κάθε δείκτη κινδύνου, αντικαθιστώντας απλώς την επωνυμία κάθε ιδρύματος με ψευδώνυμο. Ειδικότερα, όπως εξήγησε το ΕΣΕ, χωρίς σοβαρό αντίλογο ως προς το σημείο αυτό, μια τέτοια μέθοδος δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι τα ιδρύματα δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν με βάση τα κατ’ αυτόν τον τρόπο κοινοποιούμενα δεδομένα. Πράγματι, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ορισμένα ιδρύματα, έστω και ψευδωνυμοποιημένα, να μπορούν παρά ταύτα να ταυτοποιηθούν λόγω των ατομικών δεδομένων που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί, ιδίως στην περίπτωση μεγάλων ιδρυμάτων και κρατών μελών με λίγα μόνο ιδρύματα.

249    Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας σχετικά με άλλες στρεβλώσεις όσον αφορά την κατανομή σε κελιά στο πλαίσιο των διαφόρων πυλώνων κινδύνου, ακόμη και αν θεωρηθούν παραδεκτές υπό το φως της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 27 έως 30 ανωτέρω, αφορούν ζήτημα ουσίας και όχι την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

2)      Επί της μη παροχής των ατομικών δεδομένων των λοιπών ιδρυμάτων

250    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκής καθόσον δεν παρέχει τα ατομικά δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων, χωρίς τα οποία τής είναι αδύνατον να επαληθεύσει τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της. Τα δεδομένα που κοινοποιούνται από τα ιδρύματα σύμφωνα με το παράρτημα II του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν είναι στην πραγματικότητα εμπιστευτικά, διότι είναι προσιτά στο κοινό ή προκύπτουν από δημοσιευμένες πληροφορίες όπως οι εκθέσεις δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων.

251    Επομένως, το ΕΣΕ δεν στάθμισε προσεκτικά την υποχρέωση αιτιολόγησης με την απαίτηση προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, προβλέποντας, για παράδειγμα, κατάλληλη διαδικασία εξέτασης των φακέλων η οποία θα είχε παράσχει δυνατότητα πλήρους κοινοποίησης των δεδομένων που είχαν χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να καλέσει το ΕΣΕ να προσκομίσει όλα τα έγγραφα που ασκούν επιρροή στον υπολογισμό αυτό.

252    Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το ΕΣΕ δεν τήρησε τις απαιτήσεις που απορρέουν από την υποχρέωση αιτιολόγησης τις οποίες καθόρισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ (C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601), διότι δεν της παρέσχε όλα τα στοιχεία υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της τα οποία θα μπορούσε να είχε παράσχει χωρίς να παραβιάσει το επιχειρηματικό απόρρητο. Συναφώς, το Δικαστήριο δεν προέβη σε εξαντλητική απαρίθμηση όλων των στοιχείων που πρέπει να γνωστοποιήσει το ΕΣΕ.

253    Κατά την προσφεύγουσα, το ΕΣΕ οφείλει καταρχάς να αποδείξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα κάθε στοιχείου το οποίο δεν γνωστοποίησε και το οποίο είναι αναγκαίο για την επαλήθευση του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών.

254    Στη συνέχεια, όσον αφορά την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου, δεν υφίσταται, ως προς ορισμένα από τα δεδομένα που δεν κοινοποιήθηκαν από το ΕΣΕ, κανένας κίνδυνος να θιγούν τα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων από τη γνωστοποίηση των δεδομένων αυτών. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, όσον αφορά τους πολλαπλασιαστές προσαρμογής του κάθε ιδρύματος.

255    Εξάλλου, τα δεδομένα επί των οποίων στηρίζεται ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2021 χρονολογούνται από το 2019, δηλαδή τρία σχεδόν έτη πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, με αποτέλεσμα να έχουν πλήρως απολέσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους. Ειδικότερα, τα δεδομένα που γνωστοποιούν τα ιδρύματα παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις από έτος σε έτος και, ως εκ τούτου, δεν έχουν καμία πρακτική χρησιμότητα για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των ιδρυμάτων.

256    Τέλος, τα δεδομένα που δεν παρέχουν δυνατότητα ταυτοποίησης των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων όλων των συγκεντρωτικών δεδομένων που χρησιμοποιούνται στα διάφορα βήματα του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, πρέπει οπωσδήποτε να γνωστοποιούνται. Το ΕΣΕ μπορούσε ιδίως να έχει κοινοποιήσει τις συνολικές υποχρεώσεις κάθε ιδρύματος καθώς και τον πολλαπλασιαστή προσαρμογής του απαλείφοντας την επωνυμία του ιδρύματος, χωρίς να αποκαλύψει εμπιστευτικά δεδομένα. Κατά τον τρόπο αυτό, τα ιδρύματα μπορούσαν να έχουν προβεί σε σύγκριση με άλλα ιδρύματα παρόμοιου μεγέθους, προκειμένου να εκτιμήσουν αν η στάθμιση του κινδύνου ανταποκρινόταν στην πραγματική οικονομική τους κατάσταση και να επαληθεύσουν την κατάταξη των ιδρυμάτων στα κελιά.

257    Στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρατήρησε ότι «τα επιχειρηματικά απόρρητα των ιδρυμάτων –δηλαδή όλες οι πληροφορίες σχετικά με την επαγγελματική δραστηριότητα των ιδρυμάτων οι οποίες, σε περίπτωση γνωστοποίησης σε ανταγωνιστή και/ή σε ευρύτερο κοινό, θα μπορούσαν να βλάψουν σοβαρά τα συμφέροντα των ιδρυμάτων– θεωρούντ[αν] ως εμπιστευτικές πληροφορίες». Πρόσθεσε ότι, «[σ]το πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών […], οι ατομικές πληροφορίες τις οποίες είχαν παράσχει τα ιδρύματα με τα έντυπα των [εκθέσεών τους] […], στις οποίες στηρ[ιζόταν] για να υπολογίσει την εκ των προτέρων εισφορά τους, θεωρούντ[αν] ως επιχειρηματικά απόρρητα».

258    Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 92 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ επισήμανε ότι του απαγορευόταν να «γνωστοποιήσει τα δεδομένα του κάθε ιδρύματος που αποτελ[ούσαν] τη βάση των υπολογισμών της [εν λόγω απόφασης]», ενώ του επιτρεπόταν να «γνωστοποιήσει τα συγκεντρωτικά και κοινά δεδομένα, στο μέτρο που τα δεδομένα αυτά [ήταν] σωρευτικά». Πάντως, κατά την εν λόγω απόφαση, στα ιδρύματα εξασφαλιζόταν «πλήρης διαφάνεια όσον αφορά τον υπολογισμό της [βασικής ετήσιας συνεισφοράς] τους και του πολλαπλασιαστή προσαρμογής τους» για τα βήματα του υπολογισμού της συνεισφοράς αυτής τα οποία αφορούσαν τον «υπολογισμό των πρωτογενών δεικτών» (βήμα 1), την «αναβαθμονόμηση των δεικτών» (βήμα 3) και τον «υπολογισμό του σύνθετου δείκτη» (βήμα 5). Επιπλέον, τα ιδρύματα ήταν σε θέση να λάβουν γνώση των «κοινών δεδομένων που είχαν χρησιμοποιηθεί αδιακρίτως από το ΕΣΕ για όλα τα ιδρύματα κατόπιν προσαρμογής με βάση το προφίλ κινδύνου τους» για τα βήματα του υπολογισμού που αφορούσαν τον «διακριτό χαρακτήρα των δεικτών» (βήμα 2), την «ένταξη του αποδοθέντος προσήμου» (βήμα 4) και τον «υπολογισμό των ετήσιων εισφορών» (βήμα 6).

259    Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η ίδια η αρχή της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως αυτή απορρέει από την οδηγία 2014/59 και τον κανονισμό 806/2014, συνεπάγεται τη χρήση, εκ μέρους του ΕΣΕ, δεδομένων που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο και τα οποία δεν μπορούν να παρατεθούν στην αιτιολογία της απόφασης περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 114).

260    Δεύτερον, σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν απαιτεί από το ΕΣΕ να συμπεριλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση λεπτομερείς εκτιμήσεις που να αποδεικνύουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα κάθε κατηγορίας δεδομένων που κοινοποιούν τα ιδρύματα.

261    Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 149 ανωτέρω, δεν απαιτείται να παραθέτει η αιτιολογία μιας πράξης εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων τα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη.

262    Πλην όμως, αφενός, από τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ θεώρησε ότι όλα τα δεδομένα που είχαν δηλωθεί από το κάθε ίδρυμα καλύπτονταν στο σύνολό τους από το επιχειρηματικό απόρρητο, καθόσον η γνωστοποίηση των δεδομένων αυτών σε ανταγωνιστή ή σε ευρύτερο κοινό θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου ιδρύματος.

263    Αφετέρου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα παρέσχε τα δικά της δεδομένα για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, είχε πλήρη γνώση της φύσης και των γενικών χαρακτηριστικών της κάθε κατηγορίας των εν λόγω δεδομένων. Ως εκ τούτου, ήταν, μεταξύ άλλων, σε θέση να εκτιμήσει σε ποιο βαθμό καθεμία από τις εν λόγω κατηγορίες δεδομένων μπορούσε να περιλαμβάνει εμπιστευτικές πληροφορίες.

264    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοήσει και, αν χρειαζόταν, να αμφισβητήσει τους λόγους για τους οποίους το ΕΣΕ είχε θεωρήσει ότι τα ατομικά δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων καλύπτονταν από το επιχειρηματικό απόρρητο. Μπορούσε ιδίως να αμφισβητήσει, με βάση τη φύση και τα γενικά χαρακτηριστικά της κάθε κατηγορίας των δεδομένων αυτών, την εκτίμηση του ΕΣΕ που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία τα εν λόγω δεδομένα είχαν απόρρητο χαρακτήρα και η γνωστοποίησή τους μπορούσε να βλάψει σοβαρά τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου ιδρύματος. Επομένως, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της όλα τα αναγκαία στοιχεία για να μπορέσει να επικρίνει την εκ μέρους του ΕΣΕ μη τήρηση των επιταγών που έχει προσδιορίσει το Δικαστήριο όσον αφορά τη στάθμιση της υποχρέωσης αιτιολόγησης με την αρχή της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, όπως αυτές υπενθυμίζονται στις σκέψεις 155, 158 και 159 ανωτέρω.

265    Τρίτον, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι τα ατομικά δεδομένα των ιδρυμάτων δεν είναι στην πραγματικότητα εμπιστευτικά διότι πρόκειται για δημοσίως προσβάσιμα δεδομένα.

266    Συναφώς, αφενός, η προσφεύγουσα επισήμανε, προς στήριξη του επιχειρήματός της, ότι μεγάλος αριθμός δεδομένων που είχαν κοινοποιηθεί από τα ιδρύματα είχαν καταστεί γνωστά στο πλαίσιο των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), παραδείγματος χάριν «δεδομένα σχετικά με το κεφάλαιο (μετοχικό κεφάλαιο, ίδια κεφάλαια, δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών, κ.λπ.), ο δείκτης χρέους, καθώς και διάφορα ποσά θέσης κινδύνου (πιστωτικός κίνδυνος, τιτλοποίηση, κίνδυνος αγοράς, λειτουργικός κίνδυνος κ.λπ.)». Επιπλέον, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η ΕΑΤ διενεργεί ετήσιες ασκήσεις διαφάνειας σε ενωσιακό επίπεδο, στο πλαίσιο των οποίων δημοσιεύει μεταξύ άλλων «τα λεπτομερή δεδομένα που κάθε ιδρύματος όσον αφορά τη θέση του στην αγορά, τα ποσά των θέσεων κινδύνου [ή] τους δείκτες ιδίων κεφαλαίων».

267    Επισημαίνεται πάντως ότι η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων την οποία διεξήγαγε η ΕΑΤ το 2018 σε ενωσιακό επίπεδο και οι ετήσιες ασκήσεις διαφάνειας, στις οποίες παραπέμπει η προσφεύγουσα, αφορούν μόνον περιορισμένο αριθμό ιδρυμάτων, καθώς και περιορισμένο αριθμό δεδομένων, τα οποία είναι πολύ λιγότερα από εκείνα που κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως άλλωστε δέχθηκε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα δεδομένα που είχαν δημοσιευθεί στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ΕΑΤ αφορούσαν όλα τα ιδρύματα που υπόκεινται στην υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών.

268    Αφετέρου, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στο γεγονός ότι σκοπός των ετήσιων ασκήσεων διαφάνειας για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 267 ανωτέρω ήταν να συμπληρώσουν τις δημοσιοποιήσεις των δεδομένων από τα ιδρύματα βάσει ιδίως των άρθρων 431 έως 455 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1), καθώς και βάσει του άρθρου 106 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338). Συναφώς όμως η προσφεύγουσα περιορίστηκε να παραπέμψει απλώς στις διατάξεις αυτές, χωρίς να εξηγήσει ποια συγκεκριμένα ατομικά δεδομένα των ιδρυμάτων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών αποτελούσαν υποχρεωτικώς, βάσει των διατάξεων αυτών, δημοσίως προσβάσιμα δεδομένα κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

269    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε και κατά μείζονα λόγο δεν απέδειξε ότι όλα τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό ενός τουλάχιστον δείκτη κινδύνου, ο υπολογισμός του οποίου απαιτούσε τον συνδυασμό πλειόνων κατηγοριών δεδομένων, αποτελούσαν δημοσίως προσβάσιμα δεδομένα κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

270    Τέταρτον, το γεγονός ότι τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2021 αφορούν το έτος 2019 δεν σημαίνει ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης τα δεδομένα αυτά είχαν παύσει να καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο. Ομοίως, δεν αποδεικνύεται ότι η γνωστοποίηση με την προσβαλλόμενη απόφαση του συνόλου των δεδομένων που είχαν δηλωθεί από το κάθε ίδρυμα ήταν ανίκανη, απλώς και μόνον λόγω της παρέλευσης του χρόνου, να θίξει το επιχειρηματικό απόρρητο. Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι τέτοια δεδομένα υπόκεινται σε διακυμάνσεις από έτος σε έτος δεν αποτελεί απόδειξη ότι, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, τα εν λόγω δεδομένα είχαν απολέσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους.

271    Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει βεβαίως ότι, σε περίπτωση που οι πληροφορίες οι οποίες ενδεχομένως αποτέλεσαν κατά το παρελθόν επιχειρηματικό απόρρητο χρονολογούνται από πέντε και πλέον ετών, θεωρούνται καταρχήν, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, ως παρωχημένες και έχουσες απολέσει, ως εκ τούτου, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, ο διάδικος που επικαλείται τον χαρακτήρα αυτόν αποδείξει ότι, παρά την παλαιότητά τους, οι πληροφορίες αυτές εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής θέσης του ή της εμπορικής θέσης ενδιαφερομένων τρίτων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2021 είχαν, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, παλαιότητα μικρότερη των τριών ετών.

272    Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ΕΣΕ όφειλε να γνωστοποιήσει, σε ανωνυμοποιημένη μορφή, τις τιμές του πολλαπλασιαστή προσαρμογής και των συνολικών υποχρεώσεων του κάθε ιδρύματος, από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 150 έως 159 ανωτέρω προκύπτει ότι, όσον αφορά τα δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων, το ΕΣΕ υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του ενδιαφερομένου ιδρύματος επαρκείς πληροφορίες ώστε το ίδρυμα αυτό να είναι σε θέση να κατανοήσει, κατ’ ουσίαν, με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη η ατομική του κατάσταση για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς του, σε σχέση με την κατάσταση όλων των λοιπών ιδρυμάτων. Πιο συγκεκριμένα, στο ΕΣΕ εναπόκειται να δημοσιεύσει ή να διαβιβάσει στο εν λόγω ίδρυμα, υπό συγκεντρωτική και ανωνυμοποιημένη μορφή, τις πληροφορίες σχετικά με τα ιδρύματα οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της εισφοράς, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές μπορούν να κοινοποιηθούν χωρίς να θιγεί το επιχειρηματικό απόρρητο.

273    Ανεξαρτήτως όμως του ζητήματος αν, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι τιμές των συνολικών υποχρεώσεων και του πολλαπλασιαστή προσαρμογής του κάθε ιδρύματος καλύπτονταν από το επιχειρηματικό απόρρητο, πρέπει να σημειωθεί, αφενός, ότι οι συνολικές υποχρεώσεις κάθε ιδρύματος αποτελούν αναγκαίο στοιχείο για το πρώτο βήμα του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, ήτοι τον καθορισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, εξυπακουομένου ότι η συνεισφορά αυτή πρέπει στη συνέχεια να προσαρμόζεται με βάση το προφίλ κινδύνου κάθε ιδρύματος βάσει άλλων ατομικών δεδομένων των ιδρυμάτων. Αφετέρου, ο πολλαπλασιαστής προσαρμογής συνιστά ενδιάμεση τιμή που προκύπτει από πλείονα βήματα του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών και ενσωματώνει όλους τους δείκτες κινδύνου που έχει χρησιμοποιήσει το ΕΣΕ κατά τον υπολογισμό αυτόν. Επομένως, ο εν λόγω πολλαπλασιαστής αντιπροσωπεύει το συνολικό προφίλ κινδύνου κάθε ιδρύματος, το οποίο βασίζεται σε όλους τους δείκτες κινδύνου και κατά τα λοιπά δεν έχει άμεση σχέση με το ποσό των συνολικών υποχρεώσεων του ιδρύματος.

274    Υπό τις συνθήκες αυτές, η γνωστοποίηση των τιμών των συνολικών υποχρεώσεων και του πολλαπλασιαστή προσαρμογής κάθε ιδρύματος δεν θα είχε παράσχει τη δυνατότητα να επιτευχθεί, χωρίς αποκάλυψη όλων των λοιπών ατομικών δεδομένων των ιδρυμάτων, ο επιδιωκόμενος από την προσφεύγουσα σκοπός της σύγκρισης της κατάστασής της με την κατάσταση των λοιπών ιδρυμάτων παρόμοιου μεγέθους προκειμένου να επαληθευτεί ο υπολογισμός της βασικής ετήσιας συνεισφοράς της όπως έχει προσαρμοστεί με βάση το προφίλ κινδύνου της προσφεύγουσας. Ομοίως, σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η γνωστοποίηση των τιμών αυτών και μόνο δεν θα είχε καταστήσει δυνατό να επαληθευτεί η κατάταξη των ιδρυμάτων στα κελιά.

275    Κατά συνέπεια, η τιμή του πολλαπλασιαστή προσαρμογής και οι συνολικές υποχρεώσεις του κάθε ιδρύματος δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία χωρίς τα οποία τα ιδρύματα δεν μπορούν να κατανοήσουν, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίο η ατομική τους κατάσταση ελήφθη υπόψη σε σχέση με την κατάσταση όλων των λοιπών ενδιαφερομένων ιδρυμάτων.

276    Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη καθόσον δεν περιέχει ατομικά στοιχεία των λοιπών ιδρυμάτων βάσει των οποίων θα μπορούσε να επαληθευτεί ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς της.

3)      Σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της συνιστώσας που αντιστοιχεί στο συνολικό ύψος των εκ των προτέρων εισφορών των ιδρυμάτων του κράτους μέλους, όπως αυτή υπολογίζεται σε εθνική βάση, και της συνιστώσας που αντιστοιχεί στο εν λόγω ποσό, όπως αυτή υπολογίζεται σε ενωσιακή βάση

277    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δικαιολογεί, όσον αφορά το συνολικό ύψος των εκ των προτέρων εισφορών όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος κάθε συμμετέχοντος κράτους μέλους, τις διαφορές μεταξύ των εν λόγω κρατών μελών όσον αφορά τη σχέση μεταξύ, αφενός, της συνιστώσας που αντιστοιχεί στο ως άνω ποσό, όπως αυτή υπολογίζεται σε εθνική βάση, και, αφετέρου, της συνιστώσας που αντιστοιχεί στο ίδιο ποσό, όπως αυτή υπολογίζεται σε ενωσιακή βάση. Ειδικότερα, για ορισμένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η συνιστώσα που βασίζεται στην εθνική βάση είναι υψηλότερη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, από τη συνιστώσα που βασίζεται στην ενωσιακή βάση, ενώ για άλλα ισχύει το αντίστροφο. Επιπλέον, από την ανάλυση των συγκεντρωτικών τιμών μπορεί να συναχθεί ότι ορισμένα κράτη μέλη χρηματοδοτούν την πλειονότητα των εισφορών που υπολογίζονται σε ενωσιακή βάση.

278    Συναφώς, παρατηρείται ότι το ΕΣΕ εξήγησε, στην αιτιολογική σκέψη 60 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, «[γ]ια τον υπολογισμό του μέρους των ετήσιων εισφορών το οποίο βασίζεται στην εθνική βάση, [...] το επίπεδο-στόχος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό αυτό [είχε καθοριστεί] σε εθνική βάση λαμβανομένων υπόψη μόνο των καλυπτόμενων καταθέσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους», ενώ τα δεδομένα των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των άλλων συμμετεχόντων κρατών μελών δεν είχαν ληφθεί υπόψη.

279    Αντιστρόφως, κατά την αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλόμενης απόφασης, «[γ]ια τον υπολογισμό του μέρους των ετήσιων εισφορών [το οποίο βασίζεται στην ενωσιακή βάση] [...], το ετήσιο επίπεδο-στόχος καθορίζεται με βάση τις καλυπτόμενες καταθέσεις όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη».

280    Εξ αυτού συνάγεται ότι οι διαφορές και οι αποκλίσεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα οφείλονται στο ότι ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών σε εθνική βάση και ο υπολογισμός των εισφορών αυτών σε ενωσιακή βάση στηρίζονται αντιστοίχως σε διαφορετικά δεδομένα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει το ΕΣΕ δεν φθάνει σε σημείο τέτοιο ώστε να πρέπει το ΕΣΕ να εξηγήσει περαιτέρω τις διαφορές μεταξύ του υπολογισμού των εισφορών, αφενός, σε εθνική βάση και, αφετέρου, σε ενωσιακή βάση.

4)      Επί της αιτιολόγησης σχετικά με τις διορθώσεις των δεδομένων των λοιπών ιδρυμάτων

281    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα να ελέγξουν τον αντίκτυπο που είχαν οι διορθώσεις των δεδομένων των λοιπών ιδρυμάτων επί του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2021, διότι το ΕΣΕ δεν αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των ιδρυμάτων που κοινοποίησαν δεδομένα τα οποία εν συνεχεία διορθώθηκαν ούτε τις συνέπειες που είχαν οι διορθώσεις για το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών. Συναφώς, οι υπολογισμοί του ΕΣΕ είναι επιρρεπείς σε σφάλματα. Συγκεκριμένα, ορισμένα ιδρύματα μάλιστα δήλωσαν ότι «ίσως» είχαν κοινοποιήσει εσφαλμένα στοιχεία, γεγονός που σημαίνει ότι ο υπολογισμός του ΕΣΕ βασίζεται σε ανακριβή στοιχεία. Ακόμη και αν οι τυχόν διορθώσεις μπορούν να ληφθούν υπόψη εκ των υστέρων κατά την επόμενη περίοδο συνεισφοράς, πάντως τα ιδρύματα δεν ενημερώνονται για τις διορθώσεις αυτές και για τους λόγους που τις προκάλεσαν, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η αδιαφάνεια και η αδυναμία επαλήθευσης των υπολογισμών των εκ των προτέρων εισφορών. Ειδικότερα, δεν υπάρχει διαφάνεια σε ό,τι αφορά τη διαφορά μεταξύ, αφενός, του ποσού των εισφορών αυτών που υπολογίστηκε για την περίοδο συνεισφοράς 2021 και προσαρμόστηκε για τα νεοεποπτευόμενα ιδρύματα και, αφετέρου, του τελικού ποσού των εισφορών αυτών μετά την αφαίρεση των εισφορών που είχαν καθοριστεί για την περίοδο συνεισφοράς 2015 και των προσαρμογών λόγω αναδιατυπώσεων ή αναθεωρήσεων δεδομένων.

282    Συναφώς, από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 150 έως 159 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων που παρέχουν στον αποδέκτη της τη δυνατότητα να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του. H κοινοποίηση όμως των διορθώσεων που έγιναν εκ των υστέρων σε σχέση με άλλα ιδρύματα ή των λόγων για τις διορθώσεις αυτές συνεπάγεται την κοινοποίηση στην προσφεύγουσα δεδομένων των λοιπών ιδρυμάτων τα οποία καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο.

283    Όσον αφορά, στη συνέχεια, την έλλειψη ενημέρωσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με τον αριθμό των ιδρυμάτων τα οποία αφορούν οι εν λόγω διορθώσεις, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε γιατί η πληροφορία αυτή της ήταν αναγκαία προκειμένου να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε λάβει υπόψη την ατομική της κατάσταση για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της για την περίοδο συνεισφοράς 2021.

284    Η δε επιχειρηματολογία περί επιρρέπειας σε σφάλματα κατά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών καθώς και περί χρήσης εσφαλμένων δεδομένων από το ΕΣΕ αφορά ζήτημα ουσίας και όχι την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο συγκεκριμένα στοιχεία που να του παρέχουν τη δυνατότητα να εξετάσει την επιχειρηματολογία αυτή επί της ουσίας.

285    Κατόπιν των ανωτέρω, το πέμπτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

ζ)      Συμπέρασμα επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως

286    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό, ενώ το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθούν.

2.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη λόγω προσβολής του δικαιώματος ακρόασης

287    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία διαβούλευσης την οποία διοργάνωσε το ΕΣΕ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν διαφύλαξε το δικαίωμά της να ακουστεί, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, διότι δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να υποβάλει, κατά τρόπο αποτελεσματικό, παρατηρήσεις σχετικά με τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της.

288    Ειδικότερα, το διάστημα δύο εβδομάδων κατά τη διάρκεια του οποίου διεξήχθη η εν λόγω διαδικασία δεν επαρκούσε για τη διατύπωση απόψεων επί του σχεδίου της προσβαλλόμενης απόφασης και επί των συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων, καθώς και για την επαλήθευση και την ανάλυσή τους, κατά μείζονα λόγο καθόσον τα κοινοποιηθέντα δεδομένα δεν επαρκούσαν για την επαλήθευση της διαδικασίας υπολογισμού και του ύψους της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας. Συναφώς, δεν γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα κάθε ιδρύματος που αποτελούν τη βάση για τον υπολογισμό των κοινών δεδομένων, τα οποία είναι καθοριστικά για την κατάταξη του κάθε ιδρύματος στα κελιά και ως εκ τούτου για την κατάταξη των ιδρυμάτων σε σχέση με τον κάθε δείκτη κινδύνου. Κατά συνέπεια, το ΕΣΕ δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της επί των ουσιαστικών και νομικών ζητημάτων που αφορούν την εκ των προτέρων εισφορά της ή να επαληθεύσει την ορθότητα της εισφοράς αυτής. Εξάλλου, το ΕΣΕ έθεσε μεν στη διάθεση της προσφεύγουσας, πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ένα διαδραστικό εργαλείο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, πλην όμως ούτε το εργαλείο αυτό παρείχε στα ιδρύματα τη δυνατότητα να εκτιμήσουν αν η στάθμιση του κινδύνου τους είναι εύλογη σε σχέση με το σύνολο των λοιπών ιδρυμάτων και αν η οικονομική τους κατάσταση εκτιμήθηκε σωστά.

289    Επιπλέον, η διαδικασία διαβούλευσης διεξήχθη απλώς τυπικά, πράγμα που αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από το ότι το ΕΣΕ δεν έλαβε υπόψη καμία από τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν τα ιδρύματα. Οι αμφιβολίες που εξέφρασαν ορισμένα ιδρύματα απορρίφθηκαν επανειλημμένως από το ΕΣΕ με παραπομπή στο νομικό πλαίσιο και στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

290    Τα προαναφερθέντα ελαττώματα καθίστανται ακόμη σοβαρότερα στο μέτρο που το ΕΣΕ έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στον σεβασμό του δικαιώματος ακρόασης.

291    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

292    Το δικαίωμα ακρόασης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

293    Εν προκειμένω, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διεξήγαγε, μεταξύ 5ης και 19ης Μαρτίου 2021, διαδικασία διαβούλευσης στο πλαίσιο της οποίας κοινοποίησε σχέδιο της προσβαλλόμενης απόφασης στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα και κάλεσε τα ιδρύματα αυτά, μέσω διαδικτυακής φόρμας, να σχολιάσουν το περιεχόμενο του εν λόγω σχεδίου.

294    Επιπλέον, το ΕΣΕ κοινοποίησε στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τα ακόλουθα έγγραφα:

–        ένα διαδραστικό εργαλείο υπολογισμού που τους παρείχε τη δυνατότητα να υπολογίσουν τις εκ των προτέρων εισφορές τους για την περίοδο συνεισφοράς 2021 με βάση τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων υπολογισμών του·

–        τη γνωμοδότησή του SRB/ES/2021/13, της 3ης Μαρτίου 2021, σχετικά με τον εκ μέρους του προκαταρκτικό υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο ΕΤΕ για την περίοδο συνεισφοράς 2021 και σχετικά με την έναρξη των διαβουλεύσεων με τα ιδρύματα·

–        ένα έγγραφο με τίτλο «Συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία» το οποίο παραθέτει, κατά τρόπο συνοπτικό και συγκεντρωμένο, τα στατιστικά στοιχεία των υπολογισμών ως προς όλα τα ιδρύματα·

–        οδηγίες σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2021 με τη βοήθεια του εργαλείου υπολογισμού.

295    Στο πλαίσιο αυτό, αφενός, από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 150 έως 159 ανωτέρω προκύπτει ότι, σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ΕΣΕ δεν υποχρεούτο να της κοινοποιήσει το σύνολο των εγγράφων και των δεδομένων που αφορούσαν το κάθε ίδρυμα προκειμένου να της παράσχει τη δυνατότητα να ελέγξει πλήρως την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της. Ειδικότερα, το ΕΣΕ δεν ήταν υποχρεωμένο να της κοινοποιήσει τα έγγραφα που περιείχαν τα ατομικά δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων και καλύπτονταν από το επιχειρηματικό απόρρητο.

296    Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ιδίως ότι είχε ενημερωθεί για τη μεθοδολογία βάσει της οποίας έγινε ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς για την περίοδο συνεισφοράς 2021, καθώς και για το προσωρινό αποτέλεσμα που είχε συναχθεί σχετικά με την εκ των προτέρων εισφορά την οποία έπρεπε να καταβάλει, και ότι κατά συνέπεια η ίδια ήταν σε θέση να συμπληρώσει το έντυπο που είχε χορηγηθεί από το ΕΣΕ προβάλλοντας λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της σχετικά με το καθένα από τα βήματα του υπολογισμού.

297    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η προσφεύγουσα δεν είχε πρόσβαση στα στοιχεία που αποτελούσαν τη βάση για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της και τα οποία υποχρεούτο να της κοινοποιήσει το ΕΣΕ.

298    Εξάλλου, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της επί των στοιχείων αυτών μέσω της προαναφερθείσας στη σκέψη 293 ανωτέρω διαδικτυακής φόρμας. Μπορούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις επιλογές στις οποίες προέβη το ΕΣΕ, κατ’ ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της, όπως ο καθορισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου ή η ορθότητα ορισμένων δεικτών κινδύνου του πυλώνα κινδύνου IV, και ήταν σε θέση να υπολογίσει προσωρινά την εκ των προτέρων εισφορά της χρησιμοποιώντας το παρασχεθέν από το ΕΣΕ εργαλείο υπολογισμού.

299    Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα έντυπο που διατίθεται προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να δύνανται να γνωστοποιήσουν την άποψή τους στην αρμόδια αρχή μπορεί, καταρχήν, να τους παράσχει τη δυνατότητα να τεκμηριώσουν τις απόψεις τους επί των στοιχείων τα οποία πρέπει να λάβει υπόψη η αρμόδια αρχή και να παραθέσουν, αν το κρίνουν σκόπιμο, πληροφορίες ή εκτιμήσεις διαφορετικές από εκείνες που είχαν υποβάλει στην αρμόδια αρχή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M, C‑560/14, EU:C:2017:101, σκέψεις 39 και 40).

300    Εν προκειμένω συντρέχει τέτοια περίπτωση.

301    Ειδικότερα, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης, το ΕΣΕ κάλεσε τα ιδρύματα να διατυπώσουν, αφενός, παρατηρήσεις ως προς δεκατρία προκαθορισμένα θέματα που τους παρείχαν τη δυνατότητα να σχολιάσουν διάφορες πτυχές του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου και των αποτελεσμάτων του υπολογισμού αυτού. Αφετέρου, στο πλαίσιο του θέματος 14, τα ιδρύματα μπορούσαν να εγείρουν οποιοδήποτε άλλο ζήτημα το οποίο κατά τη γνώμη τους ασκούσε επιρροή στον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς για την περίοδο συνεισφοράς 2021 και το οποίο δεν καλυπτόταν ήδη από τα προκαθορισμένα θέματα. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις επί κάθε στοιχείου του εν λόγω υπολογισμού ή επί της διαδικασίας εκτέλεσης του υπολογισμού αυτού.

302    Όσον αφορά, εξάλλου, την ταχθείσα προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης, εν προκειμένω δύο εβδομάδες, αφενός, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν εξήγησε σε ποιο βαθμό η προθεσμία αυτή ενείχε προσβολή του δικαιώματός της να ακουστεί. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστήριξε απλώς ότι ήταν «ουτοπικό» να θεωρηθεί ότι μπορούσε να γίνει επαλήθευση και ανάλυση του σχεδίου απόφασης και των συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς να αναφερθεί σε συγκεκριμένες πτυχές των εγγράφων αυτών ή σε πρακτικές δυσκολίες που την εμπόδισαν να υποβάλει εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις παρατηρήσεις της επί των στοιχείων που αποτελούσαν τη βάση για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, όπως αυτά στα οποία γίνεται μνεία στις σκέψεις 296 και 298 ανωτέρω. Το μόνο συγκεκριμένο στοιχείο που ανέφερε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό είναι ότι τα δεδομένα που κοινοποίησε το ΕΣΕ δεν ήταν επαρκή για την επαλήθευση της διαδικασίας υπολογισμού και του ύψους της εκ των προτέρων εισφοράς της. Όπως όμως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 295 έως 297 ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι το ΕΣΕ υποχρεούτο να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα άλλα έγγραφα πέραν εκείνων των οποίων γίνεται μνεία στη σκέψη 294 ανωτέρω, οπότε η ως άνω περίσταση δεν αποτελεί απόδειξη ότι η προθεσμία των δύο εβδομάδων δεν αρκούσε ούτως ώστε να τηρηθεί το δικαίωμα ακρόασης.

303    Αφετέρου, η προσφεύγουσα υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών από το 2016 και ως εκ τούτου η περίοδος συνεισφοράς 2021 ήταν η έκτη στην οποία συμμετείχε. Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά τη διάρκεια της διεξαχθείσας από το ΕΣΕ διαδικασίας διαβούλευσης, η ίδια είχε καλή γνώση της διαδικασίας υπολογισμού των εν λόγω εισφορών. Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ιδιαίτερων περιστάσεων από την προσφεύγουσα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η ταχθείσα προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων ήταν ανεπαρκής.

304    Όσον αφορά, τέλος, τις απαντήσεις του ΕΣΕ στις παρατηρήσεις που διατύπωσαν τα ιδρύματα, η προσφεύγουσα δεν υπέδειξε καμία συγκεκριμένη παρατήρηση στην οποία το ΕΣΕ δεν απάντησε.

305    Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι το ΕΣΕ αποφάσισε τελικώς να μην τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με το σχέδιο απόφασης που είχε κοινοποιήσει στα ιδρύματα, ούτως ώστε να ανταποκριθεί στις παρατηρήσεις τους, δεν αποτελεί απόδειξη ότι η διαδικασία διαβούλευσης προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασης της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, όπως έχει ήδη κρίνει το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2015, Slovenská pošta κατά Επιτροπής, T‑556/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:189, σκέψη 89), μια τέτοια περίσταση ανάγεται σε διαφωνία ως προς το βάσιμο της εκτίμησης του ΕΣΕ, αλλά δεν μπορεί να στοιχειοθετεί προσβολή του δικαιώματος ακρόασης των εν λόγω ιδρυμάτων.

306    Κατά συνέπεια, από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν αποδεικνύεται ότι η ίδια δεν είχε τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή της ως προς όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία επί των οποίων θεμελιωνόταν η προσβαλλόμενη απόφαση.

307    Κατόπιν των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021, κατά το μέρος που αφορά την Hypo Vorarlberg Bank AG.

2)      Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2021/22, κατά το μέρος που αφορά την Hypo Vorarlberg Bank, διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος αυτού προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το έτος 2021.

3)      Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Hypo Vorarlberg Bank.

4)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Ιανουαρίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.


2      Εμπιστευτικά στοιχεία που έχουν απαλειφθεί.