Language of document : ECLI:EU:F:2007:171

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Οκτωβρίου 2007

Υπόθεση F-85/06

Gerardo Bellantone

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Έκτακτος υπάλληλος διοριζόμενος ως τακτικός υπάλληλος – Προθεσμία καταγγελίας της συμβάσεως – Εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσία – Ημερήσια αποζημίωση – Υλική ζημία»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο G. Bellantone, πρώην έκτακτος υπάλληλος διορισθείς ως δόκιμος υπάλληλος την 1η Απριλίου 2005, ζητεί, μεταξύ άλλων, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου της 30ής Μαρτίου 2006, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως, συνισταμένης σε αποζημίωση λόγω προειδοποιήσεως για τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως ως εκτάκτου υπαλλήλου, σε εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσία και σε ημερησία αποζημίωση, και, αφετέρου, την καταβολή των ποσών που θεωρεί ότι του οφείλονται, πλέον τόκων.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων του. Το Ελεγκτικό Συνέδριο φέρει, εκτός των δικαστικών εξόδων του, το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Έκτακτος υπάλληλος διορισθείς ως δόκιμος υπάλληλος – Διορισμός τερματίζων αυτοδικαίως τις σχέσεις εργασίας που διέπονται από το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού

2.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Έκτακτος υπάλληλος διορισθείς ως δόκιμος υπάλληλος – Καταγγελία της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου χωρίς τήρηση, εκ μέρους του θεσμικού οργάνου, της προθεσμίας καταγγελίας

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 47)

3.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσία – Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VIII, άρθρο 12, άρθρα 39 και 40, εδ. 1)

1.      Ένας έκτακτος υπάλληλος που αποδέχεται διορισμό ως δόκιμος υπάλληλος υπάγεται αποκλειστικά στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), του οποίου η εφαρμογή τερματίζει αυτοδικαίως τις σχέσεις που διέπονταν προηγουμένως από το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, χωρίς να χρειάζεται η διοίκηση να τερματίσει ρητώς τις σχέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν δυνάμει του καθεστώτος αυτού.

Ωστόσο, αν ένα κοινοτικό όργανο επιλέξει να προβεί στην τυπική καταγγελία της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου προτού εκδώσει την πράξη διορισμού του οικείου εκτάκτου υπαλλήλου ως δοκίμου υπαλλήλου, ο τρόπος αυτός ενέργειας είναι νόμιμος, εφόσον η καταγγελία αυτή είναι νομότυπη και τηρεί τους ισχύοντες κανόνες.

(βλ. σκέψεις 51 έως 53)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 25 Ιουνίου 1981, 105/80, Desmedt, Συλλογή 1981, σ. 1701, σκέψεις 14 και 15

2.      Ένας έκτακτος υπάλληλος που διορίστηκε δόκιμος υπάλληλος δεν αντλεί δικαίωμα επί αποζημιώσεως λόγω του ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν τήρησε την προθεσμία καταγγελίας που προβλέπει το άρθρο 47, στοιχείο γ΄, σημείο i, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού.

Συγκεκριμένα, πρώτον, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους με βάση την αποστολή που τους έχει ανατεθεί και κατά την τοποθέτηση, για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους. Στην εξουσία αυτή οργανώσεως αντιστοιχεί η τροποποίηση της έννομης καταστάσεως εκτάκτου υπαλλήλου που διορίστηκε δόκιμος υπάλληλος, τροποποίηση που συνδέεται με μια γενικότερη πράξη καταργήσεως μιας κατηγορίας θέσεων εργασίας εντός ενός θεσμικού οργάνου. Στο πλαίσιο αυτό, το θεσμικό όργανο υπέχει, επιπλέον, την υποχρέωση, για λόγους συμβιβασμού του συμφέροντος της υπηρεσίας με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, να προβαίνει στον διορισμό των υπαλλήλων σε όσο το δυνατόν εγγύτερες ημερομηνίες. Συναφώς, δεν μπορεί να απαιτείται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να προσφέρει στον οικείο έκτακτο υπάλληλο τη δυνατότητα να εξαντλήσει τον μέγιστο βάσει του ΚΥΚ χρόνο των έξι ετών που προβλέπεται για τις συμβάσεις των εκτάκτων υπαλλήλων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ η πλήρωση κάθε θέσεως πρέπει να στηρίζεται, πρωτίστως, στο συμφέρον της υπηρεσίας. Η μετάβαση από την κατάσταση του εκτάκτου υπαλλήλου στην κατάσταση του τακτικού υπαλλήλου ικανοποιεί, περαιτέρω, τις απαιτήσεις της σταθερότητας του προσωπικού, τούτο δε προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Δεν μπορεί, περαιτέρω, να προσάπτεται στο θεσμικό όργανο το ότι έλαβε επίσης υπόψη το πλεονέκτημα που αποτελεί, για τον προϋπολογισμό του θεσμικού οργάνου, η εν λόγω μετάβαση, καθόσον οι δυνατότητες του προϋπολογισμού συγκαταλέγονται μεταξύ των παραγόντων τους οποίους η διοίκηση λαμβάνει υπόψη στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού.

Δεύτερον, η πράξη με την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διόρισε, μονομερώς, τον έκτακτο υπάλληλο ως τακτικό υπάλληλο δεν έχει αναγκαστικό χαρακτήρα, καθόσον ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αρνηθεί τον διορισμό αυτόν, ο οποίος προσομοιάζει με προσφορά θέσεως εργασίας.

Τρίτον, το να αποζημιωθεί ένα άτομο λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας καταγγελίας, ενώ, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, ο αποζημιωθείς παρείχε τις υπηρεσίες του, υπό το καθεστώς του ΚΥΚ, στο ίδιο θεσμικό όργανο θα ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητο πλουτισμό, του οποίου η απαγόρευση συγκαταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Κατ' αναλογία προς τον κανόνα της μη σωρεύσεως συντάξεως και αποδοχών, η ανάγκη προστασίας των πόρων των Κοινοτήτων απαγορεύει τη δυνατότητα σωρεύσεως των αποδοχών που λαμβάνει ένας δόκιμος υπάλληλος με την καταβολή αποζημιώσεως λόγω της προθεσμίας καταγγελίας της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, όταν η καταγγελία αυτή προηγήθηκε άμεσα του διορισμού του ως δοκίμου υπαλλήλου, εφόσον η τελευταία αυτή αποζημίωση εκκαθαρίζεται βάσει των πιστώσεων που έχουν εγγραφεί στην κατάσταση των δαπανών ενός από τα θεσμικά όργανα που περιλαμβάνονται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(βλ. σκέψεις 60 έως 64, 66 και 67)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 17 Δεκεμβρίου 1981, 178/80, Bellardi-Ricci κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 3187, σκέψη 19· 10 Ιουλίου 1990, C‑259/87, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑2845, σκέψη 26

ΠΕΚ: 12 Ιουλίου 1990, T‑111/89, Scheiber κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑429, σκέψη 28· 10 Οκτωβρίου 2001, T‑171/99, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2967, σκέψη 55· 11 Ιουλίου 2002, T‑137/99 και T‑18/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑119 και II‑639, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 3 Απριλίου 2003, T‑44/01, T‑119/01 και T‑126/01, Vieira κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1209, σκέψη 86· 14 Νοεμβρίου 2006, Neirinck κατά Επιτροπής, T‑494/04, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-259 και ΙΙ-Α-2-1345, σκέψεις 162 έως 167, κατά της οποίας η ασκηθείσα αναίρεση εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, C‑17/07 P

3.      Ένας έκτακτος υπάλληλος μπορεί να δικαιούται την εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσία μόνο σε περίπτωση οριστικής παύσεως των καθηκόντων του, ήτοι όταν τερματίζεται η σύμβασή του εκτάκτου υπαλλήλου, διά καταγγελίας ή διά λήξεως, χωρίς να επακολουθήσει διορισμός του ενδιαφερομένου ως τακτικού υπαλλήλου επί μια περίοδο τουλάχιστον δύο μηνών μετά τη λύση της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου. Το αίτημα περί σωρεύσεως της εφάπαξ αποζημιώσεως λόγω εξόδου από την υπηρεσία και του διορισμού του ενδιαφερομένου ως εκτάκτου υπαλλήλου θα ισοδυναμούσε με αίτημα προς το θεσμικό όργανο του ενδιαφερομένου να καταστρατηγήσει, μόνο του ή μαζί με άλλο κοινοτικό όργανο, τον κανόνα του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού.

(βλ. σκέψη 73)