Language of document : ECLI:EU:T:2007:85

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Μαρτίου 2007 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές πυριτιούχου μετάλλου καταγωγής Ρωσίας – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια»

Στην υπόθεση T‑107/04,

Aluminium Silicon Mill Products GmbH, με έδρα το Zug (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους A. Willems και L. Ruessmann, δικηγόροι,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον M. Bishop, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον T. Scharf και την K. Talabér Ricz,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 2229/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές πυριτίου, καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ L 339, σ. 3),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, πρόεδρο, V. Tiili και O. Czúcz, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Νοεμβρίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία ελβετικού δικαίου που δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της πωλήσεως και της εμπορίας ημιτελών προϊόντων πυριτιούχου μετάλλου στην κοινοτική αγορά. Προμηθεύεται το πυριτιούχο μέταλλο από δύο παραγωγούς, τη SUAL Kremny-Ural LLC (SKU) και τη JSC ZAO Kremny (ZAO). Οι δύο αυτές εταιρίες ανήκουν στην OAO SUAL (SUAL). Δεδομένου ότι η εταιρία αυτή και η προσφεύγουσα ελέγχονται από τον ίδιο μέτοχο, ήτοι από τη SUAL International Ltd, οι παραγωγοί που συνδέονται με την προσφεύγουσα είναι η SKU και η ZAO.

2        Το πυριτιούχο μέταλλο είναι προϊόν που διατίθεται στο εμπόριο υπό μορφή τεμαχίων, σπόρων, κόκκων ή σκόνης σε διάφορες ποιότητες οι οποίες διακρίνονται, μεταξύ άλλων, από την περιεκτικότητά τους σε σίδηρο και σε ασβέστιο, καθώς και από την παρουσία άλλων ιχνοστοιχείων. Όσον αφορά το πυριτιούχο μέταλλο με βαθμό περιεκτικότητας πυριτίου από 95 έως 99,99 %, το επίμαχο δηλαδή στην υπό κρίση υπόθεση προϊόν, παρατηρούνται δύο κατηγορίες χρηστών στην κοινοτική αγορά: οι χρήστες της χημικής βιομηχανίας, παραγωγοί πυριτίου στην πλειονότητά τους, και οι χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας, που παράγουν αλουμίνιο.

3        Κατόπιν καταγγελίας εκ μέρους της EuroAlliages (επιτροπής συντονισμού των βιομηχανιών παραγωγής κραμάτων σιδήρου), η Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές πυριτιούχου μετάλλου καταγωγής Ρωσίας, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με τον κανονισμό (EΚ) 1972/2002 του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002 (ΕΕ L 305, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός). Η ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2002 (ΕΕ C 246, σ. 12).

4        Στις 10 Ιουλίου 2003 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (EΚ) 1235/2003 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πυριτίου καταγωγής Ρωσίας (ΕΕ L 173, σ. 14, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Βάσει της έρευνας που διενήργησε όσον αφορά τις πρακτικές ντάμπινγκ και τη ζημία κατά την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2001 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2002 (στο εξής: περίοδος έρευνας), και αφού εξέτασε τις απόψεις όσον αφορά τη ζημία κατά το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι το πέρας της περιόδου έρευνας (στο εξής: εξεταζόμενη περίοδος), καθόρισε σε 25,2 % τον προσωρινό συντελεστή αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στις εισαγωγές πυριτιούχου μετάλλου με περιεκτικότητα πυριτίου κατά βάρος μικρότερη του 99,99 % και κωδικό NC 2804 69 00, καταγωγής Ρωσίας, που προέρχεται από τις SKU και ZAO.

5        Ο προσωρινός κανονισμός παρουσιάζει την εξέλιξη διαφόρων οικονομικών δεικτών όσον αφορά την κατάσταση της ευρωπαϊκής αγοράς πυριτιούχου μετάλλου καθώς και των Ρώσων παραγωγών-εξαγωγέων και του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ορισμένα από τα στοιχεία αυτά παρατίθενται ευθύς αμέσως:

Πίνακας 1

Κοινοτική κατανάλωση (βάσει του όγκου πωλήσεων)

 

1998

1999

2000

2001

PE

Τόνοι

290 684

325 234

388 938

373 950

371 540

Δείκτης

Εξέλιξη

100

112

+ 12 %

134

+ 20 %

129

‑ 4 %

128

‑ 1 %

Πίνακας 3

Μερίδιο αγοράς που αναλογεί στις εισαγωγές από τη Ρωσία (βάσει του όγκου πωλήσεων)

 

1998

1999

2000

2001

Ποσοστό αγοράς της ΕΕ

3,7

1,9

3,6

4,5

4,8

Εξέλιξη (ποσοστιαίες μονάδες)

 

‑ 1,8 %

+ 1,7 %

+ 0,9 %

+ 0,3 %

Πίνακας 4

Μέση τιμή των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

 

1998

1999

2000

2001

Σε ευρώ

1 048

963

1 131

999

929

Δείκτης

Εξέλιξη

100

92

‑ 8 %

108

+ 17 %

95

‑ 12 %

89

‑ 7 %

Πίνακας 8

Όγκος πωλήσεων (του κοινοτικού κλάδου παραγωγής)

 

1998

1999

2000

2001

Τόνοι

86 718

114 587

133 568

128 219

136 421

Ένδειξη

Εξέλιξη

100

132

+ 32 %

154

+ 17 %

148

‑ 7 %

[‑ 4 % βλ. κατωτέρω σημείο 87]

157

+ 6 %

Πίνακας 9

Τιμή πωλήσεως του πυριτιούχου μετάλλου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

 

1998

1999

2000

2001

Ευρώ ανά τόνο

1 415

1 184

1 231

1 271

1 185

Δείκτης

Εξέλιξη

100

84

‑ 16 %

87

+ 4 %

90

+ 3 %

84

‑ 7 %

Πίνακας 10

Μερίδιο αγοράς (του κοινοτικού κλάδου παραγωγής)

 

1998

1999

2000

2001

Ποσοστό αγοράς

29,8

35,2

34,3

34,3

36,7

Δείκτης

100

118

115

115

123

Πίνακας 12

Αποδοτικότητα (του κοινοτικού κλάδου παραγωγής)

 

1998

1999

2000

2001

Αποδοτικότητα (σε ποσοστό)

12,6

1,8

5,0

1,7

‑ 2,1

Εξέλιξη

 

‑ 10,8 %

+ 3,2 %

‑ 3,3 %

‑ 3,8 %

6        Στις 22 Δεκεμβρίου 2003 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2229/2003 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές πυριτίου, καταγωγής (ΕΕ L 339, σ. 3, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ ύψους 22,7 % στις εισαγωγές πυριτιούχου μετάλλου προερχομένου από τη SKU και τη ZAO.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

8        Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 26ης Ιανουαρίου 2005, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου. Ωστόσο, η Επιτροπή παραιτήθηκε από το δικαίωμά της να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις.

9        Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε διάφορες ερωτήσεις. Οι διάδικοι απάντησαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας..

10      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Νοεμβρίου 2005.

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο μέτρο που επιβάλλει δασμούς στις εξαγωγές της SKU και της ZAO·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

12      Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως

13      Προς στήριξη του αιτήματός της ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους. Ο πρώτος, που αφορά τον φερόμενο ως εσφαλμένο ορισμό της έννοιας του «παρεμφερούς προϊόντος», αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, και του άρθρου 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, που αφορά τον καθορισμό της τιμής κατά την εξαγωγή, αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και του άρθρου 253 ΕΚ. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, που αφορά την εξακρίβωση της υπάρξεως σημαντικής ζημίας, αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 5, του βασικού κανονισμού, των άρθρων 3.1 και 3.4 της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της γενικής συμφωνίας δασμών και εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103) που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1A της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), και του άρθρου 253 ΕΚ. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, που αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των φερόμενων εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας, αντλείται από παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 6 και 7, του βασικού κανονισμού, των άρθρων 3.1 και 3.5 της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, που αφορά τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του βαθμού εξαλείψεως της ζημίας, αντλείται από την παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού και του άρθρου 253 ΕΚ.

14      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να εξετασθεί καταρχάς το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του βασικού κανονισμού κατά τη διαπίστωση σημαντικής ζημίας κατά την έννοια του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του βασικού κανονισμού λόγω της φερόμενης ως εσφαλμένης διαπιστώσεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας που προκάλεσε ο προσβαλλόμενος κανονισμός και των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, μεταξύ του 1998 και του 2000 οι δείκτες ζημίας εξελίχθηκαν ευνοϊκά για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατόπιν της αρνητικής εξελίξεως που σημειώθηκε μεταξύ 2000 και της περιόδου έρευνας, ιδίως όσον αφορά τις τιμές. Υποστηρίζει ότι τα κοινοτικά όργανα παρέλειψαν να επισημάνουν ότι οι κύριες μειώσεις τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής παρατηρήθηκαν επίσης κατά την περίοδο 1998-1999.

16      Ακολούθως, η προσφεύγουσα επισημαίνει, όσον αφορά τον ισχυρισμό που περιλαμβάνει η 44η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά την οποία «μεταξύ του 2000 και της [περιόδου έρευνας] σχεδόν όλοι οι δείκτες [του κοινοτικού κλάδου παραγωγής] είτε αυξήθηκαν πολύ λίγο, είτε παρέμειναν σταθεροί, ή σημείωσαν πτώση», ότι οι μοναδικοί δείκτες που σημείωσαν αρνητική εξέλιξη ήταν εκείνοι των τιμών, της αποδοτικότητας και της ταμειακής ροής, ενώ οι λοιποί δείκτες παρουσίασαν μόνο θετική εξέλιξη. Συναφώς, υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, την αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικής ικανότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, τονίζει ότι η μείωση τιμών συμπίπτει με σημαντική αύξηση της παραγωγής, της παραγωγικής ικανότητας, του όγκου πωλήσεων και των μεριδίων αγοράς των κοινοτικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το 1999 και κατά την περίοδο έρευνας οι κοινοτικοί παραγωγοί αύξησαν κατά 32 % και 6 %, αντιστοίχως, τον όγκο πωλήσεών τους.

17      Όσον αφορά το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι, πέραν των προαναφερθέντων τριών δεικτών, ο βαθμός και η αποδοτικότητα των επενδύσεων σημείωσαν επίσης αρνητική εξέλιξη, η προσφεύγουσα αντιτάσσει ότι αυτό είναι το λογικό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι από το 1998 μέχρι το 2000 ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πραγματοποίησε μαζικές επενδύσεις προκειμένου να αυξήσει την παραγωγή του ανταποκρινόμενος στην αύξηση της ζητήσεως και ότι αυτός ο βαθμός επενδύσεων δεν μπορούσε να διατηρηθεί κατά τα επερχόμενα έτη, κατά τα οποία σημειώθηκε μείωση της ζητήσεως.

18      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι από τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη ορισμένους προβλεπόμενους παράγοντες και δεν εκτίμησε ορθώς αυτούς που έλαβε υπόψη, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

19      Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι η περιλαμβανόμενη στην 46η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού διαπίστωση ότι από το 2000 και μέχρι την περίοδο έρευνας μειώθηκε το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής είναι εσφαλμένη, καθόσον τη διαψεύδουν τα στοιχεία που περιλαμβάνει ο προσωρινός κανονισμός.

20      Όσον αφορά τη φερόμενη ως εσφαλμένη εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας, η προσφεύγουσα φρονεί ότι καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής έπαιξε η ζήτηση πυριτιούχου μετάλλου. Η ευνοϊκή εξέλιξη που σημειώθηκε μεταξύ 1998 και 2000 και ειδικότερα η σημαντική αύξηση της παραγωγής και των πωλήσεων οφείλεται κυρίως στην αύξηση της ζητήσεως πυριτίου κατά 32 %, και όχι στις αποφάσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής να επενδύσει σε νέες εγκαταστάσεις παραγωγής.

21      Ομοίως, η πτώση των τιμών (και της αποδοτικότητας) του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 2000 και μέχρι την περίοδο έρευνας αντανακλούσε κυρίως τη μείωση της ζητήσεως πυριτιούχου μετάλλου και την αύξηση του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε μια συρρικνωμένη αγορά μέσω της εφαρμογής επιθετικών τιμών. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η επιδίωξη υπερβολικά ταχείας αυξήσεως του όγκου πωλήσεων στους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας (η μοναδική διέξοδος των εισαγωγών πυριτιούχου μετάλλου στη Ρωσία, στο εξής: ρωσικές εισαγωγές) επέβαλε φυσικά τη σημαντική μείωση των τιμών πωλήσεως και προκάλεσε μείωση των τιμών (κατά 19 %) ουσιωδώς μεγαλύτερη από την πτώση των τιμών των ρωσικών εισαγωγών (κατά 11 %). Ως εκ τούτου, οι πωλήσεις και οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν επηρεάστηκαν από τις ρωσικές εισαγωγές.

22      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αύξηση του μεριδίου αγοράς των Ρώσων παραγωγών-εξαγωγέων από το 2000 και μέχρι την περίοδο έρευνας αντιστοιχούσε μόλις στο 50 % της αυξήσεως του μεριδίου αγοράς των κοινοτικών παραγωγών. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι Ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς μπόρεσαν να καθορίσουν τις τιμές στην ευρωπαϊκή αγορά με μερίδιο αγοράς κατώτερο του 5 %.

23      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, με το υπόμνημά του αντικρούσεως, δεν αμφισβητεί ούτε εξετάζει τα καθοριστικά πραγματικά περιστατικά. Τα περιστατικά αυτά είναι τα ακόλουθα: πρώτον, το 2001 σημειώθηκε παύση της αυξήσεως της ζητήσεως από τη χημική βιομηχανία και, κατά την περίοδο έρευνας, σημειώθηκε σημαντική μείωση των πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών προς τους χρήστες της χημικής βιομηχανίας. Δεύτερον, σημειώθηκε μαζική αύξηση του όγκου πωλήσεων που πραγματοποίησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί προς τους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας κατά την περίοδο έρευνας. Αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους μειώσεως της μέσης τιμής που εφάρμοζε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Τρίτον, υπήρξε, συγχρόνως, μείωση της τάξεως του 10 % περίπου των τιμών που εφαρμόζουν οι κοινοτικοί παραγωγοί ως προς τους χρήστες της μεταλλουργίας. Τέταρτον, η μείωση των τιμών ήταν πολύ πιο σημαντική από τη μείωση των τιμών των ρωσικών εισαγωγών κατά την δίσια περίοδο.

24      Όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ των τιμών που εφαρμόζουν οι Ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς και εκείνες που χρεώνουν οι κοινοτικοί παραγωγοί, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι σειρά στοιχείων εξηγούν την απόκλιση αυτή, όπως π.χ. η διαφορά στη μίξη των προϊόντων ή η διαφορά στην τιμή των τοπικών προϊόντων.

25      Όσον αφορά το επιχείρημα που το Συμβούλιο αντλεί από το φερόμενο σωρευτικό αποτέλεσμα των μειώσεων των τιμών που εφάρμοσαν οι Ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς κατά το διάστημα μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας, η προσφεύγουσα αντιτάσσει ότι το επίπεδο των ρωσικών τιμών ήταν ήδη κατά πολύ κατώτερο της μέσης τιμής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής το 2000 και ότι οι ρωσικές εισαγωγές αντιπροσώπευαν περίπου το ένα δέκατο του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, στοιχείο που αποδεικνύει ότι οι τιμές των ρωσικών εισαγωγών δεν αποτελούσαν σημαντικό ανταγωνιστικό στοιχείο για τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

26      Τέλος, υποστηρίζει ότι τα κοινοτικά όργανα, παραλείποντας να παρουσιάσουν τα πραγματικά περιστατικά στο σύνολό τους και να λάβουν υπόψη όλους τους άλλους γνωστούς παράγοντες που προκαλούν ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, παρέβησαν το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 6 και 7, του βασικού κανονισμού.

27      Όσον αφορά την ύπαρξη σημαντικής ζημίας, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι, μολονότι είναι αληθές ότι κατά την περίοδο 1998-1999 σημειώθηκαν σημαντικές μειώσεις τιμών, οι τιμές στη συνέχεια αυξήθηκαν και μειώθηκαν εκ νέου σημαντικά από το 2001 μέχρι την περίοδο έρευνας. Η δεύτερη αυτή μείωση τιμής πραγματοποιήθηκε παράλληλα με αύξηση των ρωσικών εισαγωγών. Επισημαίνεται επίσης ότι, από το 2000 και μέχρι την περίοδο έρευνας, οι τιμές, η αποδοτικότητα και οι ταμειακές ροές σημείωσαν αρνητική εξέλιξη. Επιπλέον, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 26 %, η αποδοτικότητά τους μειώθηκε κατά 26,1 % και η αύξηση των μέσων μισθών ήταν κατώτερη του πληθωρισμού (κατώτερη του 1 % ετησίως). Το ίδιο ισχύει για ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο.

28      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η αρνητική εξέλιξη του επιπέδου των επενδύσεων και η αποδοτικότητα των επενδύσεων αποτελούν συνέπεια σημαντικών επενδύσεων σε παραγωγική ικανότητα (ανωτέρω σκέψη 17), το Συμβούλιο απαντά ότι είναι αναιτιολόγητο και ανακριβές, δεδομένου ότι η παραγωγική ικανότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε με κανονικούς ρυθμούς μέχρι το 2001.

29      Το Συμβούλιο επισημαίνει επίσης ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, δεν σημειώθηκε καμία μαζική αύξηση του όγκου πωλήσεων και καμία σημαντική αύξηση του μεριδίου αγοράς από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας. Κατά την περίοδο αυτή, ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 % και το μερίδιο αγοράς του κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες. Συναφώς, το Συμβούλιο αναγνώρισε ρητώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός περιελάμβανε σφάλμα στην 46η αιτιολογική σκέψη, με την οποία ανέφερε ότι το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μειώθηκε σημαντικά, υποστήριξε όμως ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε το στοιχείο αυτό για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το σχετικό επιχείρημα εκπρόθεσμο και, συνεπώς, απαράδεκτο κατά την έννοια των άρθρων 44 και 46 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

30      Το Συμβούλιο υποστηρίζει, εν γένει, ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας περί παραβάσεως του βασικού κανονισμού είναι αβάσιμοι και ότι εξέτασε ορθώς όλους τους κρίσιμους παράγοντες της ζημίς με τις αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 73 του προσωρινού κανονισμού.

31      Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ούτε τους παράγοντες που παρέλειψε να αξιολογήσει ούτε τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ανεπαρκή την αξιολόγηση αυτή. Επικαλείται, συναφώς, τη διάταξη του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1993, C‑318/92 P, Moat κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I‑481), και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II‑17), σύμφωνα με τις οποίες οι ισχυρισμοί πρέπει να διατυπώνονται με συγκεκριμένο τρόπο με το δικόγραφο της προσφυγής.

32      Όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας και των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα διαθέσιμα στοιχεία διαψεύδουν τον ισχυρισμό ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε πρωταρχικό ρόλο στον καθορισμό των τιμών πωλήσεως στους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας. Υπενθυμίζει ότι από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας οι μέσες ρωσικές τιμές διατηρήθηκαν σταθερά κατώτερες από τις μέσες τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και το ίδιο θα συνέβαινε αν λαμβάνονταν υπόψη μόνον οι πωλήσεις στη μεταλλουργική βιομηχανία.

33      Ακολούθως, βάλλει κατά του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι οι ρωσικές τιμές δεν είναι δυνατόν να προκάλεσαν μείωση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, καθόσον οι τελευταίες αυτές τιμές σημείωσαν σημαντικότερη μείωση από τις ρωσικές τιμές. Επισημαίνει, συναφώς, ότι οι ρωσικές τιμές μειώθηκαν κατά 11 % καθόλη τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, για την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας, ο βαθμός μειώσεως των τιμών των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των τιμών που εφαρμόζει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ασκούν επιρροή όταν η τιμή των εισαγωγών είναι κατώτερη της τιμής που εφαρμόζει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Δεδομένου ότι το επίπεδο των ρωσικών τιμών ήταν αισθητά κατώτερο της τιμής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήδη από το 2000, και ότι στη συνέχεια μειώθηκε ακόμη περισσότερο, είναι εύλογη η σκέψη ότι η τιμή των ρωσικών εισαγωγών προκάλεσε τη μείωση των κοινοτικών τιμών.

34      Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η μείωση των τιμών και της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας αντανακλά την ύφεση της αγοράς είναι αβάσιμο. Επισημαίνει, συναφώς, ότι ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε ελαφρώς κατά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας. Συνεπώς, η ελαφριά μείωση της ζητήσεως δεν επηρέασε τις πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, η ελαφριά αύξηση του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την προαναφερθείσα περίοδο αποτελεί λογική συνέπεια της σταθερότητας των πωλήσεων σε μια αγορά ευρισκόμενη σε ύφεση. Υπενθυμίζει, επίσης, ότι η προσφεύγουσα απέκτησε επίσης επιπλέον μερίδια αγοράς κατά την ίδια αυτή περίοδο.

35      Το Συμβούλιο αρνείται επίσης το αποτέλεσμα της αυξήσεως του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στις τιμές που εφαρμόζει ο κλάδος αυτός. Υποστηρίζει ότι, με την 52η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα αυτό και έκρινε ότι το 2001 ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε απώλειες στον όγκο πωλήσεων όταν προσπάθησε να διατηρήσει τις τιμές του και αποκατέστησε, κατά την περίοδο έρευνας, τις απώλειες αυτές προβαίνοντας σε πωλήσεις σε χαμηλότερες τιμές. Βάσει της εκτιμήσεως αυτής, το Συμβούλιο καταλήγει ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αντιμετώπισε πρόβλημα λόγω του ρωσικού ανταγωνισμού που χαρακτηρίζεται από σημαντικά χαμηλότερες τιμές και από αισθητή αύξηση του όγκου πωλήσεων στους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας. Συνοπτικώς, η αύξηση του όγκου πωλήσεων της κοινοτικός κλάδος παραγωγής και η μείωση των τιμών κατά την περίοδο έρευνας αποτελούν μέτρα άμυνας ληφθέντα προς απάντηση στη μείωση των τιμών που διαπιστώθηκε το 2001 και στη νέα πτώση των ρωσικών τιμών.

36      Το Συμβούλιο φρονεί ότι τα διαθέσιμα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη διαπίστωσή του. Όπως υποστηρίζει, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι οι ρωσικές τιμές ήταν πάντα κατώτερες των κοινοτικών, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη μόνον οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας.

37      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι ρωσικές εισαγωγές δεν μπορούσαν να ασκήσουν πραγματική πίεση στις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής λόγω του μικρού μεριδίου αγοράς που κατείχαν, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν ασκεί επιρροή, διότι οι εισαγωγές από τη Ρωσία υπερέβαιναν πάντα το ελάχιστο όριο κατά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας.

38      Όσον αφορά τον συλλογισμό της προσφεύγουσας σχετικά με τις επιπτώσεις της μειώσεως της ζητήσεως πυριτιούχου μετάλλου προοριζόμενου για τη χημική βιομηχανία, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι είναι επίσης αβάσιμος. Συναφώς, επισημαίνει ότι, όπως διευκρινίστηκε με την 63η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά την περίοδο έρευνας, η μείωση των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στους χρήστες της χημικής βιομηχανίας ήταν της τάξεως των 4 783 τόνων πυριτιούχου μετάλλου. Αυτός ο όγκος αντιστοιχούσε μόλις στο 1,3 % της συνολικής καταναλώσεως στην Κοινότητα. Ωστόσο, κατά την ίδια περίοδο, οι εισαγωγές από τη Ρωσία αυξήθηκαν κατά 18 000 τόνους, ήτοι κατά 4,8 % της συνολικής καταναλώσεως στην Κοινότητα. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι οι πωλήσεις αυτές και, κατά συνέπεια, η μείωση της ζητήσεως πυριτιούχου μετάλλου για τη χημική βιομηχανία δεν μπορούν να θίξουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

39      Όσον αφορά, εν γένει, την παράβαση του βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεών του. Όπως επισημαίνει, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού δεν επιβάλλει στα όργανα την υποχρέωση να παρουσιάσουν τα πραγματικά περιστατικά στο σύνολό τους. Οι εν λόγω διατάξεις υποχρεώνουν τα όργανα να εξετάσουν αντικειμενικώς τα πραγματικά περιστατικά, όπως έπραξαν τόσο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό όσο και με τον προσωρινό κανονισμό. Το Συμβούλιο υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που τα όργανα παρέλειψαν να παρουσιάσουν.

40      Η Επιτροπή συμφωνεί με τα επιχειρήματα του Συμβουλίου.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του βασικού κανονισμού λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως των δεικτών της ζημίας από τον προσβαλλόμενο κανονισμό

41      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο α) του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, όσο και β) των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.»

42      Όσον αφορά την εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για τον κοινοτικό κλάδος παραγωγής, το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Η εξέταση [αυτή] περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, […] το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης ικανότητας· παράγοντες επηρεάζοντες τις κοινοτικές τιμές, οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.»

43      Κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός της ζημίας προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C‑69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑2069, σκέψη 86, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑164/94, Ferchimex κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. II‑2681, σκέψη 131). Ο κοινοτικός δικαστής οφείλει, συνεπώς, να περιορίσει τον έλεγχό του στην εξέταση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που λαμβάνονται υπόψη για την επίμαχη επιλογή, της ελλείψεως προφανούς πλάνης ως προς την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή της ελλείψεως καταχρήσεως εξουσίας (προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Ferchimex κατά Συμβουλίου, σκέψη 67, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 1999, T‑210/95, EFMA κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3291, σκέψη 57).

44      Εν προκειμένω, πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν, στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο υπερέβη, κατά τη διαπίστωση σημαντικής ζημίας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει.

45      Η 44η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, που επαναλαμβάνει την 71η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, ορίζει τα εξής:

«[Όσον] αφορά τους δείκτες ζημίας […], οι κύριες θετικές εξελίξεις σε ό,τι αφορά τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, έλαβαν χώρα μεταξύ του 1998 και 2000. Μεταξύ του 2000 και της [περιόδου έρευνας], σχεδόν όλοι οι δείκτες είτε αυξήθηκαν πολύ λίγο, είτε παρέμειναν σταθεροί, ή σημείωσαν πτώση. Κατά την περίοδο αυτή είναι εμφανέστερη η σημαντική ζημία την οποία υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.»

46      Η 45η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«[Ο]ι σχετικά καλές επιδόσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μέχρι το 2000, οφείλονταν άμεσα σε αποφάσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής να επενδύσει σε συμπληρωματικές κοινοτικές εγκαταστάσεις παραγωγής. Πράγματι, κατά την περίοδο αυτή, η παραγωγή, η παραγωγική ικανότητα, ο όγκος των πωλήσεων, το μερίδιο αγοράς, η απασχόληση και η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σημείωσαν αύξηση.»

47      Όσον αφορά την επόμενη περίοδο, ήτοι το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας, το Συμβούλιο, με την 46η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, διευκρινίζει τα εξής:

«Επομένως, και σαν αποτέλεσμα της αυξημένης παρουσίας των εισαγωγών από τη Ρωσία σε χαμηλές τιμές και με πρακτική ντάμπινγκ, επιδεινώθηκε η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Σημειώθηκαν σημαντικές μειώσεις [όσον] αφορά το μερίδιο αγοράς, τις ταμειακές ροές, τις επενδύσεις και τις αποδόσεις των επενδύσεων.»

48      Περαιτέρω, με την 47η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι «[ε]πιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη των άλλων δεικτών ζημίας, και ιδίως τη μείωση της αποδοτικότητας και των τιμών πώλησης που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία.»

49      Με την 48η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο καταλήγει ότι «ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την [περίοδο έρευνας], ιδίως [όσον] αφορά τις τιμές και την αποδοτικότητα» και ότι «επιβεβαιώνονται τα πορίσματα και το συμπέρασμα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 71 μέχρι 73 του προσωρινού κανονισμού».

50      Η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο, καταρχάς, ότι δεν απέδειξε ότι οι τιμές που εφάρμοζε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μειώθηκαν μόνον κατά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας, αλλά και κατά το διάστημα μεταξύ 1998 και 1999.

51      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνει ο προσωρινός κανονισμός, η τιμή που εφάρμοζε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωσε καταρχάς σημαντική μείωση της τάξεως του 16 % το 1999, ακολούθως αυξήθηκε κατά 4 % το 2000 και κατά 3 % το 2001, και στη συνέχεια μειώθηκε κατά 7 % κατά την περίοδο έρευνας. Κατά την περίοδο έρευνας, η τιμή πωλήσεως σημείωσε νέα πτώση στο επίπεδο του 1999 (βλ. πίνακα 9 στην ανωτέρω σκέψη 5).

52      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η κύρια μείωση των τιμών που εφάρμοζε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πραγματοποιήθηκε το 1999 και όχι κατά το διάστημα μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας. Το Συμβούλιο έκρινε, με την 44η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η ευνοϊκή για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής εξέλιξη συνέβη μεταξύ 1998 και 2000. Η διαπίστωση αυτή καταδεικνύει ότι η τιμή την οποία εφαρμόζει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είναι ένας από τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ζημίας και δεν αποτελεί, αφ’ εαυτού, καθοριστικό παράγοντα επί του σημείου αυτού, καθόσον υφίστανται και άλλοι παράγοντες δυνάμενοι τόσο να αντισταθμίσουν τη ζημία αυτή, όσο και να παράσχουν στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να διαπιστώσει βελτίωση της καταστάσεως του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ως εκ τούτου, από το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν περιέχει ένδειξη ως προς το ότι η κύρια μείωση των τιμών που εφάρμοζε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πραγματοποιήθηκε το 1999 δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο εν λόγω κανονισμός είναι παράνομος, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι από τον προσωρινό κανονισμό προκύπτει ότι η τιμή αυτή είχε επίσης μειωθεί κατά το διάστημα μεταξύ 2000 και της περιόδου έρευνας.

53      Πάντως, το Συμβούλιο, διαπιστώνοντας ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την περίοδο έρευνας, ιδίως σε επίπεδο τιμών και αποδοτικότητας, έκρινε κατ’ ανάγκη ότι, αντιθέτως προς την περίοδο μεταξύ 1998 και 2000, οι άλλοι παράγοντες ζημίας δεν ήταν ικανοί να αντισταθμίσουν τη μείωση των τιμών και της αποδοτικότητας που διαπιστώθηκε κατά την περίοδο έρευνας. Επομένως, στο Πρωτοδικείο απόκειται να επαληθεύσει τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε εν προκειμένω σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

54      Συναφώς, όσον αφορά το διάστημα μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας, που αντιστοιχεί στο δεύτερο μισό της εξεταζόμενης περιόδου, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι «οι δείκτες, στην πλειονότητά τους, είτε βελτιώθηκαν ελαφρώς, είτε δεν μεταβλήθηκαν, είτε μειώθηκαν» και ότι «[κ]ατά την περίοδο αυτή είναι εμφανέστερη η σημαντική ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής». Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τον ισχυρισμό αυτό, το Συμβούλιο δεν προβαίνει σε στάθμιση των διαφόρων παραγόντων ζημίας, ενώ δέχεται ότι ορισμένοι από αυτούς ήταν ευνοϊκοί, οπότε ο ισχυρισμός αυτός ουδόλως αποδεικνύει ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας.

55      Είναι γεγονός, εξάλλου, ότι το Συμβούλιο, με την 46η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, έκρινε ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε κατά το διάστημα μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας, αναφέροντας ότι «το μερίδιο αγοράς, οι ταμειακές ροές, οι επενδύσεις και η αποδοτικότητα των επενδύσεων [μειώθηκαν] σημαντικά». Το Συμβούλιο, τονίζοντας επίσης, με την 47η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, την τάση που παρατηρήθηκε για τους άλλους παράγοντες ζημίας και ειδικότερα τη μείωση της αποδοτικότητας και τιμών πωλήσεως του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο, κατέληξε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία.

56      Πάντως, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, διαπιστώνεται, αφενός, ότι το Συμβούλιο, με τον συλλογισμό αυτό, παρέλειψε πλήρως να αναφερθεί στο γεγονός ότι, καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο, σημειώθηκε σε μεγάλο βαθμό και συχνότητα ουσιαστική πρόοδος όσον αφορά τον όγκο παραγωγής (+ 34 %), το παραγωγικό δυναμικό (+ 30 %), τη χρήση του παραγωγικού δυναμικού (+ 3 ποσοστιαίες μονάδες), του όγκου των κοινοτικών πωλήσεων (+ 57 %), το μερίδιο αγοράς (+ 23 %, ή + 6,9 ποσοστιαίες μονάδες), τα αποθέματα (‑ 29 %), την απασχόληση (+ 16 %) και την παραγωγικότητα (+ 15 %) και, αφετέρου, ότι, ακόμη και όσον αφορά μόνον το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας, το Συμβούλιο δεν διαπίστωσε ότι προκύπτει ευνοϊκή εξέλιξη από ορισμένους μη αμελητέους παράγοντες. Πέραν της ελαφριάς βελτιώσεως της καταστάσεως όσον αφορά την απασχόληση και τις αμοιβές, πρέπει να τονιστεί, ειδικότερα, ότι ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 % και ανήλθε στο μέγιστο καταγραφόμενο επίπεδο των 136 421 τόνων κατά την περίοδο έρευνας, ενώ το παραγωγικό δυναμικό σημείωσε αύξηση της τάξεως του 2,5 %.

57      Υπενθυμίζεται, ακολούθως, ότι το Συμβούλιο επισημαίνει, με την 46η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας, «[τ]ο μερίδιο αγοράς, οι ταμειακές ροές, οι επενδύσεις και η αποδοτικότητα των επενδύσεων μειώθηκαν σημαντικά».

58      Συναφώς, η προσφεύγουσα επισήμανε, πάντως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εσφαλμένα διαπίστωσε, με την 46η αιτιολογική σκέψη, ότι το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε σημαντικά.

59      Το Συμβούλιο αναγνώρισε ότι επρόκειτο περί σφάλματος, κρίνει όμως ότι το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε εκπροθέσμως και ότι δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να ληφθεί υπόψη από το Πρωτοδικείο.

60      Υπενθυμίζεται ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1982, σ. 3107, σκέψη 25, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Τ-37/89, Hanning κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-463, σκέψη 38, και της 17ης Ιουλίου 1998, T‑118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2991, σκέψη 142 καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής της, επικαλέστηκε παράβαση του βασικού κανονισμού από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ιδίως λόγω της εσφαλμένης εκτιμήσεως των οικονομικών δεικτών στο πλαίσιο του καθορισμού της ζημίας (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως). Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστήριξε, με το δικόγραφο της προσφυγής της, ότι «ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν [απέδιδε] ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι η μείωση των τιμών […] [συνέπιπτε] με […] σημαντικές αυξήσεις των μεριδίων αγοράς των κοινοτικών επιχειρήσεων». Συνεπώς, η επίμαχη παρατήρηση της προσφεύγουσας εμπίπτει στον τρίτο λόγο ακυρώσεως, τον οποίο προέβαλε με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, και, επομένως, αποτελεί διευκρίνιση συνδεόμενη στενά με το επιχείρημα που χρησιμοποιεί στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως.

62      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό είναι παραδεκτό.

63      Όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, ο περιλαμβανόμενος στον προσβαλλόμενο κανονισμό ισχυρισμός ότι «το μερίδιο αγοράς [του κοινοτικού κλάδου παραγωγής] μειώθηκε σημαντικά» είναι προφανώς εσφαλμένος και αντίθετος προς τα στοιχεία που περιλαμβάνει ο προσωρινός κανονισμός, των οποίων την ακρίβεια δεν αμφισβητεί κανένας από τους διαδίκους. Πράγματι, από τον προσωρινό κανονισμό προκύπτει ότι το μερίδιο αγοράς δεν σημείωσε μειώσεις, πολλώ δε μάλλον σημαντικές, αλλά, αντιθέτως, αυξήθηκε σημαντικά από 34,3 σε 36,7 %, ήτοι κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες, μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας (βλ. πίνακα 10 στην ανωτέρω σκέψη 5).

64      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν το σφάλμα αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

65      Συναφώς, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η εξέλιξη του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αποτελεί ιδιαιτέρως καθοριστικό παράγοντα για την εκτίμηση της υπάρξεως σημαντικής ζημίας σε βάρος του οικείου κλάδου. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο, αναφέροντας ότι ο παράγοντας αυτός γνώρισε «σημαντικές μειώσεις», δεν παρέσχε απλώς μια εικόνα της εξελίξεως του παράγοντα αυτού αντίθετη προς την πραγματικότητα, αλλά επιπλέον, με το συμπέρασμά του ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία, απέδωσε στο στοιχείο αυτό ιδιαίτερη σημασία.

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν οι περιστάσεις που περιγράφονται στις ανωτέρω σκέψεις 54 έως 56 αρκούν, αφ’ εαυτών, για να διαπιστωθεί ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αναγνωρίζοντας την ύπαρξη της εν λόγω σημαντικής ζημίας, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι το Συμβούλιο, υποπίπτοντας σε πλάνη περί των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά την εξέλιξη του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας, την οποία χαρακτηρίζει ως περίοδο κατά την οποία η προκληθείσα ζημία ήταν εμφανέστερη, στηρίχθηκε σε προδήλως εσφαλμένη αρχή για τη διαπίστωση της εν λόγω σημαντικής ζημίας, η οποία θα έπρεπε να προκύπτει από τη στάθμιση της εξελίξεως, τόσο θετικής όσο και αρνητικής, των παραγόντων που κρίθηκαν καθοριστικοί. Λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο να υποκαταστήσει με την εκτίμησή του εκείνη του Συμβουλίου και ότι, αφετέρου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι, ελλείψει της εν λόγω πλάνης, το Συμβούλιο δεν θα διαπίστωνε την ύπαρξη σημαντικής ζημίας, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί για τον μοναδικό αυτό λόγο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Μαΐου 1995, T‑163/94 και T‑165/94, NTN Corporation και Koyo Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. II‑1381, σκέψη 115).

67      Το Πρωτοδικείο κρίνει πάντως ότι επιβάλλεται επίσης η εξέταση του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της μειώσεως της τιμής πωλήσεως του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των ρωσικών εισαγωγών.

 Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του βασικού κανονισμού λόγω εσφαλμένης διαπιστώσεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της φερόμενης σημαντικής ζημίας σε βάρος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

68      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, «[π]ροκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση».

69      Το άρθρο 3, παράγραφος 6, ορίζει τα εξής:

«Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.»

70      Τέλος, το άρθρο 3, παράγραφος 7, προβλέπει τα εξής:

«Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στον κοινοτικός κλάδος παραγωγής, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται [...] η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης […]».

71      Από την προαναφερθείσα στη σκέψη 43 νομολογία προκύπτει ότι η διαπίστωση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και των εισαγωγών που αποτελούν αντικέιμενο ντάμπινγκ προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, οπότε ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να περιορίσει τον έλεγχό του στην εξέταση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που λαμβάνονται υπόψη για την επίμαχη επιλογή, της ελλείψεως προφανούς πλάνης ως προς την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και της ελλείψεως καταχρήσεως εξουσίας.

72      Ωστόσο, κατά τον καθορισμό της ζημίας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται να εξετάσουν αν η ζημία την οποία πρόκειται να λάβουν υπόψη οφείλεται πράγματι σε εισαγωγές που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ και να αποκλείουν κάθε ζημία που προκύπτει από άλλους παράγοντες, και ιδίως ζημία οφειλόμενη σε ενέργειες καθαυτών των κοινοτικών παραγωγών (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1992, C‑358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑3813, σκέψη 16).

73      Εν προκειμένω, με την 46η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο διευκρινίζει, όσον αφορά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας, τα εξής:

«[Λόγω] της αυξημένης παρουσίας των εισαγωγών από τη Ρωσία σε χαμηλές τιμές και με πρακτική ντάμπινγκ, επιδεινώθηκε η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Σημειώθηκαν σημαντικές μειώσεις [όσον] αφορά το μερίδιο αγοράς, τις ταμειακές ροές, τις επενδύσεις και τις αποδόσεις των επενδύσεων.»

74      Ακολούθως, με την 66η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επισημαίνει τα εξής:

«[Η] διαφορά τιμών μεταξύ του πυριτίου που παράγεται στην Κοινότητα και του πυριτίου που εισάγεται από τη Ρωσία, επιβεβαιώνεται ότι η διαφορά αυτή δεν είναι της τάξης του 16 % [ήταν] της τάξης του 11 % κατά μέσο όρο, κατά την [περίοδο έρευνας], παρά την πτώση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 7 % μεταξύ του 2001 και της περιόδου έρευνας. Τούτο λαμβάνεται ως σαφής ένδειξη της επίπτωσης που είχαν οι ρωσικές τιμές επί των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.»

75      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο προσωρινός κανονισμός (βλ. πίνακες 4 και 9 στην προαναφερθείσα σκέψη 5), η διαφορά μεταξύ των ρωσικών τιμών και των τιμών που εφάρμοζε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μεταξύ 1998 και 2000 και η διαφορά που παρατηρήθηκε μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας είναι παρόμοιας εκτάσεως.

76      Ωστόσο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν υποστηρίζουν ρητώς, ούτε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ούτε με τα έγγραφα της διαδικασίας, ότι η μείωση της τιμής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής το 1999 (η μοναδική μείωση κατά την περίοδο μεταξύ 1998 και 2000) αποτελούσε συνέπεια των χαμηλότερων ρωσικών τιμών. Το Συμβούλιο, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, περιγράφει την περίοδο μεταξύ 1998 και 2000 ως περίοδο κατά την οποία τα αποτελέσματα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν μάλλον ικανοποιητικά. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η σημαντική αύξηση της διαφοράς μεταξύ της μέσης τιμής των ρωσικών εισαγωγών και της τιμής που εφάρμοζε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την περίοδο μεταξύ 2000 και 2001 δεν εμπόδισε τον κοινοτικό κλάδος παραγωγής να αυξήσει τη μέση τιμή του κατά την περίοδο μεταξύ 2000 και 2001 (βλ. πίνακες 4 και 9 στην ανωτέρω σκέψη 5).

77      Ως εκ τούτου, από τη συλλογιστική στην οποία στηρίζεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός και από τα στοιχεία που επαναλαμβάνει ο προσωρινός κανονισμός προκύπτει ότι η διαφορά τιμής αποτελεί ένα μόνον από τους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ρωσικών εισαγωγών και της φερόμενης ζημίας, η δε ύπαρξή της, καθαυτή, δεν καθιστά δυνατό το συμπέρασμα ότι η μείωση τιμής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας οφειλόταν αποκλειστικώς ή κυρίως στις ρωσικές εισαγωγές.

78      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η ζημία απορρέει από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ως εξής: το 2001 ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απώλεσε όγκους πωλήσεων όταν προσπάθησε να διατηρήσει τις τιμές του έναντι των χαμηλότερων τιμών του πυριτιούχου μετάλλου καταγωγής Ρωσίας. Κατά την περίοδο έρευνας, υποχρεώθηκε τελικώς να αντιδράσει στις πιέσεις επί των τιμών προκειμένου να διατηρήσει τους όγκους πωλήσεών του και μείωσε, κατά συνέπεια, σημαντικά τιμές του, με συνέπεια τη μείωση της αποδοτικότητάς του (52η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού).

79      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα κοινοτικά όργανα κακώς προσήψαν την απώλεια των όγκων πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής το 2001 και τη μείωση των τιμών του κατά την περίοδο έρευνας στις ρωσικές εισαγωγές. Δεν έλαβαν υπόψη τις συνέπειες, πρώτον, της μειώσεως της ζητήσεως στην αγορά πυριτιούχου μετάλλου, δεύτερον, της αυξήσεως του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και, τρίτον, του γεγονότος ότι μεγάλο τμήμα του όγκου πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που, κατά την περίοδο έρευνας, προοριζόταν στους χρήστες της χημικής βιομηχανίας κατευθύνθηκε προς τους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας.

80      Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα των ισχυρισμών της προσφεύγουσας και το κατά πόσον οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ικανοί να αποδείξουν ότι το Συμβούλιο υπερέβη το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 43 νομολογία.

–       Επί της μειώσεως της ζητήσεως από το σύνολο των χρηστών

81      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι, με τα υπομνήματά της, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε επιχειρήματα όσον αφορά τη μείωση της ζητήσεως εν γένει, αλλά μόνον όσον αφορά τη μείωση της ζητήσεως από τους χρήστες της χημικής βιομηχανίας. Συνεπώς, η επίκληση του στοιχείου αυτού από την προσφεύγουσα είναι εκπρόθεσμη και, επομένως, απαράδεκτη.

82      Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, με το σημείο 44 του δικογράφου της προσφυγής της, επισήμανε ότι «η πτώση των τιμών (και της αποδοτικότητας) του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας αντανακλά κυρίως τη μείωση της ζητήσεως πυριτιούχου μετάλλου».

83      Συνεπώς, το επιχείρημα του Συμβουλίου όσον αφορά το παραδεκτό των επιχειρημάτων που αντλούνται από τη μείωση της ζητήσεως δεν ευσταθεί.

84      Ως προς την ουσία, υπενθυμίζεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν περιέχει καμία ανάλυση της εξελίξεως της ζητήσεως, καθόσον το Συμβούλιο, με την 48η αιτιολογισκή σκέψη του εν λόγω κανονισμού, απλώς επιβεβαιώνει τα σχετικά με τη ζημία συμπεράσματα του προσωρινού κανονισμού.

85      Από τον προσωρινό κανονισμό (βλ. πίνακα 1 στην ανωτέρω σκέψη 5) προκύπτει ότι η κατανάλωση πυριτούχου μετάλλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκε κατά 4 % το 2001 και κατά 1 % κατά την περίοδο έρευνας.

86      Πρέπει να επισημανθεί εκ νέου ότι η εκτίμηση του Συμβουλίου ότι η ζημία προκύπτει από τις ρωσικές εισαγωγές, για το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας, εκκινεί από το γεγονός ότι, το 2001, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απώλεσε όγκους πωλήσεων όταν προσπάθησε να διατηρήσει τις τιμές του έναντι των χαμηλότερων τιμών των Ρώσων παραγωγών-εξαγωγέων, με αποτέλεσμα ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής να υποχρεωθεί να μειώσει τις τιμές του, προκειμένου να διατηρήσει ή να ανακτήσει τους όγκους πωλήσεών του, σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά την περίοδο έρευνας. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν το Συμβούλιο μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, να προσάψει τη μείωση των όγκων πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής το 2001 αποκλειστικώς στις ρωσικές εισαγωγές, μολονότι η κοινοτική κατανάλωση βρισκόταν σε ύφεση το 2001.

87      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι ο πίνακας 8 του προσωρινού κανονισμού (βλ. ανωτέρω σκέψη 5) περιέχει σφάλμα υπολογισμού, το οποίο το Συμβούλιο αναγνώρισε προς απάντηση σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, και ότι από τον διορθωμένο αυτό πίνακα προκύπτει ότι το 2001 ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε μόλις κατά 4 % και όχι κατά 7 %, όπως ενέφαινε αρχικώς ο εν λόγω πίνακας.

88      Από τη διόρθωση αυτή προκύπτει ότι η μείωση του όγκου πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής το 2001 (‑ 4 %) αντανακλά ακριβώς τη μείωση της ζητήσεως (‑ 4 %) και, συνεπώς, το επίπεδο των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής απλώς ακολούθησε αυστηρά τη γενική εξέλιξη της κοινοτικής καταναλώσεως. Το στοιχείο αυτό διαψεύδει τον ισχυρισμό του Συμβουλίου ότι η μείωση του όγκου πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής το 2001 οφείλεται στις χαμηλότερες τιμές των Ρώσων παραγωγών-εξαγωγέων, εξηγείται δε λογικά από τη μείωση της κοινοτικής ζητήσεως. Διαπιστώνεται ότι το καθοριστικό αυτό στοιχείο δεν ελήφθη υπόψη από το Συμβούλιο.

89      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το 2001 ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής διατήρησε το μερίδιο αγοράς του παρά την αύξηση των τιμών του κατά 3 %, ενώ η μέση τιμή των ρωσικών εισαγωγών μειώθηκε κατά 12 %, στοιχείο που αποδεικνύει ότι το επίπεδο τιμών των ρωσικών εισαγωγών δεν είχε καμία σοβαρή επίπτωση στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

90      Ως εκ τούτου, η εξέλιξη των επίμαχων δεικτών δεν επιβεβαιώνει την άποψη του Συμβουλίου ότι η μείωση του όγκου πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής το 2001 αποτελούσε αποκλειστικώς συνέπεια των ρωσικών εισαγωγών, αλλά συνηγορεί υπέρ του ισχυρισμού της προσφεύγουσας ότι η εν λόγω μείωση αποτελούσε κυρίως συνέπεια της μειώσεως της ζητήσεως το 2001.

91      Όσον αφορά την περίοδο έρευνας, υπενθυμίζεται ότι η ζήτηση πυριτιούχου μετάλλου μειώθηκε επιπλέον κατά 1 %. Ο όγκος των πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, εντούτοις, αυξήθηκαν, αντιστοίχως, κατά 6 % και 2,4 ποσοστιαίες μονάδες και ανήλθαν στο μέγιστο καταγραφόμενο επίπεδο.

92      Το Συμβούλιο φρονεί, ωστόσο, ότι η μείωση της ζητήσεως δεν επηρέασε τις πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, λαμβανομένου υπόψη ότι οι πωλήσεις αυτές αυξήθηκαν και ότι η αύξηση του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας αποτελεί λογική συνέπεια της σταθερότητας των πωλήσεων σε αγορά η οποία βρίσκεται σε ύφεση.

93      Η άποψη αυτή του Συμβουλίου δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Σε μια ανοικτή και ανταγωνιστική αγορά, όπως αυτή του πυριτιούχου μετάλλου κατά τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η μείωση της ζητήσεως ασκεί πίεση στις τιμές. Ο επιχειρηματίας που πρέπει να αντιμετωπίσει τη μείωση της ζητήσεως έχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ της μειώσεως του όγκου πωλήσεών του και της μειώσεως των τιμών του.

94      Διαπιστώνεται, επιπλέον, ότι το Συμβούλιο δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα όσον αφορά τις ειδικές περιστάσεις που επέτρεψαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να διατηρήσει, ή ακόμη και να αυξήσει, τον όγκο πωλήσεών του διατηρώντας συγχρόνως το επίπεδο των τιμών του, λαμβανομένης υπόψη της μειώσεως της ζητήσεως κατά την περίοδο έρευνας.

95      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε κατά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στο μέτρο που το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις συνέπειες της μειώσεως της ζητήσεως στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

–       Επί της αυξήσεως του μεριδίου αγοράς και του όγκου πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

96      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι τα όργανα υπέπεσαν επίσης σε πλάνη εκτιμήσεως διότι δεν έλαβαν υπόψη την εύλογη σχέση μεταξύ της μειώσεως των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας και της αυξήσεως των πωλήσεών του και του μεριδίου αγοράς του.

97      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε από 29,8 σε 36,7 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ήτοι κατά 6,9 ποσοστιαίες μονάδες. Μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας, όταν η ζημία ήταν, κατά το Συμβούλιο, εμφανέστερη, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε τον όγκο πωλήσεών του κατά 2 % και το μερίδιο αγοράς του κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες, σε μια αγορά που βρισκόταν σε ύφεση (βλ. πίνακα 10 στην ανωτέρω σκέψη 5).

98      Κατά το Συμβούλιο, η βελτίωση του όγκου πωλήσεων κατά την περίοδο έρευνας ήταν ανεπαίσθητη και αποτέλεσε αμυντικό μέτρο με το οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής επανέκτησε τον όγκο πωλήσεων που είχε απολέσει το 2001 προσπαθώντας να διατηρήσει τις τιμές του έναντι των ρωσικών εισαγωγών (‑ 4 %). Η αύξηση των όγκων πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς κατά την περίοδο έρευνας δεν επέβαλε τη μείωση τιμών, η οποία οφειλόταν αποκλειστικώς στις χαμηλότερες τιμές των ρωσικών εισαγωγών.

99      Καταρχάς, από τα διορθωμένα στοιχεία του πίνακα 8 του προσωρινού κανονισμού (βλ. ανωτέρω σκέψη 87) προκύπτει ότι, κατά την περίοδο έρευνας, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ανέκτησε απλώς τον όγκο πωλήσεων που απώλεσε το 2001 (‑ 4 %), αλλά, σημειώνοντας αύξηση του όγκου κατά 6 %, ανήλθε στο μέγιστο καταγραφόμενο επίπεδο καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο.

100    Ομοίως, όσον αφορά το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, που διατηρήθηκε αμετάβλητο το 2001, βελτιώθηκε κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες (από 34,3 σε 36,7 %) κατά την περίοδο έρευνας και ανήλθε επίσης στο μέγιστο καταγραφόμενο επίπεδο.

101    Επομένως, εν προκειμένω, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε τις πωλήσεις του σε μια αγορά που βρισκόταν σε ύφεση, το δε μερίδιο αγοράς του από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας ανήλθε σε ποσοστό ίσο με το ήμισυ του συνολικού μεριδίου αγοράς των Ρώσων παραγωγών-εξαγωγέων.

102    Το Συμβούλιο αρνείται ότι η μείωση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αποτέλεσε πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό, το οποίο του παρέσχε τη δυνατότητα να φθάσει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η μείωση των τιμών, κατά το Συμβούλιο, αποτελούσε αποκλειστικώς αμυντικό μέτρο κατά των χαμηλότερων ρωσικών τιμών, προκειμένου να αποτραπούν απώλειες του όγκου πωλήσεων. Ωστόσο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα προκειμένου να εξηγήσουν πώς θα ήταν δυνατό για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας, να αυξήσει το μερίδιο αγοράς του κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες σε μια αγορά που βρισκόταν σε ύφεση, χωρίς να μειώσει τις τιμές του.

103    Υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο στηρίζει το επιχείρημά του στην άποψη ότι, πρώτον, το 2001 ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απώλεσε όγκο πωλήσεων λόγω των χαμηλότερων ρωσικών τιμών και, δεύτερον, κατά την περίοδο έρευνας, υποχρεώθηκε να μειώσει δραστικά τις τιμές του προκειμένου να αποτρέψει την περαιτέρω απώλεια όγκου πωλήσεων, ή προκειμένου να ανακτήσει τον όγκο πωλήσεων που απώλεσε το 2001.

104    Όπως αποδείχθηκε με τις σκέψεις 88 επ., η αφετηρία της εκτιμήσεως αυτής είναι εσφαλμένη, καθόσον το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη την πειστική εξήγηση ότι η απώλεια όγκου πωλήσεων το 2001 (‑ 4 %) οφειλόταν αποκλειστικώς ή κυρίως στη μείωση της ζητήσεως (‑ 4 %) και, επιπλέον, δεν προέβαλε βάσιμα επιχειρήματα προς αντίκρουση της εξηγήσεως αυτής.

105    Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο συλλογισμός του Συμβουλίου στηρίζεται στην αρχή ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υιοθέτησε αμυντική στάση προκειμένου να διατηρήσει τον όγκο πωλήσεών του, δεν ασκεί επιρροή λαμβανομένης υπόψη της αυξήσεως κατά 6 % που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο έρευνας, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλή διατήρηση του όγκου πωλήσεων. Η αύξηση αυτή υπερκάλυψε την απώλεια κατά 4 % το 2001, οπότε, κατά το διάστημα μεταξύ του 2000 και της περιόδου έρευνας, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωσε αύξηση του όγκου πωλήσεων μεγαλύτερη του 2 %.

106    Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν προβάλλουν κανένα βάσιμο επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι η σημαντική αύξηση του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε μια αγορά που βρισκόταν σε ύφεση, κατά την περίοδο έρευνας, ήταν δυνατή χωρίς το πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό που εξασφαλίζει η μείωση των τιμών.

107    Όσον αφορά την ανάλυση των επιπτώσεων της αυξήσεως του όγκου πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς, κατά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας, στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, το Συμβούλιο περιορίζεται, με την 46η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού, στην ακόλουθη επισήμανση:

«[Λόγω] της αυξημένης παρουσίας των εισαγωγών από τη Ρωσία σε χαμηλές τιμές και με πρακτική ντάμπινγκ, επιδεινώθηκε η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Σημειώθηκαν σημαντικές μειώσεις [όσον] αφορά το μερίδιο αγοράς [...]».

108    Λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά το διάστημα από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας,ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αυξήθηκε σημαντικά και δεν σημείωσε «σημαντικές μειώσεις», διαπιστώνεται ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο δεν παρέλειψε απλώς να ασχοληθεί με το κατά πόσον η μείωση τιμών αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την αύξηση του όγκου πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς και, επομένως, όσον αφορά τη μείωση τιμών, κατά πόσον επρόκειτο περί ζημίας απορρέουσας από τη συμπεριφορά καθαυτή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 72 αποφάσεως Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, αλλά προσάπτει, στο πλαίσιο αυτό, τη ζημία σε ένα παράγοντα ανύπαρκτο για τις ρωσικές εισαγωγές.

109    Συνεπώς, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά την εξέταση της συνάφειας μεταξύ, αφενός, της αυξήσεως του μεριδίου αγοράς και του όγκου πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και, αφετέρου, της μειώσεως των τιμών που εφάρμοζε.

–       Επί της μεταβολής του προορισμού των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από τους χρήστες της χημικής βιομηχανίας στους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας

110    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο κακώς έκρινε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ότι η μείωση των αγορών πυριτιούχου μετάλλου από τη χημική βιομηχανία δεν συνέβαλε στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και ότι ο εν λόγω κανονισμός αδικαιολόγητα προσήψε τις επιπτώσεις της μειώσεως αυτής στις εισαγωγές από τη Ρωσία.

111    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 63 και 64 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχουν ως εξής:

«Κατά την περίοδο μεταξύ του 2000 και της ΠΕ, κατά την οποία η πορεία της ζημίας ήταν ιδιαίτερα πτωτική [όσον] αφορά τις τιμές και την αποδοτικότητα, οι πωλήσεις προς τους χρήστες χημικής ποιότητας μειώθηκαν κατά πέντε χιλιάδες τόνους περίπου (- 7,0 %), αλλά οι μέσες τιμές αυξήθηκαν κατά 14 ευρώ ανά τόνο (+ 1,1 %). Για το σύνολο των πωλήσεων, τα συγκρίσιμα στοιχεία δείχνουν αύξηση κατά τρεις χιλιάδες τόνους περίπου (+ 2,1 %) ενώ οι μέσες τιμές μειώθηκαν κατά 46 ευρώ ανά τόνο (- 3,7 %).

Συνεπώς, δεν υπάρχουν λόγοι να θεωρείται ότι η ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν αποτέλεσμα μείωσης των πωλήσεων προς τους πελάτες χημικών προϊόντων. Στην πράξη αληθεύει το αντίθετο, λόγω του χαρακτήρα της επελθούσας ζημίας.»

112    Από τα στοιχεία που παρατίθενται με την 61η αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού και τον πίνακα 8 του προσωρινού κανονισμού (βλ. ανωτέρω σκέψη 5) προκύπτει ότι οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στους χρήστες της χημικής βιομηχανίας, που χρησιμοποιούν κατά κανόνα το πυριτιούχο μέταλλο υψηλής ποιότητας, μειώθηκαν ελαφρώς το 2001 (‑ 0,6 %, ήτοι ‑ 445 τόνους) και σημαντικά κατά την περίοδο έρευνας (‑ 6,4 %, ήτοι ‑ 4 783 τόνους). Αντιθέτως, οι πωλήσεις στους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας που καταναλώνουν κατά κανόνα το πυριτιούχο μέταλλο μέσης ή χαμηλής ποιότητας, μειώθηκαν καταρχάς το 2001 (‑ 8,4 %, ήτοι – 4 904 τόνους), ενώ στη συνέχεια, κατά την περίοδο έρευνας, σημείωσαν σημαντική αύξηση (+ 24,1 %, ήτοι + 12 985 τόνους). Κατά συνέπεια, το ποσοστό του όγκου πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στους χρήστες της χημικής βιομηχανίας έναντι του συνολικού όγκου των κοινοτικών πωλήσεών του πυριτιούχου μετάλλου μειώθηκε από 58 % το 2001 σε 51 % κατά την περίοδο έρευνας, ενώ το ποσοστό αυτό, όσον αφορά τις πωλήσεις στους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας, αυξήθηκε από 42 σε 49 %.

113    Είναι γεγονός ότι η μέση τιμή του πυριτιούχου μετάλλου που ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πωλεί στις δύο αυτές κατηγορίες χρηστών είναι διαφορετική και αυξήθηκε, κατά την περίοδο έρευνας, σε 1 301 ευρώ ανά τόνο για το πυριτιούχο μέταλλο που πωλείται στους χρήστες της χημικής βιομηχανίας και σε 1 063 ευρώ ανά τόνο στους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας, όπως προκύπτει από τις αναφερθείσες στη σκέψη 112 πηγές. Συνεπώς, η περιγραφόμενη στη σκέψη αυτή ουσιαστική εξέλιξη του ποσοστού των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής πυριτιούχου μετάλλου προς τους χρήστες της χημικής βιομηχανίας, αφενός, και τους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας, αφετέρου, σε σχέση με τις συνολικές πωλήσεις πυριτιούχου μετάλλου, είχε οπωσδήποτε, κατά την περίοδο έρευνας, αρνητική επίπτωση στον υπολογισμό της μέσης τιμής του συνόλου του πυριτιούχου μετάλλου που πωλεί ο οικείος κλάδος.

114    Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, που προβλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία και δεν διαψεύσθηκαν από το Συμβούλιο, αυτή η μεταβολή προορισμού των πωλήσεων ήταν απολύτως ανεξάρτητη από τις εισαγωγές από τη Ρωσία. Επιπλέον, από την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία προέκυψε ότι το μοναδικό παράδειγμα ρωσικών πωλήσεων προς τους χρήστες της χημικής βιομηχανίας που περιήλθε στη γνώση των οργάνων ήταν ένα δείγμα 200 τόνων, ποσότητα αμελητέα σε σχέση με τον όγκο πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε αυτή την ομάδα χρηστών (69 652 τόνοι κατά την περίοδο έρευνας). Εξάλλου, το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί ότι ο λόγος απώλειας όγκου πωλήσεων προς τους χρήστες της χημικής βιομηχανίας ήταν η μείωση της ζητήσεως.

115    Συνεπώς, το Συμβούλιο, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την ανάλυση των επιπτώσεων της μειώσεως της ζητήσεως εκ μέρους των χρηστών της χημικής βιομηχανίας, της συνακόλουθης μειώσεως των πωλήσεων σε αυτή την ομάδα χρηστών και της ταυτόχρονης αυξήσεως των πωλήσεων στους χρήστες της μεταλλουργικής βιομηχανίας για τη μέση τιμή που εφάρμοζε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

116    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της αναλύσεώς του που κατέληξε στη διαπίστωση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ρωσικών εισαγωγών και της φερόμενης ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τις αναγκαίες επιπτώσεις, πρώτον, της μειώσεως της ζητήσεως για τον όγκο πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 2000 μέχρι την περίοδο έρευνας, δεύτερον, της αυξήσεως του μεριδίου αγοράς του και του όγκου πωλήσεών του από το 2001 μέχρι την περίοδο έρευνας για το επίπεδο των τιμών που εφάρμοζε και, τρίτον, της μεταβολής της δομής των πωλήσεών του από το 2001 μέχρι την περίοδο έρευνας για τον βαθμό μειώσεως της μέσης τιμής των πωλήσεών του. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο προσήψε στις ρωσικές εισαγωγές τα δυσμενή αποτελέσματα για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, οι αιτίες των οποίων ήταν ανεξάρτητες από τις εν λόγω εισαγωγές.

117    Επιπλέον, διαπιστώνεται, αφενός, ότι οι προαναφερθείσες πλάνες αναιρούν τη βασική άποψη των οργάνων στην οποία στηρίζεται η διαπίστωση της αιτιώδους συνάφειας και, αφετέρου, ότι ο βασικός κανονισμός αναφέρει ρητώς τη μείωση της ζητήσεως και τις μεταβολές της δομής της καταναλώσεως ως παράγοντες των οποίων η συμβολή στη ζημία πρέπει να εξεταστεί, προκειμένου να μην συνδεθούν με τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

118    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη τη σημαντική ζημία που επικαλείται το Συμβούλιο, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, κατά την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας αποτελεί παράβαση του βασικού κανονισμού.

119    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί. Συνεπώς, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί όσον αφορά την προσφεύγουσα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεων και επιχειρημάτων της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

120    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, τα κοινοτικά όργανα που παρεμβαίνουν στη διαφορά φέρουν τα δικά τους έξοδα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2229/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές πυριτίου, καταγωγής Ρωσίας, καθόσον επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα.

2)      Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά έξοδά του και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

3)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Jaeger

Tiili

Czúcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαρτίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.