Language of document : ECLI:EU:C:2021:777

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 30ής Σεπτεμβρίου 2021 (1)

Υπόθεση C389/20

CJ

κατά

Tesorería General de la Seguridad Social (TGSS)

[αίτηση του Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 2 de Vigo (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου αριθ. 2 του Vigo, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης – Οδηγία 79/7/ΕΟΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου – Οικιακοί βοηθοί – Προστασία από τον κίνδυνο ανεργίας – Αποκλεισμός – Ιδιαίτερο μειονέκτημα για τις γυναίκες εργαζόμενες – Θεμιτοί σκοποί κοινωνικής πολιτικής – Αναλογικότητα»






I.      Εισαγωγή

1.        Όπως έχει επανειλημμένα δεχθεί το Δικαστήριο, «το δικαίωμα κάθε ατόμου να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω του φύλου του αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, των οποίων την προστασία οφείλει να εξασφαλίζει το Δικαστήριο» (2).

2.        Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 2 de Vigo (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 2 του Vigo, Ισπανία) υποβάλλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν ιδίως την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ (3), στο πλαίσιο εθνικής διάταξης δυνάμει της οποίας τα επιδόματα ανεργίας εξαιρούνται από τις παροχές που χορηγούνται από ένα εκ του νόμου προβλεπόμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στο σύνολο μιας κατηγορίας εργαζομένων. Εν προκειμένω, στο επίκεντρο των προδικαστικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου βρίσκεται το επάγγελμα των οικιακών βοηθών, κατηγορία που αποτελείται στη συντριπτική πλειονότητα από γυναίκες.

3.        Υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση έμμεση διάκριση απαγορευμένη από την οδηγία 79/7; Στην ερώτηση αυτή θα προσπαθήσω να απαντήσω στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 79/7

4.        Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 79/7 έχει ως εξής:

«[Ε]κτιμώντας ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να εφαρμοσθεί καταρχήν στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία από τους κινδύνους ασθενείας, αναπηρίας, γήρατος, εργατικού ατυχήματος, επαγγελματικής ασθενείας και ανεργίας, καθώς και στις διατάξεις που αφορούν την κοινωνική πρόνοια κατά το μέτρο που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τα προαναφερθέντα συστήματα».

5.        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και των άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 3 της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία καλείται στο εξής “αρχή της ίσης μεταχειρίσεως”.»

6.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α)      στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακολούθων κινδύνων:

[...]

–        ανεργίας·

[...]».

7.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

–        το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

–        την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

[...]».

2.      Η οδηγία 2006/54/ΕΚ

8.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ (4), το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», προβλέπει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

Για το σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία περιέχει διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ως προς:

α)       την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εξέλιξης, και στην επαγγελματική κατάρτιση·

β)       τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής·

γ)       τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

[...]»

9.        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

στ)      “επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης”: συστήματα που δεν διέπονται από την οδηγία [79/7] και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως του αν η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική.»

Β.      Το ισπανικό δίκαιο

1.      Ο LGSS

10.      Το άρθρο 251 του Ley General de la Seguridad Social (γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης), όπως κωδικοποιήθηκε και εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 8/2015 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General de la Seguridad Social (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2015, για την έγκριση του αναθεωρημένου κειμένου του γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης), της 30ής Οκτωβρίου 2015 (5) (στο εξής: LGSS), το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστατευτικά μέτρα», έχει ως εξής:

«Οι εργαζόμενοι που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών δικαιούνται παροχές κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο ισχύον γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, με τις εξής παρεκκλίσεις:

[...]

d)      Από τα προστατευτικά μέτρα που παρέχονται στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος οικιακών βοηθών εξαιρούνται εκείνα που αφορούν την ανεργία.»

11.      Το άρθρο 264 του LGSS, που φέρει τον τίτλο «Προστατευόμενα πρόσωπα», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Προστατεύονται από την ανεργία, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλουν εισφορές προς τούτο:

a)      οι μισθωτοί που υπάγονται στο γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης·

b)      οι μισθωτοί που υπάγονται σε ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που καλύπτουν τον κίνδυνο αυτόν, με τις ιδιαιτερότητες που ρυθμίζονται μέσω κανονιστικής ρύθμισης.

[...]»

2.      Το βασιλικό διάταγμα 625/1985

12.      Το άρθρο 19 του Real Decreto 625/1985, por el que se desarrolla la Ley 31/1984, de 2 de agosto, de Protección por Desempleo (βασιλικού διατάγματος 625/1985 για την εφαρμογή του νόμου 31/1984, της 2ας Αυγούστου 1984, σχετικά με την προστασία από την ανεργία), της 2ας Απριλίου 1985 (6), που φέρει τον τίτλο «Εισφορές», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οφείλουν να καταβάλλουν εισφορές για τον κίνδυνο της ανεργίας το σύνολο των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που υπάγονται στο γενικό σύστημα και στα ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που προσφέρουν προστασία από τον κίνδυνο αυτόν. Η βάση της εισφοράς για τον κίνδυνο της ανεργίας είναι η ίδια με την προβλεπόμενη για τα εργατικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

13.      Η CJ είναι οικιακή βοηθός και παρέχει τις υπηρεσίες της στην εργοδότριά της, φυσικό πρόσωπο. Είναι εγγεγραμμένη στην κοινωνική ασφάλιση από τον Ιανουάριο του 2011 στο ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών (στο εξής: ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών).

14.      Στις 8 Νοεμβρίου 2019 η CJ υπέβαλε αίτηση στο Tesorería General de la Seguridad Social (Γενικό Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο εξής: TGSS), προκειμένου να καταβάλει τις εισφορές για την προστασία από την ανεργία, ώστε να αποκτήσει το δικαίωμα στη σχετική παροχή ανεργίας. Η ανωτέρω αίτηση συνοδευόταν από τη γραπτή συγκατάθεση της εργοδότριάς της στην εκ μέρους της καταβολή του ποσοστού της εισφοράς που της αναλογεί.

15.      Με απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019, το TGSS απέρριψε την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι, καθόσον η CJ ήταν εγγεγραμμένη στο ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών, η δυνατότητα να καταβάλλει εισφορές στο σύστημα αυτό προκειμένου να εξασφαλίσει προστασία από τον κίνδυνο της ανεργίας αποκλειόταν ρητώς από το άρθρο 251, στοιχείο d, του LGSS. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το TGSS με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία ελήφθη κατόπιν ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε η CJ.

16.      Στις 5 Ιουνίου 2020 η CJ άσκησε προσφυγή κατά της δεύτερης απόφασης του TGSS ενώπιον του Juzgado de lo Contencioso-Administrativo nº 2 de Vigo (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου αριθ. 2 του Vigo) υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η ανωτέρω εθνική διάταξη (στο εξής: επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη) περιάγει τους οικιακούς βοηθούς σε κοινωνική περιθωριοποίηση στις περιπτώσεις που παύουν να παρέχουν την εργασία τους για λόγους που δεν καταλογίζονται στους ίδιους. Η κατάσταση αυτή συνεπάγεται αδυναμία πρόσβασης όχι μόνο στο επίδομα ανεργίας, αλλά και στις άλλες κοινωνικές ενισχύσεις που εξαρτώνται από την εξάλειψη του δικαιώματος στην παροχή αυτή.

17.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo nº 2 de Vigo (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 2 του Vigo), με απόφαση της 29ης Ιουλίου 2020, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Αυγούστου 2020, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της [οδηγίας 79/7], το οποίο καθιερώνει την ίση μεταχείριση και απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και το άρθρο 5, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2006/54, το οποίο απαγορεύει ωσαύτως κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την εφαρμογή των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και τους όρους υπαγωγής σε αυτά, καθώς και την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό τους, την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτά εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 251, στοιχείο d, του LGSS, το οποίο ορίζει ότι [“]από τα προστατευτικά μέτρα που παρέχονται στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος οικιακών βοηθών εξαιρούνται εκείνα που αφορούν την ανεργία”;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ανωτέρω ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί η προαναφερθείσα νομική διάταξη παράδειγμα απαγορευόμενης διάκρισης, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχεία εʹ και/ή ιαʹ, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ, καθόσον η επίμαχη διάταξη, ήτοι το άρθρο 251, στοιχείο d, του LGSS, αφορά σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες;»

18.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το TGSS, η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Προφορικές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν εκ μέρους της CJ, του TGSS, της Ισπανικής Κυβέρνησης καθώς και της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιουνίου 2021.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί του παραδεκτού

19.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το TGSS και η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητούν το παραδεκτό της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως και των προδικαστικών ερωτημάτων που αυτή περιλαμβάνει.

20.      Καταρχάς, το TGSS υποστηρίζει ότι η διαφορά της κύριας δίκης είναι τεχνητή υπό την έννοια ότι η CJ προσέφυγε στο αιτούν δικαστήριο στηριζόμενη σε ψευδείς λόγους. Πράγματι, η διαφορά δεν αφορά ένα προβαλλόμενο δικαίωμα στην καταβολή εισφορών, αλλά την αναγνώριση του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης για επιδόματα ανεργίας.

21.      Περαιτέρω, το TGSS και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η αναγνώριση αυτή υπάγεται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων εργατικών διαφορών και ότι, συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο, ως διοικητικό δικαστήριο, δεν είναι αρμόδιο για να αποφανθεί επί της διαφοράς αυτής. Συνεπώς, σύμφωνα με την κυβέρνηση αυτή δεν υφίσταται κανένας σύνδεσμος μεταξύ της λύσης που πρέπει να δοθεί στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και της λύσης που πρέπει να δοθεί στη διαφορά της κύριας δίκης.

22.      Το TGSS υποστηρίζει, επίσης, ότι, στην περίπτωση που η διαφορά της κύριας δίκης αφορά πράγματι την αναγνώριση δικαιώματος στην καταβολή εισφορών, η ερμηνεία της οδηγίας 79/7 δεν είναι απαραίτητη προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού. Πράγματι, το ζήτημα της εμβέλειας των προστατευτικών μέτρων του ειδικού καθεστώτος οικιακών βοηθών διακρίνεται από το ζήτημα της χρηματοδότησης του καθεστώτος αυτού.

23.      Τέλος, χωρίς να προβάλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η οδηγία 79/7 δεν έχει εφαρμογή στην επίμαχη στην κύρια δίκη διαφορά. Επιπλέον, προβάλλει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να κριθούν απαράδεκτα στο μέτρο που αφορούν την οδηγία 2006/54. Χωρίς να προβάλει τυπικά ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή αναφέρει ωσαύτως ότι η προμνησθείσα οδηγία δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.

24.      Φρονώ ότι τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν, εξαιρουμένου του επιχειρήματος που αφορά την οδηγία 2006/54.

25.      Πρώτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η διαφορά της κύριας δίκης είναι τεχνητή και τα προδικαστικά ερωτήματα υποθετικά, υπενθυμίζεται ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή (7).

26.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η διαφορά αυτή αφορά την αναγνώριση, υπέρ των οικιακών βοηθών, του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης για επιδόματα ανεργίας. Πράγματι, με την προσφυγή της, η CJ βάλλει κατά της απόρριψης από το TGSS του αιτήματος καταβολής εισφορών για την κάλυψη του κινδύνου ανεργίας όχι ως άσκηση ενός προβαλλόμενου δικαιώματος για καταβολή εισφορών, αλλά προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα στα επιδόματα ανεργίας. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η απόρριψη αυτή στηρίζεται σε μια απόφαση νομοθετικής πολιτικής που συνίσταται στο να μην παρέχεται στους οικιακούς βοηθούς η δυνατότητα πρόσβασης στα κοινωνικά επιδόματα ανεργίας (8). Συνεπώς, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι το άρθρο 251, στοιχείο d του LGSS, στο οποίο στηρίζεται η απόφαση αυτή, εφαρμόζεται σε μια κατηγορία εργαζομένων που υπάγεται στο ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών και αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες, η διάταξη αυτή ενδέχεται να εισάγει έμμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία απαγορεύεται από την οδηγία 79/7, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής ενός εκ του νόμου προβλεπόμενου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

27.      Δεδομένου ότι η απόφαση περί παραπομπής περιέχει περισσότερες διευκρινίσεις σχετικά με τη λυσιτέλεια των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων, το Δικαστήριο δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως για τον λόγο ότι προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (9).

28.      Δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι το αιτούν δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου, να αποφανθεί επί της διαφοράς αυτής, καθόσον η τελευταία αφορά την αναγνώριση του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης για επιδόματα ανεργίας και υπάγεται, κατά συνέπεια, στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων εργατικών διαφορών, δεν αρκεί ώστε να κριθεί απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, καθόσον δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τους οργανωτικούς και δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου (10). Πράγματι, το Δικαστήριο δεσμεύεται από αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που έχει εκδοθεί από δικαστήριο κράτους μέλους, εφόσον αυτή δεν έχει ανακληθεί κατόπιν ένδικου βοηθήματος που ενδεχομένως προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο (11). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την ερμηνεία διατάξεων του εθνικού δικαίου, το Δικαστήριο καταρχήν οφείλει να στηρίζεται στους νομικούς χαρακτηρισμούς, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το εσωτερικό δίκαιο κράτους μέλους (12).

29.      Τρίτον και τελευταίον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι παραδεκτά, το οποίο στηρίζεται στην προβαλλόμενη αδυναμία εφαρμογής των οδηγιών 79/7 και 2006/54 στη διαφορά της κύριας δίκης, διαπιστώνεται ότι, στο μέτρο που η διαφορά αυτή αφορά, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, την ύπαρξη φερόμενης έμμεσης διάκρισης λόγω φύλου, η οδηγία 79/7 έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Πράγματι, η διάκριση αυτή αφορά το πεδίο εφαρμογής του ισπανικού εκ του νόμου προβλεπόμενου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης το οποίο εξασφαλίζει προστασία, μεταξύ άλλων, από τον κίνδυνο της ανεργίας.

30.      Αντιθέτως, η οδηγία 2006/54 δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Πράγματι, από το άρθρο 1 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης και περιέχει διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής αυτής όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής. Δεν μπορούν όμως να περιληφθούν στις έννοιες «όροι εργασίας» και «αμοιβή» τα συστήματα ή οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης, όπως το επίδομα ανεργίας, τα οποία ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο χωρίς κανένα στοιχείο διαβούλευσης εντός της επιχείρησης ή του εκάστοτε επαγγελματικού κλάδου και έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων (13). Επιπλέον, από την ερμηνεία του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας συνάγεται ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται στα εκ του νόμου προβλεπόμενα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

31.      Υπό το πρίσμα των ως άνω παρατηρήσεων, φρονώ ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Προτείνω, ωστόσο, στο Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτή την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

Β.      Επί της ουσίας

1.      Η αναδιατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

32.      Για τους λόγους που παρατίθενται στο σημείο 30 των παρουσών προτάσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει μόνο στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αναδιατυπώνοντας ωστόσο το ερώτημα αυτό.

33.      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ερωτάται κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, βάσει της οποίας τα επιδόματα ανεργίας εξαιρούνται από τις παροχές που χορηγούνται σε οικιακούς βοηθούς από ένα εκ του νόμου προβλεπόμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι εργαζόμενοι αυτοί είναι σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες.

34.      Για να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα εξετάσω, πρώτον, αν η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7 (μέρος 2). Στο μέτρο που τα επιδόματα ανεργίας εμπίπτουν στην οδηγία αυτή, θα εξετάσω, δεύτερον, αν η εξαίρεση των επιδομάτων αυτών από εκείνα που παρέχονται από το ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 251, στοιχείο d, του LGSS εισάγει, όπως διατείνεται το αιτούν δικαστήριο, έμμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία απαγορεύεται από την οδηγία 79/7 (μέρος 3).

2.      Εμπίπτει η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7;

35.      Λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της ανάλυσης του παραδεκτού της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, θα εξετάσω συνοπτικά το ζήτημα αυτό.

36.      Πρώτον, επισημαίνω ότι, με την προσφυγή της, η CJ βάλλει κατά της απόρριψης από το TGSS του αιτήματός της να καταβάλλει εισφορές για την κάλυψη του κινδύνου ανεργίας προκειμένου να αποκτήσει το δικαίωμα σε επιδόματα ανεργίας. Δεύτερον, οφείλω να τονίσω ότι τα επιδόματα αυτά εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7, καθόσον εντάσσονται στο πλαίσιο ενός εκ του νόμου προβλεπόμενου συστήματος για την προστασία από έναν από τους κινδύνους που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας (14).

37.      Συνεπώς, φρονώ ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7.

3.      Εισάγει η προβλεπόμενη από την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη εξαίρεση των επιδομάτων ανεργίας από τις παροχές που χορηγούνται από το ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών έμμεση διάκριση λόγω φύλου κατά την έννοια της οδηγίας 79/7;

38.      Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 251, στοιχείο d, του LGSS με το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, η κατηγορία εργαζομένων που υπάγεται στο ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες. Συνεπώς, η διάταξη αυτή εισάγει έμμεση διάκριση λόγω φύλου καθόσον δεν παρέχει στις γυναίκες που ανήκουν στην κατηγορία αυτή τη δυνατότητα πρόσβασης στο κοινωνικό επίδομα ανεργίας, εμποδίζοντας αυτές να καταβάλλουν εισφορές για την προστασία από τον εν λόγω κίνδυνο.

39.      Οι διάδικοι της κύριας δίκης και τα ενδιαφερόμενα μέρη διαφωνούν ως προς το αν υφίσταται τέτοιου είδους έμμεση διάκριση όσον αφορά τους οικιακούς βοηθούς. Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διαφορετική μεταχείριση που συνίσταται στο να μην περιλαμβάνεται η προστασία από τον κίνδυνο της ανεργίας στο ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών δεν εισάγει έμμεση διάκριση λόγω φύλου. Το TGSS δεν αρνείται την ύπαρξη τέτοιου είδους διάκρισης, αλλά τη θεωρεί δικαιολογημένη και υποστηρίζει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη έχει αναλογικό χαρακτήρα (15). Η δε Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή εισάγει προφανώς έμμεση διάκριση και έχει αμφιβολίες τόσο για ορισμένους δικαιολογητικούς λόγους όσο και για την αναλογικότητα.

40.      Προκειμένου να καθορισθεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη εισάγει έμμεση διάκριση λόγω φύλου κατά την έννοια της οδηγίας 79/7, θα εξετάσω, πρώτα, το ζήτημα αν η διάταξη αυτή συνεπάγεται άνιση μεταχείριση λόγω φύλου. Στη συνέχεια, θα εξετάσω αν τέτοια ανισότητα μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 79/7 και, τέλος, ενδεχομένως, αν έχει ανάλογο χαρακτήρα.

α)      Συνεπάγεται η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη άνιση μεταχείριση λόγω φύλου;

41.      Υπενθυμίζω, εκ προοιμίου, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης κατά την άσκηση της εξουσίας τους να διαρρυθμίζουν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισής τους και να καθορίζουν, ελλείψει εναρμόνισης σε ενωσιακό επίπεδο, τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (16).

42.      Σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 79/7, η οδηγία αυτή αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και των άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 3, της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης (17). Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας διευκρινίζει ότι «η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα [...] ιδιαίτερα όσον αφορά [...] το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά».

43.      Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, το οποίο θέτει σε εφαρμογή την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φύλου στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, πρέπει να τηρείται από τα κράτη μέλη οσάκις αυτά ασκούν την αρμοδιότητά τους σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης και, ιδίως, επιδομάτων ανεργίας.

1)      Επί του επιχειρήματος της Ισπανικής Κυβέρνησης σχετικά με τον μη παρεμφερή χαρακτήρα των καταστάσεων

44.      Υπενθυμίζω εξαρχής ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η δυσμενής διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε παρεμφερείς καταστάσεις ή στην εφαρμογή του ίδιου κανόνα σε διαφορετικές καταστάσεις (18). Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, για τους σκοπούς του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, η έννοια της «έμμεσης διάκρισης» συνδέεται πρωτίστως με τη διαφορετική μεταχείριση παρεμφερών καταστάσεων (19).

45.      Η Ισπανική Κυβέρνηση εκτιμά, στηριζόμενη στην απόφαση ΜΒ (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος) (20), ότι η κατάσταση των οικιακών βοηθών δεν είναι παρεμφερής με εκείνη των λοιπών εργαζόμενων που εμπίπτουν στο γενικό σύστημα και, κατά συνέπεια, δεν υφίσταται καμία έμμεση διάκριση λόγω φύλου.

46.      Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό. Όχι μόνον επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δύο συγκεκριμένες καταστάσεις είναι παρεμφερείς όσον αφορά τα δικαιώματα σε επιδόματα ανεργίας, αλλά η Ισπανική Κυβέρνηση, παραπέμποντας στην απόφαση αυτή, φαίνεται να συγχέει τις έννοιες «άμεση διάκριση» και «έμμεση διάκριση» (21).

47.      Οφείλω να υπενθυμίσω ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη δεν εισάγει άμεση διάκριση, αλλά έμμεση διάκριση λόγω φύλου, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7. Σε αντίθεση προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος) (22), από την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη είναι ουδέτερα διατυπωμένη. Πράγματι, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αδιακρίτως στους οικιακούς βοηθούς και των δύο φύλων και, κατά συνέπεια, δεν εισάγει άμεση διάκριση λόγω φύλου που μπορεί να ανακύψει από τον μη παρεμφερή χαρακτήρα της κατάστασης των οικιακών βοηθών και εκείνης των λοιπών εργαζόμενων (23).

48.      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβέρνησης πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί της ύπαρξης ιδιαίτερου μειονεκτήματος για πρόσωπα του ενός φύλου σε σχέση με πρόσωπα του άλλου φύλου

49.      Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διαφορετική μεταχείριση που εισάγεται με τη ρήτρα εξαίρεσης δεν θίγει τους οικείους εργαζόμενους (24).

50.      Εντούτοις, υπενθυμίζεται, όπως έχει επισημάνει μέρος της θεωρίας, ότι η ύπαρξη βλάβης δεν αποτελεί προϋπόθεση της ύπαρξης έμμεσης διάκρισης. Συνεπώς, μολονότι η ύπαρξη βλάβης μπορεί να αποτελεί συχνά ένδειξη διάκρισης, η έννοια της «διάκρισης» δεν προϋποθέτει, αυτή καθεαυτήν, την ύπαρξη βλάβης (25). Επομένως, πρέπει να προσδιοριστεί αν συγκεκριμένο εθνικό μέτρο μπορεί να επιφέρει ένα «επιβλαβές ή διαφορετικό αποτέλεσμα» σε πρόσωπα που ανήκουν σε μια κατηγορία σε σχέση με το αποτέλεσμα που επιφέρει σε πρόσωπα που ανήκουν σε άλλη κατηγορία (26).

51.      Κατόπιν της ως άνω διευκρίνισης, φρονώ ότι η Ισπανική Κυβέρνηση εννοούσε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη δεν συνεπάγεται κάποιο ιδιαίτερο μειονέκτημα για τους οικιακούς βοηθούς.

52.      Δεν συμφωνώ με το επιχείρημα αυτό. Αντιθέτως, θεωρώ ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη εισάγει ιδιαίτερο μειονέκτημα για τους οικιακούς βοηθούς, όπως θα καταδείξω κατωτέρω.

53.      Πρώτον, επισημαίνω ότι η οδηγία 79/7 δεν ορίζει την έννοια της «έμμεσης διάκρισης» (27). Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια αυτή πρέπει, στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής, να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται στο πλαίσιο της οδηγίας 2006/54. Η τελευταία ορίζει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, την έννοια της «έμμεσης διάκρισης λόγω φύλου» ως την κατάσταση κατά την οποία «μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση πρόσωπα ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου» (28). Κατά το Δικαστήριο, η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερα μειονεκτικής θέσης μπορεί να διαπιστωθεί, ιδίως, εάν αποδειχθεί ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης επηρεάζει δυσμενώς σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό προσώπων ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου (29).

54.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το ζήτημα αν η χρήση ενός τυπικά ουδέτερου κριτηρίου εισάγει έμμεση διάκριση εξαρτάται από τις πραγματικές περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης (30). Συνεπώς, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, αν η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη μπορεί να χαρακτηριστεί «μέτρο το οποίο ενέχει έμμεση δυσμενή διάκριση» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7.

55.      Στο πλαίσιο αυτό, τα στατιστικά στοιχεία διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στη διαπίστωση της ύπαρξης στην πράξη μειονεκτικής θέσης για πρόσωπα του ενός φύλου σε σχέση με πρόσωπα του άλλου φύλου. Εντούτοις, απόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει την αξιοπιστία των στοιχείων αυτών και το αν αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη (31). Αν αυτός κρίνει ότι η ρήτρα εξαίρεσης που προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη επηρεάζει μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, η ανωτέρω διάταξη εισάγει άνιση μεταχείριση που αντίκειται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7.

56.      Δεύτερον, εν προκειμένω, ούτε από την απόφαση περί παραπομπής ούτε από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία φαίνεται να προκύπτει ότι δεν υφίστανται στατιστικά στοιχεία. Μολονότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη δεν εισάγει διάκριση μεταξύ προσώπων των δύο φύλων, τα στατιστικά στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο καταδεικνύουν ότι, στην κατηγορία των οικιακών βοηθών, οι γυναίκες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε συντριπτικό ποσοστό. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι τα στοιχεία αυτά ουδόλως αμφισβητήθηκαν από το TGSS και ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη περιάγει σε μειονεκτική θέση τους οικιακούς βοηθούς (32).

57.      Για την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, υπενθυμίζω ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αφενός, ο εθνικός δικαστής πρέπει να λάβει υπόψη το σύνολο των εργαζομένων που υπόκεινται στην εθνική ρύθμιση από την οποία απορρέει η διαφορετική μεταχείριση, εν προκειμένω στο άρθρο 251, στοιχείο δʹ, του LGSS, και, αφετέρου, η καλύτερη μέθοδος σύγκρισης συνίσταται στη σύγκριση της αναλογίας μεταξύ θιγόμενων και μη θιγόμενων από την προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση εργαζομένων γυναικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω ρύθμισης με την αντίστοιχη αναλογία όσον αφορά τους άνδρες εργαζόμενους που εμπίπτουν στο πεδίο αυτό (33).

58.      Αν εφαρμοστεί η μέθοδος αυτή στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει, αφενός, να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι ασφαλισμένοι στο ειδικό καθεστώς  οικιακών βοηθών, αλλά και το σύνολο των εργαζομένων που υπάγονται στο ισπανικό γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων που υπάγονται στα ειδικά συστήματα, στο πλαίσιο του οποίου εντάσσονται οι εν λόγω ασφαλισμένοι, στο μέτρο που η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση συμβάλλει στον προσδιορισμό του προσωπικού πεδίου εφαρμογής των παροχών που ισχύουν για όλους τους ασφαλισμένους στο γενικό σύστημα, δηλαδή των επιδομάτων ανεργίας (34).

59.      Συναφώς, από το άρθρο 264, παράγραφος 1, του LGSS προκύπτει ότι όλοι οι μισθωτοί που υπάγονται στο γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έχουν καταρχήν δικαίωμα να λάβουν επιδόματα ανεργίας. Πράγματι, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το TGSS εξήγησε ότι, στις 31 Μαΐου 2021, 15 872 720 μισθωτοί στην Ισπανία υπάγονται στο γενικό σύστημα αυτό. Εντός της κατηγορίας αυτής, η αναλογία ανδρών και γυναικών ήταν σχεδόν ίση, δηλαδή ανερχόταν σε 51,04 % και 48,96 % αντιστοίχως (35), και 14 259 814 εργαζόμενοι κατέβαλαν εισφορές ανεργίας, ενώ 1 612 906 δεν κατέβαλαν σχετικές εισφορές.

60.      Αφετέρου, το TGSS διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, όσον αφορά το ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών, στο οποίο υπάγονταν, κατά την ίδια ημερομηνία, 384 175 μισθωτοί εργαζόμενοι, η αναλογία ανδρών και γυναικών διαφέρει σημαντικά. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 100 % των εργαζομένων που υπάγονται στο καθεστώς αυτό. Συναφώς, το TGSS ανέφερε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, όσον αφορά τα στοιχεία που αφορούσαν τον ίδιο χρόνο, η κατηγορία των οικιακών βοηθών περιελάμβανε 17 171 άνδρες και 366 991 γυναίκες. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η κατηγορία αυτή απαρτιζόταν σε ποσοστό 95,53 % από γυναίκες.

61.      Τα στατιστικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και επιβεβαιώθηκαν από το TGSS κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση καταδεικνύουν ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρήτρα εξαίρεσης επηρεάζει αρνητικά ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό οικιακών βοηθών γυναικείου παρά ανδρικού φύλου.

62.      Φρονώ συνεπώς ότι σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο, βάσει των στατιστικών στοιχείων που μόλις έλαβα υπόψη και, ενδεχομένως, άλλων κρίσιμων στοιχείων, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη περιάγει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τους οικιακούς βοηθούς γυναικείου φύλου, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι η διάταξη αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, εκτός αν δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς οποιαδήποτε διάκριση που βασίζεται στο φύλο (36).

63.      Κατά συνέπεια, πρέπει στο σημείο αυτό να εξεταστεί το ζήτημα αν η άνιση μεταχείριση που συνεπάγεται η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη σε βάρος των οικιακών βοηθών γυναικείου φύλου μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 (37).

β)      Μπορεί η άνιση μεταχείριση που συνεπάγεται η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη να δικαιολογηθεί αντικειμενικά υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 79/7;

64.      Στις γραπτές παρατηρήσεις τους, το TGSS και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι η διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τους οικιακούς βοηθούς δικαιολογείται από λόγους που άπτονται συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της εν λόγω κατηγορίας υπαλλήλων και από το καθεστώς των εργοδοτών τους καθώς και από τους σκοπούς περί προστασίας των εργαζομένων, περί διαφύλαξης του επιπέδου απασχόλησης στον τομέα αυτόν και περί αντιμετώπισης της παράνομης εργασίας και της απάτης.

65.      Τίθεται συνεπώς το ζήτημα αν οι λόγοι αυτοί είναι αντικειμενικοί και άσχετοι προς οποιαδήποτε διάκριση που βασίζεται στο φύλο. Κατά το Δικαστήριο, αυτό συμβαίνει ειδικότερα όταν τα επιλεγέντα μέσα εξυπηρετούν θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής, είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με τη νομοθεσία αυτή σκοπού και είναι αναγκαία προς τούτο (38). Επιπλέον, τα εν λόγω μέσα δεν μπορούν να θεωρούνται κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού παρά μόνον αν εξυπηρετούν πράγματι την επίτευξή του και η εφαρμογή τους γίνεται με συνέπεια και σύστημα (39).

1)      Επί του ελέγχου νομιμότητας του σκοπού κοινωνικής πολιτικής τον οποίο εξυπηρετεί η ρήτρα εξαίρεσης που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη

66.      Πρώτον, υπενθυμίζω ότι οι σκοποί κοινωνικής πολιτικής θεωρούνται γενικά από το Δικαστήριο θεμιτοί σκοποί γενικού συμφέροντος. Η προστασία από τον κίνδυνο της ανεργίας εντάσσεται στην κοινωνική πολιτική η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

67.      Ιδίως στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση και την εργασία, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προώθηση των προσλήψεων συνιστά αναμφισβήτητα θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής (40). Ειδικότερα, όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, το Δικαστήριο δέχτηκε ως αντικειμενικό δικαιολογητικό λόγο, σε σχέση με την πρόσβαση σε ένα εκ του νόμου προβλεπόμενο σύστημα ασφάλισης κατά της ανεργίας, την καταπολέμηση της αύξησης των παράνομων θέσεων εργασίας και της προσπάθειας καταστρατήγησης του νόμου (41).

68.      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκανε κάποιες φορές δεκτό ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν «εύλογο περιθώριο εκτιμήσεως» όσον αφορά τη φύση των μέτρων κοινωνικής προστασίας και τους συγκεκριμένους τρόπους εφαρμογής τους (42), ενώ σε πιο πρόσφατες αποφάσεις του επισήμανε ότι διαθέτουν «ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως» (43). Ειδικότερα, στο πλαίσιο των έμμεσων διακρίσεων λόγω φύλου, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης κατά την επιλογή των μέτρων που είναι πρόσφορα για την υλοποίηση των σκοπών της κοινωνικής πολιτικής τους και της πολιτικής τους για την απασχόληση (44).

69.      Επισημαίνεται ότι η εν λόγω νομολογία του Δικαστηρίου έχει επικριθεί από τη θεωρία, η οποία του προσάπτει την αλλαγή αυτή προσέγγισης (45). Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, τονίζω ότι, ανεξαρτήτως του αν πρέπει να δοθεί έμφαση στον «εύλογο» ή στον «ευρύ» χαρακτήρα του περιθωρίου εκτίμησης των κρατών μελών κατά την επιλογή των μέτρων που δύνανται να υλοποιήσουν τους σκοπούς της κοινωνικής πολιτικής τους, το Δικαστήριο έκρινε εντούτοις ότι το εν λόγω περιθώριο εκτίμησης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστεί κενή περιεχομένου η εφαρμογή μιας θεμελιώδους αρχής του ενωσιακού δικαίου όπως αυτή της ίσης μεταχείρισης (46).

70.      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζω ότι προκειμένου μια διαφορετική μεταχείριση να μην αποτελεί έμμεση διάκριση, πρέπει να δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς οποιαδήποτε διάκριση που βασίζεται στο φύλο (47). Ασφαλώς, όπως ήδη ανέφερα (48), το Δικαστήριο φρονεί ότι αυτό συμβαίνει ιδίως όταν τα επιλεχθέντα μέσα ανταποκρίνονται σε θεμιτό σκοπό της κοινωνικής πολιτικής του κράτους μέλους για τη νομοθεσία του οποίου πρόκειται, είναι κατάλληλα για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος με την πολιτική αυτή σκοπός καθώς και αναγκαία προς τούτο (49). Συνεπώς, αφενός εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η επίμαχη ρύθμιση εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό και ότι ο εν λόγω σκοπός είναι ξένος προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και, αφετέρου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν και σε ποιον βαθμό η επίμαχη νομοθετική διάταξη δικαιολογείται από τέτοιους αντικειμενικούς παράγοντες, το δε Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει με βάση τη δικογραφία της υπόθεσης της κύριας δίκης και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που του έχουν υποβληθεί, τα στοιχεία που θα δώσουν στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει την απόφασή του (50).

71.      Όσον αφορά τον προσδιορισμό των σκοπών που επιδιώκονται με το ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών, δεν αμφισβητείται ότι οι λόγοι που προβάλλουν η Ισπανική Κυβέρνηση και το TGSS σχετικά με την προώθηση των προσλήψεων και τη διαφύλαξη του επιπέδου απασχόλησης, καθώς και σχετικά με την προστασία των εργαζομένων και την καταπολέμηση της παράνομης εργασίας και της απάτης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν θεμιτούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής. Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο έμμεσης διάκρισης, η αντικειμενική δικαιολόγηση δεν μπορεί να συνίσταται απλώς στην απαρίθμηση μιας σειράς σκοπών κοινωνικής πολιτικής που φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, θεμιτοί: οι σκοποί αυτοί πρέπει να είναι άσχετοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου (51). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι απλές γενικεύσεις δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι ο σκοπός εθνικού κανόνα είναι ξένος προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου (52). Συνεπώς, πρέπει επιπλέον να εξακριβωθεί ο αντικειμενικά ξένος προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου χαρακτήρας των σκοπών κοινωνικής πολιτικής που προβάλλουν η Ισπανική Κυβέρνηση και το TGSS.

2)      Επί της εξακρίβωσης του αντικειμενικά άσχετου προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου χαρακτήρα των προβαλλόμενων λόγων

72.      Όσον αφορά τον δικαιολογητικό λόγο σχετικά με τα χαρακτηριστικά του κλάδου των οικιακών βοηθών και με τη διαφύλαξη του επιπέδου απασχόλησης, στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, αφενός, ότι ο κλάδος των οικιακών βοηθών επηρεάζεται παλαιόθεν από την επιβάρυνση που μπορούν να προκαλέσουν οι διοικητικές υποχρεώσεις και τα έξοδα κοινωνικής ασφάλισης για τους εργοδότες (οικογενειάρχες) και τους εργαζόμενους και, αφετέρου, ότι πρόκειται για έναν τομέα με ιστορικά υψηλό ποσοστό απασχόλησης. Τούτο δικαιολογεί την εξαίρεση της κάλυψης ενός κινδύνου, όπως ο κίνδυνος της ανεργίας, ο οποίος θα είχε ελάχιστες επιπτώσεις για την εν λόγω κατηγορία εργαζομένων.

73.      Το TGSS επικαλέστηκε ως πιθανή δικαιολόγηση του περιορισμού των προστατευτικών μέτρων της κοινωνικής ασφάλισης, όσον αφορά τους οικιακούς βοηθούς, το διαφορετικό καθεστώς των εργοδοτών τους, οι οποίοι δεν είναι επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονται μια κλασική παραγωγική μονάδα αλλά οικογενειάρχες (53). Επιπλέον, το TGSS τονίζει στις γραπτές παρατηρήσεις του ότι, στο μέτρο που η δραστηριότητα των εργαζομένων αυτών απαιτεί μειωμένα προσόντα και συνεπώς αμείβεται κατά κανόνα με τον ελάχιστο μισθό, θα ήταν πιο «εξυπηρετικό» για τους εργαζόμενους αυτούς να έχουν πρόσβαση στην προστασία από τον κίνδυνο της ανεργίας παρά να συνεχίσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, ή να εναλλάσσουν διαστήματα πραγματικής εργασίας και αδειών λαμβάνοντας επίδομα ανεργίας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κινήτρων για διάπραξη απάτης.

74.      Όσον αφορά τον δικαιολογητικό λόγο σχετικά με την καταπολέμηση της παράνομης εργασίας και της απάτης, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι η εξαίρεση από το ειδικό καθεστώς των οικιακών βοηθών της προστασίας από την ανεργία δικαιολογείται από τον θεμιτό σκοπό της αποφυγής των επιβαρύνσεων και των κοινωνικών εξόδων που εντείνουν το πρόβλημα της παράνομης εργασίας και συνεπώς την ευάλωτη θέση των εργαζόμενων αυτών. Επιπλέον, οι ιδιαιτερότητες της σχέσης εργασίας των οικιακών βοηθών δημιουργούν πρόσθετες δυσχέρειες κατά την εξακρίβωση ορισμένων προϋποθέσεων που είναι ουσιώδεις για την πρόσβαση στο επίδομα ανεργίας, όπως ο μη οικειοθελής χαρακτήρας της λήξης της εργασίας ή η δυσχέρεια πραγματοποίησης ελέγχων και επιθεωρήσεων για την εξακρίβωση περιπτώσεων ασυμβίβαστου ή απάτης, λόγω του απαραβίαστου της κατοικίας των εργοδοτών, τόπου εργασίας των εργαζομένων αυτών.

75.      Στο πλαίσιο αυτό, η Ισπανική Κυβέρνηση και το TGSS αναφέρουν ότι η ενδεχόμενη συμπερίληψη της προστασίας από τον κίνδυνο της ανεργίας στο ειδικό αυτό καθεστώς θα επιφέρει κατ’ ανάγκη αύξηση των εισφορών, γεγονός που μπορεί να συνεπάγεται αύξηση της παράνομης εργασίας, χωρίς υπαγωγή ούτε καταβολή εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση, με αποτέλεσμα την ελάχιστη προστασία των εργαζομένων που υπάγονται στο εν λόγω καθεστώς.

76.      Όπως ανέφερα στο σημείο 67 των παρουσών προτάσεων, οι ανωτέρω σκοποί κοινωνικής πολιτικής τους οποίους θα εξετάσω από κοινού αποτελούν, καταρχήν, θεμιτούς σκοπούς (54). Ωστόσο, ομολογώ ότι διατηρώ αμφιβολίες σχετικά με τον μη εισάγοντα διακρίσεις χαρακτήρα των σκοπών αυτών και τούτο για τους ακόλουθους λόγους.

77.      Πρώτον, αρκεί η επισήμανση ότι τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στηρίζονται συχνά σε ένα οικογενειακό πρότυπο κατά το οποίο ένα πρόσωπο αρσενικού φύλου, στο οποίο αποδίδεται αυτοδικαίως η ιδιότητα του οικογενειάρχη, θεωρείται ότι ασκεί ένα επάγγελμα και αναλαμβάνει όλες τις επιβαρύνσεις που συνδέονται με τα του οίκου του (55). Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να εξετασθεί, κατά τον έλεγχο της «αντικειμενικής δικαιολόγησης», αν ορισμένοι σκοποί κοινωνικής πολιτικής που προβάλλονται προκειμένου να δικαιολογηθεί η διαφορετική μεταχείριση γυναικών βρίσκουν έρεισμα σε στερεοτυπικούς ρόλους ή σε στερεότυπα φύλου στα οποία μπορούν να στηρίζονται έμμεσες ή συστηματικές διακρίσεις (56). Το πρότυπο αυτό, στο οποίο εξακολουθούν να υφίστανται στερεότυπα όσον αφορά τον ρόλο των ανδρών και των γυναικών στην κοινωνία (57), δεν συνάδει πλέον με την πραγματικότητα της κοινωνίας στην Ευρώπη. Πράγματι, οι γυναίκες εντάσσονται σήμερα στην αγορά εργασίας σε όλα τα επίπεδα, η θέση της μητέρας και του πατέρα τείνει να είναι παρεμφερής όσον αφορά την ιδιότητα του γονέα και την ανατροφή του τέκνου (58) ή υφίστανται νέες μορφές οικογενειακών δομών, μεταξύ άλλων μονογονεϊκές οικογένειες, που δεν ανταποκρίνονται πλέον στο παραδοσιακό πρότυπο της οικογένειας.

78.      Δεύτερον, όπως υποστηρίζεται στη θεωρία, η αντίληψη περί ισότητας μεταξύ των προσώπων των δύο φύλων που αποκρυσταλλώνει το παραδοσιακό πρότυπο της εξειδίκευσης των ρόλων των δύο φύλων έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, να παραβλέπεται ο επαγγελματικός διαχωρισμός και η δυσμενής κατάσταση των γυναικών στην αγορά εργασίας, «επιτρέποντας τη διατήρηση ανισοτήτων μεταξύ των εργαζομένων που απασχολούνται στο πλαίσιο τυπικής και άτυπης μορφής εργασίας στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης» (59). Αφετέρου, «τα πρόσωπα που δεν ακολουθούν το παραδοσιακό πρότυπο επαγγελματικής δραστηριότητας και ιδίως οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στο πλαίσιο “άτυπης μορφής εργασίας” θεωρούνται συνεπώς οικονομικά εξαρτώμενοι από έναν εργαζόμενο που απασχολείται στο πλαίσιο “τυπικής μορφής εργασίας”»(60). Μια τέτοιου είδους αντίληψη της ισότητας δικαιολογεί τη διατήρηση και την ανάπτυξη διάφορων μορφών προσέγγισης των δικαιωμάτων «υπό το πρίσμα της οικογένειας» (61).

79.      Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι σκοποί που εξετάστηκαν είναι άσχετοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου;

80.      Φρονώ ότι τούτο δεν είναι δυνατό.

81.      Πρώτον, οι λόγοι σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των οικιακών βοηθών (εργαζόμενοι με μειωμένα προσόντα και αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό) ή στα χαρακτηριστικά των εργοδοτών τους (οικογενειάρχες) φαίνεται να βασίζονται σε στερεότυπα φύλου και συνεπώς, είναι δυσχερές να θεωρηθούν άσχετοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου (62). Το TGSS υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση που οι οικιακοί βοηθοί προστατεύονταν από τον κίνδυνο της ανεργίας, θα ήταν πιο «εξυπηρετικό» για τους εργαζόμενους αυτούς να «εναλλάσσουν διαστήματα πραγματικής εργασίας και αδειών λαμβάνοντας επιδόματα ανεργίας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κινήτρων για διάπραξη απάτης». Αν το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιωνόταν λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών αυτών, κατά λογική συνέπεια, όλοι οι εργαζόμενοι με μειωμένα προσόντα, οι οποίοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό της αγοράς εργασίας και εμπίπτουν σε άλλους τομείς, θα έπρεπε επίσης να αποκλείονται από το επίδομα ανεργίας. Ωστόσο τούτο δεν συμβαίνει (63). Κατά συνέπεια, φρονώ ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των δικαιολογητικών λόγων που προβάλλει το TGSS και του αποκλεισμού των οικιακών βοηθών από τα επιδόματα ανεργίας με την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη.

82.      Δεύτερον, η Ισπανική Κυβέρνηση δικαιολογεί τον αποκλεισμό αυτόν βάσει του σκοπού διαφύλαξης του επιπέδου απασχόλησης της κατηγορίας των οικιακών βοηθών, επικαλούμενη, αφενός, τις περιορισμένες επιπτώσεις της ανεργίας στην εν λόγω κατηγορία υπαλλήλων, η οποία αποτελείται κατά πλειοψηφία από γυναίκες, και, αφετέρου, το γεγονός ότι, κατά την άποψή της, η ενδεχόμενη συμπερίληψη της προστασίας από την ανεργία στο ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών συνεπάγεται κατ’ ανάγκη αύξηση των εισφορών και επομένως αύξηση της παράνομης εργασίας. Ωστόσο, ο αποκλεισμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη μου, την ενίσχυση της παραδοσιακής κοινωνικής αντίληψης περί των ρόλων η οποία καθιστά δυνατή, επιπλέον, όχι μόνον την εκμετάλλευση της πιο αδύναμης δομικά κατάστασης των προσώπων που υπάγονται στο καθεστώς των οικιακών βοηθών, αλλά και την υποτίμηση της αξίας της εργασίας των εργαζόμενων στον τομέα αυτόν (64) που πρέπει, αντιθέτως, να αναγνωρίζεται και να εκτιμάται από την κοινωνία.

83.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι οι σκοποί που επικαλούνται η Ισπανική Κυβέρνηση και το TGSS, οι οποίοι αφορούν τη διαφύλαξη του επιπέδου απασχόλησης στον τομέα των οικιακών βοηθών και τα χαρακτηριστικά του τομέα αυτού ή την αντιμετώπιση της παράνομης εργασίας δεν είναι δυνατόν να είναι άσχετοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και, συνεπώς, δεν μπορούν να δικαιολογούν διάκριση εις βάρος των γυναικών.

84.      Ωστόσο, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η ρήτρα εξαίρεσης που προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη εξυπηρετεί θεμιτούς σκοπούς, οι οποίοι είναι άσχετοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, θα εξετάσω το ζήτημα αν η ρήτρα αυτή είναι κατάλληλη προς επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη και είναι αναγκαία προς τούτο (65).

γ)      Έχει η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη ανάλογο χαρακτήρα;

1)      Επί της προσφορότητας και της αναγκαιότητας

85.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο, δεν είναι παράλογο να θεωρούν οι αρχές κράτους μέλους ότι ένα μέτρο μπορεί να είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των προβαλλόμενων σκοπών περί κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων (66). Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί πρόσφορο και κατάλληλο ένα μέτρο, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο αποκλείει ορισμένη κατηγορία εργαζομένων, εν προκειμένω τους οικιακούς βοηθούς, από τα επιδόματα ανεργίας;

86.      Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, απλές γενικεύσεις που αφορούν την καταλληλότητα ορισμένου μέτρου για την προστασία της απασχόλησης και την αντιμετώπιση της παράνομης εργασίας δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι ο στόχος της επίμαχης στην κύρια δίκη διάταξης είναι ξένος προς οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο ούτε για να παράσχουν στοιχεία επιτρέποντα ευλόγως να κριθεί ότι τα επιλεγέντα μέσα ήταν πρόσφορα για την υλοποίηση του σκοπού αυτού (67).

87.      Τίθεται συνεπώς το ζήτημα αν η επίμαχη στην κύρια δίκη ρήτρα εξαίρεσης μπορεί να θεωρηθεί μέτρο πρόσφορο για τη διασφάλιση των σκοπών κοινωνικής πολιτικής (68). Προς τούτο, η ρήτρα αυτή πρέπει να εξυπηρετεί πράγματι την επίτευξη του σκοπού αυτού και να εφαρμόζεται κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (69).

88.      Διατηρώ, αφενός, αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα της οικείας ρήτρας να επιτύχει τους προβαλλόμενους θεμιτούς σκοπούς και τούτο για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 77 έως 82 των παρουσών προτάσεων.

89.      Αφετέρου, όσον αφορά την απαίτηση για συνεπή και συστηματική εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας, φρονώ ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ελέγξει τις ακόλουθες πτυχές.

90.      Πρώτον, επισημαίνεται ότι από τις προφορικές παρατηρήσεις της CJ προκύπτει ότι η μοναδική κατηγορία εργαζομένων που αποκλείεται από την προστασία από τον κίνδυνο της ανεργίας είναι η κατηγορία των οικιακών βοηθών.

91.      Συναφώς, το TGSS ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι αποκλείονται επίσης από την προστασία από τον κίνδυνο της ανεργίας πρόσωπα που εμπίπτουν σε άλλες κατηγορίες δραστηριοτήτων, εντός των οποίων η αναλογία προσώπων των δύο φύλων είναι ίση, όπως οι συμμετέχοντες σε προγράμματα κατάρτισης και οι βουλευτές. Τόνισε επίσης ότι πρόσωπα που εμπίπτουν σε ορισμένες κατηγορίες δεν καταβάλλουν εισφορές για τα επιδόματα ανεργίας, όπως οι διαχειριστές ή/και οι διοικητικοί σύμβουλοι των εμπορικών και επαγγελματικών εταιριών και των εταιριών που εξομοιώνονται με αυτές, καθώς και οι θρησκευτικοί λειτουργοί που είναι, κατά πλειοψηφία, άνδρες. Για προφανείς λόγους, τα δοθέντα παραδείγματα δεν είναι λυσιτελή (70).

92.      Δεύτερον, από τις παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβέρνησης προκύπτει ότι το ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών καλύπτει τους επαγγελματικούς κινδύνους σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες. Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί αν ο κίνδυνος απάτης ή η δυσχέρεια διενέργειας ελέγχων συντρέχουν όντως σε μεγαλύτερο βαθμό όσον αφορά τα επιδόματα ανεργίας, από τα οποία αποκλείονται οι οικιακοί βοηθοί, από ό,τι σε σχέση με τις άλλες παροχές που αναγνωρίζονται στους εργαζόμενους αυτούς (71).

93.      Τρίτον, συμφωνώ με την άποψη της Επιτροπής ότι πρέπει να εξεταστεί η αυστηρότητα του επιλεγέντος μέτρου για την αντιμετώπιση της παράνομης εργασίας και της απάτης. Πράγματι, παρατηρώ ότι ο πλήρης αποκλεισμός μιας κατηγορίας εργαζομένων, όπως οι οικιακοί βοηθοί, από την προστασία από τον κίνδυνο της ανεργίας, ως μέτρο «κοινωνικής προστασίας», δεν φαίνεται να ωφελεί τους εργαζόμενους αυτούς. Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ συνεπώς με ποιον τρόπο μια ρήτρα εξαίρεσης, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αποσκοπεί δήθεν στην αντιμετώπιση της παράνομης εργασίας, αλλά φαίνεται να επιδεινώνει την κοινωνική περιθωριοποίηση της εν λόγω κατηγορίας εργαζομένων, μπορεί να θεωρηθεί συνεπής. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά όσον αφορά ένα μέτρο αντιμετώπισης της παράνομης εργασίας που θα αποσκοπούσε στον έλεγχο της δόλιας λήψης επιδομάτων ανεργίας, το οποίο θα ήταν συνεπές προς τον σκοπό κοινωνικής προστασίας των οικιακών βοηθών και δεν θα τους περιήγε σε μειονεκτική θέση (72).

94.      Τέταρτον, όσον αφορά ιδίως τη σχέση που διαπίστωσε το TGSS μεταξύ της αύξησης των εισφορών και της παράνομης εργασίας (73), από τις γραπτές παρατηρήσεις του προκύπτει ότι η δημιουργία του ειδικού καθεστώτος οικιακών βοηθών και η ένταξή του στο γενικό σύστημα το 2012 (74) επέφερε, αντιθέτως, αξιοσημείωτη αύξηση στην υπαγωγή των εργαζόμενων αυτών στην ασφάλιση (75), καταδεικνύοντας την παράνομη εργασία που υφίστατο προηγουμένως (76). Συνεπώς, δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη αιτιώδους σχέσης μεταξύ της αύξησης των εισφορών και της παράνομης εργασίας.

95.      Πέμπτον, τίθεται το ζήτημα αν το γεγονός ότι ο τόπος εργασίας είναι η κατοικία του εργοδότη δικαιολογεί την επιλογή του επίμαχου μέτρου αποκλεισμού. Είναι επομένως κρίσιμο να εξακριβωθεί η σημασία της επιρροής του τόπου εργασίας σε μια τέτοιου είδους επιλογή. Πράγματι, πώς το γεγονός ότι η παροχή της υπηρεσίας πραγματοποιείται στην κατοικία του εργοδότη μπορεί να συνεπάγεται την εξαίρεση των επιδομάτων ανεργίας από τις παροχές που χορηγούνται στους οικιακούς βοηθούς, αλλά να μη συνεπάγεται την εξαίρεση άλλων κοινωνικών παροχών που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι αυτοί, όπως η παροχή λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας;

96.      Στην ίδια κατεύθυνση, όσον αφορά τη συστηματική πτυχή, το αιτούν δικαστήριο μπορεί επίσης να εξακριβώσει αν, όσον αφορά τα επιδόματα ανεργίας, ο τόπος εργασίας ασκεί την ίδια επιρροή στην περίπτωση άλλων εργαζόμενων, τόπος εργασίας των οποίων είναι επίσης η κατοικία του εργοδότη (κηπουροί, προσωπικοί οδηγοί αυτοκινήτου κ.λπ.) ή η δική τους κατοικία (ελεύθεροι επαγγελματίες), όπως και στην περίπτωση των οικιακών βοηθών (77). Συναφώς, τίθεται επίσης το ζήτημα σχετικά με τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων για τη διενέργεια ελέγχου σε κατοικία ή επιχείρηση (78).

97.      Τέλος, έκτον και τελευταίον, ενδέχεται να είναι λυσιτελές το ζήτημα κατά πόσον υφίστανται άλλες κοινωνικές παροχές που αναγνωρίζονται στους οικιακούς βοηθούς και οι οποίες θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την έλλειψη προστασίας από τον κίνδυνο ανεργίας (79). Επί του ζητήματος αυτού, η CJ υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι όχι μόνον δεν υφίσταται άλλη παροχή η οποία να μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη προστασίας από τον κίνδυνο αυτόν, αλλά, επιπλέον, η εξαίρεση της προστασίας αυτής καταλήγει στο να μη λαμβάνουν οι οικιακοί βοηθοί άλλες παροχές, όπως εκείνη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία (80).

98.      Συναφώς, η Ισπανική Κυβέρνηση και το TGSS υποστηρίζουν ότι μια έκτακτη ενίσχυση λόγω μη άσκησης δραστηριότητας προβλέφθηκε προσφάτως (81) υπέρ των υπαγόμενων στο ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών, η εργασία των οποίων μειώθηκε ή έπαυσε λόγω της υγειονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του Covid-19. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η εν λόγω έκτακτη ενίσχυση είναι προσωρινή. Με τις γραπτές παρατηρήσεις του, το ίδιο το TGSS αναφέρει ότι η ενίσχυση αυτή «θα παρέμενε σε ισχύ για έναν μήνα (από την ημέρα παροχής του δικαιώματος), διάρκεια που θα μπορούσε να παραταθεί για περιόδους ενός μήνα με την έκδοση βασιλικού διατάγματος».

99.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της αντιμετώπισης της παράνομης εργασίας και της απάτης καθώς και της διαφύλαξης της απασχόλησης, καθόσον η διάταξη αυτή δεν φαίνεται να εξυπηρετεί όντως την επίτευξη των σκοπών αυτών και να εφαρμόζεται κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (82).

100. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι, απαγορεύοντας ολοκληρωτικά την πρόσβαση στο επίδομα ανεργίας σε όλους τους οικιακούς βοηθούς, η ρήτρα εξαίρεσης που προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

2)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

101. Φρονώ ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη εισάγει έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, καθόσον δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

4.      Πρόσθετες παρατηρήσεις

102. Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή μου, θα επισημάνω τα δύο παρακάτω στοιχεία.

103. Αφενός, από τις γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής καθώς και τις προφορικές παρατηρήσεις της CJ προκύπτει ότι το βασιλικό διάταγμα 1620/2011 της 14ης Νοεμβρίου 2011 ορίζει, στη δεύτερη πρόσθετη διάταξή του, ότι το Υπουργείο Εργασίας θα συγκροτήσει ομάδα εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, έκθεσης η οποία θα αφορά, μεταξύ άλλων, «τη βιωσιμότητα της θέσπισης ενός συστήματος προστασίας από την ανεργία το οποίο θα είναι προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος των οικιακών βοηθών και το οποίο θα διασφαλίζει τις αρχές της συνεισφοράς, της αλληλεγγύης και της χρηματοοικονομικής βιωσιμότητας.» Τόσο η Επιτροπή όσο και η CJ τόνισαν ότι, μέχρι σήμερα, η διάταξη αυτή δεν φαίνεται να έχει εφαρμοστεί.

104. Αφετέρου, το άρθρο 14 της σύμβασης αριθ. 189 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τους οικιακούς βοηθούς, η οποία εγκρίθηκε στις 16 Ιουνίου 2011, ορίζει ότι «κάθε μέλος πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της οικιακής εργασίας, προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι οικιακοί βοηθοί τελούν, στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης [...], υπό συνθήκες που είναι εξίσου ευνοϊκές σε σχέση με εκείνες του συνόλου των εργαζομένων». Η Επιτροπή επισημαίνει ότι καίτοι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έχει ακόμη επικυρώσει τη σύμβαση αυτή, εντούτοις είναι μέλος της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (83).

V.      Πρόταση

105. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 2 de Vigo (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 2 του Vigo, Ισπανία) ως εξής:

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία εξαιρεί τα επιδόματα ανεργίας από τις παροχές που χορηγούνται στους οικιακούς βοηθούς από ένα εκ του νόμου προβλεπόμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι εργαζόμενοι αυτοί είναι σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, P./S. (C‑13/94, EU:C:1996:170, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


3      Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160).


4      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).


5      BOE αριθ. 261, της 31ης Οκτωβρίου 2015, σ. 103291, και διορθωτικό σε BOE αριθ. 36, της 11ης Φεβρουαρίου 2016, σ. 10898.


6      BOE αριθ. 109, της 7ης Μαΐου 1985, σ. 12699, και διορθωτικό σε BOE αριθ. 134, της 5ης Ιουνίου 1985, σ. 16992.


7      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 25), και της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 27).


8      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το TGSS, με την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η εν λόγω κατηγορία εργαζομένων δεν έχει επί του παρόντος τη δυνατότητα να καταβάλει εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προκειμένου να εξασφαλίσει προστασία από την ανεργία». Η υπογράμμιση δική μου.


9      Πρβλ, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 25), και της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 27).


10      Βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, CPAS de Liège (C‑233/19, EU:C:2020:757, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών) (C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târșia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 13), και της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary (C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno (C‑385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 79/7, η οδηγία εφαρμόζεται επί του ενεργού πληθυσμού, με αποτέλεσμα οικιακή βοηθός, όπως η CJ, να εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.


15      Στο μέτρο που η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν υφίσταται έμμεση διάκριση, εξέφρασε μόνον επικουρικώς τη θέση αυτή σχετικά με τη δικαιολόγηση της άνισης μεταχείρισης και την αναλογικότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη διάταξης.


16      Στο πλαίσιο της οδηγίας 79/7, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Espadas Recio (C‑98/15, EU:C:2017:833, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Από τη νομολογία προκύπτει ότι η οδηγία 79/7 αποτελεί μόνον την έκφραση, στο συγκεκριμένο τομέα, της αρχής της ισότητας, μίας εκ των θεμελιωδών αρχών του δικαίου. Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, P./S. (C‑13/94, EU:C:1996:170, σκέψη 18). Βλ. επίσης, Lenaerts, K., «L’égalité de traitement en droit communautaire. Un principe unique aux apparences multiples», Cahiers de droit européen, 1991, σ. 3 έως 41.


18      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1995, Schumacker (C‑279/93, EU:C:1995:31, σκέψη 30)· της 30ής Μαρτίου 2004, Alabaster (C‑147/02, EU:C:2004:192, σκέψη 45)· της 16ης Ιουλίου 2009, Gómez-Limón Sánchez-Camacho (C‑537/07, EU:C:2009:462, σκέψη 56), και της 8ης Μαΐου 2019, Praxair MRC (C‑486/18, EU:C:2019:379, σκέψη 73).


19      Tobler, C., Limites et potentiel du concept de discrimination indirecte, Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων και Ίσων Ευκαιριών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) 2009, σ. 1 έως 85, ιδίως σ. 24.


20      Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018 (C‑451/16, EU:C:2018:492, σκέψη 42).


21      Η έννοια της «άμεσης διάκρισης» ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54 ως η περίπτωση στην οποία «ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση». Με τη νομολογία του, το Δικαστήριο σημείωσε ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο πρέπει να γίνει αντιληπτή η εν λόγω έννοια στο πλαίσιο της οδηγίας 79/7. Συναφώς, διευκρίνισε ότι στην περίπτωση που τέτοιου είδους λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση βασίζεται στο φύλο και ενδέχεται να εισάγει άμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, πρέπει να διερευνάται αν οι δύο εξεταζόμενες καταστάσεις είναι παρεμφερείς. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018, MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος) (C‑451/16, EU:C:2018:492, σκέψεις 34, 38 και 39). Επομένως, στην περίπτωση που οι εξεταζόμενες καταστάσεις δεν είναι παρεμφερείς, η διαφορετική μεταχείριση δεν εισάγει άμεση διάκριση. Επιπλέον, πρέπει να διακριθούν οι έννοιες «άμεση διάκριση» και «έμμεση διάκριση» σε επίπεδο δικαιολόγησης. Πράγματι, ενώ η πρώτη έννοια μπορεί να δικαιολογείται μόνον από συγκεκριμένους λόγους που ρητώς προβλέπονται στον νόμο, η δεύτερη μπορεί να δικαιολογείται μόνον από αντικειμενικούς λόγους. Συνεπώς, το ζήτημα αν μια διάκριση μπορεί να δικαιολογείται αντικειμενικώς τίθεται μόνο στο πλαίσιο της εξέτασης των έμμεσων διακρίσεων.


22      Βλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018 (C‑451/16, EU:C:2018:492, σκέψη 48): «Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία επιφυλάσσει δυσμενέστερη μεταχείριση λόγω φύλου σε πρόσωπο το οποίο άλλαξε το φύλο του μετά τον γάμο σε σχέση με πρόσωπο το οποίο διατήρησε το φύλο γέννησής του και είναι έγγαμο, καίτοι τα εν λόγω πρόσωπα τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση». Η υπογράμμιση δική μου.


23      Βλ., μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, απόφαση της 11ης Μαΐου 1999, Angestelltenbetriebsrat der Wiener Gebietskrankenkasse (C‑309/97, EU:C:1999:241, σκέψη 21).


24      Σύμφωνα με την Ισπανική Κυβέρνηση, η προσέγγιση αυτή απορρέει από τις αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2015, Cachaldora Fernández (C‑527/13, EU:C:2015:215, σκέψεις 31 και 33), και της 9ης Νοεμβρίου 2017, Espadas Recio (C‑98/15, EU:C:2017:833, σκέψη 41).


25      Geulette, A., «De la discrimination indirecte telle qu’appréhendée par la Cour de justice des communautés européennes au regard du règlement 1408/71/CEE et de la directive 79/7/CEE», Revue belge de sécurité sociale, 2ο τρίμηνο 2003, σ. 541 έως 582, ιδίως σ. 554 και εκεί μνημονευόμενη θεωρία. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η έννοια της “διάκρισης” δεν προϋποθέτει, εξ ορισμού, την πρόκληση άμεσης βλάβης και ότι η έννοια αυτή προϋποθέτει πρωτίστως ότι έχουν προβλεφθεί άνισοι όροι για παρεμφερείς καταστάσεις». Εντούτοις, «η εφαρμογή άνισων όρων μπορεί να επιφέρει βλάβες, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν συνέπεια μιας διάκρισης». Βλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 1960, Barbara κ.λπ. κατά Haute Autorité (3/58 έως 18/58, 25/58 και 26/58, EU:C:1960:18, σ. 404).


26      Όσον αφορά την επιρροή της αμερικανικής θεωρίας σχετικά με τις «διαφορετικές επιπτώσεις» στο πλαίσιο των έμμεσων διακρίσεων στο κοινωνικό δίκαιο της Ένωσης, βλ., μεταξύ άλλων, Tobler, C., Indirect Discrimination. A Case Study into the Development of the Legal Concept of Indirect Discrimination under EC Law, Intersentia, Antwerpen-Oxford, 2005, σ. 91 έως 96. Βλ., συναφώς, απόφαση της 31ης Μαρτίου 1981, Jenkins (96/80, EU:C:1981:80, σ. 925, σκέψη 13), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.-P. Warner στην υπόθεση Jenkins (96/80, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1981:21, σ. 936 και 937).


27      Το Δικαστήριο αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην έμμεση διάκριση (λόγω εθνικότητας) στην απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974, Sotgiu (152/73, EU:C:1974:13, σκέψη 11), σχετικά με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ 1968, L 257,  σ. 2): «Οι κανόνες περί ίσης μεταχειρίσεως [...] απαγορεύουν όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα». Η υπογράμμιση δική μου. Ως προς την πρόσφατη νομολογία στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, στο πλαίσιο του οποίου το Δικαστήριο χρησιμοποιεί την έννοια αυτή, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ. (C‑830/18, EU:C:2020:275, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


28      Αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 21ης Ιανουαρίου 2021, INSS (C‑843/19, EU:C:2021:55, σκέψη 24). Η υπογράμμιση δική μου. Διαπιστώνω ότι η απόφαση αυτή καταδεικνύει μια εξέλιξη στον ορισμό της έννοιας αυτής σε σχέση με την προγενέστερη νομολογία σύμφωνα με την οποία «έμμεση διάκριση κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει όταν η εφαρμογή ενός εθνικού μέτρου, έστω και αν η διατύπωση του μέτρου αυτού είναι ουδέτερη, θίγει στην πράξη πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών». Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 2011, Brachner (C‑123/10, EU:C:2011:675, σκέψη 56)· της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno (C‑385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 29)· της 14ης Απριλίου 2015, Cachaldora Fernández (C‑527/13, EU:C:2015:215, σκέψη 28), και της 9ης Νοεμβρίου 2017, Espadas Recio (C‑98/15, EU:C:2017:833, σκέψη 38). Όπως επισήμανε η θεωρία, πρέπει να εξεταστεί ενδελεχέστερα ποιες είναι οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις ενός μέτρου στα πρόσωπα που καλύπτονται από ένα συγκεκριμένο κριτήριο σε σχέση με άλλα πρόσωπα. Ο νέος αυτός ορισμός καθιστά δυνατό να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο οι έμμεσες διακρίσεις που συνδέονται με κριτήρια για τα οποία δεν υφίστανται ποσοτικά δεδομένα. Βλ., συναφώς, Miné, M., «Les concepts de discrimination directe et indirecte», ERA Forum, τεύχος 4, 2003, σ. 30 έως 44, ιδίως σ. 38 και 39· Tridimas, T., The General Principles of EU Law, Oxford University Press, 2005, σ. 67 έως 72, και Vielle, P. και Wuiame, N., Évaluation de la mise en œuvre de la directive 79/7/CEE relative à l’égalité de traitement entre les hommes et les femmes en matière de sécurité sociale, 1999, σ. 1 έως 49, ιδίως σ. 21.


29      Βλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 21ης Ιανουαρίου 2021, INSS (C‑843/19, EU:C:2021:55, σκέψη 25).


30      Βλ., μεταξύ άλλων, Tobler, C., Indirect Discrimination. A Case Study into the Development of the Legal Concept of Indirect Discrimination under EC Law, όπ.π., σ. 58.


31      Βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, INSS (C‑843/19, EU:C:2021:55, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επισημαίνεται ότι η έμμεση διάκριση μπορεί να διαπιστώνεται με κάθε τρόπο και όχι μόνο βάσει στατιστικών στοιχείων. Βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 46). Βλ. επίσης απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Schuch-Ghannadan (C‑274/18, EU:C:2019:828, σκέψη 56).


32      Το TGSS αναφέρει στις γραπτές παρατηρήσεις του ότι «[δ]εν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι εργαζόμενοι που είναι ασφαλισμένοι στο ειδικό καθεστώς των οικιακών βοηθών είναι, κατά πλειοψηφία, γυναίκες, και ότι ο αποκλεισμός τους από την προστασία από την ανεργία μπορεί να εισάγει έμμεση διάκριση σε σχέση με τους άνδρες εργαζόμενους».


33      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, YS (Επαγγελματικές συντάξεις στελεχών επιχειρήσεων) (C‑223/19, EU:C:2020:753, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 21ης Ιανουαρίου 2021, INSS (C‑843/19, EU:C:2021:55, σκέψη 26). Πρβλ. επίσης απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψεις 39 και 45).


34      Πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, INSS (C‑843/19, EU:C:2021:55, σκέψη 28).


35      Όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν το πρώτο τρίμηνο του 2017, βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 42).


36      Πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 47).


37      Πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 21ης Ιανουαρίου 2021, INSS (C‑843/19, EU:C:2021:55, σκέψη 24).


38      Βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Leone (C‑173/13, EU:C:2014:2090, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης αποφάσεις της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus (170/84, EU:C:1986:204, σκέψη 36)· της 13ης Ιουλίου 1989, Rinner-Kühn (171/88, EU:C:1989:328, σκέψη 14)· της 24ης Φεβρουαρίου 1994, Roks κ.λπ. (C‑343/92, EU:C:1994:71, σκέψη 34), και της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 48).


39      Βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Leone (C‑173/13, EU:C:2014:2090, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


40      Αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2007, Palacios de la Villa (C‑411/05, EU:C:2007:604, σκέψη 65), και της 2ας Απριλίου 2020, Comune di Gesturi (C‑670/18, EU:C:2020:272, σκέψη 37). Βλ. επίσης απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Steinicke (C‑77/02, EU:C:2003:458, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


41      Βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Megner και Scheffel (C‑444/93, EU:C:1995:442, σκέψεις 27, 28 και 32). Στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφάλισης αναπηρίας και γήρατος, βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Nolte (C‑317/93, EU:C:1995:438, σκέψεις 31, 32 και 36). Επίσης, στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη, το Δικαστήριο έκρινε ότι σκοποί όπως η κοινωνική προστασία των εργαζομένων και η διευκόλυνση των σχετικών διοικητικών ελέγχων [απόφαση της 16ης Απριλίου 2013, Las (C‑202/11, EU:C:2013:239, σκέψη 28)] καθώς και η πάταξη της απάτης, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας, και η πρόληψη των καταχρηστικών πρακτικών αποτελούν σκοπούς οι οποίοι συγκαταλέγονται στους «επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος» που μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό της άσκησης των θεμελιωδών ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη [απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Čepelnik (C‑33/17, EU:C:2018:896, σκέψη 44)]. Ωστόσο, οφείλω να υπενθυμίσω ότι οι έννοιες «επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος» στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών και «αντικειμενικοί δικαιολογητικοί λόγοι» στο πλαίσιο των έμμεσων διακρίσεων δεν ταυτίζονται.


42      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, Hofmann (184/83, EU:C:1984:273, σκέψη 27) (επί των κοινωνικών μέτρων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των γυναικών όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα)· της 7ης Μαΐου 1991, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑229/89, EU:C:1991:187, σκέψη 22) (επί του κοινωνικού σκοπού της διασφάλισης ενός ελάχιστου αναπληρωματικού εισοδήματος), και της 20ής Οκτωβρίου 2011, Brachner (C‑123/10, EU:C:2011:675, σκέψη 91) (επί της χορήγησης εισοδήματος ίσου προς το κατώτατο κοινωνικό εισόδημα που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής πολιτικής).


43      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Nolte (C‑317/93, EU:C:1995:438, σκέψη 33)· της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Megner και Scheffel (C‑444/93, EU:C:1995:442, σκέψη 29)· της 1ης Φεβρουαρίου 1996, Posthuma-van Damme και Oztürk, C‑280/94, EU:C:1996:27, σκέψη 26)· της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Seymour-Smith και Perez (C‑167/97, EU:C:1999:60, σκέψη 74), και της 20ής Οκτωβρίου 2011, Brachner (C‑123/10, EU:C:2011:675, σκέψη 73).


44      Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, INSS (C‑843/19, EU:C:2021:55, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Η θεωρία έχει επίσης επικρίνει την αποδυνάμωση του διενεργούμενου σε τρία στάδια ελέγχου της δικαιολόγησης, ο αντικειμενικός χαρακτήρας του οποίου απαιτεί, πρώτον, τα επιλεχθέντα μέτρα να ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες (πραγματικότητα), δεύτερον, να είναι πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (προσφορότητα) και, τρίτον, να είναι αναγκαία προς τούτο (αναλογικότητα). Σύμφωνα με τη θεωρία, το Δικαστήριο εφαρμόζει τον έλεγχο αυτόν κατά πιο αυστηρό και συστηματικό τρόπο στον τομέα της έμμεσης διάκρισης λόγω ιθαγένειας παρά στον τομέα των ζητημάτων που εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, στην οδηγία 79/7. Βλ., μεταξύ άλλων, Barnard, C. και Hepple, B., «Indirect Discrimination: Interpreting Seymour-Smith», Cambridge Law Journal, 58(2), 1999, σ. 399 έως 412, ιδίως σ. 409 έως 412: «The real problem is that while the Court of Justice is capable of pronouncing on questions of formal equality, it lacks access to the statistical and social science advice which is needed to assess arguments about disparate impact and objective justification» [«Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αποφαίνεται επί ζητημάτων τυπικής ισότητας, δεν έχει πρόσβαση στα πορίσματα των στατιστικών και κοινωνικών επιστημών που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση των επιχειρημάτων σχετικά με τις διαφορετικές επιπτώσεις και την αντικειμενική δικαιολόγηση»]· Bell, M. και Waddington, L., «More Equal than Others: Distinguishing European Union Equality Directives», Common Market Law Review, τεύχος 38, 2001, σ. 587 έως 611, ιδίως σ. 593, και Vielle, P. και Wuiame, N., όπ.π., σ. 22. Ως προς τη σημασία της αυστηρής εφαρμογής του ελέγχου αυτού στο πλαίσιο των διακρίσεων λόγω φύλου, βλ. Mulder, J., Indirect sex discrimination in employment. Theoretical analysis and reflections on the CJEU case law and national application of the concept of indirect sex discrimination, European Network of Legal experts in gender equality and non-discrimination, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2020, Βρυξέλλες, 2020, σ. 130.


46      Αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Seymour-Smith και Perez (C‑167/97, EU:C:1999:60, σκέψη 71)· της 20ής Μαρτίου 2003, Kutz-Bauer (C‑187/00, EU:C:2003:168, σκέψη 57), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Steinicke (C‑77/02, EU:C:2003:458, σκέψη 63). Βλ. επίσης απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 27).


47      Πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 47).


48      Βλ. σημείο 65 των παρουσών προτάσεων.


49      Βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Leone (C‑173/13, EU:C:2014:2090, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης αποφάσεις της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus (170/84, EU:C:1986:204, σκέψη 36)· της 13ης Ιουλίου 1989, Rinner-Kühn (171/88, EU:C:1989:328, σκέψη 14)· της 24ης Φεβρουαρίου 1994, Roks κ.λπ. (C‑343/92, EU:C:1994:71, σκέψη 34), και της 8ης Μαΐου 2019, Villar Láiz (C‑161/18, EU:C:2019:382, σκέψη 48).


50      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Leone (C‑173/13, EU:C:2014:2090, σκέψεις 55 και 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


51      Όσον αφορά το εν λόγω στάδιο της εξέτασης του εντοπισμού μιας έμμεσης διάκρισης, δηλαδή της εξακρίβωσης των αντικειμενικών δικαιολογητικών λόγων, η θεωρία εξέφρασε επιφυλάξεις σχετικά με τον έλεγχο του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη θεωρία, ο έλεγχος αυτός φαίνεται επιεικής σε όλες τις περιπτώσεις που υποστηρίζεται ότι η επίμαχη παροχή δικαιολογείται από θεμιτούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής. Βλ., μεταξύ άλλων, Pennings, F., European Social Security Law, Intersentia, Antwerp, Oxford και Portland, 2010, σ. 322 έως 327.


52      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Leone (C‑173/13, EU:C:2014:2090, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, η θεωρία τονίζει ότι το γεγονός ότι έγινε επίκληση ενός θεμιτού σκοπού δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι περιορίζεται η προβλεπόμενη από την οδηγία 79/7 προστασία από την έμμεση διάκριση. Βλ. Tobler, C., Limites et potentiel du concept de discrimination indirecte, όπ.π., σ. 39: «[γ]ια τους λόγους αυτούς, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το Δικαστήριο επικρίνεται για την αποδοχή ορισμένων σκοπών ως θεμιτών».


53      Επιπλέον, το TGSS υπογράμμισε ότι οι εργαζόμενοι αυτοί μπορούν να λάβουν επιδόματα ανεργίας εφόσον, πέραν του ότι η λήξη της απασχόλησής τους δεν είναι οικειοθελής, έχουν καταβάλει εισφορές στο γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για έξι έτη πριν από την υπαγωγή τους στο ειδικό καθεστώς οικιακών βοηθών. Ωστόσο, τούτο φαίνεται να αποκλείει από τα επιδόματα ανεργίας τους εργαζόμενους που εργάζονταν ανέκαθεν ως οικιακοί βοηθοί.


54      Φρονώ ότι είναι λυσιτελής η από κοινού εξέταση των σκοπών αυτών καθόσον αυτοί αλληλεπικαλύπτονται και συνδέονται στενά μεταξύ τους.


55      Βλ., μεταξύ άλλων, Geulette, A., όπ.π., σ. 555.


56      Βλ., μεταξύ άλλων, Tobler, C., Indirect Discrimination. A Case Study into the Development of the Legal Concept of Indirect Discrimination under EC Law, όπ.π., σ. 61 επ. και εκεί μνημονευόμενη θεωρία: «The term “structural discrimination” refers to a type of discrimination with a much more complex nature. Structural discrimination arises from deeply rooted views, opinions and value judgments relied on in a given society or from societal, cultural, economic patterns and structures». [«Ο όρος “δομική διάκριση” παραπέμπει σε ένα πολύ πιο περίπλοκο είδος διάκρισης. Η δομική διάκριση απορρέει από τις προσεγγίσεις, τις απόψεις και τις αξιολογικές κρίσεις που είναι αναπόσπαστο μέρος μιας κοινωνίας ή από τα κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά συστήματα και δομές.»] Βλ. επίσης, στο πλαίσιο των φυλετικών διακρίσεων, τον ορισμό του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. «Discrimination can exist explicitly, through institutions, norms and values. [...] Structural discrimination primarily relates to the ways in which common behaviour and equal legislation and norms for everybody can affect, and obscure, discriminatory intent». [«Διακρίσεις μπορεί να υφίστανται ρητά μέσω θεσμών, κανόνων και αξιών. [...] Οι δομικές διακρίσεις αφορούν πρωτίστως τους τρόπους με τους οποίους η συνήθης συμπεριφορά και η νομοθεσία περί ισότητας και οι γενικοί κανόνες μπορούν να επηρεάζουν και να υποκρύπτουν πρόθεση δημιουργίας διακρίσεων.»] Διατίθεται στην ακόλουθη ιστοσελίδα: https://www.ohchr.org/Documents/Issues/Racism/IWG/Session8/MirjanaNajcevska.doc.


57      Επί του ζητήματος αυτού, βλ., μεταξύ άλλων, ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, Σχέδιο δράσης της ΕΕ 2017-2019. Αντιμετώπιση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων, COM(2017) 678 τελικό.


58      Όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του στην υπόθεση Syndicat CFTC (C‑463/19, EU:C:2020:550, σημείο 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και στην υπόθεση Instituto Nacional de la Seguridad Social (Δικαίωμα χορήγησης προσαύξησης σύνταξης σε γυναίκες με τέκνα) (C‑450/18, EU:C:2019:696, σκέψεις 37 και 38), ιδίως με αναφορά στις αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας (312/86, EU:C:1988:485, σκέψη 14)· της 29ης Νοεμβρίου 2001, Griesmar (C‑366/99, EU:C:2001:648, σκέψη 56)· της 26ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑559/07, EU:C:2009:198, σκέψη 69), και της 16ης Ιουλίου 2015, Μαϊστρέλλης, (C‑222/14, EU:C:2015:473, σκέψη 47).


59      Vielle, P. και Wuiame, N., όπ.π., σ. 24. Βλ. συναφώς, Vogel-Polsky, E., «Genre et droit: les enjeux de la parité», Cahiers du GEDISST (Groupe d’étude sur la division sociale et sexuelle du travail), αριθ. 17, 1996, «Principes et enjeux de la parité», σ. 11 έως 31: «Ο επαγγελματικός διαχωρισμός [...] των γυναικών στην οικονομία και την απασχόληση ανάγεται στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων των φύλων [ή] στην αφομοίωση στερεοτύπων που προέρχονται από τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, το εκπαιδευτικό σύστημα, την οικογένεια, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας [...]».


60      Vielle, P. και Wuiame, N., όπ.π., σ. 24.


61      Όπ.π, σ. 24. Για μια διεξοδική εξέταση της σταδιακής ενίσχυσης από τον νομοθέτη της Ένωσης της ισότητας ανδρών και γυναικών εργαζομένων ως προς τα καθήκοντα του γονέα, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Syndicat CFTC (C‑463/19, EU:C:2020:550, σημεία 53 επ.).


62      Συναφώς, από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής προκύπτει ότι, προκειμένου να εξηγήσει τις υφιστάμενες διαφορές σχετικά με την προστασία των διάφορων κατηγοριών εργαζομένων και, ιδίως, των οικιακών βοηθών, η ισπανική θεωρία παραπέμπει ιδίως στο γεγονός ότι η κατηγορία αυτή αποτελείται κατά πλειοψηφία από γυναίκες και ότι οι τελευταίες υπάγονται παραδοσιακά στην κοινωνική ασφάλιση χάριν των οικογενειακών δεσμών τους. Βλ., μεταξύ άλλων, Otxoa Crespo, I., La Seguridad Social del empleo doméstico: evolución y perspectivas, Universidad del País Vasco – Euskal Herriko Unibertsitatea, 2012, σ. 304 έως 305. Διαθέσιμο στην ακόλουθη ιστοσελίδα: https://addi.ehu.es/bitstream/handle/10810/11601/9082-090-2-OtxoaTH.pdf?sequence=6&isAllowed=y.


63      Η Ισπανική Κυβέρνηση ανέφερε, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι προσωπικοί οδηγοί αυτοκινήτου υπάγονται στο γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και καταβάλλουν εισφορές για επιδόματα ανεργίας.


64      Travail décent pour les travailleurs domestiques, έκθεση IV(1), Διεθνής Διάσκεψη Εργασίας, Γενεύη, 99η Σύνοδος, 2010, σ. 1 έως 134. Όσον αφορά τον επαγγελματικό διαχωρισμό, βλ. Rodríguez Escanciano, S., «Condiciones de trabajo y discriminación salarial por razón de sexo», σε Casas Baamonde, M. E. και Gil Alburquerque, R. (επιμ.), Derecho Social de la Unión Europea. Aplicación por el Tribunal de Justicia, Francis Lefebvre, 2019, σ. 269 έως 307, ιδίως σ. 280 επ.


65      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Leone (C‑173/13, EU:C:2014:2090, σκέψη 53).


66      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2007, Palacios de la Villa (C‑411/05, EU:C:2007:604, σκέψη 72).


67      Πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Seymour-Smith και Perez (C‑167/97, EU:C:1999:60, σκέψη 76)· της 20ής Μαρτίου 2003, Kutz-Bauer (C‑187/00, EU:C:2003:168, σκέψη 58)· της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Steinicke (C‑77/02, EU:C:2003:458, σκέψη 64), καθώς και της 5ης Μαρτίου 2009, Age Concern England (C‑388/07, EU:C:2009:128, σκέψη 51).


68      Βλ. νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 65 των παρουσών προτάσεων.


69      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Leone (C‑173/13, EU:C:2014:2090, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


70      Βλ., συναφώς, σημείο 81 των παρουσών προτάσεων.


71      Από τις προφορικές παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβέρνησης προκύπτει ότι το καθεστώς αυτό καλύπτει επίσης τους κινδύνους σχετικά με την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό, τη μητρότητα και την πατρότητα καθώς και τον κίνδυνο θανάτου και τις παροχές επιζώντος.


72      Η Επιτροπή αναφέρει, για παράδειγμα, την επιταγή παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στη Γαλλία και το Βέλγιο, τις ολικές ή μερικές απαλλαγές από τις εισφορές ή τις μειώσεις τους για ορισμένους εργοδότες, καθώς και τα επιδόματα ή τις φορολογικές απαλλαγές.


73      Βλ. σημείο 75 των παρουσών προτάσεων.


74      Real Decreto 1620/2011 por el que se regula la relación laboral de carácter especial del servicio del hogar familiar (βασιλικό διάταγμα 1620/2011 που ρυθμίζει την ειδική σχέση εργασίας των οικιακών υπηρεσιών), της 14ης Νοεμβρίου 2011 (ΒΟΕ αριθ. 277, της 17ης Νοεμβρίου 2011, σ. 119046).


75      Συναφώς, η CJ ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο αριθμός των εγγραφών στην κοινωνική ασφάλιση σε σχέση με τους εργαζόμενους αυτούς είχε αυξηθεί από 296 949 σε 414 453 εργαζόμενους το 2012.


76      Με τις γραπτές παρατηρήσεις του, το TGSS ανέφερε ωστόσο ότι ο αριθμός των ασφαλισμένων μειώθηκε στη συνέχεια μεταξύ των ετών 2012 και 2019.


77      Όπως ανέφερα στην υποσημείωση 63 των παρουσών προτάσεων, η Ισπανική Κυβέρνηση ανέφερε, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι προσωπικοί οδηγοί αυτοκινήτου καταβάλλουν εισφορές για επιδόματα ανεργίας.


78      Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή παραπέμπει σε μια κοινοβουλευτική ερώτηση που απηύθυναν στην Επιτροπή (P‑128/2020) οι Ισπανοί βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην οποία εκτίθεται, όσον αφορά τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχου στις κατοικίες για τον εντοπισμό απάτης, ότι το «Tribunal Supremo [Ανώτατο Δικαστήριο (Ισπανία)] απαιτεί να συντρέχουν οι ίδιες προϋποθέσεις (ενδείξεις απάτης, αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας) για τη διενέργεια ελέγχου σε επιχείρηση ή κατοικία.» Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/P‑9-2020-000128_EN.html.


79      Συναφώς, το TGSS εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το επίδομα λόγω προσωρινής ανικανότητας είναι ευνοϊκότερο καθόσον δεν καταβάλλεται από τη δέκατη πέμπτη ημέρα, αλλά από την ένατη ημέρα.


80      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, στις περιπτώσεις που η απασχόληση των οικιακών βοηθών παύει για λόγους που δεν καταλογίζονται σε αυτούς, η αδυναμία πρόσβασης στο επίδομα ανεργίας συνεπάγεται επίσης αδυναμία πρόσβασης σε άλλες κοινωνικές ενισχύσεις που εξαρτώνται από την εξάλειψη του δικαιώματος στην παροχή αυτή. Βλ., συναφώς, σημείο 16 των παρουσών προτάσεων.


81      Άρθρο 30 του Real Decreto-ley 11/2020 por el que se adoptan medidas urgentes complementarias en el ámbito social y económico para hacer frente al COVID‑19 (βασιλικού διατάγματος 11/2020 για τη λήψη συμπληρωματικών έκτακτων μέτρων κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού COVID‑19), της 31ης Μαρτίου 2020 (ΒΟΕ αριθ. 91, της 1ης Απριλίου 2020).


82      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Leone (C‑173/13, EU:C:2014:2090, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


83      Επί του ζητήματος αυτού, η Ισπανική Κυβέρνηση ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχαν πραγματοποιηθεί οι απαραίτητες ενέργειες για την επικύρωση της σύμβασης αυτής και ότι μπορούσαν να οδηγήσουν στην παροχή στους οικιακούς βοηθούς προστασίας από την ανεργία.