Language of document : ECLI:EU:T:2023:437

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 26ης Ιουλίου 2023 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την καινοτομία “Ορίζων 2020” (2014-2020) – Έργο “aDvanced sOcial enGineering And vulNerability Assessment Framework (Dogana)” – Συμφωνία επιχορήγησης – Προσφυγή ακυρώσεως – Τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου – Χρεωστικό σημείωμα – Πράξεις μη δεκτικές προσφυγής – Πράξεις εντασσόμενες σε καθαρά συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες – Απαράδεκτο – Προσδιορισμός του καθού-εναγομένου – Αναρμοδιότητα – Δαπάνες προσωπικού – Πριμοδοτήσεις που υπολογίζονται σε συνάρτηση με επιχειρηματικούς στόχους – Μη επιλεξιμότητα – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη»

Στην υπόθεση T‑222/22,

Engineering Ingegneria Informatica SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους S. Villata, L. Montevecchi και C. Oncia, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την M. Ilkova και τον S. Romoli,

και

Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA), εκπροσωπούμενου από τις S. Payan-Lagrou και V. Canetti, επικουρούμενες από τον D. Gullo, δικηγόρο,

καθών-εναγομένων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Kowalik-Bańczyk (εισηγήτρια), πρόεδρο, E. Buttigieg και B. Ricziová, δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, και ιδίως:

–        την ένσταση που προέβαλε, βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2022,

–        τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας-ενάγουσας επί της εν λόγω ενστάσεως, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Αυγούστου 2022,

έχοντας υπόψη ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα και η RAE δεν υπέβαλαν αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα βάσει των άρθρων 263 και 272 ΣΛΕΕ προσφυγή-αγωγή της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα Engineering – Ingegneria Informatica SpA (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, να ακυρωθούν πλείονες πράξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA) σχετικά με την εκτέλεση της υπ’ αριθ. 653618 συμφωνίας επιχορήγησης (στο εξής: συμφωνία επιχορήγησης) όσον αφορά το έργο «aDvanced sOcial enGineering And vulNerability Assessment Framework (Dogana)» (Πλαίσιο αξιολόγησης της προηγμένης κοινωνικής μηχανικής και της τρωτότητας, στο εξής: έργο), και αφετέρου, να διαπιστωθεί η επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών από πλευράς χρηματοδότησης βάσει της συμφωνίας αυτής και, ως εκ τούτου, να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή και ο REA δεν δικαιούνται να επιδιώξουν την επιστροφή των ποσών που αντιστοιχούν στις εν λόγω δαπάνες.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία που ασκεί δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα των τεχνολογιών.

3        Ο REA είναι εκτελεστικός οργανισμός που έχει συσταθεί για τη διαχείριση της δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της έρευνας. Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (ΕΕ 2003, L 11, σ. 1), ο REA έχει νομική προσωπικότητα, απολαμβάνει σε κάθε κράτος μέλος της ευρύτερης νομικής ικανότητας και δύναται ιδίως να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

 Συμφωνία επιχορήγησης

4        Στο πλαίσιο του προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα και την καινοτομία «Ορίζων 2020» (2014-2020) (στο εξής: πρόγραμμα-πλαίσιο «Ορίζων 2020»), η Engineering International Belgium SA, υπό την ιδιότητα της συντονίστριας, και άλλοι δικαιούχοι, αφενός, και ο REA, αφετέρου, συνήψαν στις 28 Απριλίου 2015 τη συμφωνία επιχορήγησης. Δυνάμει δύο τροποποιήσεων που υπεγράφησαν τον Δεκέμβριο του 2017 και τον Μάρτιο του 2018, η προσφεύγουσα κατέστη δικαιούχος από τις 5 Ιουλίου 2017 και αντικατέστησε την Engineering International Belgium ως συντονίστρια από τις 15 Δεκεμβρίου 2017.

5        Το άρθρο 2 της συμφωνίας επιχορήγησης προβλέπει την παροχή επιχορήγησης για το έργο (στο εξής: επιχορήγηση). Κατά το άρθρο 3 της συμφωνίας, η εκτέλεση του εν λόγω έργου επρόκειτο να αρχίσει την 1η Σεπτεμβρίου 2015 και να διαρκέσει 36 μήνες.

6        Δυνάμει του άρθρου 5.2 της συμφωνίας επιχορήγησης, στο πλαίσιο της επιχορήγησης επιστρέφεται, μεταξύ άλλων, το 70 % των επιλέξιμων δαπανών των δικαιούχων οι οποίοι είναι κερδοσκοπικές νομικές οντότητες. Οι ως άνω επιλέξιμες δαπάνες περιλαμβάνουν, ειδικότερα, πρώτον, τις «άμεσες δαπάνες προσωπικού» και, δεύτερον, τις «έμμεσες δαπάνες» που υπολογίζονται κατ’ αποκοπήν. Οι «άμεσες δαπάνες προσωπικού» διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, ήτοι, αφενός, στις «δαπάνες που έχουν όντως πραγματοποιηθεί» ή «πραγματικές δαπάνες» και, αφετέρου, στις «μοναδιαίες δαπάνες», οι οποίες καθορίζονται βάσει ενός ποσού ανά μονάδα που υπολογίζεται σύμφωνα με τις συνήθεις λογιστικές πρακτικές του δικαιούχου.

7        Δυνάμει του άρθρου 6.1, στοιχείο a, σημείο iv, της συμφωνίας επιχορήγησης, οι πραγματικές δαπάνες πρέπει, προκειμένου να είναι επιλέξιμες, μεταξύ άλλων, «να προκύπτουν στο πλαίσιο [του έργου] και να είναι αναγκαίες για την υλοποίησή [του]».

8        Κατά το άρθρο 6.2, στοιχείο A.1, της συμφωνίας επιχορήγησης, «οι δαπάνες προσωπικού είναι επιλέξιμες εφόσον σχετίζονται με το προσωπικό που εργάζεται για τον δικαιούχο βάσει σύμβασης απασχόλησης (ή ισοδύναμης πράξης διορισμού) και απασχολείται [στο έργο]». Το ίδιο άρθρο διευκρινίζει ότι οι δαπάνες προσωπικού «πρέπει να περιορίζονται στους μισθούς […], στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, στους φόρους και άλλες δαπάνες που περιλαμβάνονται στις αποδοχές, αν απορρέουν από την εθνική νομοθεσία ή τη σύμβαση απασχόλησης (ή ισοδύναμη πράξη διορισμού)».

9        Το άρθρο 6.5 της συμφωνίας επιχορήγησης ορίζει και απαριθμεί τις μη επιλέξιμες δαπάνες. Το άρθρο αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο στοιχείο a, τις «δαπάνες που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται [στα άρθρα] 6.1 έως 6.4 [της ίδιας συμφωνίας]» και, ιδίως, στο στοιχείο a, σημείο i, τις «δαπάνες συνδεόμενες με απόδοση κεφαλαίου».

10      Το άρθρο 6.6 της συμφωνίας επιχορήγησης προβλέπει ότι οι δηλωθείσες δαπάνες που δεν είναι επιλέξιμες θα απορρίπτονται.

11      Δυνάμει του άρθρου 22.1.3 της συμφωνίας επιχορήγησης, ο REA ή η Επιτροπή μπορούν να διενεργούν λογιστικούς ελέγχους σχετικά με την ορθή υλοποίηση του έργου και τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία. Καταρτίζεται και κοινοποιείται στον συντονιστή ή στον ενδιαφερόμενο δικαιούχο σχέδιο έκθεσης λογιστικού ελέγχου και, στη συνέχεια, έκθεση λογιστικού ελέγχου.

12      Το άρθρο 22.5.1 της συμφωνίας επιχορήγησης προβλέπει ότι τα πορίσματα των λογιστικών ελέγχων μπορεί να οδηγήσουν, μεταξύ άλλων, στην απόρριψη μη επιλέξιμων δαπανών. Βάσει του ίδιου άρθρου, οι έλεγχοι, οσάκις εντοπίζουν συστημικά ή επαναλαμβανόμενα σφάλματα, μπορούν επίσης να έχουν συνέπειες για άλλες επιχορηγήσεις που λαμβάνονται υπό παρόμοιους όρους, με επέκταση στις εν λόγω επιχορηγήσεις των πορισμάτων από τη συγκεκριμένη επιχορήγηση.

13      Το άρθρο 42.1 της συμφωνίας επιχορήγησης ορίζει ότι ο REA απορρίπτει όλες τις μη επιλέξιμες δαπάνες, ιδίως κατόπιν λογιστικών ελέγχων.

14      Το άρθρο 44.1 της συμφωνίας επιχορήγησης προβλέπει ότι ο REA μπορεί να ανακτήσει κάθε ποσό που καταβλήθηκε χωρίς να οφείλεται βάσει της συμφωνίας. Το άρθρο 44.1.3 της ίδιας συμφωνίας το οποίο εφαρμόζεται για την ανάκτηση των ποσών μετά την πληρωμή του υπολοίπου, ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο REA απευθύνει στον δικαιούχο επιστολή προκαταρκτικής ενημέρωσης και στη συνέχεια επιβεβαιωτική επιστολή και χρεωστικό σημείωμα. Σε περίπτωση μη καταβολής, ο REA μπορεί να προβεί σε συμψηφισμό, να προσφύγει στη δικαιοσύνη ή να εκδώσει εκτελεστή απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 299 ΣΛΕΕ.

15      Το άρθρο 57.1 της συμφωνίας επιχορήγησης προβλέπει ότι αυτή διέπεται από το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης, το οποίο συμπληρώνεται, εάν είναι απαραίτητο, από το δίκαιο του Βελγίου.

16      Το άρθρο 57.2 της συμφωνίας επιχορήγησης ορίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ή, κατ’ αναίρεση, το Δικαστήριο, έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για την επίλυση των διαφορών που αφορούν την ερμηνεία, την εφαρμογή ή την ισχύ της εν λόγω συμφωνίας, σύμφωνα με το άρθρο 272 ΣΛΕΕ.

17      Σε εκτέλεση της συμφωνίας επιχορήγησης, η προσφεύγουσα έλαβε από τον REA επιχορήγηση ύψους 240 171,21 ευρώ, βάσει δηλωθέντος ποσού επιλέξιμων δαπανών ύψους 343 101,72 ευρώ και ποσοστού επιστροφής ύψους 70 %.

 Διαδικασία λογιστικού ελέγχου

18      Κατά τη διάρκεια του 2021, η Επιτροπή διενήργησε λογιστικό έλεγχο σχετικά με την εκτέλεση τριών συμφωνιών επιχορήγησης που είχε συνάψει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του προγράμματος-πλαισίου «Ορίζων 2020», μεταξύ των οποίων και η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση συμφωνία επιχορήγησης. Όσον αφορά την τελευταία αυτή συμφωνία, ο λογιστικός έλεγχος αφορούσε την περίοδο από την 1η Σεπτεμβρίου 2015 έως τις 31 Αυγούστου 2018.

19      Στις 30 Ιουνίου 2021 η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα σχέδιο έκθεσης λογιστικού ελέγχου.

20      Με επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου 2021 (στο εξής: επιστολή περάτωσης) και με τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα για τα οριστικά αποτελέσματα του ελέγχου αυτού.

21      Κατά τον λογιστικό έλεγχο, η Επιτροπή προχώρησε σε πλείονες προσαρμογές όσον αφορά τις επιλέξιμες δαπάνες στο πλαίσιο της συμφωνίας επιχορήγησης.

22      Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες πριμοδοτήσεις ή προμήθειες (στο εξής: επίδικες πριμοδοτήσεις), που καταβλήθηκαν σε δύο υπαλλήλους της προσφεύγουσας (στο εξής: δύο ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι) και δηλώθηκαν από αυτήν ως δαπάνες προσωπικού, συνδέονταν με την επίτευξη διαφόρων στόχων επιχειρηματικής φύσεως. Εξ αυτού συνήγαγε ότι οι δαπάνες που αντιστοιχούσαν στις εν λόγω πριμοδοτήσεις δεν είχαν προκύψει στο πλαίσιο του έργου και δεν ήταν αναγκαίες για την υλοποίησή του, με αποτέλεσμα να μην πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 6.1, στοιχείο a, σημείο iv, της συμφωνίας επιχορήγησης και επεξηγούνται στο σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης για το πρόγραμμα-πλαίσιο «Ορίζων 2020» (στο εξής: σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης). Ως εκ τούτου, έκρινε ότι οι επίδικες πριμοδοτήσεις, ύψους 14 758,03 ευρώ, δεν ήταν επιλέξιμες και, επομένως, προχώρησε στην αντίστοιχη προσαρμογή.

23      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων προσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν είτε υπέρ του REA είτε υπέρ της προσφεύγουσας, η Επιτροπή μείωσε κατά 12 927,34 ευρώ το συνολικό ποσό των επιλέξιμων δαπανών στο πλαίσιο της συμφωνίας επιχορήγησης.

24      Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένα σφάλματα που εντοπίστηκαν κατά τον λογιστικό έλεγχο είχαν ενδεχομένως συστημικό ή επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, κίνησε διαδικασία για την επέκταση των πορισμάτων του ελέγχου σε άλλες επιχορηγήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 22.5.1 της συμφωνίας επιχορήγησης.

25      Ωστόσο, με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2022 (στο εξής: διευκρινιστική επιστολή), η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε επεκτείνει τα πορίσματα του λογιστικού ελέγχου μόνο στις υπό εξέλιξη επιχορηγήσεις, εξαιρουμένων των περιόδων ή των επιχορηγήσεων για τις οποίες δεν είχε διενεργηθεί τέτοιος έλεγχος. Διευκρίνισε ότι ο περιορισμός αυτός της διαδικασίας επέκτασης των πορισμάτων του λογιστικού ελέγχου είχε επιτραπεί κατ’ εξαίρεση, διότι στους προηγούμενους ελέγχους δεν είχε διαπιστωθεί η μη επιλεξιμότητα των επίδικων πριμοδοτήσεων που στηρίζονταν σε επιχειρηματικούς στόχους.

 Διαδικασία ανάκτησης

26      Με επιστολή της 17ης Ιανουαρίου 2022, με τίτλο «επιστολή προκαταρκτικής ενημέρωσης», ο REA ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατόπιν του λογιστικού ελέγχου που διενήργησε η Επιτροπή και λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού επιστροφής 70 %, είχε την πρόθεση να προχωρήσει στην ανάκτηση ποσού ύψους 9 049,14 ευρώ.

27      Με επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2022 προς την προσφεύγουσα (στο εξής: επιβεβαιωτική επιστολή), ο REA επιβεβαίωσε την ανάκτηση ποσού ύψους 9 049,14 ευρώ. Η επιστολή αυτή συνοδευόταν από χρεωστικό σημείωμα ίδιου ύψους που είχε εκδώσει ο REA την ίδια ημέρα (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα).

 Αιτήματα των διαδίκων

28      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει «άκυρες, παράνομες, ακυρωθείσες και στερούμενες αποτελέσματος» τις πράξεις που εξέδωσαν η Επιτροπή και ο REA και, ειδικότερα, την επιστολή περάτωσης, την τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου, την επιβεβαιωτική επιστολή και το χρεωστικό σημείωμα,

–        να κηρύξει επιλέξιμα τα ποσά που εξαιρέθηκαν από τις επιλέξιμες δαπάνες, να αναγνωρίσει το δικαίωμά της να ληφθούν υπόψη τα ποσά αυτά κατά τον υπολογισμό του ποσού της επιχορήγησης και να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή δεν δικαιούται να ανακτήσει τα εν λόγω ποσά,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και τον REA στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη καθόσον την αφορά,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

30      Ο REA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως εν όλω ή εν μέρει απαράδεκτη ή, άλλως, ως όλως αβάσιμη καθόσον τον αφορά,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου και του περιεχομένου της προσφυγής-αγωγής

31      Από το γράμμα και το περιεχόμενο του συνόλου των δικογράφων της προσφεύγουσας, και ιδίως από τον τίτλο του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής της και τις διευκρινίσεις που δόθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως, καθώς και από το ότι η Επιτροπή ήταν υπεύθυνη για τη διαδικασία λογιστικού ελέγχου, ενώ ο REA ήταν υπεύθυνος για τη διαδικασία ανάκτησης, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        αφενός, με το πρώτο αίτημά της, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, να ακυρώσει τις πράξεις που εξέδωσαν έναντι αυτής η Επιτροπή και ο REA και, ειδικότερα, την επιστολή περάτωσης, την τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου, την επιβεβαιωτική επιστολή και το χρεωστικό σημείωμα, καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν την εκτέλεση της συμφωνίας επιχορήγησης,

–        αφετέρου, με το δεύτερο αίτημά της, το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ, να διαπιστώσει την επιλεξιμότητα των επίδικων πριμοδοτήσεων και, ως εκ τούτου, να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή και, κατά συνέπεια, ο REA δεν δικαιούνταν να επιδιώξουν την ανάκτηση των ποσών που αντιστοιχούσαν στις πριμοδοτήσεις αυτές.

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού της προσφυγής-αγωγής

 Όσον αφορά το αίτημα που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ

32      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το ακυρωτικό αίτημα της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτο. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι το αίτημα αυτό στρέφεται κατά πράξεων που εντάσσονται σε συμβατικό πλαίσιο και δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ούτε συνεπάγονται την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας. Κατά τα λοιπά, ορισμένες από τις πράξεις αυτές, ήτοι η επιβεβαιωτική επιστολή και το χρεωστικό σημείωμα, εκδόθηκαν από τον REA, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να στερείται παθητικής νομιμοποίησης ως προς αυτές. Δεύτερον, το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχεία δʹ και εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο μέτρο που δεν εκθέτει σαφώς τη νομική βάση της προσφυγής-αγωγής και δεν αναπτύσσει, από πραγματικής και νομικής απόψεως, το αίτημα να κηρυχθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις «άκυρες, παράνομες, ακυρωθείσες και στερούμενες αποτελέσματος».

33      Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 130 παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο REA ζητεί επίσης να κριθεί απαράδεκτο το ακυρωτικό αίτημα για λόγους παρόμοιους με αυτούς που προβάλλει η Επιτροπή. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση πράξεων συμβατικής και όχι διοικητικής φύσεως και, αφετέρου, ότι, ελλείψει διευκρίνισης των λόγων που προβάλλονται προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος, το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

34      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της Επιτροπής και του REA και υποστηρίζει ότι το ακυρωτικό αίτημά της είναι παραδεκτό.

35      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ μπορεί να ασκείται γενικώς κατά όλων των πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη μορφή τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9· βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Συναφώς, αποτελούν, κατ’ αρχήν, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν μόνον τα μέτρα με τα οποία καθορίζεται οριστικώς η θέση των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας και τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, αποκλειομένων ιδίως των ενδιάμεσων μέτρων που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής απόφασης χωρίς να παράγουν τέτοια αποτελέσματα (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 10, και της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 42).

37      Επιπλέον, όταν έχει συναφθεί σύμβαση μεταξύ του προσφεύγοντος και ενός εκ των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ μπορεί να ασκηθεί μόνο στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων εκτός των ορίων της συμβατικής σχέσης που συνδέει τους συμβαλλόμενους, αποτελεσμάτων που συναρτώνται προς την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας, οι οποίες απονέμονται στα συμβαλλόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς υπό την ιδιότητα της διοικητικής αρχής (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C‑506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 20, της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 50, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 65).

38      Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις εντάσσονται στο πλαίσιο της συμφωνίας επιχορήγησης, από την οποία δεν μπορούν να διαχωριστούν.

39      Πράγματι, αφενός, οι πράξεις που εξέδωσε η Επιτροπή, και συγκεκριμένα η επιστολή περάτωσης και η τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου, στηρίζονται στις ρυθμίσεις των άρθρων 22.1.3 και 22.5.1 της συμφωνίας επιχορήγησης, από τις οποίες προκύπτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο μπορεί να διενεργεί λογιστικούς ελέγχους δυνάμενους να οδηγήσουν στην απόρριψη των μη επιλέξιμων δαπανών (βλ. σκέψεις 11 και 12 ανωτέρω).

40      Αφετέρου, οι πράξεις που εξέδωσε ο REA, και συγκεκριμένα η επιβεβαιωτική επιστολή και το χρεωστικό σημείωμα, στηρίζονται στα άρθρα 42.1 και 44 της συμφωνίας επιχορήγησης, από τα οποία προκύπτει ότι, κατόπιν λογιστικού ελέγχου, ο εν λόγω οργανισμός απορρίπτει τις μη επιλέξιμες δαπάνες και ζητεί από τον δικαιούχο να επιστρέψει κάθε ποσό που καταβλήθηκε χωρίς να οφείλεται (βλ. σκέψεις 13 και 14 ανωτέρω).

41      Δεύτερον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή και ο REA ενήργησαν κάνοντας χρήση των προνομιών δημόσιας εξουσίας που διαθέτουν.

42      Πράγματι, αφενός, οι πράξεις που εξέδωσε η Επιτροπή, και συγκεκριμένα η επιστολή περάτωσης και η τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου, δεν υποχρεώνουν και ούτε καν καλούν την προσφεύγουσα να επιστρέψει οιοδήποτε ποσό και, επομένως, δεν μεταβάλλουν τη νομική κατάστασή της.

43      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ούτε από τη διατύπωση των πράξεων της Επιτροπής ούτε από το πλαίσιό τους προκύπτει ότι το θεσμικό αυτό όργανο είχε την πρόθεση να υποχρεώσει τον REA να ακολουθήσει τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσης λογιστικού ελέγχου και να του απαγορεύσει να παρεκκλίνει από αυτά. Συγκεκριμένα, η τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου διευκρινίζει ότι έχει ως αντικείμενο την έκφραση «ανεξάρτητης γνώμης» σχετικά με τον πραγματικό και επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών για τις οποίες χορηγήθηκε η επιχορήγηση. Όσον αφορά την επιστολή περάτωσης, διευκρινίζει ότι απλώς ενημερώνει την προσφεύγουσα για τα αποτελέσματα του λογιστικού ελέγχου και ότι δεν εκφράζει οριστική θέση επί των οικονομικών επιπτώσεων του ελέγχου, δεδομένου ότι ο REA όφειλε ακόμη να αναλύσει τις επιπτώσεις αυτές και να ενημερώσει σχετικά την προσφεύγουσα.

44      Επομένως, οι πράξεις που εξέδωσε η Επιτροπή, και συγκεκριμένα η επιστολή περάτωσης και η τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου, είναι προπαρασκευαστικές πράξεις και δεν παράγουν, αυτές καθεαυτές, κανένα δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα έναντι της προσφεύγουσας ή του REA (βλ., κατ’ αναλογίαν, διατάξεις της 8ης Φεβρουαρίου 2010, Alisei κατά Επιτροπής, T‑481/08, EU:T:2010:32, σκέψεις 67 και 75, και της 9ης Ιουνίου 2016, IREPA κατά Επιτροπής και Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑825/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:345, σκέψη 30). Κατά μείζονα λόγο, η έκδοση των πράξεων αυτών δεν έχει τον χαρακτήρα άσκησης προνομιών δημόσιας εξουσίας.

45      Αφετέρου, με τις πράξεις που εξέδωσε ο REA, και συγκεκριμένα την επιβεβαιωτική επιστολή και το χρεωστικό σημείωμα, απλώς καλείται η προσφεύγουσα να καταβάλει το ποσό των 9 049,14 ευρώ και ενημερώνεται ότι, σε περίπτωση μη καταβολής, ο οργανισμός αυτός θα προβεί στην ανάκτηση του εν λόγω ποσού, προβαίνοντας για παράδειγμα σε συμψηφισμό ή εκδίδοντας εκτελεστή απόφαση βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

46      Πλην όμως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι χρεωστικό σημείωμα ή έγγραφο όχλησης, τα οποία περιλαμβάνουν μνεία ορισμένης καταληκτικής ημερομηνίας καθώς και τους όρους εξόφλησης συμβατικής απαίτησης, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με καθεαυτό εκτελεστό τίτλο, ακόμη και όταν αναφέρουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 299 ΣΛΕΕ αναγκαστική εκτέλεση ως μία από τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις ανάκτησης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του οφειλέτη μέχρι την ταχθείσα καταληκτική ημερομηνία. Κατά συνέπεια, το χρεωστικό σημείωμα ή το έγγραφο όχλησης δεν αποσκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων που απορρέουν από την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C‑506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψεις 23 και 24, της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 52, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 66).

47      Επομένως, ούτε οι πράξεις που εξέδωσε ο REA, και συγκεκριμένα η επιβεβαιωτική επιστολή και το χρεωστικό σημείωμα, έχουν τον χαρακτήρα άσκησης προνομιών δημόσιας εξουσίας.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

49      Ως εκ τούτου, το ακυρωτικό αίτημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, σύμφωνα με την ένσταση απαραδέκτου και τον λόγο απαραδέκτου που προέβαλαν, αντιστοίχως, η Επιτροπή και ο REA. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής και του REA ότι το ακυρωτικό αίτημα ούτως ή άλλως δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχεία δʹ και εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Όσον αφορά το αίτημα που υποβλήθηκε κατά της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ

50      Με την ένσταση που προέβαλε δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αίτημα που υποβλήθηκε κατά αυτής βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ είναι «απαράδεκτο». Συγκεκριμένα, καθότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία επιχορήγησης, δεν νομιμοποιείται παθητικώς.

51      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της Επιτροπής και υποστηρίζει ότι μπορεί να στραφεί κατά της Επιτροπής βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

52      Κατά πάγια νομολογία, μόνον οι συμβαλλόμενοι σε σύμβαση η οποία περιέχει ρήτρα διαιτησίας μπορούν να ασκήσουν αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1976, Pellegrini κατά Επιτροπής και Flexon-Italia, 23/76, EU:C:1976:174, σκέψη 31, και διάταξη της 16ης Ιουνίου 2021, Green Power Technologies κατά Επιτροπής και Κοινής επιχείρησης ECSEL, T‑533/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:375, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η συμφωνία επιχορήγησης περιέχει ρήτρα διαιτησίας που απονέμει αρμοδιότητα στο Γενικό Δικαστήριο (βλ. άρθρο 57.2 της συμφωνίας αυτής, το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 16 ανωτέρω).

54      Εντούτοις, η συμφωνία επιχορήγησης υπογράφηκε μόνον από την προσφεύγουσα και τον REA, ο οποίος διαθέτει νομική προσωπικότητα διακριτή από εκείνη της Ένωσης (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω). Επομένως, ο REA είναι ο μόνος αντισυμβαλλόμενος της προσφεύγουσας, η δε Επιτροπή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία αυτή.

55      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι πράξεις που εξέδωσε ο REA, και συγκεκριμένα η επιβεβαιωτική επιστολή και το χρεωστικό σημείωμα, απορρέουν από τις πράξεις που εξέδωσε η Επιτροπή, και συγκεκριμένα από την επιστολή περάτωσης και την τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου. Πράγματι, οι ρήτρες της συμφωνίας επιχορήγησης που προβλέπουν ότι η Επιτροπή μπορεί να διενεργήσει λογιστικό έλεγχο (βλ. άρθρο 22.1.3 της συμφωνίας επιχορήγησης το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 11 ανωτέρω) και ότι ο REA μπορεί στη συνέχεια να συναγάγει τις συνέπειες του ελέγχου αυτού, μεταξύ άλλων απορρίπτοντας τις μη επιλέξιμες δαπάνες (βλ. άρθρα 22.5.1 και 42.1 της συμφωνίας επιχορήγησης, τα οποία μνημονεύονται στις σκέψεις 12 και 13 ανωτέρω), είναι τυποποιημένες ρήτρες που περιλαμβάνονται συχνά στις συμφωνίες επιχορήγησης και δεν έχουν ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα να προσδίδεται στην Επιτροπή η ιδιότητα του συμβαλλόμενου μέρους στη συμφωνία επιχορήγησης (πρβλ. διάταξη της 16ης Ιουνίου 2021, Green Power Technologies κατά Επιτροπής και Κοινής επιχείρησης ECSEL, T‑533/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:375, σκέψεις 44 και 45).

56      Επομένως, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία επιχορήγησης, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτημάτων της προσφεύγουσας που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και στρέφονται κατά του εν λόγω θεσμικού οργάνου (πρβλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1976, Pellegrini κατά Επιτροπής και Flexon-Italia, 23/76, EU:C:1976:174, σκέψη 31, και διάταξη της 16ης Ιουνίου 2021, Green Power Technologies κατά Επιτροπής και Κοινής επιχείρησης ECSEL, T‑533/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:375, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Ως εκ τούτου, τα αιτήματα της προσφεύγουσας κατά της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ πρέπει να απορριφθούν ως προβληθέντα ενώπιον δικαστηρίου αναρμόδιου να αποφανθεί επ’ αυτού.

58      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή-αγωγή μπορεί να εξεταστεί επί της ουσίας μόνον καθόσον ασκείται βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και στρέφεται κατά του REA.

 Επί του βασίμου των αιτημάτων που προβλήθηκαν κατά του REA δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ

59      Προς στήριξη των αιτημάτων της κατά του REA δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα προβάλλει τυπικώς τρεις λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά το ότι οι επίδικες πριμοδοτήσεις δεν έχουν επιχειρηματικό χαρακτήρα, ο δεύτερος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ο τρίτος εσφαλμένη ερμηνεία της συμφωνίας επιχορήγησης.

60      Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των τριών αυτών λόγων, πρέπει να εξεταστούν αρχικώς, από κοινού, ο πρώτος και ο τρίτος λόγος, οι οποίοι αφορούν αμφότεροι, κατ’ ουσίαν, παράβαση της συμφωνίας επιχορήγησης και, στη συνέχεια, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επί του πρώτου και του τρίτου λόγου, που αφορούν παράβαση της συμφωνίας επιχορήγησης

61      Με τον πρώτο και τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι επίδικες πριμοδοτήσεις καταβλήθηκαν στο πλαίσιο του έργου και ότι ήταν αναγκαίες για την υλοποίησή του, με αποτέλεσμα να πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 6.1, στοιχείο a, σημείο iv, της συμφωνίας επιχορήγησης, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του σχολιασμένου υποδείγματος συμφωνίας επιχορήγησης.

62      Ο REA αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

–       Γενικές εκτιμήσεις

63      Πρώτον, από τις συνδυασμένες ρυθμίσεις του άρθρου 6.1, στοιχείο a, σημείο iv, και του άρθρου 6.2, στοιχείο A.1, της συμφωνίας επιχορήγησης, οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 7 και 8 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι πραγματικές και έμμεσες δαπάνες προσωπικού είναι επιλέξιμες υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι ««προκύπτουν στο πλαίσιο [του έργου]» και είναι «αναγκαίες για την υλοποίησή [του]».

64      Δεύτερον, η προσφεύγουσα και ο REA παραπέμπουν επίσης στις επεξηγήσεις που περιλαμβάνονται στο σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης όσον αφορά τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των δαπανών προσωπικού. Το έγγραφο αυτό, στην εκδοχή της 30ής Μαρτίου 2015 που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης (βλ. σελίδα 46 του εν λόγω υποδείγματος), σχολιάζοντας το άρθρο 6 του γενικού υποδείγματος συμφωνίας επιχορήγησης που κατάρτισε η Επιτροπή (στο εξής: γενικό υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης), διευκρινίζει τα εξής:

«[…] Οι καταβολές μερισμάτων στους εργαζομένους (διανομή κερδών) δεν αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες κατά την έννοια του άρθρου 6.5, στοιχείο a, σημείο i, [του γενικού υποδείγματος συμφωνίας επιχορήγησης]. (Ωστόσο, οι συμπληρωματικές [αποδοχές] που βασίζονται στη συνολική οικονομική απόδοση του οργανισμού (π.χ. κερδοφορία ή πλεόνασμα) μπορούν να γίνουν δεκτές ως μεταβλητές συμπληρωματικές αμοιβές, εφόσον πληρούν τους όρους που αναφέρονται κατωτέρω.)

Παραδείγματα (αποδεκτά):

Αν τα κέρδη της εταιρίας στο τέλος του έτους υπερβαίνουν τα X [ευρώ] (ή είναι μεγαλύτερα από X %), κάθε εργαζόμενος λαμβάνει συμπληρωματική αμοιβή z % επί των βασικών αποδοχών του (ή πάγια συμπληρωματική αμοιβή x [ευρώ] ως τμήμα του ακαθάριστου μισθού του).

Παραδείγματα (μη αποδεκτά):

Αν τα κέρδη της εταιρίας στο τέλος του έτους υπερβαίνουν τα X [ευρώ] (ή είναι μεγαλύτερα από X %), το z% των κερδών αυτών διανέμεται στους υπαλλήλους μέσω συμπληρωματικών αποδοχών.

Δεν είναι επιλέξιμα τα σκέλη των αμοιβών που υπολογίζονται βάσει επιχειρηματικών στόχων (π.χ. x [ευρώ] για την επίτευξη στόχου πωλήσεων, x% επί των πωλήσεων) ή στόχων συγκέντρωσης κεφαλαίων (π.χ. πριμοδότηση x [ευρώ] ανά έργο ληφθείσας εξωτερικής χρηματοδότησης, x% της ληφθείσας εξωτερικής χρηματοδότησης). Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι [οι δαπάνες αυτές] ούτε προκύπτουν στο πλαίσιο [του οικείου έργου] ούτε είναι αναγκαίες για την υλοποίησή του.

Παράδειγμα (μη επιλέξιμο διότι συνδέεται με στόχο συγκέντρωσης κεφαλαίων): [π]ριμοδότηση καταβαλλόμενη ως ανταμοιβή για τη λήψη συγκεκριμένης επιχορήγησης δεν είναι επιλέξιμη».

65      Επισημαίνεται ότι, όπως διευκρινίζεται στο εισαγωγικό σημείωμά του, το σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης αποσκοπεί στην επεξήγηση του γενικού υποδείγματος συμφωνίας επιχορήγησης και στο να παράσχει στους χρήστες τη δυνατότητα να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τις συμφωνίες επιχορήγησης που καταρτίζονται βάσει του υποδείγματος αυτού. Μολονότι δεν έχει δεσμευτική ισχύ, το εν λόγω έγγραφο, το οποίο δημοσιεύθηκε και είναι προσβάσιμο σε όλους τους συμβαλλομένους, εντάσσεται στο πλαίσιο εντός του οποίου συνήφθη η συμφωνία επιχορήγησης και πρέπει, ως εκ τούτου, να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο για την ερμηνεία της (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2017, Alfamicro κατά Επιτροπής, T‑831/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:804, σκέψεις 68 και 104, και της 13ης Ιουλίου 2022, VeriGraft κατά Eismea, T‑457/20, EU:T:2022:457, σκέψη 109).

66      Τρίτον, η κατανομή του βάρους απόδειξης όσον αφορά τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η προσφεύγουσα διέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο που εφαρμόζεται στη συμφωνία επιχορήγησης, ήτοι από το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο συμπληρώνεται, εάν είναι αναγκαίο, από το δίκαιο του Βελγίου (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω). Ελλείψει διάταξης του δικαίου της Ένωσης που να διέπει την εκτέλεση των συμβάσεων, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 1315 του προϊσχύσαντος βελγικού αστικού κώδικα, το οποίο είχε εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι όποιος αξιώνει την εκπλήρωση ενοχής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξή της και ότι, αντιστοίχως, όποιος υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί οφείλει να αποδείξει την καταβολή ή το γεγονός το οποίο προκάλεσε την απόσβεση της ενοχής του. Επομένως, εναπόκειται στην προσφεύγουσα, η οποία δήλωσε δαπάνες για να λάβει οικονομική συνεισφορά της Ένωσης, να αποδείξει ότι οι ως άνω δαπάνες πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που προβλέπει η συμφωνία επιχορήγησης (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής, T‑59/11, EU:T:2014:679, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 27ης Απριλίου 2022, Sieć Badawcza Łukasiewicz – Port Polski Ośrodek Rozwoju Technologii κατά Επιτροπής, T‑4/20, EU:T:2022:242, σκέψεις 113 και 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

–       Περιγραφή του συστήματος πριμοδοτήσεων της προσφεύγουσας

67      Η προσφεύγουσα ανέπτυξε σύστημα για την καταβολή πριμοδοτήσεων στους υπαλλήλους της.

68      Από τα εσωτερικά έγγραφα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι, γενικώς, για το ύψος των πριμοδοτήσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη διάφοροι στόχοι ή σκοποί, όπως i) το περιθώριο κέρδους επί συγκεκριμένης παραγγελίας, ii) το περιθώριο συνεισφοράς, iii) η λήψη νέων παραγγελιών, iv) ο μέσος χρόνος είσπραξης, v) ο αριθμός των ημερών που αφιέρωσε ένας υπάλληλος σε συγκεκριμένη παραγγελία, vi) τα προς έκδοση τιμολόγια, vii) τα έσοδα που αντλήθηκαν από συγκεκριμένη παραγγελία και viii) το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα (στο εξής, αντίστοιχα: στόχος i, στόχος ii, στόχος iii, στόχος iv, στόχος v, στόχος vi, στόχος vii και στόχος viii).

69      Στην πράξη, οι στόχοι αυτοί συνδέονται είτε με συγκεκριμένη παραγγελία (στόχοι i, v και vii), είτε με τη δραστηριότητα ενός εκ των τμημάτων της προσφεύγουσας για ένα πεδίο αναφοράς κατά τη διάρκεια του έτους (στόχοι ii έως iv και vi), είτε με τη συνολική οικονομική απόδοση της προσφεύγουσας ή του ομίλου της (στόχος viii). Θεωρείται ότι οι ως άνω στόχοι έχουν καλυφθεί εφόσον έχει επιτευχθεί οριακή (ελάχιστη ή μέγιστη) τιμή.

70      Η αρχή βάσει της οποίας καταβάλλονται οι πριμοδοτήσεις και το ύψος τους καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες χορήγησης και υπολογισμού πριμοδοτήσεων που περιλαμβάνονται σε ατομικά σχέδια παροχής κινήτρων τα οποία διαπραγματεύεται η προσφεύγουσα με τους υπαλλήλους της. Τα εν λόγω σχέδια παροχής κινήτρων προβλέπουν γενικώς ότι χορηγείται πριμοδότηση όταν επιτυγχάνεται ένας από τους στόχους i έως vii και ότι το ακαθάριστο ποσό της πριμοδότησης υπολογίζεται σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο του οικείου στόχου. Στην περίπτωση αυτή, οι πριμοδοτήσεις που απορρέουν από τους διαφόρους στόχους που λαμβάνονται υπόψη αθροίζονται προκειμένου να προκύψει συνολική πριμοδότηση. Σε περίπτωση «καθυστέρησης στην περάτωση λόγω μη συμμόρφωσης», επιβάλλεται πρόστιμο. Τέλος, εφαρμόζεται πολλαπλασιαστικός συντελεστής συνδεόμενος με τον στόχο viii για να διαμορφωθεί η συνολική πριμοδότηση και να προκύψει η πριμοδότηση που οφείλεται στον υπάλληλο, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να υπερβεί ένα ανώτατο ποσό.

71      Ειδικότερα, όσον αφορά το έργο το οποίο αφορούσε η συμφωνία επιχορήγησης, τα σχέδια παροχής κινήτρων τα οποία είχαν υπογράψει οι δύο ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι κατατέθηκαν στη δικογραφία. Από τα εν λόγω σχέδια παροχής κινήτρων προκύπτει ότι το ποσό των πριμοδοτήσεων που καταβλήθηκαν στους δύο αυτούς υπαλλήλους υπολογίζεται σε συνάρτηση, πρώτον, με το περιθώριο κέρδους επί συγκεκριμένης παραγγελίας (στόχος i), μόνο για έναν από τους δύο υπαλλήλους, δεύτερον, με το περιθώριο συνεισφοράς (στόχος ii) και, τρίτον, με το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα (στόχος viii). Εξάλλου, οι πριμοδοτήσεις που δόθηκαν στους δύο αυτούς υπαλλήλους είχαν ανώτατο όριο, αντίστοιχα, 9 450 ευρώ και 20 250 ευρώ ετησίως.

–       Επιλέξιμος ή μη επιλέξιμος χαρακτήρας των επίδικων πριμοδοτήσεων

72      Κατά τη διάρκεια των διαδικασιών λογιστικού ελέγχου και ανάκτησης, η Επιτροπή και ο REA θεώρησαν, κατ’ ουσίαν, ότι οι επίδικες πριμοδοτήσεις συνδέονταν με την επίτευξη επιχειρηματικής φύσεως στόχων και ότι, για τον λόγο αυτόν, δεν αποτελούσαν επιλέξιμες δαπάνες (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

73      Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο REA διευκρινίζει τη θέση του και εξηγεί, μεταξύ άλλων, ότι οι στόχοι που απαριθμούνται στη σκέψη 68 ανωτέρω, και ιδίως οι στόχοι που αφορούν το περιθώριο κέρδους επί συγκεκριμένης παραγγελίας (στόχος i) και το περιθώριο συνεισφοράς (στόχος ii), αντιστοιχούν στην υλοποίηση δραστηριοτήτων που έχουν, προφανώς, επιχειρηματικό χαρακτήρα. Σημειώνει επίσης ότι το ύψος των επιδίκων πριμοδοτήσεων συναρτάται ευθέως προς τους επιχειρηματικούς στόχους. Ειδικότερα, για παράδειγμα, οι πριμοδοτήσεις που συνδέονται με τα επιτευχθέντα περιθώρια χορηγούνται σε περίπτωση υπέρβασης μιας τιμής περιθωρίου αναφοράς και κατόπιν πολλαπλασιασμού των επιτευχθέντων περιθωρίων με έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή. Ο REA, στηριζόμενος στις επεξηγήσεις που περιλαμβάνονται στο σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης, συνάγει εξ αυτού ότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών τους, οι επίδικες πριμοδοτήσεις είναι επιχειρηματικής φύσεως και ότι, ως εκ τούτου, δεν αντιστοιχούν σε δαπάνες οι οποίες προέκυψαν στο πλαίσιο του έργου και οι οποίες ήταν αναγκαίες για την υλοποίησή του, με αποτέλεσμα να μην πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που προβλέπονται στο άρθρο 6.1, στοιχείο a, σημείο iv, της συμφωνίας επιχορήγησης.

74      Η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι, σύμφωνα με τις επεξηγήσεις που περιλαμβάνονται στο σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης, δεν είναι επιλέξιμες οι αμοιβές που υπολογίζονται βάσει επιχειρηματικών στόχων. Δεν αμφισβητεί άλλωστε ούτε τη διαπίστωση του REA ότι οι επίδικες πριμοδοτήσεις εξαρτώνται από την επίτευξη ορισμένων στόχων και είναι ανάλογες προς την εν λόγω επίτευξη (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω).

75      Εντούτοις, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον επιχειρηματικό χαρακτήρα των επίδικων πριμοδοτήσεων. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, παρά τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό τους ως «προμηθειών», οι επίδικες πριμοδοτήσεις συνδέονται με την επίτευξη συνολικών και συλλογικών οικονομικών στόχων που καθορίζονται σε επίπεδο επιχείρησης ή, τουλάχιστον, σε επίπεδο τμήματος της επιχείρησης, και δεν συνδέονται με την επίτευξη ατομικών επιχειρηματικών στόχων (και ιδίως πωλήσεων) που καθορίζονται στο επίπεδο κάθε εργαζομένου. Επομένως, οι πριμοδοτήσεις αυτές αποτελούν «συμπληρωματικές αποδοχές που βασίζονται στη συνολική οικονομική απόδοση του οργανισμού» και, ως εκ τούτου, είναι επιλέξιμες σύμφωνα με τις επεξηγήσεις που περιλαμβάνονται στο σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης.

76      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ποσό των επίδικων πριμοδοτήσεων έχει ανώτατο όριο και, ως εκ τούτου, οι πριμοδοτήσεις αυτές δεν μπορούν να εξομοιωθούν με μη επιλέξιμα «μερίσματα» κατά την έννοια του σχολιασμένου υποδείγματος συμφωνίας επιχορήγησης.

77      Πριν εξεταστεί συγκεκριμένα αν οι επίδικες πριμοδοτήσεις ήταν επιλέξιμες και αναλυθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 6.1, στοιχείο a, σημείο iv, της συμφωνίας επιχορήγησης, λαμβανομένων υπόψη των επεξηγήσεων που περιλαμβάνονται στο σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης.

78      Εκ προοιμίου, πρέπει να επισημανθεί ότι το απόσπασμα του σχολιασμένου υποδείγματος συμφωνίας επιχορήγησης το οποίο επικαλούνται οι διάδικοι και το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 64 ανωτέρω αποκλείει, ως μη επιλέξιμες, δύο διακριτές κατηγορίες δαπανών, ήτοι, αφενός, τα μερίσματα και τα κέρδη που καταβάλλονται στους εργαζομένους και, αφετέρου, τις συμπληρωματικές αποδοχές που υπολογίζονται βάσει επιχειρηματικών στόχων ή στόχων συγκέντρωσης κεφαλαίων. Συγκεκριμένα, οι δύο αυτές κατηγορίες δαπανών δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως δαπάνες που «προκύπτουν στο πλαίσιο [του οικείου έργου] και [..] είναι αναγκαίες για την υλοποίησή [του]» κατά την έννοια του άρθρου 6.1, στοιχείο a, σημείο iv, του γενικού υποδείγματος συμφωνίας επιχορήγησης.

79      Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστούν τα ακόλουθα.

80      Κατά πρώτον, όσον αφορά τα μερίσματα και τα κέρδη που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, το σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης αναφέρει ότι μεταβλητές ή πάγιες συμπληρωματικές αποδοχές που βασίζονται στη συνολική οικονομική απόδοση του οργανισμού μπορούν, παρά ταύτα, να είναι επιλέξιμες, εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

81      Συναφώς, η πρώτη προϋπόθεση αφορά τον τρόπο υπολογισμού των συμπληρωματικών αποδοχών. Από τα παραδείγματα που παρατίθενται στο σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης προκύπτει ότι οι συμπληρωματικές αποδοχές μπορούν να λάβουν τη μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού ή ποσοστού επί των βασικών αποδοχών. Αντιθέτως, οι εν λόγω συμπληρωματικές αποδοχές δεν πρέπει να έχουν τη μορφή ορισμένου ποσοστού επί των κερδών της εταιρίας, διότι, στην περίπτωση αυτή, προσομοιάζουν με διανομή μερισμάτων.

82      Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά τον αποκλεισμό των συμπληρωματικών αποδοχών που υπολογίζονται βάσει επιχειρηματικών στόχων ή στόχων συγκέντρωσης κεφαλαίων (βλ. σκέψη 83 κατωτέρω). Επομένως, όπως ορθώς επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ο REA, συμπληρωματικές αποδοχές στηριζόμενες στη συνολική οικονομική απόδοση του οργανισμού δεν είναι επιλέξιμες, εάν επίσης στηρίζονται άρρηκτα με επιχειρηματικούς στόχους ή στόχους συγκέντρωσης κεφαλαίων.

83      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις συμπληρωματικές αποδοχές που υπολογίζονται βάσει επιχειρηματικών στόχων ή στόχων συγκέντρωσης κεφαλαίων, το σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι πάγιες ή μεταβλητές πριμοδοτήσεις που χορηγούνται ως ανταμοιβή για την επίτευξη των εν λόγω στόχων δεν είναι επιλέξιμες. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για τις πριμοδοτήσεις υπό τη μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού υπό τον όρο της επίτευξης ενός στόχου πώλησης ή συγκέντρωσης κεφαλαίων ή υπό τη μορφή ενός ορισμένου ποσοστού επί των πωλήσεων ή επί των συγκεντρωθέντων κεφαλαίων.

84      Συναφώς, από το σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης δεν προκύπτει ότι μόνον οι στόχοι που καθορίζονται σε επίπεδο εργαζομένου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επιχειρηματικοί στόχοι ή στόχοι συγκέντρωσης κεφαλαίων και ότι, ως εκ τούτου, στόχοι καθοριζόμενοι στο επίπεδο του οργανισμού στο σύνολό του ή στο επίπεδο τμήματός του δεν θα μπορούσαν, εξ ορισμού, να έχουν τέτοιο επιχειρηματικό χαρακτήρα ή χαρακτήρα συγκέντρωσης κεφαλαίων. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν είναι κατ’ ανάγκην επιλέξιμες συμπληρωματικές αποδοχές στηριζόμενες σε στόχους καθοριζόμενους στο επίπεδο του οργανισμού στο σύνολό του (ή, κατά μείζονα λόγο, στο επίπεδο τμήματος αυτού). Συνεπώς, οι επιλέξιμες συμπληρωματικές αποδοχές που εξετάζονται στο σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης πρέπει, κατ’ αρχάς, να καθορίζονται στο επίπεδο του οργανισμού στο σύνολό του, στη συνέχεια, να στηρίζονται στη συνολική οικονομική απόδοση του οργανισμού και, τέλος, να μην αφορούν επιχειρηματικούς στόχους ή στόχους συγκέντρωσης κεφαλαίων.

85      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων πρέπει να ερμηνευθούν οι ρυθμίσεις της συμφωνίας επιχορήγησης και πρέπει να εκτιμηθεί αν οι επίδικες πριμοδοτήσεις ήταν επιλέξιμες ή όχι.

86      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το σύστημα πριμοδοτήσεων που εφάρμοσε η προσφεύγουσα στηρίζεται σε δύο είδη στόχων.

87      Πρώτον, οι επτά πρώτοι στόχοι που απαριθμούνται στη σκέψη 68 ανωτέρω καθορίζονται είτε βάσει συγκεκριμένης παραγγελίας είτε βάσει της δραστηριότητας τμήματος της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια του έτους. Τούτο ισχύει, ειδικότερα, στην περίπτωση του περιθωρίου κέρδους επί συγκεκριμένης παραγγελίας (στόχος i) και του περιθωρίου συνεισφοράς (στόχος ii), τα οποία μνημονεύονται στα σχέδια παροχής κινήτρων των δύο ενδιαφερομένων υπαλλήλων, δεδομένου ότι το πρώτο από τα περιθώρια αυτά συνδέεται με συγκεκριμένη παραγγελία και το δεύτερο με τη δραστηριότητα τμήματος της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια του έτους (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω). Επομένως, προκύπτει ότι οι διάφοροι αυτοί στόχοι έχουν επιχειρηματικό χαρακτήρα και δεν συνδέονται με τη συνολική οικονομική απόδοση της προσφεύγουσας.

88      Επιπλέον, οι πριμοδοτήσεις που χορηγούνται για τους πρώτους επτά στόχους εξαρτώνται από την επίτευξή των εν λόγω στόχων και είναι ανάλογες προς αυτήν. Ειδικότερα, οι πριμοδοτήσεις που συνδέονται με το περιθώριο κέρδους επί συγκεκριμένης παραγγελίας και με το περιθώριο συνεισφοράς, οι οποίες μνημονεύονται στα σχέδια παροχής κινήτρων των δύο ενδιαφερομένων υπαλλήλων, είναι ευθέως ανάλογες προς τα πραγματοποιηθέντα περιθώρια κέρδους (βλ. σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω).

89      Επομένως, οι πριμοδοτήσεις που χορηγούνται για τους πρώτους επτά στόχους έχουν επιχειρηματικό χαρακτήρα τόσο λόγω του αντικειμένου τους όσο και λόγω του τρόπου υπολογισμού τους.

90      Δεύτερον, ο όγδοος και τελευταίος στόχος που μνημονεύεται στη σκέψη 68 ανωτέρω, ήτοι το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα, ο οποίος επίσης μνημονεύεται ρητώς στα σχέδια παροχής κινήτρων των δύο ενδιαφερομένων υπαλλήλων, συνδέεται, ασφαλώς, με τη συνολική οικονομική απόδοση της προσφεύγουσας και των λοιπών εταιριών του ομίλου της.

91      Εντούτοις, ακόμη και ανεξαρτήτως του κατά πόσον επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές αποδόσεις άλλων εταιριών του ομίλου της προσφεύγουσας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ακαθάριστο πλεόνασμα εκμετάλλευσης δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό αυτοτελούς πριμοδότησης, υπό τη μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού ή υπό τη μορφή ποσοστού επί των βασικών αποδοχών, σύμφωνα με το σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης. Πράγματι, ο στόχος αυτός χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη διαμόρφωση του ποσού των πριμοδοτήσεων που χορηγούνται βάσει των επτά πρώτων στόχων (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω). Πλην όμως, η αρχή βάσει της οποίας καταβάλλονται οι πριμοδοτήσεις και το ύψος τους εξαρτώνται από την επίτευξη επιχειρηματικών στόχων (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω).

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, προκύπτει ότι οι πριμοδοτήσεις που κατέβαλε η προσφεύγουσα στους υπαλλήλους της στηρίζονται κατ’ ουσίαν σε επιχειρηματικούς στόχους και ότι, κατά συνέπεια, οι δαπάνες που αντιστοιχούν στις πριμοδοτήσεις αυτές ούτε προκύπτουν στο πλαίσιο του έργου ούτε είναι αναγκαίες για την υλοποίησή του. Επομένως, τέτοιες πριμοδοτήσεις δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 6.1, στοιχείο a, σημείο iv, της συμφωνία επιχορήγησης.

93      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που συνοψίζεται στις σκέψεις 75 και 76 ανωτέρω.

94      Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα επικαλείται το γεγονός ότι οι στόχοι που απαριθμούνται στη σκέψη 68 ανωτέρω δεν συνδέονται με την ατομική δραστηριότητα του εργαζομένου, αλλά με συλλογικά αποτελέσματα που επιτυγχάνει η επιχείρηση ή ένα από τα τμήματά της.

95      Συναφώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι στόχοι που απαριθμούνται στη σκέψη 68 ανωτέρω δεν συνδέονται με την ατομική δραστηριότητα του εργαζομένου, από τις αρχές που εκτίθενται στη σκέψη 84 ανωτέρω προκύπτει ότι οι στόχοι που καθορίζονται σε επίπεδο οργανισμού ή τμήματός του δύναται να έχουν επιχειρηματικό χαρακτήρα. Τούτο μάλιστα ισχύει στην περίπτωση των επτά πρώτων στόχων (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω).

96      Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι οι στόχοι που απαριθμούνται στη σκέψη 68 ανωτέρω, δεδομένου ότι δεν αφορούν δραστηριότητες «πώλησης» αγαθών ή υπηρεσιών, δεν συνιστούν «επιχειρηματικούς» στόχους, αλλά «οικονομικούς» στόχους.

97      Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν παρέχει καμία πειστική εξήγηση βάσει της οποίας να μπορεί να περιοριστεί η έννοια του «επιχειρηματικού στόχου» μόνο στις δραστηριότητες «πώλησης», να οριστεί μια διακριτή έννοια του «οικονομικού στόχου» και να γίνει δεκτή η επιλεξιμότητα πριμοδοτήσεων στηριζόμενων σε «οικονομικούς στόχους» μη συνδεόμενους με τη συνολική οικονομική απόδοση του οργανισμού. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι το σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης δεν κάνει λόγο για τέτοιους «οικονομικούς στόχους». Το έγγραφο αυτό αναφέρει μόνον, αφενός, μια κατηγορία πριμοδοτήσεων οι οποίες είναι επιλέξιμες υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ήτοι τις πριμοδοτήσεις που βασίζονται στη συνολική οικονομική απόδοση του οργανισμού, και, αφετέρου, δύο κατηγορίες μη επιλέξιμων, σε κάθε περίπτωση, πριμοδοτήσεων, ήτοι τις πριμοδοτήσεις που υπολογίζονται σε συνάρτηση με επιχειρηματικούς στόχους και εκείνες που υπολογίζονται σε συνάρτηση με στόχους συγκέντρωσης κεφαλαίων.

98      Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα επικαλείται το γεγονός ότι το ποσό της πριμοδότησης που καταβάλλεται σε υπάλληλο έχει ανώτατο όριο.

99      Εντούτοις, όπως ορθώς επισημαίνει ο REA, ο καθορισμός ανωτάτου ορίου δεν επηρεάζει την επιλεξιμότητα της πριμοδότησης. Πράγματι, συμπληρωματικές αποδοχές που υπολογίζονται βάσει επιχειρηματικών στόχων είναι, εξ ορισμού, μη επιλέξιμες, τούτο δε ανεξαρτήτως του τρόπου υπολογισμού τους, του πάγιου ή μεταβλητού χαρακτήρα τους, καθώς και του κατά πόσον εφαρμόζεται ανώτατο όριο επ’ αυτών.

100    Κατά τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι επίδικες πριμοδοτήσεις δεν μπορούν να εξομοιωθούν με μερίσματα μέσω των οποίων οι υπάλληλοι δύνανται να λαμβάνουν κέρδη του οργανισμού.

101    Το επιχείρημα αυτό προβάλλεται αλυσιτελώς. Πράγματι, συμπληρωματικές αποδοχές υπολογιζόμενες σε συνάρτηση με επιχειρηματικούς στόχους, όπως αυτές που κατέβαλε η προσφεύγουσα στους υπαλλήλους της, είναι εξ ορισμού μη επιλέξιμες, τούτο δε ακόμη και αν δεν έχουν τα χαρακτηριστικά μερίσματος.

102    Κατά πέμπτον, η προσφεύγουσα επικαλείται σημείωμα το οποίο συνέταξε ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρία και στο οποίο διαπιστώθηκε η επιλεξιμότητα των πριμοδοτήσεων που κατέβαλε στους υπαλλήλους της.

103    Εντούτοις, αφενός, το σημείωμα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ουδέτερη και ανεξάρτητη εμπειρογνωμοσύνη, στο μέτρο που συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας. Επομένως, δεν έχει αδιαμφισβήτητη αποδεικτική αξία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens κατά Επιτροπής, T‑110/07, EU:T:2011:68, σκέψη 137). Αφετέρου, το εν λόγω σημείωμα περιορίζεται στη συνοπτική ανάλυση του συστήματος πριμοδοτήσεων που εφάρμοσε η προσφεύγουσα και δεν μνημονεύει κανένα νομικό ή πραγματικό στοιχείο πλέον εκείνων που ήδη αναλύθηκαν στην παρούσα απόφαση.

104    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει την επιλεξιμότητα των επιδίκων πριμοδοτήσεων.

105    Συνεπώς, ο πρώτος και ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

106    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλε ο REA και με τις οποίες προβάλλεται, αφενός, ότι το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας όσον αφορά τον τρίτο λόγο και, αφετέρου, ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας που συνοψίζεται στη σκέψη 96 ανωτέρω περιέχει νέο ισχυρισμό, προβληθέντα για πρώτη φορά κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

107    Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αμφισβήτηση, εκ μέρους της Επιτροπής και του REA, της επιλεξιμότητας των επίδικων πριμοδοτήσεων συνιστά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έχει επανειλημμένως αναγνωρίσει το βάσιμο της μεθόδου καθορισμού των επιλέξιμων δαπανών και δεχθεί να ληφθούν υπόψη οι επίδικες πριμοδοτήσεις ως επιλέξιμες δαπάνες.

108    Ο REA αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

109    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εκτέλεση σύμβασης, τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης εξακολουθούν να υπόκεινται στις υποχρεώσεις που υπέχουν από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 86). Επομένως, αν οι διάδικοι αποφασίσουν, μέσω ρήτρας διαιτησίας στη μεταξύ τους σύμβαση, να αναγνωρίσουν στον δικαστή της Ένωσης αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί διαφορών σχετικών με την ως άνω σύμβαση, ο εν λόγω δικαστής θα είναι αρμόδιος να εξετάσει ενδεχόμενες παραβάσεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και παραβιάσεις των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο δίκαιο που προβλέπει η σύμβαση (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής, C‑378/16 P, EU:C:2020:575, σκέψη 81).

110    Επομένως, η προσφεύγουσα, επικαλούμενη, προς στήριξη των αιτημάτων που υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επικαλείται όντως κανόνα τον οποίο η Διοίκηση της Ένωσης οφείλει να τηρεί σε συμβατικό πλαίσιο.

111    Επιπλέον, στο βελγικό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται επικουρικώς εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 15 και 66 ανωτέρω), είναι δυνατή η επίκληση μιας μορφής δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο δίκαιο των συμβάσεων όταν εντάσσεται στο πλαίσιο της τήρησης της υποχρέωσης των συμβαλλομένων μερών προς καλόπιστη εκτέλεση της σύμβασης (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, EU:T:2015:860, σκέψεις 72 και 73, και της 4ης Μαΐου 2017, Meta Group κατά Επιτροπής, T‑744/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:304, σκέψεις 193 και 194).

112    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι οι αρμόδιες αρχές της Ένωσης έχουν παράσχει στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεσθεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει τέτοιων διαβεβαιώσεων (βλ. αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2011, AJD Tuna, C‑221/09, EU:C:2011:153, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, για να αποδείξει την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επικαλείται τρεις θέσεις διατυπωθείσες από την Επιτροπή, οι οποίες πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά κατά χρονολογική σειρά.

114    Πρώτον, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) (στο εξής: έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο), η Επιτροπή είχε εγκρίνει τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των δαπανών προσωπικού της και της είχε ζητήσει να κοινοποιήσει κάθε τροποποίηση της μεθοδολογίας αυτής.

115    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι στις 17 Μαρτίου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή έντυπο πιστοποίησης στο οποίο περιγράφεται η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των δαπανών προσωπικού της (στο εξής: πιστοποιητικό μεθοδολογίας). Στο έγγραφο αυτό γινόταν λόγος για σύστημα μεταβλητών πριμοδοτήσεων που χορηγούνταν μέσω «εγγράφων παροχής κινήτρων» και καθορίζονταν σε συνάρτηση, αφενός, με τις ατομικές επιδόσεις του υπαλλήλου και, αφετέρου, με τις επιδόσεις της επιχείρησης και του τμήματός της στο οποίο είχε τοποθετηθεί ο εν λόγω υπάλληλος.

116    Με έγγραφο της 1ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή ενέκρινε το πιστοποιητικό μεθοδολογίας (στο εξής: έγγραφο για την έγκριση του πιστοποιητικού μεθοδολογίας). Το έγγραφο διευκρίνιζε, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση τροποποίησης της πιστοποιημένης μεθοδολογίας, η προσφεύγουσα θα έπρεπε να δηλώσει στην Επιτροπή τις επελθούσες μεταβολές και να υποβάλει νέο πιστοποιητικό μεθοδολογίας.

117    Εντούτοις, όπως επισήμανε και ο REA, κατά πρώτον, τονίζεται ότι το πιστοποιητικό μεθοδολογίας αφορά το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο. Παρά την ύπαρξη στοιχείων ομοιότητας και συνέχειας, το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο διαφέρει από το πρόγραμμα-πλαίσιο «Ορίζων 2020», από το οποίο αντικαταστάθηκε και στο οποίο εντάσσεται το έργο. Εξάλλου, το έγγραφο για την έγκριση του πιστοποιητικού μεθοδολογίας μνημονεύει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό ισχύει για τη διάρκεια του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου και δεν προβλέπει ενδεχόμενη παράταση της ισχύος του στο πλαίσιο μεταγενέστερου προγράμματος-πλαισίου. Επιπλέον, το σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης (βλ. σελίδα 155 του εν λόγω υποδείγματος) διευκρινίζει ρητώς ότι πιστοποιητικό μεθοδολογίας που έχει εγκριθεί στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δεν είναι έγκυρο στο πλαίσιο του προγράμματος-πλαισίου «Ορίζων 2020».

118    Κατά δεύτερον, το έγγραφο για την έγκριση του πιστοποιητικού μεθοδολογίας έχει περιορισμένη εμβέλεια ακόμη και εντός του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου. Ειδικότερα, αφενός, το έγγραφο αυτό απλώς αναφέρει ότι η προσφεύγουσα απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής ενδιάμεσων πιστοποιητικών σχετικά με τις οικονομικές καταστάσεις όταν ζητεί ενδιάμεσες πληρωμές. Αφετέρου, το σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης αναφέρει ότι η έγκριση αφορά τις συνήθεις πρακτικές λογιστικής καταγραφής των δαπανών και ότι, συνεπεία της έγκρισης αυτής, η Επιτροπή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τις δηλωθείσες μοναδιαίες δαπάνες. Από τις ρυθμίσεις του άρθρου 5.2 της συμφωνίας επιχορήγησης, οι οποίες συνοψίζονται στη σκέψη 6 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι «μοναδιαίες δαπάνες» συνιστούν κατηγορία δαπανών προσωπικού διακριτή από τις «πραγματικές δαπάνες» στις οποίες εμπίπτουν οι επίδικες πριμοδοτήσεις. Εξάλλου, οι «πραγματικές δαπάνες» και όχι οι «μοναδιαίες δαπάνες» υπόκεινται στον όρο του άρθρου 6.1 στοιχείο a, σημείο i, της εν λόγω συμφωνίας.

119    Κατά τρίτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το έγγραφο για την έγκριση του πιστοποιητικού μεθοδολογίας δεν την υποχρέωνε να διατηρήσει αμετάβλητη τη διάρθρωση των δαπανών της προκειμένου να διασφαλιστεί η επιλεξιμότητά τους. Πράγματι, τόσο από τη διατύπωση του ως άνω εγγράφου όσο και από τις επεξηγήσεις που περιλαμβάνονται στο σχολιασμένο υπόδειγμα συμφωνίας επιχορήγησης προκύπτει ότι το εν λόγω έγγραφο επέβαλλε απλώς στην προσφεύγουσα να δηλώσει στην Επιτροπή τις μεταβολές στη μεθοδολογία της και, ενδεχομένως, να υποβάλει νέο πιστοποιητικό μεθοδολογίας.

120    Επομένως, το έγγραφο για την έγκριση του πιστοποιητικού μεθοδολογίας δεν περιείχε καμία συγκεκριμένη και ανεπιφύλακτη διαβεβαίωση περί του ότι οι πριμοδοτήσεις που θα κατέβαλλε η προσφεύγουσα στους υπαλλήλους της, όπως οι επίδικες πριμοδοτήσεις, θα ήταν επιλέξιμες στο πλαίσιο του προγράμματος-πλαισίου «Ορίζων 2020» και, ιδίως, εντός του πλαισίου της συμφωνίας επιχορήγησης.

121    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά τη διάρκεια προηγούμενου λογιστικού ελέγχου σχετικά με τα έργα Festival, PATHway και WeLive (στο εξής: λογιστικός έλεγχος FPW), η Επιτροπή δέχθηκε να λάβει υπόψη, ως επιλέξιμες δαπάνες, τις πριμοδοτήσεις που καταβλήθηκαν στους υπαλλήλους της.

122    Συναφώς, είναι ακριβές ότι στην τελική έκθεση λογιστικού ελέγχου με την οποία περατώθηκε ο λογιστικός έλεγχος FPW (στο εξής: έκθεση λογιστικού ελέγχου FPW), με ημερομηνία 18 Μαρτίου 2018, η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι οι προβλεπόμενες από τα σχέδια παροχής κινήτρων των υπαλλήλων της προσφεύγουσας πριμοδοτήσεις «[βασίζονταν] στη συνολική οικονομική απόδοση του οργανισμού, [αντιστοιχούσαν] στις συνήθεις πρακτικές αποδοχών για εθνικά έργα και [ήταν], επομένως, επιλέξιμες ως βασικές αποδοχές», εν συνεχεία, ότι η ίδια «είχε μπορέσει να επικυρώσει την ακρίβεια, την αντικειμενικότητα και την ύπαρξη των μεταβλητών συμπληρωματικών αμοιβών» και, τέλος, ότι «[υπήρχαν] επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την επικύρωση της επιλεξιμότητας των δαπανών [που αντιστοιχούσαν στις εν λόγω συμπληρωματικές αμοιβές]».

123    Εντούτοις, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως τόνισε και ο REA, ο λογιστικός έλεγχος FPW σχετιζόταν και με άλλα έργα πέραν εκείνου το οποίο αφορά η συμφωνία επιχορήγησης.

124    Κατά δεύτερον, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του λογιστικού ελέγχου FPW, η Επιτροπή προέβη σε εμπεριστατωμένη και εξαντλητική ανάλυση του συστήματος πριμοδοτήσεων που έθεσε σε εφαρμογή η προσφεύγουσα υπό το πρίσμα όλων των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας που προέβλεπε η εφαρμοστέα για τα οικεία έργα συμφωνία επιχορήγησης. Αντιθέτως, στην έκθεση λογιστικού ελέγχου FPW απλώς επιβεβαιώνεται, υπό πολύ γενικούς όρους, η επιλεξιμότητα των επίμαχων στην περίπτωση εκείνη πριμοδοτήσεων και διαπιστώνεται ότι, δυστυχώς, τα σχέδια παροχής κινήτρων που διαπραγματεύτηκαν η προσφεύγουσα και οι υπάλληλοί της δεν είχαν υπογραφεί από τους εν λόγω υπαλλήλους.

125    Κατά τρίτον, στην έκθεση λογιστικού ελέγχου FPW η Επιτροπή επισήμανε ρητώς ότι επρόκειτο για «έκθεση κατ’ εξαίρεση» και ότι, «ως τέτοια, δεν μπορούσε υπό κανονικές συνθήκες να δημιουργήσει εύλογες προσδοκίες όσον αφορά τη συμμόρφωση των δαπανών που δηλώθηκαν και των μεθόδων υπολογισμού που εφαρμόστηκαν». Εξήγησε επίσης ότι «έκαστος λογιστικός έλεγχος συνίσταται, εξ ορισμού, σε μη εξαντλητική επαλήθευση, η οποία βασίζεται σε αντιπροσωπευτικά στοιχεία και παραδείγματα», ότι «ορισμένος κίνδυνος μη εντοπισμού είναι […] εγγενής σε όλους τους λογιστικούς ελέγχους» και ότι, κατά συνέπεια, οι «εκθέσεις λογιστικού ελέγχου δεν μπορούν να δημιουργήσουν προσδοκίες ως προς τη συμμόρφωση των δαπανών που δηλώθηκαν και των μεθόδων υπολογισμού που εφαρμόσθηκαν». Τέτοιες δε επιφυλάξεις ως προς το περιεχόμενο της έκθεσης λογιστικού ελέγχου FPW αρκούν για να δημιουργηθεί αβεβαιότητα που αποκλείει τη δημιουργία οποιασδήποτε δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στηριζόμενης στο περιεχόμενο της έκθεσης αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Απριλίου 2022, Sieć Badawcza Łukasiewicz – Port Polski Ośrodek Rozwoju Technologii κατά Επιτροπής, T‑4/20, EU:T:2022:242, σκέψη 141).

126    Επομένως, η έκθεση λογιστικού ελέγχου FPW δεν περιείχε συγκεκριμένη και ανεπιφύλακτη διαβεβαίωση ως προς την επιλεξιμότητα των πριμοδοτήσεων που κατέβαλε η προσφεύγουσα στους υπαλλήλους της, όπως είναι οι επίδικες πριμοδοτήσεις.

127    Τρίτον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, με τη διευκρινιστική επιστολή, η Επιτροπή αρνήθηκε να επεκτείνει τα πορίσματα του λογιστικού ελέγχου στο σύνολο των συμφωνιών επιχορήγησης, με την αιτιολογία ότι οι προηγούμενοι λογιστικοί έλεγχοι δεν είχαν διαπιστώσει τη μη επιλεξιμότητα των επίδικων πριμοδοτήσεων που στηρίζονταν σε επιχειρηματικούς σκοπούς (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω). Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι περιορίστηκε κατά τα προεκτεθέντα η επέκταση των πορισμάτων του λογιστικού ελέγχου, αφενός, δεν αρκεί και, αφετέρου, καταδεικνύει ότι η Επιτροπή είχε επίγνωση του ότι έθιγε προδήλως τα συμφέροντα και διέψευδε τις εύλογες προσδοκίες της προσφεύγουσας.

128    Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι είναι όλως αλυσιτελές στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί του ότι ήταν, όπως ισχυρίζεται, ανεπαρκής ο περιορισμός της επέκτασης των πορισμάτων του λογιστικού ελέγχου. Πράγματι, η μη επιλεξιμότητα των επίδικων πριμοδοτήσεων επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια του ίδιου του λογιστικού ελέγχου και όχι κατά την επέκταση των πορισμάτων του ελέγχου αυτού.

129    Αφετέρου, ο REA ορθώς προβάλλει ότι η ευνοϊκή για την προσφεύγουσα απόφαση της Επιτροπής να περιορίσει την επέκταση των πορισμάτων του λογιστικού ελέγχου ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του θεσμικού αυτού οργάνου δυνάμει του άρθρου 22.5.1 της συμφωνίας επιχορήγησης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα από την απόφαση αυτή στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι η διευκρινιστική επιστολή, δεδομένου ότι είναι μεταγενέστερη της περιόδου εκτέλεσης του έργου, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποτελέσει έγκαιρη διαβεβαίωση ως προς την επιλεξιμότητα των επιδίκων πριμοδοτήσεων.

130    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει την εκ μέρους της Επιτροπής παροχή συγκεκριμένων, ανεπιφύλακτων και συγκλινουσών διαβεβαιώσεων όσον αφορά την επιλεξιμότητα των επίδικων πριμοδοτήσεων. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 112 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

131    Επομένως, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

132    Ως εκ τούτου, τα αιτήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά του REA δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

133    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

134    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

135    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή και ο REA, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει την Engineering – Ingegneria Informatica SpA στα δικαστικά έξοδα.

Kowalik-Bańczyk

Buttigieg

Ricziová

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουλίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.