Language of document :

Προσφυγή της 20ής Ιανουαρίου 2012 - PT Musim Mas κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-26/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: PT Perindustrian dan Perdagangan Musim Semi Mas (PT Musim Mas) (Medan, Ινδονησία) (εκπρόσωπος: D. Luff, δικηγόρος)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τα άρθρα 1 και 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1138/2011 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων λιπαρών αλκοολών και των μειγμάτων τους καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας (ΕΕ L 293, 11.11.2011, σ. 1) (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), κατά το μέτρο που έχει εφαρμογή στην προσφεύγουσα,

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.

Πρώτος λόγος

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τα άρθρα 1 και 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού και τη συμβατότητά τους με τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας  (στο εξής: βασικός κανονισμός) και με τις γενικές αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου.

Δεύτερος λόγος

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο i), του βασικού κανονισμού, καθόσον:

(α) ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών καθόσον δεν δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα και οι συνδεδεμένες θυγατρικές εταιρίες της πωλήσεων στη Σιγκαπούρη συνιστούσαν "ενιαία οικονομική οντότητα". Κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, η Επιτροπή αγνόησε σκόπιμα τα πραγματικά στοιχεία που η προσφεύγουσα προέβαλε όσον αφορά τις συνδεδεμένες εταιρίες·

(β) το Συμβούλιο δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο i), του βασικού κανονισμού. Επίσης το Συμβούλιο ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο i), του βασικού κανονισμού καθόσον, προβαίνοντας σε κακή και εσφαλμένη ερμηνεία των πραγματικών στοιχείων, έκρινε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο i), του βασικού κανονισμού πληρούνταν. Το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που η προσφεύγουσα επικαλέστηκε και η Επιτροπή εξέτασε, αν και δεν τα αντέκρουσε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας έρευνας.

Τρίτος λόγος

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, καθόσον:

(α) δεν προέβη σε ορθή σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Το Συμβούλιο δεν τόνισε επαρκώς τους διαφορετικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές και τη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών. Μη λαμβάνοντας υπόψη την πάγια νομολογία, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι, αν οι καταβληθείσες προμήθειες δεν αποτελούσαν αντικείμενο προσαρμογής, θα υφίστατο ασυμμετρία μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που η προσφεύγουσα παρέσχε στο πλαίσιο του ερωτηματολογίου και κατά τις επιτόπιες επισκέψεις, από τα οποία προέκυπτε ότι η ICOF S ασχολείται επίσης με εγχώριες πωλήσεις. Το Συμβούλιο δεν εξέθεσε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε υπόψη αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες. Με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων. Δεν αιτιολόγησε επαρκώς την ανάγκη προσαρμογής, γεγονός που είχε ως συνέπεια διάκριση σε βάρος της προσφεύγουσας,

(β) το Συμβούλιο δεν απέφυγε διπλή προσαρμογή κατά την αφαίρεση των κερδών από την τιμή εξαγωγής. Το Συμβούλιο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, αφαίρεσε ένα πρώτο υποθετικό ποσοστό 5 % για κέρδη της ICOF Ε και, εν συνεχεία, ένα δεύτερο υποθετικό ποσοστό 5 % για κέρδη της ICOF S, με συνέπεια τη συνολική αφαίρεση ενός δυσανάλογα υψηλού υποθετικού ποσοστού 10 % για εντός ομίλου πωλήσεις. Τούτο είναι προφανώς αντίθετο προς τα στοιχεία και την πρακτική που χαρακτηρίζουν αυτής της μορφής επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η Επιτροπή, ως αρμόδια για την έρευνα αρχή, όφειλε να το γνωρίζει. Επομένως, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στα εντός του ομίλου κέρδη και προέβη σε εσφαλμένη, μη εύλογη και εισάγουσα διακρίσεις εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

Τέταρτος λόγος

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παραβίασε, κατά την εκτίμηση της καταστάσεώς της, την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη πληροφορίες, αποδεικτικά στοιχεία και επιχειρήματα τα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της έρευνας. Αντιθέτως, στηρίχθηκε σε επίσημα τιμολόγια, καταβληθείσες προμήθειες και συμβάσεις αποκομμένες από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται προκειμένου να αυξήσει τεχνητά τα περιθώρια ντάμπινγκ της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο όφειλαν να έχουν επιδείξει μεγαλύτερη επιμέλεια και να έχουν προβεί σε διεξοδικότερη ανάλυση πριν καταλήξουν σε συμπεράσματα.

Πέμπτος λόγος

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Το Συμβούλιο, προβαίνοντας σε προσαρμογή της τιμής εξαγωγής της προσφεύγουσας, προκάλεσε ασυμμετρία μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, δεδομένου ότι έλαβε υπόψη μόνον την εταιρική μορφή και το φορολογικό καθεστώς της προσφεύγουσας. Για τον ίδιο λόγο, η προσφεύγουσα υπέστη ζημία από τη διπλή αφαίρεση ενός υποθετικού περιθωρίου κέρδους. Αμφότερες οι περιστάσεις αυτές εισάγουν διάκριση σε βάρος της προσφεύγουσας σε σχέση με άλλες εταιρίες που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και οι οποίες επιβαρύνονται με παρόμοιες δαπάνες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο προσαρμογών.

____________

1 - ΕΕ L 343, 22.12.2009, σ. 51