Language of document : ECLI:EU:T:2010:517

Υπόθεση T-427/08

Confédération européenne des associations d’horlogers-réparateurs (CEAHR)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Συμπράξεις – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Απόφαση περί απορρίψεως καταγγελίας – Άρνηση των κατασκευαστών των ελβετικών ωρολογίων να παρέχουν ανταλλακτικά στους ανεξάρτητους επισκευαστές ωρολογίων – Κοινοτικό συμφέρον – Οικεία αγορά – Πρωτογενής και δευτερογενής αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Καθορισμός προτεραιοτήτων εκ μέρους της Επιτροπής

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 85 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Οικεία αγορά – Καθορισμός – Κριτήρια – Πρωτογενής και δευτερογενής αγορά

(Άρθρο 82 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Λαμβάνεται υπόψη το κοινοτικό συμφέρον για την εξέταση μιας υποθέσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Απόφαση για τη θέση της υποθέσεως στο αρχείο που αιτιολογείται από τη δυνατότητα του καταγγέλλοντος να απευθυνθεί στον εθνικό δικαστή – Νομιμότητα – Προϋπόθεση

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

1.      Η Επιτροπή, στην οποία έχει ανατεθεί με το άρθρο 85, παράγραφος 1, ΕΚ η αποστολή να μεριμνά για την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, καλείται να καθορίσει και να θέσει σε εφαρμογή την κοινοτική πολιτική ανταγωνισμού της Ένωσης και διαθέτει προς τούτο διακριτική εξουσία κατά την εξέταση των καταγγελιών.

Κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να ορίσει διαφόρους βαθμούς προτεραιότητας κατά την εξέταση των καταγγελιών των οποίων επιλαμβάνεται, μπορεί όχι μόνο να ορίσει τη σειρά με την οποία θα εξεταστούν οι καταγγελίες, αλλά επίσης να απορρίψει καταγγελία λόγω του ότι δεν υπάρχει επαρκές κοινοτικό συμφέρον για τη συνέχιση της εξετάσεως της υποθέσεως.

Η διακριτική εξουσία της Επιτροπής δεν είναι εντούτοις απεριόριστη. Πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που είναι λυσιτελή προκειμένου να αποφασίσει για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί σε καταγγελία. Οφείλει ειδικότερα να εξετάζει προσεκτικά το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της γνωστοποιούν οι καταγγέλλοντες. Ομοίως, υπόκειται σε υποχρέωση αιτιολογήσεως όταν αρνείται τη συνέχιση εξετάσεως καταγγελίας, η αιτιολογία δε αυτή πρέπει να είναι επαρκώς ακριβής και λεπτομερής για να καταστεί δυνατό στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο επί της ασκήσεως εκ μέρους της Επιτροπής της διακριτικής ευχέρειας να καθορίζει προτεραιότητες.

Ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, που της αναγνωρίζεται στην εξέταση των καταγγελιών, δεν πρέπει να τον οδηγεί να αντικαταστήσει την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη κοινοτικού συμφέροντος με τη δική του, αλλά αποσκοπεί στο να ελεγχθεί αν η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά, πάσχει από νομική πλάνη ή από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή από κατάχρηση εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 26-28, 65)

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, η έννοια της σχετικής αγοράς συνεπάγεται, συγκεκριμένα, ότι είναι δυνατόν να υφίσταται ουσιαστικός ανταγωνισμός μεταξύ των προϊόντων που αποτελούν μέρος της, γεγονός που προϋποθέτει επαρκή βαθμό εναλλαξιμότητας προκειμένου όλα τα προϊόντα που αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς να τυγχάνουν της ίδιας χρήσεως. H εναλλαξιμότητα ή η υποκατάσταση δεν εκτιμάται μόνον από απόψεως των αντικειμενικών χαρακτηριστικών των σχετικών προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι συνθήκες ανταγωνισμού και η διάρθρωση της ζητήσεως και προσφοράς στην αγορά.

Προκύπτει, επίσης, από την ανακοίνωση της Επιτροπής περί του καθορισμού της σχετικής αγοράς για το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού ότι η αγορά των σχετικών προϊόντων περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα και/ή υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή λόγω των χαρακτηριστικών τους, των τιμών τους και των χρήσεων για τις οποίες προορίζονται.

Κατά την ανακοίνωση αυτή, η εκτίμηση της δυνατότητας υποκαταστάσεως της ζητήσεως προϋποθέτει τον καθορισμό του φάσματος των προϊόντων που ο καταναλωτής θεωρεί ότι μπορεί να υποκαταστήσει. Ένας τρόπος καθορισμού των προϊόντων αυτών μπορεί να θεωρηθεί ως διανοητική άσκηση η οποία προϋποθέτει μικρή αλλά διαρκή διαφοροποίηση των σχετικών τιμών και αξιολογεί τις πιθανές αντιδράσεις των πελατών. Στο σημείο 17 της ανακοινώσεως αυτής, διευκρινίζεται ότι το ζήτημα που τίθεται είναι το αν οι πελάτες των μερών θα στρέφονταν σε προϊόντα υποκαταστάσεως στα οποία έχουν εύκολη πρόσβαση σε περίπτωση μικρής αυξήσεως (από 5 έως 10 %), αλλά μόνιμης, των σχετικών τιμών των εξεταζόμενων προϊόντων στις οικείες περιοχές. Αν η υποκατάσταση καθιστά ανώφελη την αύξηση των τιμών, λόγω της μείωσης των πωλήσεων που αυτή συνεπάγεται, τα πρόσθετα προϊόντα υποκατάστασης ενσωματώνονται στη σχετική αγορά.

Επιπλέον, κατά το σημείο 56 της εν λόγω ανακοινώσεως, υπάρχουν ορισμένοι τομείς στους οποίους η εφαρμογή των αρχών που εκτέθηκαν ανωτέρω απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Αυτό ισχύει ιδίως όταν εξετάζονται οι πρωτογενείς και δευτερογενείς αγορές, ειδικότερα όταν η συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε μία δεδομένη χρονική στιγμή πρέπει να εξετασθεί βάσει του άρθρου 82 ΕΚ. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των αγορών είναι η ίδια, δηλαδή πρέπει να εκτιμώνται οι αντιδράσεις των πελατών βάσει των αποφάσεών τους αγοράς σε σχετικές διακυμάνσεις τιμών, λαμβάνοντας όμως επίσης υπόψη όλους τους τυχόν καταναγκασμούς που επιβάλλονται από τις συνθήκες που κυριαρχούν στις συναφείς αγορές. Συσταλτικός ορισμός της αγοράς των δευτερογενών προϊόντων, παραδείγματος χάρη, των ανταλλακτικών, μπορεί να επιβάλλεται όταν είναι σημαντική η συμβατότητα με το πρωτογενές προϊόν. Τα προβλήματα ανευρέσεως δευτερογενών προϊόντων συμβατών με την ύπαρξη υψηλών τιμών και τη μακρά διάρκεια ζωής των βασικών προϊόντων δύνανται να καταστήσουν αποδοτικές τις σχετικές αυξήσεις των τιμών των δευτερογενών προϊόντων. Διαφορετικός ορισμός της αγοράς δύναται να επέλθει αν είναι δυνατή ουσιαστική υποκατάσταση μεταξύ των δευτερογενών προϊόντων ή αν τα χαρακτηριστικά των πρωτογενών προϊόντων καθιστούν δυνατές ταχείες και άμεσες απαντήσεις στους καταναλωτές ως προς τις σχετικές αυξήσεις τιμών των δευτερογενών προϊόντων.

Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι αγορά ανταλλακτικών για τα πρωτογενή προϊόντα συγκεκριμένης μάρκας δύναται να μη συνιστά χωριστή σχετική αγορά σε δύο περιπτώσεις: πρώτον, στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δύναται να στραφεί στα ανταλλακτικά που κατασκευάζει άλλος κατασκευαστής· δεύτερον, στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δύναται να στραφεί σε άλλο πρωτογενές προϊόν για να αποφύγει αύξηση των τιμών στην αγορά των ανταλλακτικών. Πάντως, η εν λόγω διαπίστωση ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι, σε περίπτωση μέτριας και σταθεράς αυξήσεως των τιμών των δευτερογενών προϊόντων, επαρκής αριθμός καταναλωτών στρέφεται προς άλλα, πρωτογενή ή δευτερογενή, προϊόντα ώστε η αύξηση αυτή καθίσταται μη αποδοτική. Κατά συνέπεια, αμιγώς θεωρητική δυνατότητα μεταβάσεως σε άλλο πρωτογενές προϊόν δεν αρκεί ως απόδειξη για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς.

Περαιτέρω, από τα προεκτεθέντα προκύπτει επίσης ότι μόνον η δυνατότητα του καταναλωτή να επιλέξει μεταξύ πλειόνων υφισταμένων μαρκών του πρωτογενούς προϊόντος δεν αρκεί για να θεωρηθεί ως μία μόνον αγορά η πρωτογενής αγορά και οι δευτερογενείς αγορές, αν δεν αποδεικνύεται ότι η επιλογή αυτή ασκείται, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τους όρους του ανταγωνισμού στη δευτερογενή αγορά. Επιπλέον, αν ορισμένοι επιχειρηματίες είναι εξειδικευμένοι και δρουν μόνον στη δευτερογενή αγορά πρωτογενούς αγοράς, τούτο συνιστά, αφεαυτό, σοβαρή ένδειξη περί της υπάρξεως συγκεκριμένης αγοράς.

(βλ. σκέψεις 67-70, 79-80, 102, 105, 108)

3.      Κατά την εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος προς συνέχιση της εξετάσεως μιας υποθέσεως, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως και, μεταξύ άλλων, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που περιέχει η ενώπιόν της υποβληθείσα καταγγελία. Στην Επιτροπή εναπόκειται, μεταξύ άλλων, να σταθμίσει τη σημασία της καταγγελλόμενης παραβάσεως για τη λειτουργία της κοινής αγοράς, την πιθανότητα να αποδειχθεί η τέλεσή της και την έκταση των μέτρων έρευνας που απαιτούνται για να εκπληρώσει, υπό τις βέλτιστες προϋποθέσεις, την αποστολή της να μεριμνά για την τήρηση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 158)

4.      Όταν τα αποτελέσματα των προβαλλομένων με καταγγελία παραβάσεων γίνονται αισθητά, κατ’ ουσίαν, μόνο στο έδαφος ενός κράτους μέλους και ο καταγγέλλων προσφεύγει για τις διαφορές σχετικά με τις παραβάσεις αυτές ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών και δικαστικών αρχών του εν λόγω κράτους μέλους, η Επιτροπή δικαιούται να απορρίψει την καταγγελία λόγω ελλείψεως κοινοτικού συμφέροντος, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι μπορούν να προστατευθούν ικανοποιητικώς τα δικαιώματα του καταγγέλλοντος από τα εθνικά όργανα, όπερ προϋποθέτει ότι τα όργανα αυτά είναι σε θέση να συγκεντρώσουν τα πραγματικά στοιχεία για να εξακριβώσουν αν οι επίμαχες πρακτικές συνιστούν παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων της Συνθήκης.

Πάντως, μόνον το στοιχείο ότι οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια ενδείκνυνται για να εξετάσουν τις τυχόν παραβάσεις, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της καταγγελίας, δεν αρκεί για να στηρίξει το τελικό συμπέρασμα περί της ελλείψεως επαρκούς κοινοτικού συμφέροντος, όταν η επικρινόμενη πρακτική υπάρχει εντός τουλάχιστον πέντε κρατών μελών, ίσως μάλιστα σε όλα τα κράτη μέλη, και καταλογίζεται σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν την έδρα τους και τον τόπο παραγωγής τους εκτός της Ένωσης, όπερ αποτελεί ένδειξη ότι δράση στο επίπεδο της Ένωσης μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη από ό,τι διάφορες δράσεις σε εθνικό επίπεδο.

(βλ. σκέψεις 173, 176)