Language of document :

Προσφυγή της 23ης Φεβρουαρίου 2024 – Lattanzio KIBS κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-113/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Lattanzio KIBS S.p.A. (Μιλάνο, Ιταλία), CY, CV και CW (εκπρόσωποι: B. O’Connor και M. Hommé, δικηγόροι

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2023 σχετικά με διαδικασία αποκλεισμού της πρώτης προσφεύγουσας από τη συμμετοχή σε διαδικασίες για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων και για την παροχή επιχορηγήσεων, όπως ρυθμίζονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός) 1 και στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1877 2 , και σε διαδικασίες επιλογής για την εκτέλεση κονδυλίων, όπως ρυθμίζονται σε αυτούς τους κανονισμούς (Ref. Ares (2023)8545235), και

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (και κάθε τυχόν παρεμβαίνοντα) στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγοντες προβάλλουν οκτώ λόγους.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο πραγματικό και νομικό σφάλμα, χαρακτηρίζοντας την απόφαση του Tribunale di Milano (πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο Μιλάνου, Ιταλία) της 13ης Ιουλίου 2021 (στο εξής: απόφαση του δικαστηρίου του Μιλάνου) ως έχουσα ισχύ δεδικασμένου απόφαση με την οποία ο δεύτερος και ο τρίτος εκ των προσφευγόντων κρίθηκαν ένοχοι για δωροδοκία.

Κατά τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως λόγω των οποίων κατέληξε στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι η απόφαση του δικαστηρίου του Μιλάνου αποτελούσε καταδικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται επίσης ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε ουσιώδη πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά το ιταλικό δίκαιο.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 136, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, σημείο ii, του δημοσιονομικού κανονισμού κρίνοντας, λόγω πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως, ότι η απόφαση του δικαστηρίου του Μιλάνου συνιστούσε έγκυρη βάση για τον αποκλεισμό της πρώτης προσφεύγουσας από τη συμμετοχή στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, όπως ρυθμίζονται στον κανονισμό 2018/1046 και στον κανονισμό 2018/1877.

Το άρθρο 136, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, περίπτωση ii, προβλέπει ότι ο αποκλεισμός προϋποθέτει ότι υπάρχει δικαστική απόφαση η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και με την οποία έχει κριθεί ότι το πρόσωπο ή η οντότητα έχει διαπράξει δωροδοκία.

Κατά τους προσφεύγοντες, η απόφαση του δικαστηρίου του Μιλάνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση με ισχύ δεδικασμένου και δεν καταδίκασε τον δεύτερο και τον τρίτο εκ των προσφευγόντων για δωροδοκία· συνεπώς, δεν ήταν νόμιμος ο αποκλεισμός της πρώτης προσφεύγουσας από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 136, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, περίπτωση ii, του δημοσιονομικού κανονισμού.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσής της να εξετάσει το περιεχόμενο και τη φύση του εθνικού δικαίου.

Η Επιτροπή διαπίστωσε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο όρος «final judgment of guilt» (καταδικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου) έχει αυτοτελή σημασία κατά το δίκαιο της Ένωσης και παρ’ όλα αυτά, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, η Επιτροπή παρέλειψε να παράσχει ορισμό ή να αναφέρει τη νομική βάση για την εν λόγω διαπίστωση.

Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει τον χαρακτηρισμό της απόφασης του δικαστηρίου του Μιλάνου κατά το ιταλικό δίκαιο.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 136, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού αποκλείοντας την πρώτη προσφεύγουσα βάσει της προδήλως εσφαλμένης εκτιμήσεως ότι ο δεύτερος και ο τρίτος εκ των προσφευγόντων είχαν εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου επί της πρώτης προσφεύγουσας.

Τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 136, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού, ήταν, κατά τους προσφεύγοντες, ανεπαρκή για να διαπιστωθεί ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της συγκεκριμένης διατάξεως και παραμορφώθηκαν λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας της απόφασης του δικαστηρίου του Μιλάνου από την Επιτροπή.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να αιτιολογήσει τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Υποστηρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τα δύο συμπεράσματα που επηρέασαν καθοριστικά την απόφασή της.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι, με τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αναγνωρίζεται στο άρθρο 136, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού και αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ.

Κατά τους προσφεύγοντος, η δημοσίευση της απόφασης αποκλεισμού στην ιστοσελίδα της DG NEAR (Γενικής Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Γειτονίας και Διαπραγματεύσεων για τη Διεύρυνση) και η καταχώριση των ονομάτων και των προσωπικών στοιχείων του δεύτερου και του τρίτου εκ των προσφευγόντων στη βάση δεδομένων έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού (EDES) αντέβαιναν προδήλως στην αρχή της αναλογικότητας.

Υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη στοιχεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 136, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 136, παράγραφος 6, του δημοσιονομικού κανονισμού παραλείποντας να λάβει υπόψη διορθωτικά μέτρα τα οποία πρότεινε η πρώτη προσφεύγουσα.

Η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τα αιτήματα τα οποία διατύπωσαν οι προσφεύγοντες στη διάρκεια της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας, ζητώντας να αποσαφηνιστούν περαιτέρω τυχόν διορθωτικά μέτρα που είχαν στη διάθεσή τους.

Η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει πλήθος αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν από τους προσφεύγοντες και θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως διορθωτικά μέτρα.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως του τέταρτου εκ των προσφευγόντων, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ως εκ τούτου, υποστηρίζεται, τέλος, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, παραλείποντας να ενημερώσει τον τέταρτο εκ των προσφευγόντων ότι διενεργούσε αξιολόγηση για το άτομό του και να του παράσχει δικαίωμα άμυνας.

____________

1 Κανονισμός (EΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1).

1 Κανονισμός (EΕ) 2018/1877 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο 11ο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/323 (ΕΕ 2018, L 307, σ. 1).