Language of document : ECLI:EU:T:2014:141

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 21ης Μαρτίου 2014 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν — Κανονισμός (ΕΚ) 881/2002 — Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ενός προσώπου λόγω του ότι έχει περιληφθεί σε κατάλογο που κατάρτισε όργανο των Ηνωμένων Εθνών — Επιτροπή κυρώσεων — Μεταγενέστερη εγγραφή στο παράρτημα Ι του κανονισμού 881/2002 — Άρνηση της Επιτροπής να διαγράψει την εγγραφή αυτή — Προσφυγή κατά παραλείψεως — Θεμελιώδη δικαιώματα — Δικαίωμα ακροάσεως, δικαίωμα σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο και δικαίωμα σεβασμού της ιδιοκτησίας»

Στην υπόθεση T‑306/10,

Hani El Sayyed Elsebai Yusef, κάτοικος Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενος αρχικώς από τους E. Grieves, barrister, και H. Miller, solicitor, στη συνέχεια, από τους Ε. Grieves, Η. Miller και P. Moser, QC, και R. Graham, solicitor,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους E. Paasivirta, M. Κωνσταντινίδη και T. Scharf,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την E. Finnegan και τον R. Szostak, στη συνέχεια, από την Ε. Finnegan,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο τη διαπίστωση, σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, ότι η Επιτροπή παρανόμως δεν προέβη σε ανάκληση του κανονισμού (ΕΚ) 1629/2005 της Επιτροπής, της 5ης Οκτωβρίου 2005, που τροποποιεί για πεντηκοστή τέταρτη φορά τον κανονισμό (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου (EE L 260, σ. 9), καθόσον η πράξη αυτή αφορά τον προσφεύγοντα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Οκτωβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 29 Σεπτεμβρίου 2005 η επιτροπή που συστάθηκε με το ψήφισμα 1267(1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: επιτροπή κυρώσεων και Συμβούλιο Ασφαλείας, αντιστοίχως) συμπεριέλαβε το όνομα του προσφεύγοντος, Hani El Sayyed Elsebai Yusef, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως πρόσωπο συνδεόμενο με την οργάνωση Αλ Κάιντα, στον συνοπτικό κατάλογό της προσώπων και οντοτήτων εις βάρος των οποίων πρέπει να επιβληθεί δέσμευση κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων δυνάμει των διαφόρων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας [μεταξύ άλλων τα ψηφίσματα 1333 (2000), 1390 (2002), 1455 (2003), 1562 (2004), 1617 (2005), 1730 (2006), 1735 (2006), 1822 (2008), 1904 (2009) και 1989 (2011)] για την καταπολέμηση των απειλών που συνιστούν αυτές οι τρομοκρατικές πράξεις για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια (στο εξής: κατάλογος της επιτροπής κυρώσεων).

2        Με τον κανονισμό (ΕΚ) 1629/2005 της Επιτροπής, της 5ης Οκτωβρίου 2005, που τροποποιεί για πεντηκοστή τέταρτη φορά τον κανονισμό (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου (EE L 260, σ. 9), το όνομα του προσφεύγοντος συμπεριελήφθη στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν (EE L 139, σ. 9) (στο εξής: επίμαχος κατάλογος). Επομένως, δεσμεύθηκαν τα κεφάλαια και οι λοιποί χρηματοοικονομικοί πόροι του προσφεύγοντος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, σύμφωνα με τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 881/2002.

3        Με το δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου 2006 κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1629/2005, στο μέτρο που οι πράξεις αυτές τον αφορούσαν. Με διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Μαΐου 2006, T‑2/06, Yusef κατά Συμβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως προδήλως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε εκπροθέσμως.

4        Στις 3 Σεπτεμβρίου 2008 το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑6351, στο εξής: απόφαση Kadi I του Δικαστηρίου).

5        Με επιστολές της 7ης Μαρτίου 2009 απευθυνόμενες στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα που χρησιμοποίησαν τα θεσμικά αυτά όργανα για να δικαιολογήσουν την εγγραφή του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο.

6        Με έγγραφο της 23ης Απριλίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε στον προσφεύγοντα τρία έγγραφα, ήτοι: i) την ανακοίνωση SC/8516 της επιτροπής κυρώσεων, της 3ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την προσθήκη του ονόματος του προσφεύγοντος, μαζί με άλλα ονόματα, στον κατάλογο· ii) την ανακοίνωση SC/8520 της επιτροπής κυρώσεων, της 10ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την τροποποίηση προσωπικών δεδομένων του προσφεύγοντος, όπως περιλαμβάνονται στον κατάλογο της εν λόγω επιτροπής, ως συσχετιζόμενα με το όνομά του· iii) την ανακοίνωση SC/8815 της επιτροπής κυρώσεων, της 24ης Αυγούστου 2006, σχετικά με νέα τροποποίηση των ίδιων προσωπικών δεδομένων.

7        Ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του High Court of Justice (England and Wales), Queen’s Bench Division [Ανώτατο Δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), στο εξής: High Court], προσφυγή κατά του εθνικού μέτρου δεσμεύσεως των κεφαλαίων του, το οποίο ελήφθη εις βάρος του από το Υπουργείο των Εξωτερικών και της Κοινοπολιτείας του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (στο εξής: FCO), παράλληλα με την έκδοση του κανονισμού 1629/2005. Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, το FCO προέβη σε πολλά διαβήματα ενώπιον της επιτροπής κυρώσεων, για να δοθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να πληροφορηθεί τους λόγους για την εγγραφή του στον κατάλογο της επιτροπής αυτής καθώς και το κράτος που ζήτησε την εν λόγω εγγραφή. Κανένα από τα διαβήματα αυτά δεν ευδοκίμησε, αλλά ο προϊστάμενος της ομάδας επιβολής κυρώσεων της FCO, σε μαρτυρική του κατάθεση της 19ης Ιουνίου 2009 ενώπιον του High Court, κατέθεσε, εξ ονόματος της ομάδας αυτής, τα εξής:

«Σύμφωνα με τη διαδικασία επανεξετάσεως όπως ορίζεται από [την εφαρμοζόμενη ρύθμιση], το FCO συγκέντρωσε τα ενημερωτικά στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεσή της η Kυβέρνηση προκειμένου να εξετάσει τον χαρακτηρισμό του [προσφεύγοντος] με γνώμονα τα κριτήρια που τίθενται στα σχετικά ψηφίσματα [του Συμβουλίου Ασφαλείας]. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής της επανεξετάσεως, το FCO έκρινε ότι η εγγραφή του [ονόματος του προσφεύγοντος] στον κατάλογο [της επιτροπής κυρώσεων] δυνάμει του καθεστώτος [που θεσπίστηκε με το ψήφισμα 1267 (1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας] δεν είχε πλέον λόγο υπάρξεως. Ζητήθηκαν συμπληρωματικές πληροφορίες, αλλά δεν έχουν ακόμη προσκομισθεί από το κράτος το οποίο πρότεινε την εγγραφή του ονόματος του [προσφεύγοντος]. Κατά συνέπεια, το Ηνωμένο Βασίλειο θα επικοινωνήσει με την επιτροπή [κυρώσεων] για να της επισημάνει ότι η εγγραφή του [προσφεύγοντος] δεν έχει πλέον λόγο υπάρξεως. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα υποβάλει επίσης αίτηση διαγραφής του [ονόματος του προσφεύγοντος] από τον κατάλογο [της επιτροπής κυρώσεων] και θα επιδιώξει τη διαγραφή αυτή.»

8        Με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2010, Her Majesty’s Treasury (Respondent) v Mohammed Jabar Ahmed and Others (Appellants), Her Majesty’s Treasury (Respondent) v Mohammed al-Ghabra (Appellant) and R (on the application of Hani El Sayed Sabaei Youssef (Respondent) v Her Majesty’s Treasury (Appellant) [2010] UKSC 2 & [2010] UKSC 5, το United Kingdom Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου) ακύρωσε το εθνικό μέτρο της δεσμεύσεως κεφαλαίων του προσφεύγοντος, με το σκεπτικό ότι το μέτρο ελήφθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

9        Με επιστολή της 18ης Μαρτίου 2010, στο οποίο γίνεται μνεία της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου και της προπαρατεθείσας αποφάσεως του United Kingdom Supreme Court, ο προσφεύγων κάλεσε την Επιτροπή να διαγράψει το όνομά του από τον επίμαχο κατάλογο, μεταξύ άλλων, διότι:

–        το όνομά του προστέθηκε στον κατάλογο αυτό αυτομάτως κατόπιν της εγγραφής του στον κατάλογο της επιτροπής κυρώσεων, χωρίς η Επιτροπή να έχει προβεί σε ανεξάρτητη και αμερόληπτη αξιολόγηση,

–        κανένας από τους λόγους της εγγραφής αυτής δεν του ανακοινώθηκε, πράγμα που συνιστά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και παραβίαση των αρχών που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του Kadi I·

–        το Ηνωμένο Βασίλειο, αφού εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηριζόταν η εγγραφή του ονόματός του στον κατάλογο της επιτροπής κυρώσεων, έκρινε ότι δεν πληρούνταν τα κριτήρια για την εγγραφή.

10      Ο προσφεύγων κάλεσε επίσης την Επιτροπή να προσκομίσει κατεπειγόντως συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τους ουσιαστικούς λόγους που δικαιολογούν την εγγραφή του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο.

 Διαδικασία και νέες εξελίξεις κατά την εκκρεμοδικία

11      Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έδωσε καμιά συνέχεια στο έγγραφο οχλήσεως του προσφεύγοντος της 18ης Μαρτίου 2010 εντός της προθεσμίας δύο μηνών του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιουλίου 2010.

12      Με έγγραφο που κατέθεσε αυθημερόν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως του ευεργετήματος πενίας βάσει του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση αυτή με την από 22 Οκτωβρίου 2010 διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος.

13      Στις 29 Ιουλίου 2010 η επιτροπή κυρώσεων επανεξέτασε την εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο, σύμφωνα με τη διαδικασία επανεξετάσεως της παραγράφου 25 του ψηφίσματος 1822 (2008) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Σκοπός της επανεξετάσεως αυτής είναι να διασφαλισθεί ότι ο εν λόγω κατάλογος είναι κατά το δυνατόν ακριβής και ενημερωμένος και να επιβεβαιωθεί ότι η εγγραφή του ενδιαφερομένου εξακολουθεί να δικαιολογείται. Μετά το πέρας της επανεξετάσεως αυτής, το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο της επιτροπής κυρώσεων.

14      Στις 31 Αυγούστου 2010 η Επιτροπή έλαβε από την επιτροπή κυρώσεων, σε απάντηση της από 26 Ιανουαρίου 2010 αιτήσεώς της, την αιτιολογική έκθεση που δικαιολόγησε την εγγραφή πλειόνων προσώπων, μεταξύ των οποίων ο προσφεύγων, στον κατάλογο της εν λόγω επιτροπής.

15      Η Επιτροπή κοινοποίησε στον προσφεύγοντα, με έγγραφο της 10ης Σεπτεμβρίου 2010, την επίμαχη αιτιολογική έκθεση, διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω έκθεση δικαιολόγησε την εγγραφή του στον επίμαχο κατάλογο (στο εξής: αιτιολογική έκθεση) και καλώντας τον να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 2010.

16      Η αιτιολογική έκθεση έχει ως εξής:

«[Ο προσφεύγων] ήταν μέλος της Αιγυπτιακής Ισλαμικής Τζιχάντ […] [Ο προσφεύγων] και κάποια άλλα μέλη της Αιγυπτιακής Ισλαμικής Τζιχάντ εντάχθηκαν στην Αλ-Κάιντα […] στις αρχές του 1990.

Η Αιγυπτιακή Ισλαμική Τζιχάντ, την οποία διηύθυνε ο υπαρχηγός του Oussama ben Laden, Aiman al-Zawahiri […], είναι υπεύθυνη για τον βομβαρδισμό της Πρεσβείας της Αιγύπτου στο Ισλαμαμπάντ το 1995. Από το 1998, η οργάνωση έλαβε τους περισσότερους πόρους της από την Αλ-Κάιντα και, το 2001, συγχωνεύθηκε με την Αλ-Κάιντα.

[Ο προσφεύγων] παρέσχε υλική υποστήριξη στην Αλ-Κάιντα και συνωμότησε για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο με πλαστά έγγραφα, έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση και ανήκε σε πυρήνες και ομάδες που τελούν τρομοκρατικές πράξεις με άσκηση δύναμης και βίας, περιλαμβανομένου του εκφοβισμού, της απειλής και των ζημιών σε δημόσια και ιδιωτική περιουσία, καθώς και παρακωλύοντας τις δραστηριότητες των δημοσίων αρχών. [Ο προσφεύγων] έδωσε εντολή σε άλλους να μεταβούν στο Αφγανιστάν για να λάβουν μέρος σε μάχες. Χρησιμοποίησε δικτυακό τόπο προς υποστήριξη των τρομοκρατικών πράξεων της Αλ-Κάιντα καθώς και προς διατήρηση επαφών με διάφορους υποστηρικτές της σε όλο τον κόσμο.

[Ο προσφεύγων] αναζητείται από τις αιγυπτιακές αρχές για την εμπλοκή του σε τρομοκρατικές εγκληματικές πράξεις που διαπράχθηκαν εντός και εκτός Αιγύπτου, περιλαμβανομένης της εγκληματικής συμπαιγνίας με την πρόθεση τελέσεως φόνων εκ προμελέτης, της καταστροφής περιουσιών, της παράνομης κατοχής πυροβόλων όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών, της ιδιότητας μέλους τρομοκρατικής οργανώσεως, της παραποιήσεως επισήμων και λοιπών εγγράφων, και κλοπής.»

17      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της υπό κρίση προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας.

18      Το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 2010 την απόφασή του T‑85/09 στην υπόθεση Kadi κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. II‑5177, στο εξής: απόφαση Kadi II του Γενικού Δικαστηρίου).

19      Με διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 2010, επετράπη στο Συμβούλιο να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής.

20      Στις 30 Νοεμβρίου 2010 η επιτροπή κυρώσεων απέρριψε το υποβληθέν από το Ηνωμένο Βασίλειο αίτημα διαγραφής του ονόματος του προσφεύγοντος από τον κατάλογο. Από το έγγραφο της 2ας Δεκεμβρίου 2011 του προέδρου της επιτροπής κυρώσεων προς την Επιτροπή προκύπτει ότι «ένα τουλάχιστον κράτος μέλος της [επιτροπής κυρώσεων] δεν συμφωνούσε επί του ότι [ο προσφεύγων] δεν πληρούσε πλέον τα κριτήρια εγγραφής στον κατάλογο [της εν λόγω επιτροπής]».

21      Με έγγραφο της 9ης Δεκεμβρίου 2010, ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στην Επιτροπή απαντώντας στην αιτιολογική έκθεση.

22      Σύμφωνα με το άρθρο 7γ, παράγραφος 3, του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1286/2009 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2009 (EE L 346, σ. 42), η Επιτροπή άρχισε την επανεξέταση της αποφάσεώς της περί εγγραφής του ονόματος του προσφεύγοντος στον επίμαχο κατάλογο, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 7β, παράγραφος 2, του κανονισμού 881/2002. Η Επιτροπή διαβίβασε επίσης τις επίμαχες παρατηρήσεις στην επιτροπή κυρώσεων.

23      Με διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 2011, αποφασίστηκε η συνεξέταση της ενστάσεως απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως.

24      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 17ης Νοεμβρίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) κάλεσε τους διαδίκους να το πληροφορήσουν για το στάδιο της εν προκειμένω κινηθείσας διαδικασίας επανεξετάσεως βάσει του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009 (στο εξής: διαδικασία επανεξετάσεως), και, αν δεν έχει ακόμα ληφθεί απόφαση περί της επανεξετάσεως, κάλεσε την Επιτροπή να εκθέσει συναφώς τους λόγους και να του κοινοποιήσει την κατά προσέγγιση ημερομηνία κατά την οποία σκοπούσε να λάβει την απόφασή της.

25      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Δεκεμβρίου 2011, ο προσφεύγων πληροφόρησε το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει στην πρόσκληση αυτή, δεδομένου ότι δεν είχε λάβει καμία πληροφορία ή έγγραφο από την Επιτροπή μετά την από 9 Δεκεμβρίου 2010 επιστολή του.

26      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή πληροφόρησε το Γενικό Δικαστήριο ότι κάλεσε την επιτροπή κυρώσεων να λάβει θέση επί των παρατηρήσεων του προσφεύγοντος της 9ης Δεκεμβρίου 2010, πριν από το πέρας της επανεξετάσεώς της. Εξέθετε ότι, κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεών της προς την επιτροπή κυρώσεων, έλαβε τελικώς από αυτήν, στις 2 Δεκεμβρίου 2011, ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν ότι η εν λόγω επιτροπή «ερευνούσε επισταμένως» την υπόθεση. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι η σύνεση της επέβαλε να αναμείνει το πέρας της έρευνας της επιτροπής κυρώσεων. Εντούτοις, δήλωσε ότι είναι έτοιμη να ενεργήσει «με όλη την αναγκαία ταχύτητα» και εξέφρασε την ελπίδα ότι θα είναι σε θέση να ολοκληρώσει τη διαδικασία επανεξετάσεως «κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2012».

27      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 2011, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τις πληροφορίες της Επιτροπής.

28      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή πληροφόρησε το Γενικό Δικαστήριο ότι έλαβε από τον πρόεδρο της επιτροπής κυρώσεων νέα γραπτή ανακοίνωση με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 2011, συνημμένη ως παράρτημα του εν λόγω εγγράφου, σχετικά με την περίπτωση του προσφεύγοντος, και επανέλαβε ότι ήλπιζε να ολοκληρώσει την επανεξέτασή της κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2012. Στην ανακοίνωση αυτή εκτίθενται μεταξύ άλλων τα εξής:

«Όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα σχετικά με την υπόθεση αυτή αποδεικτικά στοιχεία αποσπάστηκαν κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων, το κράτος διαμονής [του προσφεύγοντος] κοινοποίησε την άποψή του στην [επιτροπή κυρώσεων] με το συνημμένο έγγραφο της 7ης Δεκεμβρίου 2011. Ένα άλλο μέλος της [επιτροπής κυρώσεων] επιβεβαίωσε ότι [ο προσφεύγων] ήταν γνωστός διότι διηύθυνε το “Al-Maqreze Center for Historical Studies”, με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Υλικό ριζοσπαστικού περιεχομένου διατίθεται στον δικτυακό τόπο του κέντρου αυτού (www.almaqreze.net).»

29      Το έγγραφο της Μόνιμης Αντιπροσωπείας του Ηνωμένου Βασιλείου ενώπιον του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) προς τον πρόεδρο της επιτροπής κυρώσεων της 7ης Δεκεμβρίου 2011, συνημμένο στην εν λόγω ανακοίνωση, εκθέτει μεταξύ άλλων τα εξής:

«[Ο προσφεύγων] αμφισβητεί επί του παρόντος ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να υποστηρίξει τον χαρακτηρισμό του ως προσώπου εμπλεκόμενου σε τρομοκρατικές πράξεις (στο εξής: χαρακτηρισμός) δυνάμει του ψηφίσματος 1989 (2011) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, [ο προσφεύγων] διατείνεται ότι τα επιβαρυντικά γι’ αυτόν αποδεικτικά στοιχεία “αποσπάστηκαν κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων των συνεργατών του ή κατασκευάστηκαν από τις αιγυπτιακές αρχές”. Συνεπώς, [ο προσφεύγων] δεν υπονοεί ότι γνωρίζει ότι τα επιβαρυντικά γι’ αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που έγιναν δεκτά αποσπάστηκαν κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων, αλλά κρίνει ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα για έναν από τους δύο ενδεχόμενους λόγους.

Το Ηνωμένο Βασίλειο εμμένει ότι δεν υφίσταται κανείς λόγος να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε υπόψη του όταν αποφάσισε να άρει τις επιφυλάξεις του για τον χαρακτηρισμό [του προσφεύγοντος] αποσπάστηκαν κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων των συνεργατών του ή κατασκευάστηκαν από τις αιγυπτιακές αρχές όπως διατείνεται [ο προσφεύγων].

[Ο προσφεύγων] έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί ευθέως στην [επιτροπή κυρώσεων] για τη διαγραφή του από τον κατάλογο. Από τις 3 Ιουνίου 2010, έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτημα διαγραφής στο Γραφείο του Διαμεσολαβητή.

Το Ηνωμένο Βασίλειο επανεξετάζει επί του παρόντος τον χαρακτηρισμό [του προσφεύγοντος] και θα απευθυνθεί στην [επιτροπή κυρώσεων] αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή.»

30      Με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι η επανεξέταση της περιπτώσεώς του βρισκόταν σε εξέλιξη και του κοινοποίησε πρόσθετα επιβαρυντικά γι’ αυτόν στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο έγγραφο του προέδρου της επιτροπής κυρώσεων της 15ης Δεκεμβρίου 2011, για το οποίο έγινε λόγος ανωτέρω, καλώντας τον να της υποβάλει συναφώς τις παρατηρήσεις του πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2012.

31      Με έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 2012, ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στην Επιτροπή.

32      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαΐου 2012, ο προσφεύγων κοινοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο αντίγραφα των εγγράφων για τα οποία γίνεται λόγος στις σκέψεις 30 και 31 ανωτέρω.

33      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

34      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, με σκοπό να τεθούν ορισμένες ερωτήσεις στην Επιτροπή. Στο έγγραφο αυτό ήταν συνημμένο το από 13 Σεπτεμβρίου 2012 έγγραφο του προσφεύγοντος προς την Επιτροπή καθώς και ορισμένα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, τα οποία έλαβε προσφάτως από τις UK Security Services (Υπηρεσίες Ασφάλειας του Ηνωμένου Βασιλείου).

35      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή πληροφόρησε το Γενικό Δικαστήριο ότι έλαβε από τον πρόεδρο της επιτροπής κυρώσεων μια άλλη γραπτή ανακοίνωση της 21ης Μαρτίου 2012, συνημμένη ως παράρτημα του εν λόγω εγγράφου οχλήσεως, σχετικά με την περίπτωση του προσφεύγοντος, και ανέφερε ότι, με βάση ανεπίσημες πληροφορίες, κοινοποιηθείσες από την αντιπροσωπεία της στη Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες), η διαδικασία επανεξετάσεως της περιπτώσεως του προσφεύγοντος από την επιτροπή κυρώσεων μπορούσε να καταλήξει σε απόφαση στις 23 Δεκεμβρίου 2012. Στην ανακοίνωση εκτίθενται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Κατόπιν των προηγούμενων εγγράφων μου της 2ας και 15ης Δεκεμβρίου 2011, ήθελα να σας πληροφορήσω ότι το κράτος που χαρακτήρισε τον προσφεύγοντα [ως πρόσωπο εμπλεκόμενο σε τρομοκρατικές ενέργειες] πληροφόρησε την επιτροπή [κυρώσεων] ότι αντιτίθεται στη δημοσιοποίηση της ταυτότητάς του ως κράτος που προέβη στον εν λόγω χαρακτηρισμό του προσφεύγοντος. Επιπλέον, οι αρχές του κράτους αυτού επιβεβαίωσαν ότι “κατά την πρόσφατη επανεξέταση της περιπτώσεως [του προσφεύγοντος], κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υφίστανται σχέσεις και διασυνδέσεις μεταξύ [του προσφεύγοντος] και της Αλ-Κάιντα, δεδομένου ότι είναι μέλος της ομάδας Al-jihad, η οποία συνδέεται με την οργάνωση την Αλ-Κάιντα”.»

36      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Οκτωβρίου 2012, κατόπιν της οποίας η υπόθεση τέθηκε υπό διάσκεψη.

37      Στις 18 Ιουλίου 2013 το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (στο εξής: απόφαση Kadi II του Δικαστηρίου).

 Αιτήματα των διαδίκων

38      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστωθεί ότι η παράλειψη της Επιτροπής να διαγράψει το όνομά του από τον επίμαχο κατάλογο είναι παράνομη·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να διαγράψει το όνομά του από τον εν λόγω κατάλογο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων που προκατέβαλε το Γενικό Δικαστήριο βάσει του ευεργετήματος πενίας.

39      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και/ή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

40      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων παραιτήθηκε από το αίτημά του να υποχρεωθεί η Επιτροπή να διαγράψει το όνομά του από τον επίμαχο κατάλογο, καθώς και από το αίτημά του λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

41      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η υπό κρίση προσφυγή κατά παραλείψεως αποτελεί, κατ’ ουσίαν, προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 1629/2005, η οποία προδήλως ασκήθηκε εκπροθέσμως και, επομένως, είναι απαράδεκτη.

42      Περαιτέρω, ο προσφεύγων δεν μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή κατά παραλείψεως προβάλλοντας τη μη ανάκληση του κανονισμού 1629/2005, ενώ δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού αυτού, κατά την έκδοσή του το 2005. Με τον τρόπο αυτό, ο προσφεύγων προσπαθεί να παρακάμψει τη λήξη της δημόσιας τάξεως προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής ακυρώσεως του άρθρου 230 ΕΚ (νυν άρθρου 263 ΣΛΕΕ), όπερ απαγορεύεται κατά πάγια νομολογία. Κατά το Συμβούλιο, δεν είναι προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης να παρέχεται στους ενδιαφερομένους απεριόριστη στην πράξη προθεσμία ασκήσεως προσφυγής δυνάμενης να καταλήξει στην, αναδρομική ή μη, ανάκληση μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων.

43      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο ισχυρίζονται, δεύτερον, ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι εν πάση περιπτώσει απαράδεκτη, διότι δεν αποδεικνύεται ότι, όταν η Επιτροπή εκλήθη να προβεί σε ενέργεια, κατά το άρθρο 265, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στις 18 Μαρτίου 2010, είχε υποχρέωση, από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ανακαλέσει τον κανονισμό 1629/2005, καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα.

44      Ο κανονισμός 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009, δεν προέβλεπε καμιά υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου προσώπου. Η Επιτροπή υποχρεούται μόνον, δυνάμει του άρθρου 7γ, παράγραφος 2, του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009, να κοινοποιήσει στον ενδιαφερόμενο τους λόγους εγγραφής του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο «[αφού] η επιτροπή κυρώσεων διαβιβάσει τη ζητούμενη αιτιολογική έκθεση», στη συνέχεια, δυνάμει του άρθρου 7γ, παράγραφος 3, του κανονισμού 881/2002, να επανεξετάσει την απόφασή της «[εάν] υποβληθούν παρατηρήσεις» από τον ενδιαφερόμενο. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι δεν υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία επανεξετάσεως πριν λάβει την αιτιολογική έκθεση της επιτροπής κυρώσεων και ολοκληρωθούν τα στάδια περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 7γ, παράγραφος 2, του κανονισμού 881/2002.

45      Ωστόσο, εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επιτροπή κυρώσεων δεν διαβίβασε στην Επιτροπή την αιτιολογική έκθεση μέχρι την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής, το θεσμικό αυτό όργανο δεν παρέλειψε να λάβει μέτρο παρά σχετική υποχρέωσή του.

46      Εν συνεχεία, στον προσφεύγοντα παρασχέθηκαν προσηκόντως οι δικονομικές εγγυήσεις του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009, και η επανεξέταση της εγγραφής του βρίσκεται σε εξέλιξη.

47      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή διατείνονται, τρίτον, ότι η απόρριψη της παρούσας προσφυγής ως απαράδεκτης δεν στερεί από τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να ασκήσει διοικητική ή ένδικη προσφυγή κατά του μέτρου δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων.

48      Συναφώς, τα θεσμικά αυτά όργανα εκθέτουν, πρώτον, ότι τα δικαιώματα άμυνας των προσώπων και οντοτήτων που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο της επιτροπής κυρώσεων κατοχυρώνονται στον κανονισμό 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009. Κατά το άρθρο 7γ του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009, τα πρόσωπα που είχαν περιληφθεί στον επίμαχο κατάλογο πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου 2008 και εξακολουθούν να αναγράφονται σ’ αυτόν μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να τους κοινοποιήσει την αιτιολογική έκθεση που λαμβάνει από την επιτροπή κυρώσεων, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επ’ αυτού. Επομένως, η Επιτροπή υποχρεούται να επανεξετάσει την απόφασή της περί δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων των ενδιαφερομένων, η δε απόφαση που θα λάβει, μετά την αποπεράτωση της εν λόγω επανεξετάσεως, συνιστά πράξη που προορίζεται να παράγει έννομα αποτελέσματα κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

49      Εν προκειμένω, η αιτιολογική έκθεση που καταρτίστηκε από την επιτροπή κυρώσεων στις 7 Σεπτεμβρίου 2010 θα έπρεπε να κοινοποιηθεί στον προσφεύγοντα στις 10 Σεπτεμβρίου 2010, και η Επιτροπή να τον καλέσει να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή θα έπρεπε να κοινοποιήσει τις εν λόγω παρατηρήσεις στην επιτροπή κυρώσεων.

50      Περαιτέρω, ακόμα και αν το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί την υπό κρίση προσφυγή, το πραγματικό ζήτημα της διαφοράς, όσον αφορά τη διατήρηση της δεσμεύσεως των κεφαλαίων του προσφεύγοντος, εξαρτάται από το αποτέλεσμα της διοικητικής διαδικασίας επανεξετάσεως, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.

51      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή παραπέμπουν, δεύτερον, στις δυνατότητες προσφυγής ενώπιον του διαμεσολαβητή που προβλέπει το ψήφισμα 1904 (2009) του Συμβουλίου Ασφαλείας.

52      Ο προσφεύγων αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή και υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή κατά παραλείψεως είναι παραδεκτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

53      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που προέβαλαν, κατά πρώτον, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η υπό κρίση προσφυγή αποσκοπεί αποκλειστικώς στο να «διαπιστωθεί ότι η παράλειψη της Επιτροπής να διαγράψει [το] όνομα [του προσφεύγοντος] από τον επίμαχο κατάλογο είναι παράνομη» και δεν αποσκοπεί στην ακύρωση καμίας πράξεως. Επομένως, η προσφυγή αυτή είναι, τυπικώς, προσφυγή κατά παραλείψεως δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ και όχι προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

54      Βεβαίως, όπως ορθώς υπενθυμίζουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο, δεν επιτρέπεται σε προσφεύγοντα να παρακάμψει τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, στρεφομένης κατά πράξεως θεσμικού οργάνου, με το «διαδικαστικό τέχνασμα» της προσφυγής κατά παραλείψεως δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, στρεφομένης κατά της αρνήσεως του θεσμικού αυτού οργάνου να ακυρώσει ή να ανακαλέσει την εν λόγω πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 1962, 21/61 έως 26/61, Meroni κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 699).

55      Ειδικότερα, δεν αρκεί να προβληθεί ότι η πράξη αυτή εκδόθηκε κατά παράβαση της Συνθήκης ΣΕΕ, εφόσον η Συνθήκη αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων στο άρθρο της 263, άλλα ένδικα μέσα με τα οποία μπορεί να προσβληθεί μια φερομένη ως παράνομη πράξη της Ένωσης και ενδεχομένως να ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας από προσηκόντως νομιμοποιούμενο διάδικο. Αν γινόταν δεκτό ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ζητήσουν την ανάκληση της πράξεως από το θεσμικό όργανο που την εξέδωσε και ότι, σε περίπτωση παραλείψεώς του, μπορούν να προσφύγουν κατά του οργάνου αυτού ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά της παράνομης παραλείψεως του οργάνου αυτού, τούτο θα ισοδυναμούσε με την παροχή στους ενδιαφερόμενους παράλληλου ένδικου μέσου με αυτό του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, μη υποκείμενου στις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, μια τέτοια προσφυγή δεν πληροί τις επιταγές του άρθρου 265 ΣΛΕΕ και πρέπει επομένως να κριθεί απαράδεκτη (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 10/68 και 18/68, Eridania κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 159, σκέψεις 16 έως 18).

56      Εν προκειμένω, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά του κανονισμού 1629/2005, ο οποίος είχε αρχικώς επιβάλει τη δέσμευση των κεφαλαίων του προσφεύγοντος, έληξε στις 30 Δεκεμβρίου 2005 και ακριβώς η άρνηση της Επιτροπής να ανακαλέσει τον εν λόγω κανονισμό συνιστά την προβαλλόμενη στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής παράλειψη.

57      Περαιτέρω, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1629/2005, με δικόγραφο αντίγραφο του οποίου περιήλθε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 2005. Εντούτοις, καθόσον το πρωτότυπο της προσφυγής αυτής κατετέθη στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου μόλις στις 6 Ιανουαρίου 2006, λόγω σφάλματος του εκπροσωπούντος τον προσφεύγοντα δικηγορικού γραφείου, καταλογιζομένου σε απειρία μιας γραμματέως και στην περίοδο των Χριστουγέννων, η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως προδήλως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε εκπροθέσμως, με την προπαρατεθείσα διάταξη Yusef κατά Συμβουλίου.

58      Κατόπιν τούτου, από αμιγώς υποκειμενικής απόψεως, από το τελευταίο αυτό στοιχείο προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν επιδιώκει να παρακάμψει τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως μέσω της παρούσας προσφυγής κατά παραλείψεως, δεδομένου ότι δεν όχλησε την Επιτροπή έως τις 7 Μαρτίου 2009, ήτοι κατά τη διάρκεια τριών σχεδόν ετών μετά την απόρριψη της προσφυγής αυτής ως απαράδεκτης.

59      Στην πραγματικότητα, τα νέα στοιχεία, τα οποία προέκυψαν πολύ μετά τη θέσπιση του κανονισμού 1629/2005 και την απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως του κανονισμού αυτού ως απαράδεκτης, παρακίνησαν τον προσφεύγοντα, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, πρώτον, στις 7 Μαρτίου 2009, να ζητήσει να του επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προκειμένου να δικαιολογήσει τη δέσμευση των κεφαλαίων του (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), δεύτερον, στις 18 Μαρτίου 2010, να ζητήσει από την Επιτροπή να διαγράψει το όνομά του από τον επίμαχο κατάλογο (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω) και, τρίτον, στις 23 Ιουλίου 2010, εφόσον η Επιτροπή δεν έδωσε καμία συνέχεια στο αίτημα αυτό εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, να ασκήσει την παρούσα προσφυγή κατά παραλείψεως.

60      Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη νέων ουσιωδών περιστατικών μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αιτήματος επανεξετάσεως αποφάσεως η οποία δεν αμφισβητήθηκε εμπροθέσμως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1985, 127/84, Esly κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1437, σκέψη 10, και της 14ης Ιουνίου 1988, 161/87, Muysers και Tülp κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1988, σ. 3037, σκέψη 11· διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1997, T‑16/97, Chauvin κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑237 και II‑681, σκέψη 37).

61      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να δοθεί προσοχή και στην ιδιαίτερη χρονική διάσταση της επίμαχης εν προκειμένω πράξεως, που τη διακρίνει των πράξεων στις οποίες αναφερόταν η υπομνησθείσα στη σκέψη 54 ανωτέρω νομολογία.

62      Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τις έχουσες μόνιμα αποτελέσματα πράξεις αυτές, μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 881/2002 συνιστά προληπτικό συντηρητικό μέτρο, το οποίο δεν θεωρείται ότι στερεί από τα εν λόγω πρόσωπα την ιδιοκτησία τους (απόφαση Kadi I του Δικαστηρίου, σκέψη 358). Επομένως, η ισχύς του μέτρου αυτού εξαρτάται πάντοτε από τη συνέχιση συνδρομής των πραγματικών και νομικών στοιχείων που συνέτρεχαν κατά τη λήψη του, καθώς και από την ανάγκη διατηρήσεώς του προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με το μέτρο αυτό σκοπού.

63      Η εξ ορισμού προσωρινή φύση του μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων δικαιολογεί την αδυναμία εφαρμογής εν προκειμένω της νομολογιακής λύσεως για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 54 ανωτέρω. Αντιθέτως προς πράξη έχουσα μακρόχρονα αποτελέσματα, μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 881/2002 πρέπει να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήματος επανεξετάσεως ανά πάσα στιγμή, προκειμένου να εξακριβωθεί αν δικαιολογείται η διατήρησή του, η δε παράλειψη της Επιτροπής να δεχθεί το αίτημα αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κατά παραλείψεως.

64      Επισημαίνεται, συναφώς, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 365 της αποφάσεώς του Kadi I, ότι τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, προς εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε ο κανονισμός 881/2002, προβλέπουν μηχανισμό περιοδικής επανεξετάσεως του γενικού συστήματος των προβλεπομένων μέτρων, καθώς και διαδικασία παρέχουσα στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να ζητούν «ανά πάσα στιγμή» από την επιτροπή κυρώσεων επανεξέταση της περιπτώσεώς τους (βλ. επίσης σκέψη 13 ανωτέρω).

65      Τέλος, προστίθεται ότι αν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία του καθού θεσμικού οργάνου και του παρεμβαίνοντος θεσμικού οργάνου θα παρεχόταν στην Επιτροπή, μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων, η υπέρμετρη εξουσία να δεσμεύει επ’ αόριστον τα κεφάλαια ενός προσώπου, άνευ οποιουδήποτε δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της εξελίξεως, ή, ακόμη, παύσεως της συνδρομής, των περιστάσεων που δικαιολόγησαν αρχικώς τη λήψη του εν λόγω μέτρου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑341/07, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑3625, σκέψη 116).

66      Κατά τα λοιπά, στις προτάσεις του επί της προπαρατεθείσας υποθέσεως Eridania κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 159), ο γενικός εισαγγελέας K. Roemer εξέφρασε την άποψη ότι προσφεύγων ο οποίος αφήνει να παρέλθουν οι προβλεπόμενες προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά μιας πράξεως δεν μπορεί «να ζητήσει την ακύρωσή της» (sic) στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, «εκτός εάν αποδείξει την επέλευση νέων πραγματικών περιστατικών». Ομοίως, από το γράμμα της σκέψεως 16 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Eridania κ.λπ. κατά Επιτροπής, προκύπτει ότι τα αιτήματα της Εridania θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά αν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι υπήρχε κατά νόμο υποχρέωση της Επιτροπής να ανακαλέσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, για παράδειγμα σε περίπτωση επελεύσεως νέων πραγματικών περιστατικών όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Κ. Roemer.

67      Επομένως, οι εν προκειμένω διαδικαστικές ενέργειες του προσφεύγοντος, που στηρίχθηκαν ακριβώς στην επίκληση ορισμένων νέων πραγματικών περιστατικών, συνάδουν πλήρως με την «πάγια» νομολογία που του αντιτάσσουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο.

68      Έτι περαιτέρω, οι ενέργειες αυτές προβλέπονται ρητώς με τη ρύθμιση που ίσχυε κατά την ημερομηνία της προσκλήσεως προς ανάληψη δράσης (18 Μαρτίου 2010), ήτοι στο άρθρο 7γ του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε, από τις 26 Δεκεμβρίου 2009, με τον κανονισμό 1286/2009. Αφενός, συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει, στις τρεις πρώτες παραγράφους, διαδικασία επανεξετάσεως ειδικώς υπέρ των προσώπων τα οποία, όπως και ο προσφεύγων, ενεγράφησαν στον επίμαχο κατάλογο πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου 2008 (ήτοι πριν από την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου). Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να τους κοινοποιήσει την αιτιολογική έκθεση που δικαιολόγησε την εγγραφή τους στον επίμαχο κατάλογο, στη συνέχεια μπορούν να διατυπώσουν παρατηρήσεις συναφώς, η δε Επιτροπή πρέπει να επανεξετάσει την απόφασή της περί εγγραφής τους στον επίμαχο κατάλογο, με γνώμονα τις παρατηρήσεις αυτές. Αφετέρου, η εν λόγω διάταξη προβλέπει, στην παράγραφο 4, διαδικασία επανεξετάσεως για κάθε πρόσωπο που έχει εγγραφεί στον επίμαχο κατάλογο το οποίο, «βάσει ουσιαστικών νέων αποδεικτικών στοιχείων», υποβάλλει νέα αίτηση διαγραφής. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, το ένδικο μέσο της προσφυγής κατά παραλείψεως μπορεί να ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, σε περίπτωση παραλείψεως της Επιτροπής να προβεί στην επανεξέταση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 7γ του κανονισμού 881/2002.

69      Εν προκειμένω, τα νέα στοιχεία, τα οποία προβάλλει ειδικώς ο προσφεύγων στο έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2010 προς την Επιτροπή, είναι δύο ειδών, ήτοι, αφενός, η έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου, της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, με την οποία τέθηκαν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων καθώς και οι διαδικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να παρέχονται στους ενδιαφερομένους, και, αφετέρου, το γεγονός ότι η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αφού εξέτασε, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηριζόταν η εγγραφή του ονόματός του στον κατάλογο της επιτροπής κυρώσεων, κατέληξε, περίπου τον Ιούνιο του 2009, ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια εγγραφής στον εν λόγω κατάλογο και ανακοίνωσε την πρόθεσή της να απευθυνθεί στην επιτροπή αυτή για τη διαγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος από τον εν λόγω κατάλογο (βλ. σκέψεις 7 και 9 ανωτέρω).

70      Το γεγονός ότι οι βρετανικές αρχές έλαβαν θέση υπέρ του προσφεύγοντος προκύπτει από την ενώπιον του High Court, στις 19 Ιουνίου 2009, μαρτυρική κατάθεση του προϊσταμένου της επιτροπής κυρώσεων της FCO (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), ο οποίος εκπροσωπούσε νομίμως το Υπουργείο αυτό. Τούτο συνιστά αδιαμφισβήτητα νέο στοιχείο, διότι, αρχικώς, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε αντιταχθεί στη δέσμευση των κεφαλαίων του προσφεύγοντος, που αποφάσισε η επιτροπή κυρώσεων στις 29 Σεπτεμβρίου 2005 (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω). Κατά τους κανόνες εσωτερικής λειτουργίας της επιτροπής κυρώσεων, όπως ίσχυαν τότε, συγκεκριμένα, τα μέτρα της δεσμεύσεως κεφαλαίων ελήφθησαν με συναίνεση, δηλαδή ομοφώνως. Το Ηνωμένο Βασίλειο, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και, ipso facto, της επιτροπής κυρώσεων, εξέφρασε επομένως τη συμφωνία του στη δέσμευση κεφαλαίων του προσφεύγοντος, τον Σεπτέμβριο του 2005, πριν από την αλλαγή της θέσεώς του το 2009. Ο προσφεύγων δηλώνει ότι έλαβε γνώση της μεταστροφής αυτής τον Ιούνιο του 2009 επίσης επ’ ευκαιρία της ενώπιον του High Court διαδικασίας, όπερ επιβεβαιώνεται προφανώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και δεν αμφισβητείται εν πάση περιπτώσει από την Επιτροπή. Το νέο αυτό στοιχείο μπορεί επίσης να θεωρηθεί ουσιαστικό, έστω και λόγω της ιδιότητας του εν λόγω κράτους μέλους ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο, επιπλέον, είναι το κράτος διαμονής του ενδιαφερόμενου.

71      Όσον αφορά την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου, είναι αληθές ότι, κατά πάγια νομολογία, τα έννομα αποτελέσματα αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης, εκδοθείσας στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως θίγουν, πλην των διαδίκων, μόνον τα πρόσωπα τα οποία αφορά άμεσα η ακυρωθείσα πράξη καθεαυτή και η απόφαση αυτή δύναται να αποτελέσει νέο γεγονός μόνον ως προς αυτά τα πρόσωπα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1965, 43/64, Müller κατά Συμβουλίων ΕΟΚ, ΕΚΑΕ και ΕΚΑΧ, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 77, της 14ης Δεκεμβρίου 1965, 52/64, Pfloeschner κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 217, και της 8ης Μαρτίου 1988, 125/87, Brown κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1987, σ. 1619, σκέψη 13· διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 1995, T‑131/95, Προγούλης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑297 και II‑907, σκέψη 41).

72      Εν προκειμένω, πάντως, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου, αλλά, επίσης και κυρίως, η αλλαγή στάσεως και συμπεριφοράς της Επιτροπής που είχε, κατ’ ανάγκη, ως αποτέλεσμα η απόφαση αυτή, κάτι που αποτελεί νέο και ουσιώδες στοιχείο. Μέχρι την έκδοση της αποφάσεως αυτής, συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρούσε, αφενός, ότι τη δέσμευαν αυστηρώς οι αποφάσεις της επιτροπής κυρώσεων, χωρίς να έχει εξουσία ανεξάρτητης εκτιμήσεως, και, αφετέρου, ότι οι συνήθεις εγγυήσεις των δικαιωμάτων άμυνας δεν εφαρμόζονται στο πλαίσιο της λήψεως ή της αμφισβητήσεως μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων δυνάμει του κανονισμού 881/2002. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε κατά τα λοιπά από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφασή του της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑315/01, Kadi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑3649, στο εξής: απόφαση Kadi I του Γενικού Δικαστηρίου). Αντιθέτως, αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου, που ακύρωσε την απόφαση Kadi I του Γενικού Δικαστηρίου, και ακριβώς για να συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση, όπως προβλέπει το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μετέβαλε ριζικώς την προσέγγισή της και είναι σε θέση να επανεξετάζει, αν όχι με δική της πρωτοβουλία, τουλάχιστον κατόπιν ρητής αιτήσεως των ενδιαφερομένων, όλες τις λοιπές περιπτώσεις δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 881/2002.

73      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων Prelex, η πρόταση της Επιτροπής στο Συμβούλιο να εκδώσει κανονισμό που τροποποιεί τον κανονισμό 881/2002, προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση Kadi I του Δικαστηρίου, η οποία οριστικοποιήθηκε τυπικώς από την Επιτροπή από τις 22 Απριλίου 2009 (βλ., μεταξύ άλλων, τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 5 και 8, και το άρθρο της 1, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, να προστεθεί το άρθρο 7γ και το άρθρο 7α, παράγραφος 3, του κανονισμού 881/2002).

74      Βεβαίως, οι εν λόγω νέες διατάξεις, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, δεν απέκτησαν ισχύ νόμου πριν από την τυπική έγκρισή τους από το Συμβούλιο και την έναρξη ισχύος τους, την τρίτη ημέρα μετά τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 23 Δεκεμβρίου 2009. Πάντως, η Επιτροπή, με τις διατάξεις αυτές, αναγνωρίζει το γεγονός ότι τα πρόσωπα που είχαν εγγραφεί στον επίμαχο κατάλογο πριν από την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου ενεγράφησαν χωρίς να γίνουν σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματά τους και κατά παράβαση, ιδίως, της νέας αποφάσεώς της να ανορθώσει στο μέλλον την πραγματική αυτή κατάσταση. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρόκειται για νέα και ουσιώδη στοιχεία σε σχέση με την κατάσταση των προσώπων που είχαν εγγραφεί στον επίμαχο κατάλογο πριν από την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου.

75      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η κύρια επιχειρηματολογία της Επιτροπής και του Συμβουλίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη (βλ., συναφώς, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑102/09, Elosta κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39).

76      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που προέβαλαν, επίσης, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, η οποία βασίζεται στο ότι δεν υπήρχε υποχρέωση προς ενέργεια, αυτή δεν αφορά το παραδεκτό, αλλά την ουσία της προσφυγής. Κατά πάγια νομολογία, πράγματι, για να κριθεί αν η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι βάσιμη, πρέπει να εξακριβωθεί αν, κατά το χρονικό σημείο που η Επιτροπή οχλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, το κοινοτικό αυτό όργανο είχε υποχρέωση να ενεργήσει (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, T‑400/04 και T‑402/04 έως T‑404/04, Arch Chemicals και Arch Timber Protection κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 57, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑442/07, Ryanair κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77      Τέλος, η επιχειρηματολογία που προέβαλαν, κατά τρίτον, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, η οποία βασίζεται στην ύπαρξη εναλλακτικών ένδικων μέσων στο δίκαιο της Ένωσης καθώς και στην ενώπιον του διαμεσολαβητή της επιτροπής κυρώσεων διαδικασία, δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής. Η προσφυγή αυτή εξαρτάται, πράγματι, από τη μη ύπαρξη άλλων ένδικων μέσων στο δίκαιο της Ένωσης ή σε άλλες έννομες τάξεις, τα οποία να παρέχουν στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητας της διατηρήσεως της δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων.

78      Από το σύνολο των προηγουμένων προκύπτει ότι η προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αντλείται από έλλειψη ανεξάρτητου ελέγχου, εκ μέρους της Επιτροπής, των λόγων που είχαν ως συνέπεια την εγγραφή του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο. Ο δεύτερος αντλείται από προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο τρίτος αντλείται από «το παράλογο» της διατηρήσεως του ονόματός του στον εν λόγω κατάλογο.

80      Με τον πρώτο ισχυρισμό, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να αξιολογεί τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται κάθε εγγραφή ονόματος προσώπου στον επίμαχο κατάλογο, για να διασφαλίζει ότι η εγγραφή αυτή δικαιολογείται. Ωστόσο, εν προκειμένω, η Επιτροπή αθέτησε προδήλως την υποχρέωση αυτή, και μάλιστα μετά την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου.

81      Η Επιτροπή απαντά ότι ο πρώτος ισχυρισμός δεν αφορά την προβαλλόμενη παράλειψη, αλλά την υποχρέωση που είχε να εξετάσει τους λόγους εγγραφής του ονόματος του ενδιαφερομένου στον επίμαχο κατάλογο, σύμφωνα με τον κανονισμό 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009, ο οποίος εκδόθηκε κατόπιν της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου. Κατά την Επιτροπή, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως. Περαιτέρω, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή παρέλειψε να επανεξετάσει την περίπτωσή του, ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει την ύπαρξη υποχρεώσεως βαρύνουσας το θεσμικό αυτό όργανο να διαγράψει το όνομά του από τον επίμαχο κατάλογο.

82      Με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, εφόσον ουδόλως του κοινοποιήθηκαν οι λόγοι που δικαιολογούν την εγγραφή του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο καθώς και τα εις βάρος του στοιχεία, εθίγησαν τα θεμελιώδη δικαιώματά του, μεταξύ άλλων τα δικαιώματά του άμυνας, το δικαίωμά του σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και το δικαίωμά του σεβασμού της ιδιοκτησίας του, όπως εθίγησαν τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσφευγόντων στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Kadi I του Δικαστηρίου και η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 2009, T‑318/01, Othman κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. II‑1627). Στο μέτρο που η ανακοίνωση αυτή δεν έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο προσφεύγων παραπέμπει και σε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 19ης Φεβρουαρίου 2009 (βλ., ΕΔΔΑ, απόφαση A. κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αριθ. 3455/05 § 220, ΕΔΔΑ 2009).

83      Η Επιτροπή απαντά ότι ουδεμία υποχρέωση διαγραφής του ονόματος του προσφεύγοντος από τον επίμαχο κατάλογο απορρέει από την απόφαση Kadi I του Δικαστηρίου. Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή υποχρεούνταν να ενεργήσει ως προς τον προσφεύγοντα μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, η υποχρέωση αυτή δεν συνίστατο, κατά την Επιτροπή, σε διαγραφή του ονόματος του ενδιαφερομένου από τον εν λόγω κατάλογο, αλλά σε παροχή προσηκουσών δικονομικών εγγυήσεων. Ωστόσο, η Επιτροπή απηλλάγη της υποχρεώσεως αυτής προτείνοντας στο Συμβούλιο να εκδώσει τον κανονισμό 1286/2009 και παρέχοντας στον προσφεύγοντα τις προβλεπόμενες στον κανονισμό αυτό εγγυήσεις, μετά την έκδοσή του. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων έλαβε την αιτιολογική έκθεση με τους λόγους εγγραφής του στον επίμαχο κατάλογο, γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις του συναφώς και η επανεξέταση της εγγραφής του βρίσκεται σε εξέλιξη.

84      Με τον τρίτο ισχυρισμό, ο προσφεύγων διατείνεται ότι η διατήρηση του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο στερείται λογικής καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι πληρούνται, εν προκειμένω, τα κριτήρια εγγραφής που απαιτεί συναφώς ο κανονισμός 881/2002 και μάλιστα, αντιθέτως, το FCO εκτιμά ότι δεν πληροί πλέον τα κριτήρια αυτά.

85      Η Επιτροπή απαντά ότι το επιχείρημα και μόνον ότι η διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον επίμαχο κατάλογο «είναι παράλογη» δεν μπορεί να θεμελιώσει υποχρέωσή της να ανακαλέσει την εγγραφή του ονόματός του. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι η διαδικασία επανεξετάσεως όπως καθορίζεται στο άρθρο 7γ του κανονισμού 881/2002 βρίσκεται, επί του παρόντος, σε εξέλιξη.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

86      Για τους σκοπούς της παρούσας αποφάσεως, δεν απαιτείται να εξεταστούν μεμονωμένα οι ισχυρισμοί της προσφυγής, εφόσον η κοινή επιχειρηματολογία, επί της οποίας στηρίζονται, θεμελιούται εξ ολοκλήρου στη συνεχιζόμενη παραβίαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των αρχών που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφασή του Kadi I.

87      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία κατά την οποία για να κριθεί αν η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι βάσιμη, πρέπει να εξακριβωθεί αν, όταν η Επιτροπή οχλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, ήτοι, εν προκειμένω, στις 18 Μαρτίου 2010, το κοινοτικό αυτό όργανο είχε υποχρέωση να ενεργήσει (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Ryanair κατά Επιτροπής, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

88      Κατά την ημερομηνία αυτή, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή υποχρεούνταν να ενεργήσει, κατόπιν αιτήσεως προσώπου του οποίου είχαν δεσμευθεί τα κεφάλαια πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου 2008 και ζητεί να διαγραφεί από τον επίμαχο κατάλογο, διέπονταν, αφενός, από το άρθρο 7γ του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009 και ετέθη σε ισχύ στις 26 Δεκεμβρίου 2009, και, αφετέρου, από τις νομολογιακές αρχές τις οποίες έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του Kadi I.

89      Κατά το άρθρο 7γ του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009:

«1.      Τα πρόσωπα, οι οντότητες, οι οργανισμοί και οι ομάδες που είχαν περιληφθεί στον κατάλογο του [επίμαχου] παραρτήματος Ι πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου 2008 και εξακολουθούν να αναγράφονται σ’ αυτόν, μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να τους κοινοποιήσει αιτιολογική έκθεση.

[…]

2.      Μόλις η Επιτροπή Κυρώσεων διαβιβάσει τη ζητούμενη αιτιολογική έκθεση, η Επιτροπή την κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, οντότητα, οργανισμό ή ομάδα για να του/της δώσει τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του/της επί του θέματος.

3.      Εάν υποβληθούν παρατηρήσεις, η Επιτροπή αναθεωρεί την απόφαση εγγραφής του ενδιαφερόμενου προσώπου, οντότητας, οργανισμού ή ομάδας στο [επίμαχο] παράρτημα Ι βάσει των παρατηρήσεων αυτών και με τη διαδικασία του άρθρου 7β, παράγραφος 2. Οι παρατηρήσεις αυτές διαβιβάζονται στην Επιτροπή Κυρώσεων. Η Επιτροπή κοινοποιεί το αποτέλεσμα της αναθεώρησής της στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, οντότητα, οργανισμό ή ομάδα. Το αποτέλεσμα της αναθεώρησης διαβιβάζεται και στην Επιτροπή Κυρώσεων.

4.      Εάν υποβληθεί περαιτέρω αίτημα, βάσει ουσιαστικών νέων στοιχείων, για τη διαγραφή προσώπου, οντότητας, οργανισμού ή ομάδας από το παράρτημα Ι, η Επιτροπή προβαίνει σε νέα αναθεώρηση σύμφωνα με την παράγραφο 3 και με τη διαδικασία του άρθρου 7β, παράγραφος 2.»

90      Όσον αφορά την απόφαση Kadi I του Δικαστηρίου, από τις σκέψεις της 348 και 349, απορρέει, μεταξύ άλλων, ότι το οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης, αποφασίζοντας τη δέσμευση των κεφαλαίων ενός προσώπου, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 881/2002, υποχρεούται, προς αποφυγή προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του προσώπου αυτού, ειδικότερα του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματός του σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο τα εις βάρος του στοιχεία ή να του παράσχει το δικαίωμα να λάβει συναφώς γνώση εντός εύλογης προθεσμίας μετά τη λήψη του μέτρου αυτού και να δώσει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του επ’ αυτού.

91      Περαιτέρω, από την όλη οικονομία της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, της αποφάσεως Kadi II του Γενικού Δικαστηρίου (σκέψεις 171 και 172), η οποία δεν εθίγη με την απόφαση Kadi II του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η Επιτροπή, αντί να θεωρεί ότι δεσμεύεται αυστηρώς από τις εκτιμήσεις της επιτροπής κυρώσεων, πρέπει αντιθέτως να τις θέτει εν αμφιβόλω με γνώμονα τις παρατηρήσεις που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος, ειδάλλως τα δικαιώματα άμυνάς του γίνονται σεβαστά μόνον τυπικώς και φαινομενικώς.

92      Στην απόφασή του Kadi II (σκέψεις 114 έως 116), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διατυπώνει παρατηρήσεις σχετικά με την αιτιολογική έκθεση, η αρμόδια αρχή της Ένωσης έχει την υποχρέωση να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, το βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών και των ενδεχόμενων απαλλακτικών στοιχείων που επισυνάπτονται στις παρατηρήσεις αυτές. Συναφώς, απόκειται στην αρχή αυτή να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο των τυχόν παρατηρήσεων, την ανάγκη να ζητήσει τη συνεργασία της επιτροπής κυρώσεων και, μέσω αυτής, του μέλους του ΟΗΕ που πρότεινε την εγγραφή του οικείου προσώπου στον εν λόγω κατάλογο της εν λόγω επιτροπής, για να της κοινοποιηθούν, στο πλαίσιο του κλίματος αποτελεσματικής συνεργασίας που πρέπει, δυνάμει του άρθρου 220, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να διέπει τις σχέσεις της Ένωσης με τα όργανα των Ηνωμένων Εθνών στον τομέα της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, εμπιστευτικά ή όχι, βάσει των οποίων θα μπορέσει να εκπληρώσει το εν λόγω καθήκον επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως. Τέλος, χωρίς να εκτείνεται μέχρι την επιβολή υποχρεώσεως λεπτομερούς απαντήσεως στις παρατηρήσεις που διατύπωσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ συνεπάγεται ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και όταν η αιτιολογία της πράξεως της Ένωσης αντιστοιχεί σε λόγους που έχει διατυπώσει διεθνές όργανο, πρέπει να προσδιορίζει τους επιμέρους, ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους, για τους οποίους οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι πρέπει να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα στο οικείο πρόσωπο.

93      Στην ίδια απόφαση Kadi II (σκέψη 135), το Δικαστήριο συνήγαγε από την ανάλυση αυτή ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία επιβάλλει, αφενός, στην αρμόδια αρχή της Ένωσης να κοινοποιεί στο οικείο πρόσωπο την αιτιολογική έκθεση που συνέταξε η επιτροπή κυρώσεων και στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση περί εγγραφής ή περί διατηρήσεως του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο, να του παρέχει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει επωφελώς τις παρατηρήσεις του σχετικώς και να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, το βάσιμο των προβληθέντων λόγων υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που διατύπωσε και των ενδεχομένων απαλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε το πρόσωπο αυτό.

94      Εν προκειμένω, συνομολογείται ότι δεν εφαρμόστηκε υπέρ του προσφεύγοντος καμία από τις εν λόγω αρχές και εγγυήσεις, στο πλαίσιο της εκδόσεως του κανονισμού 1629/2005, ούτε καν μετά την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου, μέχρι τις δύο ημερομηνίες κατά τις οποίες ζήτησε, καταρχάς, να του επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την εγγραφή του ονόματός του στον επίμαχο κατάλογο, και στη συνέχεια όταν κάλεσε το θεσμικό αυτό όργανο να διαγράψει το όνομά του από τον εν λόγω κατάλογο.

95      Ειδικότερα, από το έγγραφο της Επιτροπής της 23ης Απριλίου 2009, το οποίο είναι επομένως μεταγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίστηκε μόνον στην ύπαρξη μιας, ουδόλως αιτιολογημένης, απλής ανακοινώσεως Τύπου της επιτροπής κυρώσεων για να εκδώσει τον κανονισμό 1629/2005. Η Επιτροπή δεν έλαβε από την επιτροπή κυρώσεων κανένα άλλο σχετικό έγγραφο πριν από τις 31 Αυγούστου 2010, οπότε έλαβε την αιτιολογική έκθεση της εν λόγω επιτροπής.

96      Ωστόσο, η Επιτροπή υποχρεούνταν σαφώς να ενεργήσει ως προς τον προσφεύγοντα, για να ανορθώσει τις διαδικαστικές πλημμέλειες και τις ουσιαστικές παρατυπίες, αν όχι αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου ή ως απάντηση στο έγγραφο του προσφεύγοντος της 7ης Μαρτίου 2009, τουλάχιστον το αργότερο ως απάντηση στην από 18 Μαρτίου 2010 όχλησή της.

97      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι ο προσφεύγων γνωστοποίησε σημαντικά νέα στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή υποχρεούνταν τουλάχιστον να εξετάσει, για να εκτιμήσει αν συνιστούν μεταβολή περιστάσεων δυνάμενη να δικαιολογήσει, ενδεχομένως, την ανάκληση του κανονισμού 1629/2005, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα.

98      Επομένως, ακόμα και αν η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιβολή στον προσφεύγοντα των περιοριστικών μέτρων που συνεπάγεται ο κανονισμός 881/2002, όπως τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό 1629/2005, ήταν και εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη, επί της ουσίας, σε σχέση με την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου, όπως προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως, περιλαμβανομένων των νέων πραγματικών στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση της, υποχρεούνταν, εν πάση περιπτώσει, να ανορθώσει το ταχύτερον την καταφανή παραβίαση των αρχών που ισχύουν στο πλαίσιο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε κατά την έκδοση του κανονισμού 1629/2005, αφού διαπίστωσε ότι η παράβαση αυτή ήταν πανομοιότυπη, κατ’ ουσίαν, με την παραβίαση των ίδιων αυτών αρχών όπως έκριναν το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο στις αντίστοιχες αποφάσεις τους Kadi I και Kadi II (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi I του Δικαστηρίου, σκέψεις 373 έως 376).

99      Εφόσον συνομολογείται ότι η Επιτροπή δεν έδωσε καμία χρήσιμη και προσήκουσα συνέχεια στο έγγραφο του προσφεύγοντος της 18ης Μαρτίου 2010, με το οποίο ο προσφεύγων ζητούσε την τήρηση των αρχών αυτών επικαλούμενος συγκεκριμένα την απόφαση Kadi I του Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή είχε παραλείψει να ενεργήσει συναφώς στις 18 Μαΐου 2010, κατά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας μετά την πρόσκληση προς ενέργεια που περιλαμβανόταν στο εν λόγω έγγραφο.

100    Μολονότι η Επιτροπή κοινοποίησε στον προσφεύγοντα, με έγγραφο της 10ης Σεπτεμβρίου 2010, την αιτιολογική έκθεση της επιτροπής κυρώσεων της 31ης Αυγούστου 2010, καλώντας τον να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του συναφώς, στη συνέχεια διαβίβασε τις εν λόγω παρατηρήσεις στην επιτροπή κυρώσεων τον Δεκέμβριο του 2010, κινώντας συγχρόνως τη διαδικασία επανεξετάσεως της αποφάσεώς της να εγγραφεί το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο που προβλέπει ο κανονισμός 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009, θεωρείται ότι η κατάσταση αυτή παραλείψεως εξακολουθούσε ακόμα κατά την ημερομηνία αποπερατώσεως της προφορικής διαδικασίας, εφόσον δεν είχε αρθεί προσηκόντως η παραβίαση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 96 ανωτέρω, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής επανεξετάσεως.

101    Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής το οποίο αντλείται από το ότι κίνησε τη διαδικασία επανεξετάσεως, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, και έχει ανακοινώσει στον προσφεύγοντα την αιτιολογική έκθεση που της διαβίβασε η επιτροπή κυρώσεων. Συγκεκριμένα, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι με το έγγραφο θεσμικού οργάνου στο οποίο εκτίθεται ότι συνεχίζεται η εξέταση των εγερθέντων ζητημάτων δεν λαμβάνεται θέση θέτουσα τέλος σε παράλειψη (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2003, T‑344/00 και T‑345/00, CEVA και Pharmacia Entreprises κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑229, σκέψη 80 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

102    Ειδικότερα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, περισσότερο από τέσσερα έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν είναι ακόμη σε θέση να εκπληρώσει το καθήκον επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως στην περίπτωση του προσφεύγοντος (απόφαση Kadi II του Δικαστηρίου, σκέψεις 114 και 135), ενδεχομένως βάσει «χρήσιμης συνεργασίας» με την επιτροπή κυρώσεων (απόφαση Kadi II του Δικαστηρίου, σκέψη 115).

103    Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εξακολουθεί να θεωρεί ότι, παρά τις αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο στις αποφάσεις του Kadi I και Kadi II (ειδικότερα προς τις σκέψεις 114, 115 και 135) και το Γενικό Δικαστήριο στην απόφασή του Kadi II, δεσμεύεται αυστηρώς από τις εκτιμήσεις της επιτροπής κυρώσεων και δεν διαθέτει κανένα αυτοτελές περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς.

104    Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή επιχειρούσε, κατά τρόπο εντελώς τυπικό και τεχνητό, να άρει, κινώντας τη διαδικασία επανεξετάσεως της περιπτώσεως του προσφεύγοντος, τις παρατυπίες της ίδιας φύσεως με αυτές που διαπίστωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του Kadi I.

105    Κατόπιν των προεκτεθέντων, οι δύο πρώτοι ισχυρισμοί προς στήριξη της προσφυγής οι οποίοι, αντιστοίχως, αντλούνται από παράλειψη της Επιτροπής όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί επί των εκτιμήσεων της επιτροπής κυρώσεων και την παράλειψη του ίδιου οργάνου όσον αφορά την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, στο πλαίσιο της διαδικασίας της δεσμεύσεως των κεφαλαίων του, είναι βάσιμοι.

106    Συνεπώς, πρέπει να διευκρινιστεί η έκταση της παραλείψεως αυτής.

107    Όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 374 της αποφάσεώς του Kadi I, δεν αποκλείεται ότι, επί της ουσίας, η διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον επίμαχο κατάλογο να δικαιολογείται, παρά ταύτα, ακόμα και υπό το πρίσμα των νέων στοιχείων που πρέπει να λάβει υπόψη της η Επιτροπή. Επομένως, η διαπιστωθείσα παράλειψη δεν έγκειται, όπως προβάλλει ο προσφεύγων, στη μη ανάκληση του κανονισμού 1629/2005, αλλά στην πιο περιορισμένη παράλειψη τηρήσεως των αρχών που έχουν εφαρμογή επί της διαδικασίας που ακολουθήθηκε κατά τη ζητηθείσα επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος.

108    Συνεπώς, το πρώτο αίτημα του προσφεύγοντος πρέπει να γίνει δεκτό μόνον εν μέρει, κρίνοντας ότι δεν είναι σύννομη η παράλειψη της Επιτροπής να άρει τις διαδικαστικές πλημμέλειες και τις ουσιαστικές παρατυπίες της δεσμεύσεως των κεφαλαίων του.

109    Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη του τρίτου ισχυρισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

110    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

111    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Κανονισμού, τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

112    Κατά το άρθρο 97, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι στον προσφεύγοντα παρασχέθηκε το ευεργέτημα πενίας και το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος, η Επιτροπή οφείλει να επιστρέψει στο Ταμείο του Γενικού Δικαστηρίου τα ποσά που προκαταβλήθηκαν λόγω του ευεργετήματος πενίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΛΕΕ και τον κανονισμό (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου, παραλείποντας να άρει τις διαδικαστικές πλημμέλειες και τις ουσιαστικές παρατυπίες της δεσμεύσεως των κεφαλαίων του Hani El Sayyed Elsebai Yusef.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει την Επιτροπή να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα του H. Yusef, καθώς και τα ποσά που προκαταβλήθηκαν από το Ταμείο του Γενικού Δικαστηρίου λόγω του ευεργετήματος πενίας.

4)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Μαρτίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.