Language of document : ECLI:EU:T:2021:707

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 20ής Οκτωβρίου 2021 (*)

«Χρηματοδοτική συνδρομή – Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002‑2006) – Σύμβαση περί χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης υπέρ προγράμματος στον τομέα της ιατρικής συνεργασίας – Απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Συμφωνίες επιχορήγησης – Ανάκτηση μέρους της καταβληθείσας χρηματοδοτικής συνεισφοράς – Ρήτρα διαιτησίας – Επιλέξιμες δαπάνες – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη»

Στην υπόθεση T‑191/16,

Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από την E. Tζαννίνη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις Α. Κατσιμέρου, L. André και τον J. Estrada de Solà, επικουρούμενους από την Ε. Ρούσσου, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2016) 1080 final της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 2016, σχετικά με την ανάκτηση συνολικού ποσού 109 415,20 ευρώ, προσαυξημένου με τους οφειλόμενους τόκους, το οποίο καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα ως χρηματοδοτική συνδρομή σε πρόγραμμα ιατρικής έρευνας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, F. Schalin και P. Škvařilová-Pelzl (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο AE, είναι μαιευτήριο ειδικευμένο στους τομείς της μαιευτικής, της γυναικολογίας και της χειρουργικής. Η προσφεύγουσα είναι μέλος κοινοπραξίας που συνήψε στις 19 Δεκεμβρίου 2003 με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμβαση σχετικά με ένα πρόγραμμα ιατρικής έρευνας, ονομαζόμενο Dicoems, η οποία πρόβλεπε ότι η Επιτροπή θα παρείχε τη χρηματοοικονομική συνδρομή της σε δόσεις (στο εξής: σύμβαση). Το εν λόγω πρόγραμμα που εντάσσεται στο έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002‑2006) (στο εξής: πρόγραμμα FP6), άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2004 και ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου 2006.

2        Κατά το άρθρο 12 της σύμβασης, η σύμβαση αυτή διέπεται από το βελγικό δίκαιο. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 13, το Γενικό Δικαστήριο, ή, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, το Δικαστήριο, είναι το μόνο αρμόδιο για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς ανακύψει μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών της κοινοπραξίας σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της σύμβασης.

3        Στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης, η προσφεύγουσα εισέπραξε, ως συνεισφορά της Ένωσης, το συνολικό ποσό των 117 306,85 ευρώ το οποίο καταβλήθηκε σε δύο δόσεις. Δεν καταβλήθηκε η τρίτη δόση που αρχικώς προβλεπόταν.

4        Με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2009, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι επρόκειτο να υποβληθεί σε οικονομικό έλεγχο σχετικά με τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα Dicoems. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να προσκομίσει, κατά τον έλεγχο αυτό, μεταξύ άλλων, τα δελτία χρόνου απασχόλησης του προσωπικού που χρησιμοποιούσε στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος. Κατά τον οικονομικό έλεγχο, ο οποίος διενεργήθηκε από τις 3 έως τις 6 Αυγούστου 2009, προέκυψε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει τα δελτία χρόνου απασχόλησης με τις ώρες εργασίας του προσωπικού της για τις οποίες ζητούσε την απόδοση των δαπανών.

5        Τον Οκτώβριο του 2009 η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου, στην οποία επισημαινόταν ότι δεν υπήρχαν τα δελτία χρόνου απασχόλησης, και την κάλεσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν έκρινε πειστικές τις παρατηρήσεις που της διαβίβασε η προσφεύγουσα με έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2009, ενέμεινε, με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 2009, στα πορίσματα που είχαν διατυπωθεί στην προσωρινή έκθεση ελέγχου. Η Επιτροπή κοινοποίησε επίσης στην προσφεύγουσα την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου.

6        Στις 27 Απριλίου 2010 η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα έγγραφο με το οποίο την ενημέρωνε για την πρόθεσή της να κινήσει τη διαδικασία ανάκτησης και την καλούσε να της επιστρέψει το ποσό των 109 415,20 ευρώ. Στις 26 Μαΐου 2010 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει και να δεχτεί τις παρατηρήσεις τις οποίες της είχε διαβιβάσει προηγουμένως. Η Επιτροπή απάντησε στο ως άνω αίτημα στις 13 Ιουλίου 2010.

7        Η Επιτροπή, επειδή έκρινε ότι η απάντηση της προσφεύγουσας δεν παρείχε κανένα νέο στοιχείο, της απέστειλε στις 22 Ιουλίου 2010 χρεωστικό σημείωμα, με το οποίο την καλούσε να καταβάλει το ποσό των 109 415,20 ευρώ μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου 2010. Στις 31 Αυγούστου 2010 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του ως άνω χρεωστικού σημειώματος, η οποία απορρίφθηκε με τη διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2011, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (T‑353/10, EU:T:2011:589).

8        Με επιστολές της 20ής Σεπτεμβρίου 2010, της 19ης Δεκεμβρίου 2011 και της 11ης Ιουλίου 2013, η Επιτροπή υπενθύμισε την απαίτησή της στην προσφεύγουσα, καλώντας τη να εξοφλήσει την κύρια οφειλή καθώς και τους τόκους υπερημερίας.

9        Στις 16 Φεβρουαρίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2016) 1080 final, με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα η καταβολή του ποσού των 109 415,20 ευρώ, πλέον τόκων (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στις 3 Αυγούστου 2016.

11      Η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως στις 19 Οκτωβρίου 2016 και η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 2 Δεκεμβρίου 2016.

12      Η διαδικασία στην παρούσα υπόθεση ανεστάλη από τις 15 Δεκεμβρίου 2017 έως τις 16 Ιουλίου 2020 εν αναμονή της δημοσίευσης της απόφασης της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2020:576). Οι διάδικοι ερωτήθηκαν σχετικά με την επιρροή που ασκεί στην παρούσα υπόθεση η εν λόγω απόφαση και υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους η μεν Επιτροπή στις 27 Αυγούστου 2020, η δε προσφεύγουσα στις 31 Αυγούστου 2020.

13      Με μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας της 26ης Ιανουαρίου, 29ης Μαρτίου και 18ης Μαΐου 2021, τα οποία ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε διάφορες ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

14      Δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, αποφάσισε να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την προσφυγή και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναγνωρίσει ότι ο παρασχεθείς χρόνος εργασίας του προσωπικού της για το παραδοθέν έργο είναι ο αναφερόμενος στο ιστορικό της προσφυγής·

–        να λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς της, αν ήθελε κριθεί ότι είναι επιστρεπτέα τα ποσά όπως τα αποδέχεται στο από 5 Νοεμβρίου 2019 «Υπόμνημα»·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος εκείνο για το οποίο δεν έχει καταβληθεί η τρίτη δόση·

–        να συμψηφίσει τα τυχόν επιστρεπτέα ποσά με τα μηδέποτε καταβληθέντα ως τρίτη δόση·

–        να θεωρήσει την προσφυγή ως γεγονός διακοπτικό της παραγραφής της αξίωσής της για την καταβολή της τρίτης δόσης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί των ζητημάτων παραδεκτού που έθεσε η Επιτροπή

17      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή εφιστά την προσοχή στη μη πλήρη συμμόρφωση της προσφεύγουσας με ορισμένες διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας και καλεί το Γενικό Δικαστήριο να εξαγάγει τα σχετικά συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται από παραρτήματα χιλιάδων σελίδων, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι παντελώς άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς. Η παραπομπή στα παραρτήματα αυτά γίνεται χωρίς αναφορά της συγκεκριμένης σελίδας ή παραγράφου των παραρτημάτων που θα μπορούσε ενδεχομένως να στηρίζει συγκεκριμένο επιχείρημα της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ιδιαίτερα ενδεικτικές της παράλειψης της προσφεύγουσας να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια κατά τη σύνταξη του δικογράφου της προσφυγής είναι οι αναφορές ή παραπομπές που κάνει ακόμη και σε δικόγραφα κατατεθέντα στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επικαλείται το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας και τη νομολογία που ερμηνεύει τη διάταξη αυτή και προβάλλει ότι τα εν λόγω παραρτήματα μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο στο μέτρο που ενισχύουν ή συμπληρώνουν λόγους ακυρώσεως ή επιχειρήματα που προβάλλονται ρητώς από την προσφεύγουσα στο σώμα του δικογράφου της προσφυγής και εφόσον είναι δυνατό να καθοριστεί με ακρίβεια ποια στοιχεία των παραρτημάτων αυτών ενισχύουν ή συμπληρώνουν τους ανωτέρω λόγους ακυρώσεως ή τα ανωτέρω επιχειρήματα.

18      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει ότι ορισμένα παραρτήματα είναι δυσανάγνωστα (παραρτήματα A.12 έως A.15 του δικογράφου της προσφυγής) κατά παράβαση του σημείου 101, στοιχείο εʹ, των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (στο εξής: διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων) όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής (ΕΕ 2015, L 152, σ. 1).

19      Κατά τρίτον, επισημαίνει ότι «τα σημεία της προσφυγής δεν φέρουν σε όλες τις σελίδες του δικογράφου αύξουσα συνεχή αρίθμηση, αντιθέτως προς τα οριζόμενα στην παράγραφο 92 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων» και υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα επικόλλησε αυτούσιες αυτές τις παραγράφους από άλλο δικόγραφο σε άλλη υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου χωρίς να αλλάξει την αρίθμησή τους.

20      Ως προς τα ζητήματα αυτά, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το δικόγραφο της προσφυγής ακολουθεί στο ακέραιο τις προβλέψεις του Κανονισμού Διαδικασίας και προβάλλει ότι προέβη σε τροποποιήσεις κατόπιν του από 13 Μαΐου 2016 εγγράφου της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου με το οποίο ζητήθηκε η τακτοποίηση του εν λόγω δικογράφου. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ορισμένα σημεία του δικογράφου της προσφυγής φέρουν διπλή αρίθμηση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο πρώτος αριθμός αφορά την αρίθμηση των σημείων του δικογράφου αυτού, ενώ ο δεύτερος αριθμός αντιστοιχεί στην αρίθμηση του εγγράφου της με ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 2009.

21      Κατά πάγια νομολογία, δυνάμει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, τους ισχυρισμούς ή λόγους και τα επιχειρήματα που προβάλλονται. Κατά πάγια επίσης νομολογία, η έκθεση των ισχυρισμών ή λόγων και των αιτιάσεων πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία. Ως προς το ζήτημα αυτό, το σώμα του δικογράφου της προσφυγής μπορεί μεν να τεκμηριώνεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα συνημμένων σε αυτό εγγράφων, πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία πρέπει να περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εξακριβώνει, στα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, τους ισχυρισμούς ή λόγους και τα επιχειρήματα που θα μπορούσαν, κατά την κρίση του, να αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων [πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2020, HeidelbergCement και Schwenk Zement κατά Επιτροπής, T‑380/17, EU:T:2020:471, σκέψη 92 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

22      Συνεπώς, εν προκειμένω, τα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής θα ληφθούν υπόψη μόνο στο μέτρο που ενισχύουν ή συμπληρώνουν λόγους ακυρώσεως ή επιχειρήματα που προβλήθηκαν ρητώς από την προσφεύγουσα στο σώμα των δικογράφων της και εφόσον είναι δυνατό να καθορισθεί με ακρίβεια ποια στοιχεία των παραρτημάτων αυτών ενισχύουν ή συμπληρώνουν τους ανωτέρω λόγους ακυρώσεως ή τα ανωτέρω επιχειρήματα (απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, T‑336/07, EU:T:2012:172, σκέψη 63).

23      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επικαλείται τα παραρτήματα A.16 έως A.28, τα οποία έχουν συνολική έκταση 1 034 σελίδων, όπως προκύπτει από τον κατάλογο των παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής, προς στήριξη του σημείου 51 του δικογράφου της προσφυγής από το οποίο προκύπτει ότι υποστηρίζει ότι «παρ[έδωσε] εμπροθέσμως και προσηκόντως όλα τα παραδοτέα εκ της συμβάσεώς [της] έργα, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να μην έχει καταβληθεί η τελευταία δόση του προγράμματος σε [αυτήν] ενώ αυτό προ πολλού [...] έχει ολοκληρωθεί, παρά το γεγονός ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η σύννομη εκ μέρους [της] διενέργεια του προγράμματος δεδομένου ότι έγιναν δεκτ[ές] όλες οι τριμηνιαίες αναφορές της». Από αυτό μπορεί να συναχθεί ότι σκοπός όλων των επίμαχων παραρτημάτων είναι να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα όντως παρέδωσε όλα τα έργα σύμφωνα με τη σύμβαση. Πλην όμως, αυτό δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ούτε από τους ελεγκτές ούτε από την Επιτροπή. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι στο σημείο αυτό του δικογράφου της προσφυγής δεν γίνεται παραπομπή στα εν λόγω παραρτήματα.

24      Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 21 και 22 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τα παραρτήματα Α.16 έως Α.28 του δικογράφου της προσφυγής, τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν από τη δικογραφία.

25      Όσον αφορά την παραπομπή στα παραρτήματα που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης, εν προκειμένω εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2011, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (T‑353/10, EU:T:2011:589), υπενθυμίζεται ότι για κάθε υπόθεση που εισάγεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχηματίζεται ιδιαίτερη δικογραφία, η οποία περιλαμβάνει κυρίως τα στοιχεία και τα δικόγραφα που έχουν προσκομίσει οι διάδικοι της συγκεκριμένης υπόθεσης, και ότι κάθε δικογραφία έχει πλήρη αυτοτέλεια. Όπως προκύπτει από το σημείο 25 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων, «[δ]ιαδικαστικό έγγραφο και τα παραρτήματά του τα οποία προσκομίστηκαν σε ορισμένη υπόθεση και κατατέθηκαν στη δικογραφία της υποθέσεως αυτής δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τις ανάγκες άλλης υποθέσεως» [απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, Deichmann κατά EUIPO – Vans (Απεικόνιση γραμμών επί υποδήματος), T‑638/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:883, σκέψη 48]. Κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτη οποιαδήποτε παραπομπή σε παραρτήματα τα οποία προσκομίστηκαν στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων που έχουν εισαχθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

26      Όσον αφορά τα δυσανάγνωστα παραρτήματα, ήτοι τα παραρτήματα A.12 έως A.15 του δικογράφου της προσφυγής, το σημείο 101, στοιχείο εʹ, των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων προβλέπει όντως ότι τα παραρτήματα πρέπει να είναι ευανάγνωστα. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η μη τήρηση του κανόνα αυτού δεν επισύρει συνέπειες όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής ή την καθυστέρηση της επίδοσής της σύμφωνα με τα παραρτήματα των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων, δεδομένου ότι ο κανόνας αυτός δεν μνημονεύεται ούτε στο παράρτημα 1 ούτε στο παράρτημα 2 των εν λόγω διατάξεων. Υπενθυμίζεται, αφενός, ότι ένα εισαγωγικό δικόγραφο θεωρείται ότι κατατέθηκε απαραδέκτως όταν έχει ζητηθεί σύμφωνα με το σημείο 110 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων η τακτοποίησή του, λόγω του ότι το δικόγραφο δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παράρτημα 1 των διατάξεων αυτών, και ο προσφεύγων ή ενάγων δεν προβαίνει στη ζητηθείσα τακτοποίηση. Αφετέρου, σύμφωνα με το σημείο 111 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων, αν ένα εισαγωγικό δικόγραφο δεν είναι σύμφωνο με τους τυπικούς κανόνες που ορίζονται στο παράρτημα 2 των εν λόγω διατάξεων, τούτο μπορεί απλώς να έχει ως συνέπεια την αναβολή της επίδοσής του (πρβλ. απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, Steinhoff κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑107/17, EU:T:2019:353, σκέψη 33). Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα, κληθείσα προς τούτο από το Γενικό Δικαστήριο, προσκόμισε ευανάγνωστη μορφή του παραρτήματος A.13 του δικογράφου της προσφυγής. Αντιθέτως, δεδομένου ότι τα παραρτήματα A.12, A.14 και A.15 του δικογράφου της προσφυγής δεν είναι ευανάγνωστα, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

27      Όσον αφορά τα σημεία 5 έως 12 του δικογράφου της προσφυγής, διαπιστώνεται ότι φέρουν όντως διπλή αρίθμηση και ότι πρόκειται για σημεία τα οποία η προσφεύγουσα ανέπτυξε στο εισαγωγικό δικόγραφο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2011, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (T‑353/10, EU:T:2011:589). Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να επισύρει το απαράδεκτο της προσφυγής, ιδίως κατά το μέτρο που τα οκτώ αυτά σημεία επαναλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής και αφορούν το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο το οποίο περιλαμβάνεται στη δικογραφία της υπό κρίση υπόθεσης και έχει επίσης επισυναφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής ως παράρτημα A.4. Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μη τήρηση του κανόνα του σημείου 92 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων, κατά τον οποίο «[ο]ι παράγραφοι του διαδικαστικού εγγράφου φέρουν αύξουσα συνεχή αρίθμηση», επισύρει μόνο αναβολή της επίδοσης και τακτοποίηση του εν λόγω δικογράφου σύμφωνα με το σημείο 111 των εν λόγω διατάξεων.

28      Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη το τρίτο αίτημα της προσφεύγουσας, καθόσον παραπέμπει σε υπόμνημα που αυτή κατέθεσε στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης, την οποία εξάλλου η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει (αυτολεξεί: «στο από 5-11-2009 υπόμνημά μας»).

29      Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί η διαπίστωση ότι το τρίτο αίτημα της προσφεύγουσας, ήτοι «[ν]α ληφθούν υπόψιν [από το Γενικό Δικαστήριο] οι ισχυρισμοί [της] αν ήθελε κριθεί ότι είναι επιστρεπτέα τα ποσά όπως τα αποδ[έχεται] στο από 5-11-2009 Υπόμνημά [της]», αφορά στην πραγματικότητα το έγγραφο, με ημερομηνία 5 Νοεμβρίου 2009, που απεστάλη ταχυδρομικώς στην Επιτροπή στις 6 Νοεμβρίου 2009, με το οποίο η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα της προσωρινής έκθεσης ελέγχου. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν πρόκειται για υπόμνημα που κατατέθηκε σε άλλη υπόθεση, ώστε να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω.

30      Αντιθέτως, το ως άνω αίτημα της προσφεύγουσας να «ληφθούν υπόψιν οι ισχυρισμοί [της]» δεν περιέχει δικονομικό αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο και δεν μπορεί να εξεταστεί ως αυτοτελές αίτημα.

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος

31      Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Με το πρώτο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εκδώσει πράξη που αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης. Τόσο στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως όσο και με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

32      Με τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως (δεύτερο, τρίτο, πέμπτο και έκτο), η προσφεύγουσα αμφισβητεί το ποσό και το υποστατό της απαίτησης που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.

33      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, οσάκις ο δικαστής της Ένωσης επιλαμβάνεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής που αποτελεί εκτελεστό τίτλο, με την οποία βεβαιώνεται επισήμως συμβατική απαίτηση, ο δικαστής αυτός είναι αρμόδιος να εξετάσει την προσφυγή λαμβάνοντας υπόψη την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας προς την οποία συναρτάται η έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως. Εντούτοις, στο πλαίσιο της εξετάσεως τέτοιας προσφυγής, ο δικαστής της Ένωσης καλείται να αποφανθεί όχι μόνον επί λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται σε πραγματικά και νομικά στοιχεία απορρέοντα από τις ενέργειες της Επιτροπής υπό την ιδιότητά της ως διοικητικής αρχής, αλλά και επί λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται σε πραγματικά και νομικά στοιχεία απορρέοντα από τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και του προσφεύγοντος (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 88).

34      Συνεπώς, κατά την εξέταση του πρώτου αιτήματος της προσφεύγουσας με το οποίο ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει να εξεταστούν όλοι οι προβαλλόμενοι από αυτήν λόγοι ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται αναρμοδιότητα της Επιτροπής για την έκδοση απόφασης που αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ με σκοπό την είσπραξη συμβατικής απαίτησης

35      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (C‑506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψεις 20 και 21), η Επιτροπή δεν δύναται να εκδίδει πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, όταν αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων εντός των ορίων συμβατικής σχέσης, αλλά θα πρέπει να περιορίζεται στη χρήση μόνο των συμβατικών δυνατοτήτων διεκδίκησης της καλής εκτέλεσης της σύμβασης. Κατά την άποψή της, αυτό ισχύει ακόμα και αν η Επιτροπή έχει επιφυλαχθεί της δυνατότητας χρήσης της δημοσίας εξουσίας της στο πλαίσιο σύμβασης, δυνάμει συμβατικού όρου.

36      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν δύναται να κάνει χρήση της δημόσιας εξουσίας της εντός συμβατικού πλαισίου, και ως εκ τούτου δεν δύναται να εκδώσει πράξη εκτελεστή κατά το άρθρο 299 ΣΛΕΕ για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού από συμβατική ενοχή. Η δυνατότητα της Επιτροπής να ταλαντεύεται μεταξύ των δυνατοτήτων από τη σύμβαση και των δυνατοτήτων από τη δημόσια εξουσία που κατέχει αποτελεί κατά την προσφεύγουσα και παραβίαση της αρχής της διαφάνειας βάσει της οποίας κινούνται τα όργανα της Ένωσης, αφού η Επιτροπή μονομερώς θα καθορίζει το ποσό που δήθεν της οφείλει ο εκάστοτε αντισυμβαλλόμενός της.

37      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα έννομα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης βαίνουν προδήλως πέραν των ορίων της συμβατικής σχέσης. Τονίζει ως προς το ζήτημα αυτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πράξη επιβολής προστίμου ή κάποιο παρεμφερές μέτρο, αλλά είναι πράξη απαίτησης από συμβατική ενοχή.

38      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

39      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το ζήτημα αν η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ για την είσπραξη απαίτησης από τη μη εκπλήρωση σύμβασης εξετάστηκε στην απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2020:576).

40      Όπως προκύπτει από το άρθρο 299, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι πράξεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Επιτροπής ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους.

41      Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν περιέχει κανέναν περιορισμό όσον αφορά τη φύση των πράξεων που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση, πλην του ότι δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που απευθύνονται στα κράτη μέλη (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 51).

42      Περαιτέρω, το άρθρο 79, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), ορίζει ότι το οικείο όργανο μπορεί να διατυπώσει επίσημα τη βεβαίωση απαιτήσεως εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών μελών, σε απόφαση που αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

43      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο εκτίμησε καταρχάς ότι το άρθρο 79, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού μπορεί να αποτελέσει νομική βάση για την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεων που αποτελούν εκτελεστό τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, ακόμη και όταν η επίμαχη χρηματική υποχρέωση είναι συμβατικής φύσεως (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 58).

44      Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, όταν η Επιτροπή εκδίδει ένταλμα εισπράξεως που αποτελεί εκτελεστό τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, οι έννομες συνέπειες και η δεσμευτική ισχύς μιας τέτοιας μονομερούς αποφάσεως δεν απορρέουν από τις συμβατικές ρήτρες, αλλά προκύπτουν από το άρθρο αυτό της Συνθήκης ΛΕΕ και από το άρθρο 79, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 69).

45      Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξουσία της Επιτροπής να εκδίδει αποφάσεις που αποτελούν εκτελεστό τίτλο εντός πλαισίου συμβατικών σχέσεων πρέπει να περιορίζεται στις συμβάσεις εκείνες που περιλαμβάνουν ρήτρα διαιτησίας παρέχουσα αρμοδιότητα στον δικαστή της Ένωσης (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 73).

46      Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί η διαπίστωση, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται τόσο στο άρθρο 299 ΣΛΕΕ όσο και στο άρθρο 79, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και, αφετέρου, ότι το άρθρο 13 της σύμβασης περιέχει ρήτρα διαιτησίας που παρέχει αρμοδιότητα στον δικαστή της Ένωσης (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

47      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή εξέδωσε τον επίμαχο εκτελεστό τίτλο στο πλαίσιο του σκοπού και των διαδικασιών που προβλέπουν ως προς το σημείο αυτό η Συνθήκη ΛΕΕ και ο δημοσιονομικός κανονισμός και ότι, επομένως, η αιτίαση περί αναρμοδιότητάς της δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

48      Τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να κλονίσουν την ως άνω διαπίστωση.

49      Με τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2020:576), η προσφεύγουσα επικαλείται ιδίως τη σκέψη 67 της εν λόγω απόφασης για να επαναλάβει το επιχείρημά της ότι, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, η Επιτροπή δεν διαθέτει εξουσία προς έκδοση μονομερών πράξεων και ότι δεν δύναται να απευθύνει πράξη έχουσα χαρακτήρα διοικητικής αποφάσεως στον οικείο αντισυμβαλλόμενο, προκειμένου αυτός να εκπληρώσει τις χρηματοοικονομικής φύσεως συμβατικές υποχρεώσεις του, αλλά οφείλει, κατά περίπτωση, να προσφεύγει στον αρμόδιο για την εκδίκαση καταψηφιστικών αγωγών δικαστή.

50      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ερμηνεύει αποσπασματικά την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2020:576), κατά το μέτρο που παραλείπει να αναφερθεί στη σκέψη 68 της απόφασης αυτής από την οποία προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν έθεσε εν αμφιβόλω, με τις αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (C‑506/13 P, EU:C:2015:562), και της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής (C‑14/18 P, EU:C:2019:159), την πρακτική της Επιτροπής να εκδίδει μονομερώς ένταλμα εισπράξεως με ισχύ εκτελεστού τίτλου εντός πλαισίου συμβατικών σχέσεων. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, με την ως άνω νομολογία, περιορίστηκε να εξετάσει τη νομική φύση των χρεωστικών σημειωμάτων που είχαν αποσταλεί στο οικείο συμβατικό πλαίσιο και τον χαρακτήρα τους ως πράξεων δεκτικών προσφυγής, χωρίς ωστόσο να εξετάσει το ζήτημα αν η Επιτροπή δύναται να ασκεί, εντός πλαισίου συμβατικών σχέσεων, την εξουσία της να βεβαιώνει επισήμως απαίτηση με απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 68).

51      Όσον αφορά τη σκέψη 21 της απόφασης της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (C‑506/13 P, EU:C:2015:562), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει, χωρίς το Δικαστήριο να αναιρέσει το σημείο αυτό του σκεπτικού του, ότι, εξετάζοντας το ζήτημα αν το χρεωστικό σημείωμα έχει συμβατική ή διοικητική φύση, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, όταν ένα θεσμικό όργανο, και ειδικότερα η Επιτροπή, επιλέγει, ως μέσο χορηγήσεως χρηματοδοτικής συνδρομής, τη σύναψη συμβάσεως στο πλαίσιο του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, έχει την υποχρέωση να μην εξέρχεται του πλαισίου αυτού και ότι έτσι το όργανο αυτό είναι, μεταξύ άλλων, υποχρεωμένο να αποφεύγει τη χρήση, στις σχέσεις του με τους αντισυμβαλλόμενούς του, διφορούμενων φράσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να εκλαμβάνονται από τα συμβαλλόμενα μέρη ως απόρροια εξουσιών για μονομερή λήψη αποφάσεων που εξέρχονται των ορίων που θέτουν οι όροι της συμβάσεως (απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, ADR Center κατά Επιτροπής, T‑644/14, EU:T:2017:533, σκέψη 206). Πλην όμως, εν προκειμένω, η προσφυγή δεν βάλλει κατά χρεωστικού σημειώματος αλλά κατά απόφασης που αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

52      Πρέπει να προστεθεί ότι, όταν έχει συναφθεί σύμβαση μεταξύ του προσφεύγοντος και ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ μόνο στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων εκτός των ορίων της συμβατικής σχέσεως η οποία συνδέει τα συμβαλλόμενα μέρη, αποτελεσμάτων που συναρτώνται προς την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, τα οποία απονέμονται στο συμβαλλόμενο θεσμικό όργανο ως διοικητική αρχή (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη επιβεβαιώσει ότι η έκδοση πράξεως που αποτελεί εκτελεστό τίτλο, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, βρίσκεται εκτός της συμβατικής σχέσεως (απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, ADR Center κατά Επιτροπής, T‑644/14, EU:T:2017:533, σκέψεις 207 και 208). Το συμπέρασμα αυτό επικυρώθηκε από το Δικαστήριο (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 70).

54      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

55      Η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης από δύο απόψεις.

56      Πρώτον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, ακόμη και αν είχε την εξουσία να ανακτήσει τα ποσά της καταβληθείσας χρηματοδότησης με χρήση των προνομίων δημόσιας εξουσίας που κατέχει εκδίδοντας πράξη δυνάμει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, παραβίασε πάντως την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ως προς το σημείο αυτό, επικαλείται την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Ιουλίου 2013, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (T‑552/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:349). Στην υπόθεση εκείνη, της οποίας τα πραγματικά περιστατικά ήταν κατά την προσφεύγουσα παρόμοια, η Επιτροπή άσκησε, προς τον σκοπό της διεκδίκησης της επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών χρηματοδότησης, αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ αντί να εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ. Κατά την προσφεύγουσα, η άσκηση ένδικου βοηθήματος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η έκδοση της ως άνω απόφασης, βάσει του συμβατικού πλαισίου, της δημιούργησε την πεποίθηση και την εμπιστοσύνη ότι σε ανάλογη περίπτωση η Επιτροπή θα έκανε χρήση της ίδιας δυνατότητας. Η διαφορετική συμπεριφορά της Επιτροπής σε παρόμοιες όμως περιπτώσεις δημιουργεί ζητήματα παραβίασης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

57      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και παρέβλεψε τον σκοπό των διατάξεων περί τηρήσεως των διαδικασιών οικονομικής διαχείρισης, κατά το μέτρο που, μετά την παρέλευση πέντε ετών από το κλείσιμο του προγράμματος, ακύρωσε όλο το ερευνητικό της έργο, επέβαλε κυρώσεις για τις όποιες τυπικές αποκλίσεις από τη φερόμενη ως ορθή διαδικασία και αναζήτησε το σύνολο των καταβληθέντων ποσών. Ως προς το ζήτημα αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι παρέδωσε εμπροθέσμως όλα τα παραδοτέα εκ της συμβάσεως έργα, παρά το γεγονός ότι δεν καταβλήθηκε η τρίτη δόση της χρηματοδότησης και προσθέτει ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η σύννομη διενέργεια του προγράμματος, δεδομένου ότι είχαν γίνει δεκτές οι τριμηνιαίες αναφορές της.

58      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

59      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι οι αρμόδιες αρχές της Ένωσης έχουν παράσχει στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει τέτοιων διαβεβαιώσεων (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις κατά την έννοια της προμνημονευθείσας νομολογίας.

61      Συγκεκριμένα, η επιδίωξη της είσπραξης συμβατικών απαιτήσεων μέσω της άσκησης ανταγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μίας σύμβασης επιχορήγησης δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελεί συγκεκριμένη διαβεβαίωση, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 59 ανωτέρω, περί του ότι η Επιτροπή θα κάνει χρήση της ίδιας οδού όσον αφορά άλλη συμβατική απαίτηση, ακόμη και στην περίπτωση που και οι δύο απαιτήσεις αφορούν την ίδια οντότητα. Πράγματι, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 80, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του [δημοσιονομικού κανονισμού] (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1), αν μετά το πέρας των σταδίων που αναφέρονται στα στοιχεία αʹ έως εʹ της συγκεκριμένης παραγράφου δεν επιτευχθεί η πλήρης είσπραξη, το όργανο προβαίνει στην είσπραξη με αναγκαστική εκτέλεση του τίτλου που θα αποκτήσει, είτε σύμφωνα με το άρθρο 79, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού είτε διά της δικαστικής οδού.

62      Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι το σημείο II.31, παράγραφος 5, των γενικών όρων της σύμβασης σχετικά με το πρόγραμμα Dicoems (στο εξής: γενικοί όροι) αναφέρεται στην εξουσία της Επιτροπής να εκδώσει απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

63      Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να προστεθεί ότι συμβατική ρήτρα η οποία προβλέπει την έκδοση αποφάσεων που αποτελούν εκτελεστούς τίτλους δεν θεμελιώνει την εξουσία της Επιτροπής να εκδίδει τέτοιες αποφάσεις, αλλά έχει ως σκοπό να καταστήσει γνωστή στον αντισυμβαλλόμενό της τη δυνατότητα μονομερούς εισπράξεως απαιτήσεων, ώστε αυτός να συνάψει τη σύμβαση εν γνώσει του σχετικού νομικού καθεστώτος (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2019:941, σκέψη 87).

64      Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η άσκηση εκ μέρους της Επιτροπής ανταγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά απαίτηση επιστροφής ποσών για την ελεγχθείσα περίοδο δεν παρείχε καμία εξασφάλιση στον προσφεύγοντα ως προς το ότι η ίδια δεν θα προέβαινε σε ανάκτηση των δαπανών που είχαν δηλωθεί για τις μη ελεγχθείσες περιόδους είτε μέσω ανταγωγής είτε μέσω αποφάσεως που αποτελεί εκτελεστό τίτλο (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑623/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:734, σκέψη 88).

65      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Επιτροπή επέλεξε ορισμένη οδό για την ανάκτηση των ποσών δεν μπορούσε να δημιουργήσει την πεποίθηση στην προσφεύγουσα ότι η ίδια οδός θα επιλεγόταν και σε άλλη περίπτωση, ακόμη και στο πλαίσιο της ίδιας σύμβασης, όπως αναδεικνύει το παράδειγμα της απόφασης που μνημονεύεται στη σκέψη 64 ανωτέρω.

66      Όσον αφορά το επιχείρημα, που εκτίθεται στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ότι συντρέχει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επειδή η Επιτροπή αναζήτησε το σύνολο των καταβληθέντων ποσών μετά την παρέλευση πέντε ετών από το κλείσιμο του προγράμματος, ενώ είχε αποδεχθεί τις τριμηνιαίες αναφορές και τα έργα είχαν παραδοθεί εμπροθέσμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί ούτε ως προς αυτό να επικαλεστεί συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 59 ανωτέρω. Η εκ μέρους της Επιτροπής μη αμφισβήτηση του ότι το πρόγραμμα είχε υλοποιηθεί νομίμως και η αποδοχή των τριμηνιαίων αναφορών δεν αποτελούν τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις. Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η παράδοση του έργου ήταν εντελώς ανεξάρτητη από την υποχρέωση του δικαιούχου να αποδείξει την επιλεξιμότητα των δαπανών.

67      Επιπροσθέτως, η υλοποίηση του προγράμματος δεν έθιγε, εν πάση περιπτώσει, τη δυνατότητα διενέργειας οικονομικού ελέγχου. Επισημαίνεται ότι, κατά το σημείο ΙΙ.29, παράγραφος 1, των γενικών όρων, η Επιτροπή μπορούσε, «ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της σύμβασης και έως και πέντε έτη μετά τη λήξη του προγράμματος, να αναθέσει είτε σε εξωτερικούς επιστημονικούς, τεχνικούς ή λογιστικούς ελεγκτές είτε στις υπηρεσίες της, συμπεριλαμβανομένης της [Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης], τη διενέργεια ελέγχων[, οι οποίοι μπορούσαν] να καλύπτουν τις επιστημονικές, χρηματοοικονομικές, τεχνολογικές και άλλες πτυχές (όπως οι αρχές λογιστικής και διαχείρισης) που συνδέονται με την ορθή εκτέλεση του έργου και της σύμβασης[, ήταν] εμπιστευτικοί [και τ]α ποσά που, σύμφωνα με τα πορίσματα των ελέγχων αυτών, διαπιστ[ωνόταν] ότι οφείλονται στην Επιτροπή μπορού[σαν] να αναζητηθούν κατά τα οριζόμενα στο [σημείο] ΙΙ.31 [των γενικών όρων]».

68      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί δεόντως σχετικά με τη δυνατότητα της Επιτροπής να διενεργεί οικονομικούς ελέγχους προκειμένου να βεβαιώνεται για την καλή εκτέλεση των όρων της σύμβασης.

69      Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να προστεθεί ότι με τους λογιστικούς ελέγχους επιδιώκεται να διασφαλιστεί ότι στον δικαιούχο επιχορηγήσεως επιστρέφονται μόνον οι επιλέξιμες δαπάνες δυνάμει της συμφωνίας επιχορηγήσεως, ώστε να εξασφαλίζεται η υπεύθυνη διαχείριση και χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 55).

70      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τόσο το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, και κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του, όσο και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν το βάσιμο των απαιτήσεων της Επιτροπής

71      Στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη ορισμένα αποδεικτικά μέσα που υπέβαλε και ορισμένα επιχειρήματα που προέβαλε κατά τη διοικητική διαδικασία.

72      Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι υπήρχε γενική υποχρέωση τηρήσεως χρονικών αναφορών κατά τρόπο ώστε να είναι λογιστικά αλλά και δικανικά ελεγκτέα η αντιστοίχιση των δηλωθεισών ως λειτουργικών δαπανών με τις αμοιβές του προσωπικού το οποίο παρείχε πραγματικό έργο στο πλαίσιο του επίμαχου προγράμματος. Εντούτοις, κατά την άποψή της, η έννοια της «χρονικής αναφοράς» είναι αόριστη και κανένα νομοθετικό κείμενο το οποίο διέπει το επίμαχο πρόγραμμα, αλλά και κανένα νομολογιακό δεδομένο, δεν προσδιορίζει τον βαθμό αναλύσεως του έργου ανά μονάδα χρόνου και ανά εργαζόμενο που οφείλουν να περιέχουν οι επίδικες χρονικές αναφορές. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο «σχετικός κανονισμός» ορίζει ότι θα πρέπει να αποδεικνύεται η απασχόληση «με κάθε μέσο (φύλλα καταγραφής χρόνου κ.λπ.)».

73      Ειδικότερα, πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα δελτία χρόνου απασχόλησης τα οποία ανασύρθηκαν από τα ηλεκτρονικά της αρχεία και απεστάλησαν στην Επιτροπή στις 5 Νοεμβρίου 2009 ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη, δεδομένου ότι η Επιτροπή με το από 13 Ιουλίου 2010 έγγραφό της ενέμεινε στα πορίσματα του ελέγχου κατά τα οποία η προσφεύγουσα «δεν ήταν σε θέση να παράσχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την απασχόληση για το πρόγραμμα [Dicoems] όσον αφορά τα άτομα για τα οποία ζητήθηκε η απόδοση δαπανών».

74      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε στο επιχείρημα που εξέθεσε στο από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της ότι ουδέποτε περιέλαβε εις διπλούν στις επιλέξιμες δαπάνες το ποσό των 1 934,47 ευρώ το οποίο αφορούσε έξοδα ταξιδίου. Υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη διαφορά έτυχε μεν να συμπίπτει με κάποιο ταξίδι, αλλά προέκυπτε από τη διαφορά στην επιμέτρηση των ωρών κατά την περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 2004, επί τη βάσει ενιαίου ωρομισθίου 40 ευρώ.

75      Τρίτον, όσον αφορά την ωριαία αμοιβή, υποστηρίζει ότι η ωριαία αμοιβή των 40 ευρώ μειώθηκε σε 37 ευρώ λόγω μικρότερης συμμετοχής υψηλόμισθων εργαζομένων. Παρά ταύτα, η Επιτροπή ζήτησε, κατά τρόπο καταχρηστικό, την επιστροφή του συνόλου των ποσών.

76      Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απέρριψε κατά καταχρηστικό τρόπο τα επιχειρήματά της σχετικά με τον υπολογισμό των εμμέσων δαπανών και της καταλόγισε το σύνολο του ποσού τους. Υποστηρίζει ότι στην έκθεση ελέγχου τής προσάφθηκε ότι εφάρμοσε το «μοντέλο συνολικών δαπανών – κατ’ αποκοπή γενικών εξόδων» αντί του «μοντέλου συνολικών δαπανών».

77      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

78      Διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία της υποβλήθηκαν καθώς και ορισμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο. Επιπλέον, στο πλαίσιο των ως άνω λόγων ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επιχειρεί να αμφισβητήσει τον αποκλεισμό ορισμένων ποσών από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, βάλλοντας συνεπώς στην πραγματικότητα κατά του βασίμου της απαίτησης της Επιτροπής. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[κ]ατά καταχρηστικό τρόπο, η προσβαλλόμενη [απόφαση] απέρριψε κάθε σχετική επιχειρηματολογία και καταλόγισε το σύνολο του ποσού του έμμεσου κόστους [στην προσφεύγουσα] και για τον λόγο αυτό είναι ακυρωτέα».

79      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη, κατά το άρθρο 317 ΣΛΕΕ, να τηρεί την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Επίσης, η Επιτροπή διασφαλίζει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις διαφορές εκ συμβάσεως, δεδομένου ότι οι επιδοτήσεις που χορηγούνται από την Επιτροπή προέρχονται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Σύμφωνα με θεμελιώδη αρχή που διέπει τις χορηγούμενες από την Ένωση ενισχύσεις, η Ένωση μπορεί να επιδοτεί μόνον πράγματι αναληφθείσες δαπάνες (αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑246/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:118, σκέψη 102, και της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 65).

80      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι η χρηματοδότηση από την Ένωση δεν αποτελεί αμοιβή για την εκτελούμενη εργασία, αλλά επιχορήγηση του επίμαχου προγράμματος, η καταβολή της οποίας εξαρτάται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, καθοριζόμενες συμβατικώς. Η χρηματοδότηση της Ένωσης προορίζεται να καλύψει μόνο τις επιλέξιμες δαπάνες, όπως αυτές καθορίζονται στη σύμβαση (απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2016, Ludwig-Bölkow-Systemtechnik κατά Επιτροπής, T‑53/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:88, σκέψη 44).

81      Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η καταβολή των επιχορηγήσεων, αφενός, εξαρτάται από την πλήρωση των προϋποθέσεων που καθορίζονται με τις συμφωνίες επιχορήγησης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο όρος ότι οι δηλωθείσες δαπάνες πρέπει να είναι επιλέξιμες βάσει των εν λόγω συμβάσεων, υπό την έννοια ότι πρέπει να είναι επαληθεύσιμες και αξιόπιστες, και, αφετέρου, δεν αντιπροσωπεύει αμοιβή για την ολοκλήρωση του προγράμματος (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 68, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 107).

82      Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι επιχορηγήσεων υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Επιτροπή παραστατικά για τις δαπάνες προκειμένου αυτή να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αν οι πόροι της Ένωσης χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Ως εκ τούτου, ο δικαιούχος επιχορηγήσεως ή χρηματοδοτικής συνδρομής αποκτά οριστικό δικαίωμα για την είσπραξη της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Ένωσης μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της επιχορηγήσεως ή της χρηματοδοτικής συνδρομής, δεδομένου ότι δεν αρκεί τα ελεγχθέντα προγράμματα και η δράση να έχουν εκτελεστεί ορθώς σε τεχνικό επίπεδο. Πρέπει επίσης ο ενδιαφερόμενος να έχει εκπληρώσει προσηκόντως τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που υπέχει και, ιδίως, η Επιτροπή να είναι σε θέση να εξακριβώσει ότι οι δαπάνες που δηλώθηκαν για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων ήταν πράγματι επιλέξιμες και δικαιολογημένες (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Σε περίπτωση μη τήρησης των προϋποθέσεων που καθορίζονται με τη συμφωνία επιχορήγησης, η Επιτροπή υποχρεούται να ανακτήσει την επιχορήγηση μέχρι του ύψους των ποσών που θεωρήθηκαν αναξιόπιστα ή μη επαληθεύσιμα, δεδομένου ότι, βάσει του νομικού θεμελίου που συνιστά η εν λόγω συμφωνία επιχορήγησης, το θεσμικό αυτό όργανο επιτρέπεται να καταβάλει, από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, μόνον ποσά δεόντως αιτιολογημένα (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Εν προκειμένω, το σημείο II.19 των γενικών όρων ορίζει τα εξής:

«1.      [Προκειμένου να είναι επιλέξιμες] [ο]ι [...] δαπάνες που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της εκτέλεσης του προγράμματος πρέπει να πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)       πρέπει να είναι πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεση του προγράμματος, και

β)       πρέπει να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές λογιστικής του αντισυμβαλλομένου, και

γ)       πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του προγράμματος [...], και

δ)       πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις έχει πραγματοποιήσει [...] Οι λογιστικές διαδικασίες που ακολουθούνται για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να τηρούν τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος καθώς και να παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης αντιπαραβολής μεταξύ των δαπανών και των εσόδων από την εκτέλεση του έργου και των συνολικών καταστάσεων που αφορούν τη συνολική δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου [...]

[…]».

86      Το σημείο II.20 των γενικών όρων, σχετικά με τις άμεσες δαπάνες, ορίζει τα εξής:

«1.      Άμεσες δαπάνες είναι όλες οι δαπάνες που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο [σημείο] ΙΙ.19 ανωτέρω, δύναται να προσδιορισθούν από τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το λογιστικό του σύστημα και να καταλογισθούν άμεσα στο πρόγραμμα.

2.      [...] Οι άμεσες δαπάνες προσωπικού περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο πρόγραμμα [...]

[…]».

87      Το σημείο II.21, παράγραφος 1, των γενικών όρων, σχετικά με τις έμμεσες δαπάνες, ορίζει τα εξής:

«Έμμεσες δαπάνες είναι όλες οι δαπάνες που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο [σημείο] ΙΙ.19, οι οποίες δεν μπορούν να προσδιοριστούν από τον αντισυμβαλλόμενο ως συνδεόμενες άμεσα με το πρόγραμμα, αλλά μπορούν να προσδιοριστούν και να δικαιολογηθούν από το λογιστικό του σύστημα ως πραγματοποιηθείσες σε άμεση σχέση με τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες που συνδέονται με το πρόγραμμα.»

88      Όπως επισημαίνεται στη σκέψη 67 ανωτέρω, κατά το σημείο ΙΙ.29, παράγραφος 1, των γενικών όρων, η Επιτροπή μπορεί, «ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της σύμβασης και έως και πέντε έτη μετά τη λήξη του προγράμματος, να αναθέσει είτε σε εξωτερικούς επιστημονικούς, τεχνικούς ή λογιστικούς ελεγκτές είτε στις υπηρεσίες της, συμπεριλαμβανομένης της [Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης], τη διενέργεια ελέγχων[, οι οποίοι] δύνανται να καλύπτουν τις επιστημονικές, χρηματοοικονομικές, τεχνολογικές και άλλες πτυχές (όπως οι αρχές λογιστικής και διαχείρισης) που συνδέονται με την ορθή εκτέλεση του έργου και της σύμβασης[, είναι] εμπιστευτικοί [και τ]α ποσά που, σύμφωνα με τα πορίσματα των ελέγχων αυτών, διαπιστώνεται ότι οφείλονται στην Επιτροπή μπορούν να αναζητηθούν κατά τα οριζόμενα στο [σημείο] ΙΙ.31 [των γενικών όρων]».

89      Εξάλλου, στη σελίδα 144 του οδηγού για τα χρηματοοικονομικά ζητήματα που σχετίζονται με τις έμμεσες δράσεις στο πλαίσιο του προγράμματος FP6 (στο εξής: οδηγός FP6):

«Οι συνολικές δαπάνες προσωπικού που μπορούν να καταλογιστούν στο έργο ορίζονται ως εξής: οι δαπάνες για την αμοιβή του προσωπικού πρέπει να προέρχονται από τις λογιστικές εγγραφές μισθοδοσίας και να αντιπροσωπεύουν τις συνολικές ακαθάριστες αποδοχές (μισθός) καθώς και ποσά που κατά την κοινωνική νομοθεσία επιβαρύνουν τον εργοδότη ([παραδείγματος χάριν] αποδοχές αδείας, συνταξιοδοτικές εισφορές, εισφορές ασφάλισης ασθένειας και κοινωνικής ασφάλισης). Ο χρόνος εργασίας που χρεώνεται καταγράφεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου με κάθε εύλογο, πλην όμως αξιόπιστο μέσο (συμπεριλαμβανομένων των δελτίων χρόνου απασχόλησης). Ο υπεύθυνος έργου τον οποίο έχει ορίσει ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να πιστοποιεί την καταγραφή. Απλή εκτίμηση των δεδουλευμένων ωρών δεν αρκεί. Πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή σύστημα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του χρόνου απασχόλησης κάθε ατόμου για το έργο.»

90      Όσον αφορά τον οδηγό FP6, έχει κριθεί ότι, αν και μη δεσμευτικός, εμπίπτει στο πλαίσιο εντός του οποίου είχε συναφθεί η συμφωνία επιχορήγησης, δεδομένου ότι αποσκοπούσε στην παροχή, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένων παραδειγμάτων καθώς και προτάσεων σχετικά με τις ορθές χρηματοοικονομικές πρακτικές που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την υλοποίηση των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του προγράμματος FP6. Βάσει της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, οι ενδείξεις που παρέχει ο οδηγός FP6 πρέπει, επομένως, να ληφθούν υπόψη. Ωστόσο, από τον οδηγό αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι επιλέξιμες άμεσες δαπάνες είναι δαπάνες που μπορούν να συσχετισθούν άμεσα με το πρόγραμμα (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Ομοίως, πρέπει να διευκρινιστούν οι κανόνες που διέπουν την εκτέλεση και την ερμηνεία των συμβάσεων κατά το βελγικό δίκαιο. Το άρθρο 1134 του βελγικού code civil (αστικού κώδικα) ορίζει, στο μεν πρώτο εδάφιο, ότι «[ο]ι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις επέχουν θέση νόμου μεταξύ των συμβαλλομένων», στο δε δεύτερο ότι «[ο]ι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με αμοιβαία συναίνεση των συμβαλλομένων ή για τους λόγους που επιτρέπει ο νόμος».

92      Το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη. Το άρθρο 1135 του ίδιου κώδικα ορίζει ότι «[ο]ι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνον εκ του περιεχομένου τους, αλλά και βάσει όσων προκύπτουν για την ενοχή από την επιείκεια, τα συναλλακτικά ήθη ή τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της». Επομένως, το άρθρο αυτό συνιστά επίσης εκδήλωση της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων.

93      Το άρθρο 1156 του βελγικού αστικού κώδικα περιγράφει τον τρόπο εφαρμογής, κατά την ερμηνεία των συμβάσεων, της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως. Προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι πρέπει να αναζητείται στις συμβάσεις «η κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, χωρίς προσήλωση στην κατά γράμμα έννοια των όρων».

94      Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 4 ανωτέρω, με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2009 η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι επρόκειτο να υποβληθεί σε οικονομικό έλεγχο. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να προσκομίσει, κατά τον έλεγχο, μεταξύ άλλων, τα δελτία χρόνου απασχόλησης του προσωπικού που χρησιμοποίησε στο πλαίσιο του προγράμματος Dicoems.

95      Ο έλεγχος αυτός διενεργήθηκε από τις 3 έως τις 6 Αυγούστου 2009. Με την από 25 Σεπτεμβρίου 2009 προσωρινή έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές απέρριψαν στο σύνολό τους τις δαπάνες προσωπικού, οι οποίες αντιστοιχούσαν στο ποσό των 308 126,33 ευρώ, επειδή η προσφεύγουσα δεν τηρούσε καταστάσεις χρόνου εργασίας ή αντίστοιχα έγγραφα τα οποία θα μπορούσαν να αποδείξουν τον χρόνο που αφιερώθηκε στο πρόγραμμα Dicoems. Ως εκ τούτου, οι ελεγκτές απέρριψαν και τις δηλωθείσες έμμεσες δαπάνες ποσού 62 012,16 ευρώ. Επιπλέον, απέρριψαν ποσό 2 035,21 ευρώ που αντιστοιχούσε σε έξοδα ταξιδίου, επειδή επρόκειτο για διπλά καταχωρισθέν ποσό 1 934,47 ευρώ το οποίο είχε ήδη δηλωθεί, πλέον φόρου προστιθέμενης αξίας 100,74 ευρώ ο οποίος δεν αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη. Οι ελεγκτές κατέληξαν στο συνολικό συμπέρασμα ότι η οικονομική διαχείριση του προγράμματος δεν είχε γίνει κατά τρόπο ικανοποιητικό και δεν ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της σύμβασης.

96      Με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα της έκθεσης ελέγχου και απέστειλε στην Επιτροπή ατομικά δελτία χρόνου απασχόλησης.

97      Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή επισήμανε ότι είχε εξετάσει τα επιχειρήματα και τις εξηγήσεις που η προσφεύγουσα είχε εκθέσει με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο. Ενέμεινε ωστόσο στα πορίσματα του σχεδίου της έκθεσης ελέγχου και αναφέρθηκε ως προς το ζήτημα αυτό στη λεπτομερή αιτιολογία που παρέθεταν οι ελεγκτές στην τελική έκθεση ελέγχου.

–       Επί της επιλεξιμότητας των άμεσων δαπανών προσωπικού

98      Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, επισημαίνεται ότι οι ελεγκτές εξέθεσαν στην προσωρινή έκθεση ελέγχου τις εξής διαπιστώσεις:

«Καθώς η [προσφεύγουσα] δεν τηρούσε φύλλα χρόνου εργασίας ή άλλα έγγραφα για το αποτέλεσμα της εργασίας των απασχολούμενων προσώπων, αναφορές, πρακτικά συσκέψεων, ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, που να μπορούν να επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή στο έργο, ελήφθησαν συνεντεύξεις από το προσωπικό. Σκοπός αυτών ήταν να επαληθευθεί η ώρα εργασίας που χρεώθηκε για προσωπικό ως εναλλακτική στα φύλλα χρόνου εργασίας. Δύο πρόσωπα ήταν διαθέσιμα για συνέντευξη και επιβεβαίωσαν αμφότερα ότι τα φύλλα χρόνου δεν υπήρχαν. […] Τα πρόσωπα αυτά δεν ενθυμούνταν την πραγματική τους συμμετοχή στο έργο εκφρασμένη σε χρόνο εργασίας. Δεν διατηρούσαν άλλωστε εγγραφές που θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν τη συμμετοχή τους στο έργο.

[…]

Η πλήρης αδυναμία λυσιτελούς επαληθεύσεως των επιλέξιμων ωρών εργασίας για κάθε εμπλεκόμενο στο πρόγραμμα [Dicoems] και, ως εκ τούτου, η αδυναμία υπολογισμού των επιλέξιμων δαπανών προσωπικού βάσει πραγματικών δαπανών καθιστά υποχρεωτική τη μη αναγνώριση του συνόλου των δαπανών προσωπικού.»

99      Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της συνόψεως («executive summary») της τελικής έκθεσης ελέγχου διαπιστώθηκε ότι:

«Δεν αναγνωρίσθηκε το σύνολο των δαπανών προσωπικού, καθώς η [προσφεύγουσα] δεν τηρούσε φύλλα χρόνου εργασίας ή άλλα έγγραφα δυνάμενα να αποδείξουν τον δηλωθέντα χρόνο εργασίας που διατέθηκε στο πρόγραμμα [Dicoems].»

100    Με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα της προσωρινής έκθεσης ελέγχου και απέστειλε στην Επιτροπή ατομικά δελτία χρόνου απασχόλησης υποστηρίζοντας ότι αυτά είχαν τηρηθεί, αλλά ότι δεν ήταν δυνατή η ανάκτηση των ηλεκτρονικών αρχείων που ζητήθηκαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου, λόγω της συγχωνεύσεώς της με τις επιχειρήσεις του ομίλου Α. Υπέβαλε επίσης πίνακες υπολογισμού των άμεσων δαπανών προσωπικού, επί τη βάσει των συνημμένων δελτίων χρόνου απασχόλησης (βλ. σημείο 10 του δικογράφου της προσφυγής, πίνακες 2 και 3). Επιπλέον, με το εν λόγω έγγραφο η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι είχε ενημερώσει προφορικά τους ελεγκτές για την αδυναμία πρόσβασης στα αρχεία του νοσηλευτικού ιδρύματος, αλλά ότι εσφαλμένα αναφέρθηκε στην προσωρινή έκθεση ελέγχου ότι, κατά τις συνεντεύξεις, διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν τηρηθεί δελτία χρόνου απασχόλησης.

101    Στην τελική έκθεση, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 23 Δεκεμβρίου 2009, οι ελεγκτές έλαβαν θέση επί των στοιχείων που αυτή υπέβαλε και απάντησαν στα επιχειρήματά της, χωρίς εντούτοις να μεταβάλουν τις συναφείς εκτιμήσεις τους (σελίδες 25 και 26 της τελικής έκθεσης ελέγχου). Συγκεκριμένα, οι ελεγκτές υποστήριξαν ότι οι υπεύθυνοι της προσφεύγουσας είχαν αναγνωρίσει ότι δεν τηρούνταν δελτία χρόνου απασχόλησης και ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διεξήγαγαν ατομικές συνεντεύξεις.

102    Υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει εν προκειμένω ότι η Επιτροπή ουδέποτε έλαβε υπόψη τα δελτία χρόνου απασχόλησης που απεστάλησαν στις 5 Νοεμβρίου 2009, δεδομένου ότι ενέμεινε στα πορίσματα των ελεγκτών.

103    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα δεν τηρούσε σύστημα καταγραφής του χρόνου εργασίας ούτε και δελτία χρόνου απασχόλησης του προσωπικού της ικανά να αποδείξουν τον χρόνο που διατέθηκε πράγματι στο πρόγραμμα, δεν μπορούσε να εξακριβώσει αν οι δηλωθείσες δαπάνες μπορούσαν να καταλογιστούν στο πρόγραμμα Dicoems.

104    Ειδικότερα, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα δελτία χρόνου απασχόλησης σε ηλεκτρονική μορφή, τα οποία η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ανέκτησε ex post, δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των γενικών όρων και, επομένως, δεν μπορούσε να τα λάβει υπόψη. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, ουδέποτε έγινε αναφορά στην ύπαρξη των ως άνω ηλεκτρονικών αρχείων κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου, ενώ οι εργαζόμενοι της προσφεύγουσας επιβεβαίωσαν, στο πλαίσιο των συνεντεύξεων που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου, ότι αυτή δεν τηρούσε δελτία χρόνου απασχόλησης ή άλλο σύστημα καταγραφής του χρόνου εργασίας, τα δε δελτία χρόνου απασχόλησης που υποβλήθηκαν ex post δεν έφεραν ημερομηνία, δεν αναγραφόταν σε αυτά το ωρομίσθιο του κάθε εργαζομένου, ούτε έφεραν την υπογραφή των ερευνητών και του υπεύθυνου διαχειριστή του προγράμματος.

105    Πρέπει ευθύς εξαρχής να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που περιέχουν οι σελίδες 25 και 26 της τελικής έκθεσης ελέγχου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως ότι οι ελεγκτές δεν έλαβαν υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της.

106    Όσον αφορά, πρώτον, τα δελτία χρόνου απασχόλησης που κοινοποίησε η προσφεύγουσα με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της, δεν προκύπτει βεβαίως από την τελική έκθεση ελέγχου ότι οι ελεγκτές εξέτασαν τα δελτία τα οποία φέρεται ότι δεν ήταν προσβάσιμα ενόσω διαρκούσε ο έλεγχος.

107    Πράγματι, δεν προκύπτει σαφώς, σε αντίθεση προς την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, ότι οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι τα ως άνω δελτία, τα οποία υποβλήθηκαν ex post, δεν έφεραν ημερομηνία, ότι δεν μπορούσε να εξακριβωθεί αν συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος Dicoems, ότι δεν αναγραφόταν σε αυτά η ωριαία αμοιβή κάθε εργαζομένου, καθώς και ότι δεν έφεραν την υπογραφή των ερευνητών και του υπεύθυνου διαχειριστή του προγράμματος. Ως προς το ζήτημα αυτό, σημειώνεται ότι δεν προκύπτει ιδίως από τη σελίδα 6 της τελικής έκθεσης ελέγχου, την οποία επικαλείται η Επιτροπή, ότι οι διαπιστώσεις ή συστάσεις των ελεγκτών αφορούσαν τα συνημμένα στο από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο δελτία χρόνου απασχόλησης.

108    Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα συνημμένα στο από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο δελτία χρόνου απασχόλησης είναι ανυπόγραφα, δεν φέρουν ημερομηνία και δεν περιλαμβάνουν ωριαία αμοιβή για κάθε εργαζόμενο.

109    Πλην όμως, κατά το σημείο II.20, παράγραφος 2, των γενικών όρων, οι άμεσες δαπάνες προσωπικού περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο πρόγραμμα Dicoems (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω). Ομοίως, ο οδηγός FP6 προβλέπει ότι ο χρόνος εργασίας που χρεώνεται καταγράφεται καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος με κάθε εύλογο, πλην όμως αξιόπιστο μέσο (συμπεριλαμβανομένων των δελτίων χρόνου απασχόλησης) και ότι ο υπεύθυνος έργου τον οποίο έχει ορίσει ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να πιστοποιεί την καταγραφή (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω).

110    Ως προς το ζήτημα αυτό, από τη νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση προσκομίσεως κατάλληλων παραστατικών για τις φερόμενες ως επιλέξιμες δαπάνες έχει ως μόνο σκοπό να παρέχονται στην Επιτροπή τα απαραίτητα στοιχεία για να ελέγξει αν οι πόροι της Ένωσης χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης (βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2016, ANKO κατά Επιτροπής, T‑155/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:245, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Πρέπει να προστεθεί ότι η Επιτροπή, η οποία δεν έχει άμεση αντίληψη της εκτελέσεως των εργασιών της προσφεύγουσας, δεν έχει άλλο μέσο για να ελέγξει την ακρίβεια των δηλωθεισών δαπανών προσωπικού πλην των στοιχείων που προκύπτουν, ιδίως, από αξιόπιστα φύλλα καταγραφής χρόνου απασχόλησης (βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2016, ANKO κατά Επιτροπής, T‑155/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:245, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

112    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα δελτία χρόνου απασχόλησης που κοινοποίησε η προσφεύγουσα δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του σημείου II.19, παράγραφος 1, και του σημείου II.20 των γενικών όρων της σύμβασης, καθώς και εκείνες του οδηγού FP6, και, ως εκ τούτου, δεν αρκούσαν προς πιστοποίηση του υποστατού των δαπανών προσωπικού στις οποίες υποβλήθηκε η προσφεύγουσα κατά το μέτρο που οι πληροφορίες που περιείχαν δεν ήταν επαληθεύσιμες και αξιόπιστες κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 81 ανωτέρω.

113    Επιπροσθέτως, κατά το μέτρο που τα δελτία χρόνου απασχόλησης που υπέβαλε η προσφεύγουσα, ως παράρτημα του από 5 Νοεμβρίου 2009 εγγράφου της, δεν αρκούσαν προς πιστοποίηση του υποστατού των δαπανών προσωπικού, κατά λογική αναγκαιότητα δεν αρκεί προς τούτο ούτε ο πίνακας που καταρτίστηκε με χρήση των δεδομένων που περιείχαν τα εν λόγω δελτία. Επομένως, ο πίνακας τον οποίο περιέλαβε η προσφεύγουσα στο από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της και τον οποίο επανέλαβε στο σημείο 10 του δικογράφου της προσφυγής ως πίνακα 3 δεν μπορούσε να αποτελέσει αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο προς πιστοποίηση του υποστατού των δαπανών προσωπικού.

114    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 112 ανωτέρω, τα υποβληθέντα από την προσφεύγουσα δελτία χρόνου απασχόλησης δεν αρκούν προς πιστοποίηση του υποστατού των δαπανών προσωπικού, παρέλκει ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος της ακρίβειας των λοιπών περιστάσεων που επισημάνθηκαν από τους ελεγκτές, ήτοι, αφενός, ότι οι εργαζόμενοι της προσφεύγουσας οι οποίοι ερωτήθηκαν στο πλαίσιο του ελέγχου επιβεβαίωσαν ότι ο χρόνος εργασίας δεν καταγραφόταν και, αφετέρου, ότι, κατά τον έλεγχο, η προσφεύγουσα δεν επικαλέσθηκε πρόβλημα προσβάσεως στα δελτία χρόνου απασχόλησης που υποστήριζε ότι τηρούσε σε ηλεκτρονική μορφή.

115    Όσον αφορά, δεύτερον, τις τριμηνιαίες χρονικές αναφορές στις οποίες στηρίζεται η προσφεύγουσα προβάλλοντας ότι θα έπρεπε να έχουν θεωρηθεί επαρκείς για την πιστοποίηση του υποστατού των άμεσων δαπανών προσωπικού, επισημαίνεται ότι, στις εν λόγω αναφορές, οι οποίες προσκομίστηκαν ως παράρτημα A.11 του δικογράφου της προσφυγής, μνημονεύεται η συμμετοχή κάθε εργαζομένου, για το αντίστοιχο τρίμηνο, στο οικείο τμήμα του προγράμματος («Work package»).

116    Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει εν προκειμένω ότι οι ως άνω αναφορές περιείχαν μόνο συνολική τριμηνιαία κατάσταση των ωρών που χρεώθηκαν από την προσφεύγουσα («person-month units») σε κάθε τμήμα του προγράμματος («Work Packages») και όχι μηνιαία ανάλυση, ανά εργαζόμενο, των ωρών που διατέθηκαν στο πρόγραμμα. Οι τριμηνιαίες αναφορές των ωρών εργασίας δεν ανέφεραν την ωριαία αμοιβή κάθε εργαζομένου ούτε συνοδεύονταν από αποδεικτικά της μισθοδοσίας του. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι σκοπός των τριμηνιαίων αναφορών των ωρών εργασίας ήταν να παρουσιάσουν μια γενική εικόνα του ανθρώπινου δυναμικού που χρησιμοποιούσε ο κάθε δικαιούχος ανά τρίμηνο προκειμένου να ελέγξει η Επιτροπή εάν αυτό ήταν σύμφωνο με την εξέλιξη του προγράμματος. Προσθέτει ότι το παράρτημα 1 της σύμβασης περιλαμβάνει μια εκτίμηση του συνολικού αριθμού των εργαζομένων («person-months») που θα χρειαζόταν να απασχολήσει ο κάθε δικαιούχος, ανά περίοδο, για την εκτέλεση συγκεκριμένων τμημάτων του προγράμματος. Η Επιτροπή επικαλείται τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 59 της απόφασης της 9ης Ιουλίου 2013, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής (T‑552/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:349), και υποστηρίζει ότι οι τριμηνιαίες αναφορές δεν ανταποκρίνονταν στις τυπικές απαιτήσεις του άρθρου ΙΙ.19, παράγραφος 1, των γενικών όρων της σύμβασης και δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν τα δελτία χρόνου απασχόλησης από ουσιαστική άποψη.

117    Διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι ως άνω τριμηνιαίες αναφορές προόδου δεν ανέφεραν την ωριαία αμοιβή κάθε εργαζομένου ούτε συνοδεύονταν από αποδεικτικά μισθοδοσίας.

118    Ακόμη και αν γινόταν δεκτό, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα, ότι η κατά το σημείο II.19, παράγραφος 1, των γενικών όρων υποχρέωση, ήτοι οι δαπάνες να είναι πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεση του προγράμματος, είναι αόριστη, οι τριμηνιαίες αναφορές που υποβλήθηκαν από την προσφεύγουσα δεν περιείχαν πάντως τις αναγκαίες πληροφορίες προς πιστοποίηση του υποστατού των δαπανών προσωπικού, ήτοι τον αριθμό των ωρών απασχόλησης κάθε εργαζομένου ή την ωριαία αμοιβή του.

119    Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθεί ότι οι εν λόγω αναφορές δεν αρκούσαν αφ’ εαυτών για να αποδειχθεί το υποστατό των δαπανών προσωπικού, τηρουμένων των υποχρεώσεων που προβλέπουν οι γενικοί όροι.

120    Όσον αφορά, τρίτον, την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα επιχειρήματά της σχετικά με την ωριαία αμοιβή, επισημαίνονται τα εξής. Όπως προκύπτει από την προσωρινή έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι δαπάνες προσωπικού των οποίων ζητήθηκε η απόδοση ήταν οι ίδιες με εκείνες που αναγράφονταν στον προσωρινό προϋπολογισμό και ότι η ωριαία αμοιβή ήταν η ίδια για όλους τους εργαζομένους. Κατά συνέπεια, εκτίμησαν ότι οι δαπάνες των οποίων ζητήθηκε η απόδοση δεν αντιστοιχούσαν σε πραγματικές δαπάνες σύμφωνα με το σημείο II.19, παράγραφος 1, των γενικών όρων. Οι ελεγκτές προσέθεσαν ότι ο αριθμός των ωρών που ζητήθηκαν για τη συμμετοχή ορισμένων υπαλλήλων διοικητικών καθηκόντων ήταν υψηλός.

121    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της υποστήριξε ότι η μέση ενιαία ωριαία αμοιβή που χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό των άμεσων δαπανών μειώθηκε στο ποσό των 37 ευρώ αντί για το ποσό των 40 ευρώ που είχε χρησιμοποιήσει αρχικά. Κατά την προσφεύγουσα, η διαφορά αυτή προέκυψε, μεταξύ άλλων, λόγω της μικρότερης συμμετοχής υψηλόμισθων στελεχών στην υλοποίηση του προγράμματος.

122    Στην τελική έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές εξέθεσαν ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει κανένα αποδεικτικό στοιχείο για τη χρήση των παραγωγικών ωρών και ότι εν πάση περιπτώσει η ύπαρξη τέτοιων ωρών δεν είχε καμία σημασία κατά το μέτρο που απορρίφθηκαν όλες οι δαπάνες προσωπικού.

123    Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ιδίως ότι οι ελεγκτές έλαβαν υπόψη τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, αλλά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι παρείλκε περαιτέρω έλεγχος των υπολογισμών αυτών, διότι οι άμεσες δαπάνες προσωπικού ήταν εν πάση περιπτώσει μη επιλέξιμες λόγω της μη τηρήσεως δελτίων χρόνου απασχόλησης και της μη προσκομίσεως άλλων ισοδύναμων αποδείξεων ικανών να πιστοποιήσουν την επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού.

124    Αρκεί η επισήμανση ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το ζήτημα της μεθόδου υπολογισμού των ωριαίων αμοιβών δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω, κατά το μέτρο που οι δαπάνες προσωπικού είχαν ήδη στο σύνολό τους ορθώς απορριφθεί από τους ελεγκτές. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας είναι εν πάση περιπτώσει αλυσιτελή. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι οι ελεγκτές έλαβαν θέση, στην τελική έκθεση ελέγχου, επί των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας σχετικά με τον υπολογισμό της ωριαίας αμοιβής.

125    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι το σύνολο των δαπανών προσωπικού δεν ήταν επιλέξιμο για τη χρηματοδότηση της Ένωσης.

–       Επί της επιλεξιμότητας των εξόδων ταξιδίου

126    Όσον αφορά τα έξοδα ταξιδίου, οι ελεγκτές επισήμαναν ιδίως ότι το ποσό των 1 934,47 ευρώ είχε ζητηθεί δύο φορές και, για αυτόν τον λόγο, πρότειναν τον αποκλεισμό του από τις επιλέξιμες δαπάνες.

127    Με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση των ελεγκτών ότι το ως άνω ποσό είχε υπολογιστεί δύο φορές ως έξοδο και προέβαλε ότι αφορούσε έξοδα για το προσωπικό. Κατά τον πίνακα που παρέθεσε η προσφεύγουσα, τόσο στο εν λόγω έγγραφο όσο και στο σημείο 7 του δικογράφου της προσφυγής, το ποσό των 1 934,47 ευρώ αφορούσε δαπάνες προσωπικού και οφειλόταν σε διαφορά στην επιμέτρηση εργασίμων «ωρών» για το έτος 2004. Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης «αναλυτικές λογιστικές εγγραφές καταχώρισης εξόδων ταξιδιών» οι οποίες αποτελούν το παράρτημα A.13 του δικογράφου της προσφυγής. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ουδέποτε απάντησε στις εξηγήσεις που παρέσχε με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της.

128    Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι ελεγκτές έλαβαν θέση στην τελική έκθεση ελέγχου επί των ισχυρισμών της προσφεύγουσας σχετικά με τα έξοδα ταξιδίου. Ειδικότερα, οι ελεγκτές εξήγησαν ότι οι δαπάνες ταξιδιού που η προσφεύγουσα είχε δηλώσει ως επιλέξιμες ήταν 5 012,68 ευρώ για την πρώτη περίοδο και 3 828,11 ευρώ για τη δεύτερη. Η επιλεξιμότητα των ποσών αυτών είχε ελεγχθεί βάσει πληροφοριών που προσκόμισε η ίδια η προσφεύγουσα στους ελεγκτές και συγκεκριμένα με το από 24 Ιουλίου 2009 ηλεκτρονικό μήνυμα του B. Ωστόσο, κατά τους ελεγκτές, το ποσό των 1 934,47 ευρώ δεν σχετιζόταν με δαπάνες προσωπικού. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι C, D και E για τη συμμετοχή τους σε σύσκεψη στο πλαίσιο του προγράμματος στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο) στις 15 και 16 Ιουλίου 2004.

129    Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι από το έγγραφο που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατόπιν του αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου για προσκόμιση ευανάγνωστου κειμένου του παραρτήματος A.13 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δήλωσε το ποσό των 5 012,68 ευρώ για έξοδα ταξιδίου που έγιναν στο πλαίσιο του προγράμματος Dicoems για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2004. Εντούτοις, το ποσό αυτό, το οποίο αντιστοιχεί στο ζητηθέν ποσό για την πρώτη περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως την 30ή Ιουνίου 2004, περιελάμβανε το ποσό των 1 934,47 ευρώ που αφορούσαν το ταξίδι στο Λονδίνο στις 15 και 16 Ιουλίου 2004, ενώ το ταξίδι αυτό πραγματοποιήθηκε εκτός της εν λόγω περιόδου. Επομένως, το τελευταίο αυτό ποσό δεν μπορούσε να ζητηθεί στο πλαίσιο της πρώτης περιόδου αναφοράς.

130    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τους καταρτισθέντες από τους ελεγκτές πίνακες υπολογισμών που προσκομίστηκαν από την Επιτροπή κατόπιν ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου και επί των οποίων η προσφεύγουσα διατύπωσε τις απόψεις της, καθώς και από τις εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή, τα έξοδα για το ταξίδι στο Λονδίνο στις 15 και 16 Ιουλίου 2004 ζητήθηκαν πράγματι τόσο στο πλαίσιο της πρώτης όσο και στο πλαίσιο της δεύτερης περιόδου.

131    Κατά συνέπεια, ορθώς οι ελεγκτές απέκλεισαν το ποσό των 1 934,47 ευρώ από τα έξοδα ταξιδιών.

–       Επί της επιλεξιμότητας των έμμεσων δαπανών

132    Όσον αφορά τις έμμεσες δαπάνες, επισημαίνεται ότι από την προσωρινή έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι οι ελεγκτές απέρριψαν το σύνολο των έμμεσων δαπανών κατά το μέτρο που απορρίφθηκε το σύνολο των δαπανών προσωπικού. Επιπλέον, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι, ενώ η προσφεύγουσα είχε αρχικώς επιλέξει για τον υπολογισμό των έμμεσων δαπανών τη μέθοδο των «συνολικών δαπανών», στη συνέχεια εφάρμοσε τη μέθοδο των «συνολικών δαπανών – κατ’ αποκοπή γενικών εξόδων» στην αίτηση απόδοσης των δαπανών. Κατά την άποψή τους, η τελευταία αυτή μέθοδος δεν ήταν η αρμόζουσα για την περίπτωση της προσφεύγουσας. Ομοίως, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει επαρκή και κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία για να επιβεβαιώσει το υποστατό των ζητηθεισών έμμεσων δαπανών.

133    Ως προς το ζήτημα αυτό, η προσφεύγουσα, με το από 5 Νοεμβρίου 2009 έγγραφό της, υποστήριξε ότι χρησιμοποίησε, για τον υπολογισμό των εμμέσων δαπανών, τη μέθοδο των «συνολικών δαπανών» και ότι ο συντελεστής των δαπανών αυτών που ήταν 20 % για το 2003 εφαρμόστηκε εκ παραδρομής και για τα επόμενα έτη. Κατά συνέπεια, υπέβαλε (ως πίνακα 4) νέο υπολογισμό των εμμέσων δαπανών στις οποίες θεωρούσε ότι είχε υποβληθεί, ακολουθώντας τις οδηγίες των ελεγκτών.

134    Στην τελική έκθεση ελέγχου οι ελεγκτές υποστήριξαν ότι ζητήθηκε από την προσφεύγουσα η υποβολή υπολογισμού των εμμέσων δαπανών τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του ελέγχου. Κατά συνέπεια, εκτίμησαν ότι δεν μπορούσαν να αξιολογήσουν την εγκυρότητα των νέων υπολογισμών που υπέβαλε η προσφεύγουσα. Επανέλαβαν πάντως το συμπέρασμά τους ότι ο υπολογισμός των εμμέσων δαπανών δεν ήταν κρίσιμος, δεδομένου ότι είχε απορριφθεί το σύνολο των δαπανών προσωπικού.

135    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματά της ότι ουδέποτε είχε χρησιμοποιήσει άλλη μέθοδο υπολογισμού από εκείνη για την οποία νομιμοποιούνταν ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη και ότι η Επιτροπή ενέμεινε στις θέσεις του ελέγχου. Προσθέτει ότι, για τον υπολογισμό των εμμέσων δαπανών, χρησιμοποίησε τον μαθηματικό τύπο που καθιστά δυνατή την ποσοτικοποίησή τους, όπως η Επιτροπή τον είχε ορίσει στη σελίδα 37 του οδηγού FP6. Μολονότι η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι ο νέος υπολογισμός που έγινε με το από 5 Νοεμβρίου 2009 υπόμνημά της παρουσίαζε απόκλιση 11 856,67 ευρώ σε σχέση με τους αρχικούς υπολογισμούς, υποστηρίζει εντούτοις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καταχρηστικώς καταλόγισε σε αυτήν το σύνολο του ποσού των εμμέσων δαπανών.

136    Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά το μέτρο που καμία από τις άμεσες δαπάνες που δήλωσε η προσφεύγουσα δεν θεωρήθηκε επιλέξιμη, καμία έμμεση δαπάνη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια, δεδομένου ότι, κατά το σημείο ΙΙ.21 των γενικών όρων, έμμεσες δαπάνες είναι όλες οι επιλέξιμες δαπάνες οι οποίες μπορούν να προσδιοριστούν και να δικαιολογηθούν από το λογιστικό σύστημα του δικαιούχου ως πραγματοποιηθείσες σε άμεση σχέση με τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες (πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, Epsilon International κατά Επιτροπής, T‑477/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:714, σκέψη 112).

137    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως εκτίμησαν οι ελεγκτές, η μέθοδος υπολογισμού των εμμέσων λειτουργικών δαπανών που επέλεξε η προσφεύγουσα δεν ασκεί επιρροή, κατά το μέτρο που το σύνολο των εμμέσων δαπανών κρίθηκε ορθώς ως μη επιλέξιμο λόγω της μη επιλεξιμότητας των άμεσων δαπανών προσωπικού και, επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας είναι απορριπτέα ως αλυσιτελή. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των εμμέσων δαπανών.

138    Ως εκ τούτου, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται η καταχρηστικότητα της υποχρέωσης απόδειξης της παρασχεθείσας εργασίας μέσω των δελτίων χρόνου απασχόλησης

139    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι καταχρηστικός ο όρος της μεταξύ αυτής και της Επιτροπής σύμβασης περί του ότι μόνος τρόπος απόδειξης του παρασχεθέντος χρόνου απασχόλησης από το προσωπικό που εργάστηκε στο όλο πρόγραμμα ήταν η προσκόμιση δελτίων χρόνου απασχόλησης. Προσάπτει στην Επιτροπή ότι ζήτησε την επιστροφή του συνόλου της χρηματοδότησης που αντιστοιχεί στην εργασία λόγω της μη έγκαιρης προσκόμισης των δελτίων χρόνου απασχόλησης κατά τον έκτακτο έλεγχο, παρά το γεγονός ότι είχε λάβει το αποτέλεσμα της εργασίας. Συνεπώς, η καταχρηστικότητα του όρου αυτού της σύμβασης έγκειται στο ότι αυτός διαλαμβάνει ότι είναι δυνατόν να παραχθεί αποτέλεσμα χωρίς παροχή εργασίας.

140    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

141    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι στους γενικούς όρους δεν γίνεται αναφορά σε δελτία χρόνου απασχόλησης αλλά απλώς στο ότι οι άμεσες δαπάνες προσωπικού περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο πρόγραμμα (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω).

142    Ομοίως, διαπιστώνεται ότι η πρόταση των ελεγκτών για εξαίρεση από τις επιλέξιμες δαπάνες του συνόλου των δαπανών προσωπικού στηριζόταν στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν τηρούσε φύλλα χρόνου εργασίας ή άλλα αντίστοιχης φύσης έγγραφα ικανά να επιβεβαιώσουν τον χρόνο που αφιερωνόταν στο πρόγραμμα. Όσον αφορά το σύστημα καταγραφής χρόνου απασχόλησης, οι ελεγκτές είχαν ιδίως επισημάνει ότι δεν τηρούνταν δελτία χρόνου απασχόλησης και ότι δεν δόθηκε καμία εξήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η προσφεύγουσα υπολόγισε τις ώρες που δηλώθηκαν για κάθε εργαζόμενο.

143    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι τα δελτία χρόνου απασχόλησης ήταν το μόνο αποδεκτό από τους ελεγκτές και την Επιτροπή μέσο απόδειξης του υποστατού των δαπανών προσωπικού.

144    Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από την τελική έκθεση ελέγχου και από την προσβαλλόμενη απόφαση, στην εξαίρεση του συνόλου των δαπανών προσωπικού από τις επιλέξιμες δαπάνες δεν οδήγησε μόνο η απουσία αξιόπιστων δελτίων χρόνου απασχόλησης, αλλά η αδυναμία της προσφεύγουσας να αποδείξει το υποστατό των δαπανών προσωπικού στις οποίες υποβλήθηκε, τούτο δε με οποιοδήποτε μέσο.

145    Κατά δεύτερον, διαπιστώνεται ότι με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα αμφισβητεί την υποχρέωση επιστροφής των καταβληθέντων σε αυτήν ποσών για «τυπικούς λόγους», ενώ η εργασία είχε παρασχεθεί και το πρόγραμμα είχε υλοποιηθεί, σύμφωνα με το σημείο II.20 των γενικών όρων. Πλην όμως, η υποχρέωση πιστοποίησης του υποστατού των πραγματοποιηθεισών δαπανών δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς «τυπική», σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 79 έως 84 ανωτέρω.

146    Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά θεμελιώδη αρχή που διέπει τις χρηματοδοτικές συνδρομές της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να επιχορηγεί μόνον δαπάνες οι οποίες πράγματι αναλήφθηκαν. Από την αρχή αυτή συνάγεται ότι, προς δικαιολόγηση της παροχής ορισμένης επιχορηγήσεως, δεν αρκεί να αποδείξει ο δικαιούχος της ενισχύσεως ότι το έργο εκτελέσθηκε. Ο δικαιούχος οφείλει επιπλέον να αποδείξει ότι υποβλήθηκε στις δηλωθείσες δαπάνες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της οικείας συνδρομής, δεδομένου ότι μόνον οι δεόντως δικαιολογημένες δαπάνες μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμες. Η υποχρέωση τηρήσεως των χρηματοδοτικών προϋποθέσεων καταλέγεται στις ουσιώδεις δεσμεύσεις του δικαιούχου και, για τον λόγο αυτό, αποτελεί προϋπόθεση της χορηγήσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής (βλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Οκτωβρίου 2019, Help – Hilfe zur Selbsthilfe κατά Επιτροπής, T‑335/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:736, σκέψη 159 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

147    Συνεπεία των ανωτέρω, έχει κριθεί ότι ούτε η υλοποίηση του επιχορηγηθέντος προγράμματος ανθρωπιστικής βοήθειας ούτε τα επιτευχθέντα καλά αποτελέσματα αρκούσαν προς απόδειξη του υποστατού των δηλωθεισών δαπανών και προς δικαιολόγηση εν τέλει της καταβολής της επιχορήγησης στον δικαιούχο (βλ. απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, Help – Hilfe zur Selbsthilfe κατά Επιτροπής, T‑335/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:736, σκέψη 160 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

148    Ομοίως, έχει κριθεί ότι η μη τήρηση της υποχρεώσεως υποβολής, κατά τον οικονομικό έλεγχο, αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης προς δικαιολόγηση των δηλωθεισών δαπανών προσωπικού συνιστά επαρκή λόγο απορρίψεως του συνόλου των δαπανών αυτών (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

149    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, δεδομένου ότι ένα μέρος των εν λόγω δαπανών κρίθηκε μη επιλέξιμο και ο δικαιούχος δεν συμμορφώθηκε με τη συμβατική του υποχρέωση να δικαιολογήσει τη χρήση των ποσών που του διατέθηκαν, το μέρος αυτό των δαπανών πρέπει να ανακτηθεί κατά το αντίστοιχο ποσό από την Επιτροπή, το δε γεγονός ότι ο δικαιούχος έχει εν τω μεταξύ ολοκληρώσει το έργο που αφορά η σύμβαση επιχορήγησης δεν μπορεί να επηρεάσει την υποχρέωση αυτή (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 68).

150    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι η υποχρέωση πιστοποίησης του υποστατού των δαπανών αποτελεί καταχρηστικό όρο και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραγραφή της απαίτησης

151    Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, με το σημείο 17 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή την ενημέρωσε ιδίως ότι η απόφαση αυτή είναι τίτλος εκτελεστός και ότι η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος στην επικράτεια του οποίου επισπεύδεται. Θεωρώντας ότι η σχετική αναγκαστική εκτέλεση θα διενεργηθεί εντός της ελληνικής επικράτειας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύουν στην Ελλάδα. Πλην όμως, τα άρθρα 915 και 916 του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπουν ότι, για να επιδιωχθεί αναγκαστικώς μια απαίτηση, αυτή θα πρέπει να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, χαρακτηριστικά τα οποία κρίνονται με βάση το ελληνικό δίκαιο ως δίκαιο της εκτέλεσης. Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 250 του ελληνικού Αστικού Κώδικα ορίζει ότι εμπορικές απαιτήσεις παραγράφονται εντός πέντε ετών από τη γέννησή τους. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η απαίτηση αυτή, αν υποτεθεί ότι υφίσταται, είχε παραγραφεί κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ανεξαρτήτως του αν γεννήθηκε με την ολοκλήρωση του προγράμματος το 2006 ή κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε γνώση των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, ήτοι μεταξύ της 3ης και της 6ης Αυγούστου 2009. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν πραγματοποίησε καμία ενέργεια διακοπτική της παραγραφής, δεδομένου ότι η κοινοποίηση εγγράφων ή του χρεωστικού σημειώματος, για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 7 ανωτέρω, δεν είχε διακόψει την παραγραφή της απαίτησης.

152    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

153    Αρκεί να επισημανθεί, αφενός, ότι δυνάμει του άρθρου 299, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος μέλος εντός του οποίου επισπεύδεται. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η μνεία των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας αφορά τις εθνικές διατάξεις που διέπουν την αναγκαστική εκτέλεση (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Δήμος Ζαγορίου, C‑217/16, EU:C:2017:841, σκέψη 14). Συνεπώς, το άρθρο 299, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν αναφέρεται, όπως επισημαίνει και η Επιτροπή, στο σύνολο της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους και, επομένως, το άρθρο 250 του ελληνικού Αστικού Κώδικα περί πενταετούς παραγραφής το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω.

154    Αφετέρου, έχει κριθεί ότι η παραγραφή, δυνάμει του άρθρου 2262bis, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα, ο οποίος διέπει εν προκειμένω τη σύμβαση βάσει του άρθρου 12 αυτής, είναι δεκαετής (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2013, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, T‑552/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:349, σκέψη 80). Κατά συνέπεια, η επίμαχη απαίτηση δεν είχε παραγραφεί κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

155    Ως εκ τούτου, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

156    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το ακυρωτικό αίτημα της προσφεύγουσας.

 Επί των λοιπών αιτημάτων της προσφεύγουσας

157    Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο «να αναγνωρί[σει] ότι ο παρασχεθείς χρόνος εργασίας του προσωπικού [της] για το παραδοθέν έργο είναι ο αναφερόμενος στο ιστορικό της [προσφυγής]». Με το δικόγραφο της προσφυγής, και ιδίως στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι ήταν επιλέξιμο το σύνολο των δαπανών προσωπικού που η Επιτροπή απέκλεισε από τη χρηματοδότηση. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι με το δεύτερο αίτημά της η προσφεύγουσα ζητεί να κριθούν επιλέξιμες οι δαπάνες προσωπικού τις οποίες είχε δηλώσει.

158    Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί η διαπίστωση ότι το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας στηρίζεται στα ίδια επιχειρήματα που αυτή ανέπτυξε στο πλαίσιο του δεύτερου και τρίτου λόγου ακυρώσεως προς στήριξη του πρώτου αιτήματός της με το οποίο ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Πλην όμως, δεδομένου ότι τόσο οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως όσο και το πρώτο αίτημα απορρίφθηκαν εν προκειμένω, το αίτημα αυτό πρέπει επίσης εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί.

159    Όσον αφορά το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο αίτημα, με τα οποία η προσφεύγουσα ζητεί, πρώτον, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος εκείνο για το οποίο δεν έχει καταβληθεί η τρίτη δόση, δεύτερον, να συμψηφιστούν τα τυχόν επιστρεπτέα ποσά με τα μηδέποτε καταβληθέντα ως τρίτη δόση και, τρίτον, να θεωρηθεί η προσφυγή ως γεγονός διακοπτικό της παραγραφής της αξίωσής της για καταβολή της τρίτης δόσης εκ μέρους της Επιτροπής, επισημαίνεται ότι τα αιτήματα αυτά προϋποθέτουν την αναγνώριση του δικαιώματος της προσφεύγουσας να της καταβληθεί η τρίτη δόση της χρηματοδότησης εκ μέρους της Επιτροπής.

160    Πλην όμως, ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται ότι τα ως άνω αιτήματα δεν στηρίζονται σε καμία επιχειρηματολογία. Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν κρίσιμα μόνον αν η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ακυρωθεί κατ’ αποδοχή του πρώτου αιτήματος. Κατά το μέτρο που το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης απορρίφθηκε εν προκειμένω (βλ. σκέψη 156 ανωτέρω), πρέπει επίσης και εν πάση περιπτώσει να απορριφθούν το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο αίτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

161    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο AE στα δικαστικά έξοδα.

Tomljenović

Schalin

Škvařilová-Pelzl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Οκτωβρίου 2021.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Σ. Παπασάββας


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.