Language of document : ECLI:EU:T:2021:52

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 3ης Φεβρουαρίου 2021 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων – Κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύει η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων – Διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο – Υποχρέωση του Συμβουλίου να διακριβώσει ότι η απόφαση της αρχής τρίτου κράτους ελήφθη με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»

Στην υπόθεση T‑258/20,

Oleksandr Viktorovych Klymenko, κάτοικος Μόσχας (Ρωσία), εκπροσωπούμενος από την M. Phelippeau, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον A. Vitro και την P. Mahnič,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2020/373 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2020, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2020, L 71, σ. 10), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/370 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2020, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2020, L 71, σ. 1), στο μέτρο που το όνομα του προσφεύγοντος εξακολούθησε να περιλαμβάνεται, βάσει των ως άνω πράξεων, στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά αυτά μέτρα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Spielmann, πρόεδρο, O. Spineanu-Matei και R. Mastroianni (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, κατόπιν της καταστολής των διαδηλώσεων στην πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου (Ουκρανία) τον Φεβρουάριο του 2014.

2        Ο προσφεύγων, Oleksandr Viktorovych Klymenko, διατέλεσε Υπουργός Εσόδων και Δαπανών στην Ουκρανία.

3        Στις 5 Μαρτίου 2014 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 26). Το Συμβούλιο εξέδωσε αυθημερόν τον κανονισμό (ΕΕ) 208/2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 1).

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της αποφάσεως 2014/119 διευκρινίζουν τα εξής:

«(1)      Στις 20 Φεβρουαρίου 2014, το Συμβούλιο καταδίκασε εντονότατα κάθε χρήση βίας στην Ουκρανία. Ζήτησε τον άμεσο τερματισμό της βίας στην Ουκρανία και τον πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Κάλεσε την ουκρανική κυβέρνηση να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή αυτοσυγκράτηση και τους ηγέτες της αντιπολίτευσης να αποστασιοποιηθούν από όσους καταφεύγουν σε ακραίες ενέργειες, περιλαμβανομένης της βίας.

(2)      Στις 3 Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο αποφάσισε να εστιάσει τα περιοριστικά μέτρα στη δέσμευση και την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων προσώπων που έχουν [ορισθεί] ως υπεύθυνα για την [υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, με σκοπό την παγίωση και την υποστήριξη του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ουκρανία.»

5        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2014/119 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην [κυριότητα] ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν αναγνωριστεί ως υπεύθυνα για την [υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

2.      Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα ή προς όφελος αυτών.»

6        Οι όροι εφαρμογής της δέσμευσης αυτής κεφαλαίων καθορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 3 έως 6, της αποφάσεως 2014/119.

7        Σύμφωνα με την απόφαση 2014/119, ο κανονισμός 208/2014 επιβάλλει τη λήψη των επίμαχων περιοριστικών μέτρων και καθορίζει τους όρους εφαρμογής τους χρησιμοποιώντας, κατ’ ουσίαν, διατύπωση πανομοιότυπη με εκείνη της ως άνω αποφάσεως.

8        Τα ονόματα των προσώπων τα οποία αφορούν η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 περιλαμβάνονται στον κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα της αποφάσεως και στο παράρτημα I του κανονισμού (στο εξής: κατάλογος), συνοδευόμενα, μεταξύ άλλων, από αιτιολογία για την καταχώρισή τους. Αρχικώς, το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο.

9        Η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 τροποποιήθηκαν με την εκτελεστική απόφαση 2014/216/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2014, για την εφαρμογή της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2014, L 111, σ. 91), και με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 381/2014 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2014, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2014, L 111, σ. 33) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Απριλίου 2014).

10      Με τις πράξεις του Απριλίου 2014, το όνομα του προσφεύγοντος προστέθηκε στον κατάλογο, συνοδευόμενο από τα στοιχεία ταυτοποίησης «πρώην Υπουργός Εσόδων και Δαπανών» και την ακόλουθη αιτιολογία:

«Πρόσωπο κατά του οποίου έχει κινηθεί έρευνα στην Ουκρανία για συμμετοχή σε εγκλήματα σχετιζόμενα με την υπεξαίρεση ουκρανικού δημόσιου χρήματος και την παράνομη μεταφορά του εκτός της χώρας.»

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουνίου 2014, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑494/14 και είχε ως αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των πράξεων του Απριλίου 2014 κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

12      Στις 29 Ιανουαρίου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/143, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 16), και τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/138, για την τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 1).

13      Με την απόφαση 2015/143 διευκρινίστηκε ποια κριτήρια θα διέπουν, από 31ης Ιανουαρίου 2015, την καταχώριση των προσώπων εις βάρος των οποίων ισχύει η δέσμευση κεφαλαίων. Ειδικότερα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/119 αντικαταστάθηκε με το ακόλουθο κείμενο:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην [κυριότητα] ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, στα πρόσωπα που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων συγκαταλέγονται και πρόσωπα για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες για:

α)      υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων ή [ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του ουκρανικού Δημοσίου] ή συνέργεια [στα αδικήματα αυτά], ή

β)      κατάχρηση εξουσίας από μέρους κρατικού λειτουργού με σκοπό την εξασφάλιση οφέλους για τον ίδιο/α ή τρίτους, προκαλώντας έτσι ζημία στα ουκρανικά δημόσια κεφάλαια ή [περιουσιακά στοιχεία], ή για συνέργεια.»

14      Ο κανονισμός 2015/138 τροποποίησε τον κανονισμό 208/2014 σύμφωνα με την απόφαση 2015/143.

15      Στις 5 Μαρτίου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/364, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 25), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/357, περί εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2015). Με την απόφαση 2015/364, αφενός, αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 της αποφάσεως 2014/119 και παρατάθηκε η ισχύς των περιοριστικών μέτρων, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, έως τις 6 Μαρτίου 2016 και, αφετέρου, τροποποιήθηκε το παράρτημα της τελευταίας αυτής αποφάσεως. Με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/357 τροποποιήθηκε, κατά συνέπεια, το παράρτημα I του κανονισμού αριθ. 208/2014.

16      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2015, το όνομα του προσφεύγοντος εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο, συνοδευόμενο από τα στοιχεία ταυτοποίησης «πρώην [Υ]πουργός Εσόδων και Δαπανών» και από την ακόλουθη νέα αιτιολογία:

«Πρόσωπο [κατά του οποίου] έχει κινηθεί ποινική διαδικασία από τις ουκρανικές αρχές για [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή περιουσιακών στοιχείων [του Δημοσίου] και για κατάχρηση [εξουσίας] ως κρατικού [αξιωματούχου] προκειμένου να [προσπορίσει αδικαιολόγητο όφελος στον εαυτό του ή σε] τρίτο, και, ως εκ τούτου, προκαλώντας απώλεια δημόσιων πόρων ή περιουσιακών στοιχείων της Ουκρανίας.»

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2015, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑245/15 και είχε ως αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2015 κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

18      Στις 4 Μαρτίου 2016 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/318, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 76), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/311, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2016).

19      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2016, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, έως τις 6 Μαρτίου 2017, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί, σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου 2015, η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματός του.

20      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2016, ο προσφεύγων προσάρμοσε, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής που είχε ασκήσει στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑245/15, προκειμένου να ζητήσει και την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2016, κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

21      Με διάταξη της 10ης Ιουνίου 2016, Klymenko κατά Συμβουλίου (T-494/14, EU:T:2016:360), εκδοθείσα βάσει του άρθρου 132 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τη μνημονευθείσα στη σκέψη 11 ανωτέρω προσφυγή, κρίνοντάς την προδήλως βάσιμη και ακυρώνοντας, κατά συνέπεια, τις πράξεις του Απριλίου 2014, κατά το μέτρο που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

22      Στις 3 Μαρτίου 2017 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/381, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 34), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/374, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2017).

23      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2017, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2018, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου 2015.

24      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων προσάρμοσε εκ νέου το δικόγραφο της προσφυγής που είχε ασκήσει στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑245/15, προκειμένου να ζητήσει και την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2017, κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

25      Με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2017, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑245/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:792), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των αιτημάτων του προσφεύγοντος που προαναφέρθηκαν στις σκέψεις 17, 20 και 24 ανωτέρω.

26      Στις 5 Ιανουαρίου 2018 ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αναίρεση κατά της αποφάσεως της 8ης Νοεμβρίου 2017, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑245/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:792), η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως C‑11/18 P.

27      Στις 5 Μαρτίου 2018 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2018/333, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2018, L 63, σ. 48), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/326, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2018, L 63, σ. 5) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2018).

28      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2018, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2019, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί, σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου 2015, η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος.

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Απριλίου 2018, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑274/18 και είχε ως αίτημα την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2018, κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

30      Στις 4 Μαρτίου 2019 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2019/354, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2019, L 64, σ. 7), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/352, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2019, L 64, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2019).

31      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2019, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2020 και το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο με την ίδια αιτιολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, συνοδευόμενη από διευκρίνιση όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στην οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο.

32      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2019, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑295/19 και η οποία είχε ως αίτημα την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2019, κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

33      Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑274/18, EU:T:2019:509), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις πράξεις του Μαρτίου 2018, κατά το μέτρο που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

34      Με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2019, Klymenko κατά Συμβουλίου (C‑11/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:786), το Δικαστήριο, αφενός, αναίρεσε την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2017, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑245/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:792) (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω), και, αφετέρου, ακύρωσε τις πράξεις του Μαρτίου 2015, του Μαρτίου 2016 και του Μαρτίου 2017, κατά το μέτρο που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

35      Μεταξύ του Νοεμβρίου 2019 και του Ιανουαρίου 2020, το Συμβούλιο και ο προσφεύγων είχαν εκτενή αλληλογραφία σχετικά με την πιθανή παράταση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος. Ειδικότερα, το Συμβούλιο διαβίβασε στον προσφεύγοντα πλείονα έγγραφα του γραφείου του γενικού εισαγγελέα της Ουκρανίας (στο εξής: ΓΓΕ) όσον αφορά τις ποινικές διαδικασίες που είχαν κινηθεί κατά του προσφεύγοντος και στις οποίες θα στηριζόταν το Συμβούλιο για να εξετάσει το ενδεχόμενο της εν λόγω παρατάσεως.

36      Στις 5 Μαρτίου 2020 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2020/373, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2020, L 71, σ. 10), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/370, περί εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2020, L 71, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις).

37      Βάσει των προσβαλλόμενων πράξεων, η ισχύς των επίμαχων περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2021 και το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο με την ίδια αιτιολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, συνοδευόμενη από την ακόλουθη διευκρίνιση:

«Η ποινική διαδικασία σχετικά με την υπεξαίρεση κρατικών κεφαλαίων ή [την ιδιοποίηση] περιουσιακών στοιχείων βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Από τις πληροφορίες στον φάκελο του Συμβουλίου προκύπτει ότι τα δικαιώματα [άμυνας] και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του O. Klymenko έγιναν σεβαστά στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στην οποία στηρίχτηκε το Συμβούλιο. Αυτό αποδεικνύεται ιδίως από τις αποφάσεις του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 και της 5ης Οκτωβρίου 2018 για έναρξη ειδικής προκαταρκτικής εξέτασης ερήμην, τις αποφάσεις του τακτικού ανακριτή της 8ης Φεβρουαρίου 2017 και της 19ης Αυγούστου 2019 για τη λήψη προληπτικού μέτρου υπό μορφή προσωρινής κράτησης και τη συνέχιση της διαδικασίας μελέτης του υλικού της ποινικής διαδικασίας από τον συνήγορο υπεράσπισης.»

38      Με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2020, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα τη διατήρηση σε ισχύ των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων. Το Συμβούλιο απάντησε στις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο της προηγούμενης αλληλογραφίας, στις 23 Ιανουαρίου 2020, και του διαβίβασε τις προσβαλλόμενες πράξεις. Επιπλέον, του υπενθύμισε την προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων πριν από τη λήψη αποφάσεως σχετικά με την ενδεχόμενη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο.

 Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής

39      Με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑295/19, EU:T:2020:287), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις πράξεις του Μαρτίου 2019, κατά το μέτρο που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

40      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Μαΐου 2020, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

41      Στις 17 Ιουλίου 2020 το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

42      Με έγγραφο της 29ης Ιουλίου 2020, ο προσφεύγων κλήθηκε, δυνάμει του άρθρου 83, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να υποβάλει υπόμνημα απαντήσεως επί των επιχειρημάτων του Συμβουλίου σχετικά με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε, μεταξύ άλλων, πλάνη εκτιμήσεως, λαμβανομένης υπόψη της εκτιμήσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αποφάσεως της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑295/19, EU:T:2020:287).

43      Το υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Σεπτεμβρίου 2020.

44      Το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 2020. Την ίδια ημέρα περατώθηκε η έγγραφη διαδικασία.

45      Βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ελλείψει αιτήσεως διαδίκου για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, υποβληθείσας εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση στους διαδίκους του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς από τη δικογραφία, αποφάσισε, ελλείψει τέτοιας αιτήσεως, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

46      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις κατά το μέρος που τον αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

47      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων κατά το μέρος που αφορούν τον προσφεύγοντα, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2020/373, έως ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2020/370·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

48      Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο δεύτερος, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και κατάχρηση εξουσίας, ο τρίτος, κατ’ ουσίαν, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ο τέταρτος, έλλειψη νομικής βάσεως και, ο πέμπτος, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

49      Καταρχάς, πρέπει να εξεταστούν, από κοινού, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, με τους οποίους ο προσφεύγων προσάπτει, μεταξύ άλλων, στο Συμβούλιο ότι δεν ήλεγξε πράγματι αν οι ουκρανικές αρχές σεβάστηκαν τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του, με αποτέλεσμα να υποπέσει, κατά την άποψη του προσφεύγοντος, σε σφάλμα εκτιμήσεως κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.

50      Στο πλαίσιο των λόγων αυτών ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το Συμβούλιο δεν ήλεγξε αν κατά τις εις βάρος του ποινικές διαδικασίες, με κωδικούς αναφοράς 42017000000000113 (στο εξής: διαδικασία 113) και 42014000000000521 (στο εξής: διαδικασία 521), αντιστοίχως, στις οποίες στήριξε την απόφασή του να διατηρήσει σε ισχύ τα εις βάρος του προσφεύγοντος περιοριστικά μέτρα, είχαν γίνει σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του.

51      Κατά τον προσφεύγοντα, οι απαντήσεις του ΓΓΕ στις ερωτήσεις του Συμβουλίου σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος, την εξέλιξη των ποινικών διαδικασιών που τον αφορούν καθώς και την αρμοδιότητα των διαφόρων εμπλεκόμενων ανακριτικών αρχών, τις μεταξύ τους σχέσεις και τη μεταβίβαση της ευθύνης για τη διενέργεια των ερευνών από τη μία στην άλλη, δεν ήταν ικανοποιητικές. Ως εκ τούτου, προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Συμβούλιο ότι διενήργησε ανεπαρκείς ελέγχους και ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που του προσκόμισε, όσον αφορά τις διαδικαστικές παρατυπίες που διέπραξαν οι ουκρανικές αρχές και την έλλειψη ανεξαρτησίας τους.

52      Πρώτον, υποστηρίζει ότι, στις 20 Ιουνίου 2019, το όνομά του δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των διεθνώς καταζητουμένων από τη Διεθνή Οργάνωση Αστυνομίας Δίωξης Εγκλήματος (Ιντερπόλ) (στο εξής: κατάλογος καταζητουμένων από την Ιντερπόλ), όπως προκύπτει από τις βεβαιώσεις που εξέδωσε η γραμματεία της επιτροπής ελέγχου των αρχείων της.

53      Δεύτερον, ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν προέβη σε κανέναν έλεγχο όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του όσον αφορά την ανάθεση των προανακρίσεων, οι οποίες είχαν ήδη περατωθεί, στην ουκρανική εθνική υπηρεσία για την καταπολέμηση της διαφθοράς, και μάλιστα αφού είχε παρέλθει χρονικό διάστημα άνω των έξι ετών από την έναρξή τους.

54      Τρίτον, υποστηρίζει ότι η απόφαση του τακτικού ανακριτή του δικαστηρίου της περιφέρειας Petchersk του Κιέβου (στο εξής: δικαστήριο του Petchersk) της 5ης Οκτωβρίου 2018 (στο εξής: απόφαση του τακτικού ανακριτή της 5ης Οκτωβρίου 2018), περί κινήσεως ειδικής προκαταρκτικής εξέτασης ερήμην του, εκδόθηκε με τρόπο που δεν διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος.

55      Τέταρτον, ο προσφεύγων φρονεί ότι η χρονική διάρκεια των ποινικών διώξεων οι οποίες ασκήθηκαν εις βάρος του στην Ουκρανία δεν είναι εύλογη, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και ότι είναι πρόδηλο ότι αποκλειστικός σκοπός των ουκρανικών αρχών είναι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση σε ισχύ των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, δεδομένου ότι, σχεδόν κάθε έτος, το ΓΓΕ μνημονεύει διαφορετική διαδικασία, η οποία φέρει μεν διαφορετικό αριθμό πρωτοκόλλου, αλλά αφορά, κατά σύστημα, τις ίδιες αξιόποινες πράξεις. Εξάλλου, η υπέρμετρη χρονική διάρκεια των προανακρίσεων δεν μπορεί να καταλογιστεί παρά μόνο στις αρμόδιες για τις εν λόγω έρευνες αρχές, οι οποίες δεν εξέδωσαν κανένα παραπεμπτικό βούλευμα.

56      Εν τέλει, κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο παρέβη τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τον έλεγχο του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος επανειλημμένως κατήγγειλε την προσβολή τους.

57      Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το τμήμα εφέσεων του ουκρανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταπολέμηση της διαφθοράς, με την απόφασή του της 13ης Μαΐου 2020 (στο εξής: απόφαση της 13ης Μαΐου 2020), ακύρωσε την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 19ης Αυγούστου 2019 περί εγκρίσεως προληπτικού μέτρου κρατήσεως εις βάρος του (στο εξής: απόφαση του τακτικού ανακριτή της 19ης Αυγούστου 2019), με την αιτιολογία ότι δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο ουκρανικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (στο εξής: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας) για την έκδοση τέτοιας αποφάσεως, ήτοι να περιλαμβάνεται το όνομα του ενδιαφερομένου σε διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων.

58      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του με τον προσφεύγοντα, έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις του τελευταίου, ότι ήλεγξε το βάσιμό τους, υποβάλλοντας, επίσης, στις ουκρανικές αρχές συγκεκριμένες ερωτήσεις και λαμβάνοντας περαιτέρω διευκρινίσεις, και ότι, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που έλαβε από τις εν λόγω αρχές, έκρινε ότι δεν είχαν προσβληθεί τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος και ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι για τη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο.

59      Κατά τα λοιπά, αφενός, ο προσφεύγων άσκησε το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο στην Ουκρανία όσον αφορά τις εις βάρος του διαδικασίες, ασκώντας λυσιτελώς τα δικαιώματά του, έτσι ώστε, μάλιστα, ορισμένες από τις προσφυγές του ευδοκίμησαν. Αφετέρου, από την αλληλογραφία που διαβίβασε ο προσφεύγων στο Συμβούλιο δεν προκύπτει ότι έκανε χρήση των παρεχόμενων από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δικονομικών μέσων για την προβολή αντιρρήσεων ή την αμφισβήτηση ορισμένων δικονομικών καταστάσεων, όπως για την αναστολή των ερευνών ή για το ότι οι έρευνες αυτές δεν ολοκληρώθηκαν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

60      Επιπλέον, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι έχουν εκδοθεί διάφορες αποφάσεις οι οποίες αφορούν τον προσφεύγοντα. Πρόκειται για τις αποφάσεις του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 και της 5ης Οκτωβρίου 2018, με τις οποίες εγκρίνεται η κίνηση ειδικής προκαταρκτικής εξέτασης ερήμην στο πλαίσιο της διαδικασίας 113 και της διαδικασίας 521, αντιστοίχως, καθώς και για την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 19ης Αυγούστου 2019, με την οποία εγκρίνεται προληπτικό μέτρο κράτησης στο πλαίσιο της διαδικασίας 113. Όσον αφορά την τελευταία, ο τακτικός ανακριτής διαπίστωσε ότι η ειδοποίηση περί του ότι θεωρείται ύποπτος είχε νομοτύπως επιδοθεί στον προσφεύγοντα το 2014 και ότι το όνομά του είχε περιληφθεί στον διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων στις 10 Ιουνίου 2019. Συναφώς, το Συμβούλιο θεωρεί ότι οι προσκομισθείσες από τον προσφεύγοντα βεβαιώσεις περί μη καταχώρισής του στον κατάλογο των καταζητουμένων από την Ιντερπόλ δεν είναι πειστικές, διότι είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας κατά την οποία δηλώθηκε ότι το όνομά του δεν περιλαμβανόταν στον εν λόγω κατάλογο, ήτοι στις 10 Οκτωβρίου 2018.

61      Εν κατακλείδι, το Συμβούλιο εκτιμά ότι μπόρεσε να βεβαιωθεί ότι ορισμένες από τις αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής των ποινικών διαδικασιών που αφορούσαν τον προσφεύγοντα εκδόθηκαν κατά τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του.

62      Όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλεί ο προσφεύγων από την, κατά την άποψή του, υπέρμετρη χρονική διάρκεια των ερευνών και τη μη απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι ζήτησε και έλαβε σχετικές διευκρινίσεις από τις ουκρανικές αρχές και ότι οι έρευνες σχετικά με τη διαδικασία 113 και τη διαδικασία 521 περατώθηκαν το 2017 και τον Οκτώβριο του 2018, αντιστοίχως, καθώς και ότι ο συνήγορος υπεράσπισης μελετά τον φάκελο της υπόθεσης, στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνει την πρόοδο της διαδικασίας.

63      Όσον αφορά, τέλος, την απόφαση της 13ης Μαΐου 2020, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων, δεδομένου ότι είναι μεταγενέστερη της εκδόσεώς τους. Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, αφενός, η απόφαση αυτή αφορούσε μόνον τη διαδικασία 113 και, αφετέρου, επιβεβαιώνει ότι ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του.

64      Κατά πάγια νομολογία, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν, κατά τον έλεγχο των περιοριστικών μέτρων, να διασφαλίζουν τον, καταρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, ιδίως, τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη επιτάσσει, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί καταχωρίσεως ή διατηρήσεως του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου στον κατάλογο των προσώπων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα, να διακριβώνει το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης ότι η απόφαση αυτή, η οποία έχει ατομική ισχύ για το εν λόγω πρόσωπο, στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία. Τούτο προϋποθέτει τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση της αποφάσεως, έτσι ώστε, κατά τον δικαστικό έλεγχο, να μην εκτιμάται απλώς η αφηρημένη πιθανολόγηση του βασίμου των παρατιθέμενων λόγων, αλλά να εξετάζεται το ζήτημα αν οι ως άνω λόγοι ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών ο οποίος θεωρείται αφ’ εαυτού επαρκής για να στηρίξει τις σχετικές πράξεις, είναι τεκμηριωμένοι (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Η λήψη και η διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων, όπως αυτών που προβλέπουν η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 όπως έχουν τροποποιηθεί, εις βάρος προσώπου το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως υπεύθυνο για την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος τρίτου κράτους στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, στην απόφαση αρμόδιας συναφώς αρχής του κράτους αυτού να κινήσει και να διεξαγάγει διαδικασία ποινικής έρευνας κατά του ως άνω προσώπου σχετική με την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης δημοσίου χρήματος (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Ως εκ τούτου, μολονότι, βάσει του κριτηρίου καταχώρισης το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 13 ανωτέρω, το Συμβούλιο δύναται να στηρίξει περιοριστικά μέτρα στην απόφαση τρίτου κράτους, η υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, την οποία υπέχει το θεσμικό όργανο, συνεπάγεται ότι αυτό οφείλει να βεβαιωθεί ότι και οι αρχές του τρίτου κράτους που εξέδωσαν τη σχετική απόφαση σεβάστηκαν τα προαναφερθέντα δικαιώματα (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Η απαίτηση να ελέγχει το Συμβούλιο ότι κατά την έκδοση των αποφάσεων τρίτων κρατών στις οποίες προτίθεται να στηριχθεί έγιναν σεβαστά τα ως άνω δικαιώματα έχει ως σκοπό να διασφαλίζεται ότι η λήψη ή η διατήρηση σε ισχύ των μέτρων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων είναι δυνατή μόνον οσάκις στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία και, επομένως, να προστατεύονται τα οικεία πρόσωπα ή οι οικείες οντότητες. Επομένως, το Συμβούλιο δύναται να θεωρήσει ότι η λήψη ή η διατήρηση σε ισχύ τέτοιων μέτρων στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία μόνον αφού ελέγξει το ίδιο κατά πόσον τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έγιναν σεβαστά κατά την έκδοση της αποφάσεως του οικείου τρίτου κράτους στην οποία προτίθεται να στηριχθεί (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Εξάλλου, μολονότι, βεβαίως, το γεγονός ότι το τρίτο κράτος καταλέγεται μεταξύ των κρατών που έχουν προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ συνεπάγεται τον έλεγχο, εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), του σεβασμού των κατοχυρωμένων στην ΕΣΔΑ θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές, τούτο δεν καθιστά, εντούτοις, περιττή την υπομνησθείσα στην ανωτέρω σκέψη 68 απαίτηση ελέγχου εκ μέρους του Συμβουλίου (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Κατά τη νομολογία, το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει, έστω και συνοπτικώς, στην αιτιολογική έκθεση της αποφάσεως με την οποία λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπου ή οντότητας ή παρατείνεται η ισχύς των μέτρων αυτών, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η απόφαση του τρίτου κράτους επί της οποίας προτίθεται να στηριχθεί ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ως εκ τούτου, για να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, το Συμβούλιο οφείλει να μεριμνά ώστε να προκύπτει από την απόφαση περί επιβολής περιοριστικών μέτρων ότι διακρίβωσε πράγματι ότι η απόφαση του τρίτου κράτους στην οποία στηρίζει τα μέτρα αυτά ελήφθη κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός των προμνημονευθέντων δικαιωμάτων (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Εν τέλει, οσάκις το Συμβούλιο στηρίζει τη λήψη ή τη διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων, όπως εν προκειμένω, στην απόφαση τρίτου κράτους να κινήσει και να διεξαγάγει ποινική διαδικασία για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου εκ μέρους του οικείου προσώπου, οφείλει, αφενός, να βεβαιωθεί ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω αποφάσεως, οι αρχές αυτού του τρίτου κράτους είχαν σεβαστεί τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσώπου κατά του οποίου κινήθηκε η επίμαχη ποινική διαδικασία και, αφετέρου, να μνημονεύσει στην απόφαση επιβολής των περιοριστικών μέτρων τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η απόφαση του τρίτου κράτους εκδόθηκε με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 66).

72      Το ζήτημα αν το Συμβούλιο τήρησε τις υποχρεώσεις αυτές πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα τις ανωτέρω νομολογιακές αρχές.

73      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι, βεβαίως, το Συμβούλιο μνημόνευσε, στις προσβαλλόμενες πράξεις (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω), τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι η απόφαση των ουκρανικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν εις βάρος του προσφεύγοντος ποινική διαδικασία για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου είχε ληφθεί με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει, εντούτοις, να ελεγχθεί αν ορθώς το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι εθνικές αρχές είχαν σεβαστεί, στο πλαίσιο των διαδικασιών στις οποίες βασίζονται οι προσβαλλόμενες πράξεις, τα δικαιώματα αυτά του προσφεύγοντος.

74      Συγκεκριμένα, η εξέταση του βασίμου της αιτιολογίας, η οποία άπτεται της ουσιαστικής νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων και συνίσταται, ειδικότερα, στη διερεύνηση του ζητήματος αν τα στοιχεία που επικαλέστηκε το Συμβούλιο έχουν αποδειχθεί και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τον έλεγχο του σεβασμού των δικαιωμάτων αυτών από τις ουκρανικές αρχές, πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της αιτιολογίας, το οποίο αφορά ουσιώδη τύπο και το οποίο αποτελεί απλώς αναγκαία συνέπεια της υποχρεώσεως του Συμβουλίου να βεβαιώνεται, εκ των προτέρων, για τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Εν προκειμένω, εις βάρος του προσφεύγοντος επιβλήθηκαν νέα περιοριστικά μέτρα τα οποία ελήφθησαν δυνάμει των προσβαλλόμενων πράξεων βάσει του κριτηρίου καταχώρισης το οποίο διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/119, όπως διευκρινίσθηκε με την απόφαση 2015/143, και στο άρθρο 3 του κανονισμού 208/2014, όπως διευκρινίσθηκε με τον κανονισμό 2015/138 (βλ. σκέψεις 13 και 14 ανωτέρω). Το κριτήριο αυτό προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για πράξεις υπεξαίρεσης ουκρανικού δημοσίου χρήματος, περιλαμβανομένων των προσώπων για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες.

76      Διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε, για να αποφασίσει ότι το όνομα του προσφεύγοντος θα διατηρηθεί στον κατάλογο, στο γεγονός ότι έχουν κινηθεί εις βάρος του ποινικές διαδικασίες από τις ουκρανικές αρχές για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή για ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, όπως αποδεικνυόταν από τα έγγραφα του ΓΓΕ των οποίων αντίγραφα είχε λάβει ο προσφεύγων (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω).

77      Η διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος στηριζόταν, επομένως, όπως και στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2019, Klymenko κατά Συμβουλίου (C‑11/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:786), και της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑295/19, EU:T:2020:287), στην απόφαση των ουκρανικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν διαδικασίες ποινικών ερευνών σχετικά με την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης ουκρανικού δημοσίου χρήματος.

78      Επισημαίνεται επίσης ότι, τροποποιώντας, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, το παράρτημα της αποφάσεως 2014/119 και το παράρτημα I του κανονισμού 208/2014, το Συμβούλιο πρόσθεσε, όπως είχε πράξει για πρώτη φορά και στην περίπτωση των πράξεων του Μαρτίου 2019, ένα τμήμα, το οποίο αφορά εξ ολοκλήρου τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και υποδιαιρείται σε δύο μέρη.

79      Το πρώτο μέρος περιέχει απλώς γενικόλογη υπόμνηση των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δυνάμει του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ειδικότερα, καταρχάς, υπενθυμίζονται τα διάφορα δικονομικά δικαιώματα των οποίων απολαύει κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ακολούθως, αφενός, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 306 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ότι τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων του ανακριτή ή του εισαγγελέα πρέπει να εξετάζονται από τον τακτικό ανακριτή ή το τοπικό δικαστήριο παρουσία του ενδιαφερομένου ή του συνηγόρου υπεράσπισής του ή του νόμιμου εκπροσώπου του. Αφετέρου, μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, ότι στο άρθρο 309 του εν λόγω κώδικα προσδιορίζονται οι αποφάσεις του τακτικού ανακριτή κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή. Τέλος, διευκρινίζεται ότι ορισμένα μέτρα στο πλαίσιο των ερευνών, όπως η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και τα μέτρα κράτησης, μπορούν να ληφθούν μόνον κατόπιν αποφάσεως του τακτικού ανακριτή ή δικαστηρίου.

80      Το δεύτερο μέρος του τμήματος αφορά την εφαρμογή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στην περίπτωση κάθε προσώπου του οποίου το όνομα έχει καταχωρισθεί στον κατάλογο. Όσον αφορά ειδικότερα τον προσφεύγοντα, διευκρινίζεται ότι, βάσει των στοιχείων που περιέχονται στον φάκελο του Συμβουλίου, τα δικαιώματά του άμυνας και το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έγιναν σεβαστά στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στην οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο, όπως επιβεβαιώνουν, μεταξύ άλλων, οι αποφάσεις του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 και της 5ης Οκτωβρίου 2018, αφενός, και οι αποφάσεις του τακτικού ανακριτή της 8ης Φεβρουαρίου 2017 και της 19ης Αυγούστου 2019, αφετέρου, καθώς και η συνέχιση της μελέτης του υλικού της δικογραφίας της ποινικής υποθέσεως από τον συνήγορο υπεράσπισης (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω).

81      Στο έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2020 (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω), αφενός, το Συμβούλιο περιορίστηκε να αναφέρει ότι οι βεβαιώσεις του ΓΓΕ αποδείκνυαν ότι ο προσφεύγων εξακολουθούσε να υπόκειται στη διαδικασία 113 και στη διαδικασία 521 για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και ότι οι διαδικασίες αυτές είχαν ανατεθεί, αντιστοίχως, στις 19 Νοεμβρίου και στις 21 Νοεμβρίου 2019, στην ουκρανική εθνική υπηρεσία για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Αφετέρου, όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών βεβαιώνεται με τις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 80 ανωτέρω. Όσον αφορά, ειδικότερα, την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 19ης Αυγούστου 2019, η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της διαδικασίας 113, κρίθηκε ότι είχαν κοινοποιηθεί στον ενάγοντα στις 22 Δεκεμβρίου 2014 και στις 19 Αυγούστου 2016, αντιστοίχως, έγγραφες ειδοποιήσεις ότι θεωρείται ύποπτος, ότι η κατηγορούσα αρχή είχε αποδείξει βάσιμες υπόνοιες ότι, στις 10 Ιουνίου 2019, το όνομά του περιλαμβανόταν σε διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων, ότι είχε αποδειχθεί ότι κατέβαλλε προσπάθειες ώστε να μην εντοπιστεί από τις επιφορτισμένες με την προκαταρκτική εξέταση αρχές και ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι να πιστεύεται ότι θα εξακολουθούσε να το πράττει.

82      Επομένως, από την αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων, σε συνδυασμό με την αιτιολογία του εν λόγω εγγράφου της 6ης Μαρτίου 2020, προκύπτει ότι το Συμβούλιο ρητώς βεβαιώνει ότι ήλεγξε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στις δύο διαδικασίες που μνημονεύονται στη σκέψη 81 ανωτέρω, μολονότι περιορίζεται στην παροχή επιπλέον αναλυτικών στοιχείων μόνον όσον αφορά τη διαδικασία 113, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του τακτικού ανακριτή της 19ης Αυγούστου 2019.

83      Παρατηρείται δε, προκαταρκτικώς, ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε σε ποιον βαθμό οι υπομνησθείσες στη σκέψη 80 ανωτέρω αποφάσεις του τακτικού ανακριτή του δικαστηρίου του Petchersk, οι οποίες είναι πράξεις αμιγώς δικονομικού χαρακτήρα, επιβεβαιώνουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο των διαδικασιών 113 και 521. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 65 έως 67 ανωτέρω, εν προκειμένω, το Συμβούλιο όφειλε να ελέγξει, προτού αποφασίσει να διατηρήσει σε ισχύ τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, αν η απόφαση των ουκρανικών δικαστικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν, εις βάρος του προσφεύγοντος, διαδικασίες ποινικών ερευνών για αξιόποινες πράξεις σχετικές με την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή την ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και την κατάχρηση εξουσίας από κρατικό αξιωματούχο είχε ληφθεί κατά τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών του προσφεύγοντος (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 78).

84      Από την άποψη αυτή, οι εν λόγω αποφάσεις, δεν μπορούν να θεωρηθούν, από τυπικής τουλάχιστον απόψεως, ως οι αποφάσεις κίνησης και διεξαγωγής της διαδικασίας έρευνας η οποία δικαιολογεί τη διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων. Τούτου λεχθέντος, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, από ουσιαστικής απόψεως, δεδομένου ότι εκδόθηκαν από δικαστήριο, τουλάχιστον όσον αφορά την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 19ης Αυγούστου 2019, η οποία είναι κρίσιμη από χρονικής απόψεως, οι αποφάσεις αυτές ελήφθησαν πράγματι υπόψη από το Συμβούλιο ως η πραγματική βάση που δικαιολογούσε τη διατήρηση σε ισχύ των επίμαχων μέτρων (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 79).

85      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν ορθώς έκρινε το Συμβούλιο ότι οι αποφάσεις αυτές, καθώς και το γεγονός ότι η διαδικασία μελέτης του υλικού της δικογραφίας της ποινικής υποθέσεως από τον συνήγορο υπεράσπισης του προσφεύγοντος βρισκόταν σε εξέλιξη κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων, καταδεικνύουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του τελευταίου.

86      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 19ης Αυγούστου 2019, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει σαφώς ότι είχαν διασφαλιστεί εν προκειμένω τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος. Μολονότι, βεβαίως, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο στο από 6 Μαρτίου 2020 έγγραφό του (βλ. σκέψη 81 ανωτέρω), ο τακτικός ανακριτής του δικαστηρίου του Petchersk αποφάνθηκε ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας 113, με την οποία συνδέεται η απόφαση αυτή, ο προσφεύγων ήταν ύποπτος, ότι το όνομά του είχε καταχωρισθεί σε διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων, ότι ο εισαγγελέας είχε αποδείξει ότι ο προσφεύγων κατέβαλλε προσπάθειες ώστε να μην εντοπιστεί από τις επιφορτισμένες με την προανάκριση αρχές και ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι να πιστεύεται ότι θα εξακολουθούσε να το πράττει, εντούτοις από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις πληροφορίες που του κοινοποίησε ο προσφεύγων με την επιστολή του της 23ης Ιανουαρίου 2020, καθώς και, προηγουμένως, με τις επιστολές του της 19ης Δεκεμβρίου 2018 και της 4ης Φεβρουαρίου 2019.

87      Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων είχε υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι το όνομά του δεν είχε περιληφθεί στον κατάλογο καταζητουμένων από την Ιντερπόλ και ότι, ως εκ τούτου, ο τακτικός ανακριτής δεν ήταν σε θέση να λάβει ορισμένες αποφάσεις τις οποίες το Συμβούλιο θεώρησε ότι επιβεβαιώνουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος.

88      Συναφώς, επισημαίνεται ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο ήλεγξε τις πληροφορίες στις οποίες στηρίχθηκε ο τακτικός ανακριτής για να θεωρήσει ότι το όνομα του προσφεύγοντος είχε καταχωρισθεί σε «διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων». Εξάλλου, το Συμβούλιο δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους περιορίστηκε σε απλές δηλώσεις του ΓΓΕ και του εν λόγω τακτικού ανακριτή συναφώς, παρά τα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι, στις 20 Ιουνίου 2019, το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο καταζητουμένων από την Ιντερπόλ.

89      Το ζήτημα αυτό έχει σημασία στο πλαίσιο της εκτίμησης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 193-6 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά το οποίο, όπως προκύπτει και από την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 19ης Αυγούστου 2019, η καταχώριση σε διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων είναι μία από τις προϋποθέσεις των οποίων τη συνδρομή πρέπει να διαπιστώσει ο εισαγγελέας όταν ζητεί προληπτικό μέτρο κράτησης (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 87).

90      Στην απόφαση εκείνη, ο τακτικός ανακριτής στηρίχθηκε στην απόφαση του εισαγγελέα της 10ης Ιουνίου 2019 για να κρίνει ότι το όνομα του προσφεύγοντος είχε περιληφθεί σε τέτοιο κατάλογο, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ποια ήταν η απόδειξη που προσκόμισε ο εισαγγελέας. Όσον αφορά το ΓΓΕ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι περιορίστηκε να αναφέρει, στους δύο πίνακες οι οποίοι επισυνάφθηκαν στην επιστολή της 1ης Νοεμβρίου 2019, συνοψίζοντας τις πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη των διαδικασιών 113 και 521, και οι οποίοι φέρονται να εξηγούν, μεταξύ άλλων, με ποιον τρόπο είχαν γίνει σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος, ότι «το όνομα του υπόπτου [είχε] καταχωρισθεί στον κατάλογο των καταζητούμενων προσώπων».

91      Το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι οι βεβαιώσεις που εξέδωσε η γραμματεία της επιτροπής ελέγχου των αρχείων της Ιντερπόλ δεν ήταν πειστικές δεν μπορεί να κλονίσει τις εκτιμήσεις αυτές. Πράγματι, οι πληροφορίες του ΓΓΕ σχετικά με την καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος σε «κατάλογο καταζητούμενων προσώπων» δεν παρείχαν, εν πάση περιπτώσει, στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να διακριβώσει αν τηρήθηκε η σχετική με την καταχώριση αυτή προϋπόθεση από τον εισαγγελέα και, ως εκ τούτου, αν ο τακτικός ανακριτής σεβάστηκε, κατά την έκδοση της αποφάσεώς του, τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να αρκεστεί σε πληροφορίες, λακωνικές ή ασαφείς, τις οποίες είχε στη διάθεσή του και όφειλε, τουλάχιστον, να ζητήσει διευκρινίσεις από τις ουκρανικές αρχές.

92      Κατά τα λοιπά, χωρίς αυτό να ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, η απόφαση της 13ης Μαΐου 2020 είναι μεταγενέστερη της εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, επισημαίνεται, ωστόσο, ότι από τη συγκεκριμένη απόφαση προκύπτει, αφενός, ότι το γεγονός και μόνον ότι ο εισαγγελέας είχε λάβει απόφαση δικονομικού χαρακτήρα, όσον αφορά την καταχώριση ονόματος προσώπου στον διεθνή κατάλογο καταζητουμένων από την Ιντερπόλ, δεν αρκεί, δεδομένου επίσης ότι απαιτείται να έχουν ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή τέτοιας απόφασης, στοιχείο το οποίο σε καμία περίπτωση δεν απέδειξε ο εισαγγελέας, και, αφετέρου, ότι μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 193-6 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είχε ήδη δοθεί από το τμήμα εφέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο πλαίσιο πλειόνων δικαστικών αποφάσεων που ελήφθησαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2019 και Φεβρουαρίου 2020.

93      Όσον αφορά, εν συνεχεία, τις αποφάσεις του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 και της 5ης Οκτωβρίου 2018, καθώς και την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 8ης Φεβρουαρίου 2017, εκ των οποίων οι δύο πρώτες αφορούν την κίνηση ειδικής προκαταρκτικής εξέτασης ερήμην και η τελευταία την έγκριση προληπτικού μέτρου κρατήσεως, επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις αυτές ελήφθησαν πολύ πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων. Ως εκ τούτου, δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι η απόφαση των ουκρανικών δικαστικών αρχών, επί της οποίας προτίθεται να στηριχθεί το Συμβούλιο για να διατηρήσει σε ισχύ, όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Μάρτιο του 2021, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος, εκδόθηκε με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος. Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί, τόσο ως προς την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 όσο και ως προς εκείνη της 5ης Οκτωβρίου 2018, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψεις 78 έως 88 και 91), την οποία δεν αμφισβήτησε το Συμβούλιο, και έκρινε ότι δεν ήταν ικανές να αποδείξουν ότι τα εν λόγω δικαιώματα του προσφεύγοντος έγιναν σεβαστά στο πλαίσιο των επίμαχων διαδικασιών.

94      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι όλες οι προμνημονευθείσες αποφάσεις της δικαιοσύνης εντάσσονται στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών βάσει των οποίων περιλήφθηκε και, εν συνεχεία, διατηρήθηκε το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο και είναι απλώς παρεμπίπτουσες ως προς τα δύο τελευταία αυτά στοιχεία, καθόσον έχουν δικονομικό χαρακτήρα. Τέτοιες αποφάσεις, βάσει των οποίων μπορεί κατά το μέγιστο να διαπιστωθεί η ύπαρξη αρκούντως βάσιμων πραγματικών στοιχείων, υπό την έννοια ότι είχε, σύμφωνα με το κριτήριο καταχώρισης, κινηθεί κατά του προσφεύγοντος ποινική διαδικασία με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης δημοσίου χρήματος ή της ιδιοποίησης περιουσιακών στοιχείων του ουκρανικού Δημοσίου, δεν δύνανται ως εκ της φύσεώς τους να καταδείξουν, αφ’ εαυτών, ότι η απόφαση των ουκρανικών δικαστικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν τις εν λόγω ποινικές διαδικασίες, στην οποία στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, η διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος, ελήφθη με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 92).

95      Κατά τα λοιπά, το Συμβούλιο αδυνατεί να μνημονεύσει το παραμικρό στοιχείο της δικογραφίας της ποινικής υποθέσεως που κατέληξε στην έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων από το οποίο να προκύπτει ότι εξέτασε τις αποφάσεις που επικαλείται και βάσει του οποίου να συμπέρανε ότι οι εθνικές αρχές είχαν σεβαστεί επί της ουσίας τα δικονομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος.

96      Όσον αφορά, τέλος, τη διαδικασία μελέτης του περιεχομένου της δικογραφίας της ποινικής υποθέσεως από τον συνήγορο υπεράσπισης, η οποία βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι το ΓΓΕ δεν παρέχει καμία πληροφορία σχετικά με τη φύση και τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής και, αφετέρου, ότι από τις πληροφορίες που παρέσχε το ΓΓΕ προκύπτει μόνον ότι η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη από τις 21 Απριλίου 2017, ημερομηνία περατώσεως της προανακρίσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας 113, και από τις 3 Δεκεμβρίου 2018, ημερομηνία περατώσεως της προανακρίσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας 521.

97      Αντιθέτως, όμως, προς ό,τι διατείνεται, το Συμβούλιο δεν απέδειξε σε ποιον βαθμό οι πληροφορίες που διέθετε όσον αφορά την εν λόγω διαδικασία μελέτης του υλικού από τον συνήγορο υπεράσπισης στο πλαίσιο των διαδικασιών 113 και 521 και οι σχετικές με αυτές δικαστικές αποφάσεις του παρείχαν τη δυνατότητα να θεωρήσει ότι τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος είχαν γίνει σεβαστά, ενώ, όπως υποστήριξε ο προσφεύγων, οι εν λόγω διαδικασίες, οι οποίες αφορούσαν πράξεις οι οποίες φέρεται να έχουν τελεσθεί μεταξύ του 2011 και του 2014, βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της προανακρίσεως και, επιπλέον, είχαν περαιτέρω ανατεθεί, ήδη περατωθείσες, σε άλλες ανακριτικές αρχές τον Νοέμβριο του 2019, με αποτέλεσμα οι επίμαχες υποθέσεις να μην έχουν παραπεμφθεί σε ουκρανικό δικαστήριο για να κριθούν επί της ουσίας.

98      Το δε άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο αποτελεί τον γνώμονα για να εκτιμήσει το Συμβούλιο κατά πόσον το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έχει γίνει σεβαστό, προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

99      Στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα τα οποία κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, όπως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ.

100    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας το άρθρο 6 ΕΣΔΑ, έχει επισημάνει ότι σκοπός της αρχής του εύλογου χρονικού διαστήματος είναι, μεταξύ άλλων, να προστατεύεται ο κατηγορούμενος κατά των υπερβολικών καθυστερήσεων της διαδικασίας και να αποφεύγονται η υπέρμετρη παράταση της αβεβαιότητας όσον αφορά την έκβαση της υπόθεσής του, καθώς και οι καθυστερήσεις οι οποίες μπορούν να θίγουν την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της απονομής δικαιοσύνης (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 7ης Ιουλίου 2015, Rutkowski κ.λπ. κατά Πολωνίας, CE:ECHR:2015:0707JUD007228710, § 126 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η παραβίαση της αρχής αυτής μπορεί να διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση κατά την οποία το ανακριτικό στάδιο ποινικής διαδικασίας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ορισμένων χρονικών διαστημάτων αδράνειας, δυνάμενης να καταλογιστεί στις αρμόδιες για την ανάκριση αρχές (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 6ης Ιανουαρίου 2004, Rouille κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2004:0106JUD005026899, § 29 έως 31, της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Reiner κ.λπ. κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2007:0927JUD000150502, § 57 έως 59, και της 12ης Ιανουαρίου 2012, Borisenko κατά Ουκρανίας, CE:ECHR:2012:0112JUD002572502, § 58 έως 62).

101    Εξάλλου, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση κατά την οποία τα περιοριστικά μέτρα ισχύουν εις βάρος προσώπου επί σειρά ετών, τούτο δε επειδή συνεχιζόταν, κατ’ ουσίαν, η ίδια προανάκριση εκ μέρους του ΓΓΕ ή άλλης ανακριτικής αρχής, το Συμβούλιο οφείλει να εξετάσει ενδελεχώς το ζήτημα ενδεχόμενης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου αυτού από τις ουκρανικές αρχές (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2019, Stavytskyi κατά Συμβουλίου, T‑290/17, EU:T:2019:37, σκέψη 132).

102    Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, το Συμβούλιο όφειλε τουλάχιστον να επισημάνει τους λόγους για τους οποίους, παρά το προεκτεθέν στη σκέψη 97 ανωτέρω επιχείρημα του προσφεύγοντος, έκρινε ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ενώπιον των ουκρανικών δικαστικών αρχών, το οποίο συνιστά, προφανώς, θεμελιώδες δικαίωμα, έγινε σεβαστό όσον αφορά το ζήτημα της εκδικάσεως της υποθέσεως εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 100).

103    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία τα οποία διέθετε το Συμβούλιο κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων του παρείχαν τη δυνατότητα να ελέγξει αν η απόφαση των ουκρανικών δικαστικών αρχών είχε εκδοθεί με τρόπο που διασφάλιζε τα δικαιώματα του προσφεύγοντος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και σε εκδίκαση της υπόθεσής του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

104    Εξάλλου, επισημαίνεται επίσης, συναφώς, ότι η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση έκδοσης αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων όπως αυτή που αφορά τον προσφεύγοντα, δεν απόκειται στο Συμβούλιο ή στον δικαστή της Ένωσης να ελέγχουν το βάσιμο των ερευνών που διενεργούνταν στην Ουκρανία σχετικά με το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχουν επιβληθεί τα μέτρα αυτά, αλλά αποκλειστικώς το βάσιμο της αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων με γνώμονα το έγγραφο ή τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση αυτή, δεν έχει την έννοια ότι το Συμβούλιο δεν οφείλει να βεβαιωθεί ότι η απόφαση του τρίτου κράτους στην οποία προτίθεται να στηρίξει τη λήψη περιοριστικών μέτρων ελήφθη με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι το Συμβούλιο, πριν εκδώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις, βεβαιώθηκε ότι οι ουκρανικές δικαστικές αρχές σεβάστηκαν τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών επί των οποίων στήριξε τη λήψη των σχετικών μέτρων. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο, υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως.

106    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν, κατά το μέτρο που αφορούν τον προσφεύγοντα, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων.

 Επί της διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων της αποφάσεως 2020/373

107    Επικουρικώς, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, σε περίπτωση μερικής ακυρώσεως του εκτελεστικού κανονισμού 2020/370, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2020/373 διατηρούνται σε ισχύ μέχρις ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η μερική ακύρωση του κανονισμού 2020/370.

108    Από το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού προβλέπει, εντούτοις, ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός επιφέρουν αποτελέσματα μόνον από της λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή, εάν έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από της απορρίψεώς της.

109    Εν προκειμένω, ο εκτελεστικός κανονισμός 2020/370 έχει τη φύση κανονισμού, καθόσον προβλέπει ότι είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, κατ’ αντιστοιχίαν προς τα αποτελέσματα ενός κανονισμού, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Συμβούλιο κατά Bank Saderat Iran, C‑200/13 P, EU:C:2016:284, σκέψη 121).

110    Το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τυγχάνει πράγματι εφαρμογής εν προκειμένω (απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Συμβούλιο κατά Bank Saderat Iran, C‑200/13 P, EU:C:2016:284, σκέψη 122).

111    Τέλος, όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως της αποφάσεως 2020/373, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, εάν το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξεως που θεωρούνται οριστικά.

112    Εν προκειμένω, η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2020/370 και της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση της αποφάσεως 2020/373 ενδέχεται να συνεπάγεται σοβαρή προσβολή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον οι δύο αυτές πράξεις επιβάλλουν στον προσφεύγοντα πανομοιότυπα μέτρα (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Klyuyev κατά Συμβουλίου, T‑731/15, EU:T:2018:90, σκέψη 263). Επομένως, τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2020/373 πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, έως ότου η ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2020/370 αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

113    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2020/373 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2020, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/370 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2020, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία, στο μέτρο που το όνομα του Oleksandr Viktorovych Klymenko εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα αυτά.

2)      Τα αποτελέσματα του άρθρου 1 της αποφάσεως 2020/373 διατηρούνται σε ισχύ έναντι του Oleksandr Viktorovych Klymenko μέχρι την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εφόσον ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, μέχρι την απόρριψή της.

3)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

Spielmann

Spineanu-Matei

Mastroianni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Φεβρουαρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.