Language of document :

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-20/08 και T-21/08

Evets Corp.

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Κοινοτικό λεκτικό σήμα DANELECTRO και κοινοτικό εικονιστικό σήμα QWIK TUNE – Μη τήρηση της προθεσμίας υποβολής αιτήσεως ανανεώσεως των σημάτων – Αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum) – Reformatio in pejus – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα ακροάσεως – Άρθρο 61, παράγραφος 2, άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, και άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 63, παράγραφος 2, άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, και άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Επαναφορά τον πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum) – Προθεσμία υποβολής της αιτήσεως

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 78 §§ 2 και 3· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 77)

2.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ασκηθείσα κατ’ αποφάσεως ληφθείσας από διοικητική μονάδα του Γραφείου

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 62 § 1)

3.      Κοινοτικό σήμα – Αποφάσεις του Γραφείου – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 73)

1.      Κατά το άρθρο 78, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παύση του κωλύματος λόγω του οποίου δεν τηρήθηκε προθεσμία που είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια δικαιώματος ή ένδικου μέσου.

Η ημερομηνία κατά την οποία ο εκπρόσωπος λαμβάνει γνώση της απωλείας ενός δικαιώματος πρέπει να θεωρείται ως η ημερομηνία κατά την οποία ο εκπροσωπούμενος έλαβε γνώση της απωλείας αυτής. Κατά τον κανόνα 77 του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, κάθε κοινοποίηση ή άλλη ανακοίνωση την οποία το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) επιδίδει στον νομίμως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο έχει τις αυτές έννομες συνέπειες όπως όταν επιδίδεται στον αντιπροσωπευόμενο. Το ίδιο ισχύει για κάθε επίδοση προς το Γραφείο από τον νομίμως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, η οποία έχει τις αυτές έννομες συνέπειες ως εάν προερχόταν από τον αντιπροσωπευόμενο. Επομένως, για το Γραφείο, το σημαντικό είναι η επικοινωνία του με τον εκπρόσωπο και όχι η επικοινωνία μεταξύ του εκπροσωπουμένου και του εκπροσώπου του.

(βλ. σκέψεις 21-23)

2.      Από το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα προκύπτει ότι, κατόπιν της εξετάσεως της προσφυγής επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής και μπορεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να «ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση», ήτοι, στην περίπτωση αιτήσεως περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, να αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής, απορρίπτοντάς την ή κηρύσσοντάς τη βάσιμη και επιβεβαιώνοντας ή ακυρώνοντας, κατ’ επέκταση, την εκδοθείσα σε πρώτο βαθμό απόφαση. Επομένως, λόγω του αποτελέσματος που παράγει η προσφυγή της οποίας επιλαμβάνεται, το τμήμα προσφυγών καλείται να προβεί σε νέα πλήρη εξέταση της ουσίας της αιτήσεως περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, τόσο από νομικής απόψεως όσο και ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

Τα ζητήματα που αφορούν το παραδεκτό δεν μπορούν να αποκλεισθούν από αυτή τη «νέα πλήρη εξέταση» της αιτήσεως περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, οι κανόνες περί των προθεσμιών θεσπίστηκαν προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση. Αυτή η γενική διαπίστωση εφαρμόζεται επίσης στις προθεσμίες που προβλέπουν οι κανονισμοί για το κοινοτικό σήμα.

(βλ. σκέψεις 38-39)

3.      Κατά το άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, οι αποφάσεις του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση. Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του δικαίου περί του κοινοτικού σήματος, τη γενική αρχή προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας. Δυνάμει αυτής της γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, οι αποδέκτες των αποφάσεων των δημοσίων αρχών οι οποίες θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν αποτελεσματικά την άποψή τους. Το δικαίωμα ακροάσεως καλύπτει μεν όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η λήψη της αποφάσεως, αλλά δεν καλύπτει την τελική θέση την οποία προτίθεται να λάβει η διοίκηση.

Επιπλέον, τα δικαιώματα άμυνας προσβάλλονται λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας μόνο στο μέτρο που αυτή είχε συγκεκριμένη επίπτωση στη δυνατότητα των θιγομένων επιχειρήσεων να αμυνθούν. Επομένως, η μη τήρηση των ισχυόντων κανόνων που σκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να καταστήσει παράνομη τη διοικητική διαδικασία μόνον αν αποδεικνύεται ότι η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση τηρήσεως των εν λόγω κανόνων.

(βλ. σκέψεις 47-48)