Language of document : ECLI:EU:T:2003:177

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 25ης Ιουνίου 2003 (1)

«Προσφυγή ακυρώσεως - Απόφαση για τη σύναψη συμβάσεως έρευνας - Προθεσμία - Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-287/02,

Asian Institute of Technology (AIT), με έδρα τo Pathumthani (Ταϊλάνδη), εκπροσωπούμενο από τον H. Teissier du Cros, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο

προσφεύγον,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον P. Kuijper και την B. Schöfer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2000 για τη σύναψη συμβάσεως έρευνας με το Center for Energy-Environment Research and Development στο πλαίσιο του προγράμματος «Asia Invest»,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. García-Valdecasas, Πρόεδρο, P. Lindh και J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.
    Το Asian Institute of Technology (στο εξής: προσφεύγον ή ΑΙΤ) είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός τεχνολογικής εκπαιδεύσεως και έρευνας με έδρα την Ταϊλάνδη, ο οποίος ιδρύθηκε με βασιλική πράξη τον Νοέμβριο του 1967.

2.
    Το Center for Energy-Environment Research and Development (στο εξής: CEERD) ήταν τουλάχιστον έως το 2001 παράρτημα του ΑΙΤ χωρίς νομική προσωπικότητα. Είχε ως διευθυντή τον Thierry Lefèvre έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001.

3.
    Το πρόγραμμα «Asia Invest» αποτελεί τμήμα μιας σειράς πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προκειμένου να προωθηθούν τα οφέλη και η αμοιβαία συνεννόηση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Ασίας, διά της στηρίξεως της εμπορικής συνεργασίας. Αποσκοπεί στη διευκόλυνση των συνεργασιών μεταξύ ευρωπαϊκών και ασιατικών εταιριών, ιδίως μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και στην ενίσχυση του εμπορικού και επενδυτικού ρεύματος μεταξύ των δύο ηπείρων.

4.
    Την 1η Ιουλίου 1999, η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την πρόσκληση υποβολής προτάσεων 1B/AP/384 (ΕΕ C 185, σ. 14). Σε συνέχεια της δημοσιεύσεως αυτής, έλαβε διάφορες προτάσεις υποψηφίων για την επιδότηση, μία από τις οποίες από έναν οργανισμό που παρουσιαζόταν υπό την επωνυμία «Center for Energy-Environment Research & Development - Asian Institute of Technology». Η πρόταση αυτή συνοδευόταν από επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 1999, σε χαρτί με επικεφαλίδα που έφερε επίσης την επωνυμία του Center for Energy-Environment Research & Development - Asian Institute of Technology και υπογεγραμμένη από τον Τ. Lefèvre.

5.
    Η Επιτροπή αποφάσισε να εγκρίνει την πρόταση αυτή και, ως συνέπεια αυτού, υπέγραψε στις 4 Ιουλίου 2000 τη σύμβαση ASI/B7-301/95/108-62 με το Center for Energy-Environment Research and Development - Asian Institute of Technology (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Στο εξής η σύμβαση αυτή θα αναφέρεται ως πρώτη σύμβαση.

6.
    Η πρώτη σύμβαση προέβλεπε τη χορήγηση στο Center for Energy-Environment Research and Development - Asian Institute of Technology κοινοτικής επιδοτήσεως συνολικού ποσού 42 227,50 ευρώ για τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος εξοικειώσεως μικρών και μεσαίων ταϊλανδικών επιχειρήσεων με το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, με τις οδηγίες «νέες προσεγγίσεις». Η ίδια σύμβαση προέβλεπε ότι η Επιτροπή θα προκατέβαλλε 33 782 ευρώ και ότι θα κατέβαλλε ως τελευταία προβλεπόμενη δόση το ποσό των 8 445,50 ευρώ. Δυνάμει του άρθρου 4(3) της συμβάσεως, οι πληρωμές έπρεπε να γίνουν στον τραπεζικό λογαριασμό 381-1-00099-9 του ΑΙΤ στην Thai Farmers Bank.

7.
    Το άρθρο 7 της πρώτης συμβάσεως ανέφερε ως διεύθυνση επικοινωνίας του δικαιούχου της κοινοτικής επιδοτήσεως την εξής:

«Center for Energy-Environment Research and Development - Asian Institute of Technology, Κμ 42, Paholyothin Highway, Klong Luang, Pathumthani, Thailand 12120, tel: +66-2-524.54.01/524.65.81, Fax: +66-2-524.54.51, Contact Person: Prof. Thierry Lefèvre, Director.»

8.
    Στις 4 Σεπτεμβρίου 2000 ο Τ. Lefèvre, παρουσιαζόμενος ως διευθυντής του CEERD, υπέγραψε την πρώτη σύμβαση, θέτοντας δίπλα στην υπογραφή του τη σφραγίδα του ΑΙΤ.

9.
    Στις 28 Δεκεμβρίου 2000, η Επιτροπή προκατέβαλε το προβλεπόμενο ποσό των 33 782 ευρώ στον προαναφερθέντα τραπεζικό λογαριασμό. Με την από 18 Ιανουαρίου 2001 επιστολή του που περιείχε την απόδειξη εισπράξεως του ταμία του ΑΙΤ, ο Τ. Lefèvre ενημέρωσε για την είσπραξη του ποσού αυτού. Τον Μάιο του 2002, η Επιτροπή κατέβαλε την τελευταία δόση στον ίδιο λογαριασμό.

10.
    Στις 17 Ιουλίου 2002, το διοικητικό συμβούλιο του ΑΙΤ έστειλε στην Επιτροπή επιστολή, στην οποία ανέφερε τα εξής:

«Ενεργώ για λογαριασμό του Asian Institute of Technology, η οποία έχει έδρα την Μπανγκόκ, Ταϊλάνδη, και πρόεδρο τον κύριο Jean-Louis Armand.

Ο τελευταίος μου αναφέρει χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανέθεσε στο Center for Energy-Environment Research and Development ένα πρόγραμμα (“project”) με τίτλο “Facilitating the Dessemination of European Clean Technologies in Thailand” [διευκόλυνση της διαδόσεως των ευρωπαϊκών καθαρών τεχνολογιών στην Ταϊλάνδη] στο πλαίσιο του προγράμματος Asia-Invest.

Το πρόγραμμα αυτό, που περιλαμβάνει απαραιτήτως ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, υλοποιήθηκε, αν εννόησα καλώς, με σύμβαση μεταξύ της Επιτροπής και του CEERD, εκπροσωπούμενου από τον φερόμενο ως διευθυντή του κύριο Thierry Lefèvre.

Μου έχει ανατεθεί να προσβάλω την απόφαση για τη σύναψη της συμβάσεως αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων λόγω ακυρότητας, δεδομένου ότι το CEERD είναι μία απλή υπηρεσία του ΑΙΤ χωρίς νομική προσωπικότητα (“not a legal entity”), χωρίς καμιά εξουσία να συμβάλλεται υπό το όνομα αυτό, το οποίο παρανόμως χρησιμοποιεί, και οπωσδήποτε όχι με τη μεσολάβηση του κυρίου Thierry Lefèvre, ο οποίος δεν είναι πλέον, εδώ και πολύν καιρό, διευθυντής του οργανισμού αυτού.

Προς τούτο υποχρεούμαι να ενεργήσω εντός προθεσμίας, γεγονός που με οδηγεί στο να σας ρωτήσω αν η απόφαση συνάψεως της συμβάσεως αυτής με το CEERD αποτέλεσε αντικείμενο δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και πότε.

[...]»

11.
    Σε απάντηση της επιστολής αυτής της 17ης Ιουλίου 2002, ο E. W. Muller, διευθυντής του Γραφείου Συνεργασίας της Επιτροπής (EuropeAid), απηύθυνε στις 21 Ιουλίου 2002 επιστολή στο διοικητικό συμβούλιο του ΑΙΤ με το εξής περιεχόμενο:

«Σε συνέχεια της αιτήσεώς σας, σας γνωστοποιώ κάτωθι τις πληροφορίες που ζητήσατε:

-    η εν λόγω σύμβαση υπογράφηκε στις 22/2/2002 από εμένα και τον κ. Eich της EuropeAid, αφενός, και στις 27/2/02 από τον καθηγητή Thierry Lefèvre, διευθυντή του “Center for Energy-Environment Research and Development”, αφετέρου·

-    το συνολικό ποσό του προγράμματος ανέρχεται σε 68 704,70 [ευρώ], εκ των οποίων 34 352,35 αποτελούν την επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το πρόγραμμα αυτό·

-    η διάρκεια της εκτελέσεως του προγράμματος είναι δεκαπέντε μηνών και λήγει στις 28/5/2003·

-    στο παράρτημα της παρούσας επιστολής περιέχονται πληροφορίες σχετικά με την κατάθεση του ποσού·

-    η σύμβαση συνήφθη κατόπιν δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσκλήσεως υποβολής προτάσεων για το πρόγραμμα Asia-Invest με ημερομηνία 10/4/2001 με τον ίδιο τίτλο ως αντικείμενο·

-    η ανάθεση των συμβάσεων είναι αποτέλεσμα συσκέψεων μιας επιτροπής αξιολογήσεως, οι οποίες στη συνέχεια εγκρίνονται από την αναθέτουσα αρχή, ήτοι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

Σας πληροφορούμε ότι ανάλογη σύμβαση υπογράφηκε στις 4/7/2000 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφενός, και από τον T. Lefèvre, διευθυντή [του] CEERD, αφετέρου. Το ποσό της επιδοτήσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανερχόταν σε 42 227,50 [ευρώ]. Η διάρκεια του προγράμματος ήταν 17 μήνες και σήμερα έχει λήξει. Το ποσό της κοινοτικής επιδοτήσεως έχει καταβληθεί στο σύνολό του.

[...]»

12.
    Υπ' αυτές τις συνθήκες, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Σεπτεμβρίου 2002, το προσφεύγον άσκησε την παρούσα προσφυγή.

13.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε την ίδια μέρα, το ΑΙΤ άσκησε επίσης προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2002 με την οποία συνήφθη δεύτερη σύμβαση (βλ. ανωτέρω, σκέψη 11, στο εξής: δεύτερη σύμβαση). Η υπόθεση αυτή έλαβε αριθμό Τ-288/02.

14.
    Στις 20 Δεκεμβρίου 2003 η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία το υπόμνημά της αντικρούσεως.

15.
    Στις 23 Ιανουαρίου 2003, οι διάδικοι εκλήθησαν από το Πρωτοδικείο να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους επί του παραδεκτού της παρούσας προσφυγής, κυρίως δεδομένου ότι ασκήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2002, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 4 Ιουλίου 2000.

16.
    Επιπλέον, το Πρωτοδικείο ζήτησε από το προσφεύγον να απαντήσει στις ακόλουθες ερωτήσεις:

-    επιβεβαιώνει το προσφεύγον ότι ο τραπεζικός λογαριασμός του άρθρου 4, παράγραφος 3, της συμβάσεως της 4ης Σεπτεμβρίου 2000 (παράρτημα Β 2 του υπομνήματος αντικρούσεως) της Thai Farmers Bank (381-1-00099-9) ανήκε στο ΑΙΤ;

-    επιβαβειώνει το προσφεύγον ότι οι πληρωμές υπέρ του ΑΙΤ, στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή στις σκέψεις 16 και 18 του υπομνήματος αντικρούσεως, έγιναν στον εν λόγω λογαριασμό και έγιναν δεκτές από το προσφεύγον;

17.
    Με επιστολή που κατατέθηκε στη Γραμματεία στις 11 Φεβρουαρίου 2003, το προσφεύγον υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του παραδεκτού της προσφυγής και απάντησε θετικά στα δύο ως άνω ερωτήματα. Με επιστολή που κατατέθηκε στη Γραμματεία στις 12 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή ζήτησε από το Πρωτοδικείο να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη.

Προτάσεις των διαδίκων

18.
    Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή·

-    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

19.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή·

-    άλλως και επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

-    να απορρίψει το αίτημα για τα δικαστικά έξοδα.

Επί του νόμω βάσιμου

20.
    Κατά πάγια νομολογία, οι προθεσμίες προς άσκηση προσφυγής δεν είναι στη διάθεση ούτε του δικαστή ούτε των διαδίκων και έχουν χαρακτήρα δημοσίας τάξεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 1995, T-514/93, Cobrecaf κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-621, σκέψη 40, και της 14ης Ιουλίου 1998, Τ-119/95, Hauer κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σ. ΙΙ-2713, σκέψη 22).

21.
    Σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τους λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως και να αποφασίσει σχετικώς υπό τους όρους του άρθρου 114, παράγραφοι 3 και 4, του ως άνω κανονισμού. Εναπόκειται, επομένως, στο Πρωτοδικείο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η προθεσμία προς άσκηση προσφυγής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1997, συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-121/96 και Τ-151/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1355, σκέψη 39).

22.
    Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η διαδικασία επί της αιτήσεως αυτής συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από την εξέταση των εγγράφων της δικογραφίας και αποφασίζει ότι δεν συντρέχει λόγος επιπλέον προφορικής αναπτύξεως των εξηγήσεων των διαδίκων.

23.
    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ' άρθρο 230, πέμπτη παράγραφος, ΕΚ, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ασκείται εντός προθεσμίας δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, είτε από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης πράξεως είτε από την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα είτε, ελλείψει δημοσιεύσεως και κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξως. Στην προθεσμία αυτή πρέπει να προστίθεται και η προθεσμία λόγω αποστάσεως. Συναφώς, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού Δικαδικασίας του Δικαστηρίου, με τη μορφή που ίσχυε έως την 1η Φεβρουαρίου 2001, προκύπτει ότι για τους διαδίκους που δεν έχουν μόνιμη κατοικία σε χώρα ή έδαφος της Ευρώπης, η προθεσμία αυτή λόγω αποστάσεως είναι ενός μηνός.

24.
    Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από την Επιτροπή στις 4 Ιουλίου 2000. Κοινοποιήθηκε στον Τ. Lefèvre σε απροσδιόριστη ημερομηνία, ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι ο τελευταίος έλαβε γνώση αυτής το αργότερο στις 4 Σεπτεμβρίου 2000, ημερομηνία κατά την οποία υπέγραψε την πρώτη σύμβαση.

25.
    Επομένως, σύμφωνα με τους κανόνες των οποίων γίνεται μνεία ανωτέρω, στη σκέψη 23, η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής εξέπνευσε το αργότερο στις 4 Δεκεμβρίου 2000.

26.
    Συνεπώς, η παρούσα προσφυγή, η οποία ασκήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2002, είναι εκπρόθεσμη.

27.
    Στις παρατηρήσεις του της 11ης Φεβρουαρίου 2003, όμως, το προσφεύγον επισημαίνει ότι η προθεσμία άρχισε να τρέχει στις 21 Ιουλίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή έγραψε στο ΑΙΤ για να το ενημερώσει για την υπογραφή, στις 4 Ιουλίου 2000, της πρώτης συμβάσεως. Υποστηρίζει ότι η σύμβαση αυτή «εν αγνοία της διοικήσεως της επιχειρήσεως», από ένα «απλό παράρτημα που διευθύνεται από έναν απλό υπάλληλο της επιχειρήσεως». Εφόσον ο Τ. Lefèvre δεν είχε, κατά το προσφεύγον, ικανότητα εκπροσωπήσεως του ΑΙΤ, δεν πρέπει να θεωρηθεί ως αφετηρία της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής η κοινοποίηση της πρώτης συμβάσεως σ' αυτόν.

28.
    Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Δεν αμφισβητείται, πράγματι, ότι το CEERD ήταν παράρτημα του ΑΙΤ, ότι μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001 ο Τ. Lefèvre ήταν διευθυντής του παραρτήματος αυτού και ότι είχε εξουσία διαχειρίσεως των υποθέσεών του έναντι τρίτων. Το γεγονός και μόνον ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διοικητικών οργάνων του ΑΙΤ και ενός των υπαλλήλων του, εν προκειμένω του Τ. Lefèvre, όσον αφορά την έκταση των εξουσιών του τελευταίου και, συγκεκριμένα, της ικανότητάς του να δεσμεύει το ΑΙΤ έναντι έναντι τρίτων, δεν επιτρέπει στο ΑΙΤ να αποστεί από την πρώτη σύμβαση. Πολλώ μάλλον στην επίδικη περιπτωση, όταν από τον φάκελο προκύπτει ότι η σύμβαση αυτή εκτελέστηκε πλήρως και ότι το ΑΙΤ έλαβε τα οικονομικά οφέλη της εκτελέσεως αυτής, δεδομένου ότι η επιδότηση κατατέθηκε στον δικό του λογαριασμό.

29.
    Εν πάση περιπτώσει, είναι αμφίβολο εάν η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως παρουσιάζει οποιοδήποτε ενδιαφέρον. Πράγματι, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, η πρώτη σύμβαση εκτελέστηκε πλήρως και ότι η επίδικη επιδότηση κατατέθηκε από την Επιτροπή στον λογαριασμό του ΑΙΤ. Η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, επομένως, δεν θα είχε καμιά πρακτική συνέπεια για το προσφεύγον.

30.
    Τέλος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αν το ΑΙΤ φρονεί ότι υπέστη ζημία λόγω της συμπεριφοράς του Τ. Lefèvre, δεν έχει παρά να αναζητήσει τα δίκαιά της ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων.

Επί των δικαστικών εξόδων

31.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το προσφεύγον ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το αίτημα του Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)    Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)    Καταδικάζει το προσφεύγον στα δικαστικά του έξοδα, καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

Λουξεμβούργο, 25 Ιουνίου 2003.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

R. García-Valdecasas


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.