Language of document : ECLI:EU:T:2003:204

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 9ης Ιουλίου 2003 (1)

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Επείγον - Δεν υφίσταται»

Στην υπόθεση T-288/02 R,

Asian Institute of Technology (AIT), με έδρα το Pathumthani (Ταϊλάνδη), εκπροσωπούμενο από τον H. Teissier du Cros, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αιτούν,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον P.-J. Kuijper και την B. Schöfer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2002, περί συνάψεως συμβάσεως έρευνας στο πλαίσιο του προγράμματος Asia-Invest με το Center for Energy-Environment Research and Development,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Σεπτεμβρίου 2002, το Asian Institute of Technology (στο εξής: «ΑΙΤ» ή «αιτούν») άσκησε, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2002, περί συνάψεως συμβάσεως έρευνας στο πλαίσιο του προγράμματος Asia-Invest με το Center for Energy-Environment Research and Development (στο εξής: επίδικη σύμβαση).

2.
    Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Μα.ου 2003, το ΑΙΤ υπέβαλε αίτηση αναστολής της εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως.

3.
    Η Επιτροπή υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 12 Ιουνίου 2003.

4.
    Με επιστολή της 17ης Ιουνίου 2003, το αιτούν ζήτησε να του επιτραπεί να καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις προς απάντηση στις παρατηρήσεις της Επιτροπής.

5.
    Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου, με απόφαση της 20ής Ιουνίου 2003, η οποία κοινοποιήθηκε στους διαδίκους στις 24 Ιουνίου 2003, απέρριψε το αίτημα αυτό.

6.
    Προτού εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση, πρέπει να υπομνησθεί το ιστορικό της διαφοράς, όπως αυτό προκύπτει από τα υπομνήματα που κατέθεσαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

7.
    Το ΑΙΤ είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός τεχνολογικής εκπαιδεύσεως και έρευνας εγκατεστημένος στην Ταϊλάνδη, ο οποίος συστάθηκε με βασιλικό διάταγμα τον Νοέμβριο του 1967.

8.
    Το Center for Energy-Environment and Develpment (στο εξής: CEERD) ήταν, έως το 2001, ένα τμήμα του ΑΙΤ χωρίς νομική προσωπικότητα. .ως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, διευθυντής του ήταν ο Thierry Lefèvre.

9.
    Στις 17 Ιουλίου 2002, ο νομικός σύμβουλος του ΑΙΤ απηύθυνε στην Επιτροπή επιστολή στην οποία ανέφερε τα ακόλουθα:

«Ενεργώ για λογαριασμό του Asian Institute of Technology, το οποίο έχει έδρα την Μπανγόκ της Ταϊλάνδης και πρόεδρο τον Jean-Louis Armand.

Ο ανωτέρω με πληροφόρησε, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανέθεσε στο Center for Energy-Environment Research & Development ένα σχέδιο (project) με τίτλο “Facilitating the Dissemination of European Clean Technologies in Tailand” [προώθηση της διαδόσεως των ευρωπαϊκών καθαρών τεχνολογιών στην Ταϊλάνδη] στο πλαίσιο του προγράμματος Asia-Invest.

Η υλοποίηση του σχεδίου αυτού, που συνεπάγεται αναγκαστικά ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, ανατέθηκε, αν αντιλαμβάνομαι καλώς, με σύμβαση συναφθείσα μεταξύ της Επιτροπής και του CEERD, εκπροσωπουμένου από τον υποτιθέμενο διευθυντή του, Thierry Lefèvre.

Είμαι επιφορτισμένος να προσβάλω την απόφαση περί συνάψεως της συμβάσεως αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως άκυρη λόγω του ότι το CEERD είναι μια απλή υπηρεσία του ΑΙΤ στερούμενη νομικής προσωπικότητας (“not a legal entity”), η οποία δεν έχει ικανότητα να συνάπτει συμβάσεις αντιποιούμενη το όνομα αυτό, ιδίως μέσω του κ. Thierry Lefèvre ο οποίος από πολλού χρόνου δεν είναι πλέον διευθυντής του οργανισμού αυτού.

Υποχρεούμενος να τηρήσω προς τούτο τις προβλεπόμενες προθεσμίες, παρακαλώ να με ενημερώσετε αν η απόφαση περί συνάψεως της συμβάσεως αυτής με το CEERD έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και πότε.

[...]»

10.
    Απαντώντας στην επιστολή αυτή της 17ης Ιουλίου 2002, ο E. W. Muller, διευθυντής του Γραφείου Συνεργασίας της Επιτροπής (EuropeAid) απηύθυνε, στις 21 Ιουλίου 2002, στον νομικό σύμβουλο του ΑΙΤ την ακόλουθη επιστολή:

«Κατόπιν της αιτήσεώς σας, σας γνωστοποιώ τα ακόλουθα:

-    η σύμβαση στην οποία αναφέρεστε υπογράφηκε, αφενός, στις 22/02/2002 από εμένα τον ίδιο και τον κ. Eich, εκ μέρους της EuropeAid, και, αφετέρου, στις 27/02/02 από τον καθηγητή Thierry Lefèvre, διευθυντή του “Center for Energy-Environment Research and Development”·

-    το συνολικό ποσό του σχεδίου ανέρχεται σε 68 704,70 [ευρώ], εκ των οποίων 34 352,35 [ευρώ] αποτελούν την επιδότηση του σχεδίου αυτού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

-    το 80 % της κοινοτικής επιδοτήσεως, ήτοι 27 481,88 [ευρώ], προκαταβλήθηκε. Το υπόλοιπο, ήτοι 6 870,47 [ευρώ], θα καταβληθεί με την περάτωση του σχεδίου·

-    ο χρόνος εκτελέσεως του σχεδίου καθορίστηκε σε δεκαπέντε μήνες, το δε σχέδιο θα περατωθεί στις 28/05/2003·

-    το συνημμένο στην παρούσα περιέχει στοιχεία σχετικά με τον λογαριασμό στον οποίο καταβλήθηκε το ως άνω ποσό·

-    η σύμβαση καταρτίστηκε κατόπιν της δημοσιεύσεως, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσκλήσεως προς υποβολή προτάσεων για το πρόγραμμα Asia-Invest, στις 10/04/2001, με τον τίτλο που αναφέρεται στη σύμβαση·

-    η ανάθεση των συμβάσεων γίνεται βάσει αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο επιτροπής αξιολογήσεως και οι οποίες, στη συνέχεια, επικυρώνονται από την συμβαλλόμενη αρχή, ήτοι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

[...]»

Σκεπτικό

11.
    Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων, αφενός, των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και, αφετέρου, του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ, το Πρωτοδικείο μπορεί, αν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

12.
    Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει ότι οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη λήψη των ζητουμένων προσωρινών μέτρων.

13.
    Εν προκειμένω, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το ενδεχομένως απαράδεκτο της υπό κρίση αιτήσεως, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος.

14.
    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το επείγον της υποθέσεως, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο που ζητεί τη λήψη του προσωρινού μέτρου.

15.
    Επομένως, δεν αρκεί, προκειμένου να τηρηθούν οι όροι της εν λόγω διατάξεως, να προβάλει απλώς ο αιτών, όπως έπραξε το ΑΙΤ, ότι η εκτέλεση της πράξεως, της οποίας ζητείται η αναστολή της εκτελέσεως, είναι επικείμενη, αλλά πρέπει ακόμη να αναφέρει περιστατικά ικανά να θεμελιώσουν το επείγον και κατάλληλα να δείξουν ότι σε περίπτωση μη αναστολής θα προκληθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στον προσφεύγοντα διάδικο που τη ζητεί (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Ιανουαρίου 1988, 378/87 R, Top Hit Holzvertrieb κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 161, σκέψη 18· διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 16ης Φεβρουαρίου 1995, Τ-5/95 R, Amicale des résidents du square d'Auvergne κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-255, σκέψεις 15 έως 17, και της 3ης Ιουλίου 2000, Τ-163/00 R, Carotti κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. Ι-Α-133 και ΙΙ-607, σκέψη 8).

16.
    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, το αιτούν ουδόλως ανταποκρίθηκε στην τελευταία αυτή απαίτηση, καθόσον η αίτησή του δεν προσδιορίζει τη ζημία την οποία θα μπορούσε να υποστεί σε περίπτωση εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως και δεν καταδεικνύει ότι η μη χορήγηση της αναστολής θα έχει γι' αυτόν σοβαρές και ανεπανόρθωτες συνέπειες. Πράγματι, το αιτούν περιορίζεται να αναφέρει στην αίτηση αναστολής εκτελέσεως ότι «η ημερομηνία της 28ης Μα.ου για την περάτωση του σχεδίου καταδεικνύει από μόνη της το επείγον». .μως, η απλή επίκληση της επικείμενης λήξεως της συμβάσεως δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι η μη χορήγηση της αναστολής εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως θα του προξενήσει ζημία ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι η ζημία αυτή θα είναι σοβαρή και ανεπανόρθωτη.

17.
    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αιτούν κατέθεσε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων οκτώ μήνες μετά την άσκηση της κύριας προσφυγής του και λιγότερο από μία εβδομάδα πριν από τη λήξη της συμβάσεως. Καίτοι εναπόκειται στον προσφεύγοντα να κρίνει τη σκοπιμότητα της υποβολής αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως και να αποφασίζει σε ποιο χρονικό σημείο της διαδικασίας θα υποβάλει την αίτηση αυτή, ο αρμόδιος επί των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής θεωρεί αναγκαίο να υπογραμμίσει ότι, εν προκειμένω, οι περιστάσεις δεν μεταβλήθηκαν από τον χρόνο της καταθέσεως της κύριας προσφυγής και ότι, συνεπώς, η κατάθεση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πολλούς μήνες μετά την άσκηση της κύριας προσφυγής αποτελεί στοιχείο που μάλλον καταδεικνύει ότι δεν υφίσταται επείγουσα ανάγκη να διαταχθεί η ζητούμενη αναστολή. Ορθώς, συνεπώς, υποστηρίζει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος, ότι η καταβολή του υπολοίπου ποσού της συμβάσεως στο CEERD συνιστούσε γεγονός το οποίο το αιτούν δεν πληροφορήθηκε μόλις τον Μάιο του 2003, αλλά μπορούσε από πολλού χρόνου να προβλέψει.

18.
    Οι ανωτέρω σκέψεις επιβάλλουν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως, χωρίς να χρειάζεται να αναπτύξουν προφορικά οι διάδικοι τις απόψεις τους.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)    Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 9 Ιουλίου 2003.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

B. Vesterdorf


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.